gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 99 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (99)

Ανάμεικτα

(Αρχαία γεωγραφία και ιστορία)

ΑΡΓΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΚΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
  Πρωτεύουσα του αρχαίου κράτους της Αμφιλοχίας που βρίσκεται πάνω απ’ το Ν.Α. τμήμα του μυχού του Αμβρακικού κόλπου στις όχθες του ποταμού Ινάχου.
   Κατά τη μυθική παράδοση ήταν αποικία του Πελοποννησιακού Αργους, που ιδρύθηκε μετά την άλωση του Ιλίου από Φυγάδες Αργείους υπό τον Αμφίλοχο, γυιό του Αμφιαράου, ο οποίος και έδωσε το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του στην πόλη (Θουκυδ. Β’ 68. Παυσ. Β’ 18,5*. Απολλόδ. Γ' 7,7. Στέφ. Βυζ. Εν. Λ. «Αμφιλοχίοι») ή από τον αδελφό του Αμφιλόχου Αλκμαίωνα («Έφορος» Στράβ. Ζ' 325 κ. εξ.).
   Κατ’ άλλη άποψη, πιθανώς επειδή η πεδιάδα ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων παραθαλάσσια να καλείτο Αργος και να κατοικήθηκε για πρώτη φορά από κατοίκους της γειτονικής Αμβρακίας, αποικίας των Κορινθίων. Αυτό συμπεραίνεται ίσως και από μαρτυρία του Θουκυδίδη σύμφωνα με την οποία, πολλές γενιές μετά την ίδρυση του Αμφιλοχικού Αργους εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό και αναμίχτηκαν με τους κατοίκους του, Αμβρακιώτες, που προσκλήθηκαν απ’ τους Αμφιλόχους σαν «συγκάτοικοι» για την αντιμετώπιση προφανώς εχθρικού κινδύνου κατά της χώρας. Απ’ τη συνύπαρξη αυτή οι Αργείοι εξελίχθηκαν χρησιμοποιούντες έκτοτε τη Δωρική διάλεκτο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Αμφιλόχους, - Ηπειρώτες στην καταγωγή - που μνημονεύονται σαν Βάρβαροι ή σαν μη Έλληνες, προφανώς επειδή η διάλεκτός τους ήταν για τους άλλους Έλληνες ακατανόητη. Νωρίς όμως οι νέοι άποικοι έδιωξαν τους παλαιούς κατοίκους της πόλης και έγιναν μόνοι κύριοι αυτής.
   Οι Αργείοι τότε έθεσαν τους εαυτούς τους κάτω από την προστασία των Ακαρνάνων και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι έστειλαν ναυτικές δυνάμεις υπό τον Φορμίωνα. Μετά την άφιξη αυτού το Αργος κυριεύτηκε, οι Αμβρακιώτες κάτοικοί του πουλήθηκαν σαν δούλοι και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό Αμφίλοχοι και Ακαρνάνες μαζί, των οποίων οι σχέσεις έγιναν στενότερες. Πιθανόν τότε να ορίστηκε να συνέρχονται σε κοινό δικαστήριο που έδρευε στις Όλπες (αρχαία πόλη κοντά στη σημερινή Μπούκα, Θέση Αγριλοβούνι) για την επίλυση των διαφορών τους (πρβλ. Θουκυδ. Γ. 105, 1).
   Το καλοκαίρι του 430 π.Χ. οι Αμβρακιώτες βοηθούμενοι από Χάονες και άλλους Βαρβάρους, εισέβαλαν στην Αμφιλοχία και έγιναν κύριοι της υπαίθρου φτάνοντας μέχρι το Αργος. Δεν μπόρεσαν όμως να καταλάβουν την πόλη και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. (Θουκυδ. Β’ 68,9).
   Το ίδιο επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα το 426 π.Χ. Οι Αμβρακιώτες εκστράτευσαν εναντίον του Αργους και κατέλαβαν τις οχυρωμένες Όλπες, όπου οι δυνάμεις τους ενισχύθηκαν απ’ το στρατηγό των Λακεδαιμονίων Ευρύλοχο. Τους Ακαρνάνες και Αμφιλόχους έσωσε τότε η επέμβαση του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη στον οποίο ανατέθηκε και αρχηγία του στρατού.
   Αυτός νίκησε πρώτα τους ενωμένους αντιπάλους στις Όλπες - όπου σκοτώθηκε ο Ευρύλοχος - και ακολούθως τους Αμβρακιώτες στο στενό της Ιδομένης.
   Κατά τον Θουκυδίδη - που περιγράφει τα γεγονότα αυτά λεπτομερώς - θα επιτυγχάνονταν απ' το Δημοσθένη και αυτή η άλωση της ίδιας της Αμβρακίας. Όμως οι Ακαρνάνες και οι Αμφίλοχοι φοβούμενοι τυχόν εγκατάσταση σ' αυτήν των ισχυρών Αθηναίων, υπόγραψαν συμφωνία μετά τη λήξη των εχθροπραξιών με τους Αμβρακιώτες τους οποίους και θεωρούσαν λιγότερο επικίνδυνους γείτονες (πρβλ. Θουκυδ. Γ’ 114, 3).
   Οι γνώσεις για την ιστορία του Αμφιλοχικού Αργους και της Αμφιλοχίας κατά τους δύο επόμενους αιώνες (4ο και 3ο π.Χ.) είναι λίγες. Γύρω στο 390 π.Χ. αναφέρεται συμμαχία Ακαρνάνων, Αιτωλών και Αργείων (Αμφιλόχων) προς τη Σπάρτη (πρβλ. Ξενοφ. Αγησ. Β’ 20).
   Ακολούθως φαίνεται πως ο εκ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, βασιληάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος υπόταξε του Αμφιλόχους και τους Αμβρακιώτες. Λίγο αργότερα ο γυιός του Κασσάνδρου, Αλέξανδρος, επειδή ήλθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Αντίπατρο, ζήτησε τη βοήθεια του βασιληά της Ηπείρου Πύρρου, ο οποίος πήρε σαν «μισθό» τις Συμφαία και Παραναία της Μακεδονίας και «των επικτήτων εθνών Αμβρακίαν, Ακαρνανίαν, Αμφιλοχίαν» (Πλουτ. Πύρρ. 6).
   Απ’ τους τελευταίους χρόνους του γ’ π.Χ. αιώνα οι Αργείοι μαζί με τους άλλους Αμφιλόχους ανήκουν στη Αιτωλική Συμμαχία.
   Γύρω στο 190 π.Χ. η Αμφιλοχία καταλαμβάνεται απ’ τον Φίλιππο το Γ’, αλλά παρέμεινε Μακεδονική για ελάχιστο διάστημα, καθότι τον επόμενο χρόνο (189 π.Χ) απελευθερώνεται απ’ τον στρατηγό των Αιτωλών Νίκανδρο και επανασυνδέεται με την Αιτωλική Συμμαχία (Πολύβ. ΚΑ’ 25, 3 Λίβ. ΧΧΧΧΙΙΙ 3,3 Κ. εξ.).
   Συγχρόνως μνημονεύεται λεηλασία της χώρας απ’ τον Περσέα. Την ίδια χρονιά επίσης (189 π.Χ.) ο Ρωμαίος ύπατος, Φούλβιος Νοβιλίωρ, μετά τη κατάληψη της Αμβρακίας έφτασε μέχρι το Αμφιλοχικό Αργος και στρατοπέδευσε κοντά σ’ αυτό. Όμως τελικά άφησε την πόλη και την υπόλοιπη χώρα στους Αιτωλούς - οι οποίοι στο μεταξύ είχα αποδεχτεί τους όρους ειρήνης των Ρωμαίων - και επέστρεψε στην Αμβρακία. Οι Αργείοι και άλλοι Αμφίλοχοι παρέμειναν στην Αιτωλική Συμμαχία μέχρι το 167 π.Χ. οπότε και αποσκίρτησαν, αφού πιθανώς συγκρότησαν δική τους αυτόνομη πολιτική κοινότητα. (πρβλ. Διόδ. ΧΧΧΙ 8,6 εκδ. Dind.). Με την ίδρυση της Νικόπολης απ’ τον Οκταβιανό Αύγουστο - σε ανάμνηση της νίκης το 31 π.Χ. στο Ακτιο - το Αμφιλοχικό Αργος παρακμάζει και ερημώνεται, επειδή οι κάτοικοί του καθώς και άλλων περιοχών της Β.Δ. Ελλάδας μετώκησαν στη νέα πόλη. (Παλατ. Ανθολ. Ζ’ 553). Παρ' όλα αυτά η πρωτεύουσα των Αμφιλόχων Αργος, μνημονεύεται και από μερικούς μεταγενέστερους συγγραφείς (Πλίν. Nat. Hist IX, 5’ Πτολεμ. Γεωργ. Γ’ 14, 6).
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αμφιλοχίας (1997, Β Έκδοση).

Links

Το Πριγκιπάτο της Αχαϊας

ΑΧΑΪΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  The most ancient inhabitants of Elis appear to have been Pelasgians, and of the same stock as the Arcadians. They were called Caucones, and their name is said to have been originally given to the whole country; but at a later time they were found only on the northern frontier near Dyme and in the mountains of Triphylia. (Strab. viii. p. 345.) The accessibility of the country both by sea and land led other tribes to settle in it even at a very early period The Phoenicians probably had factories upon the coast; and there can be no doubt that to them the Eleians were indebted for the introduction of the byssus, since the name is the same as the Hebrew butz. We also find traces of Phoenician influence in the worship of Aphrodite Urania in the city of Elis. It has even been supposed that Elishah, whose productions reached Tyre (Ezek. xxvii. 7), is the same word as the Greek Elis, though the name was used to indicate a large extent of country; but it is dangerous to draw any conclusion from a similarity of names, which may after all be only accidental.
  The most ancient inhabitants of the country appear to have been Epeians (Epeioi), who were closely connected with the Aetolians. According to the common practice of the Greeks to derive all their tribes from eponymous ancestors, the two brothers Epeius and Aetolus, the sons of Endymion, lived in the country afterwards called Elis. Aetolus crossed over to Northern Greece, and became the ancestor of the Aetolians. (Paus. v. 1; Scymn. Ch. 475.) The name of Eleians, according to the tradition, was derived from Eleius, a son of Poseidon and Eurycyda, the daughter of Endymion. The Epeians were more widely spread than the Eleians. We find Epeians not only in Elis Proper, but also in Triphylia and in the islands of the Echinades at the mouth of the Achelous; while the Eleians were confined to Elis Proper. In Homer the name of Eleians does not occur; and though the country is called Elis, its inhabitants are always the Epeians.
  Eleius was succeeded in the kingdom by his son Augeias, against whom Hercules made war, because he refused to give the hero the promised reward for cleansing his stables. The kingdom of the Epeians afterwards became divided into four states. The Epeians sailed to the Trojan War in 40 ships, led by four chiefs, of whom Polyxenus, the grandson of Augeias, was one. (Hom. II. ii. 615, seq.) The Epeians and the Pylians appear in Homer as the two powerful nations on the western coast of Peloponnesus, the former extending from the Corinthian gulf southwards, and the latter from the southern point of the peninsula northwards; but the boundaries which separated the two cannot be determined. They were frequently engaged in wars with one another, of which a vivid picture is given in a well-known passage of Homer (Il. xi. 670, seq.; Strab. viii. pp. 336, 351). Polyxenus was the only one of the four chiefs who returned from Troy. In the time of his grandson the Dorians invaded Peloponnesus; and, according to the legend, Oxylus and his Aetolian followers obtained Elis as their share of the conquest. (Dict. of Biogr. art. Heraclidae).
  Great changes now followed. In consequence of the affinity of the Epeians and Aetolians, they easily coalesced into one people, who henceforth appear under the name of Eleians, forming a powerful kingdom in the northern part of the country in the plain of the Peneius. Some modern writers suppose that an Aetolian colony was also settled at Pisa, which again comes into notice as an independent state. Pisa is represented in the earliest times as the residence of Oenomaus and Pelops, who left his name to the peninsula; but subsequently Pisa altogether disappears, and is not mentioned in the Homeric poems. It was probably absorbed in the great Pylian monarchy, and upon the overthrow of the latter was again enabled to recover its independence; but whether it was peopled by Aetolian conquerors must remain undecided. From this time Pisa appears as the head of a confederacy of eight states. About the same time a change of population took place in Triphylia, which had hitherto formed part of the dominions, of the Pylian monarchy. The Minyae, who had been expelled from Laconia by the conquering Dorians, took possession of Triphylia, driving out the original inhabitants of the country, the Paroreatae and Caucones. (Herod. iv. 148.) Here they founded a state, consisting of six cities, and were sufficiently strong to maintain their independence against the Messenian Dorians. The name of Triphylia was sometimes derived from an eponymous Triphylus, an Arcadian chief (Polyb. iv. 77; Paus. x. 9. § 5); but the name points to the country being inhabited by three different tribes,--an explanation given by the ancients themselves. These three tribes, according to Strabo, were the Epeians, the Minyae, and the Eleians. (Strab. viii. p. 337.)
  The territory of Elis was thus divided between the three independent states of Elis Proper, the Pisatis, and Triphylia. How long this state of things lasted we do not know; but even in the eighth century B.C. the Eleians had extended their dominions as tar as the Neda, bringing under their rule the cities of the Pisatis and Triphylia. During the historical period we read only of Eleians and their subjects the Perioeci: the Caucones, Pisatans, and Triphylians entirely disappear as independent races.
  The celebration of the festival of Zeus at Olympia had originally belonged to the Pisatans, in the neighbourhood of whose city Olympia was situated. Upon the conquest of Pisa, the presidency of the festival passed over to their conquerors; but the Pisatans never forgot their ancient privilege, and made many attempts to recover it. In the eighth Olympiad; B.C. 747, they succeeded in depriving the Eleians of the presidency by calling in the assistance of Pheidon, tyrant of Argos, in conjunction with whom they celebrated the festival. But almost immediately afterwards the power of Pheidon was destroyed by the Spartans, who not only restored to the. Eleians the presidency, but are said even to have confirmed them in the possession of the Pisatis and Triphylia. (Paus. vi. 22. § 2; Strab. viii. p. 354, seq.; Herod. vi. 127.) In the Second Messenian War the Pisatans and Triphylians revolted from Elis and assisted the Messenians, while the Eleians sided with the Spartans. In this war the Pisatans were commanded by their king Pantaleon, who also succeeded in making himself master of Olympia by force, during the 34th Olympiad (B.C. 644), and in celebrating the games to the exclusion of the Eleians. (Paus. vi. 21. § 1, vi. 22. § 2; Strab. viii. p. 362; respecting the conflicting statements in the ancient authorities as to this period, see Grote, Hist. of Greece, vol. ii. p. 574.) The conquest of the Messenians by the Spartans must also have been attended by the submission of the Pisatans to their former masters. In the 48th Olympiad (B.C. 588) the Eleians, suspecting the fidelity of Damophon, the son of Pantaleon, invaded the Pisatis, but were persuaded by Damophon to return home without committing any further acts of hostility. But in the 52nd Olympiad (B.C. 572), Pyrrhus, who had succeeded his brother Damophon in the sovereignty of Pisa, invaded Elis, assisted by the Dyspontii in the Pisatis, and by the Macistii and Scilluntii in Triphylia. This attempt ended in the ruin of these towns, which were razed to the ground by the Eleians. (Paus. vi. 22. § 3, seq.) From this time Pisa disappears from history; and so complete was its destruction that the fact of its ever having existed was disputed in later times. (Strab. viii. p. 356.) After the destruction of these cities we read of no further attempt at revolt till the time of the Peloponnesian War. The Eleians now enjoyed a long period of peace and prosperity.
  The Eleians remained faithful allies of Sparta in the Peloponnesian War down to the peace of Nicias, B.C. 421; but in this year a serious quarrel arose between them. It was a settled policy of the Spartans to prevent the growth of any power in Peloponnesus, which might prove formidable to themselves; and accordingly they were always ready to support the independence of the smaller states in the peninsula [p. 819] against the-greater. Accordingly, when Lepreum in Triphylia revolted from the Eleians and craved the assistance of the Spartans, the latter not only recognised its independence, but sent an armed force to protect it. The Eleians in consequence renounced the alliance of Sparta, and formed a new league with Argos, Corinth, and Mantineia. (Thuc. v. 31.) The following year (B.C. 420) was the period for the celebration of the Olympic festival; and the Eleians, under the pretext that the Spartans had sent some additional troops to Lepreum after the proclamation of the Sacred Truce, fined the Spartans 2000 minae, and, upon their refusing to pay the fine, excluded them from the festival. (Thuc. v. 49, 50.) The Eleians fought with the other allies against the Spartans at the battle of Mantineia (B.C. 418); and though the victory of the Spartans broke up this league, the ill-feeling between Elis and Sparta still continued. Accordingly, when the fall of Athens gave the Spartans the undisputed supremacy of Greece, they resolved to take vengeance upon the Eleians. They required them to renounce their authority over their dependent towns, and to pay up the arrears due from them as Spartan allies for carrying on the war against Athens. Upon their refusal to comply with these demands, king Agis invaded their territory (B.C. 402). The war lasted nearly three years; and the Eleians were at length compelled to purchase peace by relinquishing their authority not only over the Triphylian towns, but also over Lasion, which was claimed by the Arcadians, and over the other towns of the hilly district of Acroreia (B.C. 400). They also had to surrender their harbour of Cyllene with their ships of war. (Xen. Hell. iii. 2. 21-30; Diod. xiv. 34; Paus. iii. 8. § 3, seq.) By this treaty the Eleians were in reality stripped of all their political power; and the Pisatans availed themselves of their weakness to beg the Lacedaemonians to grant to them the management of the Olympic festival; but as they were now only villagers, and would probably have been unable to conduct the festival with becoming splendour, the Spartans refused their request, and left the presidency in the hands of the Eleians. (Xen. Hell. iii. 2. 30)
  Soon after the battle of Leuctra (B.C. 371), by which the Spartan power had been destroyed, the Eleians attempted to regain their supremacy over the Triphylian towns; but the latter, pleading their Arcadian origin, sought to be admitted into the Arcadian confederacy, which had been recently organised by Epaminondas. The Arcadians complied with their request (B.C. 368), much to the displeasure of the Eleians, who became in consequence bitter enemies of the Arcadians. (Xen. Hell. vi. 5. 2, vii. 1. § 26.) In order to recover their lost dominions the Eleians entered into alliance with the Spartans, who were equally anxious to gain possession of Messenia. In B.C. 366 hostilities commenced between the Eleians and Arcadians. The Eleians seized by force Lasion and the other towns in the Acroreia, which also formed part of the Arcadian confederacy, and of which they themselves had been deprived by the Spartans in B.C. 400, as already related. But the Arcadians not only recovered these towns almost immediately afterwards, but established a garrison on the hill of Cronion at Olympia, and advancing against the town of Elis, which was unfortified, nearly made themselves masters of the place. The democratical party in the city rose against the ruling oligarchy, and seized the acropolis: but they were overcome, and fled from the city. Thereupon, assisted by the Arcadians, they seized Pylus, a place on the Peneius, at the distance of about 9 miles from Elis, and there established themselves with a view of carrying, on hostilities against the ruling party in the city. (Xen. Hell. vii. 4. 13-18; Diod. xv. 77.) In the following year (B.C. 365) the Arcadians again invaded Elis, and being attacked by the Eleians between their city and Cyllene, gained a victory over them. The Eleians, in distress, applied to the Spartans, who created a diversion in their favour by invading the south-western part of Arcadia. The Arcadians in Elis now returned home in order to defend their own country; whereupon the Eleians recovered Pylus, and put to death all of the democratical party whom they found there. (Xen. Hell. vi. 4. 19-26.) In the next year (B.C. 364) the 104th celebration of the Olympic festival occurred. The Arcadians, who had now expelled the Spartans from their country, and who had meantime retained their garrison at Olympia, resolved to restore the presidency of the festival to the Pisatans, and to celebrate it in conjunction with the latter. The Eleians, however, did not tamely submit to this exclusion, and, while the games were going on, marched with an armed force into the consecrated ground. Here a battle was fought; and though the Eleians showed great bravery, they were finally driven back by the Arcadians. The Eleians subsequently took revenge by striking out of the register this Olympiad, as well as the 8th and 34th, as not entitled to be regarded as Olympiads. (Xen. Hell. vii. 4. 28-32; Diod. xv. 78.) The Arcadians now seized the treasures in the temples at Olympia; but this act of sacrilege was received with so much reprobation by several of the Arcadian towns, and especially by Mantineia, that the Arcadian assembly not only denounced the crime, but even concluded a peace with the Eleians, and restored to them Olympia and the presidency of the festival (B.C. 362). (Xen. Hell. vii. 4. 33, 34.)
  Pausanias relates that when Philip, the father of Alexander the Great, obtained the supremacy in Greece, the Eleians, who had suffered much from civil dissensions, joined the Macedonian alliance, but at the same time would not fight against the Athenians and Thebans at the battle of Chaeroneia. After the death of Alexander the Great, they renounced the Macedonian alliance, and fought along with the other Greeks against Antipater, in the Lamian War. (Paus. v. 4. § 9.) In B.C. 312 Telesphorus, one of the generals of Antigonus, seized Elis and fortified the citadel, with the view of establishing an independent principality in the Peloponnesus; but the town was shortly afterwards recovered by Ptolemaeus, the principal general of Antigonus in Greece, who razed the new fortifications. (Diod. xix. 87.)
  The Eleians subsequently formed a close alliance with their kinsmen the Aetolians, and became members of the Aetolic League, of which they were the firmest supporters in the Peloponnesus. They always steadily refused to renounce this alliance and join the Achaeans, and their country was in consequence frequently ravaged by the latter. (Polyb. iv. 5, 9, 59, seq.) The Triphylians, who exhibit throughout their entire history a rooted repugnance to the Eleian supremacy, joined the Achaeans as a matter of course. (Comp. Liv. xxxiii. 34.) The Eleians are not mentioned in the final war between the Romans and the Achaean League; but after the capture of Corinth, their country, together with the rest of Peloponnesus, became subject to Rome. The Olympic games, however, still secured to the Eleians a measure of prosperity; and, in consequence of them, the emperor Julian exempted the whole country from the payment of taxes. (Julian, Ep. 35.) In A.D. 394 the festival was abolished by Theodosius, and two years afterwards the country was laid waste with fire and sword by Alaric.
  In the middle ages Elis again became a country of some importance. The French knights at Patras invaded the valley of the Peneius, where they established themselves with hardly any resistance. Like Oxylus and his Aetolian followers, William of Champlitte took up his residence at Andrabida, in a fertile district on the right bank of the Peneius. Gottfried of Villehardouin built Glarenza, which became the most important sea-port upon the western coast of Greece; under his successors Castro Tornese was built as the citadel of Glarenza. Gastuni and Santameri were also founded about the same period. Elis afterwards passed into the hands of the Venetians, under whom it continued to flourish, and who gave to the western province of the Morea the name of Belvedere, from the citadel of Elis. It was owing to the fertility of the plain of the Peneius that the Venetians called the province of Belvedere the milk-cow of the Morea. But the country has now lost all its former prosperity. Pyrgos is the only place of any importance; and in consequence of the malaria, the coast is becoming almost uninhabited. (Curtius, Peloponnesos, vol. ii. p. 16, seq.)

This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ (Πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Αξιόλογες επιλογές

Φιγαλείς και Ορεσθάσιοι

ΦΙΓΑΛΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
Κατά την επίθεσή τους κατά της Αρκαδίας οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλαν στη Φιγάλεια, νίκησαν τους κατοίκους της σε μάχη και άρχισαν πολιορκία. Οταν το τείχος κινδύνευε να κυριευτεί οι Φιγαλείς, οι οποίοι είτε απέδρασαν είτε έφυγαν υπόσπονδοι στους Λακεδαιμόνιους, ζήτησαν χρησμό στους Δελφούς για την απελευθέρωση της πόλης τους. Ο χρησμός που τους δόθηκε όριζε ότι η Φιγάλεια θα ελευθερωνόταν μόνο αν πολεμούσαν και σκοτώνονταν εκατό διαλεχτοί Ορεσθάσιοι. Η βεβαιότητα του θανάτου δεν πτόησε τους Ορεσθάσιους, οι οποίοι πολέμησαν με ενθουσιασμό εναντίον των Λακεδαιμονίων και πράγματι σκοτώθηκαν όλοι, έτσι όμως εκπληρώθηκε ο χρησμός και ελευθερώθηκε η Φιγαλεία (Παυσ. 8,39,3-5).

Οι εκατό Ορεσθάσιοι εθελοντές

Το 659 π.Χ. η πόλη κυριεύτηκε από τους Σπαρτιάτες, με τους οποίους είχε μακροχόνια διαμάχη. Oι Φιγαλείς χάνοντας την ελευθερία τους εγκατέλειψαν την πατρίδα τους. Μετά από λίγα χρόνια ζήτησαν χρησμό από την Πυθία για το αν θα ανακτήσουν την πατρίδα και την ελευθερία τους πολεμώντας τους Σπαρτιάτες. Εκείνη τους απάντησε ότι δεν βλέπει κάτι τέτοιο, εκτός εάν προσφερθούν εκατό Ορεσθάσιοι εθελοντές να πολεμήσουν, οι οποίοι όμως θα πεθάνουν όλοι. Οι Ορεσθάσιοι, το θεώρησαν αυτονόητο να προσφερθούν και να πεθάνουν όλοι, όπως προέβλεπε ο χρησμός, για να δώσουν την ελευθερία στους Φιγαλείς. Και έτσι έγινε και αργότερα οι Φιγαλείς ανακατέλαβαν την πόλη τους. (Παυσ. Αρκαδικά 39, 2-4). Οι Φιγαλείς για να θυμούνται την υπέρτατη προσφορά των εκατό Ορεσθασίων ανήγειραν στήλη που έγραφε: «Πολυάνδριον Ορεσθασίων μη θαύμαζε, ξείνε. Αρκάδες εσμέν. Αυτόκλητοι γαρ θάνατον ελόντες, Φιγαλεύσιν ελευθερίην έδομεν»,

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Αγλαός

ΨΩΦΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Φτωχός χωρικός, 7ος αιώνας π.Χ. Το Μαντείο των Δελφών τον έκρινε τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου.

Men Whom The Gods Have Pronounced To Be The Most Happy
In reference to this point, two oracles of Delphi may come under our consideration, which would appear to have been pronounced as though in order to chastise the vanity of man. These oracles were the following: by the first, Pedius was pronounced to be the most happy of men, who had just before fallen in defence of his country. On the second occasion, when it had been consulted by Gyges, at that time the most powerful king in the world, it declared that Aglaiis of Psophis was a more happy man than himself. This Aglaiis was an old man, who lived in a poor petty nook of Arcadia, and cultivated a small farm, though quite sufficient for the supply of his yearly wants; he had never so much as left it, and, as was quite evident from his mode of living, his desires being of the most limited kind, he had experienced but an extremely small share of the miseries of life.

Aglaus (Aglaos), a poor citizen of Psophis in Arcadia, whom the Delphic oracle pronounced to be happier than Gyges, king of Lydia, on account of his contentedness, when the king asked the oracle, if any man was happier than he. (Val. Max. vii. 1.2; Plin. H. N. vii. 47.) Pausanias (viii. 24.7) places Aglaus in the time of Croesus.

Αρχαιότητα

ΑΧΑΪΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Επτά από τις 12 πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας, οι Αιγές, η Αιγείρα, η Βούρα, η Ελίκη, η Κερύνεια, οι Ρύπες και το Αίγιο ανήκαν στην περιοχή του Ομηρικού Αιγιαλού.

ΘΥΡΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΚΤΙΟ - ΒΟΝΙΤΣΑ
Στη πόλη συνεδρίαζε ο δεσμός των Ακαρνάνων, όταν έπαυσε να συνεδριάζει στο Στράτο.

ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
  Ο Παυσανίας στα "Φωκικά" του περιγράφει ιερά και μνημεία της πόλης: του ναού του Ποσειδώνα, του ιερού και του αγάλματος της θεάς Αρτεμης Αιτωλής, του Απολλωνίου ιερού, του ιερού της Πολιάδος Αθηνάς, του σπήλαιου της Αφροδίτης, του Ασκληπιείου. Κατά την περίοδο του μεγάλου αποικισμού (8ος - 6ος π.Χ. αιώνας) και της εν συνεχεία εμπορικής επικοινωνίας με τη Δύση, ο υδάτινος δρόμος του Κορινθιακού χρησιμοποιεί τη στρατηγική θέση της Ναυπάκτου με τον ασφαλή λιμένα της, για τον έλεγχο της οποίας σημειώνεται η έναρξη της διαμάχης των Κορινθίων και των Λακεδαιμονίων με του Αθηναίους, που τελικά κατέλαβαν τη Ναύπακτο το 456 π.Χ. και εγκατέστησαν σ’ αυτή τους προστατευομένους τους Μεσσήνιους.
  Στην περιοχή τη προ της Ναυπάκτου έλαβαν χώρα ναυμαχίες με αποτέλεσμα την εδραίωση της κυριαρχίας των Αθηναίων.
  Ακολούθησε η κάθοδος των Μακεδόνων, και τελικά η Διακήρυξη στα Κοίλα της Ναυπάκτου, το 217 π.Χ. που με το λόγο του Αγέλαου του Ναυπάκτιου καλούνταν οι Έλληνες να ενωθούν εν όψει της επερχόμενης θύελλας των Ρωμαίων, που τελικά έθεσαν υπό την κατοχή τους την πόλη και την περιοχή της.
  Κατά την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, μετά την καταστροφή του Θέρμου και λόγω της στρατηγικής της θέσης, στη Ναύπακτο πραγματοποιείται πλέον το συμβούλιο των Αιτωλών.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ναυπάκτου.

Τόπος συνεδρίων Κοινού των Ακαρνάνων

ΣΤΡΑΤΟΣ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Στην πόλη συνεδρίαζε ο δεσμός των Ακαρνάνων. Αργότερα οι συνεδριάσεις γίνονταν στο Θύριον ή στη Λευκάδα.

Βανδαλισμοί

Acratus sent by Nero 64 AD

ΑΧΑΪΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Acratus a freedman of Nero, who was sent by Nero A. D. 64, into Asia and Achaia to plunder the temples and take away the statues of the gods. (Tac. Ann. xv. 45, xvi. 23; comp. Dion Chrys. Rhod.)

Γεγονότα νεότερης ιστορίας

1943 - «Επιχείρηση Καλάβρυτα»

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ (Κωμόπολη) ΑΧΑΪΑ
  Η Κατοχή αποτελεί μια οπό τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες. Την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές.
   Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, τόπος με μακραίωνη ιστορική διαδρομή και επαναστατικό παρελθόν, υπέστη την περίοδο της Κατοχής τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, με μαζικές εκτελέσεις αμάχων και ολοκληρωτικές καταστροφές.
  Το καλοκαίρι του 1943, άρχισαν εκτελέσεις, βομβαρδισμοί και καταστροφές χωριών:
•Ιούλιος 1943 (29/07): Βομβαρδισμός των χωριών Λαπάτα, Τρεχλό, Μάνεσι. Μεταξύ των 16 θυμάτων και μικρά παιδιά.
•Αύγουστος 1943 (31/08): Πυρπόληση του χωριού Ανω Λουσοί. Εκτέλεση 4 κατοίκων. Απαγχονισμός στην πλατεία του Χελμού των Καλαβρύτων του νεαρού Ντίνου Παυλόπουλου.
•Νοέμβριος 1943 (29/11): Βομβαρδισμός του χωριού Βυσωκά. 13 νεκροί, τραυματίες και καταστροφή οικιών.
  Οι εγκληματικές πράξεις των Γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής κορυφώθηκαν το Δεκέμβριο του 1943, σε μια οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της περιοχής των Καλαβρύτων, γνωστή ως «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalawrita», από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943). Μια από τις πιο σκληρές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, γενικότερα.
  Από τις αρχές του 1943, στο χώρο της Αιγιαλείας και των Καλαβρύτων συνέβησαν σημαντικά αντιστασιακά γεγονότα, μεταξύ των οποίων η Μάχη Ρογών-Κερπινής (16-17/10/1943), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη συντριβή του Γερμανικού λόχου και τη σύλληψη 86 Γερμανών αιχμαλώτων. Μετά τη διαμόρφωση ενός γενικότερου κλίματος ανησυχίας για την αντιστασιακή δράση στην περιοχή των Καλαβρύτων, η 117 Μονάδα Κυνηγών αποφασίζει να δράσει.
  Τα Γερμανικά στρατεύματα, που ξεκίνησαν από Τρίπολη, Αίγιο, Πάτρα, ακολούθησαν ακτινωτή πορεία σύμφωνα με τους γερμανικούς χάρτες, με κατεύθυνση την επαρχία Καλαβρύτων και κατάληξη τα Καλάβρυτα.
   Οι Γερμανικές δυνάμεις, μηχανοκίνητες και πεζοπόρες, που ξεκινούν από την Πάτρα, στις 05/12/1943 με κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, είχαν επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γιούλιους Βόλφιγκερ (G. Wolfinger) και ακολούθησαν το δρόμο Πάτρα - Χαλανδρίτσα - Καλάβρυτα, απόσταση 77 χιλιομέτρων.
   Στο ξεκίνημά τους λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Μονή Ομπλού, σε μικρή απόσταση νότια της Πάτρας.
•Στις 06/12, μετά από ένα ατύχημα του Wolfinger, διοικητής ορίστηκε ο Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), διοικητής του συντάγματος Αιγίου.
•Στις 07/12, τα πεζοπόρα τμήματα χτένισαν στο πέρασμά τους όλα τα χωριά και σκόρπισαν τη φωτιά και το θάνατο. Στην Κάτω Βλασία σκότωσαν 3 άνδρες και 1 γυναίκα και στον Κάλανο 3 βοσκούς από τα Καλάβρυτα και έναν ακόμη πολίτη. Μετά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία πήγε προς Λεχούρι - Τριπόταμα - Δίβρη και επέστρεψε από Μορόχοβα - Λειβάρτζι και η άλλη συνέχισε προς Καλάβρυτα.
•Στις 08/12, πέρασαν από το Μάνεσι και το Σαραδί, σκότωσαν 1 άνδρα.
•Στις 09/12, έφταοαν στη διασταύρωση του δρόμου Σκεπαστού-Κλειτορίας. Στο εκκλησάκι της Αγίας Αννας, συγκέντρωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό του χωριού Βυσωκά και, μετά από μια σύντομη ομιλία, τους άφησαν ελεύθερους. Την ίδια μέρα, μπήκαν στα Καλάβρυτα.
•Στις 10/12, εκτέλεσαν στο χωριό Συρμπάνι (Πριόλιθος) 5 άνδρες.
   Οι Γερμανικές δυνάμεις από Αίγιο προς Καλάβρυτα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), εφόρμησαν στα Καλάβρυτα, με 3 πεζοπόρα τμήματα.
•Στις 06/12 άλλη πεζοπόρο ομάδα, από το Αίγιο, προχώρησε με πορεία από τον Κερενίτη ποταμό προς Πλατανιώτισσα, Βιλιβίνα και Μαμουσιά, στην οποία, αφού εγκαταστάθηκε, έστησε ενέδρα.
•Στις 07/12 , πεζοπόρες φάλαγγες από το Αίγιο προχωρούν κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρηθείς και αφού κατέβηκαν από την οροσειρά Σταυριά πάνω από το χωριό Ρογοί, τοποθέτησαν μυδράλια και όλμους.
•Στις 08/12, ο Ebersberger χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες και μπήκαν το πρωί στους Ρογούς. Έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και εκτέλεσαν 65 άνδρες και παιδιά.
•Αλλη ομάδα μπήκε την ίδια ημέρα στην Κερπινή, έβαλαν φωτιά και εκτέλεσαν 38 άνδρες και παιδιά.
•Στη συνέχεια, έκαψαν την Ανω και Κάτω Ζαχλωρού και σκότωσαν 19 άνδρες. Ακολούθως έφτασαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και σκότωσαν 16 άτομα, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς, ενώ εκτέλεσαν και 9 μοναχούς, στη θέση Ψηλός Σταυρός.
•Στις 09/12, έφτασαν στο χωριό Σούβαρδο, όπου έβαλαν φωτιά και σκότωσαν 5 άνδρες, το ίδιο και στο χωριό Βραχνί, όπου σκότωσαν 6 άνδρες.
   Στη στάση της Κερπινής εγκαταστάθηκε Γερμανική διμοιρία. Στη θέση αυτή εκτελέστηκαν 4 άνδρες.
•Στις 09/12, περνώντας από τις Αυλές των Καλαβρύτων, Γερμανικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ebersberger, μπήκε στα Καλάβρυτα, όπου είχαν φτάσει και οι δυνάμεις από την Πάτρα.
•Στις 13/12, ολοκλήρωσαν την επιχείρηση, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη των Καλαβρύτων, λεηλάτησαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε και εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης από 14 χρονών και πάνω, στη Ράχη του Καππή.
•Στις 14/12, ανέβηκαν στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, το λεηλάτησαν, το πυρπόλησαν και εκτέλεσαν 6 άνδρες, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς. Την ίδια ημέρα, λεηλάτησαν το χωριό Βυσωκά, σκότωσαν 3 άνδρες και έφυγαν για την Πάτρα. Επίσης πέρασαν από το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και το έκαψαν.
   Τα γερμανικά στρατεύματα που κινήθηκαν από Τρίπολη με επικεφαλής τον ταγματάρχη Gnass, κατευθύνθηκαν προς Δημητσάνα και Λαγκάδια Αρκαδίας.
•Στις 07/12, δόθηκε διαταγή στην ομάδα μάχης ΚΟΚΕΡΤ να προχωρήσει από τα Παγκρατέϊκα Καλύβια μέσω του χωριού Φίλια και Τσορωτά στα Μαζέϊκα (Κάτω Κλειτορία). Την ίδια ημέρα τα Γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στα Μαζέϊκα αναζητώντας την τύχη των Γερμανών αιχμαλώτων της Μάχης Ρογών-Κερπινής, χτενίζοντας όλα τα γύρω χωριά και τη νύχτα της 07/12 προς 08/12 έφτασαν στο Μάζι. Το ίδιο ίδιο απόγευμα, οι αντάρτες είχαν ήδη προβεί στην εκτέλεση των αιχμαλώτων.
•Οι Γερμανοί μετέφεραν τους διασωθέντες στα Μαζέϊκα και κατέθεσαν τα γεγονότα στον Συνταγματάρχη Le Suir, ο οποίος είχε ήδη φτάσει στην περιοχή.
•Οι Γερμανοί, με 12 έλληνες οδηγούς, το Σάββατο το βράδυ στις 11/12, κατευθύνθηκαν προς το χωριό Μάζι και στη συνέχεια στη θέση Μαγέρου στις 12/12, όπου βρήκαν τους εκτελεσθέντες Γερμανούς. Εκεί εκτέλεσαν 10 Μαζαίους.
•Στις 14/12, λεηλάτησαν και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος των Μαζεϊκων και μετά έφυγαν προς την Τρίπολη.
  Στο απόρρητο ραδιογράφημα της 117 Jager Division (Αρ.1595/43), καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της Επιχείρησης Καλάβρυτα:
"...(1) Κατεστράφησαν ολοκληρωτικά τα χωριά: Ρογοί, Κερπινή, Στάση Κερπινής, Ανω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Πλατανιώτισσα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μοναστήρι Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρου, Καλύβια.
(2) 696 Έλληνες εκτελέστηκαν...".

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Καλαβρύτων


Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

  Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 09/12. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός Διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.
   Στις 12/12, οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη. Το πρωί στις 13/12, ημέρα Δευτέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.
  Στο κτήριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν θα επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Οι Καλαβρυτινοί ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη, να καίγονται και, μαζί τους, να παραδίδονται στη φωτιά οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες.
  Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Ολόκληρη η πόλη παραδόθηκε σης φλόγες.
  Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε κατάφορτος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ΄ όπου άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν.
  Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα. Διασώθηκαν 13 άτομα.
  Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτήριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν, άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους. Μία από τις γυναίκες, η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά, ποδοπατήθηκε από το πανικόβλητο πλήθος των γυναικόπαιδων και ξεψύχησε πριν αντικρίσει το αποτρόπαιο έγκλημα.
  Ύστερα, οι γυναίκες ανηφόρισαν προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Ανδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα.
  Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34' της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας.
  Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με τα νύχια να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους έθαψαν εκεί στο λόφο, μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες.
  Ακολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες.
  Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων «συγκίνησε και συνένωσε τους Έλληνες - δυνάμωσε τον αγώνα τους κατά του κατακτητή», ομολογεί ο τότε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Γερμανών στην Ελλάδα.
  Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
  Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Καλαβρύτων


Ελληνική Επανάσταση (1821-1829)

Η Εξοδος των Ελεύθερων Πολιορκημένων

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ (Πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
  10 Απριλίου 1826: Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι επιχειρούν ηρωϊκή, συγκλονιστική ΕΞΟΔΟ μετά από αλλεπάλληλες πολιορκίες 3 χρόνων, πείνα και κακουχίες, παλεύοντας ηρωικά με τους Τούρκους. Όσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου, όσοι μπόρεσαν να διαφύγουν προχώρησαν προς το Ζυγό, όσοι έμειναν στην Πόλη κλείστηκαν στις μπαρουταποθήκες με τον Καψάλη και τον Δεσπότη Ιωσήφ Ρωγών και βάζοντας φωτιά στο μπαρούτι, ολοκλήρωσαν έτσι τη Θυσία του Μεσολογγίου.
   Το Μεσολόγγι αψηφώντας το θάνατο έκανε την Ελλάδα να αναγεννηθεί και να ζήσει Ελεύθερη. Η νύχτα της Εξόδου θα μείνει για πάντα ανάμεσα στις πολυτιμότερες νύχτες της ανθρωπότητας και το Μεσολόγγι από εκείνη την νύχτα γίνεται Σύμβολο, γίνεται ιδέα Πανανθρώπινη.
   Μεγάλοι Δημιουργοί απ’ όλον τον κόσμο (Βύρωνας, Γκαίτε, Ουγκώ, Ντελακρουά, Ντελανσάκ), εμπνεύστηκαν από την τραγική θυσία των Ελεύθερων Πολιορκημένων.
   Το Μεσολόγγι προσέφερε ύψιστο παράδειγμα εθελούσιας Θυσίας στο βωμό της Ελληνικής, της Ευρωπαϊκής και Παγκόσμιας Ελευθερίας και δημιούργησε έτσι ένα μεγάλο κύμα Φιλελληνισμού στις Ξένες Χώρες.
   Για την ιδέα αυτή του Φιλελληνισμού, ο Δήμος της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου προωθεί σήμερα την ίδρυση ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΕΝΤΡΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, και την ανακήρυξη του Μεσολογγίου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως την «ΙΕΡΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ». Γιατί σ’ αυτή τη μικρή πολιτεία με την μεγάλη Ιστορία και τον Αγώνα της, αναπνέεις Ελλάδα, σκέπτεσαι Ελλάδα, διδάσκεσαι Ελλάδα και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!!!
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.

  Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το Μεσολόγγι ήταν κέντρο παιδείας με την ίδρυση της Παλαμαϊκής Σχολής το 1760. Το Μεσολόγγι μπήκε στον Αγώνα στις 20 Μαΐου του 1821 με πρωτεργάτες τον Φιλικό Αναστάση Παλαμά και τον οπλαρχηγό του Αράκυνθου (Ζυγού) Δημήτριο Μακρή. Στις 9 Νοεμβρίου 1821 ψηφίστηκε στην πόλη ο προσωρινός Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ένα από τα πρώτα επαναστατικά συντάγματα. Η πόλη οχυρώθηκε πρόχειρα και κατόρθωσε να αποκρούσει την επίθεση του τουρκικό στόλου και την Α' πολιορκία από τον Κιουταχή και τον Ομέρ-Βρυώνη το 1822. Την 5η Ιανουαρίου 1824 αποβιβάστηκε στην πόλη ο Λόρδος Βύρωνας, ο οποίος ενίσχυσε την φρουρά με υλικά και πολεμοφόδια. Δυστυχώς ο μεγάλος Φιλέλληνας ποιητής πέθανε στις 19 Απριλίου του ίδιου χρόνου και τάφηκε δίπλα στο τάφο του Μάρκου Μπότσαρη. Στην πόλη του Μεσολογγίου την ίδια εποχή ο Ελβετός φιλέλληνας Μάγερ εξέδιδε την εφημερίδα '"Ελληνικά Χρονικά"'. Στις 15 Απριλίου 1825 άρχισε η Β' πολιορκία της πόλης από τον Κιουταχή με 30.000 άνδρες, για να ενισχυθεί αργότερα σε 4.000 άνδρες, ενώ υπήρχαν 8.000 άμαχοι. Η πολιορκία αυτή κράτησε περίπου ένα χρόνο. Μετά από σκληρές μάχες καταλήφθηκαν τα οχυρά νησάκια, Βασιλάδι, Ντολμάς και Κλείσοβα. Μπροστά στον κίνδυνο του θανάτου από τη σιτοδεία και το λοιμό αποφασίστηκε η δυναμική Έξοδος της Φρουράς το βράδυ του Λαζάρου, που έπεφτε εκείνη τη χρονιά στις 10 Απριλίου 1826. Παράλληλα ειδοποιήθηκε και ο Γ. Καραϊσκάκης, για να βοηθήσει με αντιπερισπασμό στο Μοναστήρι του Αη Συμιού. Τα μεσάνυχτα της 10ης Απριλίου η Φρουρά και όσοι μπορούσαν από τους αμάχους, σε τρεις φάλαγγες, πραγματοποίησαν την Έξοδο και κινήθηκαν προς τον Αράκυνθο για να σωθούν. Οι ανήμποροι που είχαν οχυρωθεί στα μεγάλα σπίτια άρχισαν να ανατινάζουν τις πυριτιδαποθήκες. Ο Καψάλης ανατινάζει το σπίτι του και στις 11 του μηνός η αντίσταση κάμπτεται, με την ανατίναξη του Ανεμόμυλου από τον Επίσκοπο Ρωγών, Ιωσήφ. Μετά το τέλος της Επανάστασης και τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, το Μεσολόγγι άρχισε να ανασυγκροτείται από τους πρόσφυγες που επέστρεφαν. Στην είσοδο της πόλης βρίσκεται το Ηρώο των Πεσόντων της Εξόδου, ή Κήπος των Ηρώων. Αρχισε να χτίζεται από τον λοχαγό Κουρτουτσάκη. Σε αυτό συγκεντρώθηκαν τα οστά των ανώνυμων νεκρών σε μικρό τύμβο, ενώ οι ηγέτες της πολιορκίας τάφηκαν σε ιδιαίτερους τάφους. Στο κέντρο του Κήπου των Ηρώων σώζονται ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη, που σκοτώθηκε το 1823 στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας, και ο ανδριάντας του Λόρδου Βύρωνα, έργο του 1881. Η καρδιά του γνωστού φιλέλληνα είναι θαμμένη μέσα στο Κήπο των Ηρώων μαζί με τα οστά των αγωνιστών του Μεσολογγίου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


Ιδρυση-οικισμός του τόπου

ΑΚΡΑΤΑ (Δήμος) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
  Η σημερινή Ακράτα δημιουργήθηκε μετά την ελληνική επανάσταση. Είναι ακριβέστερα η επέκταση και πύκνωση του αρχικού προεπαναστατικού χειμερινού οικισμού των Χαλκιανέων, που αναζητούσαν σ' αυτή την τοποθεσία καλύτερους όρους ζωής για μόνιμη εγκατάσταση. Η ιστορία της λοιπόν χάνεται στο βάθος του χρόνου.
  Τα Χαλκιάνικα, όπως και τα υπόλοιπα ορεινά χωριά της Νωνάκριδας πύκνωσαν κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν το βουνό έγινε το καταφύγιο των Ελλήνων. Μετά την εθνική αποκατάσταση αρχίζει μια γενική μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών προς τα πεδινά και παραθαλάσσια τμήματα της ελευθερωμένης πατρίδας. Οι πρώτοι Χαλκιανέοι χτίζουν τα καλύβια τους στην Ακράτα. Σταδιακά κατεβαίνουν και από τα υπόλοιπα χωριά της Νωνάκριδας και εγκαθίστανται σε άλλους συνοικισμούς που αργότερα θα ενταχθούν στο διευρυμένο Δήμο Ακράτας. Οι αρχικές καλλιέργειες ευρύνονται και αρχίζουν να χτίζονται τα πρώτα περιποιημένα σπίτια μόνιμης εγκατάστασης. Ο νέος οικισμός παίρνει πια τη σημερινή ονομασία του : Ακράτα.
  Η ανάπτυξη είναι ραγδαία : σχολεία, εμπόριο, άρδευση (ο εργολάβος Δημήτριος Κούρκαφας κατάφερε να διοχετευθούν τα νερά του Κράθη στον κάμπο της Ακράτας). Αυτό ειδικά το μεγάλο έργο λειτούργησε σαν μαγνήτης για την επιτάχυνση της καθόδου στη νέα πατρίδα.
  Η διόγκωση του πληθυσμού βέβαια στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα δημιουργεί και κάποια προβλήματα. Μεγάλο τμήμα του πληθυσμού καταφεύγει σταδιακά στις ξένες χώρες (ιδίως Αμερική και Αυστραλία) πριν και μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
  Συχνά οι καλλιέργειες διαφοροποιούνται ανάλογα με τη ζήτηση της εποχής (π.χ. η καλλιέργεια σταφίδας αντικαταστάθηκε από ελαιόδεντρα και εσπεριδοειδή).
  Η ίδρυση του Γυμνασίου Ακράτας ώθησε πολλούς Ακρατινούς στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση, αλλά συχνά και στην εσωτερική μετανάστευση σε μεγάλες πόλεις. Το αξιοθαύμαστο πάντως είναι η έφεση που είχαν ανέκαθεν οι Ακρατινοί στις τέχνες και τα γράμματα. Αλλά και οι τοπικοί σύλλογοι με πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα δίνουν διαρκώς ένα δυναμικό παρόν.
  Χαρακτηριστική τέλος είναι η οικιστική έκρηξη κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, που άλλαξε σημαντικά τη μορφή του δήμου μας. Παρατηρείται ακόμα το ευχάριστο φαινόμενο της επιστροφής στον τόπο μας τόσο των μεγαλύτερων ηλικιών, όσο και νέων ανθρώπων που επιθυμούν ένα άλλο ξεκίνημα μακριά από την πόλη. Τα χρόνια αυτά πραγματοποιούνται μεγάλα έργα : ύδρευση, υδροηλεκτρικό έργο Τσιβλού, Σχολεία, Κλειστό Γυμναστήριο, νέες υπηρεσίες κ.α.
  Όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση τώρα, από το 1828 έως το 1878 η Ακράτα είναι διοικητικά μετέωρη. Από το 1879 έως το 1914 έχουμε την πρώτη σύσταση του Δήμου Ακράτας με πρώτο δήμαρχο τον Αγγελή Π. Δελούκα. Το 1914 με νέο νόμο συστήθηκε η κοινότητα Ακράτας που περιλάμβανε και την παραλία με πρώτο κοινοτάρχη τον Κωνσταντίνο Ι. Παμπούκη. Ο Γεώργιος Κ. Ρουφογάλης ήταν άλλη μια σημαντική μορφή στην κοινοτική πορεία έως το 1986, αλλά και πολλοί άλλοι Ακρατινοί.
  Το 1986 έχουμε την εκ νέου ίδρυση του Δήμου Ακράτας με πρώτο δήμαρχο το Νικόλαο Α. Παπαθανασόπουλο, που περιελάμβανε πλέον τις κοινότητες : Ακράτας, Πύργου, Συλίβαινας, Κραθίου και Πορρωβίτσας. Σταθμό αποτελεί και η συνένωση με το Νόμο Καποδίστρια το 1997 των Δήμων Ακράτας και Νωνάκριδος με τις Κοινότητες Αμπέλου, Βαλιμής, Βουτσίμου, Καλαμιά, Παραλίας Πλατάνου και Πλατάνου. Πρώτος δήμαρχος ο Κωνσταντίνος Σπηλιωτόπουλος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ακράτας


Κύψελος & Γόργος (Κορίνθιοι), 7ος αιώνας π.Χ.

ΑΝΑΚΤΟΡΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
The Corinthians sent by Cypselus and Gorgus took possession of this shore and also advanced as far as the Ambracian Gulf; and both Ambracia and Anactorium were colonized at this time. (Strabo 10,2,8)

ΔΥΜΗ (Αρχαία πόλη) ΠΑΤΡΑ
Συνοικίστηκε το 750 π.Χ. από οκτώ κωμοπόλεις της περιοχής.

Το 471 π.Χ.

ΗΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
When Praxiergus was archon in Athens, the Romans elected as consuls Aulus Verginius Tricostus and Gaius Servilius Structus. At this time the Eleians, who dwelt in many small cities, united to form one state which is known as Elis.(Diod. 11.54.1)

Καταστροφές του τόπου

ΑΕΤΟΠΕΤΡΑ (Χωριό) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Το χωριό καταστράφηκε από τα στρατεύματα κατοχής του Β' Παγκοσμίου πολέμου.

Καταποντισμός της Βούρας

ΒΟΥΡΑ (Αρχαία πόλη) ΔΙΑΚΟΠΤΟ
Ο σεισμός του 373 π.Χ ήταν τόσο δυνατός που σύμφωνα με τον Παυσανία μόνο όσοι κάτοικοί της πόλης έλειπαν εκείνη την περίοδο γλίτωσαν και ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα Βούρα (Παυσ. 7,25,8-9).

ΕΛΙΚΗ (Αρχαία πόλη) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
  Τον χειμώνα του 373 π.Χ. έγινε στον Κορινθιακό ο καταστρεπτικότερος ίσως σεισμός της ελληνικής ιστορίας, ενώ στην Αθήνα ήταν άρχων ο Αστείος. Χάθηκαν δύο σπουδαίες πόλεις: η Ελίκη (περί τα 7 χιλιόμετρα ΝΑ του Αιγίου) και η Βούρα. Τότε καταστράφηκε και ο ναός του Απόλλωνος στους Δελφούς. Ο σεισμός αποδόθηκε στην οργή του Ποσειδώνα που είχαν προκαλέσει οι Ελικαείς γιατί σκότωσαν ίωνες ικέτες που κατέφυγαν στο ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνος. Πέντε μέρες προ του καταποντισμού τα ζώα εγκατέλειψαν το έδαφος της Ελίκης. Ο τρομερός σεισμός έγινε ξαφνικά και νύχτα, και ταυτόχρονα η ξηρά κατακλύστηκε από τη θάλασσα και η Ελίκη ­ που απείχε 12 στάδια, δηλαδή 2,16 χιλιόμετρα από τη θάλασσα ­ παρασύρθηκε αύτανδρη. Από το άλσος του Ποσειδώνος φαίνονταν μόνο οι κορφές των δέντρων. Κατά τον Ερατοσθένη, το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνος, που κρατούσε ιππόκαμπο, βρισκόταν όρθιο στον βυθό ενάμιση αιώνα αργότερα και έσκιζε τα δίχτυα των ψαράδων. Δέκα λακωνικά πλοία αγκυροβολημένα εκεί βυθίστηκαν. Οι δύο χιλιάδες άνδρες που έστειλαν οι Αχαιοί για βοήθεια δεν κατόρθωσαν ούτε να περισυλλέξουν τους νεκρούς. Από τη Βούρα, που απείχε 40 στάδια (7,2 χιλιόμετρα) από τη θάλασσα, σώθηκαν μόνον όσοι έλειπαν από την πόλη.

By the Athenians during the Peloponnesean war

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
The Athenians at once weighed anchor and continued their cruise. Touching at Pheia in Elis, they ravaged the country for two days and defeated a picked force of three hundred men that had come from the vale of Elis and the immediate neighborhood to the rescue.

By Lacedaemonians, 398 BC

ΗΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
  In the reign of Agis the son of Archidamus the Lacedaemonians had several grievances against the people of Elis, being especially exasperated because they were debarred from the Olympic games and the sanctuary at Olympia. So they dispatched a herald commanding the people of Elis to grant home-rule to Lepreum and to any other of their neighbors that were subject to them. The people of Elis replied that, when they saw the cities free that were neighbors of Sparta, they would without delay set free their own subjects; whereupon the Lacedaemonians under king Agis invaded the territory of Elis.
  On this occasion there occurred an earthquake, and the army retired home after advancing as far as Olympia and the Alpheus but in the next year Agis devastated the country and carried off most of the booty. Xenias, a man of Elis who was a personal friend of Agis and the state-friend (Proxenos) of the Lacedaemonians, rose up with the rich citizens against the people but before Agis and his army could come to their aid, Thrasydaeus, who at this time championed the interests of the popular party at Elis, overthrew in battle Xenias and his followers and cast them out of the city.
  When Agis led back his army, he left behind Lysistratus, a Spartan, with a portion of his forces, along with the Elean refugees, that they might help the Lepreans to ravage the land. In the third year of the war (398 BC) the Lacedaemonians under Agis again prepared to invade the territory of Elis. So Thrasydaeus and the Eleans, reduced to dire extremities, agreed to forgo their supremacy over their neighbors, to dismantle the fortifications of their city, and to allow the Lacedaemonians to sacrifice to the god and to compete in the games at Olympia.(Paus. 3.8.3-5)

Καταστροφή & τέλος της πόλης

Από τους Αιτωλούς, 314 π.Χ.

ΑΓΡΙΝΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Από σεισμό, 373 π.Χ

ΕΛΙΚΗ (Αρχαία πόλη) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
Ο σεισμός του 373 π.Χ χαρακτηρίζεται από τον Παυσανία ως ιδιαίτερα καταστροφικός, αφού συνοδεύτηκε από τεράστιο κύμα που κατέκλυσε μεγάλο μέρος της ξηράς και παρέσυρε κάτω από την επιφάνεια την πόλη. Την εποχή του Παυσανία μόνο ίχνη της Ελίκης διακρίνονταν, παραμορφωμένα κι αυτά από το νερό (Παυσ. 7,24,12-13, βλ. και Στράβ. 8,7,2).

Μάχες

Μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αχαιών

ΔΥΜΗ (Αρχαία πόλη) ΠΑΤΡΑ
Οι Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό τον Κλεομένη κέρδισαν αποφασιστική νίκη κατά του Αρατου και των Αχαιών σε μάχη κοντά στη Δύμη. Αργότερα ο Κλεομένης έκανε ειρήνη με τους Αχαιούς και τον Αντίγονο (Παυσ. 7,7,3).

Η μάχη της Ακράτας

ΠΟΡΟΒΙΤΣΑ (Οικισμός) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
Ο χώρος του οικισμού κατοικείτο από την αρχαιότητα (Αιγές) και στον ίδιο χώρο έγινε η ιστορική μάχη της Ακράτας με τα υπολείμματα του Δράμαλη (1823).

Η μάχη της Χαλανδρίτσας

ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ (Χωριό) ΠΑΤΡΑ
05/07/1948
  Ο Δημοκρατικός Στρατός της Πελοποννήσου αριθμούσε, αρχικά, γύρω στους 250 άνδρες, που δρούσαν κυρίως στις περιοχές του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα. Μετά, όμως, την επιτυχημένη επίθεση κατά της Σπάρτης, τη νύχτα της 12ης προς 13η του Φλεβάρη του 1947, όπου απελευθέρωσε 224 πολιτικούς κρατούμενους, η δύναμή του αυξήθηκε πολύ σημαντικά, αν και δεν ξεπέρασε ποτέ τις τρεις χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες. Στο αποκορύφωμα πάντως της ισχύος του ο ΔΣΕ διέθετε την III Μεραρχία και δύο Ταξιαρχίες, καθώς και τα αρχηγεία του Ερύμανθου, του Μαινάλου, του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου.
  Αξιόλογη ανάπτυξη γνώρισε ο ΔΣΕ και στην Αχαΐα, της οποίας ολόκληρη σχεδόν την ύπαιθρο είχε θέσει πολύ γρήγορα κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του. Σύμφωνα, με σχετικό έγγραφο της Διοίκησης Χωροφυλακής της περιοχής, οι κυβερνητικές δυνάμεις προς τα τέλη του 1948 κρατούσαν στην κατοχή τους μόνο τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού, το Σκεπαστό και τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της παραλιακής ζώνης (Διοίκησις Χωροφυλακής Αχαΐας. Γραφείον Δημοσίας Ασφάλειας. Αρ. πρ. 48/191/43/26 - 11 - 48).
  Η αντιμετώπιση των ανταρτικών ομάδων της Αχαΐας από μέρους των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη από τα τέλη του 1947, όταν είχαν αναπτύξει πια οι ομάδες αυτές πολύπλευρη στρατιωτική δράση σε ολόκληρο σχεδόν το νομό - μέσα δε στα πλαίσια αυτής ακριβώς της δράστης των ανταρτών, ισχυρές δυνάμεις τους πραγματοποίησαν στις 24 Φλεβάρη του 1948 μια από τις μεγαλύτερες επιτυχείς επιχειρήσεις τους μπαίνοντας από τρία σημεία μέσα στην πόλη του Αιγίου. Ο πατραϊκός Τύπος έγραψε τότε ότι επικεφαλής των ανταρτών βρίσκονταν ο Σφακιανός, ο Γιάννης Κατσικόπουλος και ο Νίκος Πολυκράτης, αποσιώπησαν όμως την ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων, η οποία φαίνεται από τη σχετική τηλεφωνική αναφορά του περιοδεύοντα διοικητή Χωροφυλακής Μπουγάνη προς την ανώτερη διοίκηση του σώματος (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Τηλεφ. εξ Αιγίου, ημ. 24-2-48, ώρα 8.30). Κατά τη μάχη εκείνη σκοτώθηκε ανεξακρίβωτος αριθμός χωροφυλάκων και ένας ανθυπομοίραρχος, ενώ οι αντάρτες, αφού πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, αποτραβήχτηκαν χωρίς απώλειες από την πόλη.
  Το αποκορύφωμα, όμως, της δράσης του ΔΣΕ στην Αχαΐα σημειώθηκε, με την από μέρους επίλεκτων τμημάτων του κατάληψη της Χαλανδρίτσας, τα ξημερώματα της 5ης Ιούλη του 1948. Επρόκειτο για την πιο σημαντική στρατιωτική ενέργειά του στην περιοχή, σύμφωνα δε με τη γνώμη ανώτερου παράγοντα του κυβερνητικού στρατού, για τη σοβαρότερη αντάρτικη επιχείρηση σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Εφημερίδα "Πελοπόννησος" (Πατρών), φ. 6-7-48).
  Στη Χαλανδρίτσα είχε συγκεντρωθεί μια αξιόλογη δύναμη ανδρών της Χωροφυλακής, όταν διαλύθηκαν από τους αντάρτες όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί των ορεινών περιοχών του νομού. Συγκεκριμένα, η κωμόπολη αυτή, καθώς και το χωριό Σούλι, ήτανε πια τα μοναδικά της αχαϊκής υπαίθρου, εκτός από την παραλιακή ζώνη, τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού και το Σκεπαστό, που κρατούσαν σταθερά στα χέρια τους οι κυβερνητικές δυνάμεις.
  Η επιχείρηση περιορίστηκε στην επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας, αλλά εκδηλώθηκε και μ' ένα πλήθος αντιπερισπασμικών ενεργειών σε άλλα σημεία του νομού. Ορίστηκε δε σε όλες τις λεπτομέρειές της, με βάση και τις πληροφορίες, που είχαν συγκεντρωθεί από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ της ίδιας της Χαλανδρίτσας, σχετικά με τη θέση και την κατάσταση των οχυρών της κωμόπολης και με την αστυνομική δύναμη που τα υπερασπιζόταν.
  Οι αντάρτικες δυνάμεις που θα εκτελούσαν την επιχείρηση ξεκίνησαν από τη Ρακίτα, χωρισμένες σε μεγάλες ομάδες, κάθε μια από τις οποίες κατευθύνθηκε στον προσδιορισμένο από πριν στόχο της. Το συγκρότημα της Κορινθίας, με τον Μανώλη Σταθάκη θα χτυπούσε τις κυβερνητικές θέσεις από το Αίγιο μέχρι την Πάτρα. Ένας λόχος με τον Πέρδικα θα κατέστρεφε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του "Γλαύκου" και στη συνέχεια θα καταλάμβανε το μοναστήρι του Ομπλού. Μια διμοιρία, με τον Νίκο Πολυκράτη, θα απασχολούσε τους χίτες και τους μάυδες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Σούλι. Αλλες δυνάμεις θα ενεργούσαν επιδρομές προς την περιοχή της Κάτω Αχαγιάς, ενώ ο λόχος του Μαινάλου, με τον Σαρηγιάννη και τον Τσακόπουλο, θα έστηνε ενέδρα κοντά στην Καλλιθέα, στη θέση "Κουμπάρες", για να χτυπήσει τις ενισχύσεις, που θα έστελνε ο αντίπαλος από την Πάτρα. Την επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας θα την ενεργούσε το τάγμα του Ταϋγέτου, με τον Αρίστο Καμαρινό, ενώ ολόκληρη την επιχείρηση θα τη διηύθυναν ο Κώστας Κανελλόπουλος και ο Κώστας Μπασακίδης.
  Η εξέλιξη της επιχείρησης
  Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως είχαν σχεδιαστεί. Στις 3 το πρωί, ο λόχος του Πέρδικα, περνώντας μέσα από τη χαράδρα του Βελιζίου, έφτασε στο Κλάους και κατεβαίνοντας στην Περιβόλα από την περιοχή των μύλων του Λιάλιου, κατευθύνθηκε προς το υδροϋλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δώδεκα άνδρες της φρουράς τράπηκαν σε φυγή, ενώ οι τρεις τεχνικοί, που διανυκτέρευαν, συνελήφθησαν. Οι αντάρτες κατέστρεψαν με νάρκη τη μεγαλύτερη τουρμπίνα του εργοστασίου, δύναμης δύο χιλιάδων ίππων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα εργοστάσια της Πάτρας να μη λειτουργήσουν για δύο μέρες, από έλλειψη ρεύματος.
  Την ίδια περίπου ώρα, η διμοιρία του Νίκου Πολυκράτη χτύπησε το Σούλι, ενώ ταυτόχρονα, άλλες αντάρτικες δυνάμεις πραγματοποιούσαν με επιτυχία τις δικές τους αποστολές. Στις πέντε το πρωί, εξάλλου άρχισε η επίθεση εναντίον της ίδιας της Χαλανδρίτσας, η οχύρωση της οποίας είχε σχεδιαστεί λαθεμένα. Τα οχυρά, δηλαδή, ήτανε κατασκευασμένα μέσα στην ίδια την κωμόπολη και το κάθε οχυρό δεν είχε δική του κλειστή άμυνα, με αποτέλεσμα η πτώση ενός και μόνο οχυρού να οδηγούσε στην άμεση κατάρρευση ολόκληρης της οχύρωσης.
  Η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας υπήρξε αιφνιδιαστική, όπως τούτο καταφαίνεται και από σχετική έκθεση του ανώτερου διοικητή της Χωροφυλακής, συνταγματάρχη Κώστα Κατσαμπή, στην οποία υπογραμμίζεται ότι κανένα έγγραφο δεν είχε σταλεί μέχρι τότε από το στρατηγείο του Πύργου στις αστυνομικές υπηρεσίες, για τις κινήσεις των ανταρτικών δυνάμεων της περιοχής και για την αντιμετώπιση των επιθετικών ενεργειών τους (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Γραφείον Δημοσίας Ασφαλείας. Αρ. πρ. 7/53/380 μ/9-7-48). Ακριβώς δε, αυτός ο αιφνιδιαστικός χαρακτήρας της αντάρτικης επίθεσης υποχρέωσε τους χωροφύλακες να υποχωρήσουν πολύ γρήγορα στο κτίριο της υποδιοίκησης, όπου κλείστηκαν και άρχισαν να προβάλλουν αντίσταση.
  Στη μιάμιση το μεσημέρι, ολόκληρη η φρουρά, αν και δεν είχε υποστεί μεγάλη φθορά, όπως σημειώνει στην ίδια έκθεσή του ο Κατσαμπής, ενήργησε έξοδο, για να σπάσει τον κλοιό, αφού πρόβαλε σαν δικαιολογία - στο τελευταίο σήμα της, που απέστειλε στην Πάτρα - ότι δεν είχε πια πυρομαχικά. Η έξοδος, όμως, αυτή έγινε ανοργάνωτα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σφαγή. Από τους 68 άνδρες, που υπερασπίζονταν την υποδιοίκηση, σκοτώθηκαν - όπως αναφέρει έκθεση του αντισυνταγματάρχη Ιάκωβου Χανιώτη, αναπληρωτή ανώτερου διοικητή Χωροφυλακής - 17 μόνιμοι και 17 χωρίς θητεία χωροφύλακες, 6 υπενωμοτάρχες, 4 ενωμοτάρχες και ο διοικητής της φρουράς Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ 16 τραυματίστηκαν και μόνο 7 διασώθηκαν (Απ. Δασκαλάκη. Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, τ. Β', σ. 731-732). Οι αντάρτες, εξάλλου, σε ολόκληρη την επιχείρηση είχαν 7 τραυματίες και τρεις νεκρούς - ανάμεσά τους και τον Χαλανδριτσάνο ΕΠΟΝίτη Θάνο Αργυρόπουλο.
  Η επιχείρηση ολοκληρώνεται
  Αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας, στάλθηκαν από την Πάτρα ενισχύσεις, όπως φανερώνει και σχετικό τηλεγράφημα του Χανιώτη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Αρ. πρ. 7/53/380/5-7-48). Οι ενισχύσεις, όμως, αυτές καθηλώθηκαν στη θέση "Κουμπάρες" από το λόχο του Μαινάλου, που είχε στο μεταξύ ναρκοθετήσει και την εκεί μικρή γέφυρα.
  Για ενίσχυση των χωροφυλάκων της Χαλανδρίτσας στάλθηκε επίσης μια διλοχία του 618ου τάγματος πεζικού από το Αίγιο και η υπόλοιπη δύναμη του ίδιου τάγματος από την Αμαλιάδα, ενώ άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, μαζί με τεθωρακισμένα κινήθηκαν από τα Καλάβρυτα προς την Κάτω Βλασία. Οι κυβερνητικοί ρίξανε στη μάχη και αεροπλάνα, τέσσερα από τα οποία χτυπήθηκαν από τα αντιαεροπορικά πυρά των ανταρτών, σύμφωνα με αναφορά του αντισυνταγματάρχη Μανώλη Χατζηθεοδώρου (Τακτικόν Στρατηγείον Πύργου. Αρ. πρ. 5844/Α1/9-7-48).
  Οι κυβερνητικές ενισχύσεις, με επικεφαλής τον ταγματάρχη της Χωροφυλακής Μανώλη Βενιεράκη, έφτασαν στη Χαλανδρίτσα, αφού είχε ολοκληρωθεί η καταστροφή της αστυνομικής φρουράς και αφού οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει με τάξη. Το μόνο, που τους απασχόλησε, ήταν η περισυλλογή των νεκρών χωροφυλάκων, που τάφηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο πρώτο νεκροταφείο της Πάτρας. Οι ενισχύσεις, ωστόσο, αυτές δεν τόλμησαν να παραμείνουν για πολύ χρόνο στην κωμόπολη, που δεν πρόσφερε πια καμιά ασφάλεια στις κυβερνητικές δυνάμεις. Υστερα από μια βδομάδα υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν και οι μαχητές του ΔΣΕ ξαναγύρισαν στη Χαλανδρίτσα, όπου και εγκατέστησαν μόνιμα τις αρχές τους.

Κείμενο: Βασίλης Λάζαρης
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα , με φωτογραφίες, του Πολιτικού Καφενείου "Ο Μεγάλος Ανατολικός"


Ναυμαχίες

Νίκες

War against Arcadians

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  At the foot of Mount Cronius, on the north...(at Olympia), between the treasuries and the mountain, is a sanctuary of Eileithyia, and in it Sosipolis, a native Elean deity, is worshipped. Now they surname Eileithyia Olympian, and choose a priestess for the goddess every year. The old woman who tends Sosipolis herself too by an Elean custom lives in chastity, bringing water for the god's bath and setting before him barley cakes kneaded with honey.
  In the front part of the temple, for it is built in two parts, is an altar of Eileithyia and an entrance for the public; in the inner Part Sosipolis is worshipped, and no one may enter it except the woman who tends the god, and she must wrap her head and face in a white veil. Maidens and matrons wait in the sanctuary of Eileithyia chanting a hymn; they burn all manner of incense to the god, but it is not the custom to pour libations of wine. An oath is taken by Sosipolis on the most important occasions
  The story is that when the Arcadians had invaded the land of Elis, and the Eleans were set in array against them, a woman came to the Elean generals, holding a baby to her breast, who said that she was the mother of the child but that she gave him, because of dreams, to fight for the Eleans. The Elean officers believed that the woman was to be trusted, and placed the child before the army naked.
  When the Arcadians came on, the child turned at once into a snake. Thrown into disorder at the sight, the Arcadians turned and fled, and were attacked by the Eleans, who won a very famous victory, and so call the god Sosipolis. On the spot where after the battle the snake seemed to them to go into the ground they made the sanctuary. With him the Eleans resolved to worship Eileithyia also, because this goddess to help them brought her son forth unto men.
  The tomb of the Arcadians who were killed in the battle is (at Olympia) on the hill across the Cladeus to the west. Near to the sanctuary of Eileithyia are the remains of the sanctuary of Heavenly Aphrodite, and there too they sacrifice upon the altars. (Paus. 6.20.2-6)

This extract is from: Pausanias. Description of Greece (ed. W.H.S. Jones, Litt.D., & H.A. Ormerod, 1918). Cited November 2004 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Ο τόπος κατακτήθηκε από:

Το Φίλιππο

ΑΛΙΦΕΙΡΑ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
Η Αλίφηρα υπήρχε ως πόλη της Αρκαδίας και μετά το συνοικισμό της Μεγαλόπολης μέχρι το 244 π.Χ που ο τύραννος της Μεγαλόπολης Λυδιάδας την παραχώρησε στους Ηλείους ως αντάλλαγμα για προσωπικές προς αυτόν εξυπηρετήσεις. Ετσι όταν άρχισε ο συμμαχικός πόλεμος η Αλίφηρα ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο από τους Αχαιούς και το Φίλιππο, ο οποίος ίσως να μην είχε στραφεί εναντίον της αν δεν συνέβαινε το εξής: Οι Ηλείοι από φόβο για τους Αχαιούς κάλεσαν σε βοήθεια τους Αιτωλούς, οι οποίοι υπό τις διαταγές του Φιλλίδα εγκατέστησαν μισθοφόρους στην Αλίφηρα, πράγμα που ανάγκασε το Φίλιππο να επιτεθεί κατά της πόλης. Η επιθεση άρχισε από τα τείχη και συνέχισε με κάψιμο της ακρόπολης. Μετά απ' αυτό οι Αλιφηρείς υποχρεώθηκαν να στείλουν πρέσβεις στο Φίλιππο και να παραδοθούν για να σωθούν. Από τότε στην Αλίφηρα εγκαταστάθηκε μόνιμα μακεδονική φρουρά, από την οποία την ελευθέρωσε κάποιος Κλεώνυμος (Εκδ. Αθηνών, Παυσανίου Περιήγησις, τόμ.4, σελ. 282 κ.εξ, σημ. 4).

Από το Φίλιππο Β'

ΗΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
...στην Πελοπόννησο (ο Φίλιππος) καταλαμβάνει την σπουδαία πόλη της Ήλιδας (Δημ. 9,27)

Λακεδαιμόνιους

ΣΚΙΛΛΟΥΣ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
Οι Λακεδαιμόνιοι αφαίρεσαν το Σκιλλούντα από τους Ηλείους και τον παραχώρησαν στον Ξενοφώντα που τότε ήταν εξόριστος από την Αθήνα (Παυσ. 5,6,5).

Philip the Macedon

ΨΩΦΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Philip Captures Psophis
The sight of these things caused Philip much anxious thought. Sometimes he was for giving up his plan of attacking and besieging the place: at others the excellence of its situation made him eager to accomplish this. For just as it was then a source of danger to the Achaeans and Arcadians, and a safe place of arms for the Eleans; so would it on the other hand, if captured, become a source of safety to the Arcadians, and a most convenient base of operations for the allies against the Eleans. These considerations finally decided him to make the attempt: and he therefore issued orders to the Macedonians to get their breakfasts at daybreak, and be ready for service with all preparations completed. Everything being done as he ordered, the king led his army over the bridge across the Erymanthus; and no one having offered him resistance, owing to the unexpectedness of the movement, he arrived under the walls of the town in gallant style and with formidable show. Euripidas and the garrison were overpowered with astonishment; because they had felt certain that the enemy would not venture on an assault, or try to carry a town of such strength; and that a siege could not last long either, owing to the severity of the season. This calculation of chances made them begin to entertain suspicions of each other, from a misgiving that Philip must have established a secret intrigue with some persons in the town against it. But finding that nothing of the sort existed among themselves, the greater number hurried to the walls to defend them, while the mercenary Elean soldiers sallied out of a gate in the upper part of the town to attack the enemy. The king stationed his men who had ladders at three different spots, and divided the other Macedonians among these three parties; this being arranged, he gave the signal by the sound of trumpet, and began the assault on the walls at once. At first the garrison offered a spirited resistance and hurled many of the enemy from their ladders; but when the supply of weapons inside the town, as well as other necessary materials, began to run short,--as was to be expected from the hasty nature of the preparations for defence,--and the Macedonians showed no sign of terror, the next man filling up the place of each who was hurled from the scaling-ladder, the garrison at length turned to flight, and made their escape one and all into the citadel. In the king's army the Macedonians then made good their footing on the wall, while the Cretans went against the party of mercenaries who had sallied from the upper gate, and forced them to throw away their shields and fly in disorder. Following the fugitives with slaughter, they forced their way along with them through the gate: so that the town was captured at all points at once. The Psophidians with their wives and children retreated into the citadel, and Euripidas with them, as well as all the soldiers who had escaped destruction.
The People of Psophis Surrender
Having thus carried the place, the Macedonians at once plundered all the furniture of the houses; and then, setting up their quarters in the houses, took regular possession of the town. But the people who had taken refuge in a body in the citadel, having no provisions with them, and well foreseeing what must happen, made up their minds to give themselves up to Philip. They accordingly sent a herald to the king; and having received a safe-conduct for an embassy, they despatched their magistrates and Euripidas with them on this mission, who made terms with the king by which the lives and liberties of all who were on the citadel, whether citizens or foreigners, were secured. The ambassadors then returned whence they came, carrying an order to the people to remain where they were until the army had marched out, for fear any of the soldiers should disobey orders and plunder them. A fall of snow however compelled the king to remain where he was for some days; in the course of which he summoned a meeting of such Achaeans as were in the army, and after pointing out to them the strength and excellent position of the town for the purposes of the present war, he spoke also of his own friendly disposition towards their nation: and ended by saying, "We hereby yield up and present this town to the Achaeans; for it is our purpose to show them all the favour in our power, and to omit nothing that may testify to our zeal." After receiving the thanks of Aratus and the meeting, Philip dismissed the assembly, and getting his army in motion, marched towards Lasion. The Psophidians descending from the citadel received back the possession of the town, each man recovering his own house; while Euripidas departed to Corinth, and thence to Aetolia. Those of the Achaean magistrates who were present put Prolaus of Sicyon in command of the citadel, with an adequate garrison; and Pythias of Pallene in command of the town. Such was the end of the incident of Psophis.

This extract is from: Histories. Polybius. Evelyn S. Shuckburgh (1889). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Οι κάτοικοι ίδρυσαν τις πόλεις:

Caulonia in Italy

ΑΙΓΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Caulonia was a colony in Italy founded by Achaeans, and its founder was Typhon of Aegium. When Pyrrhus son of Aeacides and the Tarentines were at war with the Romans, several cities in Italy were destroyed, either by the Romans or by the Epeirots, and these included Caulonia, whose fate it was to be utterly laid waste, having been taken by the Campanians, who formed the largest contingent of allies on the Roman side. (Puas. 6.3.12)

Myscellus, founder of Croton, 710 BC

ΡΥΠΑΙ (Αρχαία πόλη) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
Myscellus (Muskellos, or Muskelos), a native of Rhypes, one of the twelve divisions of Achaia, and, according to Ovid (Metam. xv. 15) a Heraclide, and the son of an Argive named Alemon. He led the colony which founded Crotona, B. C. 710. They were assisted in founding the city by Archias, who was on his way to Sicily. The colony was led forth under the sanction of the Delphic oracle, Myscellus having previously been to survey the locality. He was so much better pleased with the site of Sybaris, that on his return he made an unsuccessful attempt to persuade the Delphic god to allow the colonists to select Sybaris as their place of settlement. Respecting the choice offered to Archias and Myscellus by the oracle, and the selection which each made, see Archia. (Strab. vi., viii.; Dionys. ii.; Schol. ad Arist. Equit. 1089; Suidas s. v. Muskelos)

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited July 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Πόλεμοι

Πόλεμοι των Ηλείων

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  The Eleans played their part in the Trojan war, and also in the battles of the Persian invasion of Greece. I pass over their struggles with the Pisans and Arcadians for the management of the Olympian games. Against their will they joined the Lacedaemonians in their invasion of Athenian territory, and shortly afterwards they rose up with the Mantineans and Argives against the Lacedaemonians, inducing Athens too to join the alliance (420 BC)
  When Agis invaded the land, and Xenias turned traitor, the Eleans won a battle near Olympia, routed the Lacedaemonians and drove them out of the sacred enclosure; but shortly afterwards the war was concluded by the treaty I have already spoken of in my account of the Lacedaemonians (401-399 BC) (see Paus. 3.8)
  When Philip the son of Amyntas would not let Greece alone, the Eleans, weakened by civil strife, joined the Macedonian alliance, but they could not bring themselves to fight against the Greeks at Chaeroneia. They joined Philip's attack on the Lacedaemonians because of their old hatred of that people, but on the death of Alexander they fought on the side of the Greeks against Antipater and the Macedonians
  Later on Aristotimus, the son of Damaretus, the son of Etymon, became despot of Elis, being aided in his attempt by Antigonus, the son of Demetrius, who was king in Macedonia. After a despotism of six months Aristotimus was deposed, a rising against him having been organized by Chilon, Hellanicus, Lampis and Cylon; Cylon it was who with his own hand killed the despot when he had sought sanctuary at the altar of Zeus the Saviour.
Such were the wars of the Eleans, of which my present enumeration must serve as a summary.(Paus. 5.4.7-5.5.1)

This extract is from: Pausanias. Description of Greece (ed. W.H.S. Jones, Litt.D., & H.A. Ormerod, 1918). Cited November 2004 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Pisa war against Eleans for Olympic games

ΠΙΣΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ
  The people of Pisa brought of themselves disaster on their own heads by their hostility to the Eleans, and by their keenness to preside over the Olympic games instead of them. At the eighth Festival (748 BC) they brought in Pheidon of Argos, the most overbearing of the Greek tyrants, and held the games along with him, while at the thirty-fourth Festival (644 BC) the people of Pisa, with their king Pantaleon the son of Omphalion, collected an army from the neighborhood, and held the Olympic games instead of the Eleans.
  These Festivals, as well as the hundred and fourth (364 BC), which was held by the Arcadians, are called "Non-Olympiads" by the Eleans, who do not include them in a list of Olympiads. At the forty-eighth Festival (588 BC) , Damophon the son of Pantaleon gave the Eleans reasons for suspecting that he was intriguing against them, but when they invaded the land of Pisa with an army he persuaded them by prayers and oaths to return quietly home again
  When Pyrrhus, the son of Pantaleon, succeeded his brother Damophon as king, the people of Pisa of their own accord made war against Elis, and were joined in their revolt from the Eleans by the people of Macistus and Scillus, which are in Triphylia, and by the people of Dyspontium, another vassal community. The list were closely related to the people of Pisa, and it was a tradition of theirs that their founder had been Dysponteus the son of Oenomaus. It was the fate of Pisa, and of all her allies, to be destroyed by the Eleans.
(Paus. 6.22.2-6.22.4)

This extract is from: Pausanias. Description of Greece (ed. W.H.S. Jones, Litt.D., & H.A. Ormerod, 1918). Cited November 2004 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Ιστορικά στοιχεία

ΚΥΛΛΗΝΗ (Χωριό) ΗΛΕΙΑ
Προχριστιανική περίοδος
   Η Κυλλήνη οφείλει το όνομά της στην ομώνυμη πόλη της Αρχαίας Ηλείας που απείχε 120 στάδια από την Ήλιδα και ήταν το επίνειό της. Οι ιδρυτές της κατάγονταν από το όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας και έφεραν εκεί την λατρεία του Ερμή, της Αφροδίτης και του Ασκληπιού. Το όνομα Γλαρέτζα, είναι λατινικό και το οφείλει στην ενετική περίοδο.

Μεσαιωνική περίοδος
   Μεσαιωνική παραθαλάσσια πόλη του πριγκιπάτου του Μορέως, επίνειο της Ανδραβίδας. Απαντά στις πηγές και με του τύπους «Γραρέντζα, Κλαρένζα, Κλαρέντσα, Κλορένστια, Κιοφέντσα». Χτίστηκε από τον Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλαρδουίνο (1210 - 1218) πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλεως Κυλλήνη στο Β.Δ. άκρο της Πελοποννήσου. Η Γλαρέντζα με το λιμάνι της που στην αρχή λεγόταν Άγιος Ζαχαρίας έγινε ονομαστή και είχε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα παραλιακά κέντρα της Πελοποννήσου και γενικότερα μεταξύ των εμπορικών κέντρων και λιμανιών της Ανατολικής Μεσογείου. Ιδιαίτερα η φήμη της απλώθηκε μετά την οχύρωση του λόφου που δέσποζε πάνω από αυτήν με το φρούριο Κλερμόν ή Χλεμούτσιο, το οποίο για αρκετό καιρό έφερε και την ονομασία «Castel Tornese» (Τορνήσιο Κάστρο). Σαν εμπορικό λιμάνι η Γλαρέντζα διακινούσε σταφύλια, μετάξι, βαμβάκι, βαλανίδια κ.α. εμπορεύματα προς τα λιμάνια της Αδριατικής και του Ιονίου, της Ν. Ευρώπης, της Α. Μεσογείου και της Β. Αφρικής. Η Γλαρέντζα είχε δικά της μέτρα και σταθμά καθώς και νομισματοκοπείο το οποίο ίδρυσε το 1249 ο Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος με την άδεια του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου θ΄ στον οποίο υπαγόταν το πριγκιπάτο της Αχαϊας, τα δε νομίσματα της λέγονται «τορνήσια» απολάμβαναν διεθνούς εμπιστοσύνης. Στο «χαραζείο» (νομισματοκοπείο) της Γλαρέντζας το οποίο ήταν χτισμένο μέσα στο φρούριο Κλερμόν. Στη Γλαρέντζα είχε την έδρα του και το ρωμαιοκαθολικό εκκλησιαστικό τάγμα των Φρεμενουρίων ή Μινοριτών στο ναό του δε τον Άγιο Φραγκίσκο συνεδρίαζε η βουλή της ηγεμονίας της Αχαϊας ο πρίγκιπάς της μάλιστα αναφέρεται σε πολλά έγγραφα σαν ηγεμόνας της Γλαρένζας. Πρίγκιπες της Γλαρέντζας μετά τον Γουλιέλμο Βιλλαρδουίνο ήταν: Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνη, Φίλλιππος ο Ταραντινός ο οποίος θέλοντας να τιμήσει την γυναίκα του Ματθίλδη, την ονόμασε δούκισσα της Γλαρέντζας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ΤΕΕ Λεχαινών


Αρχαίο Λέπρεο

ΛΕΠΡΕΟΝ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
Ο αρχαιολογικός χώρος της ακρόπολης του αρχαίου Λέπρεου βρίσκεται κοντά στο σημερινό χωριό Λέπρεο (Στροβίτσι) της Ηλείας, στα υψώματα του όρους Μίνθη, βόρεια της αρχαίας Φυγαλείας και της κοιλάδας της Νέδας. Η θέση του αρχαίου Λέπρεου, έλεγχε τους δρόμους που συνέδεαν την Ηλεία, τη Μεσσηνία και την Αρκαδία. Λόγω της στρατηγικής της θέσης, η πόλη διεδραμάτισε ηγετικό ρόλο ανάμεσα στις άλλες Τριφυλιακές πόλεις. Η ευημερία της πόλης οφειλόταν κύρια στο μεγάλο ποτάμι Νέδα, που την εποχή εκείνη ήταν πλωτό, στην εύφορη κοιλάδα του Αιπασίου πεδίου στα δυτικά της, που αρδευόταν από άφθονες πηγές και το Θολοπόταμο. Την πόλη ίδρυσαν οι απόγονοι των Αργοναυτών, οι Μινύες, όταν διωγμένοι από τη Λήμνο ήρθαν κάποτε στην Τριφυλλία, που ζούσαν οι Κάυκωνες, και έφτιαξαν αρκετές πόλεις. Η σημαντικώτερη ήταν το Λέπρεο που ιδρύθηκε από το Λέπρεο, ανηψιό του Αυγεία.

Σελίδες εμπορικού κόμβου

Σελίδες επίσημες

ΑΓΡΙΝΙΟ (Πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
  Το όνομά του το Αγρίνιο το οφείλει ή στον ήρωα οικιστή Αγριο, γιο του βασιλιά της Πλευρώνας Πορθάονα, ή στον προστάτη των Αιτωλών Αγριο Απόλλωνα, ή τέλος στις αρχαϊκές τελετές "Αγριώνια" που τελούνταν προς τιμήν του Αγριώνιου Διονύσου.
  Η πόλη ακολούθησε την ιστορική της διαδρομή με πλήρη συμμετοχή στα ιστορικά δρώμενα της Ελλάδας. Σε αγγλικό χάρτη του 1560 αναφέρεται σαν Imbrahoar. Έτσι, για όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η πόλη είναι γνωστή με το όνομα "Βραχώρι" και με το όνομα αυτό περνάει και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, για να πάρει ξανά το αρχαίο όνομά της "Αγρίνιο".
  Το σημερινό Αγρίνιο κατοικήθηκε κυρίως από πρόσφυγες των ορεινών της Αιτωλίας, Ευρυτανίας και Ηπείρου. Το μωσαϊκό της πόλης πλουτίστηκε από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και τελευταία έχουμε σημαντική μετακίνηση πληθυσμών από τα καμποχώρια της Τριχωνίδας και της Ακαρνανίας.
  Κύρια πρόσοδος και πηγή πλούτου αποτέλεσε η ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας και του καπνεμπορίου, που την ανέδειξε σε οικονομική πρωτεύουσα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Τα σπουδαιότερα από αρχιτεκτονική άποψη κτίρια του Αγρινίου κτίστηκαν τη "Χρυσή εποχή του καπνού", κατά τη δεκαετία 1925-1935.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


ΑΙΤΩΛΙΚΟ (Πόλη) ΙΕΡΑ ΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
  Η γέννηση του Αιτωλικού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι πρώτοι κάτοικοι ήλθαν από την έξω χώρα, δηλαδή από την αρχαία Πυλλήνη. Ο χρόνος ίδρυσης της πόλης παραμένει άγνωστος. Πρώτη γραπτή μνεία του Αιτωλικού γίνεται το 1135, από τον περιηγητή Βενιαμίν Τολέδο. Στη μακραίωνη ιστορία της, η πόλη έχει αναφερθεί με τα εξής ονόματα: Ανατολικόν, Αντελικόν ή Αντιλικόν και Αιτωλικό. Από το Αιτωλικό πέρασαν πολλοί κατακτητές (Σταυροφόροι, Ελληνοαλβανοί, Βενετοί και Τούρκοι). Αξιοσημείωτοι σταθμοί και γεγονότα της πιο πρόσφατης ιστορίας του είναι: Η ύψωση της σημαίας της επανάστασης στις 24 Μαΐου 1821. Οι πολιορκίες του από τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή το Σεπτέμβριο του 1823 και τον Απρίλιο του 1825 αντίστοιχα. Η μάχη πάνω στη βαλτονησίδα του "Ντολμά", προμαχώνα του Αιτωλικού στη θέση Πόρος, στις 28 Φεβρουαρίου 1826. Εκεί έπεσε ο Γρηγόρης Λιακατάς, το πρώτο παλικάρι και οπλαρχηγός του Αιτωλικού. Η απελευθέρωση της πόλης από τους τούρκους στις 14 Μαΐου 1929. Τέλος, θα πρέπει να μνημονευτούν τρία ακόμη στοιχεία: Η δίκη του ήρωα Γεωργίου Καραϊσκάκη από πολιτικούς της εποχής, που έγινε μέσα στην εκκλησία της Παναγίας στην πλατεία του χωριού. Το ιστορικό πηγάδι μέσα στο ναό των Ταξιαρχών που άνοιξε τούρκικη οβίδα και ξεδίψασε τους πολιορκημένους. Η κατάληξη στο Αιτωλικό της Κυρά Βασιλικής, συζύγου του Αλή Πασά των Ιωαννίνων (ο τάφος της υπάρχει στο προαύλιο του ναού των Ταξιαρχών).

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


Ιστορία

ΑΜΑΛΙΑΔΑ (Πόλη) ΗΛΕΙΑ
  Η Αμαλιάδα είναι πόλη της Πελοποννήσου στο Ν. Ηλείας. 'Εδρα ομώνυμου Δήμου με 21.000 (απογραφή 2001) κατοίκους.
Χρήση του ονόματος Αμαλιάδα γίνεται από το 1842 (δημόσια έγγραφα) για να προκληθεί το ενδιαφέρον της Βασίλισσας Αμαλίας και επικυρώνεται με Β.Δ. το 1885.
  Εμφανίζεται ως κοιν. Αμαλιάδας με στοιχεία αρχικής αναγνώρισης το Β.Δ. 18-8-1912. Προήλθε από τον τέως Δήμο Ελίσσης. Συναποτελούντες συνοικισμοί ήταν ο Αγιος Ιωάννης, ο Καρούτας, η Μαραθέα.
  Η κοινότητα αναγνωρίστηκε ως Δήμος με το Δ 16-9-1924 ΦΕΚ Α. 234/1924 και προσαρτήθηκαν σ' αυτόν οι καταργηθείσες κοινότητες και οικισμοί Αγίου Ιωάννου, Τσουχλέικα, Σεντέικα 1924 Β.Δ. 15/2/1924 Φ.Ε.Κ. Α. 37/1924. Το Ασφάλακτον, που αποσπάστηκε από την κοινότητα Καρδαμά Β.Δ. 14-1-1947 Φ.Ε.Κ. Α. 22/1947, τα Λαβδαίικα, που αποσπάστηκαν από την κοιν. Σωστίου, Δ. 25-11=1927 ΦΕΚ Α. 311/1927.
  Στους Βυζαντινούς χρόνους υπήρχε στην περιοχή ο οικισμός του ναού της Παναγίας της Πλατυτέρας, που επονομάζεται και Φραγκαβίλλας με την κατάληψη της περιοχής από τους Φράγκους.
  Ο ναός είναι σταυροειδής με τρούλο του 11ου αιώνα, κτισμένος στα ερείπια αρχαίου ναού, όπως εικάζεται, και με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες.
  Στη βυζαντινή, επίσης, περίοδο δημιουργείται ο οικισμός του Καλίτσα και επί Τουρκοκρατίας το Δερβή-Τσελεπή, έδρα Τούρκου διοικητή.
  Με την απελευθέρωση από τους Τούρκους, δημιουργείται ο Δήμος Ελίσσης με έδρα το Δερβή-Τσελεπή και τους γύρω οικισμούς.
  Το όνομα το δανείζεται ο νέος Δήμος από τη μυθική Έλισσα, κέντρο επεξεργασίας πορφύρας των Φοινίκων, που βρισκόταν στις εκβολές του Ελισσαίου (Κουρλέσα) ποταμού.
  Την εποχή αυτή η περιοχή γίνεται, χάρη στον εύφορο κάμπο που την περιστοιχίζει, πόλος έλξης και εγκατάστασης πληθυσμών (εσωτερική μετανάστευση) από τις ορεινές περιοχές των Καλαβρύτων, της Γορτυνίας (Μαγούλιανα, Βυτίνα), Ζακύνθου, Κεφαλληνίας... Αυτοί, ως άλλοι Αινείες, φέρνουν τον Αγιό τους μαζί τους, για να του κτίσουν εκκλησιά. 'Ετσι, στην πόλη της Αμαλιάδας συναντάμε τις εκκλησίες όλων αυτών των "προσφύγων".
  Οι δυο οικισμοί, Καλίτσα και Δερβή-Τσελεπή, ενώνονται με τον εποικισμό των παραπάνω και η πόλη, με ενιαίο πρόσωπο, ονομάζεται Αμαλιάδα, ξεκινώντας το νέο δρόμο της ανάπτυξής της (1885). Σ' αυτό δίνει την ώθησή του και ο σιδηρόδρομος Πύργου-Πατρών, που λειτούργησε το 1885.
  Εδώ θα καταφτάσουν και πολλοί από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922. Ο αριθμός τους γίνεται αιτία να αναβαθμισθεί η υποβαθμισθείσα κοινότητα Αμαλιάδας σε Δήμο Αμαλιάδας το 1924.
  Το τέλος του 19ου αιώνα σφραγίζεται και με την εξωτερική μετανάστευση (προ πάντων προς τις ΗΠΑ). Με την επιστροφή τους, αλλά και πριν με τα εμβάσματά τους, οι μετανάστες συντελούν στην ανάπτυξη του νεοϊδρυθέντος Δήμου (Καρακάνδειο, κληροδότημα του Β.Καρακανδά, Ξενοδοχεία, καταστήματα, κατοικίες).
  Αυτό το "σύρε κι έλα" των ανθρώπων δημιούργησε μια κινητικότητα και πρόοδο στην πόλη της Αμαλιάδας, που κάθεται στους πρόποδες του αρχαίου Αλισσαίου λόφου, ενώ μπροστά της απλώνεται ο πλουσιότατος σε βλάστηση κάμπος της "Κοίλης (εύφορης) 'Ηλιδας", όπως ο Όμηρος την ονομάζει.
  Παλαιότερα, με τη σταφίδα ως πηγή πλούτου, τώρα εξαιτίας του μεγάλου αρδευτικού έργου του Πηνειού, με τις δυναμικές καλλιέργειες (γνωστά τα καρπούζια και οι πατάτες Αμαλιάδας, στην Ελλάδα και τον κόσμο) και τις ελιές, τα εσπεριδοειδή, τα κηπευτικά κ.τ.λ. Αυτά προσδιορίζουν και τη μορφή ενασχόλησης των κατοίκων της. Παράλληλα, με τη γεωργική ανάπτυξη υπάρχουν και μονάδες επεξεργασίας (τυποποίησης και μεταποίησης "Κύκνος" κ.ά.) προϊόντων και ανάπτυξη αστικών επαγγελμάτων.
  Η Αμαλιάδα έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας επαρχιακής πόλης, που καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για το ανέβασμα του επιπέδου ζωής σ' όλους τους τομείς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αμαλιάδος


ΑΠΟΔΟΤΙΑ (Δήμος) ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ
  Ο Δήμος Αποδοτίας πήρε το όνομά του από τον αρχαίο λαό των Αποδοτών οι οποίοι κατοικούσαν την Δυτική και Ανατολική πλαγιά της νοτιοδυτικής συνέχειας του όρους Κόρακος, την κοιλάδα του Μόρνου πλησίον των Οζωλών, Λοκρών. Πόλεις αναφέρονται η Ποτιδάνεια, το Κροκύλειον, το Τείχιον, η Απολλωνία και η πρωτεύουσα Αιγίτιον, του οποίου η θέση δεν εξακριβώθηκε. "Το Αιγίτιον απείχε της θαλάσσης 80 σταδίους περι τις τρεις ώρες μάλιστα εφ' υψηλών χωρίων υπερ της πόλεως έκειντο λόφοι (Θουκ. Γ.97)". Αλλοι μεν διατυπώνουν ότι βρίσκονταν όπου η θέση Παληοχώρι της Τερψιθέας, άλλοι δε κοντά στο χωριό Λιμνίτσα, στην δεξιά όχθη του χειμάρρου Τερψιθέας. Η πρώτη και η μοναδική φορά που αναφέρεται το Αιγίτιο από ιστορική πηγή είναι στο κεφάλαιο 97 της "Θουκιδίδου Ξυγγραφής" (Ιστορικό βιβλίο Γ). Σ' αυτό το κεφάλαιο ο Ιστορικός του Πελοπονησιακού πολέμου περιγράφει την εκστρατεία των Αθηναίων με επικεφαλή το στρατηγό Δημοσθένη, εναντίον των Αιτωλών. Το έτος 426 π.Χ. το Δημοσθένη ακολούθησαν εκτός από τους Μεσσηνίους, οι Κεφαλλήνες και οι Ζακύνθιοι, που μαζί με τους 300 Αθηναίους ναύτες έφτασαν από τη θάλασσα στον Οινεώνα της Λοκρίδας. Εκεί ενώθηκαν με τον αθηναϊκό στρατό και οι Οζόλες Λοκροί, που ήταν γείτονες των Αιτωλών και γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή. Ενόμιζε ότι δε θα ήταν δύσκολο να υποτάξει το Αιγίτιο προτού να λάβει βοήθεια. Είχε σκοπό πρώτα να επιτεθεί κατά των Αποδωτών, έπειτα κατά των Οφιονών και τέλος κατά των Ευρυτάνων. Ο ενιαίος Αθηναϊκός και συμμαχικός στρατός κατασκήνωσε στο ιερό του Νεμείου Διός όπου κατά την παράδοση είχε δολοφονηθεί ο ποιητής Ησίοδος. Από εκεί ξεκίνησαν και προχωρώντας Βόρεια προς το εσωτερικό της Αιτωλίας κατέβαλαν την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων τις Αιτωλικές πόλεις Ποτιδάνεια, Κροκύλειον και Τείχιον.
Εν τω μεταξύ οι διάφορες Αιτωλικές φυλές μπροστά στον κοινό κίνδυνο που τις απειλούσε ενώθηκαν και προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Οι Μεσσήνιοι όμως βλέποντας την αποφασιστικότητα του Δημοσθένη να προχωρήσει ακόμα βαθύτερα στα σπλάχνα της Αιτωλίας γιατί περίμενε βοήθεια από του ψηλούς ακοντιστές των Λοκρών κατορθώνουν να τον πείσουν να βαδίσει χωρίς εκείνους για να κυριεύσει και τις άλλες αιτωλικές πόλεις. Ετσι ο Αθηναίος στρατηγός κατευθύνθηκε προς το Αιγίτιον, το οποίο και κατέλαβε αμέσως σχεδόν χωρίς μάχη. Οι Αιτωλοί, αφού εγκατέλειψαν την πόλη τους, ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και συγκεντρώθηκαν στους γύρω λόφους. Κατόπιν επιτέθηκαν με τους ακοντιστές τους κατά των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Η αποφασιστική αυτή ενέργεια αιφνιδίασε τους Αθηναίους οι οποίοι και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τα ακόντια των Αιτωλών, αφότου μάλιστα σκοτώθηκε ο αρχηγός του σώματος των τοξοτών, που ήταν άλλωστε και οι μόνοι ικανοί να πολεμήσουν τους ακοντιστές. Ετσι μετά το θάνατο του τοξάρχου Χόρμωνος του Μεσσηνίου η άμυνα των Αθηναίων αποδυναμώθηκε και οι στρατιώτες τους διασκορπίσθηκαν και παγιδευμένοι σε χαράδρες και ορεινούς δύσβατους δρόμους καταστράφηκαν. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο συστρατηγός Πραιλής. Οσοι διέφυγαν το θάνατο στη φοβερή αυτή αναμέτρηση κατέφυγαν στη Ναύπακτο και από εκεί πλεύσαν για την Αθήνα εκτός του Δημοσθένη που παρέμεινε στη Ναύπακτο φοβούμενος την οργή της πολιτείας για την έκβαση της άτυχης εκστρατείας.
   Υποθέτουμε πως το Αιγίτιο ήταν η πρωτεύουσα της φυλής των Αποδωτών, που κατοικούσαν γύρω από τον ποταμό Μόρνο. Η Αποδοτία κατέχει το ανατολικό μέρος της Ναυπακτίας ορίζεται προς ανατολικά και νότια της Δωρίδας απο της οποίας χωρίζεται δια του ποτάμου Μόρνου. Δυτικά της Πυλλήνης και Προσχίου και βόρεια της Κλεπαϊδος και Οφιονείας το έδαφος είναι ανώμαλο εν μέρει γόνιμο και σχεδόν όλο ελατόφυτο. Πρωτεύουσα είναι η Ανω Χώρα (μεγάλη Λομποτίνα) η οποία είναι κτισμένη στην μεσαία ΒΑ πλαγιά της κορυφής Συρτά της Παπαδιάς εν μέσω βουνών και επί εδάφους λίγο επικλινούς και χωματώδους και σε υψόμετο 955 μέτρων. Πάνω και γύρω από το χωριό εκτείνεται δάσος από καστανιές, έλατα και κέδρους. Απο την κορυφογραμμή του βουνού το θέαμα είναι λαμπρό. Φαίνεται ο Κορινθιακός Κόλπος και η βόρεια πλευρά της Πελοποννήσου μέχρι την Ακροκόρινθο.
   Οι κάτοικοι πριν ιδρύσουν την Λομποτίνα κατοικούσαν στη θέση "Παληοχώρα ή Γεροντοκαρυά ή Τείχη" όπου ως φαίνεται εκ της θέσεως ήταν το αρχαίο Τείχιο το οποίο είχε κυριεύσει ο Δημοσθένης. Η θεση αυτή είναι 45 λεπτά ΒΑ της Λομποτίνας όπου και μυθολογείται ότι κατοίκησαν πρόφυγες από την Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους. Μετά την αύξηση των οικογενειών οι κάτοικοι μετοίκησαν περί 1550-1600 και αποτέλεσαν την ήδη Λομποτίνα. Πρώτες οικογένειες οι εξής: Καναβού, Σωτηραίων, Τριάντη, Παπαχρήστου, Καρρά, Καλλιαμβάκου, Ζωητάκη, Ρέππα, Πατούχα, Πετσίνη, Σακελλάρη, Παπαγεώργη, Καπορδέλη και Χατζοπούλου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αποδοτιάς


ΑΡΟΑΝΙΑ (Χωριό) ΑΧΑΪΑ
(Following URL information in Greek only)

ΑΣΤΑΚΟΣ (Κωμόπολη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Προϊστορική εποχή
  Στα προϊστορικά χρόνια ο Αστακός απαντά με το ίδιο όνομα. Όνομα που οι ρίζες του ανάγονται στην εποχή των προελλήνων. Κατοίκηση της περιοχής έχουμε από την νεολιθική εποχή μέχρι το τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Αυτό το συμπεραίνουμε από τα ευρήματα στο σπήλαιο του Αγίου Νικολάου (κεραμικά και όστρακα υστερομυκηναϊκά) και του σπηλαίου βόρεια του κάστρου (Γράβα, υστερομυκηναϊκά κεραμικά) από την αγγλίδα αρχαιολόγο S.Benton καθώς και τα νεώτερα στοιχεία που ήρθαν στο φως από τα ευρήματα του Πλατυγιαλιού κατά τη διάρκεια κατασκευής του λιμανιού. Στο Πλατυγιάλι εντοπίστηκαν λείψανα τοίχων, όστρακα, τεμάχια αγγείων, παιδικές ταφές μέσα σε αγγεία με τους σκελετούς σε συνεσταλμένη στάση, κρανία, λεπίδες από οψιανό και πυριτόλιθο, μυλόλιθοι και τριπτήρες.
Κλασσική εποχή
  Στην κλασσική εποχή έχουμε διάφορες αναφορές για την πόλη. Αναφορές που μας δείχνουν ότι ο Αστακός εξακολουθούσε να υπάρχει την περίοδο της κλασσικής εποχής. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον γεωγράφο Σκύλακα τον Καρυανδέα τον 6ο αιώνα. Στη συνέχεια ο Θουκυδίδης τον αναφέρει στην εξιστόρηση των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) στο πλευρό των Σπαρτιατών. Τύραννος της πόλης ήταν ο Εύαρχος, ο οποίος εκδιώχθηκε από τους Αθηναίους κατά το πρώτο έτος του πολέμου (Θουκ. Β' 30). Ο εκδιωχθείς τύραννος Εύαρχος επανέρχεται με τη βοήθεια των Κορινθίων (40 πλοία και 1.500 οπλίτες) και καταλαμβάνει την εξουσία (Θουκ. Β' 33, 25).
  Στο τρίτο έτος του πολέμου οι Αθηναίοι επανέρχονται στην Ακαρνανία υπό τις διαταγές του Φορμίωνα. Σκοπός τους η διάλυση των εχθρικών καθεστώτων. Ο στόλος τους καταπλέοντας στο κόλπο του Αστακού αποβίβασε 800 οπλίτες (400 Αθηναίους και 400 Μεσσήνιους) και επανέφεραν τον Αστακό στο πλευρό των Αθηναίων. Ο Αθηναίοι συνέχισαν την εκστρατεία τους προς τον Κόροντα (σημερινή Χρυσοβίτσα) τον οποίο κατέλαβαν. (Θουκ. Β' 103)
  Κατά την Μακεδονική κυριαρχία ο Αστακός (350 π.Χ ) είχε το δικό του νόμισμα, όπου εικονίζεται το γνωστό οστρακόδερμο, πράγμα το οποίο ενισχύει την διατυπωθείσα εκδοχή περί του ονόματός του, και τα αρχικά γράμματα ΑΣ. Επίσης συμμετείχε στο κοινό των Ακαρνάνων με γνωστούς αντιπροσώπους του τον "Αγήσαρχον του Αριστοκλέους" και " Ευρύλοχον του Αγησιλάου, για να τιμήσουν του Ρωμαίους Πόπλιον και Λεύκιον.
Ρωμαϊκή εποχή
  Υπό την αρχηγία του Λεύκιου Φλαμινίνου οι Ρωμαίοι υποχρεώνουν σε ήττα τους Έλληνες (Κυνός Κεφαλές). Όλη η Ακαρνανία υποτάσσεται στους Ρωμαίους, και ο Αστακός ακολουθεί την τύχη της Ακαρνανίας.
  Στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας 3 συγγραφείς αναφέρουν τον Αστακό. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον Στράβωνα, ο οποίος έζησε στα χρόνια του Αυγούστου (18 π.Χ.). Η δεύτερη από τον Αππιανό (έζησε τον 1ο αιώνα) ο οποίος γράφοντας για τον Αστακό της Συρίας αναφέρεται και σε μια άλλη ελληνική πόλη με το ίδιο όνομα στον ελλαδικό χώρο. Επομένως γνώριζε την ύπαρξη του Αστακού, γιατί άλλη πόλη πλην της αποικίας των Μεγαρέων στην Βιθυνία δεν αναφέρεται πουθενά αλλού. Η τρίτη αναφορά γίνεται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (125-161 π.Χ.) και στη συνέχεια ο Αστακός εξαφανίζεται για 6 αιώνες.
  Στην περιοχή του Αστακού τα ευρήματα της ρωμαϊκής εποχής είναι ελάχιστα.
  Βρέθηκε μια ρωμαϊκή οπτόλιθος με σφραγίδα ΑΣΠ, η οποία βρίσκεται στο μουσείο του Αγρινίου, ένα κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού και μια επιγραφή. Για την επιγραφή υπάρχουν αμφιβολίες αν είναι της Ρωμαϊκής εποχής, καθώς ο Heuzey, χωρίς ο ίδιος να την έχει δει, μας αναφέρει ότι είναι της εποχής αυτής, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό από την περιγραφή των κατοίκων. Το τελευταίο εύρημα ήταν μια ρωμαϊκή έπαυλη που βρέθηκε κατά την ανέγερση των αποθηκών της Αγροτικής Τράπεζας, η οποία θάφτηκε χωρίς να αξιοποιηθεί.
Βυζαντινή εποχή και Φραγκοκρατία
  Στη βυζαντινή εποχή ο Αστακός επανεμφανίζεται με διαφορετικό όνομα, ως πόλη Βυζαντινή, "Δραγαμεστός" (Δ. Ζακυνθινός, "Αγιος Βάρβαρος", 1960 σελ..448) μεταξύ των ετών 827-829. Όλη η περιοχή της Ακαρνανίας δέχεται τις επιθέσεις πειρατών. Πρώτη δέχεται τις επιθέσεις η Νικόπολη η οποία και πέφτει στα χέρια των πειρατών, έπειτα η Αμβρακία (Αρτα) προς βοήθεια της οποίας προσέτρεξε ο Αστακός και μάλιστα οι Αστακιώτες διακρίθηκαν στη μάχη αυτή. Η βοήθεια αυτή του Αστακού προς την Αμβρακία στάθηκε η αφορμή να δεχθεί η πόλη τη λυσσαλέα επίθεση των Αγαρηνών. Η Αμβρακία έτρεξε προς βοήθεια και η επίθεση αποκρούσθηκε και οι Σαρακηνοί αποδεκατίστηκαν. Ανάμεσα σ'' αυτούς ήταν και ο Αγιος Βάρβαρος, που κρύφτηκε στην πεδιάδα του Αστακού για να γλιτώσει τη σφαγή. Μετά την τέταρτη σταυροφορία δημιουργήθηκε από τη δυναστεία των Αγγέλων το δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1296). Σ' αυτό συμπεριλήφθηκε η Ακαρνανία και μαζί της ο Αστακός. Το 1318 το δεσποτάτο περιήλθε στην κυριαρχία του Ιταλού Νικηφόρου Β' Ορσίνι. Αυτός ηττήθηκε από τους εξεγερμένους Αλβανούς της Αιτωλοακαρνανίας στη μάχη του Αχελώου ποταμού και φονεύθηκε το1358 μ.Χ. (Κ. Παπαρρηγόπουλος). Μετά το θάνατο του Νικηφόρου Β' το δεσποτάτο διαλύθηκε και ο Σέρβος ηγεμόνας Σ. Ούρεσις παρεχώρησε την Ακαρνανία στον Αλβανό Γκίν Μπούα Σπάτα (1362 μ.Χ.). Αυτός έδωσε το κάστρο του Δραγαμέστου ως προίκα στην κόρη του Στερίνα την οποία είχε παντρέψει με τον Ενετό Φραγκίσκο. Μετά το θάνατο του Μπούα (1400 μ.Χ) η Ακαρνανία πέρασε στον αδερφό του Μορίκιο Μπούα Σγουρό (Κ. Παπαρρηγόπουλος). Αυτός ερχόμενος σε σύγκρουση με τον Κάρολο Α' Τόκο, ηγεμόνα του Δουκάτου Μπενεβέντο της Νεάπολης, (1405 μ.Χ) έχασε το Αιτωλικό και το Δραγαμέστο (Βακαλόπουλος). Μέχρι το έτος 1425 παρέμεινε στον Κάρολο. Ύστερα αυτό διεκδικήθηκε από τον γιο του Φραγκίσκου, Φίλιππο. Όπως διαπιστώνεται και από τα παραπάνω ο Αστακός δεν υφίσταται ως πόλη , αλλά το κάστρο του Δραγαμέστου ήταν ιδιόκτητο και λειτουργούσε στα πρότυπα των φέουδων της Δύσης. Από το 1425 μέχρι το 1684 εξαφανίζονται τα ίχνη του Δραγαμέστου, καθώς η Ακαρνανία πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Το σημαντικότερο γεγονός αυτή την εποχή ήταν η ναυμαχία του Lepando που διεξήχθη στον κόλπο του Αστακού και συγκεκριμένα στο θαλάσσιο χώρο των Εχινάδων νήσων που περιβάλλουν τον κόλπο του.Κατά την ναυμαχία αυτή, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος που αποτελείτο από 285 πλοία των Ενετών,των Ισπανών και του Πάπα Πίου του Β', με 25.000 πεζούς, εκ των οποίων οι 8.000 ήταν Έλληνες, συνέτριψε τον τουρκικό στόλο. Ακόμη και σήμερα ψαράδες ανασύρουν παλιές άγκυρες και διάφορα άλλα αντικείμενα από τα βυθισμένα πλοία. Στη ναυμαχία αυτή έλαβε μέρος και ο διάσημος Ισπανός συγγραφέας του "Δον Κιχώτη", Θερβάντες. Το 1684 η περιοχή της Ακαρνανίας γίνεται τόπος διαμάχης Ενετών και Τούρκων. Οι ντόπιοι κάτοικοι εξεγέρθηκαν ελπίζοντας σε βοήθεια των Ενετών, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν για ακόμη μία φορά. Ο Μοροζίνι αποβίβασε στρατό στο νησί Πεταλά προς βοήθεια των επαναστατημένων Ακαρνάνων. Ύστερα ο ίδιος παρέμεινε στο λιμάνι του Αστακού και το επόμενο έτος 1685 αποβιβάσθηκαν οι δυνάμεις του Πάπα και της Φλωρεντίας για να προωθηθούν αργότερα στην Πελοπόννησο (Σάθας, "Τουρκοκρατούμενη Ελλάς"). Από δω και στο εξής ο Αστακός δεν εμφανίζεται ξανά.
  Με το όνομα του μεσαιωνικού Αστακού "Δραγαμέστο" εμφανίζεται ένα νέο χωριό στις πρόποδες της Βελούτσας. Αυτό δημιουργήθηκε από τους κατοίκους του Αστακού, οι οποίοι για να αποφύγουν τις τουρκικές επιδρομές κατέφυγαν σ' αυτό.
Τουρκοκρατία
  Η περιοχή κατακτήθηκε από του Τούρκους μετά το 1449 μ.Χ. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας οι πληροφορίες μας για τον Αστακό είναι πάλι από διάφορες αναφορές από εφημερίδες της εποχής, από επιστολές σημαντικών προσώπων και από διάφορους συγγραφείς. Ο Κουσταλέξης στο βιβλίο του μας γράφει ότι στα βόρεια της πόλης βρίσκονταν κάτι σπηλιές από την αρχαιότητα και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τους Καλλαρύτες και Συρρακιώτες ως καταλύματα. Αυτοί έφθασαν εδώ μετά την καταστροφή των χωριών τους από τις δυνάμεις του Χουρσίτ πασά.
  Κατά την εποχή του Αλή πασά (1804-1820) το εμπόριο του βελανιδιού ήταν στις προτεραιότητες του σατράπη. Εξάλλου ο Αλής, διορατικός καθώς ήταν, είχε διαμορφώσει δασική πολιτική για την περιοχή, γι' αυτό και φρόντισε να υπαγάγει υπό τη δικαιοδοσία του δασικές εκτάσεις και βελανιδοτοπους. Στον Αστακό που τότε άρχισε να συγκροτείται οικιστικά - ήταν σκάλα, επίνειο της μεσαιωνικής πόλης "Δραγαμέστο" της ενδοχώρας - είχε οικοδομήσει μεγάλες αποθήκες για την αποθήκευση του βελανιδιού. Τον καρπό από όλα τα βελανιδοδάση συνέλεγε για λογαριασμό του ο Αλη πασάς με το μόχθο των κατοίκων της Αιτωλοακαρνανίας αντί μικρής αμοιβής. Οι αποθήκες είχαν κτιστεί στην τοποθεσία "Λούτσαινα", όπου βρίσκονταν τα Τσακέϊκα και τα Καραγιαννέϊκα. Μάλιστα ένα από εκείνα τα οικοδομήματα θεωρείται κατάλοιπο εκείνης της εποχής.
  Είναι αξιοσημείωτο ότι το εμπόριο βελανιδιού παρουσιάζει επίδοση και κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Οι αποθήκες στο Πλατυγιάλι Αστακού που σώζονται ως σήμερα, είναι ένα δείγμα του εύρωστου αυτού εμπορικού κλάδου.
  Το λιμάνι του χρησιμοποιήθηκε κατά την επανάσταση του 1821 πολλές φορές ως επίνειο της μαρτυρικής πόλης του Μεσολογγίου. Στο φύλλο 8 της 26ης Ιανουαρίου 1824, η εφημερίδα "Χρονικά του Μεσολογγίου" γράφει για το αγγλικό πλοίο "Άννα", το οποίο ξεφόρτωσε πολεμοφόδια που ίσως προορίζονταν για την κατασκευή όπλων και την επισκευή κανονιών. Από εδώ πολλές οικογένειες διέφυγαν στα νησιά του Ιονίου. Επίσης, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, ο στρατηγός της Ρούμελης Καραϊσκάκης τον επέλεξε για να εγκαταστήσει το στρατόπεδό του. Επίσης στρατόπεδο στον τόπο αυτό συνέστησε και ο στρατηγός Τζώρτζ (Δ. Κόκκινος, τόμος ΙΙ σελίδα 312-317). Σημαντικές ήταν και οι επισκέψεις που δέχθηκε ο τόπος κατά την περίοδο αυτή. Έτσι στις αρχές του Ιουλίου 1828 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έκανε περιοδεία στην περιοχή (Σπ.Τρικούπης, τόμος 4ος, σελίδα 284). Ο μεγάλος φιλέλληνας Λόρδος Βύρων κατέφθασε στον Αστακό την 31η Δεκεμβρίου και σε μια επιστολή του στον συνταγματάρχη Στάνχωπ τον χαρακτηρίζει "χαρίεντα λιμενίσκο". Στο "Αναμνήσεις από την επανάσταση του 1821" του Γερμανού φιλέλληνα Ερρίκου Τράιμπερ, πληροφορούμαστε ότι το πρώτο ατμοκίνητο πλοίο "Καρτερία" χρησιμοποιούσε τον κόλπο του Αστακού ως ναύσταθμο τα τελευταία χρόνια της επανάστασης. Από εδώ ο Αστιγξ προετοίμασε την τελευταία επιχείρηση κατά του Βασιλαδιού και η οποία συνέβαλε στην οριστική απελευθέρωση του Μεσολογγίου και τέλος ο Ανδρέας Ζαΐμης με εκατό Καλαβρυτινούς κατέφυγε στον Αστακό για να σωθεί από τη δίωξη της κυβέρνησης Κουντουριώτη.
Νεότερη
  Πρώτη συνοικία που κατοικήθηκε ήταν η Λούτσαινα από οικογένειες κτηνοτρόφων (Τσαρκαίοι, Μπαμπουραίοι, Ταμπραίοι κ.α). Ο άγγλος Leake την αναφέρει ως "Τα Λουτσιανά" Στη θέση της σημερινής παραλίας ήταν το "Σκάλωμα Δραγαμέστου" δηλ. το αγκυροβόλιο. Από εδώ γίνονταν το εμπόριο και η επικοινωνία με τα Επτάνησα. Όπως συμβαίνει σ' αυτά τα μέρη κατασκευάζονταν πρόχειρα καταστήματα για τις ανάγκες των ναυτικών. Το 1704 σε έγγραφο γραμμένο στη τουρκική και στην ελληνική κάποιος Γεώργιος Ματσαβέλης ζητά την άδεια για ένα τέτοιο κατάστημα. Φαίνεται εκ τούτου ότι το σκάλωμα λειτουργούσε ως επίνειο του κεφαλοχωρίου Δραγαμέστου. Σιγά σιγά το επίνειο αυτό μεγάλωσε και αναπτύχθηκε. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων είχε οικοδομήσει μεγάλες αποθήκες για τα βελανίδια της περιοχής. Αυτές οι αποθήκες είχαν κτιστεί στην "Λούτσαινα" στο χώρο των παλιών "Τσαρκέικων και Καραγιανέικων "Στη συνέχεια, στα νεότερα χρόνια, έχουμε το μπάζωμα της παραλίας και το χτίσιμο των πρώτων σπιτιών γύρω στα 1809-1885 σύμφωνα με τον Κουτσαλέξη. Το 1838 δημιουργείται ο δήμος Αστακού με έδρα το Δραγαμέστο. Το 1840 γίνεται πάλι δήμος με έδρα το Δραγαμέστο. Το 1912 παίρνει το όνομα Αστακός και γίνεται ανεξάρτητη κοινότητα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


Ιστορία Αχαίας

ΑΧΑΪΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  H εξέχουσα θέση της Αχαΐας στην εξελικτική πορεία του Ελληνικού Πολιτισμού αποτυπώνεται στον πλούτο των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων της. Όπως έδειξαν ανασκαφές στο Β.Δ. τμήμα της Αχαΐας, κοντά στον Άραξο, η Αχαΐα πρωτοκατοικήθηκε την Παλαιολιθική Εποχή. Πρώτοι κάτοικοι της Αχαΐας θεωρούνται οι Ίωνες και το αρχικό της όνομα ήταν Αιγιαλός ή Αιγιαλεία. Κατοικημένη ήταν και στα Μυκηναϊκά χρόνια, ενώ με την εισβολή των Δωριέων (1100 π.Χ.), Αχαιοί από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου εγκαταστάθηκαν εδώ και ίδρυσαν δώδεκα σημαντικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν το Αίγιο και η Πάτρα. Η περιοχή ονομάστηκε Αχαΐα, ενώ οι παλαιότεροι κάτοικοί της μετανάστευσαν στην Αττική και από κει στις ακτές της Μικράς Ασίας η οποία ονομάστηκε Ιωνία.
   Η Αρχαία Αχαΐα ήταν οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μεγάλης σημασίας. Οι Αχαιοί πήραν μέρος στην ίδρυση αποικιών στην Κάτω Ιταλία (700 π.Χ.) αλλά δεν συμμετείχαν στις σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις και πολιτικά γεγονότα του 5ου αι. π.Χ. Το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της περιοχής αποτελεί η ίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 280 π.Χ., η αναδιοργάνωση δηλαδή της ομοσπονδίας των αχαϊκών πόλεων, η οποία συντελέστηκε κάτω από την απειλή της μακεδονικής επέκτασης, αλλά και σαν μία ύστατη προσπάθεια να εμποδιστεί η Ρωμαϊκή εξάπλωση στην Ελλάδα. Εσωτερικές διαφορές και διαμάχες με τις υπόλοιπος ελληνικές πόλεις αδυνάτισαν τη Συμπολιτεία με αποτέλεσμα τη διάλυσή της και την υποταγή της Αχαΐας, όπως και της υπόλοιπης Ελλάδας, στους Ρωμαίους (146 π.Χ.).
   Η διάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή και το μαρτύριο του Απόστολου Ανδρέα - προστάτη Άγιου της Πάτρας - στην Πάτρα (68 μ.Χ.) επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αχαΐας. Σημαντικά χριστιανικά κέντρα άρχισαν να παρουσιάζονται. Τα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας, των ταξιαρχών και του Μεγάλου Σπηλαίου, τα οποία για πολλούς αιώνες υπήρξαν προμαχώνες της ορθόδοξης πίστης, συγκέντρωσαν ανεκτίμητους θησαυρούς του Χριστιανισμού και της τέχνης. Τη Βυζαντινή εποχή η Αχαΐα ήταν πλούσια και εύφορη και γι' αυτό δέχτηκε επανειλημμένες επιδρομές (Σλάβων, Αράβων, κ.ά.). Το 1205 περιήλθε στους Φράγκους και χωρίστηκε σε βαρονίες που ανήκαν στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας ή του Μορέως.
   Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης κατακτήθηκε από τους Τούρκους (1460). Η Αχαΐα έμεινε υπό Τουρκική κατοχή (εκτός από μικρά διαστήματα που την κατείχαν οι Ενετοί) μέχρι την Επανάσταση του 1821, στην οποία η Αχαΐα πρωτοστάτησε. Στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κοντά στα Καλάβρυτα, υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης, ενώ το κάστρο της Πάτρας ήταν από τα πρώτα που πολιόρκησαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Η Πάτρα απελευθερώθηκε το 1828 από γαλλικό απελευθερωτικό στράτευμα με επικεφαλής το στρατηγό Μεζόν. Έκτοτε η περιοχή ακολούθησε τις τύχες της υπόλοιπης Ελλάδας. Μεγάλες καταστροφές, αλλά και σημαντική παρουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, γνώρισε και στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχία Αχαΐας


Κλέφτες και αρματολοί της Αχαϊας

  Μεγάλο στήριγμα των υπόδουλων συμπατριωτών μας κι ελπίδα για τη λύτρωσή τους από τους Τούρκους έδιναν οι κλέφτες κι αρματολοί που αγωνίζονταν εναντίον των κατακτητών. Η διαμόρφωση του εδάφους του τόπου μας, με τους ορεινούς όγκους, τις πλαγιές, τα δάση και τις λαγκαδιές, ευνοούσε τις κινήσεις και τη δράση τους. Πολλές φορές έκαναν επιθέσεις για να τιμωρήσουν ή να εκδικηθούν τους Τούρκους κι έπειτα γύριζαν στα απάτητα λημέρια τους για να κρυφτούν και να ετοιμάσουν καινούργιο κλεφτοπόλεμο.
  Δεκάδες κι εκατοντάδες ήταν οι ελεύθεροι αυτοί αγωνιστές που κυριαρχούσαν κατά την τουρκοκρατία στις ορεινές περιοχές του νομού μας και ιδιαίτερα στο Παναχαϊκό, το οποίο ονομαζόταν "όρος των κλεφτών". Ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ κατά την τελευταία τουρκοκρατία, γι' αυτό όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού, η Αχαΐα διέθετε εμπειροπόλεμους μαχητές αποφασισμένους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα για τη λευτεριά της πατρίδας τους.
  Ονομαστοί κλέφτες κι οπλαρχηγοί από την επαρχία των Πατρών αναφέρονται : ο Γιάννης Γιαννιάς, γιος του Παπανδρέα από την Ποροβίτσα και ο γιος του Γιώργος, ο Θανάσης Καρίβερος, ο Χρ. Καραχάλιος, ο Θανάσης Τζούνης, ο Γκότσης, ο Κουμανιώτης, κι άλλοι. Από την περιοχή της Βοστίτσας ονομαστός κλέφτης αναδείχτηκε αρχικά ο Περδικούλας κι αργότερα πολλοί άλλοι. Από την επαρχία Καλαβρύτων, την περισσότερο ορεινή του νομού, σπουδαίοι κλέφτες - οπλαρχηγοί αναδείχτηκαν οι Πετμεζαίοι, οι Λεχουρίτες, οι Σολιώτες, οι Χονδρογιανναίοι, οι Στριφτομπολαίοι, οι Παπαδαίοι, ο Σκαλτσάς κι άλλοι οι οποίοι έδρασαν κι έξω από την επαρχία τους. Ο λαός ύμνησε τα κατορθώματα των κλεφτών και τα αποθανάτισε στο είδος εκείνου του δημοτικού τραγουδιού που λέγονται κλέφτικα.
  Στα κλέφτικα τραγούδια ο δημοτικός ποιητής μπορεί να αναφέρεται σ' έναν μονάχα κλέφτη, σ' ένα μόνο περιστατικό της ζωής του, συνήθως ηρωικό ή σε νίκη του ή στο θάνατό του. Στο κλέφτικο τραγούδι που παραθέτουμε, ο λαός της Ποροβίτσας (Δροσιάς Τριταίας) και της Αχαΐας αναφέρεται στον πατέρα Γιαννιά, γιο του λεβεντόπαπα Παπανδρέα, ο οποίος έδρασε κι έξω από την Αχαΐα.
Εμείς καλά καθόμαστε εδώ στον ξένο τόπο
Κι αν μας πειράξουν τίποτε της Πάτρας οι αγάδες,
Τότε να μας γνωρίσουνε, τότε να μας ιδούνε,
Να ιδούν το Γιάννη του παπά, το γιο του Παπανδρέα,
Πώς πιάνει σκλάβους ζωντανούς, σκλάβους κοτζαμπασήδες,
Πιάνει και τον Μεχμέτ αγά της Πάτρας βοϊβόδα.
  Στην Πάτρα η πλατεία που είναι στο τέρμα της οδού Γούναρη ονομάζεται από το 1928 "πλατεία Γιαννιά". Στο χώρο της πλατείας αυτής ο δήμος Πατρέων με τη γενναία χορηγία σημερινού συντοπίτη του καπετάν Γιαννιά, μέλους του Συλλόγου Τριταιιτών Πατρών, έστησε επιβλητικό ανδριάντα του ήρωα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ακράτας


Ο Ιμπραήμ στην Αχαϊα (1825-26)

  Τον Οκτώβριο ο Ιμπραήμ διέσχισε την Ηλεία κι έφτασε στην Πάτρα μέσω Γαστούνης, εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση στο δρόμο του. Απ' όπου περνούσε σκορπούσε τον αφανισμό και την ερήμωση. Στο τέλος Δεκεμβρίου (1825) πέρασε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή στην κατάληψη της πόλης. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ, νικητής, επέστρεψε στην Πάτρα στο τέλος Απριλίου 1826. Ένα μέρος του στρατού του (1.500 άνδρες) το έστειλε στη Μεσσηνία μέσα από τη Γαστούνη και την Ηλεία, ενώ ο ίδιος με 9.000 άνδρες κατευθύνθηκε προς τα Καλάβρυτα με σκοπό να φθάσει στην Τρίπολη. Στις 4 Μαΐου, καίγοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας, έφτασε στη μονή της Αγίας Λαύρας την οποία κατέκαψε, αγναντεύοντας με ευχαρίστηση το θέαμα. Την άλλη μέρα ο Ιμπραήμ, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, έφτασε στα Κλουκινοχώρια της Αιγιάλειας, στους πρόποδες του Χελμού. Εκεί, στην οχυρή θέση Καστράκι, αποφάσισαν να αντισταθούν οι οπλαρχηγοί Ν. Σολιώτης και Γκολφίνος Πετμεζάς, για να προστατεύσουν τα 2.000 γυναικόπαιδα της περιοχής που είχαν καταφύγει στις πλαγιές του Χελμού. Οι Τουρκοαιγύπτιοι του Ιμπραήμ επιτέθηκαν με σφοδρότητα και μετά από φοβερή μάχη με σημαντικές απώλειες κι από τους δύο αντιπάλους, ανάγκασαν τους Έλληνες να υποχωρήσουν. Στράφηκαν μετά με αγριότητα εναντίον του άμαχου πληθυσμού σφάζοντας κι αιχμαλωτίζοντας όσους έβρισκαν στις σπηλιές, ενώ όσοι έφευγαν, προτιμούσαν να πέφτουν από τα βράχια παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους. Οι απολογισμός από την επιδρομή αυτή του Ιμπραήμ ήταν φοβερός για τους Έλληνες. Πάνω από χίλιοι ήταν οι νεκροί και περισσότεροι από 200 οι αιχμάλωτοι, ανάμεσα στους οποίους και η οικογένεια του γενναίου αγωνιστή Σολιώτη. Έτσι, η περιοχή αυτή της Αχαΐας, όπου έπεσαν οι πρώτες τουφεκιές του αγώνα, έδωσε μετά από πέντε έτη μια ακόμα προσφορά θυσίας που συγκίνησε και παραδειγμάτισε πολλούς.
  Από τα Κλουκινοχώρια ο Ιμπραήμ έστειλε 600 ιππείς να κυριεύσουν τη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου είχε οχυρωθεί ο Ν. Πετμεζάς με 150 άνδρες. Όμως από τον αδιάκοπο πυροβολισμό αυτών των λιγοστών υπερασπιστών της μονής, δόθηκε η εντύπωση στους εχθρούς ότι περιμένουν μεγάλες ενισχύσεις και γι' αυτό οπισθοχώρησαν άπρακτοι. Στην πορεία τους προς την Τρίπολη λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Ζαρούχλα, την Περιστέρα, το Σόλο και την Κερπινή.
  Ο Κολοκοτρώνης, μη μπορώντας να παραταχθεί σε κανονική μάχη απέναντι στον Ιμπραήμ, τον παρακολουθούσε και του έκανε κλεφτοπόλεμο, προξενώντας του φθορές.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ακράτας


ΔΥΜΗ (Αρχαία πόλη) ΠΑΤΡΑ
  Η Αρχαία Δύμη βρισκόταν στη θέση της σημερινής Κάτω Αχαΐας. Αυτό το θέμα έχει εξακριβωθεί και πιστοποιηθεί από τις αρχαιολογικές έρευνες. Οι αρχαίοι συγγραφείς και προπαντός οι Βυζαντινοί δίνουν συγκεχυμένες πληροφορίες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει για πολλούς αιώνες η άποψη ότι στην Κάτω Αχαΐα βρισκόταν η Ώλενος, η οποία τοποθετείται από τους αρχαιολόγους σε ύψωμα πλησίον του Ανω Αλισσού, στα βόρεια της Καμενίτσας. Η Δυμαία χώρα ήταν αρκετά μεγάλη και περιλαμβανόταν μεταξύ των ποταμών, Πείρου προς τα ανατολικά, Λαρίσου προς τα δυτικά και Πηνειού προς τα νότια. Σε αυτή την πολύ εύφορη χώρα είχαν ιδρυθεί από τους Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ. δύο αξιόλογες πόλεις, η Ώλενος και η Δύμη. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς περιλαμβάνουν τις δύο πόλεις στον κατάλογο της Ιωνικής Δωδεκάπολης, που αργότερα (από το 1089 π.Χ.) λεγόταν Αχαϊκή Δωδεκάπολη.
Α' Περίοδος Ωλένου (2000 π.Χ. - 757 π.Χ.)
  Κατά την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία η «Ωλενία αιξ», προσέφερε το γάλα της στον Δία. Πιθανόν ο Πέλοψ εγκαταστάθηκε στην Ώλενο ή Αλισσό, προτού γίνει βασιλιάς στην Ήλιδα. Αυτά αναφέρει ο καθηγητής Μιχαήλ Σακελλαρίου. Ο Ηρακλής φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Ωλένου Δεξαμενό. Τότε φόνευσε τον κένταυρο Ευρυτίωνα, που είχε απαγάγει τη θυγατέρα του Δεξαμενού Μνησιμάχη. Από την Ώλενο καταγόταν ο πατέρας του Διομήδη Τυδεύς. Μητέρα του Τυδέως ήταν η Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππόνου. Γιος του Ιππόνου ήταν ο Καπανεύς, ένας από τους «Επτά επί Θήβας».
  Περίπου το 1250 π.Χ. οι Ηλείοι άρχισαν επιδρομές εναντίον των Ιώνων της Ωλένου και της Δύμης, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Ηρακλή και μαζί του έχτισαν το «Τείχος Δυμαίων» που σώζεται ολόκληρο σε καλή κατάσταση στο χωριό Αραξος, κοντά στο δάσος της Στροφιλιάς. Είναι ένα από τα αρχαιότερα φρούρια της Ελλάδας.
  Το 1400 π.Χ. οι κάτοικοι της Ωλένου και της περιοχής έστειλαν αποίκους στη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ρόδο με αρχηγό το Μακαρέα. Περί το 1150 π.Χ. ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Κηφεύς από την Ώλενο και Δύμη ξεκινώντας ίδρυσε αποικίες στην Κύπρο (την Τύμη κ.α.)
Β΄ Περίοδος Δύμης (757 π.Χ. - 27 π.Χ.)
  Ο παλαιός αρχαιολόγος Αλέξανδρος Ραγκαβής αναφέρει στα «Ελληνικά» του, ότι το 757 π.Χ. έγινε ο «συνοικισμός» της Δύμης, με την ένωση των γύρω κωμοπόλεων Τευθέας, Φαιστού, Θέλπουσας κ.λπ. Τα επόμενα χρόνια υπόταξε και την Ώλενο και ενσωμάτωσε την Ωλενία χώρα.
  Το 281 π.Χ. η Δύμη πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Β΄ Αχαϊκής Συμπολιτείας και έγινε πρωτεύουσά της μέχρι το 255 π.Χ. Κατόπιν έγινε πρωτεύουσα το Αίγιο. Από το 227 μέχρι το 222 π.Χ. η Δύμη διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον πόλεμο των Αχαιών αναντίον της Σπάρτης. Κατά της Δύμης εκστράτευσε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης με 20.000 στρατό. Οι Αχαιοί με στρατηγό τον Αρατο αντιμετώπισαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη του Εκατόμβαιου, κοντά στη Δύμη, το 226 π.Χ. Οι Αχαιοί νικήθηκαν κατά κράτος. Πολλοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι το Εκατόμβαιον ήταν πλησίον του χώρου Καγκάδι.
  Από το 220 μέχρι το 217 π.Χ. ήταν το επίκεντρο του Συμμαχικού πολέμου μεταξύ Αχαϊκής και Αιτωλικής Συμπολιτείας. Από το 200 μέχρι το 140 π.Χ. οι Δυμαίοι πολλές φορές συγκρούστηκαν με τους Ρωμαίους και υποστήριξαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας βοηθώντας πάντοτε τους Μακεδόνες. Γι' αυτό οι Ρωμαίοι αντιπαθούσαν τη Δύμη, την λεηλάτησαν πολλές φορές και τέλος την κατάστρεψαν.
  Το 145 π.Χ. οι Δυμαίοι δημοκρατικοί με αρχηγό Τον «Σώσον Ταυρομένεος» επαναστάτησαν εναντίον των Ρωμαίων και των προδοτών φίλων των αριστοκρατικών. Η Δύμη ανάδειξε σπουδαίους Ολυμπιονίκες, τον Οιβώτα και τον Πάταικο, τον 6ο αιώνα π.Χ. Ο Ιούλιος Καίσαρας ίδρυσε αποικία στη Δύμη το 47 π.Χ. την «Colonia Iulia Augusta Dymaeorum». Από αυτή την αποικία προήλθε η Χριστιανική-Βυζαντινή πόλη Αχαΐα η σημερινή Κάτω Αχαΐα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Δύμης


ΕΡΙΝΕΟΣ (Δήμος) ΠΑΤΡΑ
  Ο Δήμος Ερινεού με έδρα το Λαμπίρι παίρνει το όνομα του από τον όρμο σε σχήμα μισοφέγγαρου ο οποίος χρησίμευε κατά την αρχαιότητα σαν λιμάνι στην Ρυπική χώρα. Στον Ερινεό έγινε το 412 π.Χ. η ναυμαχία μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων με ορμητήριο των μεν πρώτων τη Ναύπακτο των δε δεύτερων τον όρμο του Ερινεού.
  Μια από τις δώδεκα πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας ήταν και η πόλη Ρύπες, πρωτεύουσα μιας περιφέρειας που ονομαζόταν Ρυπική και της οποίας η ακριβής θέση έχει αμφισβητηθεί από τους μελετητές. Σαν επικρατέστερη θεωρούμε την άποψη ότι η πόλη Ρύπες πρέπει ν' αναζητηθεί δυτικά του ποταμού Σαλμενίκου σε έδαφος οχυρό και σε μικρή απόσταση από το λιμάνι του Ερινεού, όπου το 412 π.Χ. έγινε η ναυμαχία μεταξύ των Αθηναίων και των Πελοποννήσιων με ορμητήριο των μεν πρώτων την Ναύπακτο των δε δεύτερων τον όρμο του Ερινεού. Ο ποταμός Σαλμενίκος με τις απότομες όχθες και τα ορμητικά του νερά μπορούσε θαυμάσια να βοηθήσει στην άμυνα της αρχαίας πόλης. Ο ποταμός κατεβαίνει μέσα από φαράγγια και περικλείει μαζί με το βουνό της Ζήριας μια μικρή επίπεδη έκταση στο δυτικώτερο άκρο της οποίας βρίσκεται το λιμάνι Ερινεός σε απόσταση 2.500μ. από τις Καμάρες. Οι Ρύπες λοιπόν έπρεπε ν' αναζητηθούν ή εδώ στην φυσικά οχυρωμένη αυτή θέση ή κοντά στο Κάτω Σαλμενίκο. Τη θέση αυτή που περιγράψαμε κατέχει σήμερα η κωμόπολη Καμάρες. Κατά τις εκσκαφές που έχουν γίνει κατά καιρούς για ανοικοδόμηση, έχουν έρθει στο φως λείψανα αρχαίας πόλης: θεμέλια πολλών οικημάτων, τμήματα χωμένων θαλάμων, τάφοι πήλινοι με νομίσματα και κοσμήματα.
  Στις Καμάρες, αριστερά του δρόμου που οδηγεί στην κωμόπολη από το Ν. Ερινεό, 100μ. πιο πάνω από τη σιδηροδρομική γραμμή σώζονται τα λείψανα ενός μεγαλοπρεπούς λουτρού με ψηφιδωτό και ογκώδη θολωτά κτίρια πάνω στα οποία στηριζόταν αυλάκι νερού ενώ κάτω από τους αψιδωτούς θόλους περνούσε πολύ νερό. Οι θόλοι αυτοί είναι οι Καμάρες απ' όπου πήρε το όνομα της και η σημερινή κωμόπολη. Στο ίδιο σημείο σώζονται δύο μαρμάρινες κολόνες, βάσεις και κιονόκρανα ιωνικού ρυθμού που μαρτυρούν την ύπαρξη μεγαλοπρεπούς ναού ή άλλου οικοδομήματος. Μέχρι το 30 π.Χ., οπότε και ισοπεδώθηκαν από τους Ρωμαίους όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα ΑΧΑ'Ι'ΚΑ, οι Ρύπες ήταν η πρωτεύουσα της Ρυπικής χώρας. Μετά το καταστροφικό πέρασμα των Ρωμαίων ολόκληρη σχεδόν η περιοχή ερήμωσε μέχρι την εποχή που αρχίζει να οχυρώνεται από τους Φράγκους ο οικισμός Σαλμενίκο, στις βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού με θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο.
  Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και πιθανόν γύρω στα 1300, χτίστηκε το Κάστρο του Σαλμενίκου πάνω σε απόκρημνο βράχο ο οποίος υψώνεται πάνω από την όχθη του ποταμού σε ύψος 200μ. περίπου. Ο θρύλος λέει πως στο βάθος της ρεματιάς και κάτω από μεγάλη πέτρα βρίσκεται θαμμένη η βασιλοπούλα που φονεύθηκε από προδότη με σκοπό να κατακτήσει το Κάστρο της. Αυτός είναι ο μύθος του Κάστρου της Ωριάς στο Ανω Σαλμενίκο. Στην ασφάλεια αυτού του Κάστρου κατέφυγαν πολλοί κάτοικοι από τα πεδινά μέρη της Ρυπικής που υπέφεραν τα πάνδεινα από τις επιδρομές των πειρατών. Έτσι όταν το 1460 το Σαλμενίκο δέχθηκε την επίθεση του Μωάμεθ του πορθητού αριθμούσε περί της 6.000 ψυχές. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει μερικά μόνο απομεινάρια του Κάστρου που σώζονται στις κορυφές του βράχου της ακρόπολης.
  Στη δυτική πλευρά του βουνού του Αϊ Γιάννη στην περιφέρεια των Τσετσεβών του άλλοτε Δήμου Ερινεού βρίσκεται η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου γύρω από την οποία έγινε η φοβερή μάχη της 17ης Ιουλίου 1827 μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στις 8 Μαΐου κάθε χρόνο, επέτειο της μνήμης του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι. Στο Ανω Σαλμενίκο βρίσκεται επίσης η Μονή Αγίας Ελεούσης, πνιγμένη στο πράσινο, η οποία γιορτάζει στις 23 Αυγούστου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Ερινέου


ΖΑΧΑΡΩ (Κωμόπολη) ΗΛΕΙΑ
  Για την ιστορία της Ζαχάρως ανατρέξαμε στις ιστορικές πηγές που είναι δυνατό να μας δώσουν συγκεκριμένα στοιχεία. Από τις έρευνες αυτές βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Ζαχάρω σαν οργανωμένο οικιστικό συγκρότημα δεν υπήρχε προ της απελευθερώσεως του 1821. Βέβαια η περιοχή αποτελούσε αγροτική περιοχή της κοινότητας Αλβαινας (Μίνθης) και κατοικείτο εποχιακά από γεωργοκτηνοτρόφους της Κοινότητας Μίνθης κατά κανόνα. Αυτό είναι αποδεδειγμένο για την μετεπαναστατική περίοδο, αποτελούσε όμως ασφαλώς συνέχεια της τουρκοκρατίας και των περασμένων γενεών.
  Κατά την απογραφή του πληθυσμού της Επαρχίας Ολυμπίας που έγινε από τους Ενετούς το 1690 δεν αναφέρεται χωριό ή οικισμός "Ζαχάρω" ενώ αναφέρονται όλα σχεδόν τα πέριξ της Ζαχάρως ορεινά και ημιορεινά χωριά.
   Μετά την οριστική κατάληξη της Επαρχίας Ολυμπίας υπό των Τούρκων από τους Ενετούς το 1715 η περιοχή περιήλθε υπό την κατοχή των Τούρκων, κατά τα τελευταία χρόνια προ της απελευθερώσεως φέρεται σαν Τσιφλίκι των Λαλαίων Τούρκων Αζιζαγά (υιού του Αζιζαγά πρωτεξάδελφου του Αληφαρμάκη και του Σεινταναγά).
  Αυτό θα πρέπει να έγινε μετά τα Ορλωφικά 1770 κατά την οποία εποχή αποκαταστήθηκε η τάξη υπό των Τούρκων με συνεργασία των Ελλήνων εναντίον των Αλβανών που είχαν φέρει οι Τούρκοι εναντίον των Επαναστατημένων Ελλήνων οι οποίοι Αλβανοί προέβησαν σε πάσης φύσεως βαρβαρότητες, λεηλασίες και χρειάστηκε άλλος αγώνας για την επιβολή της τάξης. Την εποχή εκείνη επεβλήθη οριστικά η δύναμη των Λαλαίων Τούρκων οι οποίοι εκμεταλλεύονταν σαν τσιφλικούχοι την περιοχή που ενέμοντο οι κάτοικοι της Μίνθης οι οποίοι μετά την απελευθέρωση εμφανίστηκαν ως κύριοι ιδιοκτήτες της περιοχής. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα γιατί οι Αλβανοί (Μίνθη) κατόρθωσαν να καταλάβουν τον τόπο αφού προ αυτών σε πολύ μικρότερη απόσταση βρίσκονταν αρκετά άλλα χωριά (Τρύπες, Αρήνη, Μηλέα κ.λπ.) τα οποία θα έπρεπε να διεκδικήσουν τον εύφορο αυτό τόπο. Στο ερώτημα αυτό είναι δυνατές πολλές σκέψεις και απαντήσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθούν με ιστορικά γεγονότα και τεκμήρια και με αυτήν την προϋπόθεση τολμούμε να παραθέσουμε και τις δικές μας σκέψεις.
•Το ολιγάριθμο του πληθυσμού των πέριξ χωρίων δεν δημιουργούσε το ενδιαφέρον για επεκτάσεις της περιουσίας των αφού δεν ήσαν σε θέση να αξιοποιήσουν τις εκτάσεις που κατείχαν.
•Το τελείως ορεινό της Μίνθης (Αλβαινας) κατά κύριο λόγο κτηνοτροφική και γεωργική περιοχή οι κάτοικοι της οποίας είχαν άμεση ανάγκη ζωτικού χώρου επιβιώσεως και τέτοιος ήταν η περιοχή της Ζαχάρως για την κτηνοτροφία απαραιτήτως για τους χειμερινούς μήνες.
•Η Μίνθη ήταν πολυαριθμοτέρα των άλλων Κοινοτήτων και κατά κάποιο τρόπο ετύγχανε ειδικής προστασίας επί Βυζαντινών και Φράγκων οι οποίοι κυριάρχησαν στην περιοχή οχυρούμενοι στο ισχυρό κάστρο του Αράκλοβου (Κάστρο της Οριάς) Χρυσούλι.
•Νομίζουμε ότι θα πρέπει να υπολογίσουμε στη ζωτικότητα των ορεινών λόγω κλιματολογικών συνθηκών και σκληρότερων αγώνων επιβιβάσεως.
  Οποιοιδήποτε πάντως και αν ήταν οι λόγοι, γεγονός είναι ότι η Ζαχάρω πρέπει να θεωρείται θυγατέρα της Μίνθης και να ανεπτύχθη αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά την επανάσταση των Μεσσηνίων εναντίον της Αντιβασιλείας του Όθωνα το 1933, δεν υπήρχαν στην περιοχή παρά 8 μόνο χορτοκαλύβες και τα ερείπια του κονακίου του Αζιζαγά και το πιθανότερο να υπήρχαν στην ύπαιθρο απομακρυσμένες μεταξύ των κτηνοτροφικές μανδροκαλύβες.
  Χρειάστηκαν 50 ολόκληρα χρόνια για να δημιουργηθεί πραγματικός οικιστικός χώρος και να ανακηρυχθεί η Ζαχάρω Δήμος το 1881 περίπου. Έως τότε ο Δήμος ήταν πότε η Σάραινα (Καλίδωνα), πότε το Τσοβαρτζί (Αρήνη) και πότε η Αλβαινα (Μίνθη 1843) όπότε ο Δήμαρχος έπαιρνε μαζί του την σφραγίδα γιατί είχε τη θερινή του έδρα στη Ζαχάρω, αυτό για λίγο χρονικό διάστημα.
  Προσφάτως και κατά τις εργασίες που εγένοντο για την διαμόρφωση του χώρου όπου επανεκτίσθη το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στην ωραιοτάτη ομώνυμη τοποθεσία, απεκαλύφθησαν ανθρώπινα οστά.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαχάρως


Μεσαιωνική Ιστορία (Βυζαντινή-Φράγκικη κυριαρχία)

ΗΛΕΙΑ (Νομός) ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Για την αρχαία ιστορία της Ηλείας, βλέπε Ηλεία αρχαία χώρα
  Το 395 μ.Χ., ο Αλάριχος, βασιλιάς των Βησιγότθων, λεηλατεί την Ηλεία. Δύο χρόνια μετά, το 397 μ.Χ., ο Στιλίχων τους κατατροπώνει στο οροπέδιο της Φολόης. Όμως η Ηλεία έχει ήδη υποστεί τεράστιες ζημίες, έχει εξαθλιωθεί ο πληθυσμός της, γεγονός που αναγκάζει ήδη τον Θεοδόσιο τον Β' να την απαλλάξει από την καταβολή του μεγαλύτερου μέρους των φόρων προς το κράτος.
   Με νέο διάταγμα το Νοέμβριο του 426 μ.Χ. ο αυτοκράτορας επιβάλλει το οριστικό κλείσιμο όσων αρχαίων ναών ήταν ακόμη σε λειτουργία. Νέες λεηλασίες ταλανίζουν την Ηλεία, όταν οι Βάνδαλοι φτάνουν στις ακτές της, το 467 μ.Χ.
  Τα τελειωτικά χτυπήματα υφίσταται η περιοχή το 522 και το 551 μ.Χ., όταν καταστροφικοί σεισμοί τη συγκλονίζουν, καταστρέφοντας όσα οικοδομήματα είχαν απομείνει από τις απανωτές λεηλασίες. Τότε καταρρέει και ο Ναός του Δία στην Ολυμπία.
  Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641 μ.X.), η Πελοπόννησος αποτελεί ξεχωριστό «θέμα», με πρωτεύουσα την Κόρινθο και διοικητή τον «Δούκα».
   Κατά την περίοδο αυτή μετακινείται σλαβικός πληθυσμός, ο οποίος εγκαθίσταται μόνιμα στην περιοχή, πληρώνει φόρο στο βυζαντινό κράτος, εκχριστιανίζεται και τελικά αφομοιώνεται από τους ντόπιους.
   Στα βυζαντινά χρόνια, η Ηλεία δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερη ανάπτυξη, επειδή το κέντρο και η δραστηριότητα του ελληνικού έθνους μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
   Από τον 8ο αι. αυξάνεται η μεταξουργία στην περιοχή.
  Το 1204 μ.Χ. Γάλλοι και Βενετοί τυχοδιώκτες, φέροντας τον τίτλο του Σταυροφόρου, προς ελευθέρωση δήθεν των Αγίων Τόπων από τους Τούρκους, με την τέταρτη σταυροφορία κυριεύουν την Κωνσταντινούπολη και το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Ο Γάλλος Γοδεφρείδος Βιλεαρδουϊνος Α' , ο οποίος αποβιβάσθηκε στη Μεθώνη, αρχικά με την βοήθεια του Έλληνα Ιωάννη Καντακουζηνού κι αργότερα με τον ακόλουθο του Βονιφατίου Γουλιέλμο Σαμπλίτη, κατακτούν την Πελοπόννησο, χωρίς ουσιαστική αντίσταση.
  Οι Φράγκοι καταργούν τους ορθόδοξους επισκόπους και ιδρύουν εκκλησιαστικές περιφέρειες, στις οποίες τοποθετούν καθολικούς επισκόπους. Τα εκκλησιαστικά κτήματα δημεύονται και δίδονται σε Λατίνους κληρικούς ή ιεραποστολικά τάγματα ως φέουδα. Η Ανδραβίδα γίνεται πρωτεύουσα του νέου πριγκιπάτου του Μορέως.
  Με το θάνατο του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου Α', τον διαδέχεται ο γιός του Γοδεφρείδος Βιλεαρδουϊνος Β', ο οποίος κτίζει το κάστρο Χλεμούτσι. Σ΄αυτό ιδρύθηκε και νομισματοκοπείο, το οποίο έκοβε τα φραγκικά τορνέζια (tournois). Το κάστρο γίνεται η έδρα του πρίγκιπα.
  Το 1245 το Γοδεφρείδο Β' διαδέχεται ο αδελφός του Γουλιέλμος Β'. Και οι τρεις κυβέρνησαν την περιοχή με σύνεση, γι' αυτό και ήταν αγαπητοί στον πληθυσμό.
  Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολυτάραχα. Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός και ο αδελφός του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου το 1263 πολιορκούν την Ανδραβίδα, αλλά τρέπονται σε φυγή. Το 1264 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος επιστρέφει σε νέα επίθεση, κατά την οποία φονεύεται ο Μιχαήλ Καντακουζηνός. Την περίοδο αυτή ομολογείται βδελυρή συμμαχία ανάμεσα στους Φράγκους και τους μετέπειτα κατακτητές, τους Τούρκους μισθοφόρους του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και οι Έλληνες κατατροπώθηκαν.
  Το 1315 ο Ισπανός Φερδινάνδος ο Αραγωνικός αποβιβάζεται στη Γλαρέντζα και μπαίνοντας στην πόλη τον προσκυνούν οι φοβισμένοι πολίτες. Κυριεύει το Ποντικόκαστρο (Beauvoir), την πεδιάδα της Ήλιδας και κόβει νόμισμα με το όνομά του.
  Το 1316 ο Φερδινάνδος συγκρούεται κοντά στη Μανωλάδα με το Λουδοβίκο το Βουργουνδικό, ο οποίος είχε έλθει σε συνεννόηση με τους Έλληνες του Μυστρά, που τον βοήθησαν. Ο Λουδοβίκος εγκαθίσταται στο πριγκιπάτο.
  Η Γλαρέντζα γίνεται το κομβικό σημείο εμπορίου με τη Δύση, όπως και το λιμάνι της Φειάς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Τουρκοκρατία - Βενετοκρατία

  Το 1453, η άλωση της Κωνσταντινούπολης φέρνει τους Τούρκους στον ελληνικό χώρο. Η Ηλεία υφίσταται για τέσσερις περίπου αιώνες τον Τούρκο κατακτητή, με δύο μόνο διαλείμματα Ενετοκρατίας, από το 1463 έως το 1479 και από το 1685 έως το 1715.
  Φτώχεια, ανασφάλεια, λεηλασίες, παιδομάζωμα είναι όροι που χαρακτηρίζουν αυτήν τη μαύρη περίοδο.
  Διοικητικό κέντρο του βιλαετιού της Ηλείας είναι αρχικά η Γαστούνη.
  Το 1685 οι Ενετοί με αρχηγό το Μοροζίνι ανακαταλαμβάνουν το Μοριά. Ο Βενετός αρχιστράτηγος αναζητά εδάφη, που θα προσπόριζαν στην πατρίδα του οικονομικά οφέλη, από την αναβίωση του παλαιού αποικιακού της κράτους. Οι συνθήκες δεν αλλάζουν ιδιαίτερα για τον πληθυσμό, ο οποίος εξακολουθεί να καταπιέζεται.
  Το 1715 η Ενετοκρατία καταλύεται ξανά από τους Τούρκους και αυτή τη φορά οι κατακτητές είναι λίγο πιο ελαστικοί απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, επιτρέποντας μεγαλύτερη δραστηριότητα στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και την εκμετάλλευση της γης.
  Κατά την περίοδο αυτή εγκαθίστανται στη Γαστούνη ως αρχηγοί οι Ottomans, τουρκική πλούσια οικογένεια, με διασύνδεση τον ίδιο το Σουλτάνο. Προωθούν το εμπόριο και συνάπτουν φιλικές σχέσεις με τους Τουρκαλβανούς του Λάλα, οι οποίοι εντέλει λυμαίνονται τις περιουσίες των ντόπιων με την αποχώρηση των Ottomans για την Πόλη.
  Το 1768 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β', ούσα σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, υπόσχεται βοήθεια στους Έλληνες, σε πιθανή εξέγερσή τους κατά των Τούρκων, προσπαθώντας να εξεγείρει τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, των οποίων εμφανιζόταν ως προστάτιδα, δίνοντας στον πόλεμο μορφή σταυροφορίας της Ορθοδοξίας κατά του Μουσουλμανισμού.
  Συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν η αποστολή το 1770, των αδελφών Ορλώφ με ρωσικό στόλο στη Μάνη, για να ξεκινήσουν την επανάσταση.
  Ο ντόπιος πληθυσμός ξεσηκώνεται, το ίδιο και η Ηλεία και η Αχαϊα. Επαναστάτες αποβιβάζονται στην Κυλλήνη και φτάνουν μέχρι την Γαστούνη. Εκεί κατασφάζονται από στίφη Αλβανών. Η ρωσική ηγεσία κατανοεί τη ματαιότητα του εγχειρήματος και οι Ορλώφ αναχωρούν για την Ρωσία αφήνοντας τον πληθυσμό στη μήνη Τούρκων και Αλβανών, οι οποίοι βάφουν τον Μοριά στο αίμα.
  Αληθινή μάστιγα για την Ελλάδα υπήρξαν οι Αλβανοί, τους οποίους είχε κυρίως χρησιμοποιήσει η Πύλη για την καταστολή της επανάστασης.
  Οι μεγαλύτερες καταστροφές έγιναν στην Πελοπόννησο, όπου, όπως μας πληροφορούν ξένοι περιηγητές, μπορούσε να δει κανείς σε μεγάλη έκταση ερείπια, κατάσταση που οδήγησε και σε δημογραφική μεταβολή, αφού σημειώθηκαν ομαδικές μετακινήσεις κατοίκων σε ασφαλέστερες περιοχές.
  Το 1790 επιδημία πανούκλας ενσκήπτει στην περιοχή, ολοκληρώνοντας τον αφανισμό και την εξαθλίωση.
  Μετά τα Ορλωφικά, ακολουθεί περίοδος ανασυγκρότησης για τους Έλληνες.
  Ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία, στην οποία μετέχουν σπουδαίοι Ηλείοι άνδρες, όπως ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος από την Ανδρίτσαινα, ο Γεώργιος Σισίνης από την Γαστούνη και ο Χαράλαμπος Βιλαέτης από τον Πύργο.
  Η Φιλική Εταιρεία ήταν μία από τις πολλές μυστικές επαναστατικές οργανώσεις που παρουσιάστηκαν σε ολόκληρη τη νότια και ανατολική Ευρώπη κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αι. Στόχος της : η απελευθέρωση της πατρίδας.
  Η φήμη του ξεσηκωμού διαρρέει και ο Χουρσίτ Καϊμακάμης διατάσσει από την Τρίπολη να μαζευτούν εκεί όλοι οι πρόκριτοι με το πρόσχημα της σύσκεψης, με απώτερο σκοπό την ομηρία τους. Όσοι πήγαν εντέλει φυλακίστηκαν.
  Το γεγονός αυτό επισπεύδει την έναρξη της επανάστασης. Η επαναστατική σημαία υψώνεται από τον Σισίνη στη Γαστούνη και τον Βιλαέτη στον Πύργο.
  Οι Τούρκοι κλείνονται στο Χλεμούτσι κι εκεί σπεύδουν σε βοήθειά τους οι φοβεροί Τουρκαλβανοί από το Λάλα. Στη θέα τους οι άπειροι τότε αγωνιστές σκορπούν και οι Λαλαίοι Τούρκοι λεηλατούν την περιοχή του κάμπου και τον Πύργο.
  Ο ίδιος ο Χαράλαμπος Βιλαέτης προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τους θηριώδεις Λαλαίους Τούρκους στον τόπο τους, πέφτει ηρωικά στο χωριό Σμίλα, τον Μάιο του 1821.
  Ελληνικές δυνάμεις συνασπίζονται γύρω από το Λάλα και παρ' ότι υπερέχουν αριθμητικά έναντι των πολιορκούμενων, οι τελευταίοι απορρίπτουν κάθε πρόταση παράδοσης των όπλων.
  Μετά από σκληρές μάχες οι Τούρκοι εγκαταλείπουν το Λάλα, καίγοντας όσα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν.
  Οι Ηλείοι απαλλάσσονται έτσι από την τουρκική παρουσία, χωρίς όμως να εφησυχάζουν, σπεύδοντας σε βοήθεια των συναγωνιστών τους στη Ρούμελη και το Μοριά, όποτε αυτοί το χρειάστηκαν. Έτσι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, βάζει ως στόχο την κατάληψη του κάστρου των Πατρών, δείχνοντας εξαιρετική ανδρεία στην πολιορκία του τον Μάρτιο του 1822.
  Βοήθεια προσέφεραν οι Ηλείοι και στην πολιορκία του Μεσολογγίου, καταφθάνοντας σε βοήθεια των πολιορκουμένων μαζί με άλλους Μοραϊτες.
  Κατά την διάρκεια της πολιορκίας των Πατρών, οι Τούρκοι, λόγω χαλαρότητας των πολιορκητών, βγαίνουν σε συχνές επιδρομές εκτός του κάστρου, προς τη Μανωλάδα και τα Λεχαινά. Σώμα Σουλιωτών με αρχηγό τον Κώστα Μπότσαρη έρχεται σε βοήθεια των ντόπιων, απωθώντας τους Τούρκους. Αργότερα, οι Τούρκοι της Πάτρας κάνουν δύο ακόμη επιδρομές σε Ανδραβίδα και Γαστούνη.
  Το 1823, πριν καλά καλά εδραιωθεί η επανάσταση, ξεσπά εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα στις τάξεις των στρατιωτικών και των πολιτικών, με σκοπό τον έλεγχο της εξουσίας.
  Έτσι εξασθενημένη βρίσκει την Ελλάδα ο Ιμπραήμ, ο οποίος ανενόχλητος αποβιβάζεται με τον Αιγυπτιακό στόλο στη Μεθώνη και προχωρά για το Μεσολόγγι. Μπροστά στην κατακραυγή η κυβέρνηση αποφυλακίζει τον Κολοκοτρώνη.
  Το Νοέμβριο του 1825 οι Αιγύπτιοι λεηλατούν τον Πύργο και προελαύνοντας φτάνουν στην Αμαλιάδα και τη Γαστούνη. Οι Τουρκοαιγύπτιοι μπαίνουν στη Γαστούνη και ο ντόπιος πληθυσμός καταφεύγει στο Χλεμούτσι. Αμέσως μετά, σε μάχη στο Βαρθολομιό, αποδεκατίζονται οι τάξεις των Ελλήνων.
  Ο Ιμπραήμ φεύγοντας για το Μεσολόγγι αφήνει πίσω του τον Χουσεϊν Μπέη, με ισχυρή δύναμη. Αυτός συναντά αντίσταση από τους Έλληνες, στα δύο μοναστήρια, της Σκαφιδιάς και του Φραγκαπηδήματος. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Ηλεία σφάζοντας και λεηλατώντας. Πολιορκεί το Χλεμούτσι και από τη δίψα οι Έλληνες πωλούνται σε σκλαβοπάζαρο. Στο μεταξύ όμως επεμβαίνουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και καταστρέφουν ολοκληρωτικά τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827).
  Η ώρα της ελευθερίας είχε σημάνει...

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Οδοιπορικό στην οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ηλείας μετά την Απελευθέρωση (19ος - 20ος αι.)
  Σπάνια η ιστορία ενός τόπου έχει συνδεθεί τόσο στενά με ένα αγροτικό προϊόν όσο η Ηλεία και η ευρύτερη περιοχή της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου με την σταφίδα.
  Η καλλιέργειά της μέχρι την απελευθέρωση (1830) ήταν σχετικά περιορισμένη, γεγονός που οφείλεται αφ' ενός στο ότι η σταφίδα δεν ήταν απαραίτητη στη διατροφή του αγροτικού πληθυσμού και αφετέρου στο ότι η αντικατάσταση μιας άλλης καλλιέργειας με σταφιδαμπέλους, απαιτούσε αρχική χρηματική επένδυση και συγχρόνως οικονομική αντοχή των παραγωγών ώστε να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες 3-4 χρόνων που απαιτούσαν τα φυτώρια ωσότου αρχίσουν να αποδίδουν καρπό.
  Ωστόσο από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, η καλλιέργειά της άρχισε να παίρνει εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω της εξωτερικής ζήτησης του προϊόντος στην ευρωπαϊκή αγορά και κυρίως την αγγλική.
  Την ώρα που ο Κάρολος Ντίκενς αποθέωνε στις Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες του την σταφίδα, απαραίτητη στο τραπέζι των λονδρέζικων οικογενειών, πλοία γεμάτα σταφίδα έφευγαν από το λιμάνι του Κατακόλου και τα άλλα λιμάνια της Πελοποννήσου με προορισμό τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού, όπου το προϊόν καταναλωνόταν σαν υλικό ζαχαροπλαστικής για την κατασκευή πουτίγκας και σταφιδόψωμου, σαν ξηρός καρπός και αργότερα για την παραγωγή φθηνού σταφιδίτη οίνου και άλλων οινοπνευματωδών ποτών.
  Μέχρι το 1860 οι εκτάσεις με σταφιδαμπέλους σχεδόν εξαπλασιάστηκαν φθάνοντας στην Πελοπόννησο τα 120.000-150.000 στρέμματα ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1830-1860 ο όγκος της σταφιδοπαραγωγής δεκαπλασιάστηκε ακολουθώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών.
  Τις δύο επόμενες δεκαετίες, η σταφίδα έγινε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Ελληνικού Βασιλείου.
  Η εμπορευματοποίηση της σταφίδας οδήγησε την Ηλεία και τις άλλες γειτονικές περιοχές σε μία τόσο ακραία εξειδίκευση, που θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μονοκαλλιέργεια. Ένας ολόκληρος αγροτικός κόσμος βγήκε από την οικονομία της αυτάρκειας και προσανατολίστηκε προς την εμπορευματοποιημένη παραγωγή. Μια παραγωγή που μοιραία ήταν απόλυτα εξαρτημένη πλέον από τις συνθήκες της διεθνούς αγοράς, την υπερπαραγωγή αλλά και τον καιρό.
  Αυτή η ευθυγράμμιση της τοπικής παραγωγής της Ηλείας με την παγκόσμια αγορά και η καλλιέργεια ενός εξαγώγιμου προϊόντος, είχε ως αποτέλεσμα την προσέλκυση πληθυσμών -κυρίως από την ορεινή Πελοπόννησο- και των εποικισμό των πεδινών περιοχών.
  Η κάθοδός τους συνέβαλε στη δημογραφική ανάπτυξη των ηλειακών πόλεων και κωμοπόλεων, οι οποίες κράτησαν ανέπαφη αυτή την μορφή και τον αγροτικό τους χαρακτήρα ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
   Εντελώς σχηματικά και περιγραφικά θα μπορούσαμε να κάνουμε διαχωρισμό του πληθυσμού σε τρεις κατηγορίες: Κεφαλαιούχοι, επιχειρηματίες, έμποροι, μεγαλοκτηματίες, γιατροί, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι αποτελούσαν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα των πόλεων. Στο μεσαίο άνηκε μεγάλο μέρος των χειροτεχνών, των καταστηματαρχών, των εμπόρων. Στο κατώτερο ανήκαν οι εργάτες γης, οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, μερικοί καταστηματάρχες και χειροτέχνες και οι μικροί ιδιοκτήτες γης.
  Γύρω από την παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας πλέχτηκε σιγά-σιγά ένα δίκτυο δραστηριοτήτων που σχημάτισε μια ιεραρχική πυραμίδα. Από τον μικροκαλλιεργητή, τον μικρέμπορο του χωριού ως τον έμπορο της ενδιάμεσης πόλης και τον μεγαλέμπορο.
  Αυτή η στροφή προς την καλλιέργεια ενός εξαγώγιμου προϊόντος που εξαρτιόταν από τη διεθνή εμπορική συγκυρία, την οργάνωση της παραγωγής και της διακίνησής του αλλά και οι μετέπειτα κρίσεις του εμπορίου, καθόρισαν την τοπική εμπορική και βιομηχανική κίνηση αλλά και την κινητικότητα των κεφαλαίων και του πληθυσμού για πολλές δεκαετίες.
  Η σταφίδα απαιτούσε ένα ολόκληρο φάσμα απασχολήσεων: η καλλιέργεια της απαιτούσε εργαλεία, ο καθαρισμός της απαιτούσε μάκινες, η ξήρανσή της πανιά και αργότερα ξηραντήρια, η συσκευασία της ξύλινα κιβώτια, η μεταφορά της από τα αλώνια στις αποθήκες του σταφιδεμπόρου και στα λιμάνια απαιτούσε την κατασκευή κάρων.
  Ωστόσο αυτή η άνθηση της περιοχής χάρη στην παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας σκιάστηκε συχνά.
  Τα πρώτα σύννεφα εκδηλώθηκαν κατά την δεκαετία του 1850 εξ αιτίας της επιδημίας φυλλοξήρας που έπληξε τα ελληνικά αμπέλια και είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των 3/4 του εισοδήματος του πληθυσμού και τη χρεοκοπία πολλών σταφιδεμπόρων. Το 1877, τα σύννεφα επανεμφανίζονται με την ύφεση της αγγλικής αγοράς. Την κατάρρευση των τιμών απέτρεψε το μεγάλο άνοιγμα των γαλλικών αγορών τον Οκτώβριο του 1879, το οποίο οφειλόταν στην πτώση της γαλλικής οινοπαραγωγής λόγω της φυλλοξήρας που έπληξε τα γαλλικά αμπέλια. Η σταφίδα έγινε περιζήτητη και η αγροτική παραγωγή προσαρμόσθηκε σ' αυτή την ευνοϊκή συγκυρία.
  Σ' αυτή την περίοδο ευφορίας είναι ωστόσο χαρακτηριστική η ανυπαρξία επενδύσεων σε άλλους παραγωγικούς τομείς.
  Ένα σημαντικό μέρος του διαθέσιμου κεφαλαίου των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων διοχετεύθηκε στην ανέγερση και την πολυτελή επίπλωση κατοικιών, απόδειξη της επιθυμίας ενός δυτικόμορφου επιδεικτικού αστισμού. Αυτό αποδεικνύεται από τα καλλιμάρμαρα εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια που κτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Στον Πύργο και τις άλλες μεγάλες ηλειακές πόλεις, περισσότερο για την κοινωνική ακτινοβολία των ιδιοκτητών τους παρά για να ικανοποιήσουν τις στεγαστικές του ανάγκες.
   Η κατασκευή του σιδηροδρόμου και συγκεκριμένα της γραμμής Πύργου-Κατακόλου, που λειτούργησε στις 3 Φεβρουαρίου του 1883 και ήταν η πρώτη σε ολόκληρη την Ελλάδα, και αμέσως μετά η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς - Καλαμάτας που συνέδεε όλες τις σημαντικότερες πόλεις του ηλειακού κάμπου, οι τοπικές γραμμές Καβάσιλα - Κυλλήνη και Πύργος- Αρχαία Ολυμπία μαρτυρούν την άνθιση και τη σπουδαιότητα του εμπορίου της σταφίδας που διεξήγετο στην ευρύτερη περιοχή της Ηλείας.
  Όμως, οι νέοι γαλλικοί αμπελώνες που είχαν εν τω μεταξύ φυτευθεί, καρποφόρησαν, η γαλλική αγορά έκλεισε και άρχισε η περίφημη σταφιδική κρίση που υπήρξε καταλυτική για την τοπική οικονομία και κοινωνία, σημάδεψε για πολλά χρόνια την περιοχή σε όλα τα επίπεδα και ήταν ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός στην Ελλάδα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Από την χρυσή εποχή δεν έμειναν παρά μόνο συντρίμμια, η τοκογλυφία άνθησε, η μετανάστευση - μοναδική διέξοδος για όσους δεν μπορούσαν να απορροφηθούν στην τοπική αγορά εργασίας - άρχισε και ήταν μαζική, το σταφιδικό κίνημα έκανε την εμφάνιση του και δόνησε την Ηλεία και τις άλλες σταφιδοπαραγωγικές περιοχές.
  Η κατάρρευση του σταφιδεμπορίου ήταν πλέον γεγονός, είχε πλήξει ανεπανόρθωτα την τοπική οικονομία και την κοινωνία και είχε σπείρει τον πανικό στους κατοίκους της Ηλείας.
  Κύρια αιτία της σταφιδικής κρίσης του 1890 ήταν η ανυπαρξία σταφιδικής πολιτικής. Η κυβέρνηση προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κρίση παίρνοντας διάφορα μέτρα μεταξύ των οποίων ήταν η προστασία της παραγωγής με την πολιτική "της παρακράτησης" (διαχωρισμός των ποιοτήτων, εξαγωγή των καλυτέρων και αποθήκευση και προώθηση των κατωτέρων στην οινοποιία και την οινοπνευματοποιία), όμως οι συνέπειες της κρίσης ήταν πλέον ανεπανόρθωτες.
  Η ανάγκη διάθεσης του προϊόντος ήταν ωστόσο επιτακτική και μόνη διέξοδος ήταν πλέον η εσωτερική αγορά.
  Το απούλητο πλεόνασμα της σταφίδας δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την δημιουργία δραστηριοτήτων βιομηχανικής μετατροπής του. Η σταφιδική κρίση σηματοδοτεί την εκβιομηχανοποίηση της περιοχής και κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Αρχίζει μια διαδικασία βιομηχανικής απογείωσης με τη δημιουργία πολυαρίθμων οινοποιείων, οινοπνευματοποιείων και ποτοποιείων. Τα περισσότερα από αυτά παρέμειναν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις ή έκλεισαν, μερικά όμως εξελίχθηκαν σε σημαντικές βιομηχανικές μονάδες.Εκτός από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας σταφίδας, από τις οποίες κυριαρχείται το βιομηχανικό τοπίο της Ηλείας στο τέλος του 19ου αιώνα, υπάρχουν και μικρά βιοτεχνικά ή οικογενειακά εργαστήρια αγαθών τρέχουσας κατανάλωσης όπως αλευρόμυλοι και ελαιοτριβεία που είναι διάσπαρτα σε όλη την Ηλεία καθώς και μικρά σιδεράδικα, βυρσοδεψεία κ.λπ.
  Από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα η διαδικασία της εκβιομηχάνισης διαφοροποιείται.
  Αρχίζει να συγκεκριμενοποιείται η τάση απεξάρτησης από τη σταφίδα και παρατηρείται μια μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη σταφίδα σε άλλα προϊόντα όπως ο καπνός, τα δημητριακά κ.λπ.
  Η βιομηχανική πρωτοβουλία δεν είναι πλέον μεμονωμένο και αποκλειστικά τοπικό φαινόμενο αλλά υπακούει στις βαθύτερες τάσεις της οικονομίας στο σύνολό της.
  Έτσι, από την πρώτη κιόλας δεκαετία του 20ου αιώνα το "βιομηχανικό τοπίο" της Ηλείας αλλάζει. Από αυτές τις βιομηχανίες - αντιπροσωπευτικές της νέας τάσης - που ιδρύθηκαν στην περιοχή της Ηλείας μετά το 1900 κυριότερες υπήρξαν η καπνοβιομηχανία Καραβασίλη και η βιομηχανία Δήμητρα -Αλφειός.
  Ωστόσο, η χρόνια κρίση της σταφίδας εξακολούθησε να σκιάζει την οικονομική και την κοινωνική εξέλιξη της Ηλείας για πολλές δεκαετίες. Εκτός από την Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, συνέχισαν να κατασκευάζονται και άλλα σημαντικά οινοποιεία μέχρι τα μέσα τουλάχιστον του 20ου αιώνα σε πολλές περιοχές της Ηλείας όπως τα οινοποιεία το ΑΣΟ που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να σημαδεύουν το τοπίο και να θυμίζουν τα χρόνια της σταφίδας, που σφράγισαν την ιστορία της Ηλείας και των ανθρώπων της για πάνω από εκατό έτη, καθορίζοντας καταλυτικά μέχρι σήμερα την πορεία τους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Προϊστορική Ηλεία - Ηλειακή Μυθολογία

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  Η παράδοση για το παρελθόν της Ηλείας αποτελεί, όπως είναι φυσικό, ένα κράμα από μύθους και ιστορικά γεγονότα.
  Περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια προ Χριστού, οι Έλληνες κατήλθαν κυρίως από την ξηρά στον Ελλαδικό χώρο, βρίσκοντας εκεί προελληνικό πληθυσμό. Αυτοί οι παλαιότεροι κάτοικοι της Ηλείας ήταν Αχαιοί, και αναμείχθηκαν με τον προελληνικό πληθυσμό της περιοχής, αλλά και με φύλα από τη Θεσσαλία, την Αττική, τη Βοιωτία, την Μικρά Ασία και την Κρήτη.
  Παραδίδεται ότι ο πρώτος βασιλιάς της Ηλείας Αέθλιος, γιος του Δία και της Πρωτογένειας, εγκαταστάθηκε στην Ηλεία, φέροντας μαζί του φύλα Θεσσαλών. Η συγγένεια με τους Θεσσαλούς φαίνεται και από την ύπαρξη κοινών τοπωνυμίων σε Ηλεία και Θεσσαλία (Πηνειός, Λάρισος, Ενιπέας κ.λπ.). Το ίδιο έπραξε και ο γιος του Ενδυμίωνας, ο οποίος άφησε την βασιλεία στον γιο του Επειό, όταν ο τελευταίος νίκησε τους αδελφούς του σε αγώνα δρόμου, τον οποίο διοργάνωσε ο πατέρας τους. Από τον νικητή αυτόν του αγώνα, οι κάτοικοι πήραν την αρχική τους ονομασία, Επειοί. Ο αδερφός του Επειού και διάδοχος του θρόνου Αιτωλός, αναγκάστηκε να φύγει από την Ηλεία, επειδή σε κάποιους αγώνες σκότωσε κατά λάθος τον βασιλιά Απι. Έφτασε στην Κουρήτιδα χώρα, της οποίας κατέλαβε τον θρόνο. Από αυτόν η χώρα ονομάσθηκε Αιτωλία.
  Στην περιοχή της Πίσας ηγεμόνας ήταν ο Οινόμαος, τον οποίο διαδέχθηκε ο λυδός Πέλοπας (συμβολίζει το μεταναστευτικό ρεύμα από την Μ.Ασία ) και τότε η Πισάτις αποσχίσθηκε από την χώρα του Επειού.
  Στην περιοχή του Επειού βασίλεψε -μετά τον γιο του Αιτωλό- ο ανιψιός του Επειού, ο Ηλείος, από τον οποίο μετονομάσθη η περιοχή Ήλις ή Ηλεία. Γιος του Ηλείου ήταν ο Αυγέας, που πρωταγωνιστεί στον γνωστό μύθο με τον Ηρακλή. Κατά την κάθοδο των Δωριέων (1100 π.Χ.) εισβάλουν στην Ηλεία Αιτωλικά φύλα, των οποίων ο αρχηγός καταγόταν όπως αναφέρθηκε πιο πάνω από τους πρώτους βασιλείς της Ήλιδας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Παυσανία, επί της βασιλείας του γιου του Αμφιμάχου, Ηλείου, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο οι Δωριείς, με αρχηγούς τους γιους του Αριστομάχου. Ο μύθος παραδίδει ότι πήραν χρησμό από την Πυθία να κάνουν αρχηγό της καθόδου τον «τριόφθαλμο». Όντας σε απορία για το νόημα του χρησμού συνάντησαν στον δρόμο τους έναν άνδρα, με έναν ημίονο, τυφλό από το ένα μάτι. Αυτός ο άντρας ήταν ο Όξυλος, απόγονος του Αιτωλού, ο οποίος είχε όπως είδαμε παλαιότερα εξορισθεί από την Ηλεία, κατηγορούμενος για φόνο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Αυγή των ιστορικών χρόνων

   Ο απόγονος του Όξυλου, Ίφιτος, είναι αυτός που καθιέρωσε ξανά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την ολυμπιακή εκεχειρία, η οποία είχε σταματήσει για άγνωστο χρονικό διάστημα -συνηθισμένο ιστορικό χάσμα ανάμεσα στα προϊστορικά και ιστορικά χρόνια-, έπειτα από χρησμό που πήρε από την Πυθία, ώστε να απαλλαγεί η περιοχή από δεινά: λοιμός είχε ενσκήψει στη χώρα και εμφύλιες διαμάχες καταταλαιπωρούσαν τον πληθυσμό. Μετά λοιπόν από συμφωνία του Ιφίτου με τον βασιλιά και νομοθέτη της Σπάρτης Λυκούργο, κατά την διάρκεια διεξαγωγής των ολυμπιακών αγώνων σταματά κάθε εχθροπραξία ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις.
  Η συμφωνία θα διαρκέσει αιώνες. Χαράσσεται σε χάλκινο δίσκο και φυλάσσεται στο ναό της Ήρας. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Πίσα και η Ήλιδα βρέθηκαν πολλές φορές σε εμπόλεμη κατάσταση διεκδικώντας το δικαίωμα της τέλεσης των αγώνων, ακόμη και κατά την περίοδο της ιερομηνίας, όταν δηλαδή τελούνταν οι ολυμπιακοί αγώνες. Εκτός από τους Πισάτες, την αγωνοθεσία διεκδίκησαν και άλλοι, όπως οι Αρκάδες και οι Σπαρτιάτες.
  Το 748 π.Χ. οι Πισάτες καλούν σε βοήθεια τον βασιλιά του Αργους Φείδωνα και τελούν μαζί του τους Ολυμπιακούς αγώνες. Με τη διαμεσολάβηση των δεκαέξι γυναικών επέρχεται συμβιβασμός, οι αγώνες τελούνται και πάλι από κοινού, όταν το 644 π.Χ. ο βασιλιάς των Πισατών, Πανταλέων, συγκεντρώνει στρατό και τελούν μόνοι τους αγώνες.
  Οι σχέσεις αποκαθίστανται και πάλι, όταν το 588 π.Χ. οι Ηλείοι εισβάλλουν ένοπλοι στην Πίσα, υποψιαζόμενοι ότι ο βασιλιάς της Δαμοφών σκέπτεται να τελέσει μόνος του τους αγώνες. Μετά τις παρακλήσεις του τελευταίου αποχωρούν άπρακτοι.
  Παρά ταύτα και μετά την κακοδαιμονία του 7ου αι. π.Χ., έχοντας ήδη υποτάξει τους Πισάτες το 580 π.Χ.,-όταν στο θρόνο της Πίσας είναι ο Πύρρος- οι Ηλείοι επωφελούμενοι από την κήρυξη της χώρας τους ως ιερής και απόρθητης και από την ολυμπιακή εκεχειρία, κατορθώνουν για δύο περίπου αιώνες να την κρατήσουν μακριά από διαμάχες, ζώντας σε ευδαιμονία.
  Μετά την καταστροφή της Πίσας, το πολίτευμα αλλάζει από βασιλεία σε ολιγαρχία, και διοικείται κατά το Σπαρτιατικό πρότυπο, με τη συμμετοχή βουλής, αποτελουμένης από 90 γέροντες, εκλεγομένων δια βοής. Φαίνεται δε ότι υπήρχε και εκκλησία του δήμου, σαν την σπαρτιατική απέλλα. Δούλοι δεν αναφέρονται, αλλά σίγουρα ο αριθμός τους ήταν μεγάλος.
  Οι Ηλείοι πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο (που έγινε μάλλον τον 12ο αι. π. Χ.) με σαράντα πλοία, αντίθετα από τους Πισάτες, για τους οποίους παραδίδεται ότι απείχαν.
  Στους μηδικούς αγώνες οι κλυδωνισμοί για την Ηλεία ήταν ανεπαίσθητοι, αφού η συμμετοχή της δεν ήταν τόσο ενεργή. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) οι Ηλείοι έφθασαν με στρατό στον Ισθμό για να βοηθήσουν, όμως, ένα χρόνο αργότερα, στις Πλαταιές (479 π.Χ.), φθάνουν μετά τη μάχη, γεγονός για το οποίο τιμωρήθηκαν οι στρατηγοί τους με εξορία.
  Μετά τους περσικούς πολέμους συντελούνται πολιτειακές μεταρρυθμίσεις κατά το αθηναϊκό πρότυπο (επιρροή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη), όπως η δημιουργία της βουλής των πεντακοσίων, τους οποίους εξέλεγαν όλοι οι ελεύθεροι πολίτες και όχι μόνο οι ευγενείς. Οι κάτοικοι χωρίστηκαν σε δέκα φυλές και ο αριθμός των Ελλανοδικών αυξήθηκε σε δέκα (ένας από κάθε φυλή). Πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 435 π. Χ. η Ηλεία βοηθά με πλοία και χρήματα τους Κορίνθιους, σε πόλεμο κατά των Κερκυραίων. Οι τελευταίοι σε αντίποινα καίνε την Κυλλήνη.
  Όσο για τον ρόλο τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, κατά την έναρξή του συντάχθηκαν πρόθυμα με το μέρος της Σπάρτης. Ψυχρότητα όμως επήλθε μετά από λίγο στις σχέσεις των δύο συμμάχων, εξαιτίας διαφωνίας που έλαβε χώρα για ζήτημα του Λεπρέου: οι Λεπρεάτες πλήρωναν στους Ηλείους χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα για την βοήθεια που τους είχαν προσφέρει οι Ηλείοι στον πόλεμο με τους Αρκάδες. Με το πρόσχημα του Πελοποννησιακού πολέμου όμως σταμάτησαν να καταβάλλουν το ποσό και στράφηκαν για βοήθεια στους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι υποστήριξαν το αίτημά τους.
  Μετά λοιπόν τη Νικίειο ειρήνη του 421 π.Χ. οι Ηλείοι με τους Μαντινείς και τους Αργείους στράφηκαν κατά των αρχικών τους συμμάχων και προσχωρούν στην αθηναϊκή συμμαχία. Η εγκατάλειψη της ουδετερότητας κοστίζει ακριβά στην Ηλεία : αλλεπάλληλες λεηλασίες της μέχρι τότε ιερής χώρας. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την αντισπαρτιατική δράση των Ηλείων, οι Σπαρτιάτες αποφασίζουν περί το 402 π.Χ. να σωφρονίσουν τους Ηλείους. Στέλνουν πρεσβευτές στην Ηλεία και απαιτούν την καταβολή της αναλογίας τους για τα έξοδα του Πελοποννησιακού πολέμου καθώς και να αφήσουν τις περιοικίδες χώρες, την Πισάτιδα και την Τριφυλία, αυτόνομες. Οι Ηλείοι αρνούνται και ψάχνουν συμμάχους στις πόλεις που ήταν εχθρικές προς την Σπάρτη, αλλά κανείς δεν τους βοηθά, εκτός από 1000 περίπου Αιτωλούς.
  Οι Σπαρτιάτες εισβάλλουν υπό τον Αγι στα Ηλειακά εδάφη, το 401 π.Χ., και την καταλεηλατούν, ώσπου στο τέλος ο Αγις την υποτάσσει και συρρικνώνει το κράτος στην Κοίλη Ήλιδα και ένα μικρό τμήμα της Πισάτιδος.
  Κατά τον Κορινθιακό πόλεμο (395 - 387 π.Χ.) οι Ηλείοι συμμαχούν εκ νέου με τους Λακεδαιμονίους, έως και το 373 π.Χ. Μετά όμως τη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.), η Σπάρτη συντρίβεται και η Ήλις ανακτά τα χαμένα εδάφη, βρίσκοντας ευκαιρία να συνταχθεί με την Αρκαδία, τη Βοιωτία και το Αργος σε κοινό μέτωπο κατά των Σπαρτιατών (πείθουν μάλιστα τον Επαμεινώνδα σε εκστρατείες κατά της Σπάρτης).
  Μετά το 365 π.Χ. επέρχεται ρήξη ανάμεσα στους συμμάχους, που έχει ως αποτέλεσμα το συνασπισμό των Ηλείων με τους Σπαρτιάτες εκ νέου, επειδή οι Αρκάδες δεν υποστήριξαν τις κυριαρχικές βλέψεις των Ηλείων στην Τριφυλία. Ακολουθεί ο Ηλειοαρκαδικός πόλεμος, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του Ιερού της Ολυμπίας από τους Αρκάδες. Προχώρησαν μάλιστα σε διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων από κοινού με τους Πισάτες, και κόβουν και χρυσό νόμισμα χρησιμοποιώντας τους θησαυρούς του Ιερού. Τελικά οι Αρκάδες μετά από συμπλοκή με τους Ηλείους υφίστανται ήττα και αποσύρονται από την Ολυμπία, εγκαταλείποντας τις διεκδικήσεις τους. Οι Ηλείοι προσαρτούν την Πισάτιδα και την Τριφυλία και επισφραγίζεται η ειρήνη στην περιοχή με κοινό ανάθημα στο Ιερό της Ολυμπίας.
  Η επόμενη περίοδος επιφυλάσσει εσωτερικούς πολιτικούς κλυδωνισμούς στην Ηλεία.
  Ο Φίλιππος ο Μακεδών με την τακτική της δωροδοκίας υποθάλπτει στάσεις και σφαγές στην Ήλιδα. Την Ήλιδα διοικεί η ολιγαρχική μερίδα, υποστηριζομένη από τον Φίλιππο. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας συμμαχούν με τον Φίλιππο κατά της Σπάρτης και ο τελευταίος κατασκευάζει στο Ιερό της Ολυμπίας το Φιλιππείο, το οποίο θα αποπερατώσει μετέπειτα ο Μέγας Αλέξανδρος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Ηλεία των μακεδονικών χρόνων

  Η Ηλεία, μετά το θάνατο του Φιλίππου προσχώρησε σε ομοσπονδία υπό τον Μέγα Αλέξανδρο, αν και υπήρχε πάντα η τάση για αποτίναξη της μακεδονικής κυριαρχίας.
  Το 331 π.Χ. λοιπόν, με τη βοήθεια του Αγι της Σπάρτης πολιορκούν τη Μεγαλόπολη, η οποία είναι φιλομακεδονική, όμως χάνουν από τον Αντίπατρο. Ως μόνη τιμωρία ο Αλέξανδρος επιβάλλει στους Ηλείους την καταβολή προστίμου 120 ταλάντων προς τους Μεγαλοπολίτες.
  Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Ηλείοι παίρνουν μέρος στο Λαμιακό πόλεμο κατά του Αντιπάτρου, το 322 π.Χ. και ηττηθέντες υποτάσσονται στους Μακεδόνες, με ολιγαρχικό πολίτευμα, διοικούμενο από τη μακεδονική φρατρία.
  Τα χρόνια που ακολουθούν είναι ταραχώδη: ο ναύαρχος του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αντιγόνου, ο Τελέσφορος, στασιάσας, εγκατέστησε σύντομη τυραννία στην Ηλεία, σύλησε το Ιερό της Ολυμπίας για να συντηρήσει τους μισθοφόρους του, προδίδοντας έτσι τη φιλία του Αντιγόνου. Ο άλλος στρατηγός του Αντιγόνου, ο Πτολεμαίος, κατατροπώνει τον στασιαστή.
  Στα χρόνια που ακολουθούν, συχνές έριδες ανάμεσα σε δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς ταλαιπωρούν την περιοχή.
  Με την βοήθεια του βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονου Γονατά, το 245 π.Χ. ο Ηλείος Αριστότιμος καταλαμβάνει την αρχή και οι κάτοικοι βιώνουν αγριότατη μορφή τυραννίας.
  Ο ίδιος ο Αριστότιμος, σκληρός και αδίστακτος άνθρωπος επιδίδεται στην εξολόθρευση των πολιτικών του αντιπάλων. Η τυραννία του διαρκεί έξι μήνες. Οργανώνεται συνωμοσία εναντίον του από τον Χίλωνα, τον Ελλάνικο, τον Λάμπι και τον Κύλωνα, με τη βοήθεια των Αιτωλών. Ο Αριστότιμος καταφεύγει ως Ικέτης στο βωμό του Δία, όπου φονεύεται από τον Κύλωνα. Προς τιμήν του Κύλωνα στήνεται άγαλμα τότε στο Ιερό της Ολυμπίας, το οποίο ουσιαστικά επισφραγίζει τη συμμαχία Ηλείων και Αιτωλών.
  Αμέσως μετά, η Ηλεία στρέφεται κατά του Αντιγόνου Γονατά κι αργότερα παίρνει μέρος σε πόλεμο κατά των Αρκάδων, ανακτώντας τα παλαιά της εδάφη: Τριφυλία, Λέπρεο και Λασιώνα.
  Όταν ανασυστάθηκε η Αχαϊκή Συμπολιτεία, οι Ηλείοι ορμώμενοι από την διαιωνιζόμενη ψυχρότητά τους με τους Αχαιούς και το μίσος για τους συμμάχους των Αχαιών, τους Αρκάδες, με τους οποίους ερίζαν διαρκώς για την Τριφυλία, συμπράτουν με τους Αιτωλούς, εναντίον των πρώτων.
  Το 232 π.Χ. η Ηλεία υφίσταται πειρατική επιδρομή από Ιλλυριούς πειρατές.
  Στον πόλεμο μεταξύ Αχαιών και του βασιλέως της Σπάρτης Κλεομένους, οι Ηλείοι ως σύμμαχοι των Σπαρτιατών νικούν τους Αχαιούς, που πολεμούσαν υπό τις διαταγές του Αράτου, στο όρος Λύκαιο, το 227 π.Χ. και ανακτούν τη Λασιώνα και την Ψωφίδα.
  Στον πόλεμο (220-217 π.Χ.) που έγινε ανάμεσα στους Αιτωλούς, Ηλείους και Λακεδαιμονίους από τη μία πλευρά και στους Αχαιούς και τους συμμάχους τους Μακεδόνες και Θεσσαλούς από την άλλη, η Ηλεία υπέστη καταστροφές.
  Οι Ηλείοι μεταπηδούν το 224 π.Χ. στο πλευρό των Αχαιών και όταν οι Αιτωλοί στρέφονται κατά των Αχαιών, οι Ηλείοι πολεμούν και πάλι στο πλευρό των πρώτων κατά της Αχαϊας. Τα πράγματα αλλάζουν όταν επεμβαίνει ο Φίλιππος ο Ε' της Μακεδονίας. Πολεμά στο πλευρό των Αχαιών, καταλεηλατεί την Ηλεία και κυριεύει το οχυρό των Θαλαμών. Σε επόμενη εισβολή του το 218 π.Χ. ανακτά το Τείχος των Δυμαίων - το οποίο βρισκόταν στην κατοχή Ηλείων και Αιτωλών από το 219 π.Χ.
  Το επόμενο έτος κυλά με αμοιβαίες καταστροφές και λεηλασίες ανάμεσα σε Ηλείους και Αχαιούς. Τελικά, το 217 π.Χ. συνθηκολογούν, μέχρι το 212 π.Χ., όταν οι Ηλείοι συμμαχούν με τους Ρωμαίους κατά των Αχαιών και των Μακεδόνων, εμποδίζοντας τον Φίλιππο να μεταβεί στην Ιταλία, σε βοήθεια του Αννίβα κατά των Ρωμαίων.
  Ηλείοι, Αιτωλοί και Ρωμαίοι καταλαμβάνουν τη Δύμη. Ο Φίλιππος την ανακτά το 209 π.Χ., αλλά αναγκάζεται να αναχωρήσει για τη Μακεδονία, γιατί κατέφτασε ο Ρωμαίος Σουλπίκιος με ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε προβλήματα με Ιλλυριούς εισβολείς στην χώρα του.
  Η περίοδος αυτή λήγει με σύναψη ειρήνης ανάμεσα στους αντιπάλους.
  Κατά το Μακεδονικό πόλεμο Αιτωλοί και Ηλείοι προσχωρούν στο στρατόπεδο των Ρωμαίων, και παραμένουν σ' αυτό ακόμη κι όταν οι Ρωμαίοι παραχωρούν στους Αχαιούς εδάφη τα οποία εποφθαλμιούσαν οι Ηλείοι, μέχρι την εμφάνιση στο προσκήνιο του Αντιόχου, βασιλιά της Συρίας. Όταν ο τελευταίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τους Ρωμαίους, τότε οι Ηλείοι τάσσονται στο πλευρό του.
  Ο Αντίοχος υφίσταται μεγάλη καταστροφή στις Θερμοπύλες το 191 π.Χ. Με την ήττα του αλλάζει και ο συσχετισμός των δυνάμεων για ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Οι Ηλείοι πια δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ενταχθούν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Αυτό σημαίνει ότι Ηλεία χάνει την πολιτική της αυτονομία , αφού πλέον τα μέλη της συμπολιτείας έχουν κοινό στρατό και νόμισμα, και η τύχη της τώρα εξαρτάται από τις γενικότερες εξελίξεις στον ελληνικό χώρο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Ρωμαϊκά χρόνια

  Στα χρόνια που ακολουθούν, η Ηλεία δεν υποφέρει από τον ρωμαϊκό επεκτατισμό, αφού δεν παίρνει ενεργό μέρος στους αγώνες κατά των Ρωμαίων.
  Οι λιγοστοί υπερασπιστές της Ελλάδας κατατροπώνονται στον Ισθμό της Κορίνθου το 146 π.Χ., από τον στρατηγό των Ρωμαίων Μόμμιο. Η Ηλεία τυγχάνει της εύνοιας του Ρωμαίου ύπατου , ο οποίος μετά τη νίκη του προσφέρει 21 επίχρυσες ασπίδες στην Ολυμπία και οι Ηλείοι στήνουν ανδριάντα του στο Ιερό, ως ένδειξη εκτίμησης για τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που πέτυχε μετέπειτα για την περιοχή.
  Η Ηλεία ανακτά την Τριφυλία και μετέπειτα αποτελεί μαζί μ' αυτή τμήμα της Provincia Macedonia.
  Ουσιαστικά οι Ηλείοι έμειναν ελεύθεροι να διατηρήσουν την εσωτερική τους διοίκηση, όπως και πριν και να κόβουν το ίδιο νόμισμα, μόνο που στη μία πλευρά έπρεπε να φέρει την προτομή του εκάστοτε Ρωμαίου αυτοκράτορα ή άλλα σύμβολα της Ρώμης. Οι θησαυροί του Ιερού της Ολυμπίας αρπάσσονται μαζί μ' αυτούς των Δελφών και της Επιδαύρου από τον Σύλλα το 87 π.Χ., στην προσπάθεια για την εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων για τον πόλεμο κατά του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη. Εν τούτοις, μετά την ήττα του Μιθριδάτη, ο Σύλλας παραχωρεί μέρος της χώρας των Θηβαίων στο Ιερό ως αποζημίωση.
  Αργότερα, πολεμούν κατά του Καίσαρα, στο πλευρό του Πομπηίου. Ο Πομπήιος χάνει τον αγώνα και τότε οι Ηλείοι στρέφονται προς τον Καίσαρα.
  Η Ηλεία υποφέρει στα χρόνια που ακολουθούν από τη μανία του Μάρκου Αντώνιου, για όσον καιρό βρέθηκε υπό την κυριαρχία του, καθώς και από καταστρεπτικούς σεισμούς.
  Τα πράγματα μεταστρέφονται για την Ηλεία κατά τον 2ο αι. μ.Χ., κυρίως λόγω της ύπαρξης του Ιερού της Αρχαίας Ολυμπίας, η οποία γίνεται αποδέκτης πλούτου από τις πλούσιες προσφορές . Οι ίδιοι οι κατακτητές ευνοούν το Ιερό, το οποίο ανθίζει και καθιερώνει τη λατρεία των ρωμαίων αυτοκρατόρων στο χώρο του. Τον 3ο αι. μ. Χ. λοιμός θερίζει την χώρα. Παράλληλα, Γότθοι και Έρουλοι εισβάλλουν στον ελληνικό χώρο και τον καταλεηλατούν. Η ειρήνη αποκαθίσταται όταν ο ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος νικά τους Γότθους το 270 μ.Χ.
  Η Ηλεία υπάγεται διοικητικά στην Provincia Achaia και διοικείται αρχικά από το Γαλέριο και μετά από το Λικίνιο, μέχρι το 324 μ.Χ., που αναλαμβάνει ο Μεγάλος Κωνσταντίνος.
  Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου η Provincia Achaia υπάγεται άμεσα στη διοίκηση της Μακεδονίας. Η Ολυμπία γίνεται ένα από τα κέντρα αντίστασης στη νέα θρησκεία, το Χριστιανισμό. Το Ιερό πέφτει στη δυσμένεια του Κωνσταντίνου του Β'.
  Στα χρόνια του Ιουλιανού, το Ιερό γνωρίζει την τελευταία περίοδο ακμής. Απαλλάσσεται από τη φορολογία και γίνεται προσπάθεια αναβίωσης των αρχαίων θρησκευτικών κέντρων.
  Το τελειωτικό χτύπημα δέχεται η Ολυμπία επί Θεοδοσίου του Α', το 393 μ.Χ., όταν βγάζει διάταγμα, με το οποίο απαγορεύεται οριστικά η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Με το ίδιο διάταγμα απαγορεύτηκε η είσοδος στους αρχαίους ναούς, οι θυσίες και τελετές προς τους αρχαίους θεούς. Τότε μεταφέρεται και το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, έργο του Φειδία, στην Κωνσταντινούπολη.
Για την νεότερη ιστορία της Ηλείας, βλέπε Ηλεία, νομός

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Σύντομη ιστορική αναδρομή

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ (Κωμόπολη) ΑΧΑΪΑ
  Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, πρώην «Επαρχία Καλαβρύτων», ξεκινά με την ιστορική της διαδρομή από τα χρόνια της αρχαιότητας. Ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» περιγράφει τους αρχαίους Λουσούς, τον Κλείτορα, τη Ψωφίδα, την Κύναιθα, το Λεόντιο, πόλεις των οποίων τα ερείπια διασώζονται ως σήμερα.
  Το όνομα του Δήμου προήλθε από την ομώνυμη πόλη. Την ονομασία βρίσκουμε αρχικώς επί Φραγκοκρατίας. Το έτος 1205 μ.Χ. σχηματίσθηκε η βαρωνία Καλαβρύτων με 12 ιπποτικά φέουδα. Το φρούριο των Καλαβρύτων αναδείχτηκε σε ένα από τα πλέον σημαντικά μεσαιωνικά κάστρα της Πελοποννήσου. Το Κάστρο αυτό έχει συνδεθεί με την οικογένεια των Παλαιολόγων και δεσπόζει μέχρι σήμερα πάνω από την πόλη των Καλαβρύτων.
   Κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821, τα Καλάβρυτα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Το απελευθερωτικό πνεύμα της εποχής συνδέθηκε άμεσα με την Ι.Μ. Αγίας Λαύρας (ιδρύθηκε το 10ο αιώνα μ.Χ.), που βρίσκεται 4 χλμ. από την πόλη των Καλαβρύτων. Εκεί, στις 21/03/1821 κήρυξε την επανάσταση ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνοντας το ιερό λάβαρο, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί το βασικότερο κειμήλιο της Μονής. Επίσης, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η Ι.Μ. Μεγάλου Σπηλαίου (ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ.), που βρίσκεται 10 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στο δρόμο προς το Διακοφτό και σε υψόμετρο 924 μ. Χαρακτηριστικό κειμήλιό της είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
   Αλλα ιστορικά μοναστήρια, που βρίσκονται στην περιοχή, είναι η Ι.Μ. Μακελλαριάς, η Ι.Μ. Αγ. Νικολάου Βλασίας, η Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Μανεσίου, και το προσκύνημα της Παναγίας της Πλατανιώτισσας. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, σημάδεψαν την περιοχή των Καλαβρύτων. Στις 13/12/1943 τα Ναζιστικά Στρατεύματα Κατοχής εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης των Καλαβρύτων από 13 ετών και άνω και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη. Ζωντανό μνημείο αυτών των τραγικών γεγονότων είναι ο «Τόπος Θυσίας», στο λόφο του Καπή, και το Δημοτικό Σχολείο της πόλης που στεγάζει το «Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος». Οι Ναζί προέβησαν επίσης σε καταστροφές και ομαδικές εκτελέσεις στα χωριά Ρογοί, Κερπινή, Ζαχλωρού, Βραχνί, Σούβαρδο, καθώς και σε εκτελέσεις μοναχών και πυρπόληση των Μονών Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου.
   Σήμερα τα Καλάβρυτα και η γύρω περιοχή αποτελούν τουριστικό θέρετρο για όλες τις εποχές του χρόνου.
  Το Χιονοδρομικό Κέντρο αποτελεί μια διαρκή πρόκληση για τις αισθήσεις, έναν παράδεισο χειμερινών σπορ. Βρίσκεται στις πλαγιές του Χελμού, στην περιοχή Ξηρόκαμπος, σε απόσταση 15 χλμ. από τα Καλάβρυτα και λειτουργεί από το 1988 διαθέτοντας 11 πίστες συνολικού μήκους 20 χλμ.
  Σε ύψος 2.340 μ. στην κορφή του Χελμού (Νεραϊδόραχη) έχει εγκατασταθεί το νέο τηλεσκόπιο «Αρίσταρχος», ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα της Ευρώπης με διάμετρο κατόπτρου 2,3 μ.
  Επίσης για τους λάτρεις του οικοτουρισμού, ο τόπος μας προσφέρει μνημεία σπάνιας φυσικής ομορφιάς, τα οποία μπορείτε να γνωρίσετε ακολουθώντας το διεθνές μονοπάτι «Ε4», ή δεκάδες άλλα μονοπάτια.
   Μνημεία της φύσης είναι το Φαράγγι του Βουραϊκού ποταμού με το μοναδικό Οδοντωτό Σιδηρόδρομο, τα Ύδατα της Στυγός, το ξεχωριστό στο είδος του Σπήλαιο των Λιμνών στα Καστριά, οι πηγές του Αροάνιου και του Λάδωνα, η λίμνη του Λάδωνα, η λίμνη του Τσιβλού και πολλά άλλα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Καλαβρύτων


ΚΑΤΩ ΑΧΑΪΑ (Κωμόπολη) ΠΑΤΡΑ
  Η κωμόπολη Αχαΐα πιθανότατα ιδρύθηκε μετά τον αφανισμό και την ερήμωση της Δύμης (27 π.Χ.). Πρώτος πυρήνας της νέας πόλης φαίνεται ότι ήταν η ρωμαϊκή αποικία. Η πόλη Αχαΐα αναπτύχθηκε αρκετά το 4ο αιώνα μ.Χ. Το 344 μ.Χ. πιθανότατα ήταν έδρα του Επισκόπου η Αχαΐα (Ώλενος). Αναφέρεται επίσκοπος Αχαΐας Πλούταρχος.
  Στη Βυζαντινή εποχή ήταν μικρή πόλη. Το 1147 μ.Χ. οι Νορμανδοί επιδρομείς, αφού κατάστρεψαν την Πάτρα και όλη τη Δυτική Αχαΐα, πήραν 15.000 αιχμαλώτους και τους μετέφεραν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, για να διδάξουν την μεταξοκαλλιέργεια και την επεξεργασία του μεταξιού. Τότε η πόλη Αχαΐα λεγόνταν και Μορέας.
  Την 1η Μαΐου 1205 αποβιβάστηκαν στην Αχαΐα, στον όρμο της Αλυκής, οι Φράγκοι κατακτητές ιππότες με αρχηγό το Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο. Έμειναν μερικές ημέρες στην Αχαγιά έκτισαν φρούριο με τούβλα από τα αρχαία και ρωμαϊκά ερείπια και ύστερα στρατολόγησαν τους κατοίκους και βάδισαν εναντίον της Ανδραβίδας και αργότερα εναντίον των Πατρών και της Κορίνθου.
  Την Κ. Αχαΐα και τα περίχωρα Ριόλο, Αρλα, Φώσταινα είχαν σαν ορμητήριο στον πόλεμο κατά των Φράγκων, οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Η (1417-1418) και Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (1427-1430). Μάλιστα διανυκτέρευσε στην Κάτω Αχαΐα στις 3 Ιουνίου 1429. Έδρα του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ ήταν το Σαντανέρι, όπου πέθανε η σύζυγός του Θεοδώρα, εκ δυστοκίας. Το 1447 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αχαΐα και την κατάστρεψαν. Το 1458 για δεύτερη φορά επήλθαν οι Τούρκοι με αρχηγό τον ίδιο το Μωάμεθ. Το 1460 το Μάρτιο, ο Θωμάς Παλαιολόγος πολιόρκησε τους Τούρκους στην Αχαΐα και βομβάρδισε το φρούριό της. Το ίδιο έτος πάλι ο ίδιος ο Μωάμεθ κατάστρεψε την Αχαΐα.
  Οι Βενετοί είχαν την Αχαΐα διοικητικό και εμπορικό κέντρο (1687-1715).
  Το 1770 οι Τουρκαλβανοί κατάστρεψαν την Αχαΐα. Οι κάτοικοι έφυγαν στα όρη και αργότερα έχτισαν την Ανω Αχαΐα. Ίσως όμως η Ανω Αχαΐα να είχε χτιστεί από την Βυζαντινή εποχή στα ερείπια της Τειθέας.
  Στις 4 Ιουνίου 1807 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με 80 πεζοναύτες έκανε καταδρομή στην Κάτω Αχαΐα με το πολεμικό πλοίο «Αγιος Γεώργιος». Έκαψε τις αποθήκες και το φρούριο των Τούρκων. Καθώς και τους μύλους του Σαΐτ-Αγά.
  Κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η Κάτω Αχαΐα γνώρισε πολλές περιπέτειες και ήταν το μήλο της έριδας ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Τα ονόματα της χώρας «Πελοπόννησος» και «Μορέας» προήλθαν από την Κάτω Αχαΐα ή έχουν στενή σχέση με την ιστορία της. Στην Κάτω Αχαΐα έζησε ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Ιούνιο του 1821 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1822 οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στις εκβολές του Πείρου και νικήθηκαν από τους Έλληνες με αρχηγό τον Νικόλαο Μπούκουρα. Η Κάτω Αχαΐα ήταν προπύργιο των Ελλήνων σε όλα τα χρόνια της Επανάστασης. Οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους εκεί ισχυρό φρούριο. Το 1822 συγκεντρώθηκε ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον Κολοκοτρώνη. Από το 1824 δύο σπετσιώτικα πολεμικά πλοία έμεναν στην Αλυκή της Κάτω Αχαΐας και έλεγχαν τη ναυσιπλοΐα στον Πατραϊκό κόλπο. Τα τρόφιμα και τα όπλα από τα Επτάνησα έφθαναν στην Κάτω Αχαΐα από εκεί με ζώα στη Χαλανδρίτσα. Το 1829 ήρθε πάλι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με απόσπασμα στρατιωτικό, για να καταδιώξει τους ληστές. Έμεινε τρεις ημέρες στην οικία Χοϊδά.
  Το 1832 η Κάτω Αχαΐα έγινε πρωτεύουσα του Δήμου Δύμης. Η σφραγίδα του Δήμου Δύμης, με έμβλημα έναν Δυμαίο σφενδονήτη, καθιερώθηκε με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Αχαΐας ως επίσημο έμβλημα του Δήμου Κάτω Αχαΐας από το 1991.
  Τώρα η πόλη Κάτω Αχαΐα είναι έδρα του νέου Δήμου Δύμης, που συγκροτήθηκε από το 1998. Σήμερα ο νέος Δήμος Δύμης περιλαμβάνει επτά Δημοτικά Διαμερίσματα (πρώην Κοινότητες). Ο παλαιός Δήμος Δύμης, που λειτούργησε από το 1832 αλλά ιδρύθηκε επίσημα δια νόμου από το 1835 περιλάμβανε 40 χωριά και κάλυπτε ολόκληρη την αρχαία Δυμαία χώρα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Δύμης


ΚΥΛΛΗΝΗ (Χωριό) ΗΛΕΙΑ
  Κατάλοιπα αρχαιολογικά διάσπαρτα παντού πιστοποιούν τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής κατά τους παλαιολιθικούς, νεολιθικούς, μεσοελλαδικούς, μυκηναϊκούς όπως και στους κλασσικούς, ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Ομηρικοί-Κλασσικοί χρόνοι
  Η πρώτη γραπτή μαρτυρία που έχουμε είναι του Ομήρου (Ιλιάδα 0518 κ.εξ.) που αναφέρεται στο φόνο του Ώτου του Κυλλήνιου "αρχού των Επειών", αρχηγού δηλαδή των Ηλείων, από τον Πολυδάμαντα κατά τον τρωικό πόλεμο.
  Η σημασία του λιμανιού της φαίνεται και από την ιστορική αφήγηση του Πελοποννησιακού πολέμου από τον Θουκυδίδη: την έκαψαν οι Κερκυραίοι με την έναρξη της διαμάχης, εκεί αποβιβάστηκε ο Αλκιβιάδης, όταν μετά την αποτυχία του στη Σικελία εγκατέλειψε τους Αθηναίους προκειμένου να καταφύγει στους εχθρούς Σπαρτιάτες. Λίγο αργότερα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγις θα καταστρέψει τα τείχη της και θα εξαναγκάσει τους Ηλείους να αφήσουν ατείχιστο το επίνειό τους. Αυτό θα κρατήσει ως τα μακεδονικά χρόνια.
  Ο Παυσανίας στο έργο του "Ελλάδος Περιήγησις" το 2ο μ.Χ. αιώνα - ρωμαϊκοί πια χρόνοι - αναφέρεται στην αρχαιότατη οίκησή της από έποικους που προέρχονταν από το Αρκαδικό όρος Κυλλήνη, (σημ. Ζήρεια, στη συμβολή της ορεινής Κορινθίας-Αρκαδίας-Αχαΐας) περιοχές από τις οποίες και στα χρόνια μας νομάδες εγκαθίστανται στην ίδια περιοχή (Βυτινέϊκα , Κυλλήνη) όπως και σε όλο τον κάμπο.
  Ο Παυσανίας αναφέρεται σ' αυτήν αμέσως μετά την Ολυμπία και την 'Ηλιδα - αφού ήταν το επίνειο της διοργανώτριας των Ολυμπιακών Αγώνων πόλης - και την τοποθετεί 120 στάδια δυτικά της (23 περίπου χιλιόμετρα). Δίνει στοιχεία για το ιερό του Ασκληπιού, της Αφροδίτης και το "άγαλμα" του τιμώμενου Διόνυσου (έναν όρθιο φαλλό πάνω σε βάθρο) ως Θεού της γονιμότητας.Η λατρεία του απλώθηκε στην Ελλάδα από το όρος Κυλλήνη. Δίνοντας ακόμη τον προσανατολισμό της ο Παυσανίας τονίζει ότι είναι στραμμένη "προς το μέρος της Σικελίας" για να προβάλει έτσι τη σημασία του λιμανιού της.
  Κατάλοιπα του αρχαίου αυτού λιμανιού και της πόλης τους είναι σήμερα διάσπαρτα γύρω από το λεγόμενο "Παλιόκαστρο" (τη μεσαιωνική δηλαδή διάδοχο της Κυλλήνης, Γλαρέντζα, πάνω στο πλάτωμα) στην ξηρά και μέσα στη θάλασσα ως το νησάκι της Καυκαλίδας με το φάρο.
  Εγκαταστάσεις λουτρών των ρωμαϊκών χρόνων υπάρχουν δίπλα στις ιαματικές πηγές του "Λίντζι" (Λουτρά Κυλλήνης).
  Στο νησάκι της Καυκαλίδας υπάρχουν και ερείπια παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, του μετέπειτα μετοχιού της Βλαχέραινας Αι Γιάννη, για να μαρτυρούν τη συνέχεια. Εξάλλου το σημαντικό βυζαντινό μνημείο της Βλαχέραινας στην κατάφυτη μικρή κοιλάδα, σε 2 χλμ. απόσταση από την Κ. Παναγιά, αποτελεί ως τις μέρες μας σεπτό προσκύνημα όλων των Ηλείων όταν στις 8 Σεπτεμβρίου εορτάζει. Το μνημείο αυτό είναι αφιερωμένο στο Γενέθλιον της Θεοτόκου.
Φραγκοκρατία-Ενετοκρατία-Τουρκοκρατία
  Με την Δ' Σταυροφορία και την ίδρυση λατινικών κρατών, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), δημιουργείται και στην Πελοπόννησο το Πριγκιπάτο της Αχαΐας από τους καμπανίτες (Γαλλία) ιππότες Γουλιέλμο Σαμπλίτη και Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο. Ο δεύτερος και οι γιοι του θα κυβερνήσουν το πριγκηπάτο με έδρα τους την Ανδραβίδα (1230), κάστρο τους δυνατό το Chateau Tournois (το σημερινό Χλεμούτσι που δεσπόζει σ' όλον τον κάμπο και το Ιόνιο) και με λιμάνι την ακμαία πόλη της Γλαρέντζας (Clarence) στη θέση της αρχαίας Κυλλήνης, της οποίας οι λιμενικές εγκαταστάσεις επισκευάστηκαν.
  Στα χρόνια της μεγάλης ακμής (ως το 1280 περίπου), αλλά και για πολύ μετά, το λιμάνι αυτό θα γίνει από τα σημαντικότερα της Μεσογείου, πολυπληθές, με δικό του νόμισμα ισχυρό ανάμεσα στα ευρωπαϊκά, το τορνέζι. Ήταν η πύλη του Μοριά προς την υπόλοιπη Ευρώπη του Μεσαίωνα για την εξαγωγή σταφίδας, κρασιού, λαδιού, βαμβακιού και κυρίως της ηλειακής βύσσου (μεταξοβάμβακο) και μεταξωτών υφασμάτων.
  Η Κυλλήνη όμως ήταν ζηλευτή όμως και για την όρεξη επίδοξων ηγεμόνων, πειρατών, τυχοδιωκτών. Κι όταν οι άρρενες διάδοχοι των Βιλλεαρδουίνων θα λείψουν, θα περάσει η περιοχή και το πριγκιπάτο στα χέρια των συζύγων των γυναικών απογόνων, της Ιζαμπώς και της Μαργαρίτας της Ακοβας για να αρχίσει η παρακμή, αφού οι αφέντες πια θα ζουν μακριά και θα ενδιαφέρονται μόνο για την εξαντλητική οικονομική αφαίμαξη ενός τόπου που δεν πόναγαν καθόλου.Τον αγοράζουν, τον πουλάνε για χρόνια, πειρατές, τραπεζίτες, ευγενείς. Πολύ κοντά δυναμώνει το ελληνικό Δεσποτάτο του Μύστρα όταν στην αυτοκρατορία της Κων/πολης αποκαθίσταται ο ελληνισμός. Ο γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποκτά το 1428 ως προίκα από την γυναίκα του (κόρη του ηγεμόνα της Κεφαλλονιάς Κάρολου Τόκου) το Χλεμούτσι και την Γλαρέντζα. Είναι ο μετέπειτα τραγικός "μαρμαρωμένος βασιλιάς", ο τελευταίος του Βυζαντίου, που το 1432 θα ισοπεδώσει την Γλαρέντζα για να μην την ξαναενοχλήσουν πειρατές!
  Ο Μοριάς θα ακολουθεί τις τύχες όλου του τουρκοκρατούμενου χώρου, με ένα μικρό διάλειμμα Βενετοκρατίας (1687-1715) απ'' την οποία έμεινε το όνομα Castel Tornese για το Χλεμούτσι και το κοντινό σ' αυτό βενετσιάνικο καμπαναριό του παλιού νεκροταφείου του Αι Δημήτρη στο Κάστρο.
  Οι ντόπιοι Τούρκοι και αργότερα οι Τουρκαλβανοί σύμμαχοι (ή κατά καιρούς) αντίπαλοί τους θα λυμαίνονται τα αγαθά από τον κόπο των ραγιάδων αγροτών του εύφορου κάμπου. Η Γλαρέτντζα θα αποτελεί το πέρασμα των κατατρεγμένων, των κλεφτών, των καπεταναίων προς τα - αρχικά ενετοκρατούμενα, στη συνέχεια γαλλοκρατούμενα, ρωσοκρατούμενα και τέλος αγγλοκρατούμενα - Ιόνια νησιά. Ένας απ'αυτούς θα είναι και ο Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης, που εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο μέχρι τον ξεσηκωμό.
Η επανάσταση του 1821
  Οι Σισιναίοι, οι πλούσιοι πρόκριτοι της Γαστούνης που τώρα είναι το κεφαλοχώρι του κάμπου όλου, θα ξεσηκώσουν τους ραγιάδες της Ηλείας με πρώτη ηρωική σημαντική πράξη την εκδίωξη των πλούσιων και τυραννικών Τουρκαλβανών του Λάλα. Θα ακολουθήσει η μεγάλη νίκη των Μοραϊτών με την πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς - της έδρας του πασά του Μοριά - στην οποία πήραν μέρος στο σώμα των Σισίνηδων και αγωνιστές από την περιοχή μας. Τα ονόματά τους τα έχουν ακόμα πολλές οικογένειες στο Νιοχώρι και τα άλλα χωριά. Ο κάμπος εξάλλου θα αποτελεί βασική πηγή τροφοδοσίας των στρατοπέδων του Αγώνα. Συχνά θα γίνει το επίκεντρο του επιθετικού ενδιαφέροντος των Τούρκων, στους οποίους θα αντιστέκονται με πολλές θυσίες.
  Ακόμα κι όταν θα φτάσει, το 1825, αρωγός των Τούρκων ο φοβερός άραβας Ιμπραήμ Πασάς από την Αίγυπτο,οι ντόπιοι θα χτυπηθούν με το στρατό του στο Βαρθολομιό και μετά, κλεισμένοι στο Χλεμούτσι , θα πολιορκηθούν και θα αντέξουν μέχρι να προδοθεί το μυστικό τους - πέθαιναν της δίψας. Θα το πάρει και αυτό το κάστρο ο Ιμπραήμ για να προχωρήσει στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ο "αράπης" και ο φόβος του θα μπουν στα παραμύθια και την παιδαγωγική του λαού μας για πολλές γενιές.
  Μα και οι εμφύλιες διαμάχες του αγώνα (1823-1825) δεν άφησαν απέξω τον τόπο, που ακολούθησε τις επιλογές και την τύχη των Σισίνηδων.
  Το Χλεμούτσι θα παραδοθεί από τον Ιμπραήμ στους Έλληνες το 1828, όταν μετά την επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων θα παραδώσει όλα τα κάστρα του Μοριά στον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν.
Σήμερα
  Από τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους (1830) ως τις μέρες μας οι βασικοί παράγοντες που καθόρισαν την οικονομία και τη ζωή στον τόπο υπήρξαν: η γεωργία-κτηνοτροφία και η αλιεία, η σύνδεση της Κυλλήνης με τα Επτάνησα (1863), η τοπική σιδηροδρομική σύνδεσή της - όπως και των Λουτρών - με το κεντρικό δίκτυο, η αξιοποίηση των ιαματικών πηγών στα Λουτρά (Λίντζι), η εποίκιση Μικρασιατών προσφύγων (Κάτω Παναγιά) αλλά και πολλών επτανήσιων όπως και νομάδων από τα ορεινά της Πελοποννήσου (Κυλλήνη-Νεοχώρι) και τέλος η εγκατάσταση του οικισμού "Ίκαρος" με τις απαραίτητες υποδομές για την αεροπορική βάση της Ανδραβίδας.
  Δίπλα στις παραδοσιακές ασχολίες (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία), ο εκσυγχρονισμός των μεταφορών (δρόμοι, λιμάνι, ακτοπλοΐα), η τουριστική αξιοποίηση των πανέμορφων παραλίων, η ανάδειξη των μνημείων και η διοικητική ενοποίησή του αποτελούν σήμερα τους μοχλούς της αναπτυξιακής προοπτικής του τόπου.
  Ο νεοσύστατος δήμος Κάστρου-Κυλλήνης ανήκει στο νομό Ηλείας και έχει έκταση 49.322 στρέμματα και πληθυσμό 4.398 κατοίκους (απογραφή 1991). Περιλαμβάνει τέσσερα δημοτικά διαμερίσματα: το Κάστρο (857 κατοίκους), την Κάτω Παναγιά (1.266 κατοίκους), το Νεοχώρι (1323 κατοίκους) και την Κυλλήνη (952 κατοίκους) που είναι και η έδρα του.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


ΛΑΡΙΣΣΟΣ (Δήμος) ΠΑΤΡΑ
  Στα πανάρχαια χρόνια υπήρχε στην περιοχή μας η πελασγίτικη πόλη Λάρισα που ταυτίζεται σήμερα με την μετέπειτα γνωστή πόλη Δύμη, τα ερείπια της οποίας δεσπόζουν πάνω από το χωριό Ταξιάρχης. Από την πόλη αυτή κράτησε το όνομά της και ο μικρός Ποταμός Λάρισος που ρέει μέχρι τις μέρες μας.
  Το 3ο π.Χ. αιώνα η περιοχή εμφανίζεται με δύο ονομαστές πόλεις που χώριζε ο ποταμός Λάρισος, την Δύμη & την Ήλιδα. Όμως οι εχθρικές σχέσεις που είχαν συντέλεσαν στην παρακμή του, όπου και διευκόλυναν την κυριαρχία των Ρωμαίων στην περιοχή. Οι Ρωμαίοι αποικίζουν την περιοχή και εκτελούν αποστραγγιστικά έργα για να ελέγξουν τον πλημμυρισμό της. Προς το τέλος των Ρωμαϊκών χρόνων εγκαθίστανται οι πρώτες οικογένειες Σλάβων που δημιουργούν μικρούς και διάσπαρτους οικισμούς.
  Κατά την Φραγκοκρατία που ακολουθεί το αμυντικό σύστημα της περιοχής οργανώνεται καλύτερα. Εκτός από το «Τείχος Δυμαίων», κτίζεται ένας πύργος στο Κουνουπέλι και άλλοι στα αντικρινά βουνά της Μόβρης. Τον 14ο αιώνα αρχίζουν να σχηματίζονται κοντά στους Ελληνικούς και οι πρώτοι Αλβανικοί οικισμοί στην πεδιάδα. Ο τόπος αλλάζει συνεχώς κυριάρχους : Φράγκοι, Βυζαντινοί, Βενετοί, Τούρκοι. Η αβεβαιότητα οδηγεί στην ερήμωση και η περιοχή μεταβάλλεται σε ένα πυκνό δρυοδάσος.
  Έτσι από τον 17ο αιώνα τουλάχιστον δύο μοναστήρια της Αχαΐας που τύχαινε να ευπορούν βρέθηκαν κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων. Η Μονή Χρυσοποδαρίτισσας Νεζερών είχε τα Μαύρα βουνά και το Καραβοστάσι, ενώ το Μέγα Σπήλαιο είχε την Καλόγρια και το Μετόχι. Νοτιότερα βρισκόταν το μεγάλο κτήμα του Αλή Τζελέπη με έδρα το Βουπράσιο που έφθανε μέχρι τα χωριά Ριόλο Μπούκουρα, Γομοστό και Αποστόλου. Ο Τζελέπης είχε κτίσει στην έδρα του και έναν πύργο ο οποίος σωζόταν μέχρι την γερμανική κατοχή αλλά οι κατακτητές τον διέλυσαν για να χρησιμοποιήσουν τις πέτρες στην επισκευή του δρόμου προς Ηλεία. Το κτήμα του Τζελέπη το αγόρασε μετά την τελευταία Ενετοκρατία η Μονή Μεγάλου Σπηλαίου από τον Τούρκο ιδιοκτήτη της. Οι καλόγεροι επέφεραν και άλλες αλλαγές στο τοπίο δημιουργώντας μια τεχνητή κοίτη δίπλα στην κανονική, του ποταμού Λαρίσου -σήμερα λέγεται μάνα- και έφεραν νερό από μία πηγή στην Μόβρη για να δώσουν κίνηση στους νερόμυλους της πεδιάδας. Από την αρχαιότητα έως σήμερα ο Λάρισος και οι χείμαρροι που κατέληγαν σε αυτόν συσσώρευσαν τεράστιες ποσότητες άμμου δημιουργώντας μεγάλες νησίδες στεριάς μέσα στις λίμνες.
  Στην επανάσταση, στα Μαύρα Βουνά και στο δάσος της Στροφυλιάς οι κλέφτες είχαν καταφύγιο και από εδώ ξεκίνησαν πολλές από τις επιθέσεις κατά των Τούρκων. Μετά την επανάσταση πολλές οικογένειες από τα ορεινά κατεβαίνουν στα πεδινά και ιδρύουν μικρούς οικισμούς ανάμεσα στο δάσος και τις λίμνες. Τότε ιδρύονται και τα χωριά μέσα και έξω Γκέρμπεσι. Οι περισσότεροι που εγκαθίστανται εδώ είναι κτηνοτρόφοι γι' αυτό προβαίνουν σε μερική αποδάσωση.
  Αρχίζουν επίσης να λειτουργούν εντατικά και τα λατομεία λευκού λίθου ο οποίος γίνεται περιζήτητος στις οικοδομές της Πάτρας και της Δύμης. Τα λατομεία εκμεταλλεύεται η Μονή Χρυσοποδαρίτισσας. Το 1887 όμως δωρίζεται στο διάδοχο Κωνσταντίνο ως προσωπικό του κτήμα το δάσος της Μανωλάδας από την Κάτω Αχαΐα ως τα Λεχαινά, μήκους 35 χλμ, το οποίο απαρτίζεται από Βελανιδιές και Αγραπιδιές. Στον ίδιο παρέχεται και το ιχθυοτροφείο του Πάπα. Στο χωριό Λάππα, κτίζονται οι απαραίτητες εγκαταστάσεις (σημερινό Κέντρο Πληροφόρησης) για να μπορεί ο Κωνσταντίνος να τις χρησιμοποιεί ως βάση στις εξορμήσεις του για κυνήγι μέσα στο δάσος. Οι εργασίες για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής επισπεύδονται και ένας σταθμός ιδρύεται κοντά στις βασιλικές εγκαταστάσεις του Λάππα.
  Το 1923 καταργήθηκε η δωρεά και το κράτος δωρίζει την γη σε πρόσφυγες και ακτήμονες από τα γύρω χωριά. Ήδη το 1940 είχε αρχίσει να κατασκευάζεται το αεροδρόμιο στην καρδιά της περιοχής αλλά μέχρι την γερμανική εισβολή δεν είχε τελειώσει λόγω του ελώδους εδάφους που απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια.
  Το 1943 - οι Γερμανοί οργανώνουν καλύτερα την άμυνα της περιοχής γιατί περιμένουν απόβαση των συμμάχων στην δυτική Πελοπόννησο. Στα υψώματα των Μαύρων Βουνών και του Κουνουπελίου εγκαθίστανται πολυβολεία, λαξεύονται αποθήκες πυρομαχικών στους βράχους και η είσοδος του Πατραϊκού κόλπου κλείνεται με νάρκες. Τα έργα αυτά επιφέρουν καταστροφές σε αρχαίες θέσεις όπως στο Τείχος Δυμαίων όπου το πολυβολείο εγκαθίσταται μέσα στην Μυκηναϊκή ακρόπολη και μέρος του Τείχους καταστρέφεται για να περάσει ο δρόμος προς την κορυφή.
  Όλα αυτά τα γεγονότα απρόβλεπτα από την ιστορία θα σηματοδοτήσουν την γέννηση ενός νέου οικισμού και θα οριοθετήσουν μία νέα ιστορική εποχή στην περιοχή του Λάρισου ποταμού. Θα συμβάλουν στην δημιουργία ενός δήμου, του Δήμου Λαρίσσου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Λαρισσού


ΛΕΠΡΕΟΝ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
  Η ιστορία του Λεπρέου υπήρξε πολυτάραχη, χαρακτηρίζεται δε από τη συνεχή αντίσταση κατά της κυριαρχίας των Ηλείων, των οποίων υπήρξαν οι σκληρότεροι αντίπαλοι. Στη μάχη των Πλαταιών πήραν μέρος 200 Λεπρεάτες το όνομα των οποίων χαράχθηκε τιμής ένεκεν στη βάση του αγάλματος του Διός στην Ολυμπία και στο Δελφικό τρίποδα (Ηρόδοτος 9,28, Παυσανίας V 23,2).
  Το 196 π.Χ. το Λέπρεο μαζί με τις άλλες τριφυλιακές πόλεις εντάσσεται στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ενώ το 146 π.Χ. οι Ρωμαίοι το προσαρτούν και πάλι στην Ηλεία, που αποτελεί πλέον τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαϊας. Έκτοτε αρχίζει η παρακμή του Λεπρέου, που πιθανόν καταστράφηκε από βαρβαρικές επιδρομές κατά τον μεσαίωνα, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του.
  Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά ανασκαφικά δεδομένα, φαίνεται ότι ο χώρος του Λεπρέου κατοικείτο ήδη στους νεολιθικούς χρόνους. Η αρχαιολογική έρευνα που έγινε από τον αρχαιολόγο κ. Κωνσταντίνο Ζάχο το 1981-82 στο λόφο του Αγίου Δημητρίου, στα ανατολικά του χωριού, αποκάλυψε μία σημαντική προϊστορική ακρόπολη, όπου εκτός από τα λείψανα οικισμού της ΠΕ ΙΙ περιόδου (2600-2000 π.Χ.), βρέθηκαν, στα κατώτερα στρώματα του εδάφους της, ίχνη νεολιθικής κατοίκησης με πλούσια χαρακτηριστική λεπτότεχνη αλλά και χονδροειδή κεραμική.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ζαχάρως


ΜΕΝΙΔΙ (Δήμος) ΑΜΦΙΛΟΧΙΑ
Εισαγωγή. Το Μενίδι ανήκει διοικητικά στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, έχει περίπου 2.500 μόνιμους κατοίκους, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες ο πληθυσμός του σχεδόν διπλασιάζεται εξαιτίας των τουριστών και των μεταναστευμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα Μενιδιωτών που επαναπατρίζονται.
  Στην περιοχή - η οποία βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Μενιδίου - δεν έχει γίνει ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη ιστορική έρευνα (με την βοήθεια της αρχαιολογικής σκαπάνης), έτσι ώστε να τεκμηριωθεί, ιστορικά, η συνέχεια του τόπου από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Αρχαία Ιστορία: Τα πρώτα σημάδια ζωής ανακαλύπτουμε πριν από 4000 χρόνια και αυτό το μαρτυρούν τα υπολείμματα αρχαίων τειχών που βρίσκονται στο Παλιόκαστρο και στην Καστριώτισσα, οικισμοί του Δήμου σήμερα. Η περιοχή εντάσσεται, κατά την αρχαιότητα, στα όρια του Αμφιλοχικού Αργους και ανήκε στην Αιτωλική συμπολιτεία και συνόρευε με τους αρχαίους Αμβρακιώτες (σημερινοί Αρτινοί).
  Οι ιστορικοί διαφωνούν ως προς την τοποθεσία των αρχαίων πόλεων στην περιοχή, καθώς δεν έχουν γίνει εκτεταμένες ανασκαφές, με αποτέλεσμα την ύπαρξη πολλών θεωριών - αντιφατικών συνήθως μεταξύ τους - για το τι επικρατούσε κατά την αρχαιότητα. Ο ιστορικός Ταξ. Βλαχοδήμος - Λεπενιώτης αναφέρει τα εξής : "Ιδομένη, πολίχνη του Αμφιλοχικού Αργους, βρισκόταν επί του όρους Θυάμου (Μακρυνόρος ή Σπάρτον όρος )". Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι κάτοικοι βρίσκονται στο πλευρό των Αθηναίων και των Ακαρνάνων. Μάλιστα αναφέρουν οι ιστορικοί, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το Παλιόκαστρο, έλαβε χώρα μεγάλη μάχη μεταξύ Ακαρνανών- έχοντας τη βοήθεια των Αθηναίων- και των Αμβρακιωτών με ήττα των δεύτερων (426 - 425 π.Χ.).
  Πάντως η ακριβής τοποθεσία της Ιδομένης παραμένει ακαθόριστη. Επίσης ένας άλλος ιστορικός, ο Hewzey που περιπάτησε τη Φλωριάδα, κατά το 19ο αιώνα, αναφέρει πολλές λεπτομέρειες και εντάσσει τρεις πόλεις κατά την αρχαιότητα, μία στην Καστριώτισσα και την άλλη στο Παλιόκαστρο.
  Κατά την διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων η ευρύτερη περιοχή ανήκε στην Ήπειρο.
  Μεταξύ του 3ου αιώνα μ.Χ. (Βυζαντινή εποχή) οι κάτοικοι θα υποστούν μεγάλες καταστροφές από τις ορδές των Γότθων, Βανδάλων που έκαναν συχνά επιδρομές στην ευρύτερη περιοχή του Βάλτου.
  Μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τους Φράγκους (1204) όλη η επαρχία Βάλτου ανήκει στο Δεσποτάτο της Ηπείρου που είχε πρωτεύουσα την Αρτα. Και αυτή την περίοδο γνώρισε αρκετές καταστροφές κυρίως από τις επιδρομές των Σέρβων του Στέφανου Δουσάν που βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
  Περίπου το 1400 μ.Χ., αναφέρουν οι ιστορικοί, μια κωμόπολη γνωρίζει μεγάλη άνθιση (πιθανολογείται ότι ήταν το Παλιοχώρι). Η κωμόπολη είχε χτιστεί στα ερείπια μιας αρχαίας πολιτείας και αναφέρεται ότι κατά την διάρκεια των γιορτών οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού- πιθανολογείται ότι βρισκόταν στο σημερινό Αγ. Λουκά- ντυμένοι στα φλουριά και γίνονταν ορατοί από τα απέναντι χωριά. Οι θρύλοι αναφέρουν ότι από την περίπτωση αυτή πήρε το όνομα της η Φλωριάδα. Στην ευρύτερη περιοχή της Φλωριάδας (πολιτεία δηλ. με τα πολλά φλουριά) διατηρούνται από την εποχή εκείνη αλλά και από πολύ αργότερα σημαντικά εκκλησιαστικά μνημεία και ναοί. Πνευματικά κέντρα της περιοχής κατά τους αιώνες αυτούς, αλλά και αργότερα, απετέλεσαν τα διάφορα μοναστήρια που βρίσκονται σκορπισμένα μέσα στα απόκρημνα δάση του Μακρυνόρους. Τα πιο σημαντικά ήταν η μονή Ρέθα, καθώς και οι μονές Συγγενών και Δρυμοναρίου στην περιοχή της Φλωριάδας.
Τουρκοκρατία. Από το 1449 η ευρύτερη περιοχή αποτέλεσε σαντζάκι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατά την διάρκεια του Οθωμανικού ζυγού δραστηριοποιούνται αρματωλοί και κλέφτες, τα κατορθώματα των οποίων έχουν γίνει θρύλος. Η περιοχή δεν θα γνωρίσει στενά τον τουρκικό ζυγό εξαιτίας της ύπαρξης των κλεφταρματωλών.
  Κατά τη διάρκεια της επανάστασης η ανάμειξη των κατοίκων του Βάλτου, σ' αυτήν, ήταν ζωηρή. Η περιοχή του Βάλτου ήταν από τις πρώτες που κήρυξαν την έναρξη του αγώνα για την ελευθερία.
  Ονομαστή θα μείνει η μάχη που διεξήχθη στα στενά του Μακρυνόρους, στη θέση Παλιοκούλια - Λαγκάδα εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων του Ισμαήλ που είχαν σταλεί κατά διαταγή του Χουρσίτ, πασά των Ιωαννίνων, να καταπνίξουν την επανάσταση στο Μεσολόγγι. Έγινε σκληρή μάχη, η οποία έληξε με βαριές απώλειες από την πλευρά των Τούρκων εξαναγκάζοντάς τους να γυρίσουν πίσω άπρακτοι και να καθυστερήσει έτσι η προσπάθεια κατάπνιξης της εξέγερσης. Η μάχη αυτή συνέβαλε ως ένα μικρό λιθαράκι στο οικοδόμημα της επανάστασης.
Νεότεροι χρόνοι. Από το 1831 η περιοχή ανήκει στο Ελληνικό κράτος και αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς κατοίκους γειτονικών χωριών που βρίσκονταν ακόμη υπό Τουρκική κατοχή. Έκτοτε οι δεσμοί αυτών των χωριών ισχυροποιήθηκαν και διαρκούν ως σήμερα. Όμως, σ' αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η περιοχή παρουσιάζεται χαρτογραφημένη σε διάφορους βενετσιάνικους χάρτες του 17ου αιώνα και αναφέρεται ως Minidi. Επιπλέον περιηγητές του 19ου αιώνα αναφέρουν το Μενίδι ως επίνειο της Αρτας. Για παράδειγμα ο γνωστός σε όλους για τις προσπάθειές του για την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων, Δημήτριος Βικέλας αναφέρει στο έργο του "Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν" το οποίο εκδόθηκε το έτος 1886 τα εξής : "Από Βόνιτσαν μετέβημεν κατ' ευθείαν εις Μενίδι, εις τον μυχόν του κόλπου. Το Μενίδι είναι το επίνειον της Αρτης. Αλλοτε η συγκοινωνία εγένετο δια της Σαλαώρας ή της Κύπραινας, οπόθεν ο δρόμος είναι τεσσάρων περίπου ωρών, ενώ δια της νέας οδού, από Μενίδι, μεταβαίνει τις εφ' αμάξης εις Αρταν εντός δύο ωρών. Η οδός, δεν είναι περίφημος, άλλ' οπωσδήποτε είναι αμαξιτή. Γίνεται λόγος περί βελτιώσεώς της, πρόκειται δε να κατασκευασθή και άλλη οδός ήτις από Αρταν διευθυνόμενη προς βορράν και διασχίζουσα την ελευθερωθείσαν στενήν λωρίδα της Ηπείρου, θα συνενωθεί δια των στενών της Πίνδου, με το σύμπλεγμα των Θεσσαλικών οδών. Προ δεκαπέντε περίπου ετών το Μενίδι τούτο ήτο η φωλέα της ληστείας. Τις ετόλμα τότε να προσορμισθή εκεί άνευ στρατιωτικής συνοδείας; Τα δάση και αι φάραγγες των πέριξ ορέων ήσαν τα κρησφύγετα ενόπλων συμμοριών, οι δε λησταί εύρισκον πρόχειρον καταφύγιον εις την γείτονα επικράτειαν (Τουρκική) οπότε τους εστενοχώρει η καταδίωξις των Ελληνικών αποσπασμάτων. Τούτο ήτο κληρονομία του παρελθόντος. Εις τα άβατα ταύτα όρη οφείλεται η επί Τουρκοκρατίας ύπαρξις των κλεφτών, οίτινες μόνοι εξεπροσώπευσαν διαρκώς την ένοπλον κατά της τυραννίας διαμαρτύρησιν και διετήρησαν το πολεμικόν της Ελληνικής φυλής πνεύμα κατά την μακράν διάρκειαν της δουλείας".
  Επιπλέον στις αρχές του 20ου αιώνα ο συγγραφέας Σπυρίδωνας Παγανέλης στο έργο του "Πάρεργα φύλλα - Από του Σαρωνικού εις τον Αμπρακικόν - Η Αρτα- Τα Τζουμέρκα" (1905) αναφέρει σχετικά με το Μενίδι : "Κατά μέτωπον, λευκόν σημείον, παρά την χλοεράν ακτήν, δεικνύει το Μενίδι, εγγύς δε λόφοι σύνδενδροι, υπό του κύματος βρεχόμενοι, άγουσι προς το ιστορικόν Μακρυνόρος... Αποβαίνει δυσνόητον τίνος ένεκα, αντί του γραφικού και επιχαρίτου Μενιδίου, προεκρίθη η δυσώνυμος Κόπραινα, ως επίνειον της Αρτης, και του όλου τμήματος της ελευθερωθείσης ηπειρωτικής γης"... Και εν τούτοις, το μόλις ημίσειαν ώραν απέχον γραφικώτατον και υγιέστατον Μενίδιον, παρωράθη ως επίνειον, αντί τούτου δε κατεστάθη λιμήν της ελευθέρας Ηπείρου η Κόπραινα, εις ην αναγκαστικώς οφείλουσι ν' αποβιβάζωνται οι σταθεροί της επαρχίας Αρτης, και της πόλεως κάτοικοι, και οι εκτάκτως επισκεπτόμενοι αυτήν".
  Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι περιοχές επλήγησαν σημαντικά από την Γερμανική θηριωδία με αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλοί οικισμοί. Οι κάτοικοι συμμετείχαν ενεργά στην Εθνική αντίσταση και από τα χωριά του Βάλτου ξεκινούσαν οι αντάρτικες ομάδες για να πλήξουν καίρια τον εχθρό - δυνάστη. Τρανή απόδειξη της ενεργούς συμμετοχής στην Αντίσταση, η καταστροφή της ιταλικής μεραρχίας Brenero, στο όρος Μακρυνόρος και στη θέση Κατσούλη από τις δυνάμεις του Ναπολέοντα Ζέρβα. Ήδη στο χώρο που διεξήχθη η μάχη έχει στηθεί ηρώο για να τιμήσουν την ηρωική δράση.
  Το 1945 οικοδομείται η έδρα του δήμου, το Μενίδι, σε μια περιοχή όπου κατοικούσαν μερικές οικογένειες ψαράδων, στο μυχό του Αμβρακικού κόλπου απέναντι από τον όρμο της Κόπραινας. Οι πρώτοι που κατοίκησαν ήταν κάτοικοι των γύρω οικισμών που είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
  Το 1955 συνενώθηκαν οι κοινότητες Βαλμάδας και Λαγκάδας και δημιουργήθηκε η κοινότητα Μενιδίου. Το 1998, με το πρόγραμμα "Καποδίστριας", ενώθηκαν οι κοινότητες Μενιδίου και Φλωριάδας και σχηματίστηκε ο δήμος Μενιδίου. Για πρώτη φορά οι εκλογές για δήμαρχο έγιναν τον Οκτώβριο του 1998.
  Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο η ανάπτυξη του Μενιδίου είναι ραγδαία, και από ένα μικρό ψαράδικο χωριό αποτελεί σήμερα ένα τουριστικό θέρετρο, με πλήθος εγχώριων και αλλοδαπών επισκεπτών.
  Το Μενίδι υποστηρίζεται ότι πήρε την ονομασία του από τις πολλές μενίδες, μικρά ψαράκια που βρίσκονταν στην περιοχή εν αφθονία.
Το κεφάλαιο "Σύντομη Ιστορία" γράφτηκε από Θανάση Λ. Καλαμπόκη και βασίζεται σε εργασία της ομάδας των νέων επιστημόνων του δήμου Μενιδίου - Στάθη Πολύζου, Δώρας Παπαβασίλη και Κώστα Τραπεζιώτη.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Μενιδίου


ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ (Πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
  Το Μεσολόγγι βρίσκεται ανάμεσα από 3 αξιόλογες αρχαίες πόλεις Καλυδώνα, Πλευρώνα και Αλίκυρνα, που γνώρισαν μεγάλη ακμή στη πρώιμη Αρχαιότητα.
   Στην Ιστορία εμφανίζεται το 16ο μ.Χ., σαν διάδοχος αρχαίων σημαντικών οικισμών, σ’ ένα χώρο συνεχούς ζωής από την Παλαιολιθική Εποχή. Η ονομασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, οφείλεται στην ιταλική λέξη MESSO LAGHI που σημαίνει «ανάμεσα σε λίμνες».
   Το Μεσολόγγι δημιούργησε το πρώτο Ναυπηγείο της Ελλάδας και κατά τον 18ο αιώνα η Πόλη διέθετε μεγάλο Εμπορικό Στόλο, τον πρώτο στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας. Εδώ λειτούργησε το πρώτο δικαστήριο της χώρας, γνωστό σαν Πρωτόκλητο Δικαστήριο Δυτικής Ελλάδας καθώς επίσης και ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά ιδρύματα, η Παλαμαϊκή Σχολή, που λειτούργησε σαν Πανεπιστήμιο την εποχή εκείνη.
   Το Μεσολόγγι το «στεφάνωμα και το καύχημα της Νεοελληνικής Ιστορίας», όπως το ονομάζει ο Ποιητής του, έδωσε στην Ελλάδα πολλούς ποιητές, τους: Κωστή Παλαμά, Γεώργιο Δροσίνη, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ρήγα Γκόλφη, Μίμη Λυμπεράκη κ.ά. και πέντε Πρωθυπουργούς, τους: Χαρίλαο Τρικούπη, Σπυρίδωνα Τρικούπη, Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, Δημήτριο Βάλβη και Ζηνόβιος Βάλβη.
   Στο Μεσολόγγι ιδρύεται η πρώτη εφημερίδα της Επανάστασης, τα «Ελληνικά Χρονικά» και τυπώνεται για πρώτη φορά σε δύο γλώσσες ο Εθνικός μας ύμνος.
   Τέλος το Μεσολόγγι έχει Αθλητική παράδοση 100 και πλέον ετών. Πήρε μέρος στους Πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896. Στον κήπο των Ηρώων σε συνεργασία με την Ελληνική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, έχει ανεγερθεί το 1996, Ολυμπιακό Μνημείο - Βωμός της Ολυμπιακής Φλόγας, που ήρθε τιμητικά στο Μεσολόγγι κατά την διαδρομή της προς ATLANTA. Το 1996 καθιερώθηκε από το Δήμο της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου περγαμηνή με τον Ολυμπιακό Ύμνο του Μεσολογγίτη ποιητή Κωστή Παλαμά, η οποία παραδίδεται από το Δήμαρχο Μεσολογγίου, σε κάθε Ολυμπιάδα στην πόλη όπου διεξάγονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.

  Messolongi it is the sacred town of the immortal heroes, a town of freedom and it is very picturesque.
  It becomes known in history in the 16th century just before the sea battle of Nafpaktos on 7 October 1571. During the pre-Christian period in this area of Messolongi there were 3 ancient towns. They were Kalidona, which is now Evinohori, Plevrona, now called Castle of Kira-Rini and Alikirna which is now Hilia Spitia built just below the historical Monastery of St. Simeon.
  The inhabitants were fishermen and Dalmatian pirates living in straw huts positioned in the lakes of the gulf of Patra. Later on the area was called Mezzo Langhi by the Italians which means "between the lakes".
  Messolongi played a very important role during the Greek uprising. In 1822 the Turks tried to take it but were unsuccessful. Four years later the inhabitants of Messolongi unfortunately succumbed to the Turks, who surrounded the Town and on 10 April 1826 they decided on the mass Exodus of Messolongi. Unfortunately their plan was betrayed to the Turks by someone and the consequences were tragic .
  Messolongi fell but its history stands high and illuminates hearts throughout the ages.
  In 1829 Messolongi was liberated from the Turks and started again to flourish. In 1835 they appointed a mayor and in 1937 the government decided unanimously to name it the Sacred Town of Greece .

This text is cited December 2004 from the West Greece Region General Secretariat URL below, which contains images.


Η Αχαϊα πρώτη στον Αγώνα του 1821

ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ (Μοναστήρι) ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
  Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι της Αχαΐας που αρνήθηκαν να πάνε στην Τρίπολη, μαζί με προκρίτους γειτονικών επαρχιών, συγκεντρώθηκαν στις 10 Μαρτίου στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας κι εκεί πήραν σημαντικές αποφάσεις. Η μέρα της εξέγερσης φαινόταν πολύ κοντά κι έπρεπε χωρίς δισταγμούς να μπουν επικεφαλής των αγωνιστών του τόπου τους που με λαχτάρα περίμεναν την άγια ώρα του ξεσηκωμού.
  Στις 14 Μαρτίου ο Νικόλαος Σολιώτης, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, έστησε ενέδρα στις Πόρτες κοντά στο Αγρίδι (Αιγιάλειας) και χτύπησε τους ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του καϊμακάκη Σαλήκ της Τρίπολης στον Χουρσίτ που πολεμούσε στα Γιάννενα. Ήταν οι πρώτες τουφεκιές του αγώνα των Ελλήνων που εκείνη την ώρα, από τις Πόρτες της Αχαΐας, άνοιγαν τις πόρτες της ανεξαρτησίας τους. Δύο μέρες μετά, στη θέση Χελωνοσπηλιά (της επαρχίας Καλαβρύτων), οι Χονδρογιανναίοι με τη σύμφωνη γνώμη και την ευχή του Ασημάκη Ζαΐμη επιτέθηκαν και σκότωσαν τους Τούρκους φοροεισπράκτορες που μετέφεραν χρήματα από τα Καλάβρυτα στην Τρίπολη. Παρόμοιες επιθέσεις τις κρίσιμες εκείνες μέρες έγιναν στο Λιβάρτζι με διαταγή του Ασημάκη Φωτήλα, στην Ακράτα από τους Πετμεζαίους και στο Σοποτό από τους ντόπιους οπλαρχηγούς. Η σημαντικότερη όμως ήταν η επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου από τους Πετμεζαίους, οι οποίοι τον ανάγκασαν να κλειστεί στους οχυρούς πύργους του κάστρου.
  Στις 21 Μαρτίου έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση του αγώνα στην Πελοπόννησο. Εξακόσιοι ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τους Πετμεζαίους, το Σωτήρη Χαραλάμπη, το Νικόλαο Σολιώτη κι άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς, συγκεντρώθηκαν στη μονή της Αγίας Λαύρας. Αφού παρακολούθησαν τη δοξολογία κι έδωσαν τον ιερό όρκο "ελευθερία ή θάνατος" πήραν για σημαία τους το λάβαρο με τη χρυσοκέντητη παράσταση της κοίμησης της Θεοτόκου και ξεχύθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν κλειστεί στο κάστρο. Μετά από τετραήμερη πολιορκία οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ακράτας


Ιστορία Ναυπάκτου

ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ (Πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ:
  Μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η Αιτωλία μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα αποτέλεσαν τμήμα του Βυζαντίου. Κατά τη βυζαντινή διοικητική διαίρεση η Ναύπακτος κατέστη πρωτεύουσα του θέματος της κύριας Ελλάδας που περιελάμβανε 39 πόλεις. Κατά την περίοδο της εικονομαχίας επειδή οι Αιτωλοί τάχθηκαν κατά της αφαίρεσης των εικόνων από τους ναούς ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος αφαίρεσε την εκκλησιαστική εξουσία από το Μητροπολίτη Ναυπάκτου και η Ελληνική Εκκλησία υπήχθη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Το 1204 μ.Χ., όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Φράγκους, η Ναύπακτος υπέστη επιδρομές από διάφορους λαούς, όπως από τους Σλάβους (976 - 1028), από τους Βουλγάρους κατά τα έτη (1034 - 1041), από τους Νορμανδούς κατά τα έτη (1117 - 1158).
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ:
  Οθωμανική αυτοκρατορία επί βασιλείας του Σουλεϊμάν, που ονομάσθηκε "Μεγαλοπρεπής", έφθασε στην μεγαλύτερή της έκταση, ίση σχεδόν προς την έκταση που είχε κάποτε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η ισχύς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη δύναμη των Αράβων της Βόρειας Αφρικής, πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε η μεσόγειος έγινε χώρος μεγάλου κινδύνου για τη χριστιανική ναυσιπλοΐα. Ο Σουλεϊμάν πραγματικά, μπορούσε να πιστέψει στα μέσα του 18ου αιώνα ότι τίποτε το δυσάρεστο δεν ήταν δυνατό να του συμβεί πια. Θριάμβευσε σ' όλα τα μέτωπα, όπου πολεμούσαν οι στρατιές του, η αυτοκρατορία του επεξέτεινε όλο και περισσότερο τα όριά της, η δύναμή του αναγνωριζόταν απ' όλους και οι ισχυροί βασιλείς της γης επιζητούσαν τη φιλία του και ζητούσαν τη βοήθειά του. Η εξάπλωσή του στη βαλκανική χερσόνησο, η απειλή κατά της Βιέννης και οι πειρατικές επιδρομές των τούρκικων πλοίων κατά των ιταλικών και ισπανικών ακτών έκανε φανερό στην Ευρώπη τον πιθανό κίνδυνο τούρκικης επίθεσης εναντίον της. Κάτω από τον κίνδυνο αυτό, αναγκάσθηκε η διχασμένη τότε Ευρώπη να συμμαχήσει και να στείλει τους στόλους της κατά της τούρκικης αρμάδας. Πρωταγωνιστής της κίνησης αυτής, για να συγκροτηθεί "σταυροφοριακός" στρατός εναντίον των Τούρκων, αναδείχθηκε ο δραστήριος Πάπας Πίος ο Ε΄.
  Έπειτα από κοπιαστικές και μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, που κράτησαν ένα χρόνο περίπου, ο Πάπας κατόρθωσε στις 20 Μαϊου 1571 να γεφυρώσει τις αντιθέσεις των Βενετών και Ισπανών. Αυτό ήταν πραγματικά ένα μεγάλο διπλωματικό επίτευγμα, γιατί ανάμεσα στις παραπάνω δυνάμεις υπήρχαν τεράστιες διαφορές, σχεδόν εχθρότητες. Μετά την υπογραφή της συνθήκης, που είναι γνωστή στην ιστορία ως Sacra Liga (Ιερός Σύνδεσμος), άρχισε και η προετοιμασία της ναυτικής επιχείρησης, που χαρακτηρίσθηκε ως η "13η σταυροφορία". Στις 2 Οκτωβρίου ο χριστιανικός στόλος πέρασε από την Κέρκυρα και αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Η εμφάνιση της χριστιανικής αρμάδας στα ελληνικά νερά προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στους Έλληνες, οι οποίοι προσέφεραν κάθε είδους διευκολύνσεις, οικονομική βοήθεια και πρόθυμη εντατική υπηρεσία στο στόλο.
  Ο Τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον αρχιναύαρχο Μουεζίν Ζαδέ Αλή, είχε συγκεντρωθεί στη Ναύπακτο, την οποία χρησιμοποίησε για ορμητήριο ο τουρκικός στόλος για την αναμέτρησή του με το Χριστιανικό. Η σύγκρουση των δύο αντιπάλων άρχισε το πρωί της 7ης Οκτωβρίου 1571 από τις Εχινάδες νήσους και κατέληξε στο μικρό κόλπο της Ναυπάκτου, στην απεγνωσμένη προσπάθεια των Τούρκων να προστατευθούν από τα κανόνια των φρουρίων Ρίου, Αντιρρίου και Ναυπάκτου. Η σύγκρουση, κράτησε μόνο πέντε ώρες με κύριο χαρακτηριστικό τη σφοδρότητα, ιδίως στο κέντρο και στο αριστερό της παράταξης. Οι Τούρκοι πολέμησαν με πείσμα αλλά και οι Χριστιανοί, ξεσηκωμένοι από τις παρακινήσεις των ιερέων και των ιησουϊτών καλογήρων, αγωνίστηκαν με πίστη, θρησκευτικό φανατισμό και ενθουσιασμό. Το πείσμα και η αιματοχυσία ήταν πολύ μεγαλύτερα στη μάχη που έγινε στο κέντρο της παράταξης, ανάμεσα στις δύο βασιλικές ναυαρχίδες, όπου η παρουσία των αρχιστρατήγων και ο αριθμός, η ανδρεία και η φήμη των αντιπάλων έκαναν την αναμέτρηση αυτή πολύ πιο σημαντική. Εκεί συγκρούονταν οι πιο σπουδαίοι πρίγκιπες και φημισμένοι ιππότες της Χριστιανοσύνης με τους πιο διακεκριμένους στρατηγούς του σουλτάνου Σελίμ Β΄, και οι σκληροτράχηλοι στρατιώτες των ισπανικών ταγμάτων με τους ονομαστούς γενίτσαρους. Στο σημείο αυτό σκοτώθηκε ο Μουεζίν Ζαδέ Αλή και η ναυαρχίδα του αιχμαλωτίσθηκε. Ως το απόγευμα οι χριστιανοί είχαν θριαμβεύσει και η ναυμαχία κατέληξε σε πραγματική πανωλεθρία του τουρκικού στόλου. Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου υπήρξε το σημαντικότερο από τα στρατιωτικά γεγονότα του 16ου αιώνα και δίκαια χαρακτηρίσθηκε ως θρίαμβος της τεχνικής και του θάρρους.
  Το σπουδαιότερο από τα αποτελέσματά της ήταν ότι ανακόπηκε η επεκτατική πορεία των Οθωμανών κατά της Ευρώπης. Επίσης συντρίφτηκε κατ' αυτήν ο μύθος της "αήττητης" τουρκικής ναυτικής δύναμης και υπήρξε αφετηρία παρακμής για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη καταναυμάχηση του Οθωμανικού στόλου ενθαρρύνθηκαν οι Έλληνες και εξεγέρθηκαν σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου, Ρούμελης, Ιονίου και Κυκλάδων. Όμως για μία ακόμα φορά οι ελληνικές ελπίδες διαψεύστηκαν οικτρά. Οι χριστιανοί ηγεμόνες στράφηκαν σ' άλλες περιοχές της Μεσογείου, όπου τα συμφέροντά τους θεωρούνταν πιο ζωτικά. Ο σκλαβωμένος ελληνισμός είδε τη ναυμαχία ως προανάκρουσμα της ελευθερίας του. Δυστυχώς όμως η μεγάλη αυτή νίκη των Χριστιανών δεν αξιοποιήθηκε ανάλογα και έδωσε χρόνο στον τουρκικό στόλο να αναδιοργανωθεί και να αποκαταστήσει την κυριαρχία του. Τα επόμενα χρόνια η Ναύπακτος, με την ανοχή των Τούρκων, έγινε ορμητήριο των Αλγερινών πειρατών, που με την συμμαχία των τούρκων λεηλατούσαν τις χώρες της Μεσογείου και αιχμαλώτιζαν χριστιανικούς πληθυσμούς. Για το λόγο αυτό η Ναύπακτος ονομάσθηκε και "Μικρό Αλγέρι". Το 1687 ο Βενετός Fr. Morosini μαζί με Αυστριακούς συμμάχους καταλαμβάνει την Ναύπακτο και την παραχωρεί στην Βενετία. Στις 5-10-1692 οι Τούρκοι αποτυγχάνουν να καταλάβουν την πόλη. Όμως το 1699 η Ναύπακτος παραδίδεται στους Τούρκους σύμφωνα με την συνθήκη του Κάρλοβιτς.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821:
  Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821 η Ναύπακτος χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτική βάση λόγω των ισχυρών οχυρώσεών της από τους Τούρκους. Για το λόγο αυτό πρώτος και κύριος στόχος των Ελλήνων ήταν να κυριεύσουν τα κάστρα της Ναυπάκτου και του Αντιρρίου. Έτσι Σώματα Ελληνικά άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω από τα φρούρια προσπαθώντας να ανακόψουν κάθε ανεφοδιασμό των κάστρων σε τρόφιμα αλλά και σε πολεμικό υλικό. Όμως ότι γινόταν στη στεριά δε γινόταν στη θάλασσα. Η έφοδος έγινε από το του Διαμαντή Χορμόβα, ο οποίος με λίγους πιστούς συντρόφους του ανέβηκε πρώτος στα τείχη με τις σκάλες. Η παράτολμη αυτή ενέργεια δεν υποστηρίχθηκε μαζικά από όλους τους αγωνιστές με αποτέλεσμα να αποτύχει και να σκοτωθεί ο γενναίος αυτός αγωνιστής.
  Ο θάνατος του Χορμόβα προξένησε θλίψη αλλά και παγωμάρα, που είχε σαν αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να καταλάβουν το κάστρο οι Έλληνες αγωνιστές. Έτσι εξακολουθούσε να παρέχει ασφάλεια και δύναμη στους Τούρκους, που το είχαν υπό την κατοχή τους. Σταθμό στη νεώτερη ιστορία της Ναυπάκτου αποτελεί η πολιορκία από ισχυρές δυνάμεις, χερσαίες και θαλάσσιες, υπό τον Πληρεξούσιο του Κυβερνήτη αδελφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στις 18 Απριλίου 1829, μη μπορώντας ν' αντέξουν οι Τούρκοι και οι Αλβανοί την πολιορκία των ελληνικών δυνάμεων, παραδίδουν τη Ναύπακτο στον Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, με αποτέλεσμα τη στερέωση του αγώνα κατά την Στερεά Ελλάδα. Μετά την απελευθέρωση Αντιρρίου και Ναυπάκτου ο Πληρεξούσιος τοποτηρητής του Ιωάννη Καποδίστρια, αδελφός του Αυγουστίνος, και οι διοικητικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της επαρχίας και πόλης ανάπτυξαν σημαντικές δραστηριότητες για την ανακαίνιση της πόλης και του φρουρίου και σε σύντομο χρονικό διάστημα, παρά την ύπαρξη πολλών προβλημάτων, πέτυχαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να θέσουν ασφαλή τα θεμέλια της νέας Ναυπάκτου κατά τα πολιτειογραφικά (στατιστικά) στοιχεία, που αναφέρονται: στη διοικητική οργάνωση, στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, στους οικισμούς, στον πληθυσμό, στα κτίσματα, στρατιωτικά και πολιτικά, στην κοινωνική σύνθεση, στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Με αυτά τα στοιχεία και με αυτές τις βάσεις η Ναύπακτος και η περιοχή της άρχισε τη νέα ελεύθερη ζωή της μέσα στα πλαίσια του τότε νεοελληνικού κρατιδίου προσφέροντας τις υπηρεσίες της στους μεταγενέστερους εθνικοαπελευθερωτικούς άλλων ελληνικών περιοχών και κοινωνικούς αγώνες. Με το Διάταγμα της 31-8-1949 (ΦΕΚ 202 τ. Α΄) η Ναύπακτος χαρακτηρίσθηκε Τουριστική πόλη. Επίσης με την Φ. 31/5434/3888 από 18-2-1973 απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού χαρακτηρίσθηκε ως τόπος ιστορικός και ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ναυπάκτου


ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
  Η ίδρυση της πανάρχαιας καστροπολειτείας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Η επίζηλη στρατηγική της θέση στο στόμιο του κλειστού τότε Κορινθιακού κόλπου ήταν η αιτία να γίνει η Ναύπακτος στη μακραίωνη ιστορική της πορεία το μήλο της έριδας ανάμεσα στους δυνατούς της κάθε εποχής. Έτσι, η παραθαλάσσια αυτή πολιτεία συνδέθηκε με τις μεγάλες μετακινήσεις των Ηρακλειδών (Δωριέων) στα τέλη του ΙΒ' π.Χ. αιώνα. Εδώ ναυπήγησαν, όπως γράφουν αρχαίοι συγγραφείς, τα πλοία τους οι Ηρακλείδες για να μπορέσουν να περάσουν αντίπερα στην Πελοπόννησο.
ΑΡΧΑΙΑ EΠΟΧΗ
  Η Ναύπακτος βρισκόταν στο κέντρο των διενέξεων της Αρχαίας Ελλάδας. Λοκροί, Αθηναίοι, Μεσσήνιοι, Αχαιοί, Θηβαίοι, Μακεδόνες, Αιτωλοί εναλλάσσονται στη διαχείριση των τυχών της στη μακραίωνη πορεία της.
  Το 454 π.Χ. ο Αθηναίος ναύαρχος Τολμίδης, με τις αθηναϊκές τριήρεις και 4.000 οπλίτες, κυρίεψε τη Ναύπακτο, έδιωξε τους Λοκρούς και εγκατέστησε τους συμμάχους του Μεσσηνίους, οι οποίοι είχαν εκπατριστεί από τους Σπαρτιάτες κατά τον 3ο μεσσηνιακό πόλεμο.
ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
  Έκτοτε η Ναύπακτος και οι άλλες Αιτωλικές πόλεις για τα επόμενα 80 έτη ήταν υποτελείς στους Ρωμαίους και δέχονταν ρωμαϊκές φρουρές. Όταν άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ρωμαίων, οι φρουρές αποσύρθηκαν και οι Αιτωλικές πόλεις ήταν μεν ελεύθερες, αλλά ήταν και εξαντλημένες. Από την αποχώρηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων επωφελήθηκαν ξένοι λαοί οι οποίοι κατέλαβαν την Καλυδώνα και τη Ναύπακτο.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
  Μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η Αιτωλία μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα αποτέλεσαν τμήμα του Βυζαντίου.
  Κατά τη βυζαντινή διοικητική διαίρεση, η Ναύπακτος κατέστη πρωτεύουσα του θέματος της κύριας Ελλάδας, που περιελάμβανε 39 πόλεις.
ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
  Κατά το 1204 μ.Χ. όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Φράγκους και έγινε η διανομή των εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Ναύπακτος έλαχε στη μερίδα των Ενετών. Όμως ο Μιχαήλ Αγγελος Κομνηνός, επωφελούμενος της σύγχυσης κατέλαβε την Αιτωλοακαρνανία, την Ήπειρο και τη Δυτική Θεσσαλία και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου με έδρα την Αρτα.
ΕΝΕΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ 1407-1499
  Η Ναύπακτος κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας γνώρισε καλές ημέρες. Το ενετικό εμπόριο που διεξάγονταν στην Πάτρα μεταφέρθηκε στη Ναύπακτο. Το 1445, οι Τούρκοι κατέλαβαν το Λιδωρίκι και τη Βιρτινίτσα και επιβουλεύονταν την κατάληψη και της Ναυπάκτου. Οι Ενετοί όμως για να διατηρήσουν το εμπορικό τους κέντρο κατέβαλαν ετήσιο φόρο στο Σουλτάνο. Παρά ταύτα οι Τούρκοι το 1463 πολιόρκησαν επί οκτάμηνο τη Ναύπακτο χωρίς όμως αποτέλεσμα.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
  Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, η Ναύπακτος χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους ως στρατιωτική βάση, λόγω των ισχυρών οχυρώσεων της. Για το λόγο αυτό, πρώτος και κύριος στόχος των Ελλήνων ήταν να κυριεύσουν τα κάστρα της Ναυπάκτου και του Αντιρρίου. Έτσι Σώματα Ελληνικά άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω από τα φρούρια προσπαθώντας να ανακόψουν κάθε ανεφοδιασμό των κάστρων σε τρόφιμα αλλά και σε πολεμικό υλικό. Όμως ότι γινόταν στη στεριά δε γινόταν στη θάλασσα.
  Ο Γιουσούφ πασάς, που στα τέλη Μαρτίου 1821 διορίστηκε διοικητής του Αντιρρίου, ήλεγχε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή και ανεφοδίαζε τα κάστρα. Αυτό γινόταν μέχρι τις 21 Μαΐου του ίδιου έτους όπου 6 Υδραίικα πλοία, 6 Σπετσιώτικα και 3 Γαλαξειδιώτικα ενωμένα αποτέλεσαν την ελληνική ναυτική μοίρα και πήραν στα χέρια τον έλεγχο πλέον της θαλάσσιας περιοχής μπροστά στο Αντίρριο και τη Ναύπακτο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


ΠΑΪΟΙ (Δήμος) ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
  Η περιοχή ανέκαθεν ανήκε στο κράτος του αρχαίου ΚΛΕΙΤΟΡΟΣ. Εδώ υπήρχαν οι αρχαίες πόλεις Νάσοι - Σκοτάνη - Πάος κ.α.
  Το όνομα Στρέζοβα σαν τοπωνύμιο και οικισμός υπάρχει από τον 7ο αιώνα και αποδίδεται στους Σλάβους που ήρθαν στην περιοχή. Το 1250 η Στρέζοβα είναι γραμμένη στα χαρτιά των Φράγκων κατακτητών της Πελοποννήσου. Σε άλλη γραπτή πηγή η Στρέζοβα εμφανίζεται στο Γαλλικό Χρονικό του Μορέως το 1265 μ.Χ. με το Γαλλικό όνομα Estranses (Εστρανσες) και ανήκε στο τιμάριο της Κερπινής (Γορτυνία) που με τη σειρά του αυτό το τιμάριο ανήκε στη Βαρωνεία της Ακοβα, στην κυρά Μαργαρίτα του Πασσαβά. Τότε κτίστηκε στο Λάδωνα το περίφημο της "Κυράς το Γεφύρι" για να συνδέσει τα τμήματα του τιμαρίου (Στρέζοβας - Κερπινής), το οποίο αξίζει να επισκεφθεί κανείς.
  Κατά τον 11ο-13ο αιώνα κτίζεται επάνω από την Στρέζοβα στις πλαγιές του Αφροδισίου όρους (Κορακοφωλιά) το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, όπου χωριό και Μοναστήρι έχουν πια παράλληλη πορεία, λόγω και των προνομίων που είχαν τα μοναστήρια επί Τουρκοκρατίας.
  Η Στρέζοβα εμφανίζεται συνεχώς και περισσότερο την περίοδο της επανάστασης του '21, όπου πρωταγωνιστεί σε προσφορές στρατιωτικών δυνάμεων αγώνων και εφοδίων. Συμμετείχε με τα παλικάρια της υπό τον αρχηγό Πιτσούνα στην πρώτη νικηφόρα μάχη του Λεβιδίου, στη μάχη της Πάτρας και γενικά συμμετείχε με τροφές και εφόδια καθ' ότι η Στρέζοβα από εκείνη την εποχή εθεωρείτο ο σιτοβολώνας της κεντρικής Πελοποννήσου.
  Το 1928 η Στρέζοβα μετονομάσθηκε σε Δάφνη από τον μύθο του έρωτα της θυγατέρας του Λάδωνα Δάφνης με τον θεό Απόλλωνα που εκτυλίχθηκε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα (περιοχή του χωριού).
  Είναι πολλές οι αναφορές της μυθολογίας στο χώρο του Λάδωνα. Εδώ διαδραματίσθηκε ο μύθος του Λεύκιπου που ντύθηκε γυναίκα για να βρίσκεται κοντά στην νύμφη Δάφνη, ενέργεια που πλήρωσε με τη ζωή του όταν αποκαλύφθηκε. Εδώ λουζόταν η θεά Δήμητρα, εδώ κυνηγούσε η θεά του κυνηγίου Αρτεμις, εδώ περιφέρετο ο τραγοπόδαρος θεός Παν. Εδώ, μετά από επιτυχή καταδίωξη, έπιασε το ελάφι ο Ηρακλής. Εδώ στα όμορφα δάση του Αφροδισίου όρους υπάρχουν ερείπια λουτρών και αρχαίων ναών της Αφροδίτης (γι' αυτό και Αφροδίσια όρη) όπου η Αφροδίτη συναντιόταν με τον παράνομο εραστή της θεό Αρη.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Παϊων


ΠΑΤΡΑ (Πόλη) ΑΧΑΪΑ
Η ιστορία της Πάτρας κατά την γραπτή παράδοση
  Η ιστορία της Πάτρας ήταν γνωστή ως πρόσφατα μόνον από την γραπτή παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν, ιδρύθηκε από τους Αχαιούς της Σπάρτης, οι οποίοι με επικεφαλής τον Πρευγένη και το γιο του Πατρέα ήλθαν εδώ, όταν εκδιώχθηκαν από τους Δωριείς, κατά την κάθοδο των τελευταίων στην Πελοπόννησο τον 11ο αι. π.Χ., δηλαδή στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Αλλά και οι Αχαιοί του Αργους, που εκδιώχθηκαν επίσης από τους Δωριείς, με επικεφαλής τον Τισαμενό κατέλαβαν την Ανατολική Αχαϊα ύστερα από πολιορκία της Ελίκης. Από τους Ίωνες ολόκληρη η Αχαϊα ονομαζόταν ως τότε Ιωνία, αλλά και Αιγιαλός είτε από το βασιλέα της Σικυώνος Αιγιαλό είτε γιατί εκτεινόταν κατά μήκος του αιγιαλού (παραλία). Οι Ίωνες αρχικά κατέφυγαν στην Αθήνα και από εκεί στη Μικρά Ασία, όπου ίδρυσαν δώδεκα πόλεις, την Ιωνική Δωδεκάπολη, σ' ανάμνηση των δώδεκα πόλεων που άφησαν πίσω τους.
  Ο Πρευγένης με τον Πατρέα, όταν έφθασαν εδώ, συνένωσαν τρεις ιωνικές πολίχνες, την Αρόη, τη Μεσάτι και την Ανθεια, και με κέντρο την Αρόη ίδρυσαν μια νέα πόλη, τις Πάτρες, που έλαβε το όνομά της από τον Πατρέα. Ήταν δε σε πληθυντικό αριθμό λόγω της συνένωσης πολλών οικισμών. Από τις τρεις αυτές πολίχνες παλαιότερη ήταν η Αρόη. Οικιστής της ήταν ο Εύμηλος, ο οποίος με τη βοήθεια του Τριπτόλεμου από την Ελευσίνα εισήγαγε την καλλιέργεια των δημητριακών. Ο Εύμηλος μαζί με τον Τριπτόλεμο οίκισαν ακολούθως την Ανθεια, η οποία έλαβε το όνομά της από το γιο του Ευμήλου Ανθεία. Στη Μεσάτι τέλος λατρευόταν ο Διόνυσος.
  Κατ' άλλη παράδοση ο Ευρύπυλος, γιος του Ευαίμονος, βασιλιάς της Θεσσαλίας, μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, επικεφαλής των Θεσσαλών ίδρυσε στην Αρόη αποικία.
  Μετά τη μυκηναϊκή εποχή η Πάτρα, ευρισκόμενη στην περιφέρεια του ελληνικού χώρου και μακρυά από τα μεγάλα κέντρα της εποχής, Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθο, Χαλκίδα, κλπ., δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο στα μεγάλα γεγονότα και στις πολιτικές εξελίξεις που συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν στέλνει αποικίες, δεν λαμβάνει ενεργό μέρος στους περσικούς πολέμους και στον πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά ούτε και στις πολεμικές συγκρούσεις του 4ου αι. π.Χ. Η πρωτοβουλία των κινήσεων όλο αυτό το διάστημα ανήκει στην Ανατολική Αχαϊα. Αντιθέτως από το 280 π.Χ. και μετά, όταν πρωτοστατεί στην ίδρυση του Β' Αχαϊκού Κοινού μαζί με τις πόλεις Δύμη, Τριταία και Φαρές, η πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων για πρώτη φορά μεταφέρεται στη Δ. Αχαϊα. Αργότερα και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας το 146 π.Χ. και την κατάκτηση της Κορίνθου η Πάτρα παίζει ουσιαστικό πλέον ρόλο μια και ιδρύεται από τον Αύγουστο ρωμαϊκή αποικία.
  Ακριβώς η περιθωριοποίηση από πολιτική άποψη της Πάτρας στις προ του 146 π.Χ. περιόδους φαίνεται ότι στάθηκε η αιτία ώστε γεγονότα τοπικής εμβέλειας να μην καταγραφούν από τους αρχαίους ιστορικούς, παρά μόνον όσα συνδέθηκαν με μία από τις μεγάλες πόλεις της εποχής. Έτσι γνωρίζουμε ότι αν και δεν συμμετείχε στον πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.), ο Αλκιβιάδης πρότεινε στους Πατρείς να κατασκευάσουν μακρά τείχη για να συνδέσουν την περί την ακρόπολη πόλη με το λιμάνι.
Η ιστορία της Πάτρας μετά τις ανασκαφές
  Με τη βοήθεια των ανασκαφών, κυρίως των σωστικών σε οικόπεδα, πολλά κενά στην ιστορία της πόλης καλύπτονται, αλλά και πολλά από τα παραδιδόμενα από τους αρχαίους συγγραφείς αναιρούνται.
  Έτσι από τα μέχρι στιγμής στοιχεία γίνεται φανερό ότι η Πάτρα πρωτοκατοικείται την Πρωτοελλαδική Περίοδο, δηλαδή την 3η χιλιετία π.Χ., και όχι στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Τα αρχαιότατα αυτά ίχνη της, με τη μορφή μικρού οικισμού, έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της σημερινής Αρόης. Κατά την επόμενη Μεσοελλαδική Περίοδο, πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., ιδρύεται ένας ακόμη οικισμός στην περιοχή της. Όμως η Πάτρα διέρχεται την πρώτη μεγάλη ακμή της κατά την επόμενη υστεροελλαδική ή μυκηναϊκή περίοδο (1580-1100 π.Χ.). Η πληθώρα των μυκηναϊκών νεκροταφείων και των οικισμών που βρέθηκαν τόσο μέσα στην πόλη (στην οδό Γερμανού), όσο και γύρω από αυτήν, στη Βούντενη, στην Αρόη, στη Σαμακιά, στο Γηροκομειό, στο Πετρωτό (Αχάια-Κλάους), στην Κρήνη, στο Σαραβάλι, στην Καλλιθέα και αλλού, δείχνουν όχι μόνον ότι ο πληθυσμός έχει αυξηθεί σημαντικά, αλλά και ότι έχουν αναπτυχθεί σχέσεις και με άλλες περιοχές.
  Ο συνοικισμός της Πάτρας στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θρησκευτική ένωση και ίδρυση μιας κοινής λατρείας προς τιμήν της Αρτέμιδος, που για το λόγο αυτόν αποκλήθηκε και Τρικλαρία, από τους τρεις κλάρους (κλήρους, οι τρεις οικισμοί που προϋπήρχαν) και που συμμετείχαν στα δρώμενα. Ο ναός της Αρτέμιδος τοποθετείται με μεγάλη πιθανότητα στην περιοχή του Βελβιτσίου, απ' όπου προέρχονται τρία σπουδαία γλυπτά από το αέτωμα κλασικού ναού. Πρόσφατο επιγραφικό εύρημα τοποθετεί τη Μεσάτι στην περιοχή των Συχαινών και της Βούντενης. Αν δεχθούμε ως αληθή τη μαρτυρία των αρχαίων πηγών ότι η Πάτρα ιδρύθηκε στην Αρόη, τότε η τελευταία πρέπει να αναζητηθεί στη θέση του μεσαιωνικού κάστρου και της σημερινής Αρόης. Απομένει η ταύτιση της Aνθειας, για την οποία η πιθανότερη θέση είναι ο λόφος Μυγδαλιά του Πετρωτού. Η ακρόπολη της αρχαίας Πάτρας, μυκηναϊκή και κλασική, βρίσκεται κάτω από το μεσαιωνικό κάστρο, σε βάθος τουλάχιστον 20 μέτρων και η ανασκαφή της παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Αν ποτέ γίνει, θα έλθουν στο φως τα λείψανα σημαντικών ναών, όπως της Αρτέμιδος Λαφρίας, της Παναχαϊδος Αθηνάς, κλπ.
  Από τις επόμενες γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή λίγα στοιχεία έχουν εντοπιστεί, και δείχνουν τη βαθμιαία εξασθένηση των οικισμών της Πάτρας. Αντιθέτως την κλασική περίοδο (5ος και 4ος αι. π.Χ.) φαίνεται ότι γίνεται στην πραγματικότητα ο πολιτικός συνοικισμός της Πάτρας και η οργάνωσή της σε πόλη, διότι τότε, μέσα του 5ου αι. π.Χ., ιδρύεται το αρχαιότερο νεκροταφείο της, γνωστό ως Βόρειο νεκροταφείο. Η παράδοση επομένως για τον Πατρέα είναι κατά πάσα πιθανότητα νεότερο δημιούργημα, ίσως των ελληνιστικών χρόνων, όταν οι περισσότερες ελληνικές πόλεις εφεύρισκαν οικιστές για να ερμηνεύσουν το όνομά τους.
  Η παράδοση για τα μακρά τείχη του Αλκιβιάδη φαίνεται ότι στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, διότι ίχνη τους εντοπίστηκαν σε σωστική ανασκαφή.
  Την ελληνιστική εποχή, από το 323-146 π.Χ., η πόλη απλώνεται προς τη θάλασσα και ιδρύεται και δεύτερο νεκροταφείο, το Νότιο. Τη μεγαλύτερη, όμως, ακμή στην ιστορία της η Πάτρα διέρχεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όταν το λιμάνι της, εξαιτίας της καταστροφής της Κορίνθου, παίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο στην επικοινωνία Ελλάδας και Ιταλίας. Εξάλλου, η ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας το 14 π.Χ. από τον Αύγουστο δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση με την εγκατάσταση ρωμαίων βετεράνων, τη δημιουργία κτηματολογίου, την παροχή προνομίων, την ίδρυση βιοτεχνίας, με σημαντικότερη εκείνη των πήλινων λυχναριών που εξάγονται σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, και τη δημιουργία τουλάχιστον δύο βιοτεχνικών ζωνών, την κατασκευή επαρχιακών δρόμων που την καθιστούν συγκοινωνιακό κέντρο, την επίστρωση των δρόμων της πόλης με λίθινες πλάκες Αστακού, την ανέγερση ναών και δημόσιων κτηρίων, την εισαγωγή ξένων λατρειών κλπ. Η πόλη απλώνεται ως τη θάλασσα, και ο πληθυσμός της μεγαλώνει με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ακόμη νεκροταφεία, το Ανατολικό και το Νοτιοανατολικό. Η ύπαιθρος αναδιοργανώνεται και η εκμετάλλευση της γης γίνεται πλέον μέσω των αγροικιών. Στην Πάτρα εκχωρείται από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες το δικαίωμα να κόβει και δικά της νομίσματα, στα οποία αναγράφονται τα αρχικά CAAP, τα οποία είχαν μεταγραφεί παλαιότερα σε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην Αρόη της Πάτρας. Πρόσφατα όμως βρέθηκε νόμισμα με ανεπτυγμένο τον τύπο της συντομογραφίας, στον οποίο διαβάζουμε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην αχαϊκή Πάτρα.
  Αλλά και μεγάλα δημόσια κτίρια και άλλες ευεργεσίες προς την πόλη προσέφεραν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, το ρωμαϊκό υδραγωγείο, το ρωμαϊκό Ωδείο κλπ., πράγμα που αποδεικνύεται από τις αναθηματικές προς τιμή τους επιγραφές που βρέθηκαν και στις οποίες χαρακτηρίζονται ως ευεργέτες. Η Πάτρα είναι πλέον μια κοσμοπολίτικη πόλη. Από το τέλος, όμως, του 3ου αι.μ.Χ. και στο εξής αρχίζει να παρακμάζει, πιθανότατα εξαιτίας ενός ισχυρότατου σεισμού που έπληξε ολόκληρη τη βορειοδυτική Πελοπόννησο γύρω στο 300 μ.Χ.
Μεσαιωνική και Νεότερη Περίοδος
  Παρόλα αυτά, μικρές αναλαμπές υπάρχουν, όπως την παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι. μ.Χ.), όταν ιδρύονται πάλι νέες βιοτεχνίες. Τότε κατά πάσα πιθανότητα κατασκευάζεται και το βυζαντινό κάστρο στη θέση της αρχαίας ακρόπολης, από τον Ιουστινιανό, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει ως σήμερα με προσθήκες και επισκευές των Φράγκων και των Τούρκων. Η πόλη έχει περιοριστεί κοντά στο κάστρο. Στα μέσα του 9ου αι. μ.Χ. γνωρίζουμε από την παράδοση της πλούσιας Δανιηλίδος ότι η Πάτρα ακμάζει. Έκτοτε ακολουθεί τις τύχες του βυζαντινού κράτους. Από το 13ο αι. και μετά. ανήκει άλλοτε στους Φράγκους, άλλοτε στους Βυζαντινούς, άλλοτε στους Ενετούς και άλλοτε στους Τούρκους με σημαντικότερους σταθμούς της πορείας αυτής την περίοδο από το 1266 ως το 1430, όταν περιέρχεται στους Φράγκους, ακολούθως στο Βυζάντιο, και από το 1458 στους Τούρκους. Από το 1687 έως το 1715 στους Ενετούς και πάλι στους Τούρκους μέχρι την Επανάσταση του 1821. Μετά την απελευθέρωση, η Πάτρα αναπτύσσεται ταχύτατα χάρη στο λιμάνι της και το εμπόριο που διεξάγεται μέσω αυτού. Ωραία νεοκλασικά κτίρια κοσμούν την πόλη, της οποίας οι δρόμοι καταλήγουν στη θάλασσα, ώστε να μην αποκόπτεται από τη ζωογόνο δύναμη της τελευταίας. Η καλλιτεχνική και πνευματική ζωή είναι έντονη. Σταδιακά αναπτύσσεται και η μεγάλη βιομηχανία με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού της. Σήμερα η Πάτρα περιλαμβάνεται μέσα στις σπουδαιότερες ελληνικές πόλεις, και το λιμάνι της εξακολουθεί να παίζει τον πρωτεύοντα εκείνο ρόλο που έπαιζε και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της μακραίωνης ιστορίας της.
Κείμενο: Μιχάλης Πετρόπουλος, αρχαιολόγος, ΣΤ' ΕΚΠΑ

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


ΠΑΤΡΑΙ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Η ιστορία της Πάτρας κατά την γραπτή παράδοση
  Η ιστορία της Πάτρας ήταν γνωστή ως πρόσφατα μόνον από την γραπτή παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν ιδρύθηκε από τους Αχαιούς της Σπάρτης, οι οποίοι με επικεφαλής τον Πρευγένη και το γιό του Πατρέα ήλθαν εδώ, όταν εκδιώχθηκαν από τους Δωριείς, κατά την κάθοδο των τελευταίων στην Πελοπόννησο τον 11ο αι. π.Χ., δηλαδή στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Αλλά και οι Αχαιοί του Αργους, που εκδιώχθηκαν επίσης από τους Δωριείς, με επικεφαλής τον Τισαμενό κατέλαβαν την Ανατολική Αχαϊα ύστερα από πολιορκία της Ελίκης. Από τους Ίωνες ολόκληρη η Αχαϊα ονομαζόταν ως τότε Ιωνία, αλλά και Αιγιαλός είτε από το βασιλέα της Σικυώνος Αιγιαλό είτε γιατί εκτεινόταν κατά μήκος του αιγιαλού ( παραλία ). Οι Ίωνες αρχικά κατέφυγαν στην Αθήνα και από εκεί στη Μικρά Ασία, όπου ίδρυσαν δώδεκα πόλεις, την Ιωνική Δωδεκάπολη, σ' ανάμνηση των δώδεκα πόλεων που άφησαν πίσω τους.
  Ο Πρευγένης με τον Πατρέα, όταν έφθασαν εδώ, συνένωσαν τρεις ιωνικές πολίχνες, την Αρόη, τη Μεσάτι και την Ανθεια, και με κέντρο την Αρόη ίδρυσαν μία νέα πόλη, τις Πάτρες, που έλαβε το όνομά της από τον Πατρέα. Ήταν δε σε πληθυντικό αριθμό λόγω της συνένωσης πολλών οικισμών. Από τις τρεις αυτές πολίχνες παλαιότερη ήταν η Αρόη. Οικιστής της ήταν ο Εύμηλος, ο οποίος με τη βοήθεια του Τριπτόλεμου από την Ελευσίνα εισήγαγε την καλλιέργεια των δημητριακών. Ο Εύμηλος μαζί με τον Τριπτόλεμο οίκισαν ακολούθως την 'Ανθεια, η οποία έλαβε το όνομά της από το γιό του Ευμήλου Ανθεία. Στη Μεσάτι τέλος λατρευόταν ο Διόνυσος.
  Κατ' άλλη παράδοση ο Ευρύπυλος, γιος του Ευαίμονος, βασιλιάς της Θεσσαλίας, μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, επικεφαλής Θεσσαλών ίδρυσε στην Αρόη αποικία.
  Μετά τη μυκηναϊκή εποχή η Πάτρα, ευρισκόμενη στην περιφέρεια του ελληνικού χώρου και μακρυά από τα μεγάλα κέντρα της εποχής, Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθο, Χαλκίδα, κ.λπ., δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο στα μεγάλα γεγονότα και στις πολιτικές εξελίξεις που συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν στέλνει αποικίες, δε λαβαίνει ενεργό μέρος στους Περσικούς Πολέμους και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά ούτε και στις πολεμικές συγκρούσεις του 4ου αι. π.Χ. Η πρωτοβουλία των κινήσεων όλο αυτό το διάστημα ανήκει στην Ανατολική Αχαϊα. Αντιθέτως από το 280 π.Χ. κ.ε. όταν πρωτοστατεί στην ίδρυση του Β΄ Αχαϊκού Κοινού μαζί με τις πόλεις Δύμη, Τριταία και Φαρές, η πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων για πρώτη φορά μεταφέρεται στη Δ. Αχαϊα. Αργότερα και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας το 146 π.Χ. και την κατάκτηση της Κορίνθου η Πάτρα παίζει ουσιαστικό πλέον ρόλο μια και ιδρύεται από τον Αύγουστο ρωμαϊκή αποικία.
  Ακριβώς η περιθωριοποίηση από πολιτική άποψη της Πάτρας στις προ του 146 π.Χ. περιόδους φαίνεται ότι στάθηκε η αιτία ώστε γεγονότα τοπικής εμβέλειας να μη καταγραφούν από τους αρχαίους ιστορικούς, παρά μόνον όσα συνδέθηκαν με μία από τις μεγάλες πόλεις της εποχής. Έτσι γνωρίζουμε ότι αν και δεν συμμετείχε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431- 404 π.Χ.), ο Αλκιβιάδης πρότεινε στους Πατρείς να κατασκευάσουν μακρά τείχη για να συνδέσουν την περί την ακρόπολη πόλη με το λιμάνι.
Η ιστορία της Πάτρας μετά τις ανασκαφές
  Με τη βοήθεια των ανασκαφών, κυρίως των σωστικών σε οικόπεδα, πολλά κενά στην ιστορία της πόλης καλύπτονται, αλλά και πολλά από τα παραδιδόμενα από τους αρχαίους συγγραφείς αναιρούνται.
  Έτσι από τα μέχρι στιγμής στοιχεία γίνεται φανερό ότι η Πάτρα πρωτοκατοικείται την Πρωτοελλαδική Περίοδο, δηλαδή την 3η χιλιετία π.Χ., και όχι στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Τα αρχαιότατα αυτά ίχνη της, με τη μορφή μικρού οικισμού, έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της σημερινής Αρόης. Κατά την επόμενη Μεσοελλαδική Περίοδο, πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., ιδρύεται ένας ακόμη οικισμός στην περιοχή της. Όμως την πρώτη μεγάλη ακμή της η Πάτρα διέρχεται κατά την επόμενη Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή Περίοδο ( 1580-1100 π.Χ. ). Η πληθώρα των μυκηναϊκών νεκροταφείων και των οικισμών που βρέθηκαν τόσο μέσα στην πόλη ( στην οδό Γερμανού ), όσο και γύρω από αυτήν, στη Βούντενη, στην Αρόη, στη Σαμακιά, στο Γηροκομειό, στο Πετρωτό ( Αχάια-Κλάους ), στην Κρήνη, στο Σαραβάλι, στην Καλλιθέα και αλλού, δείχνουν όχι μόνον ότι ο πληθυσμός έχει αυξηθεί σημαντικά, αλλά και ότι έχουν αναπτυχθεί σχέσεις και με άλλες περιοχές.
  Ο συνοικισμός της Πάτρας στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής, φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θρησκευτική ένωση και ίδρυση μιας κοινής λατρείας προς τιμήν της Αρτέμιδος, που για το λόγο αυτόν αποκλήθηκε και Τρικλαρία, από τους τρεις κλάρους ( κλήρους, οι τρεις οικισμοί που προϋπήρχαν ) και που συμμετείχαν στα δρώμενα. Ο ναός της Αρτέμιδος τοποθετείται με μεγάλη πιθανότητα στην περιοχή του Βελβιτσίου, από όπου προέρχονται τρία σπουδαία γλυπτά από το αέτωμα κλασικού ναού. Πρόσφατο επιγραφικό εύρημα τοποθετεί τη Μεσάτι στην περιοχή των Συχαινών και της Βούντενης. Αν δεχθούμε ως αληθή τη μαρτυρία των αρχαίων πηγών ότι η Πάτρα ιδρύθηκε στην Αρόη, τότε η τελευταία πρέπει να αναζητηθεί στη θέση του μεσαιωνικού κάστρου και της σημερινής Αρόης. Απομένει η ταύτιση της 'Ανθειας, για την οποία η πιθανότερη θέση είναι ο λόφος Μυγδαλιά του Πετρωτού. Η ακρόπολη της αρχαίας Πάτρας, μυκηναϊκή και κλασική, βρίσκεται κάτω από το μεσαιωνικό κάστρο, σε βάθος τουλάχιστον 20 μέτρων και η ανασκαφή της παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Αν ποτέ γίνει θα έλθουν στο φως τα λείψανα σημαντικών ναών, όπως της Αρτέμιδος Λαφρίας, της Παναχαϊδος Αθηνάς, κλπ.
  Από τις επόμενες γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή λίγα στοιχεία έχουν εντοπιστεί, και δείχνουν τη βαθμιαία εξασθένηση των οικισμών της Πάτρας. Αντιθέτως την κλασική περίοδο ( 5ος και 4ος αι. π.Χ. ) φαίνεται ότι γίνεται στην πραγματικότητα ο πολιτικός συνοικισμός της Πάτρας και η οργάνωσή της σε πόλη, διότι τότε, μέσα του 5ου αι. π.Χ., ιδρύεται το αρχαιότερο νεκροταφείο της, γνωστό ως Βόρειο νεκροταφείο.
  Η παράδοση επομένως για τον Πατρέα είναι κατά πάσα πιθανότητα νεότερο δημιούργημα, ίσως των ελληνιστικών χρόνων, όταν οι περισσότερες ελληνικές πόλεις εφεύρισκαν οικιστές για να ερμηνεύσουν το όνομά τους. Η παράδοση για τα μακρά τείχη του Αλκιβιάδη φαίνεται ότι στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, διότι ίχνη τους εντοπίστηκαν σε σωστική ανασκαφή.
  Την ελληνιστική εποχή, από το 323-146 π.Χ., η πόλη απλώνεται προς τη θάλασσα και ιδρύεται και δεύτερο νεκροταφείο, το Νότιο. Τη μεγαλύτερη, όμως, ακμή στην ιστορία της η Πάτρα διέρχεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όταν το λιμάνι της, εξαιτίας της καταστροφής της Κορίνθου, παίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο στην επικοινωνία Ελλάδας και Ιταλίας. Εξάλλου η ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας το 14 π.Χ. από τον Αύγουστο, δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση με την εγκατάσταση ρωμαίων βετεράνων, τη δημιουργία κτηματολογίου, την παροχή προνομίων, την ίδρυση βιοτεχνίας, με σημαντικότερη εκείνη των πήλινων λυχναριών που εξάγονται σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, και τη δημιουργία τουλάχιστον δύο βιοτεχνικών ζωνών, την κατασκευή επαρχιακών δρόμων που την καθιστούν συγκοινωνιακό κέντρο, την επίστρωση των δρόμων της πόλης με λίθινες πλάκες Αστακού, την ανέγερση ναών και δημόσιων κτηρίων, την εισαγωγή ξένων λατρειών κ.λπ. Η πόλη απλώνεται ως τη θάλασσα, και ο πληθυσμός της μεγαλώνει με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ακόμη νεκροταφεία, το Ανατολικό και το Νοτιοανατολικό. Η ύπαιθρος αναδιοργανώνεται και η εκμετάλλευση της γης γίνεται πλέον μέσω των αγροικιών. Στην Πάτρα εκχωρείται από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες το δικαίωμα να κόβει και δικά της νομίσματα, στα οποία αναγράφονται τα αρχικά CAAP, τα οποία είχαν μεταγραφεί παλαιότερα σε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην Αρόη της Πάτρας. Πρόσφατα όμως βρέθηκε νόμισμα με ανεπτυγμένο τον τύπο της συντομογραφίας, στον οποίο διαβάζουμε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην αχαϊκή Πάτρα.
  Αλλά και μεγάλα δημόσια κτήρια και άλλες ευεργεσίες προς την πόλη προσέφεραν οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, το ρωμαϊκό υδραγωγείο, το ρωμαϊκό Ωδείο κ.λπ., πράγμα που αποδεικνύεται από τις αναθηματικές προς τιμή τους επιγραφές που βρέθηκαν και στις οποίες χαρακτηρίζονται ως ευεργέτες.
  Η Πάτρα είναι πλέον μία κοσμοπολίτικη πόλη. Από το τέλος, όμως, του 3ου αι. μ.Χ. κ.ε. αρχίζει να παρακμάζει, πιθανότατα εξαιτίας ενός ισχυρότατου σεισμού που έπληξε ολόκληρη τη Β.Δ. Πελοπόννησο γύρω στο 300 μ.Χ.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Πατρών


ΡΙΟ (Λιμάνι) ΠΑΤΡΑ
  Τα δύο Ρία (Ρίον και Αντίρριον), οι κατά τον Ρωμαίο Λίβιο "σιαγόναι του Κορινθιακού Κόλπου", διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο κατά τους νεώτερους χρόνους, όταν ο σουλτάνος Βογιατζήτ Β' μετέτρεψε το 1499 τις δύο ακτές σε "Κουτσούκ Τσανάκ Καλέ" ή "Μικρά Δαρδανέλλια", κατασκευάζοντας το Καστέλλι του Μορέως ή της Πάτρας (Ρίον) και το απέναντι Καστέλλι της Ρούμελης (Αντίρριον). Σαν συμπληρωματική δύναμη, το ένα του άλλου, με τα διασταυρούμενα πυρά των κανονιών τους, που εμπόδιζαν την δίοδο στα εχθρικά πλοία ή τα στερούμενα της σχετικής αδείας, ήταν επόμενο οι δύο καστροπολιτείες να είχαν την ίδια τύχη στην διαδρομή του χρόνου και την ίδια διαδοχή κατακτητών.
  Μετά από 33 χρόνια τουρκικής παρουσίας ο Γενοβέζος Αντρέας Ντόρια καταλαμβάνει τα κάστρα, τα οποία όμως κρατά μόνο για έξι μήνες γιατί οι επιστρέψαντες Οθωμανοί τα επαναποκτούν τον Απρίλιο του 1533 και τα κρατούν μέχρι το 1603, όπου τα καταστρέφουν οι Ιππότες της Μάλτας γνωστοί και ως Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου.
  Στο μεταξύ, είχε προηγηθεί η "Sacra Lega" δηλαδή "Η Ιερή Συμμαχία" των χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης, που με τον στόλο της, υπό τον Δον Ζουάν τον Αυστριακό, κατατρόπωσαν τους Οθωμανούς στην περίφημη "Ναυμαχία της Ναυπάκτου" ή "Battalia di Lepanto" στις 7-10-1571, μετατρέποντας όλη τη θαλάσσια περιοχή σ' ένα τεράστιο υδάτινο νεκροταφείο με τα 32.000 πτώματα των σκοτωμένων στρατιωτών να επιπλέουν μεταξύ Ρίου και Αντιρρίου και να φτάνουν μέχρι τον Πατραϊκό Κόλπο. Τότε πλησίον του Ρίου, στον Πάνορμο, δημιουργήθηκε χριστιανικό νεκροταφείο και ναός αφιερωμένος στον Αγ. Γεώργιο.
  Η συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ Τούρκων και Βενετών για τον έλεγχο της Πελοποννήσου έφερε και πάλι τα κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου στο πολεμικό προσκήνιο το καλοκαίρι του 1687. Ο στρατάρχης Φραγκίσκος Μοροζόνι μετά από ανελέητο κανονιοβολισμό κυριεύει τα καστέλλια, τα οποία με την εποπτεία του Ενετού Βαρβαρίνου επουλώνουν τις πληγές τους. Μεγαλύτερες ζημιές είχε πάθει το κάστρο του Αντιρρίου από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης που προκάλεσαν οι Τούρκοι στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Αυτή την εποχή κατασκευάζονται στο κάστρο του Ρίου ένα νέο περιτείχισμα ο ναός της Παρθένου της Υγείας (Ζωοδόχου Πηγής) και τα προπύργια του Αγίου Μάρκου, Αγίας Μαρίας και Αγίου Αντωνίου. Επίσης, αυτή την εποχή, μεταφέρεται στο Ρίον από την Πάτρα, η Διοίκηση και το Ταμείο των Ενετών, αποκτώντας το κάστρο του μεγαλύτερη ισχύ και σημασία.
  Το μισοφέγγαρο θα ξαναϋψωθεί και στα δύο φρούρια τον Αύγουστο του 1715 με την σαρωτική επανεμφάνιση των Οθωμανών, που εγκαινιάζουν την Β' Τουρκοκρατία και η οποία θα λήξει μετά από 113 χρόνια, το 1828 όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις του στρατηγού Μαιζών και ο στόλος των 3ων Συμμαχικών Δυνάμεων θα διώξουν τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ και τις ορδές του από την Πελοπόννησο.
  Το κάστρο του Ρίου, που παραδόθηκε στους Γάλλους στις 30-10-1828, παρέλαβε και έγινε ο πρώτος φρούραρχός του, ο Κρητικός αξιωματικός Νικόλαος Τριτάκης, ενώ τη συνθήκη για την παράδοση του κάστρου του Αντιρρίου την υπέγραψε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας αδελφός του Α' Κυβερνήτη της Ελλάδας.
  Ο Γάλλος διπλωμάτης Λουδοβίκος Αύγουστος Φελίξ Μπωζούρ (1765-1863) στο έργο του "Ταξίδι στην Οθωμανική αυτοκρατορία" περιγράφει με λεπτομέρειες και γλαφυρότητα την κατάσταση των δύο κάστρων, ενώ ο Πουκεβίλ μας πληροφορεί ότι το 1821 υπήρχε χωριό στο Ρίον με 180 οικογένειες Ελλήνων και Τούρκων, που έλεγχαν την μεγάλη πεδιάδα με το όνομα "Ο κάμπος του Κάστρου", δηλαδή Καστελόκαμπος.
  Οι πηγές (Νουχάκης, Κούνδουρος κ.α.) αναφέρουν την ύπαρξη, από το 1889, του οικισμού του Αγίου Γεωργίου με 421 κατοίκους και λίγο αργότερα του οικισμού Ζαϊμαίκα με 830 κατοίκους, ενώ από το 1831 το κάστρο του Ρίου είχε μεταβληθεί σε φυλακή - κάτεργο, κάτι που απέφυγε το κάστρο του Αντιρρίου, όχι όμως και τις κακοποιήσεις από τους τελευταίους κατακτητές (Ιταλούς) και τους σύγχρονους Έλληνες. Το πέρασμα Ρίου - Αντιρρίου, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε για το διαμετακομιστικό εμπόριο, αν και δεκάδες μικρά ιστιοφόρα έκαναν την διαδρομή, όπως μαρτυρεί ο Μανζάρ στα απομνημονεύματά του, παρά μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
  Η μετάβαση προϊόντων από την Πάτρα, το μεγάλο συλλεκτικό και διαμετακομιστικό κέντρο, προς την Στερεά Ελλάδα και από εκεί προς την Ήπειρο, γινόταν μέσω του Μεσολογγίου και του Γαλαξιδίου στην αρχή και αργότερα μέσω του Κρυονερίου με το ατμόπλοιο "Καλυδώνα".
  Πρώτος, που συνέλαβε την ιδέα για την αξιοποίηση των δύο Ρίων, προς όφελος του εμπορίου, ήταν ο "πατέρας των συγκοινωνιακών μέσων", ο Χαρ. Τρικούπης, ο οποίος μαζί με τον σιδηρόδρομο, την Κωπαϊδα, τον Ισθμό της Κορίνθου είχε ονειρευθεί και την ζεύξη με γέφυρα του Ρίου - Αντιρρίου κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Μετά την "πτώχευση της Ελλάδος" η ιδέα ξεχάστηκε μέχρι το 1977 την οποία ανέσυρε από την λήθη και την έφερε στο προσκήνιο το Πανεπιστήμιο Πατρών επί πρυτανίας Κων. Γούδα.
  Το μεγαλόπνοο έργο πρόκειται να πραγματοποιηθεί στις μέρες μας αφού ήδη έγινε η αρχή των εργασιών κι έτσι το όνειρο της ζεύξης τόσων γενιών θα γίνει πραγματικότητα.
  Στο πέρασμα του χρόνου όμως, ενώ το Ρίον εξελισσόταν στο ωραιότερο θέρετρο των Πατρών, με σιδηροδρομικό σταθμό, με τους αθλητικούς αγώνες "Ελευθέρεια" με μνημόσυνα για τους πεσόντες φιλέλληνες, με ονομαστό καφενείο κ.λπ., το απέναντι Αντίρριον παρέμενε ένας μικρός οικισμός ψαράδων, αναπολώντας την παλαιά του στρατηγική αίγλη και την υπερηφάνεια του ότι κάποτε στα αρχαία χρόνια το είχε επισκεφθεί ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος, ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 με φωτογραφία, από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ρίου

ΩΛΕΝΗ (Χωριό) ΗΛΕΙΑ
  Ο Δήμος Ωλένης με έδρα το Δ.Δ. Καράτουλα δανείστηκε το όνομα του από το σημερινό χωριό Ώλενα.
  Σύμφωνα με ιστορικές πηγές κοντά στη σημερινή έδρα του Δήμου και στο χωριό Ώλενα βρισκόταν η Μεσαιωνική πόλη Ώλενα. Σ' ένα βουνό με 300 περίπου μ. υψόμετρο δηλ. στο νοτιότερο και ψηλότερο σημείο του οροπεδίου, σώζονται τα ερείπια του ναού της Επισκοπής που άνηκαν στο Ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Στα χρόνια του Μεσαίωνα αυτός ήταν μεγάλος και αξιόλογος γιατί ήταν ο μητροπολιτικός ναός της. Είναι εμφανή τα ίχνη της βυζαντινής τεχνοτροπίας καθώς και οι επισκευές της φραγκικής περιόδου. Σώζεται το μεσαίο διαμέρισμα του. Κάτω από το Αγιο Βήμα ανασκάφτηκαν τάφοι που προφανώς άνηκαν σε Αρχιερείς.
  Τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας η Ώλενα ήταν σε πληθυσμό η δεύτερη πόλη στην περιοχή μας μετά την Ανδραβίδα και προϋπήρξε της επιδρομής των Λατίνων. Δεν φαίνεται όμως να υπήρχε στην αρχαιότητα. Η πόλη Ώλενος που βρισκόταν στην Κ. Αχαία δεν έχει καμιά σχέση με τη μεσαιωνική Ώλενα που βρίσκεται στην περιοχή του Πύργου.
  Η Ώλενα από τον ένατο αιώνα χρημάτισε ως έδρα του επισκόπου της Ήλιδας. Στον πρώτο χρόνο της Φραγκοκρατίας με απόφαση του πρίγκιπα Γοδοφρείδου Α' η έδρα της επισκοπής αυτής μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα Ανδραβίδα. Μετά την κατάλυση της Φραγκοκρατίας που κράτησε για την Ηλεία 223 χρόνια, η Ώλενα ξαναβρήκε την παλιά της αίγλη, αφού ξανάγινε έδρα του ορθοδόξου επισκόπου σ' όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας. Τελευταίος δε επίσκοπος στην ιστορία της Επισκοπής Ωλένης υπήρξε ο Φιλάρετος (1802-1821) ο οποίος κατέχει την πρώτη θέση από όλους τους επισκόπους στην τοπική παράδοση. Με τον μαρτυρικό του θάνατο το Σεπτέμβριο του 1821 από τους Τούρκους στις φυλακές της Τριπόλεως, τελείωσε και η μακραίωνη πορεία της ιστορικής Επισκοπής Ωλένης. Έδρα της Επισκοπής από το 1800 είναι πιθανόν ο Πύργος. Αλλά ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να λέγεται Μητρόπολις Ηλείας και Ωλένης τιμώντας έτσι την πρώτη επίσημη επισκοπική έδρα της περιοχής μας, γιατί δεν γνωρίζουμε αν παλαιότερα υπήρξε κάποια άλλη.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ωλένης

Συμμαχίες

Αχαϊκή Συμπολιτεία

ΑΙΓΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
   (Achaicum Foedus; to Achaikon). The league or confederation of a number of towns on the northwest coast of Peloponnesus. In speaking of it we must distinguish between two periods. The former, though formed for mutual protection, was mainly of a religious character, whereas the latter was a political confederation to protect the towns against the domination of Macedonia.
    (1) The Earlier League.--When the Heraclidae took possession of Peloponnesus, a portion of the Achaeans, under Tisamenos, turned northwards and took possession of the northern coast of the peninsula, which was called Aigialos: the Ionians, who had hitherto occupied that country, sought refuge in Attica and on the west coast of Asia Minor. The country thus occupied by the Achaeans, from whom it derived its name of Achaia, contained twelve towns which had been leagued together even in the time of their Ionian inhabitants. They were governed by the descendants of Tisamenus, until, after the death of King Ogyges, they abolished the kingly rule and established democratic institutions. The time when this happened is not known. In the time of Herodotus the twelve towns of which the league consisted were: Pellene, Aegeira, Aegae, Bura, Helice, Aegion, Rhypes, Patrae, Pharae, Olenos, Dyme, and Tritaea. After the time of Herodotus, Rhypes and Aegae disappear from the number of the confederate towns, as they had decayed and become deserted, and Leontion and Cerynea stepped into their place. Helice appears to have been their common place of meeting; but this town, together with Bura, was swallowed up by the sea during an earthquake in B.C. 373, whereupon Aegion was chosen as the place of meeting for the confederates (Strab. viii. p. 384). Of the constitution of this league very little is known; but it is clear that the bond which united the different towns was very loose, and less a political than a religious one. The looseness of the connection among the towns in a political point of view is evident from the fact that some of them acted occasionally quite independent of the rest. The confederation generally kept aloof from the troubles of other parts of Greece, on which accordingly it exercised no particular influence down to the time when the league was broken up by the Macedonians. But they were nevertheless highly respected by the other Greek states on account of their honesty, sincerity, and wise moderation. Hence after the battle of Leuctra they were chosen to arbitrate between the Thebans and Lacedaemonians. Demetrius, Cassander, and Antigonus Gonatas placed garrisons in some of their towns, while in others they favoured the rising of tyrants. The towns were thus separated from one another, and the whole confederation was gradually destroyed.
    (2) The Later League.--The ancient confederacy had thus ceased to exist for some time when events took place which in some towns roused the ancient spirit of independence. When in B.C. 281 Antigonus Gonatas attempted to drive Ptolemaeus Ceraunus from the throne of Macedonia, the Achaeans availed themselves of the opportunity of shaking off the Macedonian yoke, and renewing the old confederation. The object, however, was no longer a common worship, but a real political union among the towns. The places which first shook off the yoke of the oppressors were Dyme and Patrae, and the alliance concluded between them was speedily joined by the towns of Tritaea and Pharae. One town after another expelled the Macedonian garrisons and tyrants; and when in B.C. 275, Aegion, the head of the ancient league, followed the example of the other towns, the foundation of the new confederation was complete, and the main principles of its constitution were settled, though afterwards many changes and modifications were introduced. The fundamental laws were that henceforth the confederacy should form one inseparable state; that every town which should join it should have equal rights with the others; and that all members in regard to foreign countries should be regarded as dependent, and be bound in every respect to obey the federal government and those officers who were intrusted with the executive. No town, therefore, was allowed to treat with any foreign power without the sanction of the others. Aegion, for religious reasons, was appointed the seat of the government. At Aegion, therefore, the citizens of the various towns met at stated and regular times to deliberate upon the common affairs of the confederation, and if necessary upon those of any separate town or even of individuals, and to elect the officers of the league. After having thus established a firm union among themselves, the Achaeans zealously exerted themselves in delivering other towns also from their tyrants and oppressors. The league, however, did not acquire any great strength until B.C. 251, when Aratus united Sicyon, his native place, with it, and some years later also gained Corinth for it. Megara, Troezen, and Epidaurus soon followed their example. Afterwards Aratus prevailed upon all the more important towns of Peloponnesus to join the confederacy, and Megalopolis, Argos, Hermione, Phlius, and others were added to it. In a short time the league thus reached its highest power, for it embraced Athens, Aegina, Salamis, and the whole of Peloponnesus, with the exception of Sparta, Tegea, Orchomenus, Mantinea, and Elis. Greece seemed to revive, and promised to become stronger and more united than ever, but it soon showed that its new power was employed only in self-destruction and its own ruin. The Achaean League might at one time have become a great power, and might have united at least the whole of Peloponnesus into one State; but the original objects of the league were in the course of time so far forgotten that it sought the protection of those against whom it had been formed; and the perpetual discord among its members, the hostility of Sparta, the intrigues of the Romans, and the folly and rashness of the last strategy brought about not only the dissolution and destruction of the confederacy, but the political annihilation of the whole of Greece in the year B.C. 146.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Dec 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Grammateus (grammateus). The Greek word for a writer, secretary, or clerk. At Athens the officials had numerous clerks attached to them, who were paid by the State and belonged to the poorer class of citizens. But there were several higher officials who bore the title of grammateus. The Boule, or Senate, for instance, chose one of its members by show of hands to be its clerk or secretary for one year. His duty was to keep the archives of the Senate. So, too, a secretary was chosen by lot from the whole number of senators for each prytany to draft all resolutions of the Senate. His name is therefore generally given in the decrees next to that of the president and the proposer of the decree. The name of the grammateus of the first prytany was also given with that of the archon, as a means of marking the year with more accuracy. At the meetings of the Ecclesia, a clerk, elected by the people, had to read out the necessary documents. The office of the antigrapheis, or checking clerks, was of still greater importance. The antigrapheus of the Senate, elected at first by show of hands, but afterwards by lot, had to take account of all business affecting the financial administration. The antigrapheus of the administration had to make out, and lay before the public, a general statement of income and expenditure, and exercised a certain amount of control over all financial officials. In the Aetolian and Achaean leagues the grammateus was the highest officer of the league after the strategi and hipparchi.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Oct 2003 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Aetolian League

ΑΙΤΩΛΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
   Aetolicum Foedus, (to koinon ton Aitolon). A confederation of the Aetolian towns, afterwards joined by other towns and cantons of Greece, and formed in B.C. 338, after the battle of Chaeronea, to counteract the influence of Macedonia in the affairs of Greece. Its political existence was destroyed in B.C. 189 by the treaty with Rome by which the Aetolians became Roman subjects.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Aetolian League : Perseus Project

Achaean league

ΑΧΑΪΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Achaicun Foedus (to Achaikon), the league or confederation of a number of towns on the north-west coast of Peloponnesus. In speaking of the Achaean league we must distinguish between two periods, an earlier and a later one. The former, though formed for mutual protection, was mainly of a religious character, whereas the latter was pre-eminently a political confederation to protect the towns against the domination of Macedonia.
1. The earlier League.
  When the Herakleidae took possession of Peloponnesus, which until then had been inhabited chiefly by the Achaean race, a portion of the latter, under Tisamenos, turned northwards and took possession of the northern coast of the peninsula, which was called Aigialos: the Ionians, who had hitherto occupied that country, took refuge in Attica and on the west coast of Asia Minor. The country thus occupied by the Achaeans, from whom it derived its name of Achaia, contained twelve towns which had been leagued together even in the time of their Ionian inhabitants. They were governed by the descendants of Tisamenos, until, after the death of king Ogyges, they abolished the kingly rule and established democratic institutions. The time when this happened is not known. In the time of Herodotus (i. 145; comp. Strab. viii. p. 483 foll.) the twelve towns of which the league consisted were: Pellene, Aegeira, Aegae, Bura, Helike, Aegion, Rhypes, Patrae, Pharae, Olenos, Dyme, and Tritaea. After the time of Herodotus, Rhypes and Aegae disappear from the number of the confederate towns, as they had decayed and become deserted (Paus. vii. 23, 25; Strab. viii), and Leontion and Keryneia stepped into their place (Polyb. ii. 41; comp. Paus. vii. 6). Helike appears to have been their common place of meeting; but this town, together with Bura, was swallowed up by the sea during an earth-quake in B.C. 373, whereupon Aegion was chosen as the place of meeting for the confederates (Strab. viii; Diod. xv. 48 ; Pans. vii. 24). Of the constitution of this league very little is known; but it is clear that the bond which united the different towns was very loose, and less a political than a religious one, as is shown by the common sacrifice offered at Helike to Poseidon. When that town was destroyed and Aegion had become the central point of the league, the common sacrifice was offered up to the principal divinities of Aegion, i. e. to Zeus, surnamed Homagyrios, and to Demeter Panachaea (Pans. vii. 24). The looseness of the connexion among the towns in a political point of view is evident from the fact that some of them acted occasionally quite independent of the rest (Thuc. ii. 9). The confederation generally kept aloof from the troubles of other parts of Greece, on which accordingly it exercised no particular influence down to the time when the league was broken up by the Macedonians. But they were nevertheless highly respected by the other Greek states on account of their honesty, sincerity, and wise moderation. Hence after the battle of Leuktra they were chosen to arbitrate between the Thebans and Lakedaemonians (Polyb. ii. 39). Demetrios, Kassander, and Antigonos Gonatas placed garrisons in some of their towns, while in others they favoured the rising of tyrants. The towns were thus separated from one another, and the whole confederation was gradually destroyed.
2. The later League.
  The ancient confederacy had thus ceased to exist for some time when events took place which in some towns roused the ancient spirit of independence. When in B.C. 281 Antigonos Gonatas attempted to drive Ptolemaeos Keraunos from the throne of Macedonia, the Achaeans availed themselves of the opportunity of shaking off the Macedonian yoke and renewing the ancient confederation. The grand object however now was no longer a common worship, but a real political union among the confederate towns. The places which first shook off the yoke of the oppressors were Dyme and Patrae, and the alliance concluded between them was speedily joined by the towns of Tritaea and Pharae (Polyb. ii. 41). One town after another now expelled the Macedonian garrisons and tyrants; and when in B.C. 275 Aegion, the head of the ancient league, followed the example of the other towns, the foundation of the new confederation was complete, and the main principles of its constitution were settled, though afterwards many changes and modifications were introduced. The fundamental laws were that henceforth the confederacy should form one inseparable state; that every town which should join it should have equal rights with the others; and that all members in regard to foreign countries should be regarded as dependent, and be bound in every respect to obey the federal government and those officers who were entrusted with the executive (Polyb. ii. 37 foll.). No town, therefore, was allowed to treat with any foreign power without the sanction of the others. Aegion, for religious reasons, was at first appointed the seat of the government, and retained this distinction until the time of Philopoemen, who proposed a measure according to which the national meetings should be held in rotation in any of the other towns (Liv. xxxviii. 30); but whether this plan was adopted is uncertain. At Aegion, therefore, the citizens of the various towns met at stated and regular times to deliberate upon the common affairs of the confederation, and if necessary upon those of any separate town or even individuals, and to elect the officers of the league. After having thus established a firm union among themselves, the Achaeans zealously exerted themselves in delivering other towns also from their tyrants and oppressors. The league however did not acquire any great strength until B.C. 251, when Aratos united Sikyon, his native place, with it, and some years later also gained Corinth for it. Megara, Troezen, and Epidauros soon followed their example. Afterwards Aratos prevailed upon all the more important towns of Peloponnesus to join the confederacy; and Megalopolis, Argos, Hermione, Phlius, and others were added to it. In a short time the league thus reached its highest power, for it embraced Athens, Aegina, Salamis, and the whole of Peloponnesus with the exception of Sparta, Tegea, Orchomenos, Mantineia, and Elis. Greece seemed to revive, and promised to become stronger and more united than ever, but it soon showed that its new power was employed only in self-destruction and its own ruin. We cannot here enter into the history of this new confederation, but must confine ourselves to giving an outline of its constitution, as it existed at the time of its full development.
  Polybius (ii. 38) remarks that there was no other constitution in the world in which all the members of the community had such a perfect equality of rights and so much liberty, and, in short, which was so perfectly democratic and so free from all selfish and exclusive regulations, as the Achaean league; for all its members had equal rights, whether they had belonged to it from the beginning or had only recently joined it, and whether they were large or small towns. Their common affairs were regulated at general meetings by the citizens of all the towns, and were held regularly twice every year, in the spring and in the autumn. These meetings, which lasted three days, were held in a grove of Zeus Homagyrios, in the neighbourhood of Aegion, and near a sanctuary of Demeter Panachaea. (Polyb. ii. 54, iv. 37, v. 1, xix. 9; Liv. xxxii. 22, xxxviii. 32; Strab. viii; Paus. vii. 24.) In cases of urgent necessity, however, extraordinary meetings might be convened, either at Aegion or in any other of the confederate towns (Liv. xxi. 25; Polyb. xxv. 1, xxix. 8; Pint. Arat. 41). Every citizen, both rich and poor, who had attained the age of thirty, might attend the assemblies, speak, and propose any measure, to which they were invited by a public herald (Polyb. xxix. 9 ; Liv. xxxii. 20). Under these circumstances the assemblies were sometimes of the most tumultuous kind, and a wise and experienced man might sometimes find it difficult to gain a hearing among the crowds of ignorant and foolish people (Polyb. xxviii. 4). It is, however, natural to suppose that the ordinary meetings, unless matters of great importance were to be discussed, were attended chiefly by the wealthier classes, who had the means of paying the expenses of their journey, for many lived at a considerable distance from the place of meeting.
  The subjects to be brought before the assembly were prepared by a council (boule), which seems to have been permanent (Polyb. xxiii. 7, xxviii. 3, xxix. 9; Plut. Arat. 53). The principal subjects on which the assembly had to decide were -peace and war (Polyb. iv. 15 foll.); the reception of new towns into the confederacy (Polyb. xxv. 1); the election of the magistrates of the confederation (Polyb. iv. 37, 82; Plut. Arat. 41); the punishment of offences committed by the magistrates, though sometimes special judges were appointed for that purpose, as well as the honours and distinctions to be conferred upon them (Polyb. iv. 14, viii. 14, xl. 5, 8; Paus. vii. 9). The ambassadors of foreign states had to deliver their messages to the assembly, where they were discussed by the assembled people (Polyb. iv. 7, xxiii. 7 foll., xxviii. 7; Liv. xxxii. 9). The assembly further had the power to determine as to whether negotiations were to be carried on with any foreign power or not, and no single town was allowed to send an embassy to a foreign power on its own responsibility, even on matters of merely local importance, although otherwise every individual town managed its own internal affairs at its own discretion, so long as it did not interfere with the interests of the league. No town, moreover, was allowed to accept presents from a foreign power (Polyb. xxiii. 8; Pans. vii. 9). The votes in the assembly were given according to towns; each town, whether large or small, having one vote (Liv. xxxviii. 22 foll.).

The principal officers of the Achaean league were:
1. At first two strategi (stratepsoi), but after the year B.C. 255 there was only one (Strab. viii), who, in conjunction with the hipparchus (hipparchos) or commander of the cavalry (Polyb. v. 95, xxviii. 6) and an under-strategus (hupostrategos, Polyb. iv. 59), commanded the army furnished by the confederate towns, and was entrusted with the whole conduct of the war.
2. A state-secretary (grammateus).
3. An apparently permanent council of ten men, called the demionrgoi (Strab. viii; Liv. xxxii. 22, xxxviii. 30; Polyb. v. 1, xxiii. 10, where they are called archontes). These demiurgi, whom Polybius in another passage (xxxviii. 5) calls geronsia, appear to have presided at the great assemblies, which either they or the strategus might convene, though it seems that the latter could do so only when the people were convened in arms or for military purposes (Polyb. iv. 7; Liv. xxv. 25).
  All the officers of the league were elected in the assembly held in the spring, at the rising of the Pleiades (Polyb. ii. 43; iv. 6, 37; v. 1), and legally they were invested with their several offices only for one year; but it often happened that men of great merit, like Aratos and Philopoemen, were re-elected for several successive years (Plut. Arat. 24, 30; Cleom. 15). If an officer died during the period of his office, his place was filled by his predecessor, until the time for the new elections arrived (Polyb. xl. 2). The close union subsisting among the confederates was, according to Polybius (ii. 37), strengthened by their adopting common weights, measures, and coins. Many Achaean coins are preserved in various collections.
  The Achaean league might at one time have become a great power, and might have united at least the whole of Peloponnesus into one state; but the original objects of the league were in the course of time so far forgotten that it sought the protection of those against whom it had been formed; and the perpetual discord among its members, the hostility of Sparta, the intrigues of the Romans, and the folly and rashness of the [p. 10] last strategi brought about not only the dissolution and destruction of the confederacy, but the political annihilation of the whole of Greece in the year B.C. 146. After a time the Romans again allowed certain national confederations to be renewed (Paus. vii. 16), but they had no political influence, and were entirely dependent upon the Roman governor of Macedonia, until in the reign of Augustus all Greece was constituted as a Roman province under the name of Achaia.

This text is from: A Dictionary of Greek and Roman Antiquities (1890) (eds. William Smith, LLD, William Wayte, G. E. Marindin). Cited June 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Boeotia, Arkadia & Elis (ca. 371 BC)

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
(...) On the other hand, after the disaster at Leuctra, when his adversaries in league with the Mantineans were murdering his friends and acquaintances in Tegea, and a coalition of all Boeotia, Arcadia and Elis had been formed, he (Agis) took the field with the Lacedaemonian forces only, thus disappointing the general expectation that the Lacedaemonians would not even go outside their own borders for a long time to come.

Aetolian League

ΘΕΡΜΩΝ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Sanctuary of Apollo and meeting place of the Aetolian League

Συμμετοχές σε αγώνες των Ελλήνων:

Battle of Plataea

ΑΝΑΚΤΟΡΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
. . . next again, five hundred Ampraciots. After these stood eight hundred Leucadians and Anactorians, and next to them two hundred from Pale in Cephallenia

Battle of Plataea

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ

Battle of Plataea

ΛΕΠΡΕΟΝ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
. . . one thousand Troezenians were posted, and after them two hundred men of Lepreum, then four hundred from Mycenae and Tiryns

Battle of Plataea

ΧΑΛΚΙΣ (Αρχαία πόλη) ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ

Χρονολόγιο

Σύντομη χρονολογική ανασκόπηση

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ (Πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
1571: 7 Οκτωβρίου. Πρώτη ιστορική αναφορά του Μεσολογγίου από τον Ενετό Paolo Paruta.
1684: Ο Ενετός Στρασόλδο καταλαμβάνει το Μεσολόγγι διώχνοντας τους Τούρκους.
1685: Ανακατάληψη του Μεσολογγίου από τους Τούρκους.
1715: Οι Τούρκοι καταστρέφουν άλλη μια φορά το Μεσολόγγι.
1730: Οι Ενετοί ιδρύουν Υποπροξενείο στο Μεσολόγγι.
1740: Στην καρδιά του Ζυγού χτίζεται το Μοναστήρι του Αϊ-Συμιού.
1760: Ο Παναγιώτης Παλαμάς ιδρύει την Παλαμαϊκή Σχολή.
1764: Το Μεσολόγγι ακμάζει και το Εμπορικό Ναυτικό του ανταγωνίζεται ισάξια το Ενετικό.
1771: 10 Απριλίου. Το Μεσολόγγι επαναστατεί. Οι Τούρκοι σφάζουν και λεηλατούν. Επί τρεις μέρες η φωτιά καταστρέφει την Πόλη. Καίγεται και η Παλαμαϊκή Σχολή.
1801: Το Μεσολόγγι περιέρχεται στην δικαιοδοσία του Αλή Πασά. Εμπορική παρακμή.
1821: 5 Μαρτίου. Πρώτη Στρατιωτική Ενέργεια της Επανάστασης του 1821. Επίθεση του στρατηγού Μακρή με άλλους Καπεταναίους εναντίον Τουρκικής Αποστολής στη Σκάλα Μαυρομάτη, κοντά στο Μεσολόγγι.
1821: 20 Μαϊου. Οι Μεσολογγίτες υψώνουν τη σημαία της Επανάστασης.
1822: Α’ πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή.
1823: 7 Μαρτίου. Ο μηχανικός Μιχ. Κοκκίνης αρχίζει συστηματική οχύρωση του Μεσολογγίου.
1824: 1 Ιανουαρίου. Εκδίδεται το πρώτο φύλλο των «Ελληνικών Χρονικών» από τον Ι. Μάγερ.
1824: 5 Ιανουαρίου. Ο Λόρδος Βύρων (Λόρδος Μπάυρον) φτάνει στο Μεσολόγγι.
1824: 19 Απριλίου. Πεθαίνει στο Μεσολόγγι ο Λόρδος Βύρων.
1825: 20 Απριλίου. Ο Κιουταχής αρχίζει τη Β’ πολιορκία του Μεσολογγίου.
1825: 12 Δεκεμβρίου. Ο Ιμπραήμ ενισχύει τον πολιορκητή Κιουταχή.
1826: 10 Απριλίου. Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» επιχειρούν ηρωική ΕΞΟΔΟ. Ολική καταστροφή της Πόλης. Ανατινάξεις Χρ. Καψάλη & Επισκόπου Ιωσήφ.
1829: 2 Μαίου. Υπογραφή συνθήκης για απελευθέρωση του Μεσολογγίου.
1829: 10 Μαϊου. Οι Μεσολογγίτες επιστρέφουν στα Ιερά τους χώματα.
1830: Ίδρυση του Κήπου των Ηρώων.
1835: Το Μεσολόγγι ανακηρύσσεται Δήμος.
1838: Γίνεται το τείχος.
1859: 5 Απριλίου. Πρώτος εορτασμός - μνημόσυνο της Επετείου της Εξόδου.
1874: Ολοκλήρωση κατασκευής του δρόμου προς την Τουρλίδα.
1884: Ο Δήμαρχος Μεσολογγίου Ηλίας Παπαδόπουλος καθιστά τον εορτασμό της επετείου της Εξόδου Δημοτικό.
1888: Περάτωση κατασκευής του Σιδηροδρόμου Βορειο-Δυτικής Ελλάδας (Σ.Β.Δ.Ε.) στο Μεσολόγγι (1997 έναρξη επαναλειτουργίας Σ.Β.Δ.Ε.).
1895: 16 Απριλίου. Ο Μεσολογγίτης Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης αποτυγχάνει στις Κάννες (1896).
1937: 22 Απριλίου. Με απόφαση του Γεωργίου του Β’ το Μεσολόγγι ονομάζεται «Ιερά Πόλις Μεσολογγίου». Η Κυριακή των Βαϊων, κάθε έτους, επέτειος της ηρωικής εξόδου της φρουράς του Μεσολογγίου, ορίζεται ημέρα εθνικού εορτασμού.
1943: Πεθαίνουν σε διάστημα 40 ημερών οι τρεις μεγάλοι των Γραμμάτων Μεσολογγίτες: 17 Ιανουαρίου Αντ. Τραυλαντώνης, 27 Ιανουαρίου Μ. Μαλακάσης, 27 Φεβρουαρίου Κωστής Παλαμάς.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.

Σύντομη χρονολογική ανασκόπηση

ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
1104 π.Χ. Κάθοδος Δωρικών φυλών.
553 π.Χ. Μεγάλοι σεισμοί καταστρέφουν ολοσχερώς τη μεγάλη και πλούσια τότε πόλης της Ναυπάκτου.
454-396 π.Χ. Εμπλοκή της Ναυπάκτου στον Πελοποννησιακό πόλεμο.
338 π.Χ. Ο Φίλιππος Β της Μακεδονίας, παίρνει τη Ναύπακτο από τους Αχαιούς και την παραδίδει στους Αιτωλούς.
218 π.Χ. Η Ναύπακτος κέντρο της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
146 π.Χ. Η Ναύπακτος όπως και όλη η Ελλάδα, κυριεύεται από τους Ρωμαίους.
197 μ.Χ. Η Ναύπακτος έδρα της Χριστιανικής Επισκοπής με πρώτο Έξαρχο πάσης Αιτωλίας τον Καλλικράτη.
1204-1294 μ.Χ. Η Ναύπακτος εντάσσεται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.
1407-1499 μ.Χ. Η πόλη αποικία των Βενετών. Οι Βενετσιάνοι ενίσχυσαν την οχύρωση και έκαναν τη Ναύπακτο ισχυρό εμπορικό κέντρο.
1499 μ.Χ. Η Ναύπακτος καταλαμβάνεται από τους Τούρκους.
1571 μ.Χ. Η ιστορική Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στην οποία συγκρούσθηκε ο Δυτικός Χριστιανικός στόλος με τον Οθωμανικό, με αποτέλεσμα την ήττα του Οθωμανικού στόλου και την ανακοπή της πορείας των Τούρκων κατά της Ευρώπης.
1571-1687 μ.Χ. Η Ναύπακτος οχυρό Αλγερινών πειρατών, οι οποίοι λεηλατούν την ευρύτερη περιοχή.
1700 μ.Χ. Η πόλη παραδίνεται στους Τούρκους με την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς.
1821 μ.Χ. Αναποτελεσματική προσπάθεια από στεριά και θάλασσα απελευθέρωσης της πόλης.
1829 μ.Χ. Απελευθέρωση της Ναυπάκτου από τον Τουρκικό ζυγό.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ναυπάκτου.

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ