Εμφανίζονται 90 τίτλοι με αναζήτηση: Θέματα γραμμάτων & τεχνών στην ευρύτερη περιοχή: "ΕΛΛΑΔΑ Χώρα ΕΥΡΩΠΗ" .
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ (Περιφέρεια) ΕΛΛΑΔΑ
Ένας λαός που δεν έχει αποκοπεί από τις ρίζες του μπορεί να επιβιώνει
και δίχως πολιτικά σύνορα, αρκεί να σαρκώνει δυναμικά μίαν αδιάκοπη υπόμνηση των
πολιτιστικών και ποιοτικών του προϋποθέσεων. Κι αυτό το πέτυχαν οι Έλληνες που
ζούσαν στην τουρκοκρατούμενη Θράκη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα,
χωρίς να υπολείπεται το Μικρασιατικό και Ποντιακό στοιχείο.
Από τη μια πλευρά ήταν το Ελληνικό δυναμικό που μετακινούταν στα σημεία
του ορίζοντα μεταφέροντας το Ελληνικό πνεύμα. Από την άλλη ήταν η επιλογή της
Ελληνικής παιδείας που προσφερόταν σ' όλο τον ορθόδοξο κόσμο, μέσα κι έξω από
τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σχολεία, βιβλία, εκδόσεις και βιβλιοθήκες. Φιλολογικοί σύλλογοι, θεατρικές
λέσχες, συλλογές αρχαιοτήτων, πινακοθήκες, ωδεία, τυπογραφεία και εφημερίδες καταμαρτυρούν
την πρόοδο στην παιδεία και την πνευματική ανάπτυξη των Θρακών. Ο υπόδουλος Ελληνισμός
της Θράκης διαθέτει λαμπρά εκπαιδευτήρια συγκριτικά με την ελεύθερη Ελλάδα. Μερικοί
αριθμοί θα μας δώσουν την πραγματική εικόνα.
Το 1876 σε ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, λειτουργούσαν 423
τουρκικά δημοτικά σχολεία και ημιγυμνάσια με 19.330 μαθητές. Την ίδια εποχή ΜΟΝΟΝ
στην περιφέρεια της Θράκης, ο ελληνικός μαθητόκοσμος, αγόρια και κορίτσια, έφτανε
τις 25.623.
Το 1883 στην Αδριανούπολη
λειτουργούσαν 15 ελληνικά σχολεία με 2.300 μαθητές και μαθήτριες ενώ σε όλα τα
χωριά της περιοχής είχαν δημιουργηθεί νηπιαγωγεία και δημοτικά με την φροντίδα
του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανουπόλεως. Ενώ στα 1900 το σαντζάκι
της Αδριανούπολης συντηρούσε 178 σχολεία με 263 δασκάλους και καθηγητές με 7.823
μαθητές και 4.817 μαθήτριες.
Το 1885-1886 κτίστηκε και το Ζάππειο παρθεναγωγείο, το οποίο διέθετε
και τμήματα παιδαγωγικών σπουδών. Από το Ζάππειο της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης
καθώς και από το Αρχιγένειο Παρθεναγωγείο, που ίδρυσαν ο Σαράντης και η Ελένη
Αρχογένη στους Επιβάτες της Θρακικής Προποντίδας το 1857 αποφοίτησαν εκατοντάδες
δυναμικοί και καλομορφωμένοι δάσκαλοι και δασκάλες.
Το 1900 στη περιφέρεια των Σαράντα Εκκλησιών υπήρχαν 100 σχολεία με
156 διδάσκοντες και 4.504 μαθητές και 2.735 μαθήτριες. Στην περιοχή της Ραιδεστού
λειτουργούσαν 91 σχολεία και άλλα 97 στην περιοχή της Καλλιπόλεως.
Στην Φιλιππούπολη λειτουργούν Τα Ζαρίφεια Διδασκαλεία, η Μαράσλειος Σχολή.
Στην Κωνσταντινούπολη, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Θεολογική σχολή
της Χάλκης. Το Ζωγράφειο Γυμνάσιο, ο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, το Εθνικό Ιωακείμιο
Παρθεναγωγείο του Φαναρίου, το κεντρικό παρθεναγωγείο του Πέραν και το Εθνικό
Ελληνο-Γαλλικό Λύκειο του Πέραν.
Έντονη πολιτιστική δράση ανέπτυξαν οι σύλλογοι, οι λέσχες και οι φιλανθρωπικές
αδελφότητες που ιδρύθηκαν μετά το 1861,όπως ο Ελληνικός σύλλογος φιλομουσών της
Φιλιππούπολης που ιδρύθηκε το 1869, ο φιλεκπαιδευτικός σύλλογος σαράντα Εκκλησιών
το 1865, ο σύλλογος ΟΡΦΕΥΣ στο Σκοπό το 1872, ο φιλολογικός σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως
το 1860 και τόσοι άλλοι.
Το θέατρο στη Θράκη, ερασιτεχνικά, ήταν πόρος ζωής των σχολείων.
Ενώ στην Μάδυτο, στην Ραιδεστό, στις Σαράντα Εκκλησιές, την Στενήμαχο
και την Αδριανούπολη φώλιαζε η μουσική δραστηριότητα του Θρακιώτικου λαού. Στην
Αδριανούπολη κυκλοφορεί η εφημερίδα "Ο Έβρος" στην Φιλιππούπολη οι εφημερίδες
"Η Φιλιππούπολη" και "Ειδήσεις του Αίμου". Στην Κωνσταντινούπολη εκδίδονται 13
εφημερίδες με κυκλοφορία 17-18.000 φύλλα, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες.
Από τα ανωτέρω στοιχεία διαπιστώνουμε ότι στη Θράκη, ουδέποτε παραμελήθηκε
η καλλιέργεια των γραμμάτων και η διάσωση της Εθνικής παρακαταθήκης.
Κείμενο : Ελευθέριος Θ.Χατζόπουλος,
Πρόεδρος ΘρακικήςΕστίας Ν.Σερρών
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Θρακικής Εστίας Νομού Σερρών
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ (Χωριό) ΑΡΚΑΔΙΑ
Η Σχoλή της Δημητσάvας, που αναμφισβήτητα απoτέλεσε τη συνέχεια της
Σχολής της μονής Φιλoσόφoυ, του πασίγνωστου "ΚΡΥΦΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ" που λειτουργούσε
στη μονή στα χρόνια της σκλαβιάς, ιδρύθηκε το έτος 1764 από τους Δημητσανίτες
μοναχούς Γεράσιμο Γούνα και Αγάπιο Λεονάρδο.
Η Σχολή αρχικά λειτούργησε σε ενοικιασμένο κτίριο με 40 μαθητές, ενώ
σχεδόν αμέσως απόκτησε δική της στέγη. Το νέο διδακτήριο που βρισκόταν στη θέση
της σημερινής βιβλιοθήκης, διέθετε αίθουσες που επαρκούσαν για τη φοίτηση 300
μαθητών, χώρους κατοικίας των δασκάλων, διάφορους άλλους βοηθητικούς χώρους και
φυσικά χώρο για τη βιβλιοθήκη της Σχολής.
Αμέσως μετά την ίδρυση της Σχολής, με δεδομένη την άρρηκτη σχέση που
υπήρχε μεταξύ αυτής και της μονής Φιλοσόφου, οι ιδρυτές της προσέφυγαν στο Πατριαρχείο
και πέτυχαν την Πατριαρχική προστασία της, η οποία κατοχυρώθηκε με την έκδοση
σιγιλλίου. Τον Μάρτιο του 1768, οι πρόκριτοι της Δημητσάνας, εκτιμώντας τη σπουδαιότητα
της λειτουργίας της Σχολής και του έργου που επιτελούσε, με έγγραφη απόφασή τους
(συνυποσχετικόν), απαλλάσσουν πέντε μέλη της Σχολής από το χαράτσι και τους άλλους
φόρους, πράξη η οποία επαναλήφθηκε με την έκδοση νεότερης όμοιας απόφασης στις
20 Ιουνίου 1793.
Η αποτυχία του κινήματος των Ορλώφ που έγινε το 1770 και παρέμεινε
γνωστή ως "Τα Ορλωφικά", που επέφερε την εισβολή των Αλβανών, ανάγκασε τη Σχολή
να διακόψει τη λειτουργία της. Μετά την εξόντωση των Αλβανών και την αποκατάσταση
της τάξης που επήλθε το 1779, οι δάσκαλοι επανήλθαν στη Δημητσάνα και μετά την
ανακαίνιση που έγινε στο κτίριο, η Σχολή άρχισε τη λειτουργία της. Ο ιδρυτής Αγάπιος
αποχώρησε και εγκατέστησε διάδοχό του τον δάσκαλο Αγάπιο Παπαδόπουλο ή Παπαντωνόπουλο,
ο οποίος παρέμεινε πιστός στο έργο του 32 χρόνια. Σε αυτόν τον Αγάπιο οφείλεται
η μεγάλη φήμη της Σχολής που έφτασε να λειτουργεί με 150 μαθητές από όλη την Πελοπόννησο,
πολλοί από τους οποίους ήταν και οικότροφοι της Σχολής.
Όσο για τον ιδρυτή Αγάπιο, αποχωρώντας, φρόντισε επιμελώς και για
την απρόσκοπτη λειτουργία της Σχολής. Με δική του μέριμνα, το 1783 εκδόθηκε νέο
Πατριαρχικό έγγραφο (σιγίλλιο) μέσα στο οποίο καθιερώθηκε ο θεσμός των επιτρόπων
της Σχολής στον οποίο διορίστηκαν οι προεστοί και οι γέροντες, οι οποίοι, μαζί
με το δάσκαλο φρόντιζαν για την πρόοδο της Σχολής. Εκτός αυτού, με έρανο που έκανε
στους εγκατεστημένους την Κωνσταντινούπολη Δημητσανίτες, συγκέντρωσε ένα μεγάλο
ποσό, το οποίο τόκισε δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό έσοδα για τη λειτουργία
της Σχολής.
Οι οικονομικές δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζε η Σχολή από την πρώτη
κιόλας δεκαετία του 19ου αιώνα, σε απόλυτο συνδυασμό με την επίσης οικονομική
δυσχέρεια στην οποία είχε περιέλθει και η μονή Φιλοσόφου την ίδια περίοδο, περιπτώσεις
στις οποίες και τα δύο αυτά ιδρύματα δεν μπορούσαν να καλύπτουν ούτε και τα αναγκαία
έξοδά τους, ανάγκασε το Πατριαρχείο να αποφασίζει το 1816 την ένωση της μονής
με τη Σχολή.
Η κήρυξη της Ελληνικής επανάστασης μπορεί να επέφερε κάποια κάμψη
στη λειτουργία της Σχολής, η λειτουργία της όμως δεν μαρτυρείται από κάποια πηγή
ότι σταμάτησε. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό και τη
λειτουργία στη Δημητσάνα και του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου (θεσμός που θεμελιώθηκε
από τον Καποδίστρια), το 1829 αναφέρεται δύναμη 80 μαθητών της Σχολής και 120
του Αλληλοδιδακτικού. Τα αμέσως επόμενα χρόνια, η θέσπιση της δημόσιας παιδείας
επέφερε το αποτέλεσμα της κατάργησης της Σχολής της Δημητσάνης. Η άρρηκτη σχέση
που υπήρχε μεταξύ της Σχολής και της μονής Φιλοσόφου κρατήθηκε ίδια μέχρι τέλους,
αφού και η μονή Φιλοσόφου από το 1834 έπαψε να λειτουργεί.
Αν και δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για τη διάρθρωση της παιδείας
κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για τους κύκλους σπουδών και τη διάρκειά τους,
για το σύστημα διδασκαλίας, για την ύλη των μαθημάτων, για τα μέσα και τα όργανα,
από στοιχεία που αντλούμε από διάφορες πηγές προκύπτει ότι, η μεγάλη αγάπη των
δασκάλων στο να μεταδώσουν τα φώτα της γνώσης και της μόρφωσης στους μαθητές τους
και ο ακοίμητος πόθος των μαθητών για μάθηση, ήταν οι πιο βασικοί παράγοντες λειτουργίας
της Σχολής.
Από σωζόμενα μαθηματάρια και από χειρόγραφα της Σχολής, προκύπτει
ότι οι μαθητές διδάσκονταν μεγάλη ποικιλία μαθημάτων όπως Κλασικά Κείμενα της
αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Θετικές Επιστήμες, Θρησκευτικά και Εκκλησιαστική
Ποίηση, μαθήματα που καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της διδασκόμενης ύλης, ενώ
το μάθημα της Ιστορίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτο στο πρόγραμμα σπουδών.
Σήμερα είvαι απoδεδειγμέvo ότι από τις Σχoλές αυτές ξεκίvησαv τηv
πoρεία τoυς 7 πατριάρχες, 70 μητρoπoλίτες και αμέτρητοι λόγιoι, ιερείς και δάσκαλoι,
oι oπoίoι διασκoρπίστηκαv στo παvελλήvιo απoκτώvτας μεγάλα αξιώματα.
Κείμενο: Γεώργιος Παν. Θεοχάρης.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Δημητσάνης
University of Tennessee at Martin
ΚΟΡΙΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
A three-handled water jar used for drawing water, as cinerary urns and as ballot boxes. Shape: It has a vertical handle at the back for dipping, carrying , or pouring, and two horizontal handles set on the sides for lifting. In size, hydriai correspond to amphorae. There are two distinct types of hydria: one where the neck is set off from the body, called a neck hydria; and the other where the neck and body form a continuous curve.
History: The tall slim version, called a loutrophoros-hydria, a ritual vessel, had a long and early history in Athens, but the more typical variety- the one with the globular body and cylindrical neck- appears to have been borrowed from Corinth in the early sixth century B.C. In Attica a modified version develops in the middle sixth century B.C.; the shoulder becomes progressively flatter, with the neck set off from the body, and this becomes the standard black-figure type. This style lasts into the second quarter of the fifth century B.C.
A related shape, the kalpis, is also commonly used to carry water. Vessels of this shape often appear in vase-painting, usually depicting women drawing water at a fountain-house (but this does not preclude their being used for other purposes). In a representation on the Francois vase (Troilos being pursued by Achilles) a jar of this shape, with its neck set off from the body, is inscribed "hydria". They were also used as cinerary urns, as attested by the cemetery at Hadra, near Alexandria, where many were found containing the ashes of the dead. They were also used as ballot boxes, into which names were placed.
Term: The name hydria is satisfactorily attested for this type of vessel, as is the name kalpis.
This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities
Cited Sept 2002 from Perseus Project URL below, which contains 1 image & interesting hyperlinks.
Vitruvius Pollio, The Ten Books on Architecture (ed. Morris Hicky Morgan)
Much confusion has arisen from the fact that both Greeks and Romans use only one term for copper and for that mixture of copper and tin which we call bronze . . . The Delian was reckoned the more precious of these, but still more valuable was the hepatizon or liver-coloured bronze, and most valuable of all the Corinthian. With regard to the last-mentioned, a silly story was told that it was produced by a fortuitous [p. 34] mixture of melted metals on the occasion of the burning of Corinth by Mummius. Pliny sensibly remarks that this story is absurd, because most of the authors of the highly valued works in Corinthian bronze lived at a much earlier period. . .Of Corinthian bronze he distinguishes three kinds: in the first silver predominates, in the second gold, in the third the metals are balanced and harmonized. . .
In the fourth century B.C., owing to the change wrought in the Greek mind by the Peloponnesian War, in place of the pure and even tone of the preceding period, a desire for effect became more and more general, both in architecture and sculpture. The sober Doric style fell into abeyance and gave way to the Ionic, by the side of which a new order, the Corinthian, said to have been invented by the sculptor Callimachus, with its more gorgeous decorations, became increasingly fashionable. In the first half of the fourth century arose what the ancients considered the largest and grandest temple in the Peloponnesus, that of Athene at Tegea, a work of the sculptor and architect Scopas. During the middle of the century another of the "seven wonders", the splendid tomb of Mausolus at Halicarnassus, was constructed. Many magnificent temples arose in that time. In Asia Minor, the temple at Ephesus, burned down by Herostratus, was rebuilt by Alexander's bold architect Dinocrates. In the islands the ruins of the Temple of Athene at Priene, of Apollo at Miletus, of Dionysus at Teos, and others, even to this day offer a brilliant testimony to their former magnificence. Among Athenian buildings of that age the Monument of Lysicrates is conspicuous for its graceful elegance and elaborate development of the Corinthian style. In the succeeding age, Greek architecture shows its finest achievements in the building of theatres, especially those of Asiatic towns; in the gorgeous palaces of newly built royal capitals; and in general in the luxurious completeness of private buildings. As an important specimen of the last age of Attic architecture may also be mentioned the Tower of the Winds at Athens.
This extract is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities
Cited Sept 2002 from Perseus Project URL below, which contains 6 images & interesting hyperlinks.
This extract is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited July 2003 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Many magnificent temples arose in that time. In Asia Minor, the temple at Ephesus, burned down by Herostratus, was rebuilt by Alexander's bold architect Dinocrates. In the islands the ruins of the Temple of Athene at Priene, of Apollo at Miletus, of Dionysus at Teos, and others, even to this day offer a brilliant testimony to their former magnificence. Among Athenian buildings of that age the Monument of Lysicrates is conspicuous for its graceful elegance and elaborate development of the Corinthian style. In the succeeding age, Greek architecture shows its finest achievements in the building of theatres, especially those of Asiatic towns; in the gorgeous palaces of newly built royal capitals; and in general in the luxurious completeness of private buildings. As an important specimen of the last age of Attic architecture may also be mentioned the Tower of the Winds at Athens.
is known from inscriptions of Corcyra and Syracuse, both colonies of Corinth.
Athletics and Mathematics in Archaic Corinth: the Origins of the Greek Stadion.
It has been already noticed that Corinth was one of the earliest seats
of Grecian art. (Strab. viii. p. 382.) It was in this city that painting was said
to have been invented by Ardicas, Cleophantus, and Cleanthes (Plin. xxxv. 5),
and at the time of its capture by the Romans it possessed some of the finest paintings
in Greece. Among these was the celebrated picture of Dionysus by Aristeides of
Thebes, for which Attalus offered the sum of 600,000 sesterces, and which was
afterwards exhibited at Rome in the temple of Ceres. (Strab. viii. p. 381; Plin.
xxxv. 8.) The numerous splendid temples which the wealth of the Corinthians enabled
them to erect gave an impulse to architecture; and the most elaborate order of
architecture was, as is well known, named after them. Statuary also flourished
at Corinth, which was particularly celebrated for its works in bronze; and the
name of Aes Corinthiacum was given to the finest kind of bronze. One of the earlier
works of Corinthian art, which retained its celebrity in later times, wag the
celebrated chest of Cypselus, made of cedar wood and adorned with figures. It
was dedicated at Olympia, where it was seen by Pausanias, who has given a minute
description of it (v. 17, seq.). The Corinthian vases of terra cotta were among
the finest in Greece; and such was their beauty, that all the cemeteries of the
city were ransacked by the colonists of Julius Caesar, who sent them to Rome,
where they fetched enormous prices. (Strab. viii. p. 381.)
In the time of Periander poetry likewise flourished at Corinth. It
was here that Arion introduced those improvements into the dithyramb, which caused
him to be regarded as its inventor, and which led Pindar to speak of Corinth as
the city in which Mois hadupnoos anthei. (Herod. i. 23; Pind. Ol. xiii. 31.) Among
the most ancient Cyclic poets we also find the names of Aeson, Eumelus, and Eumolpus,
all of whom were natives of Corinth. But after the time of Periander little attention
was paid to literature at Corinth; and among the illustrious writers of Greece
not a single Corinthian appears. It is mentioned by Cicero that Corinth did not
produce an orator (Brut. 13); and Deinarchus, the last and least important of
the Attic orators, is no exception, since, though a native of Corinth, he was
brought up at Athens, and practised his art in the latter city.
The wealth of the Corinthians gave rise to luxury and sensual indulgence.
It was the most licentious city in all Greece; and the number of merchants who
frequented it caused it to be the favourite resort of courtezans. The patron goddess
of the city was Aphrodite, who had a splendid temple on the Acrocorinthus, where
there were kept more than a thousand sacred female slaves (hierodouloi) for the
service of strangers. (Strab. viii. p. 378.) Hence they are called by Pindar (Fragm.
p. 244, Bergk) poluxenai neanides, amphipoloi Peithous en aphneioi Korinthoi.
In no other city of Greece do we find this institution of Hieroduli as a regular
part of the worship of Aphrodite; and there can be no doubt that it was introduced
into Corinth by the Phoenicians. Many of the Corinthian courtezans, such as Lais,
obtained such high sums as often to ruin the merchants who visited the city; whence
arose the proverb (Strab. viii. p. 378):-- ou pantos andros es Korinthon esth
ho plous: which Horace renders (Ep. i. 17. 36): -Non cuivis homini contingit adire
Corinthum.
So celebrated were the Corinthian courtezans, that they gave rise
to many other proverbial expressions. (Korinthiazesthai=mastropeuein e hetairein,
Pollux, ix. 6. § 75; Korinthia kore, i. e. a courtezan, Plat. Rep. iii. p. 404,
d.; so Korinthia pais, Poll. x. 7. § 25; Suidas, s. v. choiros; Muller, Dor. iv.
4. § 6.)
This extract is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΚΥΛΛΗΝΗ (Βουνό) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Την εφηύρε ο Ερμής στην Κυλλήνη βάζοντας χορδές στο κέλυφος μιας χελώνας (Παυσ. 8,17,5).
ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ (Μοναστήρι) ΣΕΡΡΕΣ
και της Παναγίας Αχειροποιήτου του Παγγαίου (Κοσινίτσας)
Ο ανέκδοτος περιγραφικός κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας (Αρχείο Κέντρου Σλαβο-Βυζαντινών Σπουδών "Ivan Dujcev" του Πανεπιστημίου Σόφιας) και η συμβολή του στην προσπάθεια για την ανασύνθεση του "σκορπισμένου ψηφιδωτού" των χειρογράφων των δύο μονών
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σερρών
ΠΑΤΜΟΣ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
The best MS. of the greater part of Plato is the Codex Clarkianus, secured in Patmos by Daniel Clarke, an Englishman, and now in the Bodleian Library (Oxford). It dates from A.D. 896, and does not include the Republic, of which the best copy is a Paris codex (Codex Parisinus A) of the eleventh century.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ (Περιφέρεια) ΕΛΛΑΔΑ
Αvάμεσα στα ιστoρικά μvημεία πoυ βρίσκovται διάσπαρτα μέσα στo φαράγγι
τoυ Λoύσιoυ, υπάρχει και κάτι τo ιδιαίτερo και τo ξεχωριστό. Είvαι η περίφημη
αρχαία oδός, αυτή πoυ ακoλoύθησε και o Παυσαvίας στη διαδρoμή τoυ από τηv Ηραία
πρoς τηv αρχαία Γόρτυvα και τη Μεγαλόπoλη. Πρόκειται για μια αρχαία αμαξιτή oδό
ευρέως γvωστή στηv αρχαιότητα ως «5η Μυκηναϊκή οδός», η oπoία διέσχιζε τηv καρδιά
της Πελoπovvήσoυ, και έvωvε τo δυτικό με τo αvατoλικό της άκρo. Η κεvτρικότατη
διαδρoμή της, τηv κατατάσσει στηv κατηγoρία μιας από τις πιo σημαvτικές αρχαίες
oδoύς της Πελoπovvήσoυ.
Ξεκιvoύσε από τηv Ηλεία, περvoύσε από τηv Ολυμπία, διέσχιζε όλες τις
αρχαίες πόλεις πoυ βρίσκovταv στηv περιoχή της σημεριvής Γoρτυvίας (Ηραία, Μελαιvεαί,
Μάραθα, Γόρτυς, Βρέvθη κ.α.), έφταvε στη Μεγαλόπoλη και από εκεί συvέχιζε για
τηv Τεγέα, τo Άργoς, τις Μυκήvες, τηv Κόριvθo, τov Iσθμό, και κατέληγε στηv Αθήvα.
Η ύπαρξή της έχει επιβεβαιωθεί από ίχvη αρματρoχιώv πoυ έχoυv βρεθεί τμηματικά
σε όλo σχεδόv τo μήκoς της. Στη δική μας περιoχή, τα ίχvη τωv αρματρoχιώv έχoυv
επιβεβαιώσει τηv ακριβή διαδρoμή της από τηv αρχαία Γόρτυvα μέχρι και τηv Ηραία,
εvώ από τηv αρχαία Γόρτυvα μέχρι τηv Μεγαλόπoλη, η ακριβής διαδρoμή της παραμέvει
αδιευκρίvιστη δεδoμέvoυ ότι στo σημείo αυτό υπήρχε η δυvατότητα διττής επιλoγής.
Ο μεγάλoς αυτός κεvτρικός oδικός άξovας, στηv αρχαιότητα εκτός άλλωv
εξυπηρετoύσε και τις αvάγκες διακίvησης αθλητώv και θεατώv στoυς αρχαίoυς αθλητικoύς
αγώvες πoυ γίvovταv στηv Ολυμπία, στo Λύκαιo όρος κ.α.
Αργότερα στα Ρωμαϊκά χρόvια, oι Ρωμαίoι βελτίωσαv τη βατότητα της
αρχαίας αυτής oδoύ, δεδoμέvoυ ότι τη χρησιμoπoιoύσαv για vα εξυπηρετήσoυv τις
επικoιvωvιακές τoυς αvάγκες με τηv Iταλία, πoυ γιvόταv δια μέσου τωv λιμαvιώv
της Δυτικής Πελoπovvήσoυ. Από τότε παρέμειvε γvωστή και ως «84η Ρωμαϊκή oδός».
Η σπoυδαιότητά της, αvάγκασε τoυς Ρωμαίoυς vα τηv απεικovίσoυv σε αvάλoγo χάρτη,
πoυ κατασκευάστηκε περίπoυ τηv επoχή μεταξύ τωv Αυγoύστωv (14-65 μ.Χ.) και τωv
Αvτωvίvωv (96-192 μ.Χ.), μovαδικό αvτίγραφo τoυ oπoίoυ είvαι o περίφημoς Πετιγγέριoς
Πίvακας τoυ 1265 μ.Χ. TABULA PEUTINGERIANA, διαστάσεωv 6.80x0.34 εκ., πoυ σώζεται
και βρίσκεται στηv Εθvική Βιβλιoθήκη της Βιέvvης.
Στα vεώτερα χρόvια τηv αρχαία αυτή oδό, σημειώvει στη «ΧΑΡΤΑ» τoυ
και o Ρήγας Βελεστιvλής (1797), εvώ oι Γάλλoι πoυ τη χαρτoγράφησαv τo 1832, τη
θεώρησαv ως τηv πιo κεvτρική αρτηρία της Πελoπovvήσoυ.
Αv πoτέ απoδειχθεί ότι τα πρόσωπα και τα γεγovότα πoυ περιγράφει o
μεγάλoς πoιητής της αρχαιότητας Όμηρoς μέσα στα Έπη τoυ, (και ειδικότερα εκείvα
της Οδύσσειας), στo σύvoλό τoυς είvαι απoλύτως ακριβή και αληθιvά, αv η περιπέτεια,
η περιπλάvηση και τα βάσαvα τoυ Οδυσσέα και της oικoγέvειάς τoυ, αλλά και oι εvέργειες
τoυ γιoύ τoυ Τηλέμαχoυ ήταv έvα πραγματικό γεγovός, αv τo παλάτι τoυ Οδυσσέα βρισκόταv
όvτως στo vησί Iθάκη, αv η αρχαία Πύλoς πoυ ήταv τo παλάτι τoυ Γέρo-Νέστoρα βρισκόταv
κovτά στηv περιoχή τoυ σημεριvoύ Πύργoυ, έτσι όπως υπoστηρίζoυv κάπoιoι ερευvητές,
τότε είvαι βέβαιo, ότι από τηv αρχαία αυτή oδό πέρασε και o Τηλέμαχoς με τη βασιλική
τoυ άμαξα πηγαίvovτας στov βασιλιά Μεvέλαo στη Σπάρτη, (σταλμέvoς από τoν βασιλιά
της Πύλoυ τoν Γέρo-Νέστoρα), για vα πάρει πληρoφoρίες για τηv τύχη τoυ θρυλικoύ
πατέρα τoυ Οδυσσέα.
Κείμενο: Γεωργίου Παν. Θεοχάρη
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Δημητσάνης
ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ (Νομός) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΧΙΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
ΕΛΛΑΣ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
The sculpture of Greece is definitely one of the most influential
artistic movements of any ancient culture. Even though Greece itself was influenced
visibly in the beginning by strong trade routes, especially with Persia
to the east and Egypt to
the south, they quickly assimilated these methods and characteristics of the older
civilizations and created within a few thousand years a lasting inspiration that
fueled many other advances in culture and art. The Romans most notably copied
Greek sculpture's perfect forms from the Classical and Hellenistic ages and it's
through their assimilation of the Greek culture that most of our sculptures survive
today. Later revivals of antiquities were given new life and power in the Renaissance
of Italy. One is hard pressed
to imagine what the Renaissance would have been without the influences of this
ancient Greek art form.
The sculptural standard that the ancient Greeks created has carried
itself gallantly even into this modern day, changing its form and meaning to meet
the demands of new civilizations and fluctuating cultures. We see this in our
park sculptures, our increasing image bytes and even into the new stylus abstractions
of modern art. The treatment of the form, especially the human form, had its strongest
foundation stones laid down by the sculptures of ancient Greece.
The sculpture of Greece is definitely one of the most influential
artistic movements of any ancient culture. Even though Greece itself was influenced
visibly in the beginning by strong trade routes, especially with Persia
to the east and Egypt to
the south, they quickly assimilated these methods and characteristics of the older
civilizations and created within a few thousand years a lasting inspiration that
fueled many other advances in culture and art. The Romans most notably copied
Greek sculpture's perfect forms from the Classical and Hellenistic ages and it's
through their assimilation of the Greek culture that most of our sculptures survive
today. Later revivals of antiquities were given new life and power in the Renaissance
of Italy. One is hard pressed
to imagine what the Renaissance would have been without the influences of this
ancient Greek art form.
The sculptural standard that the ancient Greeks created has carried
itself gallantly even into this modern day, changing its form and meaning to meet
the demands of new civilizations and fluctuating cultures. We see this in our
park sculptures, our increasing image bytes and even into the new stylus abstractions
of modern art. The treatment of the form, especially the human form, had its strongest
foundation stones laid down by the sculptures of ancient Greece.
by Nathan Marcel & Dana Starkey
Most of the sculptures that we have today from the Neolithic age are
in the form of “votives” or aids in worshipping. Some figurines are
carved from rock others are made of clay. The most famous of these are female
fertility figures or “Great Mother Goddess”. These figurines are found
all over the ancient world and are identified by the typical roundness and bulging
forms. The Neolithic sculptors placed a heavy emphasis on the childbearing hips
and sexual parts sometimes entirely dropping away the feet and hands.
They seem unconcerned with the faces as well, or maybe these have
just rubbed off over time. They are usually small enough to fit in the palm of
your hand and with this evidence we can believe they were used by nomadic people.
We can also imagine the idea of these figurines traveling perhaps outside of the
communities where they were made in easily.
During the middle Neolithic period 4800 - 4400 BC, the Sesklo civilization
was known for their pottery and their similar figurines. This popular theory of
the female “fertility figure” has been questioned or challenged by
some who believe that too much emphasis has been placed on the “Mother Goddess”
belief. Attention has not been shown to human male figurines and animal figurines
that have surfaced along with the known female “fertility figures”.
Overall it is unclear how or why these statues were used.
In the Bronze Age we begin to see a refinement in sculpture developing.
Settlements start springing up along trade routes with other countries and from
this we can notice regional developments, native populations outlining their
own standards of style.
Early Mesopotamian votive statues Most Greek artists are heavily influenced
by Mesopotamia and Egypt.
We believe that ancient sailors brought new votive images to their citizenry.
As far as art historians can tell, the earliest of the Bronze Age sculptures do
not happen on mainland Greece; instead they happen on the surrounding cluster
of islands.
Cycladic Art
Some of the earliest images are from the Cycladic
Islands The sculptures are monuments or idols usually made of marble. These
are almost always female goddess/spirits with folded arms. They were used for
markers buried near or with their dead. They have a very geometric and angular
quality. Most of the statues represented were slim, pubescent nude females. These
figurines followed a particular stance which enabled them to stand independently.
The face is flat and oval shaped with an elongated nose. The face tilts slightly
upward whilst the wedge-shaped body is tightly pressed with two folded arms against
the torso. Both legs are pressed together and bend minimally at the knees whilst
the feet are pointed at a downward angle. It is believed the Cycladic statues
most likely descended from the voluptuous full bodied fertility figurines during
the Old Stone age. It is unknown why the slim figurines replaced the Old Stone
age figurines. However, religious beliefs were the most probable explanation.
It is thought that the largest figurines may have had some association with the
sun in the cycle of life and death. Smaller statue versions were kept in households,
although their meaning is unclear. These statues have also been located in Marathon
and Santorini. The Cycladic
sculptures were the only female nude statues created until the mid-fourth century
BC.
Most of the sculpture from the Bronze Age on Greece comes from Mycenean
settlements. The development of Mycenean sculpture seems to reflect heavy influence
from Near Eastern, Egyptian, and Minoan art (from Crete).
The major cultural center around Greece during this time was on the
Island of Crete where the rich
had time to build impressive palaces and explore fanciful arts such as wall painting,
vessel making and some sculpture, both in relief and free standing. The Minoan
prosperity is probably due in a large part to their being on an island so they
didn't have to face the constant threat of being invaded, as well as being on
the shipping routes. The most famous palace on Crete
is the palace of King Minos and from the name of the King we call this period
Minoan Civilization.
Minoan Art
Minoan civilization, as mentioned above, was by far the most cultured.
We are still unraveling the mystery as to why this culture did not survive through
the dark ages. Minoan sculpture is refined and sophisticated in a playful manner.
The “Snake Goddess” is an example of some of the fine Minoan craftsmanship.
It has been suggested that the snakes are associated with male fertility and the
goddess's bared breasts are associated with female fertility. The goddess's large
eyes with heavy arched eyebrows are indications of kingship. One particular symbol
that is a trade mark of the Minoan civilization is the bull. Bulls were depicted
in both painting and sculpture. One particular example that demonstrates the Minoans'
skill is a rhyton (drinking horn) that is in the shape of a bull. This particular
piece is from Knossos and
dates back to 1500-1450 BC. The bull rhyton has carved shaggy fur, crystal eyes
and a muzzle decorated with shells.
Mycenean Art
Most sculpture found in the areas of the Greek mainland of ancient
Mycenae has been unearthed
from their shaft graves and beehive tombs. The most impressive specimens are made
of gold. Most of the style development seems to come from Minoan influence as
well as a style probably descendent from the ancient Greek tribes, their ancestors.
The Mycenaeans made clay figures, not bronze, due to their unfamiliarity with
the casting process. Many of their statues were imported. The Minoan and Egyptians
civilizations were in close contact with the Mycenaeans and imported sculptures
and other decorative items.
Very little sculpture survives from the dark age in Greece, if much
sculpture was even made. What we do have for these 300 years in the way of sculptures
are small temple offerings, mostly of little animals made of stone and clay. Especially
worth noting are the number of horse statues. The Greeks were very fond of horses.
The largest development during this time was in vase making. Pottery
seems to have offered a more practical endeavor for artists, one linked directly
to survival and supply and demand. But after about 800 BC the Greeks rapidly start
developing a sculptural history expressing an interest in the human figure and
architectural decoration.
What emerges from the Dark Ages are sculptures that can definitely
be identified with the Greek peoples, even though most influences can be traced
to Egypt and Mesopotamia.
During this time however we begin to see an emerging Greek identity. This new
identity rapidly advances over 400 years into a defined visual language concentrated
on the expression of natural perfection in the human form. In comparing and contrasting
the Greek statue style to the Egyptian, it can be noted that the early Greek archaic
statues appear rigid, stylized and less natural. An Example would be depictions
of women. The Egyptian statues of woman allowed the legs and hips to show their
outline through their skirts. The Greek female statues showed the skirt as a solid
form, with only the toes shown below. This is not to say that the Greeks had no
admirable qualities. They mastered the ability to create statues that were free
standing. The Egyptians supported their statues to some extent in stone background.
Other differences can be seen in the eyes. The Greek statue's eyes were huge with
a direct stare, yet Egyptians portrayed their statues with a faraway gaze. There
are two general terms given to the statues. The female statues are referred to
as Kore, which means maiden, and the male statues are Kouros, meaning youth. It
is unknown why the females are depicted clothed yet the males nude. Both Greek
and Egyptian statues share the same stance where one foot is in front of the other
. According to some researchers, a pair of parted human lower legs was the hieroglyph
for walking. The Egyptian stance was to be understood as a symbol. However the
Greeks interpreted the stance as a man standing at rest. Some depictions of the
Kouros show him with a beard, which suggests a man of full maturity. The bodies
of the Kouros depict physical perfection or the ideal body which is similar to
Egyptian depictions of the human body. Slight changes in the statues began to
appear around 500 BC and before, such as the Kouros carved with a smile known
as the Archaic smile (sign of life). A famous example of a Kouros with a smile
would be the Rampin Head dated 560 BC. The Kouros statue also began to be depicted
with tight cloaks still allowing the body's form to be seen, yet leading away
from total nudes. The Kore statue's clothing is depicted in a more realistic light
with slight folds and creases. For the most part, the Kore does not go through
as many changes as the Kouros. The hair on both male and female statues is carved
in a stylized pattern, almost to resemble a wig. The overall image of both statues
becomes less rigid and has a softer and rounder look.
We can trace the rigid geometry and angular style to paintings done
on pottery at this time. It is interesting to note that these ancient sculptures
were almost always painted. This would add an element of realism that unfortunately
we cannot experience today.
Out of the Archaic period we also begin to see a major emphasis on
decorative architectural sculpture. The most important of these sculptures are
done in the pediments and facades of temples. These start out being high relief
sculptures carved into the stone deeply in order to bring them forth from the
background. They gradually began putting relief sculptures into other areas of
the new monumental buildings. By the end of the Archaic period we find balanced
designs of the human form in action. High relief gives way to separate standing
statues in architectural decoration. The major theme of the statues of this time
are gods and mortals in battle, they loom impressively over the entrances in proportions
close to life-size.
The severe style roughly covers the first 50 - 80 years of the early
classical period. It is marked by the abandonment of the Archaic smile and more
interest and concentration on representing human nature and form in art. Overall,
most of the sculptures are markedly more sober and realistic. The poses and action
of the sculptures begin to loosen up in this short period but still remain rather
stiff. Opening up is mostly due to the “contrapposto” pose. This is
an Italian word meaning “counterpoise” which describes the stance
of one leg held back as it supports the weight of the body while the other leg
remains loose and free. This adds an amount of realism to the statues. The realism
is in the way it brings a sway to the hips and body and engages the viewer easier
by this new animation and expression.
Another notable development that begins is the increasing use of bronze
in sculpture. They began to use bronze as an artistic medium because it is stronger
than marble and doesn't need supports for open poses with outstretched arms or
wide stances. These facts helped artists explore more daring poses without as
much fear of damage or breakage. It is from this that sculpture develops “in
the round”, which means that the sculpture wasn't meant to be seen from
just one angle but was able to be seen from all sides. This led to an increase
of action-oriented themes and confident mastery of anatomy. An example of a bronze
sculpture in the conroposto pose is “Zeus” who stands at six feet
and ten inches. The statue of Zeus is poised as if he were about to hurl a lightning
bolt. This statue shows the contrast of stability in the midst of motion, which
are the key components that make this sculpture so grand and powerful.
One of the first celebrated works of the fifth century that we can
define as the classical style is the very famous “Disk Thrower” statue
by Myron. Almost all of the famous classical and Hellenistic statues that survive
today are marble Roman copies from the original bronze sculptures. Myron's Disk-Thrower
(Discobolos) is no exception. It was so famous in ancient Greece and Italy
that many copies were and have been made over the ages. Myron achieved the fame
of this statue by representing a frozen moment in time through the twisting balanced
movement, and in the way he rendered the realism of the anatomy and the thrust
of the figure's weight in an expressive split second of time that has stood for
over two millennia.
Phidias was another major sculptor of the early classical period.
He was responsible for the amazing marble decorations of the Parthenon. His sculptures
also show a realism that had not been seen before. All of the very famous sculptors
at this time enjoyed a degree of celebrity status. Phidias was probably the greatest
sculptor/celebrity. He was helped by the powerful political leader Pericles who
was rebuilding Athens. Pericles
noticed the sculptor's skill and mastery of the medium and made Phidias chief
architect, sculptor, painter and designer of the new buildings being erected on
the Acropolis, among other public
works programs. One of the legendary sculptures by Phidias was his creation of
the colossal statue of Athena made of gold and ivory in the temple, as well as
the novel, celebrated frieze built behind the columns of the Parthenon, 4 feet
high and 523 feet long. The frieze was a vivid illustration of the religious procession
that took place in Athens
to honor the goddess Athena every four years. It stands as one of the greatest
reliefs in the world because of the rhythmic movements and the absence of repeated
stiff forms, so often seen on monumental friezes throughout history.
Another one of the developments that really separates the classical
style from earlier styles is the quality of “Pathos” that the statues
begin to develop. Pathos is the Greek word meaning “suffering” and
becomes a major movement in later Hellenistic styles. An ideal statue depicting
the quality of pathos is the “Dying Niobid” dated 450-440 BC. One
can see the quality of pathos in the body's pose and facial expressions. According
to the legend, Niobid insulted Apollo and Artemis's mother by boasting of her
seven sons and seven daughters. The two gods killed all of the children. The statue
depicts Niobid sinking to her knees after being shot in the back while running.
As she reaches behind to pull the arrow out, her garment has slipped off, leaving
her nude. This statue is the earliest large female in Greek art to be nude. The
self-contained suffering is expressed on her face.
Other sculptors worth mentioning included a late classical or pre-Hellenistic
flavor, such as Scopas who was one of the sculptors at the Mausoleum at Halicarnassus.
His style is marked by deep set eyes and dramatic sweeping gestures.
Praxiteles was another sculptor who worked on the Mausoleum at Halicarnassus.
His most famous sculptures are standing gods who achieve a perfection of flesh
and grace that established his fame and reputation throughout the ancient world.
They are relaxed and polished forms that for the first time in Greek sculpture
are wrapped in an atmosphere and feeling that glows from within.
Another sculptor that enjoys lasting fame and respect is Lysippus
who set new proportions for the human body, he changed the style of sculpture
through these new proportions and other sculptors followed his lead. His figures
were more slender and lithe with smaller heads and expressive postures that began
to break from the ordinary contrapposto. His figures also show a new kind of spontaneity.
His most famous sculpture “The scraper” is the statue of a young athlete
with messy hair scraping olive oil from his body as was the practice of cleaning
oneself at this time.
During the Hellenistic era Greek sculptures were spread throughout
vast territories due to the continuing expansion of Greek territories and colonies,
but despite this expansion, Greek sculpture continued to become more Greek. The
tides of culture had turned. Rather than being greatly influenced by other cultures,
the Greeks were influencing other cultures, in the arts and in other ways. A dramatically
different character of sculpture can be noted during this period, more victorious
and stately, reflecting the pride the Greeks had begun to feel in their accomplishments.
This was done by placing a greater emphasis on pathos as well as greater spontaneity
and a greater variety of poses.
The sculptors of this era begin to challenge the set patterns of standing
sculptures and displayed more expressiveness and greater variety. The sculptures
develop a heavier quality. More weight and balance can be felt, especially in
the structure of the Pergamum
altar. From about 180 BC the most impressive part of the Pergamum
altar is the great frieze that confronts the viewer. It is bold. The subject is
the battle of the Gods and the Giants, which was seen as a symbol of the Greeks'
victories in their own wars. The altar however, abandons subtlety and relies instead
on the dramatic muscular bodies and extreme poses that almost break out of their
swirling garments. Even as the figures fall wounded, they threaten to come off
the surface. Done in tremendous dynamic movement the entire design is overwhelming.
Playing through the throes of combat, the pathos on the faces shows the violence
of struggle in battle and in unity with the strain and emotion of the body. Another
battle related sculpture is the “Dying Trumpeter”. (230-220 BC) This
statue was created in order to celebrate the victory of Attalus I of Pergamum
(a city in north-west Asia Minor)
over the Celts. The sculptor must have had some knowledge of the Celts for his
art remarkably depicts their facial characteristics. Also the knotted rope around
the trumpeter's neck is another Celtic symbol. The pathos expression of the mortally
wounded trumpet player is that of silent dignity and pain. The trumpeter earns
the viewers' respect for his acceptance of death, yet his lingering strength can
be detected in the weight of his arms that are his only support.
The Nike of Samothrace
has been called “the greatest masterpiece of Hellenistic sculpture”
because of its feeling of movement. The wind and air whip around and through the
folds in her clothing. You can feel the atmosphere as it ruffles the feathers
of the wings thrown back behind her body as the goddess lands on the prow of a
ship. In all its amazing fantasy and fantastic realism it moves through the space
around it with forceful animated action and advancement.
Another aspect of Hellenistic sculpture are the small scale statuettes
often called “Tanagra figurines” produced in shops for private ownership.
These are an exception to the otherwise mythological themes. Even though they
do include some of them in the beginning, they begin to represent everyday people
and rarely do we find the monumental public sculpture qualities. Instead, most
of the figures simply lean or walk, or sit, and the subjects are just everyday
people, street beggars, entertainers, dancers, fashionable ladies, and gymnasts,
among others.
Before we can leave Hellenistic sculpture we should give some credit
to the Laocoon Group which was found in Rome
in 1506 AD. It has been identified as a Roman copy of a Greek original. It shows
the tragic death of Laocoon and his two sons when they were punished by the gods
for warning the Trojans not to admit the Greeks' wooden horse into their city.
It has been said that the death of Laocoon was the first in a chain of events
leading to the founding of Rome,
and therefore an important myth. It is also an incredibly important piece because
when it was unearthed in Rome,
it influenced many Renaissance artists. Among those was Michelangelo who must
have been impressed by the bulging, straining musculature and the vigorous triad
of the figures. It also seems hard to imagine that he would forget the extreme
sense of pathos on the faces of the figures as they are caught in the serpents'
writhing forms, struggling to the death.
ΛΗΜΝΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
Τα αριστoυργηματικά πέτρινα χτιστά πηγάδια της Πoλιόχνης,
μαρτυρoύν τις πανάρχαιες καταβoλές της τέχνης των λιθoξόων στη Λήμνo. Στα νεώτερα
χρόνια, η εντυπωσιακή άνθηση της λιθoγλυπτικής, εξυπηρετεί τις ανάγκες διακόσμησης
των πλoύσιων σπιτιών και των δημoσίων κτιρίων και ιδίως των σχoλείων τoυ τέλoυς
τoυ 19oυ αιώνα αλλά και ταφικών μνημείων, των ηρώων και των εκκλησιών. Σχεδόν
σε κάθε oικισμό, o επισκέπτης θα συναντήσει δείγματα της δoυλειάς των ντόπιων
ανώνυμων τεχνιτών στα υπέρθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιών, στις μετώπες των
σχoλικών κτιρίων, στα πέτρινα καμπαναριά αλλά και στα μνημεία συνήθως στις πλατείες
των χωριών ή στα δύo συμμαχικά νεκρoταφεία (Μoύδρoυ
και Πoρτιανoύ).
Εντυπωσιακά είναι επίσης, τα διάσπαρτα, κυρίως σε εγκατελειμένα σπίτια
και στις "μάνδρες" χρηστικά λίθινα σκεύη ή αντικείμενα όπως, χειρόμυλoι
για τo άλεσμα των δημητριακών, πέτρινες γoύρνες για τo πότισμα των ζώων καθώς
και τα απειράριθμα πηγάδια στην ύπαιθρo και oι κρήνες σχεδόν σε κάθε oικισμό.
Oι κρήνες απoτελoύν επίσης, σημαντικό στoιχείo τoυ τoπικoύ πoλιτισμoύ
και o συνήθως μνημειακός χαρακτήρας τoυς, συμβoλίζει την εξαιρετική σημασία τoυ
τρεχoύμενoυ νερoύ σε ένα άνυδρo τόπo.
Παραδοσιακά λημνιακά πατητήρια (λίθινα πιθάρια σκαλισμένα σε μαλακό
βράχο) σε μεγάλες συστάδες, συναντούμε κυρίως στα χωριά Ρεπανίδι,
Ρωμανού, Βάρος
και Ρουσοπούλι.
Λαξεύονταν συνήθως σε κοινοτικούς χώρους (ειδικά στο Βάρος υπάρχουν πολλά ιδιωτικά)
κοντά στα χωριά και φαίνεται πως η χρήση τους ήταν κοινή για όλους του κατοίκους.
Η χωρητικότητά τους είναι μεταξύ 1,5 και 2 τόννων και χρησιμοποιούνταν κυρίως
για το πάτημα των σταφυλιών αλλά και για την φύλαξη δημητριακών στις εποχές της
πειρατείας.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Μούδρου
ΤΗΝΟΣ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσφορά της Τήνου στην αναγέννηση της
νεοελληνικής τέχνης, περισσότερο της γλυπτικής αλλά και της ζωγραφικής.
Κατά την προ-επαναστατική και μετα-επαναστατική περίοδο, η μαρμαρογλυπτική
γνωρίζει στο νησί μεγάλη άνθιση (ειδικότερα στο βορειοδυτικό τμήμα στην περιοχή
του Πύργου και του Πανόρμου).
Η σμίλη του Τήνιου μαρμαρά φτιάχνει έργα που κοσμούν τις εκκλησίες , τα νεκροταφεία,
τις πλατείες σε όλες τις ελληνικές πόλεις μέχρι και το μικρασιατικό χώρο.
Τα αίτια της δημιουργικής αυτής πνοής δεν είναι ακριβή, συνήθως όμως
εντοπίζονται στα εξής:
Η Τήνος είχε την τύχη να είναι το μόνο ελληνικό νησί που δε γνώρισε ουσιαστικά
τον Οθωμανικό ζυγό, αφού η τουρκική κυριαρχία διήρκεσε μόλις έναν αιώνα.
Στα βορειοδυτικά του νησιού υπάρχουν από τους αρχαιότατους χρόνους λατομεία
με λευκό μάρμαρο, ενώ υπάρχει αφθονία και σε πράσινο μάρμαρο, σχιστόλιθο και γρανίτη.
Αρα η ύπαρξη του υλικού βοήθησε στην ανάπτυξη της μαρμαροτεχνίας.
Το ίδιο το φυσικό περιβάλλον επιδρά πάνω στον άνθρωπο και του καλλιεργεί
έμφυτη κλίση προς την καλλιτεχνική δημιουργία.
Σύμφωνα με την παράδοση υπάρχουν δύο εκδοχές:
Ο πατέρας του Φειδία ήταν από την Τήνο
Ο ίδιος ο περίφημος γλύπτης της αρχαιότητας δίδαξε την τέχνη στους Τηνίους,
όταν το πλοίο που τον μετέφερε εξόριστο στη Δήλο
προσάραξε στην περιοχή Κιόνια.
Οι επώνυμοι Τήνιοι καλλιτέχνες είναι οι θεμελιωτές της νεότερης ελληνικής
ζωγραφικής και γλυπτικής. Κατά τους μετεπαναστατικούς χρόνους και αφού δημιουργήθηκε
το ελεύθερο ελληνικό κράτος, Τήνιοι καλλιτέχνες κατασκεύασαν όλα τα αξιόλογα κτίρια
που κοσμούν σήμερα την Αθήνα (Αρχαιολογικό
μουσείο, Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βουλή, κ.α.) και άλλες πόλεις. Από το 1955
στον Πύργο της Τήνου λειτουργεί Σχολή Καλών Τεχνών που έχει δώσει εκατοντάδες
καλλιτέχνες, πολλοί από τους οποίους διαπρέπουν σε όλη την Ελλάδα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ website, του Πανεπιστημίου Πατρών
Οι Τηνιακοί λαϊκοί τεχνίτες δεν περιορίστηκαν μόνο στην επεξεργασία
του μαρμάρου αλλά και του ξύλου, χωρίς δυστυχώς να έχουν διασωθεί πολλά έργα.
Γνωστοί ξυλογλύπτες ήταν ο Χατζηνικολός Πρίντεζης, ο οποίος φιλοτέχνησε
το ξυλόγλυπτο κουβούκλιο του ναού της Αναστάσεως της Ιερουσαλήμ στις αρχές του
περασμένου αιώνα.
Ο ίδιος καθώς και ο Ιωάννης Κολλάρος ήταν ονομαστοί για τα αριστοτεχνικά
τους ακρόπρωρα πλοίων, δείγματα των οποίων βρίσκονται στο Εθνικό
Μουσείο Αθηνών.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ website, του Πανεπιστημίου Πατρών
ΑΒΔΗΡΑ (Αρχαία πόλη) ΞΑΝΘΗ
Ο Δημόκριτος είχε μελετήσει το λεξιλόγιο του Ομήρου και μάλιστα λέγεται ότι είχε συντάξει και λεξικό των επών
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (Βουνό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
About 12,000 manuscripts, comprising one of the richest collections
in the world, are preserved in the 20 monasteries of Mount Athos. Most of these
manuscripts concern texts of an ecclesiastical nature, the remainder being texts
of ancient Greek literature.
More than 800 manuscripts are illustrated with Old and New Testament
subjects and date to the period between the 9th and 18th centuries. The oldest,
such as no. 61 at Pantokrator
Monastery, date back to the years shortly after the end, in 843, of the iconoclastic
movement and provide invaluable evidence of the nature of Byzantine art.
Most of the illuminated manuscripts are preserved in the larger and
older monasteries. Their diverse provenance and the paintings they contain, which
mirror the artistic movements of the 11th, 12th and 14th centuries, are proof
both of the widespread influence and of the ever-evolving nature of Byzantine
art.
Illuminated manuscripts (867-1204)
The rich libraries of the Protaton and the twenty monasteries on Mount
Athos house over 800 illuminated manuscripts. Of diverse provenance and spanning
a period from the 9th to the 18th century, they provide a wonderful picture of
this painting genre.
The illuminated manuscripts of the 9th to 12th centuries are few in
number and most of them represent the art of Constantinople,
since they originated from copyist scriptoria of that city. The psalters with
full-page miniatures are an example (Psalter no. 61 in the Pantocrator Monastery).
Illuminated manuscipts (1204-1430)
The miniatures in the manuscripts embody the aesthetic concepts prevailing
in monumental painting. The only known codex of Thessalonikan provenance is that
in the Bodleian Library, Oxford (Ms. Gr. th. f.1), commissioned by Demetrios Palaeologos,
son of the emperor Andronikos II. This is the first "pocket book" and
contains only pictures, no text. Scriptoria are known to have operated on Mount
Athos in the 13th and mainly after the mid-14th century; one of them was based
on the monastery of Chelandari.
By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains images.
ΑΠΟΛΛΩΝ (Δήμος) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι τσάκωνες για διάφορους λόγους, που σχετίζονται και με τη γεωγραφική
απομόνωση του τόπου τους διατήρησαν πολλά στοιχεία της Λακωνικής - Δωρικής διαλέκτου,
χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαν επιδράσεις από την κοινή ελληνική γλώσσα.
Aς μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα της εκκλησίας και στην Tσακωνιά είναι η κοινή ελληνική
και σίγουρα οι παλαιοί Tσάκωνες είχαν επικοινωνία με τους υπόλοιπους συμπατριώτες
τους.
Ποια είναι αυτά τα στοιχεία που τη συνδέουν άμεσα με τη Δωρική διάλεκτο; Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση Kωστάκη είναι τα παρακάτω:
Tο Δωρικό α, δηλαδή εκεί που οι Ίωνες είχαν η οι Tσάκωνες έχουν α.
Παραδείγματα: ημέρα = αμέρα, ηθώ (σουρώνω) = ασού, ψηλαφώ - ψαλαφώ = ψαφού, σήμερα
= σάμερε, μηκωνίδα = μακουνία κ.λ.π. O ρωτακισμός, δηλαδή η μετατροπή του τελικού
ς σε ρ όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν. Παραδείγματα: Kαλός είναι = καλέρ
ένι, πώς είπες = πουρ επέτσερε, της ημέρας = ταρ αμερί κ.λ.π. H τροπή του μεσοφωνηεντικού
σ, αρχικά σε δασεία και κατόπιν η πτώση του. Παραδείγματα: ορώσα - ορώα - ορώα
στα τσακώνικα ορούα = βλέπουσα, λαλόυσα λαλόυα λαλόυα τσακώνικα = λαλούα κ.λ.π.
H τροπή του θ σε σ ή σ. Παραδείγματα: ηθώ = σαού, θέρος =σέρι, θυγάτηρ = σατη.
Tο φαινόμενο αυτό είναι καθαρά Λακωνικό. (O Aριστοφάνης γράφει Aσαναίοι = Aθηναίοι).
H διατήρηση του δίγαμμα F που είχε ήδη χαθεί στα 800 π.X. από την Iωνική, σώθηκε
στα τσακώνικα στη λέξη βάννε (Fαρνός) και τα παράγωγά του. Bαννί και βαννιούλι
= αρνάκι. Παρακάτω παρατίθεται ένα δείγμα Τσακώνικης γλώσσας, σε ένα τραγούδι
από τα πιο παραδοσιακά
Απατζα το Μαρασια
Απατζά τσυρά Μαρούα = Απέναντι, η κυρά Μαρία
Απατζά το Μαρασία = Απέναντι στο Μαραθιά
Απατζά το Μαρασία = Απέναντι στο Μαραθιά
Τσ ' ακατούσε τθάν Ελία = κι αποκάτω στην ελιά
Τσ ' ακατούσε τθάν Ελία = κι αποκάτω στην ελιά
Έκι έχα τθαν κουνία = είχε τη στάμνα
Ζατσ ' οβού τσυρά Μαρούα = πήγε το βόδι, κυρά - Μαρία
Ζατσ ' οβούε τθαν Ελία = πήγε το βόδι στην ελιά
Ζατσ ' οβούε τθαν Ελία = πήγε το βόδι στην ελιά
Τσε κατσούτσε τθαν κουνία = κι έσπασε τη στάμνα
Τσίντα βου τσυρά Μαρούα =κι οδυρόταν η κυρά Μαρία
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Απόλλωνος
ΑΡΚΑΔΙΑ (Νομός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
ΓΟΡΤΥΣ (Αρχαία πόλη) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
There are many important inscriptions in Doric Greek. ...the Cretan from treaty-tablets and others found in Crete (see Gortyn) and among
the ruins of the Temple of Dionysus on the island of Teos.
ΖΑΓΟΡΑ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
Είναι σε όλους γνωστή η Ιστορική Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς. Ιδρύθηκε
το 1762 απ' τον ζαγοριανό Ιωάννη Πρίγκο, ομογενή που πλούτισε στο Αμστερνταμ
απ' το ναυτεμπόριο και τον επίσης ζαγοριανό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Καλλίνικο Γ΄. Οι άνθρωποι αυτοί αντιλήφθηκαν πως είναι αναγκαίος ο φωτισμός των
Ελλήνων για να μπορέσουν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Για το σκοπό αυτό συγκέντρωσαν
έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων που διασώζονται μέχρι σήμερα και περιλαμβάνουν μεταξύ
άλλων παλιά έντυπα, γεωγραφικά κείμενα και επιστημονικές εργασίες που είναι σπάνιες
εκδόσεις του 16ου μέχρι του 18ου αιώνα. Ανάμεσα σ' αυτά υπάρχει κι ένας χειρόγραφος
πορτολάνος.
Οι πορτολάνοι είναι χειρόγραφα συγγράμματα, αντίστοιχα με τους "περίπλους"
των αρχαίων, γραμμένα από έμπειρους ναυτικούς, που παρείχαν την αναγκαία ναυτική
και γεωγραφική γνώση σε όσους ταξίδευαν για ναυτεμπόριο στις πολυσύχναστες θάλασσες
της Μεσογείου και του Ινδικού.
Οι πρώτοι πορτολάνοι είναι γραμμένοι στα λατινικά από Ιταλούς, Ισπανούς
και Πορτογάλους συγγραφείς. Ελληνικούς πορτολάνους συναντούμε μετά τον 16ο αιώνα
και σήμερα σώζονται επτά τέτοιοι. Ένας απ' αυτούς είναι και ο πορτολάνος της Ζαγοράς.
Ο παλαιότερος πρέπει να είναι αυτός των Αθηνών που βρίσκεται σήμερα
στη βιβλιοθήκη της Βουλής. Γράφτηκε το 1534 ενώ αυτός της Ζαγοράς υπολογίζεται
πως έχει γραφτεί το 1600. Τα κείμενα και των επτά είναι από όμοια έως ανάλογα.
Εκείνο που διαφέρει είναι η σειρά των διαδρομών. Ειδικά ο πορτολάνος της Ζαγοράς
ταυτίζεται με τη σειρά που ακολουθούν οι πορτολάνοι του Βατικανού
και της Βιέννης. Δηλαδή,
σύμφωνα με τον Armand Delatte που τους κατατάσσει στην ίδια κατηγορία, κατά την
περιγραφή του Αιγαίου
Πελάγους, αντί να εισέρχεται σ' αυτό από την Κάρπαθο
εισέρχεται από την Χίο.
Αν και περιλαμβάνει περιγραφές που πιάνουν από τη Βενετία
μέχρι την Κύπρο, τις
ακτές της Τρίπολης και της Αλεξάνδρειας,
παρ' όλα αυτά η περιγραφή του Αιγαίου Πελάγους, ξεκινώντας απ' τη Χίο και φτάνοντας
ως την Κρήτη είναι πολύ διεξοδική και οι σχετικές οδηγίες πολύ λεπτομερειακές,
ενώ υπάρχουν χωρία για το Αρχιπέλαγος που βρίσκονται μόνο στον πορτολάνο της Ζαγοράς
και όχι σε άλλα χειρόγραφα.
Καταχωρήθηκε, για πρώτη φορά επίσημα, το 1916 από τον Κ. Δυοβουνιώτη
με δημοσίευμά του στον Ελληνομνήμονα (τεύχος 13, σελίδα 250).
Το κείμενό του συγκρίθηκε από τον Armand Dellate με τους Ελληνικούς
Πορτολάνους που περιέλαβε στο σύγγραμμά του "Les Portulans Grecs" (Liege
1947) την οποία εξέδωσε σε συμπληρωματικό τεύχος το 1948. Το 1963 αναφέρεται σε
άρθρο του Στεφ. Μακρυμίχαλου για τους Ελληνικούς Πορτολάνους, ενώ αποτέλεσε αντικείμενο
μιας ιδιαίτερα εμπεριστατωμένης μελέτης του Ναυάρχου Χρ. Σολιώτη που δημοσιεύθηκε
τον Ιανουάριο του 1984 καθώς και μιας ενδιαφέρουσας έρευνας του Β. Μελά που τιτλοφορείται
« Ο Πορτολάνος της Ζαγοράς και μερικές παρατηρήσεις για τους ελληνικούς πορτολάνους»
και εξετάζει την γλώσσα του κειμένου του . Παρ' όλα αυτά το κείμενό του αυτούσιο,
με την ίδια γραφή, δεν έχει ποτέ δημοσιευθεί, παρότι η νέα λογοτεχνία αναπαραγωγής
και τα ηλεκτρονικά μέσα που υπάρχουν σήμερα επιτρέπουν κάτι τέτοιο.
Ο πορτολάνος της Ζαγοράς, λοιπόν, είναι ένα μικρό δερματόδετο βιβλίο
με 87 φύλλα γραμμένα κι από τις δυο πλευρές. Είναι καθαρογραμμένος και φαίνεται
να αντιγράφηκε από το ίδιο πρόσωπο, το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο, μάλλον
καθ' υπαγόρεψη, με τον ίδιο σταθερά, γραφικό χαρακτήρα.
Πώς όμως έφτασε το συγκεκριμένο, μικρό (10 Χ 15,5 εκ.) βιβλίο των
87 σελίδων στη Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς και γιατί στο συγκεκριμένο χωριό του Πηλίου,
που αγναντεύει το Αιγαίο από 700 μέτρα ψηλά. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνεται
στη σελίδα 86ν του πορτολάνου όπου στο περιθώριο έχει προστεθεί η αναγραφή « το
παρόν βιβλίο υπάρχει εμού Γρηγορίου Ιερομονάχου και Πρωτοσυγκέλου του Αγίου Προϊλάβου...».
Φαίνεται λοιπόν ότι το χειρόγραφο ανήκε στον μοναχό Γρηγόριο ο οποίος το δώρησε
στην Βιβλιοθήκη που ίδρυσαν ο Επίσκοπος Προϊλάβου ( η Βραϊλα
της σημερινής Ρουμανίας) και μετέπειτα Πατριάρχης Κων/πόλεως Καλλίνικος Γ' με
τον Ιωάννη Πρίγκο.
Στο δεύτερο ερώτημα την απάντηση δίνει η ναυτική παράδοση που διαθέτει
η Ζαγορά. Ήταν γνωστά σε όλη την Ελλάδα τα ζαγοριανά καράβια που ταξίδευαν στη
Μεσόγειο, στη Μαύρη Θάλασσα, στην Αδριατική
κι αλλού μεταφέροντας εμπορεύματα. Η ναυτιλία της Ζαγοράς αρχίζει να αναπτύσσεται
από τις αρχές του 17ου αιώνα. Από επιγραφές σε παλιές εκκλησίες και ξωκλήσια του
χωριού, μαθαίνουμε πως από τις αρχές του 1600 υπήρχαν στη Ζαγορά πλούσιοι καραβοκύρηδες
που έχτιζαν εκκλησίες (τάματα) και έκαναν πλούσιες δωρεές στο χωριό. Σ' αυτή τη
ναυτική παράδοση οφείλεται και η ύπαρξη πολλών βιβλίων που αφορούν τη ναυτική
τέχνη στη Βιβλιοθήκη του χωριού μεταξύ των οποίων είναι και ο πορτολάνος.
Η γλώσσα του πορτολάνου της Ζαγοράς φαίνεται πως είναι η «καθομιλουμένη»
της εποχής η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στη σημερινή δημοτική. Εμφανής είναι η
επιρροή της ιταλικής γλώσσας, ιδιαίτερα για τους ναυτικούς όρους, γεγονός που
εξηγείται αν λάβουμε υπόψη μας την ναυτική κυριαρχία Βενετών και Γενουατών, καθώς
και την παρουσία τους στην περιοχή μας την εποχή που γράφεται ο πορτολάνος, καθώς
και το ότι οι πρώτοι πορτολάνοι είναι γραμμένοι στα Λατινικά και μάλλον εκεί στηρίχθηκαν
και οι Ελληνικοί. Αλλωστε παρά τους τέσσερις αιώνες που έχουν περάσει και σήμερα
η χρήση ιταλικών ναυτικών όρων είναι πολύ συχνή από τους ναυτικούς μας. Λέξεις
όπως , πουνέντε, σιρόκο, τραμουντάνα, αλλά και σπλάντζα, ρεμερτζαρίσου, προβέντζο,
αλάργο, ρεσπιάτζο,κοστάριζε, συναντώνται συχνά στο κείμενο του πορτολάνου, ενώ
ακούγονται καθημερινά στις γέφυρες των καραβιών μας και σήμερα τέσσερις αιώνες
αργότερα.
Οι μονάδες με τις οποίες μετριούνται οι αποστάσεις στον πορτολάνο
της Ζαγοράς, είναι βασικά το μίλι, ενώ χρησιμοποιούνται σαν υποδιαιρέσεις του
οι οργιές και οι πιθαμές. Το μίλι που χρησιμοποιείται στους χειρόγραφους πορτολάνους,
ονομάζεται και «γεωμετρικό» ή «μικρό ναυτικό μίλι» και είναι ίσο προς τα 5/6 του
Ρωμαϊκού ή τα 4/5 του σημερινού ναυτικού μιλίου, δηλαδή 1231,25 μέτρα.
Το κείμενό του αποτελείται από τρεις ενότητες.
Η πρώτη ενότητα που ονομάζεται «Πορτολάνος Κεντρικής και Ανατολικής
Μεσογείου», περιλαμβάνει την περιγραφή της Κρήτης,
του Αρχιπελάγους, της Κύπρου
και την διαδρομή από τη Ρόδο
ως την Αλεξάνδρεια.
Η δεύτερη που ονομάζεται «Πορτολάνος Συνοπτικός της Μεσογείου» είναι
παρόμοιο κείμενο που διασώζεται σε διάφορες παραλλαγές σε άλλους χειρόγραφους
πορτολάνους και αντικατοπτρίζει την ανάγκη που είχε προκύψει, σύνδεσης των διαφόρων
σημείων με ακριβή ευθεία μαγνητικής πορείας (από λιμάνι σε λιμάνι και από κάβο
σε κάβο).
Η τρίτη ονομάζεται «Πορτολάνος Ιταλίας» και σ' αυτή περιλαμβάνονται
μόνο τα μέρη της Πούλιας
και της Αγκώνας. Το τμήμα της Πούλιας, αν και διασώζεται ελλιπές, είναι μοναδικό
και δεν συναντάται σε κανένα άλλο κείμενο πορτολάνου.
Γενικά, μπορούμε να πούμε, πως αυτό το βιβλίο δεν πρέπει να ήταν απλά
ένας οδηγός, αλλά ένας πραγματικός φίλος και σύντροφος του ναυτικού που εκτός
απ' τις οδηγίες ναυσιπλοϊας τον προειδοποιούσε για τους κινδύνους που ενδέχετο
να διατρέξει, τον πληροφορούσε για τα μέρη που θα έβρισκε νερό, τον καθησύχαζε
αλλά και του συμπαραστεκόταν.
Απόστολος Ιωαν. Κατσιφός
Δάσκαλος
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς
ΑΡΚΑΔΙΑ (Νομός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
. . . μια εκτεταμένη συλλογή 118 Δημοτικών Τραγουδιών απο την Αρκαδία, την Πελοπόννησο, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η συλλογή αυτή προέρχεται από το βιβλίο "Αναζητώντας τις Ρίζες μας", Αθήνα 2001.
ΙΚΑΡΙΑ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
Ο καριώτικος χορός από μουσική άποψη παρουσιάζει μοναδικότητα στον
Ελληνικό χώρο. Οι παραλλαγές του μοιάζουν με τον Καλαματιανό και έχουν τις ρίζες
τους στην αρχαιότητα, στο αρχαίο “χόρειο άλογο”. Τα δημοτικά τραγούδια,
όπως τα “Αμπελοκούτσουρα”, με ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, αποτελούν
επιβίωση του δακτυλικού μέτρου και της μουσικής που συναντάμε στον Ομηρο.
Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν οι Καριώτες μουσικοί είναι η λύρα,
το βιολί και η νησιώτικη τσαμπούνα (γκάιντα).
Πέρα από τα δημοτικά τραγούδια, υπάρχουν τα επικά (ρίβες) που αναφέρονται
στην ιστορία της Ικαρίας: Η Ρίβα του Κάστρου του Κοσκοινά (Κοσσοίκια
Μεσσαριάς) σε τρεις παραλλαγές για την κατάληψη του τελευταίου από τους Γενοβέζους
και η ρίβα της Λαγκάδας για
την απόκρουση των πειρατών από τους κατοίκους.
Ρίβες και δημοτικά τραγούδια τραγουδιούνται στα πανηγύρια και στους
παραδοσιακούς γάμους.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο του Πολιτιστικού
Οργανισμού Δήμου Ευδήλου.
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (Βουνό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Painting, in the form of murals and icons, was practised on Mount
Athos without interruption from the 11th to the 19th century. There are 11th century
mosaics at Vatopedi and outstanding murals, executed around 1300 probably by Manuel
Panselinos, in the Protaton church. In the 16th century in particular Mount Athos
attracted the most eminent names associated with Orthodox painting.
In 1535 the Cretan Theophanis decorated the katholikon of the Great
Lavra and later, in 1546, together with his son Symeon the katholikon of Stavronikita
Monastery. Tzortzis, another Cretan, painted in the monasteries of Dionysiou
(1547) and Docheiariou
(1568); Cretan Antonios (1544) painted in Xenophontos.
Artistic output declined in the 17th century, but was revived in the 18th, when
painters from Epirus and Macedonia were invited to work on Athos.
By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.
ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ
Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια η διακόσμηση των εκκλησιών
είναι ανεικονική και περιλαμβάνει γεωμετρικές συνθέσεις ή συνθέσεις από το φυτικό
ή το ζωικό βασίλειο εκτελεσμένες κυρίως με την τεχνική του ψηφιδωτού. Η επακόλουθη
εικονομαχική κρίση και η περίοδος της αραβοκρατίας (827-961) εξαφάνισαν σχεδόν
κάθε ίχνος εικονογραφικής διακόσμησης των εκκλησιών με αποτέλεσμα σήμερα να γνωρίζουμε
ελάχιστα για την περίοδο εκείνη. Πάντως, από τα λιγοστά διατηρημένα δείγματα παλαιοχριστιανικής
τέχνης, είναι εμφανές ότι κατά την περίοδο αυτή τα θέματα προέρχονται από τον
αρχαίο κόσμο και ιδιαίτερα από την ελληνιστική τέχνη. Στα χρόνια της εικονομαχίας
(726-843) η εικονογραφική θεματολογία προέρχεται από την παλαιοχριστιανική με
τη διαφορά ότι τώρα αρχίζουν να διαμορφώνονται τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής
τεχνοτροπίας. Μετά την αποκατάσταση των εικόνων το 843 αρχίζει η συστηματική πλέον
διακόσμηση των ναών με εικονιστικά θέματα.
Από τον 11ο αι. είναι εμφανής η διείσδυση της τέχνης
της Κωνσταντινούπολης στον
τοιχογραφικό διάκοσμο των εκκλησιών της Κρήτης τόσο ως προς τη διάταξη των θεμάτων
όσο και ως προς την τεχνοτροπική τους απόδοση. Σχετικά με την τελευταία αξιοσημείωτη
είναι η γραμμική πτυχολογία και τα έντονα περιγράμματα στην απόδοση των μορφών
που διαπιστώνονται στις εκκλησίες του Αγίου Ευτυχίου και της Παναγία Κεράς στο
Χρωμοναστήρι.
Κατά το 12ο αι., την εποχή δηλαδή των Κομνηνών Αυτοκρατόρων,
οι σχέσεις της Κρήτης με την πρωτεύουσα συσφίγγονται ακόμα περισσότερο. Η ζωγραφική
τώρα, αριστοκρατική και εκλεπτυσμένη, χαρακτηρίζεται από μια τάση για αναβίωση
της κλασικής παράδοσης που εκφράζεται μέσα από την ευγένεια των προσώπων, την
επιμήκυνση των μορφών και τις φωτοσκιάσεις που προσδίδουν όγκο στα πρόσωπα και
τις πτυχές. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι εμφανή στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου
στον Καλαμά Μυλοποτάμου,
του Σωτήρα Χριστού στην Ελεύθερνα,
της Αγίας Αννας στο Νεφς Αμάρι
και της Παναγίας στα Μυριοκέφαλα.
Κατά τους δυο πρώτους αιώνες της βενετοκρατίας -το 13ο και το 14ο αι.-
εκατοντάδες μικρών τοιχογραφημένων εκκλησιών μαρτυρούν την ανάπτυξη του νησιού.
Ο συντηρητισμός που τις διακρίνει οφείλεται στην απόσταση του νησιού από τις καλλιτεχνικές
διεργασίες που οδήγησαν στην αναγέννηση των Παλαιολόγων. Ωστόσο τα μοναστήρια
καλούν ζωγράφους από το κέντρο κι έτσι αρχίζει μια επαφή που σιγά-σιγά επεκτείνεται.
Η διείσδυση της Παλαιολόγειας ζωγραφικής που ανανέωσε την κρητική και έθεσε τα
θεμέλια για τους νέους προσανατολισμούς της, πραγματοποιήθηκε μέσα στις πρώτες
δεκαετίες του 14ου αι. Αυτή η “ανανέωση” της ζωγραφικής δε θα μπορούσε
να είναι άσχετη με την ιστορική και οικονομική πραγματικότητα της εποχής, η οποία
σημαδεύεται από τη συνθήκη του Αλέξιου Καλλέργη το 1299, σύμφωνα με την οποία
η Βενετία παραχωρεί στους
αρχηγούς της επανάστασης φέουδα και θρησκευτικές ελευθερίες. Έτσι η αρχαϊκή ζωγραφική
με τα ισχυρά περιγράμματα άρχισε να αντικαθίσταται από μια νέα τεχνοτροπία που
βασιζόταν στην εφαρμογή της τεχνικής της φωτοσκίασης και της προοπτικής της απόδοσης
του χώρου. Η “αντικλασική” αυτή ζωγραφική, που είχε διαμορφωθεί και
ήδη εφαρμοζόταν στην Κωνσταντινούπολη
του τέλους του 13ου αι. στην αρχή συνδυαζόμενη με την παραδοσιακή τεχνική, κυριάρχησε
κατασκευάζοντας ογκώδη σώματα γεμάτα ζωή και τρισδιάστατες συνθέσεις. Οι μισές
περίπου εκκλησίες της Κρήτης (έχουν εντοπιστεί πάνω από 800) διαπνέονται από το
παλαιολόγειο στυλ, γεγονός που δικαιολογείται και από τη σχέση της ορθόδοξης εκκλησίας
με τη μητρόπολη του Μιστρά,
λόγω της κατάργησης από τους Βενετούς των ορθόδοξων επισκοπών. Εξάλλου, οι πνευματικές
και θεολογικές τάσεις αναμφισβήτητα επηρέαζαν τις καλλιτεχνικές δημιουργίες της
περιόδου. Τέχνη και πνευματικότητα ήταν εκφράσεις της ίδιας θρησκευτικής συνείδησης,
του ίδιου θρησκευτικού πνεύματος.
Εκτός από το φιλοσοφικό και θεολογικό πλαίσιο που επηρεάζει την τεχνοτροπική
απόδοση της εικόνας, υπάρχουν και τα ιταλικά στοιχεία που εμπλουτίζουν την εικονογραφία:
στολές στρατιωτικών μορφών, φωτοστέφανοι και στέμματα, τιάρες, επιτραπέζια σκεύη,
αρχιτεκτονήματα κλπ. Η πολύ καλή γνώση της ιταλικής ζωγραφικής, που μαρτυρείται
από τα έργα των κρητών ζωγράφων, όπως αποδεικνύεται από τα αρχεία, οφείλεται όχι
μόνο στο ότι πολλοί από αυτούς ζούσαν στη Βενετία,
αλλά και στο ότι μπορούσαν να μελετήσουν δυτικά έργα ζωγραφικής επί τόπου, σε
καθολικά μοναστήρια, σπίτια ιδιωτών και δημόσια κτήρια. Εξάλλου Έλληνες ζωγράφοι
μαρτυρούνται στη Βενετία
μόνο από το 16ο αι. όταν ιδρύθηκε εκεί η Ελληνική Κοινότητα. Ουσιαστικά, οι κρήτες
ζωγράφοι, λόγω της ποικίλης πελατείας τους, αναγκάζονται να μάθουν να ζωγραφίζουν
όχι μόνο a la greca αλλά και a la latina ή ακόμα συνδυάζοντας τις δύο παραδόσεις.
Στο τέλος του 14ου αι., μετά την καταστολή της επανάστασης
του 1367 και με την εδραίωση της ειρήνευσης στο νησί, η ρεαλιστικής αντίληψης
ζωγραφική που εφαρμοζόταν ως τώρα αρχίζει να αποκτά έναν ακαδημαϊκό και ιδεαλιστικό
χαρακτήρα, προερχόμενο από την Πρωτεύουσα. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας αντίληψης
είναι η κομψότητα, η χάρη, η ηρεμία και η ισορροπία, που εκφράζονται κυρίως μέσω
των ραδινών μορφών, της λεπτομερειακής απόδοσης των χαρακτηριστικών των πλασμένων
με σκούρο προπλασμό προσώπων, των κτηρίων που αποτελούν αναμνήσεις των ελληνιστικών,
των γραμμικών φώτων και του διάχυτου φωτισμού στα σαρκώματα των μορφών. Η κατοχή
φέουδων από την οικογένεια Καλλέργη στην επαρχία Μυλοποτάμου
δικαιολογεί τη διείσδυση της παλαιολόγειας ζωγραφικής στην Κρήτη από το 1299,
όσο και η ανανέωσή της από το τέλος του 14ου αι. ερμηνεύονται από τις συγκεκριμένες
ιστορικές συνθήκες της εποχής, διαμορφωμένες σε μεγάλο βαθμό από τη δράση της
οικογένειας Καλλέργη.
Μέσα στο 15ο αι. η ανανέωση της ζωγραφικής θα προχωρήσει
ακόμα περισσότερο, γεγονός που ερμηνεύεται τόσο από την έξοδο προς την Κρήτη καλλιτεχνών
από την Πρωτεύουσα, που τώρα βρίσκεται κάτω από την απειλή των Οθωμανών (Νικόλαος
Φιλανθρωπινός, Αλέξιος Απόκαυκος, Εμμανουήλ Ουρανός), όσο και από τη μετάβαση
Κρητών ζωγράφων στην Πρωτεύουσα (Αγγελος και Ιωάννης Ακοτάντος). Σε μια σειρά
μνημείων που χρονολογούνται στο τέλος του 14ου και στις αρχές του 15ου αι., εικονογραφείται
η ανανέωση της τοπικής ζωγραφικής που χαρακτηρίζεται από τη φυσική ευγένεια των
προσώπων, τη λεπτόλογη επεξεργασία των χαρακτηριστικών (σκιές κάτω από τα μάτια,
φωτισμός, σκούρος προπλασμός που εξασφαλίζει την απόδοση του όγκου) και τη συγκρατημένη
κίνηση. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά θα τα συναντήσουμε στις φορητές εικόνες που
από τα μέσα του 15ου αι. κ.ε. θα επικρατήσουν παραμερίζοντας την τοιχογραφική
διακόσμηση των εκκλησιών.
Αντιπροσωπευτικός ζωγράφος της περιόδου αυτής είναι ο Αγγελος
που πάντα υπογράφει μόνο με το μικρό του όνομα. Περισσότερα από 30 ενυπόγραφα
έργα του έχουν εντοπισθεί στην Κρήτη, το Σινά, την Πάτμο,
τη Νάξο, τη Ζάκυνθο
και την Κέρκυρα. Η τέχνη του
χαρακτηρίζεται από την αγάπη του για την απόδοση της λεπτομέρειας, από τις άσπρες
γραμμές των φώτων και τα σφιχτά περιγράμματα. Εξίσου αντιπροσωπευτικός ζωγράφος
της εποχής είναι και ο Ανδρέας Ρίτζος που σύμφωνα με τις μαρτυρίες
ζει και εργάζεται στο β' μισό του 15ου αι. Στα περισσότερα έργα του είναι εμφανής
ο ακαδημαϊσμός του που εκφράζεται μέσα από τις μνημειακές μορφές και τις πυκνές
γραμμές των φώτων. Οπως και ο γιος του Νικόλαος Ρίτζος, ζωγραφίζει
όχι μόνο σύμφωνα με το βυζαντινό τρόπο αλλά και σύμφωνα με το δυτικό. Δύο επίσης
πολύ σημαντικοί ζωγράφοι του β' μισού του 15ου αιώνα είναι ο Ανδρέας Παβίας
και ο Νικόλαος Τζαφούρης. Ζωγραφίζουν “ιταλοκρητικά”
και καθιερώνουν εικονογραφικούς τύπους όπως αυτός της “Ακρας ταπείνωσης”
που θα αποτελέσουν πρότυπα για τους μεταγενέστερους ζωγράφους.
Βασικός εκπρόσωπος της Κρητικής τέχνης του 16ου αι. είναι ο μοναχός
Θεοφάνης Στρελίτζας ή Μπαθάς, πιο γνωστός ως Θεοφάνης
ο Κρης. Η καταγωγή του ήταν από το Χάνδακα
και θα πρέπει να γεννήθηκε στα 15 τελευταία χρόνια του 15ου αι. Εικονογράφησε
την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ανάπαυσα στα Μετέωρα
(1527), το καθολικό της Μονής
Μεγίστης Λαύρας το 1536 και η Μονή
Σταυρονικήτα το 1545-46. Πέθανε στις 24-12-1559 στο Χάνδακα.
Ο Θεοφάνης επαναλαμβάνει καθιερωμένα θέματα ενώ παράλληλα δανείζεται μοτίβα από
τη δυτική τέχνη.
Επίσης μεγάλοι ζωγράφοι του 16ου αι. είναι ο Μιχαήλ Δαμασκηνός
και ο Κλόντζας που τα έργα τους είναι μεν βασισμένα σε παλαιολόγεια
πρότυπα αλλά παράλληλα υιοθετούν πλήθος ιταλικών στοιχείων που τους απομακρύνουν
από τη βυζαντινή παράδοση. Ο κατάλογος των ζωγράφων του 16ου αι. κλείνει με το
Δομήνικο Θεοτοκόπουλο τον επονομαζόμενο El Creco που ξεκινώντας
την καριέρα του από την Κρήτη έμαθε να ζωγραφίζει σύμφωνα με το μεταβυζαντινό
στυλ. Από το 1567 που βρέθηκε στη Βενετία
άρχισε να επιδίδεται σε ένα νέο είδος ζωγραφικής που θα το καλλιεργήσει και στη
Ρώμη και αργότερα, από το
1577, στο Τολέδο. Από τα
έργα της κρητικής του περιόδου έχουν σωθεί ελάχιστα, ανάμεσα στα οποία η εικόνα
της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Ερμούπολη
της Σύρου όπου ακολουθείται
το παραδοσιακό εικονογραφικό σχήμα αποδομένο με τον παλαιολόγειο τρόπο αλλά και
συνδυασμένο με δευτερεύοντα ιταλικά στοιχεία.
Από τους πρωταγωνιστές Κρήτες ζωγράφους του νέου αιώνα (17ου αι.)
είναι ο Ιερεμίας Παλλαδάς και ο Εμμανουήλ Τζάνες
ο επονομαζόμενος Μπουνιαλής. Ο τελευταίος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο
γύρω στο 1610 και πέθανε στη Βενετία
το 1690. Από τα 135 περίπου έργα του που είναι γνωστά διαπιστώνεται ότι άλλοτε
βασιζόταν σε βυζαντινά πρότυπα του 14ου και 15ου αι. και άλλοτε σε δυτικά έργα
της πρώιμης Αναγέννησης.
Το τέλος της 3ης δεκαετίας του 17ου αι. σημαίνει το τέλος της βενετσιάνικης
κυριαρχίας στην Κρήτη. Η τουρκική κατάκτηση άρχισε το 1645 με την εκπόρθηση των
Χανίων και ολοκληρώθηκε το
1669 με την πολιορκία του Χάνδακα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες πολλοί κρητικοί ζωγράφοι εγκαταλείπουν το νησί με
προορισμό τα Ιόνια νησιά,
τη Βενετία και τις Κυκλάδες,
οπότε η Κρήτη αρχίζει να σβήνει ως καλλιτεχνικό κέντρο. Η δεύτερη ομαδική έξοδος
ζωγράφων, ύστερα από αυτή των Κωνσταντινουπολιτών το 1453, δικαιολογεί το γεγονός
ότι οι περισσότερες εικόνες της περιόδου βρίσκονται εκτός Κρήτης.
Κείμενο: Στέλλα Καλογεράκη
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής
Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Ρεθύμνου.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική Χορωδία “Αγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης”
ιδρύθηκε στη βυζαντινομάνα Θεσσαλονίκη το 1983 με πρωτοβουλία και ενέργειες του
Πρωτοψάλτη του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Πανοράματος
Θεσσαλονίκης, κ. Μανόλη Δασκαλάκη, που είναι και Χοράρχης της. Η χορωδία πήρε
το όνομα του Αγ. Ιωάννη Κουκουζέλη, που ασκήτευσε το 13ο αιώνα στο Μοναστήρι
της Μεγίστης Λαύρας του Αγ.
Ορους και άφησε εποχή με τις μελωδικότατες ψαλμωδίες και τις συνθέσεις του.
Κατά την αγιορείτικη παράδοση μάλιστα, Παναγία -που τόσο ύμνησε- τον επιβράβευσε
με ένα χρυσό νόμισμα.
Η Χορωδία “Αγιος Ιωάννης Κουκουζέλης” έχει ως σκοπό ιδρύσεώς
της τη διαφύλαξη, την καλλιέργεια, την προβολή και τη διάδοση της Ελληνορθόδοξης
λατρευτικής μας Μουσικής, αυτού του ανεκτίμητου πνευματικού θησαυρού, μέσα στα
πλαίσια της εκκλησιαστικής μας παράδοσης και του σεμνοπρεπούς πατριαρχικού ύφους.
Μέλη της Χορωδίας είναι καταξιωμένοι Ιεροψάλτες, που υπηρετούν με
ζήλο και ευσυνειδησία το ιερό αναλόγιο σε Ναούς της Θεσσαλονίκης και άλλων γειτονικών
πόλεων και διακρίνονται για την ευσέβειά τους και την εμμονή στην πατροπαράδοτη
εκκλησιαστική Βυζαντινή Μουσική.
Η Χορωδία “Αγιος Ιωάννης Κουκουζέλης” στα είκοσι χρόνια
ζωής και λειτουργίας της έχει να επιδείξει μία πλούσια δραστηριότητα, η οποία
συνοδεύτηκε πάντα από κολακευτικές κριτικές και ευμενέστατα σχόλια. Το 1993 τα
δεκάχρονά της εορτάστηκαν σε εκδηλώσεις με την ονομασία “Κουκουζέλια”,
με τη συμμετοχή χορωδιών από διάφορα μέρη της πατρίδας μας.
Συμμετέχει πολλές φορές σε εθνικοθρησκευτικές εκδηλώσεις στον ελλαδικό
χώρο, παρουσιάζοντας εκλεκτούς ύμνους από τον ανθόκηπο της Ορθόδοξης λατρείας.
Εμφανίστηκε στην Αθήνα και πολλές
άλλες πόλεις της Ελληνικής περιφέρειας. Τα τελευταία 15 χρόνια ταξίδεψε στο εξωτερικό
και πραγματοποίησε συνολικά 38 εμφανίσεις στη Γαλλία-
Βέλγιο- Αυστρία-
Γερμανία- Λουξεμβούργο-
και Ν. Ρωσία, στον Καναδά,
στο Μπάφαλο των ΗΠΑ,
στη Μελβούρνη- Σύδνεϋ-
Αδελαϊδα και στη Βουδαπέστη.
Τον Απρίλιο του 2001, ύστερα από πρόσκληση του Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, μετέβη
στην Κωνσταντινούπολη όπου
την 1η Απριλίου και στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Μακροχωρίου της Μητρόπολης Δέρκων
έψαλε, χοροστατούντος του Παναγιότατου, στον πανηγυρικό εσπερινό της Ε' Κυριακής
των Νηστειών.
Το 2002 (7-18 Μαρτίου) πραγματοποίησε αποστολή “Εθνικής Εξόρμησης”
στις ΗΠΑ, όπου, εκεί, στην
“άλλη Ελλάδα”, έδωσε 6 συνολικά συναυλίες Βυζαντινής Μουσικής και
ενόργανου Δημοτικού Τραγουδιού, σε ενορίες της ελληνορθόδοξης κοινότητας, για
χάρη του απόδημου Ελληνισμού.
Τα τρία τελευταία χρόνια συμμετέχει στα “Δημήτρια” του
Δήμου Θεσσαλονίκης στις εκδηλώσεις με την ονομασία “Μήνας Ορθόδοξων Χορωδιών”
, με διοργανωτή το σχετικά νέο φορέα του Δήμου. Ελαβε μέρος σε πολλές εκδηλώσεις
Συλλόγων και Σωματείων, έκανε εμφανίσεις στην τηλεόραση και το Ραδιόφωνο και κυκλοφόρησε
κασέτες. Τελευταία κυκλοφορούν δύο CD της χορωδίας.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο των: Δήμου
Πάτμου, Νομαρχίας
Δωδεκανήσου, Ι.Μ.
Θεολόγου και Υπουργείου
Αιγαίου (2003).
Εδώ και 36 χρόνια η Παιδική Χορωδία Αγίας Τριάδος Θεσσαλονίκης αποτελεί
ένα πρότυπο νεανικής πολιτιστικής παρουσίας.
Δημιουργός της ο προικισμένος νεαρός μουσικός Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου
(1948-1969), το κυριότερο έργο του οποίου, τη Θεία Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
ψάλλει μέχρι σήμερα η Χορωδία στον Ι. Ναό Αγίας Τριάδος Θεσσαλονίκης. Συνεχιστής
του έργου του ο μεγαλύτερος αδελφός του Βασίλης Παπακωνσταντίνου με τον οποίο
η Χορωδία έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα
και στο εξωτερικό (Ιταλία,
Ουγγαρία, πρώην Τσεχοσλοβακία,
Γερμανία, Βουλγαρία,
πρώην Γιουγκοσλαβία, Γαλλία,
Ελβετία).
Το επίπεδο της Χορωδίας πιστοποιούν τα χρυσά μετάλλια και πρώτα βραβεία
σε πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς. Σημαντική σελίδα στην ιστορία της Χορωδίας
ήταν η συμμετοχή της στην εκτέλεση της 3ης συμφωνίας του Leonard Bernstein (Αθήνα,
1985) με την Ορχήστρα Νέων της Ευρώπης και τη Χορωδία Νέων της Βιέννης,
υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Οι πιο πρόσφατες εμφανίσεις της Χορωδίας ήταν στο
Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης: Συμφωνία αρ. 8 του G. Mahler (“Των χιλίων”),
“War Requiem”, του Ben. Britten, “Carmen” του G. Bizet,
“Λιλιπούπολη” και η Παιδική Οπερα του Αλκη Μπαλτά “Μόμο”.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο των: Δήμου
Πάτμου, Νομαρχίας
Δωδεκανήσου, Ι.Μ.
Θεολόγου και Υπουργείου
Αιγαίου (2003).
Η χορωδία ιδρύθηκε το έτος 1999 από την επιθυμία νέων ψαλτών, που
κοσμούν αναλόγια Ιερών Ναών της Θεσσαλονίκης, να δημιουργήσουν ένα νέο ηχητικό
σύνολο με μαθητές των τριών σπουδαιότερων δασκάλων της πόλης, του Χ. Θεοδοσόπουλου,
του Αθ. Καραμάνη και του Χ. Ταλιαδώρου.
Από τις πρώτες εμφανίσεις απέσπασε πολύ καλές κριτικές για τον ήχο
και το ύφος της. Έχει ήδη συμμετοχή στο CD του Π. Γαϊτάνου “Η Πηγή της Ζωής”
με βυζαντινούς ύμνους αφιερωμένους στην Παναγία, εμφανίσεις στο Μέγαρο Μουσικής
Θεσσαλονίκης, στον Ι.
Ναό του Αγίου Δημητρίου, στον Ι.
Ναό της Του Θεού Σοφίας, στον Ι.
Ναό της Παναγούδας, σε σεμινάρια, και συνεργάζεται συχνά σε συναυλίες με τον
Π. Γαϊτάνο.
Στα τέλη του 2002 της δόθηκε η ονομασία “Ηδύμελον”. Χοράρχης
είναι ο Ιωάννης Θ. Τσάμης.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο των: Δήμου
Πάτμου, Νομαρχίας
Δωδεκανήσου, Ι.Μ.
Θεολόγου και Υπουργείου
Αιγαίου (2003).
ΚΕΡΚΥΡΑ (Πόλη) ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ
Ο Όμηρος μας αφηγείται για τον μεγάλο Κερκυραίο μουσικό, τον τυφλό
κιθαρωδό Δημόδοκο, που στην αυλή του βασιλιά Αλκίνοου έκανε τον Οδυσσέα να δακρύσει
με το τραγούδι του. Από την εποχή όμως των βάρδων, που τραγουδούσαν τα κατορθώματα
των μυθικών ηρώων στα παλάτια των εστεμμένων, μέχρι τον 19ο αιώνα η Κέρκυρα είχε
διανύσει έναν μακρύ δρόμο για το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πολύ λίγα πράγματα
γνωρίζουμε.
Η ιδιαίτερη οικονομική ακμή που γνώρισε η Κέρκυρα τον 6ο π.Χ. αιώνα,
ευνόησαν την καλλιέργεια των τεχνών και των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Όπως μας
πληροφορεί ο καθηγητής Θ. Παππάς, τον 2ο αιώνα π.Χ. τελούνταν στην Κέρκυρα, με
τη βοήθεια χορηγών, θεατρικοί και μουσικοί αγώνες, συντηρώντας μια μακρά παράδοση.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο όμως η μουσική αυτή παράδοση διακόπτεται.
Η έλευση του Χριστιανισμού σήμαινε και την εγκατάλειψη του οτιδήποτε ήταν συνδεδεμένο
με την αρχαία ελληνική θρησκεία. Το θεοκρατικό Βυζάντιο και η Ανατολική Εκκλησία
προέβησαν σε μια άτεγκτη προγραφή της οργανικής μουσικής με αποτέλεσμα στην ανατολική
μεσόγειο να εξαφανιστεί η πολυφωνική μουσική υπέρ της Ανατολικής μονοφωνίας. Στο
πλαίσιο αυτό γίνεται πλήρως κατανοητό το μένος του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου
κατά της οργανικής μουσικής, κάτι που μέχρι σήμερα έχει σημαδέψει την έντεχνη
ελληνική μουσική.
Η Κέρκυρα μετά το 1204 παύει βαθμηδόν να επηρεάζεται από την Κωνσταντινούπολη.
Καθ' όλη τη διάρκεια της Ξενικής Κατοχής και μέχρι την Ένωση με την Ελλάδα οι
Δυτικοί Κυρίαρχοι θα επηρεάζουν όλο και περισσότερο την ντόπια καλλιτεχνική δημιουργία.
Σε όλο αυτό το διάστημα η Κερκυραϊκή μουσική παράδοση θα ζυμωθεί με την αυτήν
των προσφύγων από τις Ελλαδικές περιοχές και των αποίκων από την νότια Ιταλία,
τη Δυτική πολυφωνική μουσική και αργότερα με το Belcanto. Τούτο είχε σαν συνέπεια
την ανάπτυξη όχι μόνο του λαϊκού τραγουδιού και της 'καντάδας' (με έντονη πάντα
τη Δυτική επίδραση), αλλά κυρίως μιας μουσικής ζωής, που αποτέλεσε το έναυσμα
και τη δημιουργό δύναμη της έντεχνης Επτανησιακής μουσικής.
Η εκκλησιαστική μουσική δε θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτήν την επίδραση,
χωρίς όμως να σημαίνει και την ταυτόχρονη απομάκρυνση από το Ανατολικό Ορθόδοξο
Εκκλησιαστικό Δόγμα. Η Κέρκυρα την εποχή της Αναγέννησης ευρισκόμενη στο διάβα
από Βενετία για Κρήτη, γίνεται
αναμφίβολα κοινωνός των νέων λογοτεχνικών και μουσικών ρευμάτων, αλλά βρίσκεται
ακόμα στη σκιά των μεγάλων δημιουργών της εποχής, Κορνάρου, Θεοτοκόπουλου και
Λεονταρίτη. Όταν το 1669 οι Κρήτες πρόσφυγες βρίσκουν καταφύγιο στην Ενετοκρατούμενη
Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα,
φέρνουν μαζί τους και την γνήσια μουσική τους παράδοση. Τραγουδιστές, οργανοπαίκτες
αλλά και ψάλτες επηρεάζουν πλέον όχι μόνο την πόλη αλλά και την ύπαιθρο. Η ψαλμωδία
των Επτανησίων με μελωδίες βυζαντινές και τρίφωνη αυτοσχέδια συνοδεία ακόμη και
σήμερα ονομάζεται 'κρητικό μέλος'.
Καθοριστική για τα μουσικά δρώμενα και την περαιτέρω ανάπτυξη της
Δυτικίζουσας μουσικής παράδοσης της Κέρκυρας, υπήρξε η δημιουργία το 1690 του
San Giacomo. Στοά Ευγενών στην αρχή, μετατρέπεται σε θέατρο το 1720, αρχίζει να
φιλοξενεί παραστάσεις όπερας το 1733 και γίνεται το αρχαιότερο και σπουδαιότερο
μουσικό λίκνο των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, τους καρπούς του οποίου
η Κέρκυρα, σε πείσμα των καιρών, απολαμβάνει μέχρι σήμερα.
Η μεγάλη Επτανησιακή Μουσική Σχολή με συνθέτες όπως ο Μάντζαρος, ο
Ξύνδας, ο Λιβεράλης, ο Λαμπελέτ και ο Σαμάρας, απετέλεσαν τον 19ο και στις αρχές
του 20ου αιώνα την ακμή αυτής της μακρόχρονης μουσικής παράδοσης. Η Κέρκυρα και
τα υπόλοιπα Επτάνησα δεν χάρισαν μόνο τους πρώτους Έλληνες συνθέτες αλλά και τους
πρώτους μουσικούς παιδαγωγούς καθώς και τους πρώτους επαγγελματίες μουσικούς εκτελεστές.
Την εποχή αυτή οι Κερκυραίοι γίνονται λάτρεις της όπερας και του λυρικού θεάματος
και αποκτούν υψηλό καλλιτεχνικό κριτήριο. Νέοι χώροι (Δημοτικό Θέατρο) δημιουργούνται
για να φιλοξενήσουν το συνεχώς αυξανόμενο θεατρόφιλο κοινό. Αξιοι
μέχρι σήμερα συνεχιστές της τοπικής μουσικής παράδοσης είναι οι Φιλαρμονικές της
Κέρκυρας, που άρχισαν να ιδρύονται από το 1840 και μετά. Τα πολυάριθμα μουσικά
σώματα που υπάρχουν σήμερα στο νησί: φιλαρμονικές, χορωδίες, ωδεία, συμφωνική
ορχήστρα Δήμου Κερκυραίων, συγκρότημα μουσικής δωματίου, διατηρούν άρρηκτη τη
μουσική παράδοση της Κέρκυρας.
Τη συντήρηση της Κερκυραϊκής μουσικής παράδοσης, που σταθερά τροφοδοτεί
το πανελλήνιο μουσικό σώμα με δημιουργούς, ήλθε να πλαισιώσει τα τελευταία χρόνια
η δημιουργία του Μουσικού Γυμνασίου και Λυκείου καθώς και η ίδρυση Τμήματος Μουσικών
Σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Αισιόδοξες τέλος, κυρίως για την προοπτική τους, είναι οι δημιουργίες
πολλών Καλλιτεχνικών Σωματίων και Ενώσεων, στην πλειοψηφία τους ιδιωτικής πρωτοβουλίας,
που ενισχύουν το παρόν και προετοιμάζουν ένα ελπιδοφόρο μέλλον για την Κερκυραϊκή
μουσική παράδοση.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Κερκυραίων
ΕΛΛΑΣ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Επικό ποίημα που αποδίδεται στον Ησίοδο.
Democritus of Abdera, commonly known as the Laughing Philosopher, probably because he did not consider the study of truth inconsistent with a cheerful countenance, believed and taught that all bodies were continually throwing off certain images like themselves, which subtle emanations, striking on our bodily organs, gave rise to our sensations.
ΑΘΗΝΑΙ (Αρχαία πόλη) ΕΛΛΑΔΑ
The Stoic School was founded in 322 B.C. by Zeno of Cittium
and existed until the closing of the Athenian schools (A.D. 429), (it took the
name from the Stoa poikile, the painted hall or colonnade in which the lectures
were held.)
Its history may be divided into three parts: (1) Ancient Stoicism;
(2) Middle Stoicism; (3) New Stoicism.
Ancient Stoicism (322-204)
Zeno of Cittium
(b. 366; d. in 280) was the disciple of Crates the Cynic and the academicians
Stilpo, Xenocrates, and Polemon. After his death (264), Cleanthes of Assium (b.
331; d. 232) became head of the school; Chrysippus of Soli
(b. 280), succeeded and was scholarch until 204. These philosophers, all of Oriental
origin, lived in Athens where
Zeno played a part in politics and were in communication with the principal men
of their day.
The Stoic doctrine, of which Zeno laid the foundations, was developed
by Chrysippus in 705 treatises, of which only some fragments have been preserved.
In addition to the principles accepted by all thinkers of their age (the perception
of the true, if it exists, can only be immediate; the wise man is self-sufficient;
the political constitution is indifferent), derived from the Sophists and the
Cynics, they base the entire moral attitude of the wise man conformity to oneself
and nature, indifference to external things on a comprehensive concept of nature,
in part derived from Heraclitus, but inspired by an entirely new spirit. It is
a belief in a universal nature that is at one and the same time Fate infallibly
regulating the course of events (eimarmene, logos); Zeus, or providence, the eternal
principle of finality adapting all other things to the needs of rational beings;
the law determining the natural rules that govern the society of men and of the
gods; the artistic fire, the expression of the active force which produced the
world one, perfect, and complete from the beginning, with which it will be reunited
through the universal conflagration, following a regular and ever recurring cycle.
The popular gods are different forms of this force, described allegorically in
myths. This view of nature is the basis for the optimism of the Stoic moral system;
confidence in the instinctive faculties, which, in the absence of a perfect knowledge
of the world, ought to guide man's actions; and again, the infallible wisdom of
the sage, which Chrysippus tries to establish by a dialectic derived from Aristotle
and the Cynics.
But this optimism requires them to solve the following problems: the
origin of the passions and the vices; the conciliation of fate and liberty; the
origin of evil in the world. On the last two subjects they propounded all the
arguments that were advanced later up to the time of Leibniz.
Middle Stoicism (second and first centuries B.C.)
Stoicism during this period was no longer a Greek school; it had penetrated
into the Roman world and had become, under the influence of Scipio's friend, Panaetius
(185-112), who lived in Rome,
and of Posidonius, (135-40) who transferred the school to Rhodes,
the quasi-official philosophy of Roman imperialism. Its doctrines were considerably
modified, becoming less dogmatic in consequence of the criticism of the new Academician,
Carneades (215-129). In Stoic morality, Panaetius develops the idea of humanity.
Posidonius at once a savant, historian, geographer, mathematician, astronomer
and a mystic who commenting on Plato's works, revives his theories on the nature
and destiny of the soul.
New Stoicism (to A.D. 429)
The new Stoicism is more ethical and didactic. Science is
no longer the knowledge of nature, but a kind of theological summa of moral and
religious sentiments. Very little has been preserved of the short popular treatises
and discourses, wherein a vivid style introduced under the influence of the Cynic
diatribe, the philosopher endeavored to render his ethical principles practical.
The letters of Seneca (2-68) to Lucilius, the conversations of Musonius (time
of Nero), and of Epictetus (age of Domitian), the fragments of Hierocles (time
of Hadrian), the members of Marcus Aurelius (d. 180), give but an incomplete idea.
Stoicism, which generally disappeared as the official School, was the most important
of the Hellenistic elements in the semi-oriental religions of vanishing paganism.
This text is cited June 2003 from the Malaspina Great Books URL below, which contains image.
University of Tennessee at Martin
University of Tennessee at Martin
University of Tennessee at Martin
University of Tennessee at Martin
University of Tennessee at Martin
University of Tennessee at Martin
University of Tennessee at Martin - The Internet Encyclopedia of Philosophy
ΦΛΙΟΥΣ (Αρχαία πόλη) ΝΕΜΕΑ
A Pythagorean school apparently flourished at Phlious at the end of the 5th c. (Diog. Laert. 8.46) and the city provides the setting for Plato's Phaedo (Perseus Project - The Princeton Encyclopedia of Classical Sites)
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!