Εμφανίζονται 78 τίτλοι με αναζήτηση: Βιογραφίες στην ευρύτερη περιοχή: "ΘΕΣΣΑΛΙΑ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .
ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΣ (Κοινότητα) ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ
1775 - 1826
(Περιοχή Ασπροποτάμου 1775 - Μεσολόγγι
1826)
Αρματολός και οπλαρχηγός του 1821, ανήκε σε μια από τις πιο ισχυρές
αρματολικές οικογένειες της Δυτικής Στερεάς.
Τον Ιούλιο του 1821 επικεφαλής άλλων οπλαρχηγών και κατοίκων της επαρχίας Ασπροποτάμου
κήρυξε την Eπανάσταση στην Πόρτα,
στην Πρέβεντα, στην Καλαμπάκα
κ.α. και σύντομα απέκτησε τον έλεγχο της περιοχής. Oταν ηττήθηκε στην Πόρτα
και πολλοί από τους άνδρες του τον εγκατέλειψαν, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με
τον εχθρό για να προφυλάξει τα χωριά από πιθανές καταστροφές. Το 1823 πήγε στο
Μεσολόγγι. Πήρε μέρος στη
Συνέλευση των οπλαρχηγών της Δυτικής Στερεάς
και εκλέχτηκε μέλος του πολεμικού συμβουλίου. Με την προέλαση του Κιουταχή προς
το Μεσολόγγι ανέλαβε την αρχηγία
των ενόπλων δυνάμεων της πόλης. Παρέμεινε στο Μεσολόγγι
όλο το διάστημα της B πολιορκίας ως επικεφαλής σώματος της Φρουράς και σκοτώθηκε
κατά την Έξοδο.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων
ΛΙΒΑΔΙ (Κωμόπολη) ΕΛΑΣΣΩΝΑ
4/3/1722 - 7/6/1821
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, απόγονος της αρματολίτικης γενιάς των Λαζαίων,
γιος του Νικολάου και της Νικολέτας, γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1772 στο Βλαχολίβαδο,
στο σημερινό Λιβάδι.
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του τόπου του κοντά στους Ιωάννη Πέζαρο
και Ιωνά Σπαρμιώτη.
Ο ξεχωριστός του χαρακτήρας διαμορφώθηκε με βάση πολλούς παράγοντες.
Ήταν οι έντονες ηρωικές παραδόσεις της οικογένειάς του καθώς και η αρχηγία της
στο αρματολίκι που έστρεψαν τον Γεωργάκη προς την προσπάθεια απελευθέρωσης από
τον τουρκικό ζυγό. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε από τους πιο γενναίους 'Ελληνες
πολεμιστές. Διακρινόταν για το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο ενθουσιασμό καθώς και
για την πειστικότητα του λόγου του. Ήταν σοβαρός, ψύχραιμος, έξυπνος και ποτέ
δεν φοβήθηκε τον θάνατο. Έχοντας βαθιά πίστη στην ελευθερία αφιερώθηκε στην πατρίδα
του ολοκληρωτικά τόσο που τελικά θυσιάστηκε στη Μονή του Σέκου. Στα 1798 σε ηλικία
26 χρονών, ο Γεωργάκης κληρονόμησε το αρματολίκι του Ολύμπου και έτσι άρχισε για
εκείνον μια μεγάλη πολεμική δραστηριότητα.
Στα 1799 αποχωρίστηκε την Ελλάδα κατευθυνόμενος προς την Σερβία όπου
δεν σταμάτησε να αγωνίζεται εναντίον των Τούρκων. Εκεί μαζί με τον Σέρβο υπαρχηγό
Πέτροβιτς και 120.000 στρατιώτες κατόρθωσε να διασώσει τον σέρβο επαναστάτη Καραγιώργη
που καταδιώκονταν από τους Τούρκους. Στα 1802 ο Γεωργάκης, ο Βέλκο Πέτροβιτς και
ο Καραγιώργης ίδρυσαν λόχο ενόπλων και στα 1803 ο πρώτος που είχε ήδη αναχωρήσει
για το Βουκουρέστι, διορίστηκε αρχηγός του στρατού της Επανάστασης της Βλαχίας.
Στα 1805 στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο πήρε μέρος σαν λοχαγός ενώ, στη μάχη της Όστροβας
στα 1806 κατέκτησε τον τίτλο του συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού. Στα 1807 που
είχε ήδη σταλεί στην Ελλάδα, κήρυξε την επανάσταση στον Όλυμπο, η οποία ματαιώθηκε
και ο Γεωργάκης επέστρεψε στην Βλαχία. Αργότερα όταν πήγε στη Σερβία παντρεύτηκε
τη χήρα του Πέτροβιτς, Στάνα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τις συμπλοκές
που ακολούθησαν κατέφυγε στην Αυστρία μαζί με τον Καραγιώργη. Στα 1814 μάλιστα
παρακολούθησε το συνέδριο της Βιέννης, ύστερα από προτροπή του τσάρου της Ρωσίας.
Γύρω στα 1817 ο Γεωργάκης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Η μύηση και του Καραγιώργη
τον ίδιο χρόνο υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του. Αργότερα, όταν γνωρίστηκε με
τον Ιωάννη Καρατζά διορίστηκε σωματοφύλακάς του και στη συνέχεια αρχιστράτηγος
των στρατευμάτων στη Βλαχία. Σφάλμα μεγάλο χαρακτηρίζεται από πολλούς η αφαίρεση
της αρχιστρατηγίας του Δουναβικού στρατεύματος του Γεωργάκη, από τον Αλέξανδρο
Υψηλάντη και ο διορισμός αυτής στον Σάββα, ο οποίος αργότερα αποδείχτηκε προδότης
του κινήματος. Έτσι αντιλαμβανόμενος ο Ολύμπιος τι ακριβώς συνέβαινε με τον Σάββα,
πληροφόρησε τον Υψηλάντη, ο οποίος τον διέταξε να συνεργαστεί με τον Βλαδιμηρέσκου.
Οι δύο συνεργάτες κατάφεραν και έπεισαν τον Υψηλάντη ώστε να ξεκινήσει η επανάσταση
από την Μολδοβλαχία. Όμως αρχικός σκοπός του Βλαδιμηρέσκου, ήταν να χτυπήσει και
το στρατό του Γεωργάκη καθώς και τον ίδιο σύμφωνα με τις εντολές που του έδινε
ο Κεχαγιάμπεης.
Μόλις ο Γεωργάκης πληροφορήθηκε τι ακριβώς σκόπευε να κάνει ο Βλαδιμηρέσκου,
κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο του δεύτερου. Στη συνέχεια τον οδήγησε μπροστά
στον Υψηλάντη, ώστε να απολογηθεί και τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο. Αργότερα,
στις 7 Ιουνίου του 1821, με τόλμη και φανατισμό πολέμησε στο Δραγατσάνι, όπου
προσπάθησε να σώσει τη Σημαία και τα Λείψανα του ιερού Λόχου.
Ένας άριστος σχολιασμός για τον Γεωργάκη για τη μάχη εκείνη είναι
ο εξής: Κάθε τι που θα μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα, και
το θάρρος το επετέλεσε την ημέρα εκείνη ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος. Επίσης
χαρακτηριστική είναι η φράση του προς τη γυναίκα του όταν αποχώρησε για το Κιμπουλούκ.
Αν σκοτωθώ, τα αγόρια να τα δώσεις στην πατρίδα. Τα λόγια αυτά αποδεικνύουν την
τόλμη και την αυτοθυσία του για την απελευθέρωση της πατρίδας. Ο Ολύμπιος δεν
σταμάτησε να αγωνίζεται στην Μολδοβλαχία, όμως η αρρώστια του από τα τραύματα
στη μάχη του Δραγανατσίου, τον οδήγησε στη μονή του Σέκου μαζί με τους άντρες
του. Οι καταδιώξεις των τούρκων ανάγκασαν τους περισσότερους στρατιώτες να εγκαταλείψουν
τον αγώνα. Μόνο ο Γεωργάκης δε φοβήθηκε και όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Μονή αφού
σκότωσαν όλους τους μοναχούς, κατευθύνθηκαν προς το κωδωνοστάσιο, όπου υπήρχε
εκείνος. Τότε ανατίναξε το κωδωνοστάσιο και σκοτώθηκαν όχι μόνο οι τούρκοι αλλά
και ο ίδιος με τους άντρες του. Έτσι ο Γεωργάκης θυσιάστηκε "Υπέρ πίστεως
και πατρίδας", η πράξη του οποίου αποτελεί παράδειγμα προς μίμησην.
ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΙ (Κωμόπολη) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
1780 - 1827
(Μαυρομάτι Καρδίτσας 1780 Φάληρο Αττικής 1827)
Σπουδαίος στρατιωτικός, ηγέτης της Επανάστασης. Γεννήθηκε στο μοναστήρι
του Αγίου Γεωργίου
στο χωριό Μαυρομάτι (κατ’ άλλους στο Μουζάκι)
Καρδίτσας και ήταν γιος της καλόγριας Ζωής Ντιμισκή και του αρματολού Δημήτρη
Καραϊσκου. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών ακολούθησε τον δρόμο της κλεφτουριάς και
αργότερα υπηρέτησε στα στρατιωτικά σώματα του Αλή Πασά, ο οποίος αναγνώρισε τις
εξαιρετικές του στρατιωτικές του ικανότητες. Με την έκρηξη της Επανάστασης, τον
Ιανουάριο του 1821 πήρε μέρος στη σύσκεψη της Λευκάδας
μαζί με άλλους οπλαρχηγούς που ήθελαν να προετοιμάσουν την εξέγερση στη Στερεά
Ελλάδα και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στα χωριά των Τζουμέρκων.
Αν και συγκρούστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο για την ηγεσία των
στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά,
συνεργάστηκε μαζί του κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου,
οπότε ο Καραϊσκάκης έστειλε τμήμα του στρατιωτικού του σώματος για να ενισχύσει
την άμυνα της πόλης. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου κατηγορήθηκε από τον Μαυροκορδάτο
για συνεργασία με τους Τούρκους και αποσύρθηκε προσωρινά από την ενεργό δράση.
Το Μάιο του 1825 επανήλθε και συνέδραμε τους Μεσολογγίτες κατά τη δεύτερη πολιορκία
της πόλης παρενοχλώντας τους Τούρκους στην περιοχή. Το 1826 διορίστηκε αρχιστράτηγος
της Στερεάς Ελλάδας και οργάνωσε
το «Στρατόπεδο της Ελευσίνας» με στόχο να ανακουφίσει την Αθήνα
από την πολιορκία των Tούρκων. Δεύτερος στόχος του Kαραϊσκάκη ήταν να αναζωπυρώσει
την επανάσταση στη Pούμελη και στις συγκρούσεις που ακολούθησαν νίκησε πολλές
φορές τους Tούρκους στη Δόμβραινα,
το Δίστομο και την Aράχωβα.
Tο 1827 έσπευσε στην Eλευσίνα
για να βοηθήσει την πολιορκούμενη Aθήνα.
Διαφώνησε όμως με τους Kόχραν και Tσωρτς για την τακτική που θα ακολουθούσαν κατά
των Tούρκων. Tραυματίστηκε σε αψιμαχία στο Nέο
Φάληρο και πέθανε στις 23 Aπριλίου 1827, ανήμερα της γιορτής του.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Βουλής των Ελλήνων
ΝΕΡΑΪΔΟΧΩΡΙ (Χωριό) ΤΡΙΚΑΛΑ
1799 - 1869
(Βετερνίκο Τρικάλων, 1799 - Αθήνα,
1869)
Φιλικός, οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης και στρατιωτικός της
Οθωνικής περιόδου. Στη Βιέννη
ασχολήθηκε με το εμπόριο και το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1821 πρωτοστάτησε
στην εξέγερση στην Καλαμπάκα
και στον Ασπροπόταμο. Έδρασε
στη Θεσσαλία και τη Στερεά
και το 1825 πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Μεσολόγγι ως την ηρωική έξοδο. Στη
συνέχεια πολέμησε στην κεντρική Στερεά
Ελλάδα και την Αττική. Το
1854 κατά την εξέγερση των αλυτρώτων τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών της Θεσσαλίας.
Μετά την έξωση του Όθωνα πρωταγωνίστησε σε συνωμοτική κίνηση που απέβλεπε στην
εκλογή του Λουδοβίκου ως βασιλιά της Ελλάδας.
Αποκαλύφθηκε και φυλακίστηκε. Αργότερα έγινε υπασπιστής του Γεωργίου του Α΄.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων
ΣΚΙΑΘΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΗ (Κωμόπολη) ΕΛΑΣΣΟΝΑ
1826 - 1881
Γεννήθηκε στα 1826 στην Τσαρίτσαινα, στα Αμπελάκια. Πήρε την πρώτη του μόρφωση στη Σχολή Σερρών, ως μαθητής του Φωτιάδη και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία (Πίζα), απ' όπου και πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα της Ιατρικής. Έζησε στα Σέρρας και υπήρξε φλογερός πατριώτης. Για ένα έτος και με αφορμή τον Κριμαϊκό Πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και ειδικεύτηκε στη μαιευτική. Υπήρξε ο δημιουργός και η ψυχή του "Μακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου" καθώς και ο διοργανωτής δεκάδων ομαδικών διαμαρτυριών των πληθυσμών της Α. Μακεδονίας κατά των Βουλγάρων. Διετέλεσε και προξενικός πράκτορας της Ιταλίας στα Σέρρας, τίτλος που του έδωσε τη δυνατότητα ακόμη μεγαλύτερης εθνικής δράσης. Πέθανε στα 1881 σε ηλικία 55 χρόνων.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σερρών
ΖΑΓΟΡΑ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
1888 - 1930
ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ.
Γεννήθηκε στην Ζαγορά στα 1888. Ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία,
εγκαταστάθηκε στο Βόλο
όπου φοίτησε στο Γυμνάσιο εντυπωσιάζοντας με την έξοχη φιλομάθειά του και την
προσήνεια του ήθους του. Γράφτηκε εν συνεχεία στην Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου
από το οποίο αποφοίτησε, μετά από λαμπρές σπουδές, αριστούχος στα 1910. Κατά την
περίοδο των απελευθερωτικών πολέμων 1912-1913 πήρε μέρος σ΄ αυτούς σαν απλός στρατιώτης
και τιμήθηκε αργότερα με πολεμικό αναμνηστικό μετάλλιο.
Μετά τον θάνατο της μητέρας του στα 1914, με την οποία έμενε μέχρι
τότε στον Βόλο,
έφυγε στο Παρίσι για ευρύτερες σπουδές στον τομέα των πολιτικών και κοινωνικών
επιστημών.
Χαρακτήρας απλός, με αστείρευτη φιλανθρωπία και μεγάλο ζήλο για την
πνευματική καλλιέργεια, συγκινούνταν πάντοτε από τα μεγαλόπνοα έργα κοινωνικής
ευποιΐας. Από νεαρώτατη ηλικία τον βασάνιζε η σκέψη για το πώς θα έπρεπε καλύτερα
να χρησιμοποιήσει την μεγάλη του περιουσία προς όφελος της σπουδάζουσας Ελληνικής
νεολαίας, γι΄ αυτό σε δεδομένη στιγμή έσπευσε να την κληροδοτήσει στο 'Εθνος επιλέγοντας
την ίδρυση της επωνύμου Σχολής Πολιτικών Επιστημών με πρότυπο αυτήν των Παρισίων.
Πέθανε το 1930 σε ηλικία 42 ετών. Η Πάντειος Σχολή ξεκίνησε την λειτουργία
της ένα χρόνο αργότερα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς
ΛΑΡΙΣΑ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Campaspe, called Pancaste (Pankaste) by Aelian, and Pacate (Pakate) by Lucian, of Larissa, the favourite concubine of Alexander, and the first with whom he is said to have had intercourse. Apelles being commissioned by Alexander to paint Campaspe naked, fell in love with her, whereupon Alexander gave her to him as a present. According to some she was the model of Apelles' celebrated picture of the Venus Anadyomene, but according to others Phryne was the original of this painting. (Aelian, V. H. xii. 34; Plin. H. N. xxxv. 10. s. 36.12; Lucian, Imag. 7; Athen. xiii.)
ΚΑΡΔΙΤΣΑ (Πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
1897 - 1930
Ο Γ. Βαλταδώρος υπήρξε εξέχουσα μορφή των γραμμάτων και της Τέχνης
και ανήκει στη χορεία των πρωτοπόρων της Γενιάς του Μεσοπολέμου, στη δεκαετία
του ’20. Πρόσφερε αξιοπρόσεκτο έργο ως ζωγράφος, ως ποιητής και ως διηγηματογράφος.
Γεννήθηκε στην Καρδίτσα, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του
χρόνια. Το 1917 εγγράφεται στη Νομική Σχολή των Αθηνών, αλλ’ ουδέποτε παρακολούθησε
μαθήματα. Κατά το διάστημα 1919 - 1920 σπουδάζει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και
το 1921 φεύγει για το Μόναχο
και εγγράφεται στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών. Το 1924 φεύγει για το Παρίσι,
όπου παρακολούθησε μαθήματα στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1927 επιστρέφει
στην Ελλάδα.
Αυτή η διαδρομή του έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει όλα τα καλλιτεχνικά,
λογοτεχνικά και πολιτικά ρεύματα που παρατηρούνταν τότε σε διεθνές επίπεδο. Γνώρισε
κατ’ αρχάς την προσπάθεια της Ελλάδας να απελευθερώσει αλύτρωτα μέρη με
τους πολέμους 1912-1913, εκστρατεία της Μ. Ασίας και τη Μικρασιατική τραγωδία.
Στο Μόναχο γνώρισε τον ανερχόμενο
τότε ναζισμό εναντίον του οποίου έγραψε κείμενα προφητικά για την πορεία του.
Στη Γαλλία γνώρισε τον Ψυχάρη
και το δημοτικισμό, τον οποίο υπηρέτησε στα γραφτά του.
Ο πρόωρα χαμένος “αγνός πρωτοπόρος” (όπως τον αποκάλεσε
ο Ν. Εγγονόπουλος) με το ζωγραφικό του έργο αμφισβήτησε το συντηρητισμό της Σχολής
των Αθηνών και της Σχολής του Μονάχου. Διάλεξε το δικό του δρόμο σε θεματογραφία
και Τεχνική. Τα περισσότερα ζωγραφικά έργα του φιλοξενούνται στην Πινακοθήκη της
Καρδίτσας. “Απαντα Γ. Βαλταδώρου” εξέδωσε ο αδελφός του Αντώνης Βαλταδώρος
το 1966. Ο Δήμος Καρδίτσας ετίμησε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του με ένα διήμερο
Συμπόσιο (1997) τα πρακτικά του οποίου κυκλοφόρησαν με τίτλο “Γεώργιος Βαλταδώρος,
ο ζωγράφος, ο ποιητής, ο Διηγηματογράφος”.
(αναδημοσίευση άρθρου της Ειδικής Εκδοσης της τοπικής εφημερίδας “ΠΡΩΙΝΟΣ
ΤΥΠΟΣ της ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ” της 31-12-1999)
Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Καρδίτσας
ΛΑΡΙΣΑ (Πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
1962
Γεννήθηκε στην Λάρισα το 1962. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών.
Παρακολούθησε το εργαστήριο του Ευάγγελου Δημητρέα. Αποφοίτησε με άριστα το 1992
μετά από πενταετή φοίτηση. Το 1993 πήρε υποτροφία για συνέχιση των σπουδών του
από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών [Ι.Κ.Υ.] Σπούδασε με την ιδιότητα του μεταπτυχιακού
Κρατικού Υπότροφου στο HERRIOT WATT UNIVERSITY - EDINBURGH COLLEGE OF ART στο
τμήμα Zωγραφικής και σχεδιασμού και απέσπασε τον μεταπτυχιακό τίτλο MASTER OF
FINE ARTS τον Ιούνιο του 1996. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους επέστρεψε στην Ελλάδα
και διορίστηκε στο 1ο Τ.Ε.Λ. Σερρών ως καθηγητής καλλιτεχνικών μαθημάτων στο τμήμα
Γραφιστών και Διακοσμητών. Παράλληλα διδάσκει στην Δημοτική Επιχείρηση Πολιτισμού
και Ανάπτυξης του Δήμου Σερρών στο τμήμα προετοιμασίας υποψηφίων για σχολές καλών
τεχνών . Τον Σεπτέμβριο του 2001 αποσπάσθηκε στο κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης
Ποροϊων παρέχοντας καλλιτεχνική αγωγή με περιβαλλοντική ευαισθησία.. Τον Μαίο
του 2002 ορίσθηκε καλλιτεχνικός διευθυντής στα εικαστικά εργαστήρια της ΔΕΠΚΑ
ΣΕΡΡΩΝ που ανήκουν στο δίκτυο εικαστικών εργαστηρίων του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
.
ΜΟΡΦΟΒΟΥΝΙ (Κωμόπολη) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
1897 - 1993
Ο συμπατριώτης μας Δημήτρης Γιολδάσης, φημισμένος ζωγράφος, πρόβαλε
μέσα στον εικοστό αιώνα την πνευματική Καρδίτσα στην Ελλάδα και το Εξωτερικό.
Η παρουσία του στην Τέχνη υπήρξε έντονη και διαρκής από το 1922 ως τη χρονιά του
θανάτου του (1993). Και μετέπειτα, πάντα επίκαιρος.
Η ζωή, η σκέψη και το έργο του Γιολδάση θυμίζουν Αρχαίους Φιλοσόφους.
Μια θερμή ψυχή ο Γιολδάσης, ένα γερό και καθαρό μυαλό, ένα πρακτικό μυαλό. Μια
καλλιτεχνική φυσιογνωμία, τέλεια εναρμονισμένη με την ανθρωπιά. Απλός και λιτοδίαιτος,
σκεπτόμενος άνθρωπος, αγωνιστής και δημοκράτης, βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος.
Παράλληλα, ήταν και ένας πνευματικός άνθρωπος της χώρας μας με μεγάλο
κύρος και προσφορά. Ως τα βαθιά γεράματα του δεν έπαυσε ποτέ να ενδιαφέρεται,
να μελετά και να προτείνει λύσεις στα μεγαλύτερα προβλήματα που απασχολούν σήμερα
τον άνθρωπο, όπως εκείνα της υγείας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης.
Ιδιαίτερα αγαπητό του ήταν το θέμα της πορείας του πολιτισμού μας.
Μάλιστα, στις 15 Φεβρουαρίου 1987 έδωσε πετυχημένη διάλεξη στο Δημοτικό Κινηματοθέατρο
Καρδίτσας με θέμα: «Ο πολιτισμός σήμερα» και με οργανωτή το Δήμο Καρδίτσας. Συμμετείχαν
τιμητικά είκοσι πολιτιστικοί και άλλοι Σύλλογοι του Νομού μας.
Ο Δημήτρης Γιολδάσης γεννήθηκε το 1897 στο Μορφοβούνι
(Βουνέσι) Καρδίτσας από Σαμαριναίους γονείς. Από μικρός δούλεψε ως καπνεργάτης
στα Τρίκαλα και την Καρδίτσα
ως το 1913. Το 1914 εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε
το 1921, αφού ενδιάμεσα - διακόπτοντας τις σπουδές του - υπηρέτησε τη στρατιωτική
του θητεία.
Από το 1922 ως το 1997 πραγματοποιήθηκαν 24 ατομικές και 33 ομαδικές
εκθέσεις με έργα του, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Μετά το θάνατό του η θετή
του κόρη Στέλλα Γιολδάση δώρισε στη Δημοτική
Πινακοθήκη Καρδίτσας 250 περίπου έργα του, βαρύτιμη κληρονομιά για τις μελλοντικές
γενιές.
Στις 7 Δεκ. 1997 πραγματοποιήθηκε στο Μορφοβούνι «Ημερίδα για τον
Δημήτρη Γιολδάση» για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του με μεγάλη συμμετοχή εισηγητών
και συνέδρων. Δύο χρόνια αργότερα (1999) εκδόθηκαν τα πρακτικά αυτής της Ημερίδας
σε έναν καλαίσθητο τόμο από το «Κέντρο Ιστορικών Μελετών Νικόλαος Πλαστήρας»,
που έχει την έδρα του στο Μορφοβούνι και που αποτελεί έργο και διαρκή φροντίδα
του δραστήριου Μορφοβουνιώτη, Παναγιώτη Νάνου.
Ο Δημήτρης Γιολδάσης, ο «μαχόμενος αυτός ασκητής», ο μεγάλος καλλιτέχνης
και ανθρωπιστής, ο Δάσκαλος και φιλόσοφος λείπει από τη ζωή και την πόλη μας επτά
χρόνια τώρα, αλλά είναι πάντα ζωντανή η πνευματική και καλλιτεχνική του παρουσία.
Πάντα θα θυμούμαστε την απλότητα του, την ανθρωπιά του, την καλοσύνη του, τη στερεή
σκέψη του, τη ζείδωρη Τέχνη του, την αγάπη και τη φιλία του. θα θυμούμαστε τον
άνθρωπο που συμφιλίωσε το χρωστήρα με τη σοφία και την αρετή.
(αναδημοσίευση άρθρου της Ειδικής Εκδοσης της τοπικής εφημερίδας
"ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ της ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ" της 31-12-1999)
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Καρδίτσας
ΖΑΓΟΡΑ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
1824 - 1893
Γεννήθηκε στην Ζαγορά το 1824. Τα εγκύκλια μαθήματα παρακολούθησε
εκεί και έπειτα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα
φιλοξενούμενος στο σπίτι του συγγενή του καθηγητή Ν. Κωστή. Τον Σεπτέμβριο του
1843 πήγε στο Μόναχο όπου συνέχισε τις σπουδές του και στα 1846 (σε ηλικία 22
ετών) αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Συνέχισε την μετεκπαίδευσή του για άλλα δύο χρόνια
στο Παρίσι και στην Βουδαπέστη.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1849 διορίστηκε υφηγητής της Γενικής
Παθολογικής Ανατομίας και στα 1856 ανέλαβε την έδρα της Φαρμακολογίας, απ΄ τα
1883 δε αρχίζει να διδάσκει και την Βοτανική. Με την ίδρυση του Τζανείου Νοσοκομείου
διορίστηκε διευθυντής του. Για όλα του τα μαθήματα συνέγραψε ειδικά και βασικά
στον τομέα τους εγχειρίδια και μετέφρασε επίσης πολλά έργα από την γερμανική βιβλιογραφία.
Εκδότης του περιοδικού "Ιατρική Εφημερίς", δημοσίευσε σ΄ αυτό, όπως και σε διάφορα
άλλα, πολυάριθμες και πρωτότυπες μελέτες.
Μια άλλη πλευρά της πανεπιστημιακής του δραστηριότητας υπήρξαν οι
παραδόσεις του. Δεινός ρήτορας και βαθύς γνώστης της επιστήμης του, ο Αφεντούλης
είχε την ικανότητα να συναρπάζει το ακροατήριό του σε σημείο μάλιστα που στις
παραδόσεις του κάθε φορά να τρέχει πλήθος φοιτητών, όχι μόνον της Ιατρικής, αλλά
και των άλλων Σχολών.
Διετέλεσε κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής το 1868-69 και πρύτανις το
1887-88. Σαν πρύτανις εισηγήθηκε και πέτυχε να εγκριθεί το σχέδιό του για ίδρυση
Πανεπιστημιακού Γυμναστηρίου με λουτρά και Αναγνωστηρίου στην Λέσχη των φοιτητών.
Την άλλη πλευρά της προσωπικότητάς του την δίνει η καλλιτεχνική του
φύση. Είχε βαθειά λογοτεχνική κατάρτιση και για πολλά χρόνια υπήρξε κριτής σε
ποιητικούς διαγωνισμούς. Μετέφρασε επίσης αρκετά ξένα αριστουργήματα όπως το "Νάθαν"
του Λέσσιγκ και το "Μαρία Στιούαρτ" του Σίλλερ. Την λογοτεχνική του παραγωγή συγκέντρωσε
σε τρείς τόμους με τον τίτλο "Φιλολογικά Πάρεργα". Ο Κωστής Παλαμάς επισημαίνοντας
την πνευματική του παρουσία, γράφει: "Ρήτορας μέχρι των πρυτανικών λογοδοσιών
του, ποιητής μέχρι των επιστημονικών του συγγραφών, ρεμβαστής και ζωγράφος ρομαντικών
ερώτων και πολίτης με φιλοπατρίαν καραδοκούσαν πάντοτε εν επιφυλακή".
Την τρίτη πλευρά της προσωπικότητάς του την δίνει το ζωηρό ενδιαφέρον
του για τα κοινά και η ενεργή συμμετοχή του σ΄ αυτά. Στα ζητήματα του Πειραιά
(όπου διετέλεσε και Δήμαρχος), στην επανάσταση της Θεσσαλίας το 1854 και το 1856
της Κρήτης και σ΄ εκείνες του 1878, παίρνει δραστήρια μέρος. Το 1863 εξελέγη και
αντιπρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1893. Η πολύτιμη βιβλιοθήκη του σώζεται σήμερα
στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζαγοράς.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς
Σπούδασε στην Γερμανία, Αυστρία, και Παρίσι και αναγορεύθηκε διδάκτωρ
της Ιατρικής το 1876 στο Στρασβούργο. 'Επειτα, αφού εγκαταστάθηκε στο Κάϊρο, άρχισε
την εξάσκηση του επαγγέλματός του.
Το 1892 ο Χεδίβης της Αιγύπτου Χιλμή Αμπάς ο Β', διακρίνοντας το σπάνιο
επιστημονικό ταλέντο του Κωμανού, τον προσέλαβε σαν ιδιαίτερο γιατρό των ανακτόρων
του και αρχηγό του πολιτικού και στρατιωτικού του οίκου. Επί πλέον, για τις υπηρεσίες
του, του απένειμε τον υψηλότατο τίτλο του "Πασσά", τίτλο που σπανιότατα απονέμονταν
σε Ευρωπαίους.
Τα "Απομνημονεύματα" του, που κυκλοφόρησαν στα 1920, έκαναν μεγάλη
εντύπωση και προ- κάλεσαν μαζί με τις ευμενείς κριτικές των λογίων, τα θερμά συγχαρητήρια
γνωρίμων του Μοναρχών της Ευρώπης. Η ευρεία δε εγκυκλοπαιδική του μόρφωση και
τα σπάνια κοινωνικά του προσόντα, καθιστούσαν την παρουσία του απαραίτητη σε κάθε
επιστημονική συγκέντρωση της Αιγύπτου. Για αρκετό μάλιστα χρονικό διάστημα υπήρξε
διευθυντής του Νοσοκομείου του Καΐρου, αναβαθμίζοντάς το σε σημείο επίζηλο.
Ο Κωμανός εξάσκησε για πολλά χρόνια και την οφθαλμολογία, την οποία
σπούδασε ιδιαίτερα και είχε ειδικευτεί σ΄ αυτήν.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς
ΘΕΣΣΑΛΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΕΛΛΑΔΑ
Cineas (Kineas), a Thessalian, the friend and minister of Pyrrhus, king of Epeirus.
He was the most eloquent man of his day, and reminded his hearers (in some degree)
of Demosthenes, whom he heard speak in his youth. Pyrrhus prized his persuasive
powers so highly, that "the words of Cineas (he was wont to say) had won him more
cities than his own arms". He was also famous for his conversational powers, and
some instances of his repartees are still preserved (Plin. H. N. xiv. 12). That
he was versed in the philosophy of Epicurus is plain from the anecdote related
by Cicero (Cat. Maj. 13) and Plutarch (Pyrrh. 20). But this is no ground for assuming
that he professed this philosophy. At all events he did not practise it; for,
instead of whiling away life in useless ease, he served Pyrrhus long and actively;
and he took so much interest in the art of war, as to epitomise the Tactica of
Aeneas (Aelian, Tact. 1); and this, no doubt, is the work to which Cicero refers
when he speaks of Cineas' books de re militari (ad Fam. ix. 25). Dr. Arnold says
Plutarch mentions his Commentaries, but it does not appear to what he refers.
The historical writer referred to by Strabo (vii.) may be the same person.
The most famous passage in his life is his embassy to Rome, with proposals
for peace from Pyrrhus, after the battle of Heraclea (B. C. 280). Cineas spared
no arts to gain favour. Thanks to his wonderful memory, on the day after his arrival
he was able (we are told) to address all the senators and knights by name (Plin.
H. N. vii. 24); and in after times stories were current that he sought to gain
them over by offering presents to them and their wives, which, however, were disdainfully
rejected (Plut. Pyrrh. 18; Diod. Exc. Vatic. xxii.; Liv. xxxiv. 4). The terms
he had to offer were hard, viz. that all the Greeks in Italy should be left free,
and that the Italian nations from Samnium downwards should receive back all they
had forfeited to Rome (Appian, Samn. Fragm. x.). Yet such was the need, and such
the persuasiveness of Cineas, that the senate would probably have yielded, if
the scale had not been turned by the dying eloquence of old Appius Caecus. The
ambassador returned and told the king (say the Romans), that there was no people
like that people -their city was a temple, their senate an assembly of kings.
Two years after (B. C. 278), when Pyrrhus was about to cross over into Sicily,
Cineas was again sent to negotiate peace, but on easier terms; and though the
senate refused to conclude a treaty while the king was in Italy, his minister's
negotiations were in effect successful (Appian, Samn. Frayem. xi.). Cineas was
then sent over to Sicily, according to his master's usual policy, to win all he
could by persuasion, before he tried the sword (Plut. Pyrrh. 22). And this is
the last we hear of him. He probably died before Pyrrhus returned to Italy in
B. C. 276, and with him the star of his master's fortune set. He was (as Niebuhr
says) the king's good genius, and his place was filled by unworthy favourites.
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Nov 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΠΡΟΑΣΤΙΟ (Κωμόπολη) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
1892 - 1958
Ο Δημήτριος Μπούσδρας γεννήθηκε οτην Παραπράσταινα της Καρδίτσας το
1892 και πέθανε στην Καρδίτσα το 1958. Σε ηλικία 3 ετών έμεινε ορφανός από μάνα
και πατέρα γι' αυτό και δοκιμάστηκε πολύ από τα πρώτα του παιδικά χρόνια. Τελείωσε
το Δημοτικό Σχολείο στον Πέτρινο κοντά στον μεγαλύτερο αδερφό του που ήταν εφημέριος
στο χωριό. Γυμνάσιο πήγε στην Καρδίτσα το οποίο και τελείωσε εργαζόμενος σε ταβέρνες
της πόλης. Για να μπορέσει στη συνέχεια να σπουδάσει παντρεύτηκε την πλούσια αγρότισσα
Ευθυμία Καραπέτσα από το Μύρος με την οποία γέννησε 12 παιδιά (7 κορίτσια και
5 αγόρια). Μετά το γάμο χωρίς στερήσεις πια, τελείωσε τη Νομική Αθηνών και εγκαταστάθηκε
στην Καρδίτσα ως δικηγόρος. Αναμείχθηκε από νωρίς στην πολιτική και ίδρυσε το
Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος με το οποίο εκλέχτηκε ανεξάρτητος Βουλευτής των Τρικάλων
και της Επαρχίας Καρδίτσας. Ο Δημ. Μπούσδρας εκπροσώπησε επαξίως το λαό της Δυτ.
Θεσσαλίας για συνεχή 24 χρόνια.
Αναλυτικά εκλέχτηκε Βουλευτής Ν.
Τρικάλων (Ενιαία Εκλογική Περιφέρεια Τρικάλων - Καρδίτσας) στην Α' αναθεωρητική
Βουλή το 1910, στη Β' αναθεωρητική Βουλή το 1910, στη Βουλή του 1912, στη Βουλή
του 1915 και στη Γ' εθνοσυνέλευση του 1920. Εκλέχτηκε Γερουσιαστής το 1929 και
πήρε θέση στη Γερουσία μετά το θάνατο του Σωτήρη Χατζηγάκη. Διετέλεσε Γερουσιαστής
από 31-4-1932 μέχρι 1-4-1935.
Μέσα απ' τους αγώνες του για την απελευθέρωση των σκλάβων αγροτών
αναδείχθηκε σε προσωπικότητα πανελληνίου κύρους. Το όνομα του συνδέθηκε στενά
με το Αγροτικό Ζήτημα. Υπήρξε ο εμψυχωτής και ενσαρκωτής της Αγροτικής Ιδέας.
(αναδημοσίευση άρθρου της Ειδικής Εκδοσης της τοπικής εφημερίδας "ΠΡΩΙΝΟΣ
ΤΥΠΟΣ της ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ" της 31-12-1999)
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Καρδίτσας
Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1961), ιστορικός, πολιτικός και κοινωνιολόγος,
γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου. Φοίτησε σε Λύκεια της Σμύρνης
και της Πόλης
και τελείωσε το Γυμνάσιο στο Βόλο.
Σπούδασε νομικά στην Αθήνα.
Είναι από τους ιδρυτές της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του Σοσιαλεργατικού
Κόμματος (1918), και διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920-1924) και διευθυντής
του δημοσιογραφικού οργάνου του. Το τεράστιο έργο του Γιάννη Κορδάτου καλύπτει
ολόκληρη την εποχή από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις σύγχρονες εθνικές, πολιτικές
και κοινωνικές περιπέτειες που συντάραξαν τον τόπο μας. Βαθύς μελετητής και οξυδερκής
κριτικός, ο Κορδάτος εξετάζει και αναλύει με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού την
ελληνική πραγματικότητα σε όλες τις φάσεις της. Το έργο του δεν είναι προϊόν δουλειάς
γραφείου, αλλά μιας έντονης ζύμωσης με τα πράγματα και τις καταστάσεις, είναι
προϊόν της συμμετοχής του Κορδάτου στην ιστορία.
Το τελευταίο του έργο, ο «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» υπήρξε,
μπορούμε να πούμε, έργο ζωής για τον Κορδάτο, μια και το δούλευε είκοσι ολόκληρα
χρόνια, από το 1940 ως το 1960, και δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας όσο
ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός βρισκόταν στη ζωή, γιατί κανένας εκδότης δεν αναλάμβανε-
για λόγους ευνόητους- να το εκδώσει.
Οι δύο ογκώδεις τόμοι αυτού του έργου συνοψίζουν μια μακρόχρονη κριτική
έρευνα του Γιάννη Κορδάτου «πάνω στο μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα που συγκλόνισε
τον κόσμο, τον χριστιανισμό και το λαϊκό ηγέτη και επαναστάτη το Χριστό». Ο Κορδάτος
εξετάζει αντικειμενικά και προσεκτικά τις Γραφές αλλά και όλες τις σύγχρονες τις
εξωχριστιανικές πηγές, φέρνοντας στην επιφάνεια συγκλονιστικά στοιχεία που αποκαλύπτουν
τι υπήρξε πραγματικά αυτό που σήμερα καθιερώθηκε σαν θρησκεία. Η μεγάλη κοινωνική
επανάσταση του Ναζωραίου, η αλήθεια γύρω από την διδασκαλία, τη σταύρωση και την
ανάστασή του κι ακόμα η μετέπειτα εξελικτική πορεία του χριστιανισμού που τον
«διαμόρφωσε σε ιδεολογία της άρχουσας τάξης», αφηγημένα από τον Κορδάτο και ντοκουμενταρισμένα
με όλα τα αρχαία κείμενα εκείνης της εποχής, συνθέτουν στην ιστορία της χριστιανικής
θρησκείας και του ιδρυτή της όπως δεν γράφτηκε ποτέ μέχρι σήμερα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς
ΠΕΠΑΡΗΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΣΚΟΠΕΛΟΣ
Diocles. Of Peparethus, the earliest Greek historian, who wrote about the foundation
of Rome, and whom Q. Fabius Pictor is said to have followed in a great many points.
(Plut. Rom. 3, 8; Fest. s. v. Romam.) How long he lived before the time of Fabius
Pictor, is unknown. Whether he is the same as the author of a work on heroes (peri
heroon suntagma), which is mentioned by Plutarch (Quaest. Graec. 40), and of a
history of Persia (Persika), which is quoted by Josephus (Ant.Jud. x. 11.1), is
likewise uncertain, and it may be that the last two works belong to Diocles of
Rhodes, whose work on Aetolia (Aitolika) is referred to by Plutarch. (De Flum.
22.)
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΣΚΙΑΘΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
1884 - 1960
Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 20 Νοεμβρίου του 1884 και από τη μητέρα
του ήταν συγγενής του Παπαδιαμάντη. Φοίτησε για δύο χρόνια στο Βαρβάκειο όπου
δίδασκε ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και το 1901 πήρε δίπλωμα από το Διδασκαλείο αθηνών.
Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε δημοδιδάσκαλος στη Σκιάθο όπου υπηρέτησε ως το 1940.
Το 1920 φοίτησε για ένα χρόνο στο Ιερατικό Φροντιστήριο της Ριζαρείου Σχολής,
χειροτονήθηκε ιερέας και έγινε αμέσως οικονόμος και αρχιερατικός επίτροπος Σκιάθου.
Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 1960 και κηδεύτηκε στο νησί του με τη συμμετοχή
όλων των κατοίκων.
Ασχολήθηκε από νωρίς με συλλεκτική ικανότητα και ευσυνειδησία με
τη λαογραφία του νησιού του και συγχρόνως φανέρωσε την αγάπη του στη βυζαντινή
μουσική και την υμνογραφία. Συνδέθηκε στενά από τα πρώτα του χρόνια με τους δύο
Αλέξανδρους της Σκιάθου και η γνωριμία του αυτή τον βοήθησε πολύ στις κατόπιν
πνευματικές του επιδόσεις. Ο οικονόμου Γεώργιος Ρήγας υπήρξε ακούραστος και δημιουργικός
ερευνητής, αυθεντία στα ζητήματα του Τοπικού της Εκκλησίας μας και λαογράφος με
ευσυνειδησία και βαρύτητα. Ηταν ακόμα μεθοδικός δάσκαλος και εξαίρετος τελετουργός.
Το πέρασμα του από το σχολείο και την εκκλησία της Σκιάθου άφησε πραγματικά εποχή.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου
ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΗ (Κωμόπολη) ΕΛΑΣΣΟΝΑ
1780 - 1857
(Τσαριτσάνη Θεσσαλίας, 1780 - Αθήνα,
1857)
Κληρικός, θεολόγος, φιλόλογος και δάσκαλος του Γένους. Φοίτησε στη
σχολή των Αμπελακίων, χειροτονήθηκε
ιερέας και αποδείχθηκε ιεροκήρυκας με σπάνιες ρητορικές ικανότητες. Το 1806 θεωρήθηκε
ύποπτος για συμμετοχή στην ανταρσία του παπα-Ευθύμιου Βλαχάβα και το 1809 προσλήφθηκε
από τον Κωνσταντίνο Κούμα στο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης
στο οποίο το 1814 ανέλαβε καθήκοντα σχολάρχη. Επηρεασμένος από τις ιδέες του Κοραή
και ακολουθώντας τις επιλογές του Kούμα ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με το κίνημα του
Διαφωτισμού. Μετά το κλείσιμο του Γυμνασίου, εξαιτίας της συστηματικής επίθεσης
της συντηρητικής παράταξης, μετακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη,
όπου το 1819 διορίστηκε από τον Γρηγόριο τον Ε´ ιεροκήρυκας και άρχισε να
συμβιβάζεται με τους αντιπάλους του Διαφωτισμού. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση και
άρχισαν οι διώξεις του ελληνικού πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη,
κατέφυγε στην Οδησσό και
αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη
όπου υπηρέτησε την εθνική υπόθεση προσπαθώντας να πετύχει την παρέμβαση του τσάρου
για τα θύματα των διωγμών. Εγκατέλειψε την Ρωσία
το 1832 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα
το 1837. Από τα πρώτα χρόνια του Αγώνα είχε υποστηρίξει πως το κίνημα για την
εθνική ανεξαρτησία έπρεπε να κόψει κάθε σχέση με τις ριζοσπαστικές ιδέες του Διαφωτισμού
και της Γαλλικής Επανάστασης που το καθιστούσαν ύποπτο στους χριστιανούς μονάρχες.
Στο ανεξάρτητο κράτος έγινε από τους μαχητικότερους σημαιοφόρους του συντηρητισμού
υπερασπιζόμενος την αμετακίνητη προσήλωση στους κανόνες της Oρθοδοξίας. Και στο
γλωσσικό ζήτημα, ενώ παλιότερα ήταν οπαδός της κοραϊκής «μέσης οδού», εμφανίστηκε
αργότερα οπαδός του αρχαϊσμού και αντιτάχθηκε κατηγορηματικά στην πρόταση του
Νεόφυτου Βάμβα να μεταφραστεί η Αγία Γραφή στην ομιλούμενη γλώσσα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων
ΖΑΓΟΡΑ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
1880 - 1953
Στην Ζαγορά γεννήθηκε, το 1880 και ο νεοέλληνας ποιητής Πέτρος Μάγνης
(Κων/νος Κωνσταντινίδης). Υπήρξε ένας από τους αναμορφωτές της λογοτεχνικής ζωής
των παροικιών της Αιγύπτου και ο εισηγητής του δημοτικισμού σαν γλώσσας της τέχνης
και του στοχασμού. Συνεπής στους αγώνες του και τις πνευματικές του πεποιθήσεις,
με το ποιητικό του έργο θεωρείται, μαζί με τον Καβάφη, ο αντιπροσωπευτικότερος
τύπος του απόδημου λογοτέχνη που κρατάει μέσα του άσβηστη την μνήμη της γενέτειράς
του.
Στην Ζαγορά, στο δρόμο προς την συνοικία της Μεταμορφώσεως, βρίσκεται
ο πατρογονικός του πύργος, από τα τυπικότερα δείγματα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής,
στην είσοδο του οποίου τα λογοτεχνικά σωματεία εντοίχισαν αναμνηστική πλάκα με
ανάγλυφη την μορφή του.
Πέθανε στην Αλεξάνδρεια
στα 1953. Κατ΄ επιθυμία του, η τεράστια φιλολογική του βιβλιοθήκη που αποτελούνταν
από 3.000 βιβλία και πάνω από 3.500 περιοδικά, όλα σπάνιες εκδόσεις της Ελληνικής
ομογένειας της Αιγύπτου, δωρήθηκε στην Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς
Αδελφός του Πέτρου Μάγνη. Γεννήθηκε στη Ζαγορά, σπούδασε στον Βόλο,
έπειτα στην Σμύρνη
και εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο βαμβακιού. Η κοινωνική,
εθνική και φιλανθρωπική του δράση επί σειρά ετών ως προέδρου Σωματείων, ήταν σημαντική.
Η Εκκλησία και η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του τον τίμησαν
με παράσημα και τιμητικές διακρίσεις.
Μεγάλη ήταν όμως και η συνεισφορά του στα νεοελληνικά γράμματα. Υπήρξε
ιδρυτικό μέλος και συντάκτης σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες του Αιγυπτιώτικου
Ελληνισμού ("Σεράπιον", "Νέα Ζωή", "Φάρος" κ.ά.). Διηγήματά του δημοσιεύθηκαν
με το ψευδώνυμο Πήλιος Ζάγρας.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς
ΜΟΡΦΟΒΟΥΝΙ (Κωμόπολη) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
1883 - 1953
Μία από τις προσωπικότητες που καθόρισαν την ιστορική πορεία της χώρας
μας, κατά το πρώτο μισό του αιώνα που φεύγει, είναι αυτή του Πλαστήρα. Πρωταγωνιστής,
σε χρόνια δύσκολα, χρόνια της φωτιάς και του πολέμου, σε εποχές εθνικού διχασμού
και μίσους. Σημερα, η αχλύς της Ιστορίας έχει ξεκαθαρίσει, έχει ιστορικά καταδειχθεί
η ανιδιοτελής προσφορά του στρατιωτικού, του πολιτικού του ανθρώπου Πλαστήρα.
Σε τοπικό επίπεδο, αποτελεί παράδειγμα ανθρώπου που όπως λέει ο λαός "κάθε εκατό
χρόνια γεννιέται". Αν για τον προηγούμενο αιώνα έχουμε τον Καραϊσκάκη, στον 20ό
δεσπόζει το όνομα του θρυλικού "Μαύρου Καβαλάρη", μολονότι η προσέγγιση "θρυλικών"
μορφών υποδηλώνει την ύπαρξη στοιχείων υπερβολής. Με την ευκαιρία της αλλαγής
του αιώνα, ας θυμηθούμε με συντομία τη διαδρομή του Πλαστήρα, η οποία ταυτίζεται
με την ελληνική ιστορία.
Ο Πλαστήρας γεννήθηκε το 1881, χρονιά απελευθέρωσης της Καρδίτσας
και μεγάλωσε στην πόλη αυτή, μέσα σε μια αγραφιώτικη οικογένεια με πλούσια ιστορική
παράδοση, αφού οι προγονοί του πολέμησαν με τον Καραϊσκάκη. Πατέρας του ήταν ο
Χρήστος Πλαστήρας, από το Βουνέσι
Καρδίτσας και μάνα του η Στεργιάνω το γένος Καραγιώργου, καταγόμενη από τη Μπεζούλα.
Από νωρίς κατατάχθηκε στο Στρατό (1904), κι από την πρώτη στιγμή έδειξε με τις
πρωτοβουλίες ότι πρόκειται για δραστήριο άτομο, στοιχείο που φανερώνεται από την
ενεργό συμμετοχή του στο "Σύνδεσμο Υπαξιωματικών", με σκοπό την αξιοκρατία και
την εξυγίανση του Στρατεύματος, κίνηση παράλληλη με αυτή των αξιωματικών που έκαμαν
το Κίνημα στο Γουδί, τον Αύγουστο του 1909.
Ως στρατιωτικός ήταν οξυδερκής, γενναίος, δίκαιος και αμερόληπτος,
στοιχεία που τον έκαμαν να αγαπηθεί και να κατακτήσει το σεβασμό όλων. Διακρίθηκε
σε όλα τα πεδία των μαχών, ενώ στους Βαλκανικούς Πολέμους του δόθηκε το προσωνύμιο
"Μαύρος Καβαλάρης". Πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό και Μακεδονικό αγώνα, μετείχε
στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης το 1916. Στην ιστορική μάχη του Σκρα (1918) διακρίθηκε
και μετά από ανδραγαθία προήχθη σε αντισυνταγματάρχη. Το 1919 πήρε μέρος στην
εκστρατεία στην Ουκρανία, και αργότερα μέσω Ρουμανίας αποβιβάσθηκε με το σύνταγμα
του στη Σμύρνη.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία απλώθηκε παντού η φήμη του γενναίου και
τολμηρού Πλαστήρα. Δίνοντας νικηφόρες μάχες με τις λιγότερες δυνατές απώλειες,
γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων, που τον ονομάζουν "καράπιπέρ" (μαύρο
πιπέρι) και αποκαλούν το ηρωικό του σύνταγμα ευζώνων "σεϊτάν ασκέρ" (ασκέρι του
διαβόλου). Οταν άρχισε η κατάρρευση του μετώπου, ο Πλαστήρας σαν "από μηχανής
θεός", σώζει την τιμή του Ελληνικού Στρατού. Δίνοντας μάχες τακτικής υποχώρησης,
συγκεντρώνει στρατιώτες διαλυμένων μονάδων, γλιτώνοντας τους από βέβαιη αιχμαλωσία.
Ταυτόχρονα έδωσε την ευκαιρία να διασωθούν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από
σφαγή, γεγονός που τον έκαμε να αγαπηθεί από τους πρόσφυγες όσο κανένας άλλος,
τόσο που αποκλήθηκε "άγιος της προσφυγιάς", ενώ πολλά παιδιά πήραν για βαπτιστικό
όνομα το επώνυμο του Πλαστήρα.
Ως πολιτικός, ο ίδιος αυτοπροσδιορίσθηκε ως τύπος της ευζωνικής πολιτικής,
στην οποία η πολιτική θεώρηση των πραγμάτων περνούσε από το φίλτρο του στρατιωτικού
που του επέτρεπε , υπολογισμούς πολιτικού, κόστους και μικροκομματικών σκοπιμοτήτων,
χαρακτηριστικά που απείχαν αισθητά από το γνώριμο προφίλ των πολιτικών. Στην πολιτική
εισέρχεται δυναμικά το 1922, με την Επανάστασης Χίου - Μυτιλήνης ενώ το Σεπτέμβρη
του '22 ο πανίσχυρος Αρχηγός (προσωνύμιο που τον συνόδευε και μετά το θάνατό του)
με τα στελέχη της Επανάστασης μπαίνει στην Αθήνα, ανατρέποντας την Κυβέρνηση και
υποχρεώνοντας το Βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί υπέρ του Γεωργίου του Β'.
Είναι η περίοδος όπου ο Πλαστήρας κατά τον Ι. Ζίγδη, λειτουργεί ως
"ναυγοσώστης του Έθνους". Το όνομά του και μόνο αρκεί να κατευνάσει τη λαϊκή οργή
και με την "εκτέλεση των εξ", παρά τις επιφυλάξεις του, εκτονώνεται η λαϊκή απαίτηση
για παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής.
Με την ταχύτατη ανασύνταξη της Στρατιάς του Έβρου
και με την ορατή απειλή νέου ελληνοτουρκικού πολέμου, ενίσχυσε σημαντικά τη διαπραγματευτική
θέση του Βενιζέλου, περιορίζοντας τις παράλογες απαιτήσεις του Κεμάλ Ατατούρκ.
Έτσι, το 1923 υπογράφεται η συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αποκλήθηκε από τους διεθνείς
διπλωματικούς παράγοντες ως "αξιοπρεπής συμβιβασμός ηττημένης χώρας" και η οποία
καθόρισε τα σύνορα της χώρας. Το αποτέλεσμα της Συνθήκης της Λωζάνης μπορεί διπλωματικά
να χρεώνεται στο Βενιζέλο, αλλά είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι το αποτέλεσμα
θα ήταν σαφώς διαφορετικό, αν στο τιμόνι της χώρας δεν υπήρχε ένας αποφασισμένος
για όλα Πλαστήρας.
Στη σύντομη διάρκεια της επαναστατικής διακυβέρνησης ο Πλαστήρας έδωσε
λύση στο προσφυγικό πρόβλημα, κυρίως της στέγασης και αποκατάστασης των εκατοντάδων
χιλιάδων προσφύγων. Επίσης, έλυσε δυναμικά το χρόνιο αγροτικό ζήτημα, με νομοθετικό
διάταγμα (14/2/23), όπου για πρώτη φορά το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών διανεμήθηκε
στους ακτήμονες.
Αρχές Ιανουαρίου του 1924, ο πανίσχυρος Αρχηγός παρουσιάζεται στον
υπουργό των Στρατιωτικών Μανέτα και υποβάλλει την παραίτηση του, δίνοντας τέλος
στην στρατιωτική του σταδιοδρομία. Ανακηρύσσεται από τη Δ' Εθνοσυνέλευση "Άξιος
της Πατρίδος". Έκτοτε ζει στην Ευρώπη, ενώ στιγμή δε φεύγει από το νου του η τύχη
της πατρίδας του, την οποία υπεραγαπά και τον απασχολεί έντονα θεμελίωση στερεού
"εθνικού οικοδομήματος".
Η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες επεμβάσεις
του Στρατού, ο οποίος με την ανοχή ή την ενθάρρυνση μέρους των πολιτικών κομμάτων
.-επεμβαίνει στην πολιτική ζωή του τόπου. Στα πλαίσια αυτά ο Πλαστήρας ηγήθηκε
αποτυχημένου κινήματος (το 1933), μετείχε στο κίνημα του 1935 και καταδικάσθηκε
σε θάνατο, αν και όταν αυτό εκδηλώθηκε, δεν ήταν στην Ελλάδα.
Η Γερμανική προέλαση και κατοχή της Ευρώπης τον βρίσκει στη Νίκαια
της Γαλλίας, απομονωμένο και ουσιαστικά αποκομμένο από την ελληνική πραγματικότητα.
Εκφράζει σκέψεις και απόψεις για το πώς η Ελλάδα θα βγει με τη λιγότερη δυνατή
ζημιά από τη δεδομένη πραγματικότητα. Οι απόψεις αυτές, αν και ήταν γνωστές εξ
αρχής, χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τους Άγγλους, για να τον υποχρεώσουν σε παραίτηση
το '45, κατηγορώντας τον για "φιλογερμανική στάση". Ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής
το 1945 ανέλαβε πρωθυπουργός βραχύβιας Κυβέρνησης (3.1.45 - 8.4.45) με στόχο την
αποτροπή του εμφυλίου πολέμου, που πρώτος αποκάλεσε έτσι. (Μετά την συμφωνία της
Βάρκιζας η Βρεττανία έβλεπε στο πρόσωπο του δημοκράτη Πλαστήρα εμπόδια στην προώθηση
των αγγλικών επιλογών και συμφερόντων γι' αυτό και όρισαν ως αντιβασιλέα τον μητροπολίτη
Δαμασκηνό και ακολούθησε το γνωστό θλιβερό κεφάλαιο του εμφύλιου σπαραγμού).
Η λήξη του Εμφυλίου βρίσκει τον Πλαστήρα να πρωταγωνιστεί στα πολιτικά
δρώμενα ως εκλεγμένος πολιτικός, επικεφαλής της ΕΠΕΚ και με σύνθημα την λέξη "Αλλαγή",
σύνθημα που κυριάρχησε και στη δεκαετία του '80. Μέσα στο άσχημο μετεμφυλιοπολεμικό
κλίμα, στο όργιο τρομοκρατίας και επεμβάσεων του ξένου παράγοντα, (που οδήγησε
στην εκτέλεση Μπελογιάννη και των συντρόφων του) σχηματίζει δύο Κυβερνήσεις συνασπισμού
κεντρώων κομμάτων στο διάστημα 1950-52, χαρακτηρισμένο ως "κεντρώο διάλειμμα".
Κύριοι στόχοι του, η οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας. Με τη λήψη
"μέτρων ειρηνεύσεως" και με την πολιτική "λήθης του παρελθόντος", προσπάθησε να
εξαλείψει τις συνέπειες του Εμφυλίου. Ασκώντας μετριοπαθή γενικά πολιτική, προσπαθεί
μετ' εμποδίων να υλοποιήσει ένα πρωτότυπο και τολμηρό για τις συνθήκες της εποχής
σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, το οποίο μεταξύ των άλλων προβλέπει εθνίκοποιήσεις,
παρεμβάσεις στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, αξιοποίηση της αμερικάνικης
βοήθειας με διάφανες διαδικασίες, διασφάλιση κοινωνικών παροχών, διανομή γης σε
ακτήμονες αγρότες, προώθηση των δημοκρατικών θεσμών, χορήγηση ψήφου στις γυναίκες,
κ.λπ.
Με κλονισμένη υγεία, με ένα κόμμα ουσιαστικά διασπασμένο, με τον αμερικάνικο
παράγοντα να υποδεικνύει στους ψηφοφόρους ότι είναι συμφέρον τους να ψηφίσουν
Παπάγο, με την Αριστερά να τον εξομοιώνει (Τί Παπάγος τι Πλαστήρας) με τον αντίπαλο
του, χάνει τις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952. Λίγους μήνες αργότερα, άφησε την
τελευταία του πνοή στις 26.7.53, σκορπώντας θλίψη στο Πανελλήνιο. Στην κηδεία
του, όπως παρατήρησε δημοσιογράφος αντίπαλης προς τον Πλαστήρα εφημερίδας, παραβρέθηκαν
άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ' όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα
ασύνηθες για την τότε ελληνική πραγματικότητα.
Εκτός όμως από ικανότατος στρατιωτικός με πολιτική δράση, ο Πλαστήρας
υπήρξε ένας υπερήφανος άνθρωπος υπόδειγμα τιμιότητας, αρετής, ανιδιοτελούς προσφοράς
και απλόχερης ανθρωπιάς. Τα στοιχεία αυτά τον έκαμαν να αγαπηθεί από το λαό, από
τον οποίο ουδέποτε αποστασιοποιήθηκε. Πολλές φορές ο μισθός του αθόρυβα και διακριτικά
έφθασε σε ανθρώπους της ανάγκης και της φτώχειας. Ποτέ του δεν απέκτησε περιουσιακά
στοιχεία και έμεινε στην ιστορία ως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα πολιτικού
και στρατιωτικού που "πέθανε στην ψάθα".
Σε τοπικό επίπεδο, ο Πλαστήρας συνέδεσε άρρηκτα το όνομα του με την
περιοχή της Καρδίτσας με μικρά και μεγάλα έργα, όπως ο οικισμός "Νεράιδα", ο δρόμος
Καρδίτσας - Αγρινίου, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, κ.λπ. Το σημαντικότερο όμως
όλων, είναι η σύλληψη της ιδέας και ο σχεδιασμός της ομώνυμης σήμερα λίμνης, η
οποία αποτελεί καθοριστικό σημείο αναφοράς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής
του Νομού.
(αναδημοσίευση άρθρου της Ειδικής Εκδοσης της τοπικής εφημερίδας "ΠΡΩΙΝΟΣ
ΤΥΠΟΣ της ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ" της 31-12-1999)
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Καρδίτσας
ΛΑΡΙΣΑ (Πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Γεννήθηκε στη Λάρισα
το 1962. Σπούδασε τρομπέτα με καθηγητή τον Αναστάσιο Κυπραίο στο Ωδείο Αθηνών
από όπου πήρε το δίπλωμά του το 1983 με Πρώτο βραβείο παμψηφεί. Τον ίδιο χρόνο
έγινε μέλος της Ορχήστρας Νέων της ΕΟΚ και έχει παίξει κάτω από τη διεύθυνση των
Κλάουντιο Αμπάντο και Γιούρι Σιμώφ. Σπούδασε επίσης Ανώτερα Θεωρητικά και Σύνθεση
στο Ωδείο Αθηνών και στο Αθήναιον Ωδείο με δασκάλους τον Ακαδημαϊκό Μενέλαο Παλλάντιο,
τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο και τον Περικλή Κούκο, και είναι διδάκτωρ της Κρατικής
Μουσικής Ακαδημίας της Σόφιας με τη διατριβή του για την πολυφωνία του 1700.
Ο Νίκος Ξανθούλης είναι Κορυφαίος Α' Τρομπετίστας της Εθνικής Λυρικής
Σκηνής και διδιάσκει τρομπέτα στο Ωδείο Αθηνών. Εχει δώσει πολλές συναυλίες με
το Κουιντέτο Χάλκινων Πνευστών Αθηνών, καθώς και σαν σολίστ με ορχήστρα. Επίσης
έδωσε πολλά ρεσιτάλ τρομπέτας σ' όλη την Ελλάδα. Tο 1986 γράφτηκε στο Αθήναιον
Ωδείο και σπούδασε τσέμπαλο στη Σχολή Βινιανέλλι Αθηνών με την Μαργαρίτα Δαλμάτη,
κερδίζοντας από τον πρώτο χρόνο των σπουδών του την υποτροφία της Σχολής "προς
τιμήν του Maestro Ferruccio Vignanelli". Το 1992 πήρε δίπλωμα τσέμπαλο με Αριστα
παμψηφεί.
Εργα του έχουν παιχτεί από την Ελληνική και Βουλγαρική Ραδιοφωνία.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής "Λίλιαν Βουδούρη"
Ο Βασίλης Τενίδης γεννήθηκε στη Λάρισα.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παράλληλα κλασσική κιθάρα με τους
Κώστα Κεφαλόπουλο, Ιβάν Ψίουκοφ και θεωρητικά με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 συνέθεσε πολλά τραγούδια - μπαλάντες
από αυτά που προσδιόρισαν το ύφος του ελληνικού "Νέου Κύματος". Εχει γράψει μουσική
για όλα σχεδόν τα είδη και ιδιώματα (συμφωνικά έργα, μουσική δωματίου, χορωδιακά,
για συγκροτήματα Jazz, κινηματογραφική μουσική κτλ).
Ασχολήθηκε ωστόσο ιδιαίτερα με το θέατρο, όπου έχει συνθέσει σκηνική
μουσική για περισσότερα από διακόσια έργα, χωρίς διακρίσεις τεχνοτροπίας (αρχαία
τραγωδία και κωμωδία, κλασσικό θέατρο, μοντέρνο, πρωτοποριακό κ.ά.).
Παράλληλα έχει διακριθεί και σαν ενορχηστρωτής έργων άλλων συνθετών
(από τις σημαντικότερες, ο Εθνικός Υμνος της Ελλάδος για συμφωνική ορχήστρα και
χορωδία, η καντάτα Υμνος των Μεσογειακών Αγώνων του Μίκη Θεοδωράκη για 200 εκτελεστές,
ο κύκλος τραγουδιών Γειτονιές του Φεγγαριού του Μάνου Χατζιδάκι, η οπερέτα Απάχηδες
των Αθηνών του Νίκου Χατζηαποστόλου για την Εθνική Λυρική Σκηνή, σειρά έργων των
επτανησίων συνθετών Μάντζαρου, Καρρέρ, Ξύνδα, Σαμάρα, Λαυράγκα, Λαμπελέτ, Ευαγγελάτου,
Ξένου κ.ά.).
Σε συνεργασίες του με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση έχει κάνει εκατοντάδες
εκπομπών με μουσικά θέματα (ανάμεσά τους η ραδιοφωνική εκπομπή "ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ" που επί πέντε (5) χρόνια γνώρισε στο ελληνικό κοινό με πρωτότυπο εκλαϊκευμένο
τρόπο τα πάντα σχεδόν γύρω από τη μουσική, η από την τηλεόραση εκπομπή "ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ
ΤΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ" κ.ά.).
Εχει διδάξει σε σχολές, σεμινάρια, ΙΕΚ, έχει δώσει πολλές διαλέξεις
και έχει μετάσχει σε συνέδρια και συζητήσεις. Είναι Αρχιμουσικός στα Μουσικά Σύνολα
της ΕΡΤ και τακτικό μέλος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής "Λίλιαν Βουδούρη"
ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ (Χωριό) ΒΟΛΟΣ
Γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία Bόλου.
Aπόφοιτος του Δημοτικού Ωδείου Bόλου και του Σύγχρονου Ωδείου Θεσσαλονίκης με
Πτυχίο και Δίπλωμα κιθάρας αντίστοιχα και με Aριστα παμψηφεί. Συνέχισε τις σπουδές
του στο Instituto Superior de Arte στην Aβάνα της Kούβας και κατόπιν στο πανεπιστήμιο
της Bοστώνης αποφοιτώντας με Master και Διδακτορικό στη Σύνθεση.
Δάσκαλοί του, που επηρέασαν τη μουσική του σκέψη υπήρξαν οι: Θόδωρος
Aντωνίου, Lukas Foss, Leo Brouwer και ο κιθαριστής Alirio Diaz. O Lukas Foss τον
περιέγραψε σαν έναν εξαιρετικά χαρισματικό συνθέτη - κιθαριστή. Ο Aπ. Παρασκευάς
έχει αποσπάσει τα τελευταία δέκα χρόνια τις πιο αξιόλογες κριτικές από τον ελληνικό
και ξένο τύπο για το έργο του.
Εργα του έχουν παιχτεί σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία και έχει εμφανιστεί
ως σολίστ με ορχήστρες όπως οι New England Conservatory Orchestra, Newton Symphony
Orchestra, Florida International University Symphony Orchestra, Ορχήστρα Σύγχρονης
Ελληνικής Μουσικής, ALEA III, Boston University Symphony Orchestra και New Music
Ensemble του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. Επίσης σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών
όπως: Carnegie Hall της Νέας Υόρκης (το CD του οποίου κυκλοφορεί με τον τίτλο
A night at Carnegie Hall), Tsai Performance Center της Βοστώνης, Μέγαρο Μουσικής
Αθηνών, WertheimPerforming Arts Center/Miami και σε διεθνή φεστιβάλ μουσικής όπως:
Συνέδριο - Φεστιβάλ Κιθάρας Κέρκυρας, Συνέδριο συνθετών στο Μαϊάμι των ΗΠΑ, Φεστιβάλ
Κιθάρας Βόλου, Bath International Festival (England), International Guitar Festival
of Havana (Cuba), International Guitar Festival of Esztergom (Hungary), GFA International
Convention (USA), Andres Segovia Festival (USA), και το Music Festival of Varadero
(Cuba).
Ο Απόστολος Παρασκευάς έχει αποσπάσει το δίπλωμα τιμής καλλιτεχνών
από το Palacio de Junco (Κούβα), τιμητικό δίπλωμα από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό,
Δεύτερο Βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης του ΣΚΩΑ (Ελλάς), Πρώτο Βραβείο στο διαγωνισμό
σύνθεσης (Call for Scores) του Εθνικού Συλλόγου Συνθετών Αμερικής για το 1997,
Πρώτο Βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης (Γ. Α. Παπαϊωάννου) και έχει προταθεί από
την Αμερικάνικη Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών για το βραβείο σύνθεσης Charles
Ives για τα έτη 1996, 97.
Είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Συνεδρίου - Φεστιβάλ
Κιθάρας (Ελλάδα), διδάσκει τις τάξεις κιθάρας στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης και
είναι μέλος των BMI (Broadcast Music Inc.), Society of Composers/USA (SCI) και
της Eνωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Eργα του εκδίδονται από τον μουσικό εκδοτικό οίκο Παπαγρηγορίου - Νάκα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής "Λίλιαν Βουδούρη"
ΤΡΙΚΑΛΑ (Πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Γεννήθηκε στα Tρίκαλα.
Σπούδασε θεωρητικά στο Δημοτικό Ωδείο Λαμίας, στο Kρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης
και τελείωσε τις σπουδές του στη σύνθεση και στα κρουστά στην Aνώτατη Kρατική
Mουσική Σχολή του Bύρτσμπουργ της Γερμανίας.
Eργα του εκτελέστηκαν στη Γερμανία, Aυστραλία και στην Eλλάδα από
τις Kρατικές Oρχήστρες Θεσσαλονίκης, Aθηνών, από την Oρχήστρα Ποικίλης Mουσικής
της E.P.A. καθώς και από διάφορους σολίστες.
O ίδιος διηύθυνε έργα του σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής "Λίλιαν Βουδούρη"
ΣΚΙΑΘΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
1850 - 1929
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 15 Οκτωβρίου του
1850. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο.
Το 1866 πηγαίνει στην Αθήνα όπου τελειώνει το ελληνικό σχολείο και το 1871 αποφοιτά
από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Το 1872 γίνεται τακτικό μέλος του φιλολογικού συλλόγου "Παρνασσός", ενώ
το 1874 παίρνει για πρώτη φορά το χρίσμα του δημοσιογράφου. Το 1880 διορίζεται
καθηγητής στο Βαρβάκειο και το 1881 ονομάζεται διδάκτορας της φιλοσοφίας. Το 1886
λαμβάνει το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος. Ταξίδεψε κατ' επανάληψη
στους Αγιους Τόπους, στην Κωνσταντινούπολη και στο Αγιο Ορος, ενώ το 1901 παντρεύτηκε
στην Αθήνα την Αγγελική Φουλάκη.
Το 1921 έλαβε το εθνικό αριστείο των γραμμάτων και των τεχνών και
τον Ιανουάριο του 1928 γίνεται πρόεδρος μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η ευχαριστήρια
επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Ακαδημίας ήταν και η μόνη του επαφή, αφού δεν
έλαβε μέρος σε καμία συνεδρία.
Το 1929 στη Σκιάθο γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός και ονομάζεται Ανδρόνικος.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αρρωσταίνει και πεθαίνει το μεσημέρι της 25ης Οκτωβρίου
1929. Στην κηδεία του που έγινε την επόμενη μέρα, το θερμό επικήδειο εκφώνησε
ο Γ. Ρήγας. Ο Μωραϊτίδης καλλιέργησε όλα τα λογοτεχνικά είδη και το έργο του διαπνεόταν
από ιδιαίτερο λυρισμό, βαθιά θρησκευτικότητα καθώς και από αγάπη προς τη Σκιάθο.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου
ΣΚΙΑΘΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
1851 - 1911
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του
1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ.
Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου
στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο
Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε,
ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Το 1879 δημοσιεύει το
μυθιστόρημα ο "Μετανάστης" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει
το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι", ενώ παράλληλα
άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη"
το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός
συνεργάτης.
Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα".
Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετερήδα του στα ελληνικά
γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει
στην παρτίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα
της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα και
τον επικήδειο εκφώνησε ο Γ. Ρήγας. Στις 22 Νοεμβρίου 1912 τον τάφο του επισκέφτηκε
η Μαρία Βοναπάρτη και το 1925 στήθηκε η προτομή του, έργο του Θ. Θωμόπουλου.
Το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το οποίο είναι σήμερα διεθνώς
αναγνωρισμένο, επηρεάστηκε άμεσα από το νησί στο οποίο γεννήθηκε και πέθανε, το
νησί που αγάπησε και ύμνησε όσο κανένας άλλος, αλλά και από τους ανθρώπους του,
τις πραγματικές ιστορίες των οποίων μετέφερε γράφοντας. Υπήρξε ένας άριστος μελετητής
της ανθρώπινης ψυχολογίας και των ηθών της εποχής του. Με την απαράμιλλη και γεμάτη
λυρισμό πένα του, έγραψε χωρίς αμφιβολία τα κορυφαία ηθογραφήματα της νεότερης
Ελλάδας. Ετσι, το ονομά του μας παραπέμπει στο ν ησί του, αλλά παράλληλα, στο
άκουσμα της λέξης "Σκιάθος", δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε το μεγάλο αυτό λογοτέχνη,
που σφράγισε ανεξίτηλα το νησί του ακριβώς όπως αυτό σφράγισε το έργο του.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου
ΚΥΝΟΣ ΚΕΦΑΛΕΣ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
522 - 446
Pindarus, Pindar, (Pindaros). The greatest of the Greek lyric
poets, son of Daiphantos, was born at or near Thebes, B.C. 522. He belonged to
a noble and priestly family and was carefully educated. His musical training was
received from the best masters of the time, among whom is mentioned, perhaps without
sufficient warrant, Lasos of Hermione, the regenerator of the dithyramb. Familiar
is the story of his unsuccessful contest with Corinna, and of the advice which
she gave the youthful poet when he crowded the opening of one of his hymns with
mythological figures: "Sow with the hand and not with the whole sack."
Pindar began his career as a local poet early in life, and the Tenth Pythian,
which is said to have been composed when he was only twenty years old, shows all
the elements of his future greatness. By the time of the Persian War Pindar had
risen to the position of a national poet, and though he was a good Theban and
a stanch aristocrat, though he was bound by the ties of his family, which belonged
to the old nobility, and by the ties of his people, who sided with the Persians,
he was too true a Greek, too thoroughly Pan-Hellenic not to be proud of the victory
of the Greeks of Attica over the Persians, and the victory of the Greeks of Sicily
over the Carthaginians. According to the well-known story the high praise which
he bestowed on Athens as the "Stay of Greece" roused the indignation
of the Thebans, who imposed on him a heavy fine, which the Athenians reimbursed
twofold, adding, as is further reported, a statue and other honours. Like the
other lyric poets of his time, Pindar travelled far and wide in fulfilment of
his calling, though, doubtless, he often sent his song instead of going himself.
A long sojourn in Sicily is beyond a doubt, and Aegina, which he loved only next
to Thebes, must have been to him a second home; nor is it unlikely that he knew
Macedon in the North and Cyrene in the South. He was received everywhere with
veneration and bore himself as a peer of princes. And not only was he honoured
by the highest on earth, but the gods themselves are said to have shown him special
favour and to have sent him at last the boon of a swift and easy death as he rested
his head on the lap of his favourite in the theatre or in the gymnasium of Argos.
The date of that death we do not know with certainty, but his life can hardly
have been prolonged much beyond the middle of the fifth century. The reverence
felt for the poet in his lifetime was paid to his genius after his death, and
when Thebes was pillaged and destroyed by the Macedonian soldiery in the next
century, the house of Pindar was spared by the express order of Alexander the
Great, whose ancestor he had celebrated in song.
Pindar was a consummate master of the whole domain of lyric
poetry, as is shown by the fragments of his hymns (humnoi), his paeans (paianes),
his dancing-songs (huporchemata), his processional songs (prosodia), his songs
for choruses of virgins (parthenia), his songs of praise (enkomia), his drinking-songs
(paroinia) and catches (skolia), his dithyrambs (dithuramboi) and dirges (threnoi).
These show the breadth of his genius; the height of it we must estimate by the
one group of his poems which we have entire, the Songs of Victory (epinikia or
epinikoi), composed to celebrate the successful contestants in the great national
games of Greece, Olympian (Olumpionikai, sc. humnoi), Pythian (Puthionikai), Nemean
(Nemeonikai), Isthmian (Isthmionikai). In these poems, which were delivered by
trained choruses, the poet is the spokesman, and this is an important point for
the appreciation of the often intensely personal tone of the lyric chorus as compared
with the chorus of the drama. A victory at one of the great games was a matter
of joy and pride not only to the victor himself and to his kindred, but also to
the community, so that there is a peculiar blending of the private with the public,
of intimate allusion with wide scope. The elements are many: festal joy, wise
and thoughtful counsel, the uplifting of the heart in prayer for prince and for
people, the inspiration of a fervent patriotism; but the victory is the dominant
theme, and that victory is raised to the high level of the eternal prevalence
of the beautiful and the good over the foul and the base; the victor is transfigured
into a glorious personification of his race, and the present is reflected, magnified,
illuminated in the mirror of the mythic past. The epinician becomes the triumphal
song of Hellenism and the triumphal song of idealized humanity. To understand
this it is necessary to understand also the deep religious and ethical and artistic
meaning of the great games of Greece, of which the Olympian Games were the crown;
so that whatever else a man might achieve or suffer, an Olympian victory was sunshine
for life. "To spend and to toil"--this is the motto of him who would
attain; a motto that means self-sacrifice, submission to authority, devotion to
the public weal; and this motto is incarnate in the Pindaric Heracles, who is
held up as the type of achievement and endurance in obedience to the divine will.
Heracles is the Doric ideal, and Pindar his last prophet. Pindar still lives in
the world of the old gods, still believes in the array of their shining forms,
and if he rejects a myth that dishonours god, his faith is intact, the priestly
temper conquers. Life was a serious thing to him. The melancholy strain that is
not absent from Homer, that dominates Hesiod, makes itself heard in Pindar. We
hear over and over again of the shortness and the sorrowfulness of human life,
the transitoriness of its pleasures, our utter dependence upon the will of an
envious god. And yet it is not a melancholy that degenerates into doleful brooding.
It is ‘a spur that the clear spirit doth raise’ to noble action. But for noble
action noble blood is necessary. Pindar is an aristocrat, and to him the blood
of the gods is the true channel of the grace of the gods. Government fitly reposes
only in the hands of those who are endowed by nature for the work of the ruler,
and what is true of government is true also of art. Art is divine, and the eagle,
the bird of Zeus, is its chosen symbol. Ineffectual chatter is all that can be
expected of crows and daws. But the divine right of government, the divine right
of genius, is not absolute, and is to be exercised only in obedience to divine
law. Native endowment being god-given involves the duty of self-restraint, which
is imposed by the giver. And this "measure," which is the summary of
Pindaric ethics, brings with it the recompense of reward in that other world which
Pindar sees and makes us see with a startling sense of reality.
Pindar was claimed by the ancient rhetoricians as an exemplar
of the "austere" style, as belonging to the same order as Aeschylus
in tragedy, as Thucydides in history. His style is the grand style, but grand
after the antique pattern of grandeur, which combines weight and fulness of meaning
with artistic exactness in every detail. The copiousness of Pindar is a commonplace,
but the subtle art of Pindar is often overlooked in the earlier characterizations
of his poetry, and it is safe to follow the poet himself, who bears ample witness
to his own excellences. Opulence, elevation, force, cunning workmanship, vigorous
execution--these are all claimed by the poet for himself; and his splendour, his
loftiness, his wealth of imagery, his forceful concentration, his varied metaphor,
his vivid narrative, his superb diction must be recognized at once, though the
admiration of these characteristics is indefinitely enhanced by closer study.
But what withdraws itself from the reader is the sequence of thought, the planfulness
of the epinician, and yet this is a point which Pindar also insists on. This planfulness,
though disregarded or denied by literary people ancient and modern, has been diligently
sought after by the best commentators and by the most thoughtful students of Pindar,
and while no consensus has been reached, much has been done to show sequence and
balance, to reproduce the architectonic principle, to bring out the relations
of the myth which forms the heart of every ode to the rest of the organism, to
trace the thread of the thought and to make audible the burden of the song as
revealed by the recurrence of significant words and significant sentiments. Despite
much straining and much overinterpretation, Pindar is much nearer to us than he
was ever before. The music and the dance are lost without which the full significance
of a Pindaric ode cannot be appreciated, but the rhythm remains, and under the
guidance of the rhythm we can penetrate into many of the recesses of Pindaric
songs.
The great Pindaric MSS. are, according to Mommsen's notation,
A (Ambrosianus A), twelfth century; B (Vaticanus B), also of the twelfth century;
C (Parisinus G), belongs to the close of the twelfth century); D (Mediceus B)
in the Laurentian Library at Florence, thirteenth or fourteenth century. The inferior
MSS. are called Thomani, Moschopulei, Tricliniani, as they represent the editions
of Thomas Magister, Moschopulos, and Triclinius. A good reading in them is a lucky
accident.
The older scholia to Pindar go back to Didymus as Didymus goes
back to an earlier time, and they have a certain value for the constitution of
the text; the later scholia have very little value of any kind. A critical edition
was begun by E. Abel with Nemeans and Isthmians in 1884.
This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΕΥΞΕΙΝΟΥΠΟΛΗ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
25/3/1939
Βουλευτής
1956
Γενικός Γραμματέας Επικοινωνιών
ΚΡΑΝΕΑ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ (Κωμόπολη) ΕΛΑΣΣΩΝΑ
1944
Πρώην Υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων
ΡΑΧΟΥΛΑ (Χωριό) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
1914
Γεννήθηκε στη Ραχούλα στις 20-7-1914. Τελείωσε την επαγγελματική Σχολή
των Τ.Τ.Τ. και γράφτηκε στη Νομική Σχολή.
Από μαθητής του Γυμνασίου Καρδίτσας, το 1930 οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ
από τον καπνεργάτη Κορκοτζέλο.
Ως υπάλληλος των Τ.Τ.Τ. ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση και διετέλεσε
γραμματέας της Ε.Ε. της συνδικαλιστικής Οργάνωσης των Τριατατικών (ΤΤΤ).
Μέλος του ΚΚΕ έγινε το 1941 και υπήρξε γραμματέας της Κομμουνιστικής
Οργάνωσης των Τριατατικών. Το 1945 γίνεται μέλος της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής
Οργάνωσης Αθήνας και το 1949 γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής.
Για τη δράση του διώχτηκε και συνελήφθηκε επανειλημμένα από τις αρχές
ασφαλείας. Στις αρχές του 1943 εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ και πολέμησε ως στέλεχος της
διοίκησης της 5ης Ταξιαρχίας και της 11ης Μεραρχίας εναντίον των κατακτητών.
Την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου διετέλεσε διοικητής μεγάλης μονάδας
της 1ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Το 1954 δουλεύοντας κομματικά σαν
παράνομος, πιάστηκε στην Αθήνα. Δικάστηκε πολλές φορές σε ισόβια και έμεινε στη
φυλακή και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης συνολικά 18 χρόνια.
Το 1972 έγινε Γενικός Γραμματέας μέσα από τις διαδικασίες του 9ου
Συνέδριου του ΚΚΕ. Βουλευτής εκλέχτηκε το 1974, 77, 81, 85, 89 και 1990.
Τον Ιούλη του 1989 εκλέχτηκε Πρόεδρος του Κόμματος και το Δεκέμβρη
του 1991 ομόφωνα, Επίτιμος Πρόεδρός του. Για τήν προσφορά του τιμήθηκε με πολλά
διεθνή βραβεία.
Η πολιτική ενασχόληση από υπεύθυνες θέσεις του Κόμματος του ανέδειξε
σαν πολιτική ηγέτη ευρύτερης αποδοχής.
Ο Χ. Φλωράκης δεν ξέκοψε από τον τόπο μας, παρά τα δύσκολα χρόνια
της αναγκαστικής προσφυγιάς, των φυλακών, των εξοριών και της περιόδου παρανομίας.
Με κάθε ευκαιρία διατρανώνει την αγραφιώτικη καταγωγή του. Μάχεται
για τα ιδιαίτερα προβλήματα της περιοχής αυτής και του Νομού γενικότερα.
Γεγονός που δεν αμφισβητείται είναι το ότι η όλη του πολιτική πορεία
συνδέθηκε με τους αγώνες του ελληνικού λαού για τη δημοκρατία, την Εθνική ανεξαρτησία,
την ειρήνη, την κοινωνική πρόοδο και το σοσιαλισμό.
(αναδημοσίευση άρθρου της Ειδικής Εκδοσης της τοπικής εφημερίδας "ΠΡΩΙΝΟΣ
ΤΥΠΟΣ της ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ" της 31-12-1999)
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Καρδίτσας
ΓΥΡΤΩΝ (Αρχαία πόλη) ΛΑΡΙΣΑ
Heracleides. Of Gyrton in Thessaly, commanded the Thessalian cavalry in the army of Philip at the battle of Cynoscephalae. (Polyb. xviii. 5.)
ΘΕΣΣΑΛΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΕΛΛΑΔΑ
Echekrates, (Echekrates). A Thessalian, was one of those whom the ministers of Ptolemy Philopator, when they were preparing for war with Antiochus the Great in B. C. 219, employed in the levying of troops and their arrangement into separate companies. He was entrusted with the command of the Greek forces in Ptolemyi's pay, and of all the mercenary cavalry, and did good service in the war, especially at the battle of Raphia in B. C. 217. (Polyb. v. 63, 65, 82, 85.)
Hippolochus. A Thessalian, who commanded a body of horse in the service of Ptolemy Philopator, with which he deserted to Antiochus the Great, during the war in Syria, B. C. 218. He was immediately afterwards detached by Antiochus, together with Ceraeas, who had deserted about the same time, to defend the province of Samaria. He is again mentioned as commanding the Greek mercenaries in the service of Antiochus at the battle of Raphia, B. C. 217. (Polyb. v. 70, 71, 79.)
Hippolochus. A Thessalian, who was sent by the Larissaeans, at the commencement of the war with Antiochus (B. C. 192), to occupy Pherae with a strong garrison, but, being unable to reach that place, he fell back upon Scotussa, where he and his troops were soon after compelled to surrender to Antiochus, but were dismissed in safety. (Liv. xxxvi. 9.)
Menon. A Thessalian adventurer, one of the generals of the Greek mercenaries in the army of Cyrus the Younger, when the latter marched into Upper Asia against his brother Artaxerxes, B.C. 401. After the death of Cyrus he was apprehended along with the other Greek generals by Tissaphernes, and was put to death by lingering tortures, which lasted for a whole year. His character is drawn in the blackest colours by Xenophon. He is the same as the Menon introduced in the dialogue of Plato which bears his name.
This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΚΑΝΑΛΙΑ (Χωριό) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
1917 - 1997
Ισως ο τελευταίος σημαντικός κι αντιπροσωπευτικός Έλληνας πεζογράφος
του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που τον εφάρμοσε όχι μηχανικά αλλά επιθυμώντας και
προσπαθώντας να τον προσαρμόσει πρώτα και κύρια στη συγγραφική του ιδιοσυγκρασία
αλλά και στα ελληνικά (ιδεολογικά, αισθητικά) δεδομένα. Κατά καιρούς χρησιμοποίησε
διάφορα ψευδώνυμα: Π. Αβάντος, Αλέξης Ζήσης, Πύρρος Βαρδής, Βασίλης Λόγγος κ.α.
Το πραγματικό του όνομα είναι Απόστολος Χρήστου Ζήσης. Τα πιο γνωστά του έργα
είναι η τριλογία "Οι ρίζες του ποταμού", "Οι κλούβες", "Το φλογισμένο βουνό",
η συλλογές διηγημάτων "Η χαραυγή", και "Το κορίτσι με το σαντούρι", "Τα γεράκια
της Πίνδου", "Ανοιχτοί ουρανοί", το θεατρικό "Ανάψτε τα φώτα", το μυθιστόρημα
"Ο κόσμος των ελπίδων", "Το ταξίδι της φιλίας", "Ο σημερινός κόσμος", "Η συμμορία
των αθώων", και η συλλογή παιδικών διηγημάτων "Για ένα λουλούδι". Πολλά από τα
έργα του έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε ξένες ανθολογίες.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ
1917: Γεννήθηκε στο χωριό Κανάλια Καρδίτσας. Είναι ο μικρότερος από άλλα
έξι αδέλφια. Την πρώτη ώθησή του στα γράμματα την οφείλει στο οικογενειακό του
περιβάλλον.
1929: Εγγράφεται στο γυμνάσιο Καρδίτσας
1933: Αποβάλλεται από όλα τα γυμνάσια του κράτους, γιατί πρωτοστάτησε σε
μια μαθητική απεργία.
1934: Γράφει το πρώτο του διήγημα "Ο νέος Λενινιστής" επηρεασμένος από
δημοσιεύματα εφημερίδων ότι θα γινόταν πόλεμος με χημικά αέρια.
1935: Δίνει εξετάσεις σε Επιτροπή Καθηγητών και παίρνει το ενδεικτικό για
την έκτη τάξη γυμνασίου απ' όπου και αποφοίτησε το 1936.
1937: Συλλαμβάνεται από τη δικτατορία του Μεταξά και καταδικάζεται σε δύο
χρόνια εξορία κι έναν χρόνο φυλακή. Μετά από έφεση η ποινή του μετριάζεται σε
οχτώ μήνες φυλακή για παράνομη δράση. Εκτίει την ποινή του στις φυλακές Καρδίτσας
και Λάρισας.
1938: Δίνει εξετάσεις και εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Παράλληλα ακολουθεί μαθήματα γαλλικής γλώσσας στο Γαλλικό Ινστιτούτο.
Ξανασυλαμβάνεται σε αντιδικτατορική φοιτητική διαδήλωση και αποφυλακίζεται με
άλλους φοιτητές ύστερα από δύο μήνες. Τον ίδιο χρόνο εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο,
η νουβέλα "Οι δυνατοί" από τη ζωή της ορεινής Θεσσαλίας.
1941: Καλείται στο στρατό και υπηρετεί στη Διλοχία των σπουδαστών στη Λαμία,
αλλά πριν σταλεί στο ελληνοϊταλικό μέτωπο εισβάλλουν οι Γερμανοί και απολύεται
με "επ' αόριστον άδεια" όπως όλοι.
1942: Παίρνει το δίπλωμα του οικονομικού κλάδου της Νομικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο οργανώνεται στο Ε.Α.Μ.
1943: Διορίζεται στο Εκλεκτικό Συνέδριο, κυκλοφορεί την πρώτη συλλογή διηγημάτων
με τίτλο "Ναθαναήλ Μάρκος". Απολύεται όμως αμέσως από το Εκλεκτικό Συνέδριο γιατί
η ασφάλεια έστειλε έγγραφο που πιστοποιούσε ότι "δεν είναι νομιμόφρων".
1944: Ιανουάριος. Συλλαμβάνεται από τα SS και κλείνεται στο στρατόπεδο
του Χαϊδαρίου. Μάιος. Μεταφέρεται στα υπονομευόμενα με δυναμίτη βαγόνια (κλούβες)
που έβαζαν οι ναζί, μπροστά από τις μηχανές των τρένων για να προστατεύονται από
επιθέσεις των ανταρτών. Αύγουστος. Μεταφέρετε στις φυλακές του σανατόριου
"Σωτηρία" μέχρι την απελευθέρωση 12/10/44. Δεκέμβριος. Συλλαμβάνεται από
τους Εγγλέζους και κλείνεται στο στρατόπεδο στο Γουδί, όπου μένει μέχρι την συμφωνία
της Βάρκιζας.
1945: Εκδίδεται το μυθιστόρημά του "Οι κλούβες"
1946: Επαναδιορίζεται στο Υπουργείο Οικονομικών.
1949: Κηρύσσεται ανυπότακτος και παραπέμπεται στο στρατοδικείο όπου αθωώνεται
μετά από βεβαίωση γιατρών και νοσοκομείων ότι ήταν άρρωστος.
1950: Καταπιάνεται με τη μελέτη του αγροτικού κινήματος με τη συγγραφή
της μυθιστορηματικής τριλογίας που αργότερα θα πάρει τον τίτλο "Οι ρίζες του ποταμού"
1967: Μαζί με τους "Αστοί και εργάτες" (ο δεύτερος τόμος της τριλογίας)
μπαίνει στους φακέλους της στρατιωτικής χούντας και απαγορεύεται η κυκλοφορία
όλων των βιβλίων του. Φεύγει για τη Ρώμη ως πολιτικός πρόσφυγας.
1969: Στο συνέδριο του Ελσίνκι εκλέγεται πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου
των Ελληνικών Αντιδικτατορικών Επιτροπών του εξωτερικού.
1970: Φεύγει από τη Ρώμη κι εγκαθίσταται με τη γυναίκα του Αφροδίτη στις
Βρυξέλες όπου εργάζεται ως μεταφραστής στο ελληνόγλωσσο περιοδικό της ΕΟΚ. Η Στρατιωτική
χούντα του αφαιρεί την Ελληνική Ιθαγένεια.
1974: Μετά τη μεταπολίτευση γυρίζει στην Ελλάδα. Του δίνεται η ιθαγένεια
και ξαναπαίρνει τη θέση του στο Υπουργείο Οικονομικών με το βαθμό του διευθυντή
Α'.
1977: Εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
1980: Αποχωρεί από την υπηρεσία του στο Υπουργείο Οικονομικών με τον τίτλο
του Επίτιμου Διευθυντή Α'. Παίρνει το Β' κρατικό βραβείο για τη μυθιστορηματική
τριλογία "Οι ρίζες του ποταμού".
1981: Ο Δήμος Καρδίτσας του απονέμει το αργυρό μετάλλιο της πόλης "για
τις εξαιρετικές υπηρεσίες του στα γράμματα και στους εθνικοκοινωνικούς αγώνες
του λαού μας". Ύστερα από πρόσκληση, παίρνει μέρος στο 7ο Συνέδριο των Σοβιετικών
Συγγραφέων. Παραιτείται από Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
1985: Έπειτα από απόφαση του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ του απονέμεται το
μετάλλιο της αντιφασιστικής νίκης με την ευκαιρία συμπλήρωσης 40 χρόνων από τον
"μεγάλο πατριωτικό πόλεμο".
Στα επόμενα χρόνια έλαβε αρκετές τιμητικές διακρίσεις από συλλόγους και φορείς
της Καρδίτσας για την προσφορά του στα γράμματα με τελευταία το 1995 της Λαϊκής
Βιβλιοθήκης "Η Αθηνά" που τον ανακήρυξε "Επίτιμο Πρόεδρο". Επίσης, τιμήθηκε με
το βραβείο "Φοίνικες".
Πέθανε το 1997.
ΛΑΡΙΣΑ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Heliodorus, of Larissa, the author of a little work on optics, entitled Kephalaia
ton Optikon, which seems to be a fragment or abridgement of the larger work, which
is entitled in some MSS. Daamianon philosophou tou Heliosorou Larissaiou peri
optikon hupotheseon Biblia b which makes it doubtful whether his true name was
Dalmianus or Heliodorus. The work is chiefly taken from Euclid's Optics. The work
was printed at Florence, with an Italian version, by Ignatius Dante, with the
Optics of Euclid, 1573, 4to.; at Hamburgh by F. Lindenbrog, 1610, at Paris,
by Erasmus Bartholinus, 1657, 4to (reprinted 1680); at Cambridge, in Gale's Opuscula
Mythologica, 1670. (but it is omitted in the Amsterdam edition, 1688); and
lastly, with a Latin version and a dissertation upon the author, by A. Matani,
Pistorii, 1758. Some other scientific works of Heliodorus are mentioned.
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Nov 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΣΚΙΑΘΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
Ο Επιφάνειος-Στέφανος Δημητριάδης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1760 και
ανήκε σε αρχοντική οικογένεια του νησιού. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Σκιάθο
και κατόπιν μαθήτευσε σε σχολεία του Πηλίου, των Αμπελακίων, της Κωνσταντινούπολης
και των Παραδουνάβιων περιοχών. Αρχισε να εργάζεται στο Βουκουρέστι για τον ηγεμόνα
Νικόλαο Μαυρογένη, μαζί με το Ρήγα Φεραίο. Ετσι οι δύο άνδρες έγιναν στενοί συνεργάτες
και φίλοι. Η γνωριμία με μία φλογερή προσωπικότητα σαν αυτή του Ρήγα ήταν φυσικό
να επηρεάσει βαθιά το ανήσυχο πνεύμα του Επιφάνειου Δημητριάδη.
Το 1787 επέστρεψε στην Ελλάδα, καταρχάς στη στη Σκιάθο και κατόπιν
στην Ύδρα και τον Πόρο, ενώ ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, την Κωνσταντινούπολη, τη Μολδαβία
και το Βουκουρέστι. Το 1798 επανήλθε στη Σκιάθο, όπου και παντρεύτηκε. Το 1802
διορίστηκε βοεβόδας της Σκιάθου και το 1803-1805 βοεβόδας της Αλοννήσου. Η συνεισφορά
του στις προεπαναστατικές κινήσεις των Βλαχάβα, Σταθά, Νικοτσάρα ήταν σημαντική.
Το 1807 παραβρέθηκε στη Συνέλευση που έγινε στη Μονή Ευαγγελίστριας, όπου γνωρίστηκε
με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Από το 1811 περιόδευε στην Ελλάδα διδάσκοντας. Η έναρξη
της Επανάστασης τον βρήκε στην Κέα, απ' όπου επέστρεψε αμέσως στη Σκιάθο για να
εμψυχώσει τους συμπατριώτες του για την κάθοδο τους στον αγώνα. Το Σεπτέμβριο
του 1821 τον συναντάμε να πολεμά στην άλωση της Τρίπολης, ενώ συνεχίζει να προσφέρει
αδιάκοπα, ως την τελευταία του στιγμή στον αγώνα του Γένους τόσο τις στρατιωτικές
του υπηρεσίες, όσο και τις διδασκαλικές του. Πέθανε το 1827 στη Σκιάθο.
Ηταν πολυγραφότατος και καλλιέργησε όλα τα είδη του πεζού και ποιητικού
λόγου. Από τα πολλά έργα του ο ίδιος έκδοσε μόνο δύο. Έγραφε με ευχέρεια τόσο
την αρχαία όσο και τη νεοελληνική γλώσσα, ενώ γνώριζε ακόμα γαλλικά και ιταλικά.
Κατείχε την ιστορία και είχε φιλοσοφική κατάρτιση και λογοτεχνική πνοή. Το διδασκαλικό
του κήρυγμα το οποίο τροφοδοτούνταν από την ελληνομάθεια και το θερμό πατριωτισμό
του, στάθηκε πραγματικά οδηγός για τον υπόδουλο ελληνισμό. Ο Επιφάνειος-Στέφανος
Δημητριάδης είναι ένας σπουδαίος εκπρόσωπος του Ελληνικού Διαφωτισμού και ανήκει
στους Διδάσκαλους του γένους.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου
1760 - 1824
Από τους πρωτοπόρους του νεοελληνικού θεάτρου
ΣΚΟΠΕΛΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
Επισκέψιμο το διατηρητέο σπίτι του στη γειτονιά του Αγιάννη.
ΚΙΣΣΟΣ (Χωριό) ΖΑΓΟΡΑ-ΜΟΥΡΕΣΙ
Ρήγας Φεραίος(βλ.Βελεστίνο).
Στο χωριό δίδαξε ως δάσκαλος τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Προτομή του υπάρχει
στο χώρο του σχολείου.
ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ (Χωριό) ΒΟΛΟΣ
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε γύρω στα 1868 στη Βαρειά
της Μυτιλήνης. Ταξιδεύοντας σε αναζήτηση δουλειάς φθάνει και στο Βόλο
και το Πήλιο στα
1899 περίπου, όπου και παραμένει 30 χρόνια. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει μέσα στην πόλη
του Βόλου, κυρίως σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια και στα γύρω από το Βόλο χωριά,
σε αρχοντικά, εκκλησίες και καταστήματα.
Στη Μακρινίτσα ζωγραφίζει στο καφενείο, που φέρει το όνομά του και
χρονολογείται από το 1910, στον ανατολικό τοίχο στα δεξιά της εισόδου μια τοιχογραφία
διαστάσεων 3,15x2,50 με θέμα τον Κατσαντώνη στα Τζουμέρκα.
Η ζωγραφική σύνθεση αναπαριστά ένα γλέντι του πρωτοκλέφτη Κατσαντώνη με τα παλικάρια
του σε ένα ορεινό τοπίο.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Κοινότητας Μακρινίτσας
ΜΟΡΦΟΒΟΥΝΙ (Κωμόπολη) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Η Κοινότητα έχει αναδείξει κατά καιρούς σημαντικούς άνδρες με προσφορά στην ιστορία, τα γράμματα και τις τέχνες καθώς και δεκάδες επιστήμονες. Αξίζει ενδεικτικά να αναφερθεί ότι σε τούτο τον τόπο έχουν τις ρίζες τους σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο γνωστός συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης, ο ζωγράφος Δημήτρης Γιολδάσης, αλλά και άλλοι λιγότερο επώνυμοι αλλά με σημαντική προσφορά, όπως ο Κώστας Καφαντάρης, (ο Νικηταράς της Αντίστασης), ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος, ο ζωγράφος Αρης Σαμαράκης, ο παλιός τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών Γιώργος Νάκος (και ηθοποιός της επιθεώρησης), άλλοι τραγουδιστές δημοτικών τραγουδιών όπως οι αφοί Σκούφη στη Θεσσαλονίκη, ο Δ. Κατοίκος στην Αθήνα, κλπ.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Πλαστήρα
ΦΑΡΣΑΛΟΣ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Crastinus, one of Caesar's veterans, who had been the primipilus in the tenth legion in the year before the battle of Pharsalus, and who served as a volunteer in the campaign against Pompey. It was he who commenced the battle of Pharsalus, B. C. 48, saying that, whether he survived or fell, Caesar should be indebted to him : he died fighting bravely in the foremost line (Caes. B. C. iii. 91, 92; Flor. iv. 2.46; Lucan, vii. 471, &c.; Appian, B. C. ii. 82; Plut. Pomp. 71, Caes. 44).
ΦΕΡΕΣ (Αρχαία πόλη) ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ
Lycophron. A citizen of Pherae, where he put down the government of the nobles
and established a tyranny. Aiming further at making himself master of the whole
of Thessaly, he overthrew in a battle, with great slaughter (B. C. 404), the Larissaeans
and others of the Thessalians, who opposed him, adherents, no doubt, of the Aleuadae.
(Xen. Hell. ii. 3. 4.) Schneider (ad Xen. l. c.) conjectures that the troops and
money obtained in the preceding year by Aristippus of Larissa from Cyrus the Younger
were intended to resist the attempts of Lycophron (Xen. Anab. i. 1. 10). In B.
C. 395, Medius of Larissa, probably the head of the Aleuadae, was engaged in war
with Lycophron, who was assisted by Sparta, while Medius received succours from
the opposite confederacy of Greek states, which enabled him to take Pharsalus.
(Diod. xiv. 82.) Of the manner and period of Lycophron's death we know nothing.
He was probably the father of Jason of Pherae.
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2006 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Jason (Iason), tyrant of Pherae and Tagus
of Thessaly, was probably the son of Lycophron, who established a tyranny
on the ruins of aristocracy at Pherae, about the end of the Peloponnesian war,
and aimed at dominion overall the Thessalians (Xen. Hell. ii. 3.4; Diod. xiv.
82). From this passage of Diodorus we know that Lycophron was still alive in B.
C. 395, but we cannot fix the exact time at which Jason succeeded him, nor do
we find anything recorded of the latter till towards the close of his life. Wyttenbach,
however (ad Plut. Mor. p. 89, c.), may possibly be right in his conjecture that
the Prometheus who is mentioned by Xenophon as engaged in struggles against the
old aristocratic families of Thessaly, with the aid of Critias, was no other than
Jason (Xen. Mem. i. 2.24, Hell. ii. 3.36). It is at least certain that the surname
in question could not have been applied more appropriately. He not only adopted,
but expanded the ambitious designs of Lycophron, and he advanced towards the fulfilment
of his schemes ably, energetically, and unscrupulously. In B. C. 377 we find him
aiding Theogenes to seize the Acropolis of Histiaea in Euboea, from which, however,
the latter was afterwards dislodged by the Lacedaemonians under Therippidas or
Herippidas (Diod. xv. 30). In B. C. 375 all the Thessalian towns had been brought
under Jason's dominion, with the exception of Pharsalus, which had been entrusted
by the citizens to the direction of Polydamas. Alcetas I., king of Epeirus, was
associated with him rather as a dependent than an ally, and Thebes was leagued
with him from enmity to Sparta, from which latter state, though it had supported
Lycophron (Diod. xiv. 82), he held aloof, probably because of its connection with
Pharsalus (Xen. Hell. vi. 2, 13), and also from the policy of taking the weaker
side. He already kept in his pay 6000 picked mercenaries, with whose training
he took personally the greatest pains; and if he could unite Thessaly under himself
as Tagus, it would furnish him, in addition, with a force of 6000 cavalry and
more than 10,000 foot. The neighbouring tribes would yield him a body of lightarmed
troops, with which no others could cope. The Thessalian Penestae would effectually
man his ships, and of these he would be able to build a far larger number than
the Athenians, as he might calculate on possessing as his own the resources of
Macedonia and all its ship-timber. If once therefore the lord of Thessaly, he
might fairly hope to become the master of Greece; and when Greece was in his power,
the weakness of the Persian empire, as shown especially by the retreat of the
Ten Thousand and the campaigns of Agesilaus in Asia, opened to him an unbounded
and glorious field of conquest (Xen. Hell. vi. 1. 4-12; comp. Isocr. ad Phil.;
Diod. xv. 60; Val. Max. ix. 10). But the first step to be taken was to secure
the dominion of Pharsalus. This he had the means of effecting by force, but he
preferred to carry his point by negotiation, and accordingly, in a personal conference
with Polydamas, he candidly set before him the nature and extent of his plans
and his resources, represented to him that opposition on the part of Pharsalus
would be fruitless, and urged him therefore to use his influence to bring over
the town to submission, promising him the highest place, except his own, in power
and dignity. Polydamas answered that he could not honourably accept his offer
without the consent of Sparta, with which he was in alliance ; and Jason, with
equal frankness, told him to lay the state of the case before the Lacedaemonians,
and see whether they could adequately support Pharsalus against his power. Polydamas
did so, and the Lacedaemonians replied that they were unable to give the required
help, and advised him to make the best terms he could for himself and his state.
Polydamas then acceded to the proposal of Jason, asking to be allowed to retain
the citadel of Pharsalus for those who had entrusted it to him, and promising
to use his endeavors to bring the town into alliance with him, and to aid [p.
555] him in getting himself chosen Tagus. Soon after this, probably in B. C. 374,
Jason was elected to the office in question, and proceeded to settle the contingent
of cavalry and heavy-armed troops which each Thessalian city was to furnish, and
the amount of tribute to be paid by the perioikoi, or subject people. He also
entered into an alliance with Amyntas II., king of Macedonia (Xen. Hell. vi. 1.2-19;
Diod. xv. 60; Plut. Pol. Praec. 24, Reg. et Imp. Apoph. Epam. 13). In B. C. 373
Jason and Alcetas I., king of Epeirus, came to Athens, with which they were both
in alliance at the time, to intercede on behalf of Timotheus, who was acquitted,
on his trial, in a great measure through their influence (Dem. c. Tim.; Corn.
Nep. Tim. 4). In B. C. 371, after the battle of Leuctra, the Thebans sent intelligence
of it to Jason, as their ally, requesting his aid. Accordingly, he manned some
triremes, as if he meant to go to the help of the Thebans by sea; and having thus
thrown the Phocians off their guard, marched repidly through their country, and
arrived safely at Leuctra. Here the Thebans were anxious that he should join them
in pressing their victory over the enemy; but Jason (who had no wish to see Thebes
any more than Sparta in a commanding position) dissuaded them, by setting forth
the danger of driving the Lacedaemonians to despair. The latter he persuaded to
accept a truce, which would enable them to secure their safety by a retreat, representing
himself as actuated by a kindly feeling towards them, as his father had been on
terms of friendship with their state, and he himself still stood to them in the
relation of proxenus. Such is the account of Xenophon (Hell. vi. 4.20, &c.). According
to that of Diodorus, Jason arrived before the battle, and prevailed on both parties
to agree to a truce, in consequence of which the Spartan king, Cleombrotus, drew
off his army; but Archidamus had been sent to his aid with a strong reinforcement,
and the two commanders, having united their forces, returned to Boeotia, in defiance
of the compact, and were then defeated at Leuctra (Diod. xv. 54). This statement,
however, cannot be depended on. On his return through Phocis, Jason took Hyampolis
and ravaged its land, leaving the rest of the country undisturbed. He also demolished
the fortifications of the Lacedaemonian colony of Heracleia in Trachinia, which
commanded the passage from Thessaly into southern Greece, evidently (says Xenophon)
entertaining no fear of an attack on his own country, but wishing to keep open
a way for himself should he find it expedient to march to the south (Xen. Hell.
vi. 4.27; comp. Diod. xv. 57, who refers the demolition of Heracleia to B. C.
370). Jason was now in a position which held out to him every prospect of becoming
master of Greece. The Pythian games were approaching, and he proposed to march
to Delphi at the head of a body of Thessalian troops, and to preside at the festival.
Magnificent preparations were made for this, and much alarm and suspicion appear
to have been excited throughout Greece. The Delphians, fearing for the safety
of the sacred treasures, consulted the oracle on the subject, and received for
answer that the god himself would take care of them (Comp. Herod. viii. 36; Suid.
s. v. emoi melesei tauta kai leukas korais). Jason, having made all his preparations,
had one day reviewed his cavalry, and was sitting in public to give audience to
all comers, when he was murdered by seven youths, according to Xenophon and Ephorus,
who drew near under pretence of laying a private dispute before him. Two of the
assassins were slain by the body guard, the rest escaped, and were received with
honour in all the Grecian cities to which they came -a sufficient proof of the
general fear which the ambitious designs of Jason had excited. The fact, however,
that his dynasty continued after his death shows how fully he had consolidated
his power in Thessaly (Xen. Hell. vi. 4.28-32). It does not clearly appear what
motive his murderers had for the deed. Ephorus (ap. Diod. xv. 60) ascribed it
to the desire of distinction, which seems to point to a strong political feeling
against his rule; and this is confirmed by the anecdote of a former attempt to
assassinate him, which accidentally saved his life by opening an impostume from
which he was suffering, and on which his physicians had tried their skill in vain
(Cic. de Nat. Deor. iii. 28; Val. Max. i. 8. Ext. 6; comp. Xen. Hell. vi. 1.14;
Diod. xv. 57). Valerius Maximus (ix. 10, Ext. 2) tells us that the youths who
murdered him were excited by revenge because they had been punished with blows
for an assault on one Taxillus, a gymnasiarch. According to Diodorus (xv. 60),
some accounts mentioned Jason's own brother and successor, Polydorus, as his murderer.
An insatiable appetite for power -to use his own metaphor- was Jason's
ruling passion (Arist. Pol. iii. 4, ed. Bekk. ephe peinein hote me turannoi);
and to gratify this, he worked perseveringly and without the incumbrance of moral
scruples, by any and every means. With the chief men in the several states of
Greece, as e. g. with Timotheus and Pelopidas (Plut. Pelop. 28), he cultivated
friendly relations; and the story told by Plutarch and Aelian of the rejection
of his presents by Epaminondas, shows that he was ready to resort to corruption,
if he saw or thought he saw an opportunity. (Plut. de Gen. Soc. 14, Apoph. Reg.
et Imp. Epam. 13; Ael. V. H. xi. 9). We find also on record a maxim of his, that
a little wrong is justifiable for the sake of a great good (Arist. Rh/et. i. 12.31;
Plut. Pol. Praec. 24). He is represented as having all the qualifications of a
great general and diplomatist--as active, temperate, prudent, capable of enduring
much fatigue, and no less skilful than Themistocles in concealing his own designs
and penetrating those of his enemies (Xen. Hell. vi. 1.6; Diod. xv. 60; Cic. de
Off. i. 30). Pausanias tells us that he was an admirer of the rhetoric of Gorgias;
and among his friends he reckoned Isocrates, whose cherished vision of Greece
united against Persia made him afterwards the dupe of Philip (Paus. vi. 17; Isocr.
Ep. ad Jas. Fil.).
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Jan 2006 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Jason of Pherai (d. 370 BC). Ruler of Thessaly,
who was the son of the tyrant of Pherai (just north of Volos).
When his father died in 380 BC he succeeded him, and took control of the whole
of Thessaly with his 6000
mercenaries.
The situation in Thessaly
was then infested with constant battles between the various aristocratic families
of the area, and Jason found support from Athens
and Thebes. When Thebes
had defeated the Spartans at the battle of Leuctra
Jason intermediated so that the Spartan army could go home.
He wanted to create a state of hegemony in Greece,
and had the strongest military power of his time, with 20 000 foot soldiers and
a cavalry of 8000. He also built a fleet and planned a pan-Hellenic attack on
the Persians.
In 370 BC he wanted to lead the Pythian Games but a group of young
Thessalian aristocrats murdered him. Philip II of Macedonia
was to continue his plans.
This text is cited Sept 2003 from the In2Greece URL below.
Alexander (Alexandros), tyrant of Pherae. The accounts of his usurpation vary
somewhat in minor points; Diodorus (xv. 61 ) tells us that, on the assassination
of Jason, B. C. 370, Polydorus his brother ruled for a year, and was then poisoned
by Alexander, another brother. According to Xenophon (Hell. vi. 4.34), Polydorus
was murdered by his brother Polyphron, and Polyphron, in his turn, B. C. 369,
1 by Alexander--his nephew, according to Plutarch, who relates also that Alexander
worshipped as a god the spear with which he slew his uncle (Plut. Pelop). Alexander
governed tyrannically, and according to Diodorus, differently from the former
rulers, but Polyphron, at least, seems to have set him the example. The Thessalian
states, however, which had acknowledged the authority of Jason the Tagus (Xen.
Hell. vi. 1.4, 5, &c.; Diod. xv. 60), were not so willing to subinit to the oppression
of Alexander the tyrant, and they applied therefore (and especially the old family
of the Aleuadae of Larissa, who had most reason to fear him) to Alexander, king
of Macedon, son of Amyntas II. The tyrant, with his characteristic energy, prepared
to meet his enemy in Macedonia, but the king anticipated him, and, reaching Larissa,
was admitted into the city, obliged the Thessalian Alexander to flee to Pherae,
and left a garrison in Larissa, as well as in Cranon, which had also come over
to him (Diod. xv. 61). But the Macedonian having retired, his friends in Thessaly,
dreading the vengeance of Alexander, sent for aid to Thebes, the policy of which
state, of course, was to check a neighbour who might otherwise become so formidable,
and Pelopidas was accordingly despatched to succour them. On the arrival of the
latter at Larissa, whence according to Diodorus (xv. 67) he dislodged the Macedonian
garrison, Alexander presented himself and offered submission; but soon after escaped
by flight, alarmed by the indignation which Pelopidas expressed at the tales he
heard of his cruelty and tyrannical profligacy. These events appear to be referable
to the early part of the year 368. In the summer of that year Pelopidas was again
sent into Thessaly, in consequence of fresh complaints against Alexander. Accompanied
by Ismenias, he went merely as a negotiator, and without any military force, and
venturing incautiously within the power of the tyrant, was seized by him and thrown
into prison (Diod. xv. 71; Plut. Pelop; Polyb. viii. 1). The language of Demosthenes
(c. Aristocr.) will hardly support Mitford's inference, that Pelopidas was taken
prisoner in battle. The Thebans sent a large army into Thessaly to rescue Pelopidas,
but they could not keep the field against the superior cavalry of Alexander, who,
aided by auxiliaries from Athens, pursued them with great slaughter; and the destruction
of the whole Theban army is said to have been averted only by the ability of Epaminondas,
who was serving in the campaign, but not as general.
The next year, 367, was signalized by a specimen of Alexander's treacherous
cruelty in the massacre of the citizens of Scotussa; and also by another expedition
of the Thebans under Epaminondas into Thessaly, to effect the release of Pelopidas.
According to Plutarch, the tyrant did not dare to offer resistance, and was glad
to purchase even a thirty days' truce by the delivery of the prisoners. During
the next three years Alexander would seem to have renewed his attempts against
the states of Thessaly, especially those of Magnesia and Phthiotis, for at the
end of that time, B. C. 364, we find them again applying to Thebes for protection
against him. The army appointed to march under Pelopidas is said to have been
dismayed by an eclipse (June 13, 364), and Pelopidas, leaving it behind, entered
Thessaly at the head of three hundred volunteer horsemen and some mercenaries.
A battle ensued at Cynoscephalae, wherein Pelopidas was himself slain, but defeated
Alexander; and this victory was closely followed by another of the Thebans under
Malcites and Diogiton, who obliged Alexander to restore to the Thessalians the
conquered towns, to confine himself to Pherae, and to be a dependent ally of Thebes.
(Plut. Pel.; Diod. xv. 80; comp. Xen. Hell. vii. 5.4)
The death of Epaminondas in 362, if it freed Athens from fear of Thebes,
appears at the same time to have exposed her to annoyance from Alexander, who,
as though he felt that he had no further occasion for keeping up his Athenian
alliance, made a piratical descent on Tenos and others of the Cyclades, plundering
them, and making slaves of the inhabitants. Peparethus too he besieged, and "
even landed troops in Attica itself, and seized the port of Panormus, a little
eastward of Sunium." Leosthenes, the Athenian admiral, defeated him, and relieved
Peparethus, but Alexander delivered his men from blockade in Panormus, took several
Attic triremes, and plundered the Peiraeeus (Diod. xv. 95; Polyaen. vi. 2; Demosth.
c. Polycl.).
The murder of Alexander is assigned by Diodorus to B. C. 367. Plutarch
gives a detailed account of it, containing a lively picture of a semibarbarian
palace. Guards watched throughout it all the night, except at the tyrant's bedchamber,
which was situated at the top of a ladder, and at the door of which a ferocious
dog was chained. Thebe, the wife and cousin of Alexander, and daughter of Jason,
concealed her three brothers in the house during the day. caused the dog to be
removed when Alexander had retired to rest, and having covered the steps of the
ladder with wool, brought up the young men to her husband's chamber. Though she
had taken away Alexander's sword, they feared to set about the deed till she threatened
to awake him and discover all : they then entered and despatched him. His body
was cast forth into the streets, and exposed to every indignity. Of Thebe's motive
for the murder different accounts are given. Plutarch states it to have been fear
of her husband, together with hatred of his cruel and brutal character, and ascribes
these feelings principally to the representations of Pelopidas, when she visited
him in his prison. In Cicero the deed is ascribed to jealousy. (Plut. Pel.; Diod.
xvi. 14; Xen. Hell. vi. 4.37; Cic. de Off. ii. 7. See also Cic. de Inv. ii. 49,
where Alexander's murder illustrates a knotty point for special pleading; also
Aristot. ap. Cic. de Div. i. 25 ; the dream of Eudemus.)
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Lycophron. A son, apparently, of Jason, and one of the brothers of Thebe, wife of Alexander, the tyrant of Phlerae, in whose murder he tool part together with his sister and his two brothers, Tisiphonus and Peitholaus. On Alexander's death the power appears to have been wielded mainly by Tisiphonus, though Diodorus says that he and Lycophron made themselves joint-tyrants, with the aid of a mercenary force, and maintained their ascendancy by cruelty and violence. (Xen. Hell. vi. 4. 37; Con. Narr. 50; Diod. xvi. 14; Plut. Pel. 35; Clint. F. H. vol. ii. App. Ch. 15). In B. C. 352, by which time it seems that Tisiphonus was dead, Philip of Macedon, on the application of the Aleuadae and their party, advanced into Thessaly against Lycophron, who was now chief ruler. The latter was aided by the Phocians, at first under Phayllus, without success, and then with better fortune under Onomarchus, who defeated Philip in two battles and drove him back into Macedonia ; but soon after Philip entered Thessaly again, and Onomarchus, having also returned front Boeotia to the assistance of Lycophron, was defeated and slain. Lycophron, and his brother Peitholaus, being now left without resource, surrendered Pherae to Philip and withdrew from Thessaly with 2000 mercenaries to join their Phocian allies under Phayllus. An antithetic sarcasm, quoted by Aristotle, seems to imply that they did not give their services for nothing. In the hostilities between Sparta and Megalopolis, in this same year (B. C. 352), we find among the forces of the former 150 of the Thessalian cavalry, who had been driven out from Pherae with Lycophron and Peitholaus. (Diod. xvi. 35-37, 39; Paus. x. 2; Just. viii. 2; Dem. Olynth. ii.; Isocr. Phil.; Arist. Rhet. iii. 9. 8). From the downfall of Lycophron to the battle of Cynoscephalae, in B. C. 197, Thessaly continued dependent on the kings of Macedonia.
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2006 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΛΑΡΙΣΑ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Anaxilaus (Anaxilaos), a physician and Pythagorean philosopher, was born at Larissa,
but at which city of that name is not certain. He was banished by the Emperor
Augustus from Rome and Italy, B. C. 28, on account of his being accused of being
a magician (Euseb. Chron. ad Olymp. clxxxviii.), which charge, it appears, originated
in his possessing superior skill in natural philosophy, and thus performing by
natural means certain wonderful things, which by the ignorant and credulous were
ascribed to magic. These tricks are mentioned by St. Irenaeus (i. 13.1) and St.
Epiphanius (Adv. Haeres.), and several specimens are given by Pliny (H. N. xix.
4, xxv. 95, xxviii. 49, xxxii. 52, xxxv. 50), which, however, need not be here
mentioned, as some are quite incredible, and the others may be easily explained.
Charmides, called also Charmadas by Cicero, a disciple of Cleitomachus the Carthaginian,
and a friend and companion (as he had been the fellow-pupil) of Philo of Larissa,
in conjunction with whom he is said by some to have been the founder of a fourth
Academy. He flourished, therefore, towards the end of the second and at the commencement
of the first century B. C. Cicero, writing in B. C. 45, speaks of him as recently
dead (Tusc. Disp. i. 24). On the same authority we learn, that he was remarkable
for his eloquence and for the great compass and retentiveness of his memory. His
philosophical opinions were doubtless coincident with those of Philo (Cic. Acad.
Quaest. iv. 6, Orat. 16, de Orat. ii. 88; Plin. H. N. vii. 24).
Eurylochus, a sceptical philosopher a disciple of Pyrrho, mentioned by Diogenes Laertius (ix. 68). The same writer mentions another Eurylochus of Larissa, to whom Socrates refused to place himself under obligation by accepting money from him, or going to his house (ii. 25).
ΠΕΠΑΡΗΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΣΚΟΠΕΛΟΣ
Ellopion, of Peparethus, a Socratic philosopher, who is mentioned only by Plutarch (De Gen. Socrat.)
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!