gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 61 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία Σελίδες επίσημες  στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (61)

Σελίδες επίσημες

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε το χωριό και ποια ήταν η ελληνική του ονομασία. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν "Ντορτ Αρμούτ", δηλαδή Τέσσερις Αχλαδιές, πιθανώς λόγω της ύπαρξης τεσσάρων πανύψηλων δέντρων που υπήρχαν στο χωριό. Η παλιά του θέση βρισκόταν στην περιοχή "βουδολίβαδο". Πάνω στο δρόμο υπήρχε ένα φημισμένο χάνι Καστοριανού Χατζή, όπου όλοι οι ταξιδιώτες ήταν καλοδεχούμενοι. Ερείπιά του σώζονταν μέχρι το 1954, οπότε και καταστράφηκαν με τη διανομή των χωραφιών. Στη σημερινή θέση της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου ήταν το κονάκι του Αρβανίτη Μπέη και γύρω από αυτό χτίστηκε το χωριό από κατοίκους των γειτονικών οικισμών. Λόγω της εξουσίας του μπέη, η οποία υπερείχε μέχρι και της τουρκικής αστυνομίας, στο χωριό βρίσκανε άσυλο κυνηγημένοι χριστιανοί. Στη συνέχεια όμως, ήρθαν κλέφτες και κακοποιοί, οι οποίοι προς αντάλλαγμα της προστασίας τους εργάζονταν στα κτήματα του μπέη.
  Τόσο ένας Aγγλος (1876), όσο και ένας Γερμανός περιηγητής αναφέρουν την ύπαρξη του χωριού με το χάνι και το νεκροταφείο, το οποίο ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Η καταστροφή του νεκροταφείου το 1989 έφερε στην επιφάνεια επιτάφια πλάκα με ημερομηνία 1800 και ελληνικά ονόματα. Μαρτυρίες των γερόντων αναφέρουν και την ύπαρξη τριών λόφων ύψους 3 μέτρων, σε απόσταση 200 μέτρων η μια από την άλλη. Εικάζεται ότι επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χρησίμευαν στη μετάδοση πληροφοριών με φωτιές. Σήμερα σώζονται οι δύο, εκ των οποίων η μια καταστραμμένη.
  200 μέτρα από το χωριό βρισκόταν η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, περιτριγυρισμένη από πανύψηλα δέντρα. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο Τούρκοι έφεδροι των γειτονικών πόλεων, στην πορεία τους προς την Αδριανούπολη, φιλοξενήθηκαν στο χωριό. Στις λεηλασίες που διέπρατταν στην πορεία τους, οφείλεται και η καταστροφή της Εκκλησίας το 1877. Την εποχή εκείνη στο χωριό κατοικούσαν λίγες οικογένειες, καθώς η χολέρα είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό. Γενάρχης του χωριού θεωρείται ο Παπαντωνίου από τη Νότια Αλμωπίας, ο οποίος για να αποφύγει τον εξισλαμισμό κατέφυγε στο Βαλτολίβαδο μαζί με άλλους χριστιανούς από την Αριδαία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Αγιο Γεώργιο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΑΜΜΟΥΛΙΑΝΗ (Νησί) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Έως το 1925 το νησί ήταν μετόχι της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, όπου και έμεναν 2-3 καλόγεροι που διαχειρίζονταν την κτηματική περιουσία και είχαν ως βοηθούς περίπου 20 εργάτες από την γύρω περιοχή. Αυτοί ασχολούνταν με την καλλιέργεια χωραφιών, την βοσκή ζώων και το μάζεμα των ελιών. Αρχές του 1925 το νησί παραχωρείται σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από νησιά της Προποντίδος (Γαλλιμή - Πασαλιμάνι -Σκουπιά). Προερχόμενοι από τις περιοχές αυτές που γειτόνευαν με την Κωνσταντινούπολη έφεραν μαζί τους τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα τους. Έχοντας την γνώση της θάλασσας ασχολήθηκαν κυρίως με την αλιεία και κατάφεραν σε λίγα χρόνια να ξεχωρίσουν στον τομέα αυτό.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σταγίρων - Ακάνθου


ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ
Προϊστορικοί χρόνοι
  Η περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα, με το φυσικό της πλούτο, προσέφερε από τα προϊστορικά χρόνια ευνοϊκές συνθήκες ζωής και εγκατάστασης. Ευρήματα από τον οικισμό του λόφου 133, από το νεκροταφείο του οικισμού στο γειτονικό λόφο του Καστά και άλλες κοντινές θέσεις, μαρτυρούν την έντονη παρουσία του ανθρώπου από τη Μέση Νεολιθική Εποχή μέχρι την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (5000-750 π.Χ.).

Πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι
  Από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., με την ίδρυση Ελληνικών πόλεων στις εκβολές του Στρυμόνα, αρχίζει η προοδευτική διείσδυση του Ελληνικού πληθυσμού στη Θράκη, όπως δείχνουν τα αττικά και κορινθιακά αγγεία που βρέθηκαν σε τάφους αρχαϊκής εποχής. Οι πρώτες προσπάθειες αποικισμού στην περιοχή της Αμφίπολης (Εννέα Οδοί) χρονολογούνται στο α´ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.

Κλασικοί και Ελληνιστικοί χρόνοι
  Η ίδρυση της Αμφίπολης το 437 π.Χ., στα χρόνια του Περικλή, υπήρξε μεγάλη επιτυχία, για τους Αθηναίους, οι οποίοι προσπαθούσαν για χρόνια να αποκτήσουν έρεισμα στο εσωτερικό της πλούσιας ενδοχώρας. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα (422 π.Χ.) η πόλη αποκτά την αυτονομία της και τη διατηρεί μέχρι την ένταξή της στο Βασίλειο της Μακεδονίας από το Φίλιππο Β (357 π.Χ.). Η Αμφίπολη, στα πλαίσια του Μακεδονικού Βασιλείου, εξακολουθεί να είναι σημαντικό κέντρο εμπορικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Ξεχωριστή σημασία για την πόλη, την εποχή αυτή είχαν τα ιερά της. Η οικονομία της βασιζόταν στο γεωργικό πληθυσμό, που καλλιεργούσε τον "εύκαρπο αυλώνα του Στρυμόνα". Μεγάλος όμως ήταν και ο αριθμός των εμπόρων, των βιοτεχνών, των τεχνιτών και των δούλων. Η έντονη εμπορική ζωή της πόλης αντικατοπτρίζεται στις πλούσιες σειρές των νομισμάτων της και την εγκατάσταση σε αυτήν βασιλικού νομισματοκοπείου στην εποχή των Μακεδόνων. Η ευμάρεια της πόλης υποστηρίζεται από την παραγωγή των τοπικών αγγείων, έργων κοροπλαστικής, γλυπτικής και μικροτεχνίας αντικειμένων που απηχούν την καθημερινή ζωή της πόλης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον την περίοδο αυτή παρουσιάζει ο "εφηβαρχικός νόμος", χαραγμένος σε εντυπωσιακή μαρμάρινη στήλη, ο οποίος δίνει πολλές πληροφορίες για τους κανόνες της εκπαίδευσης των νέων.

Ρωμαϊκοί χρόνοι
  Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.), η Αμφίπολη ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδας της Μακεδονίας. Η ρωμαϊκή εποχή είναι για την Αμφίπολη άλλη μια περίοδος ακμής, μέσα στα πλαίσια της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων. Ως σταθμός της Εγνατίας οδού και με την υποστήριξη των ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως ο Αύγουστος και Αδριανός, η πόλη ακμάζει οικονομικά και αυτό φαίνεται από τα μνημειακά κτίρια με ψηφιδωτά δάπεδα και τα έργα γλυπτικής, αγγειοπλαστικής και μικροτεχνίας, που έχουν έλθει στο φως με τις ανασκαφές.

Παλαιοχριστιανικοί χρόνοι
  Με το τέλος του αρχαίου κόσμου (4ος αιώνας μ.Χ.) η έκταση της πόλης μειώνεται. Η μεταφορά, όμως, στην Κωνσταντινούπολη και η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, ευνοούν τη δυναμική συνέχεια της ζωής στην Αμφίπολη και στους Πρώιμους Χριστιανικούς αιώνες, όπως δείχνουν οι Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές, με τα περίτεχνα ψηφιδωτά και τον εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Ο λοιμός του 6ου αιώνα μ.Χ. και οι μετακινήσεις Σλαβικών πληθυσμών στη συνέχεια, οδηγούν σε νέα συρρίκνωση της Αμφίπολης που διαλύεται ως αστικό κέντρο.

Βυζαντινοί χρόνοι
  Το οικιστικό ενδιαφέρον μετά τον 9ο αιώνα μ.Χ. μετατοπίσθηκε στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου αναπτύχθηκε μια σημαντική πόλη-λιμάνι γνωστή με το όνομα Χρυσούπολις. Στα ερείπια της Αμφίπολης, στις βορειοδυτικές παρυφές των λόφων, αναπτύχθηκε μικρός οικισμός, το Μαρμάριον, ο οποίος εξυπηρετούσε τις ανάγκες στάθμευσης των ταξιδιωτών, που διάβαιναν τον ποταμό Στρυμόνα από το πέρασμα που ήταν γνωστό ως "Πόρος του Μαρμαρίου".

Μεταβυζαντινοί χρόνοι
  Τελευταία αναφορά για το Μαρμάριο γίνεται το 1547 μ.Χ. από τον περιηγητή P. Belon. Από τον 18ο αιώνα στη θέση του Μαρμαρίου αναφέρεται ένα νέο χωριό, το Νεοχώριον. Στους πρώιμους Οθωμανικούς χρόνους το βασικό οικιστικό και εμπορικό κέντρο στην περιοχή παρέμεινε η Χρυσούπολις, την οποία αργότερα διαδέχθηκε το μικρότερο σε έκταση οθωμανικό κάστρο του Ορφανίου, 6 χλμ. ανατολικότερα και σε απόσταση 3 χλμ. από την παραλία. Η εμπορική και βιοτεχνική κίνηση, ωστόσο, στο δέλτα του Στρυμόνα και στο στόμιο του ποταμού συνεχίσθηκε σε όλη την Τουρκοκρατία.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Σερρών.

Ιστορία της Αξιούπολης

ΑΞΙΟΥΠΟΛΗ (Πόλη) ΚΙΛΚΙΣ
Η παλιά ονομασία της πόλης είναι Μποϊμίτσα. Μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, στις 22-10-1912, έγινε «ΒΟΕΜΙΤΣΑ» και από την 1-1-1927 πήρε τη σημερινή της ονομασία «AΞΙΟΥΠΟΛΗ». Η ονομασία της Μποϊμίτσας προέρχεται από την Σλαϋική λέξη ΜΠΟΪ, που σημαίνει μεγάλος - δυνατός - ανδρειωμένος και την οφείλει στην ηρωική στάση των κατοίκων ανά τους αιώνες αλλά και στην συνεχή επαγρύπνηση και στον αγώνα για ελευθερία, καθόσον σαν τοποθεσία βρίσκεται σ'ένα από τα μεγαλύτερα σταυροδρόμια του κόσμου. Δηλαδή ακριβώς στη δίοδο της κοιλάδας του Αξιού ποταμού από βορρά προς νότο, προς τη θάλασσα και το Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα είναι και πέρασμα από ανατολή προς δύση και αντίστροφα.
  Για την ίδρυση της Μποϊμίτσας, η παράδοση αναφέρει ότι γύρω στα 1720 έγινε η συνένωση τριών χριστιανικών οικισμών που υπήρχαν από πολύ παλιά στα γύρω υψώματα. Εκτός όμως από τους κατοίκους των τριών αυτών οικισμών, το μωσαϊκό συμπλήρωσαν και άλλες ομάδες που κατέβηκαν από βορρά, όπως αυτή από το Ντράτσκο το 1760 περίπου, αλλά και από άλλες κατευθύνσεις όπως οι Ναουσαίοι το 1820 με την καταστροφή της Νάουσας, αλλά και άλλοι που έψαχναν για μέρη πιο φιλόξενα - πιο εύφορα και πιο θερμά - δίπλα στον Αξιό ποταμό. Ο Αξιός ποταμός έπαιζε πάντα σοβαρότατο ρόλο στη ζωή των κατοίκων και εθεωρείτο άλλοτε θείο δώρο και άλλοτε μάστιγα λόγω υγρασίας του βάλτου και της ελονοσίας. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι, ξεσηκώθηκαν πολλές φορές μαζί με τα γύρω χωριά. Επίσης, οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν το 1878 όταν ξεκίνησε η επανάσταση στην Μακεδονία με τον Κοσμά Δουμπιώτη.
  Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου άρχισε να κτίζεται το 1843 - μετά την παραχώρηση του δικαιώματος στους χριστιανούς από τους Τούρκους, να κτίζουν εκκλησίες, σχολεία και να δημιουργούν δικές τους κοινότητες - και ολοκληρώθηκε το 1859. Τότε κτίσθηκαν και όλες οι εκκλησίες της περιοχής, οι οποίες έχουν τον ίδιο ρυθμό και την ίδια αρχιτεκτονική. Το 1860 άρχισε η αγιογράφηση του Αγίου Δημητρίου από τον σπουδαίο αγιογράφο της εποχής, τον Μαργαρίτη από την Κουλακιά - Χαλάστρας και τελείωσε το 1862. Το πρώτο ελληνικό σχολείο στην Μποϊμίτσα κτίσθηκε και λειτούργησε το 1894.
  Καθόλη την διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα, οι κάτοικοί της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξή του στην περιοχή και βασικός λόγος ήταν ότι δίπλα περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή Θες/νίκης - Ευρώπης και ο σταθμός ήταν το κέντρο διακίνησης εμπορευμάτων, όπλων, επιβατών και ιδεών. Όποιος έλεγχε το σταθμό, έλεγχε όλη την περιοχή. Από εκεί μάθαιναν τα νέα, όπου ήταν το ταχυδρομείο και λίγο μετά το 1913 εκεί ήταν και το πρώτο τελωνείο στα σύνορα Ελλάδας - Σερβίας.
  Στις 22 Οκτωβρίου του 1912, ο Ελληνικός στρατός, μετά την μάχη των Γιαννιτσών, μπήκε στην Μποϊμίτσα και την απελευθέρωσε από τους Τούρκους. Μετά το 1913, με την εγκατάσταση των Γευγελιωτών προσφύγων στην περιοχή, έχουμε αλματώδη ανάπτυξη του εμπορίου και του παζαριού που υπάρχει από το 1885 περίπου, μια και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έμποροι.
  Στην γύρω περιοχή, πλην της Γουμένισσας δεν υπήρχε κανένα μαγαζί και η Αξιούπολη έγινε το εμπορικό κέντρο της περιοχής με πολλά και ποικίλα μαγαζιά. Αυτό είχε σαν συνέπεια την επόμενη δεκαετία η πόλη να γίνει πόλος έλξης πολλών προσφύγων ποντίων, μικρασιατών και θρακιωτών οι οποίοι έδωσαν νέα ώθηση στην ήδη υπάρχουσα εμπορική κίνηση και η αγορά και το παζάρι επιβάλλονται ολοκληρωτικά στη γύρω περιοχή.
  Και στους δύο παγκόσμιους πολέμους η περιοχή, διαδραμάτισε και πάλι σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη των γεγονότων λόγω της γεωπολιτικής θέσης της. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το 1916 - 1918, ο Γαλλικός στρατός που εγκαταστάθηκε στην περιοχή για να μπορεί να διακινεί με ταχύτητα εφόδια για τον στρατό, αναγκάσθηκε να φτιάξει μεγάλα και σπουδαία έργα για την πόλη και την περιοχή που άλλαζαν σχεδόν την όψη της πόλης. Με διαταγή του στρατηγού Γκιγιωμά, κατασκευάσθηκε το τραινάκι «Ντικωβίλ», όπως το έλεγαν. Περνούσε μέσα από την πόλη και μετέφερε εφόδια του γαλλικού στρατού από το σιδηροδρομικό σταθμό Αξιούπολης στο μέτωπο κάπου κοντά στο Σκρα. Τότε κατασκευάσθηκε η μεγάλη ξύλινη γέφυρα του Αξιού με ράγες από τα τραμ του Παρισιού που τότε ξήλωναν για να κατασκευασθεί το μετρό. Τότε δημιουργήθηκε και η σημερινή αγορά της πόλης με την εκτροπή της κοίτης του χειμάρρου που περνούσε μέσα από αυτήν.
  Το 1913 είχαμε τους πρώτους πρόσφυγες από την γειτονική Γευγελή που συνέχιζαν να έρχονται μέχρι και το 1918. Το 1914 ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες από την Θράκη. Έμειναν για μερικά χρόνια και ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους το 1919 για να επιστρέψουν το 1924. Αυτοί ήταν από τις περιοχές Μηδείας, Σωργάς και Τσατάλτσας. ΟΙ πρώτοι πόντιοι και καυκάσιοι πρόσφυγες ήρθαν το 1919 και στη συνέχεια το 1922 - 1924 ήρθε το μεγάλο κύμα από τις περιοχές Τραπεζούντας, Κερασούντας, Τρίπολης, Σαμψούντας, Ορτού, Αμυσώς και Τσάκρας.
  Οι Μικρασιάτες ήρθαν από τα χωριά Μπουτεβελί και Παπαζλί της Μαγνησίας. Επίσης από τις ελληνικές μεραρχίες αρχιπελάγους και Κρητών, κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, έμειναν επτά στρατιώτες Κρητικοί και Μικρασιάτες. Το 1923 εγκαταστάθηκαν στην Αξιούπολη έξι οικογένειες Βλάχων Μεγαλολιβαδιωτών. Δεν υπάρχει περιοχή της Ελλάδας στην οποία να μην εκπροσωπείται η Αξιούπολη από ένα ή περισσότερα άτομα. Αυτό είχε σαν συνέπεια, η γλώσσα που μιλιέται τουλάχιστον μετά το 1950, να μην έχει κανένα ιδιωματισμό. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αξιούπολη την 8/4/1944. Ένας λόχος έμεινε εδώ καθόλη τη διάρκεια της κατοχής και ήταν επιφορτισμένος με την φύλαξη των δύο γεφυρών του Αξιού, την σιδηροδρομική γραμμή που αποτελούσε μέρος του μοναδικού άξονα συγκοινωνίας προς το νότο, της οδικής ξύλινης, των στενών από Αξιούπολη μέχρι Ειδομένη καθώς και του Μεταλλείου. Ο λόχος αυτός ήταν ο τελευταίος που έφυγε από την Ελλάδα την 31/10/1944. Ο ΕΛΑΣ έκανε πολλά σαμποτάζ στη γραμμή και την γέφυρα, μια και προσφερόταν το έδαφος, ενώ οι κάτοικοι βοήθησαν με κίνδυνο της ζωής τους, πολλούς εγγλέζους στρατιώτες και αξιωματικούς σαμποτέρ. Η Αξιούπολη όπως προαναφέραμε, απελευθερώθηκε στις 22/11/1912 και αμέσως μετά δημιουργήθηκε η πρώτη προσκοπική ομάδα, η οποία τον Ιούνιο του 1913 έλαβε μέρος στη μάχη του Κιλκίς σαν τραυματιοφορείς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2006 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αξιούπολης

ΑΡΝΑΙΑ (Πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Μοναδική πηγή για την Αρναία της αρχαιότητος είναι ο Θουκυδίδης, όπου διαβάζουμε ότι ο στρατηγός Βρασίδας, κατευθυνόμενος με το στρατό του από την Ακανθο προς την Αμφίπολη, αναχώρησε από την πόλη «Αρναί». «Αρνη» κατά τη μυθολογία, ονομαζόταν η κόρη του Αιόλου και μητέρα του Βοιωτού. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Παυσανίας (ΙΧ, 40, 5), από αυτήν πήραν το όνομά τους δύο πόλεις: στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία. Το Φθινόπωρο του 424 π.Χ. ο στρατηγός της Σπάρτης Βρασίδας ήταν δραστηριοποιημένος στην σημερινή Χαλκιδική, προσπαθώντας να προσεταιρισθεί τις πόλεις της Χερσονήσου. Λίγο «προ του Τρυγητού» πολιορκεί την Ακανθο. Με την χρήση λόγων γοητευτικών, βοηθούσης και της βεβαίας απειλής ότι θα καταστραφούν τα σταφύλια, έπεισε τους Aκανθίους να εγκαταλείψουν την συμμαχία των Αθηναίων και να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών. Λίγες ήμερες αργότερα προσχώρησε και η Στάγειρος, η οποία βρισκόταν δίπλα στην σημερινή Ολυμπιάδα. H σχετική διήγηση του Θουκυδίδη συνεχίζεται με λεπτομερείς περιγραφές άλλων πολεμικών γεγονότων τα όποια διαδραματίσθηκαν στην περιοχή της Βοιωτίας. Δεν γνωρίζουμε τις ενδιάμεσες κινήσεις του Βρασίδα, στον oποίο επανέρχεται ο ιστορικός γράφοντας:

"Επί ταύτην (Αμφίπολην) ουν ο Βρασίδας άρας εξ Αρνών της Χαλκιδικής επορεύετο τω στρατώ και αφικνόμενος περί δείλην επί τον Αυλώνα και Βρομίσκον ..." (Θουκ. 4.103)
  Πρόκειται για την μοναδική ιστορική αναφορά που έχουμε για την πόλη των Αρνών. Ούτε καν την ονομαστική του ονόματος της γνωρίζουμε, ούτε το πού ακριβώς βρισκόταν. Το μόνο που μας μένει λοιπόν είναι να προσεγγίσουμε την πόλη μας με μία σειρά συλλογισμών: Ως προς τη θέση της, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία του στρατηγού Βρασίδα και τα ερείπια αρχαίων τειχών, κεραμοσκεπών τάφων και το πλήθος οστράκων που βρέθηκαν στα βόρεια του λόφου Προφήτης Ηλίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αρχαία πόλη «Αρναί» βρισκόταν κοντά στο λόφο αυτό. Κατά μία άλλη όμως έκδοχή, γύρω από το λόφο αυτό βρισκόταν η αρχαία πόλη Αυγαία. Επρεπε να ήταν χτισμένη στο σημείο όπου βρίσκεται η σημερινή Αρναία και ο λόφος του «Αϊ-Λια» να ήταν η ακρόπολή της. Ως προς την χρονολογία κτίσεως των Αρνών δέν υπάρχει κάποια απόλυτα συγκεκριμένη πληροφόρηση. Το γεγονός όμως ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει την πόλη Αρναία στη διήγηση της πορείας του Ξέρξη, ο οποίος ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, αντίθετα προς τον Βρασίδα, πηγαίνοντας προν την Ακανθο, μας οδηγεί στο να δεχθούμε, χωρίς απόλυτη βεβαιότητα, ότι την εποχή εκείνη η πόλη δεν υπήρχε. Είναι πιθανό πάντως η πόλη Αρναί να ήταν αποικία των Ανδρίων, εφόσον στην Ανδρο υπήρχε πόλη που ονομαζόταν Αρνη.
   Τελείως άγνωστα είναι ο χρόνος και τα αίτια της καταστροφής των Αρνών. Ισως να ήταν μία από τις 32 πόλεις της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας πού κατέλαβε καί κατέστρεψε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β'. Η άποψη αυτή ενθαρρύνεται και από το ότι βρέθηκαν ασημένια νομίσματα των Αρνών της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας με την επιγραφή ΑΡΝ, ερμηνευμένη ως «Αρνών». Μετά την καταστροφή των Αρνών, η ίδια τοποθεσία δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε.
   Στη γύρω περιοχή, σύμφωνα με ανεξακρίβωτες πληροφορίες, υπήρξαν αργότερα οικισμοί των οποίων ονόματα διατηρήθηκαν σε αρκετές περιοχές γύρω απο την Αρναία ως τοπωνύμια πλέον: Μέρτικα, Προφήτης Ηλίας, Μπάρα, Βενετιά, Αγιος Χριστόφορος, Αγιος Μόδεστος, Αγιος Μηνάς, Καστέλλι, Γκόμπελος - Αγιος Κοσμάς, Λουζνό, Καστανιά - Παλιοχέρωνα. Οι ανασκαφές που έγιναν το 1977 στη θέση Καστανιά Χαλκιδικής έδωσαν την ευκαιρία να διαπιστωθεί παλαιοχριστιανική ζωή στην περιοχή αυτή.
   Το 1246, όπως αναφέρεται, η περιοχή αυτή περιλαμβάνεται στο καπετανίκιο τής Ακρας ή Ιερισσού. Στο τέλος του l5ου αιώvα, δημιουργείται σ' αυτό τον τόπο ένας μεγάλος οικισμός, η Λιαρίγκοβη ή Λιαρίγκοβα.
Προέλευση - Εξήγηση της ονομασίας Λιαρίγκοβη-α: (1). «Ελληνοσλαβικής καταγωγής» αποτελείται από τις λέξεις: "λιέρα-γκοβνή=κοπριά-σωρός" επειδή η πεδιάδα ήταν παλιά τόπος βοσκής ζώων που εκτρέφονταν από την μονή Κωνσταμονίτου (2) ότι η λέξη προέρχεται από την τουρκική "Γιαρίγκοβη" που σημαίνει σχισμένη πεδιάδα από χείμαρρο.
Για την προέλευση του ονόματος αυτού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πιο λογική εκδοχή αποδίδει την ίδρυση σε εργάτες που προέρχονταν από τους γύρω οικισμούς και από τις άλλες περιοχές της Ελλάδας και της Βουλγαρίας και oι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου. Η πρώτη αναφορά περιέχεται στο πλαστό χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε' Παλαιολόγου. Πρόκειται για έγγραφο προβληματικό και ως προς την χρονολόγηση του, η σύνθεση του οποίου θα πρέπει να στηρίχθηκε σε κάποιο αυθεντικό χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε', εκδοθέν την 15η Ιουνίου 1363. Στο ανωτέρω «χρυσόβουλλο», περιέχονται τα μετόχια της Μονής και μεταξύ αυτών αναφέρεται και το -εις την Ραλήγγοβην- μετόχιον εις όνομα τιμώμενον του Αγίου Στεφάνου. Ο έκδοτης του κειμένου παρατηρεί ότι το όνομα «Ραλήγγοβη» είναι αλλοίωση της «Λιαρίγκοβης» με αναστροφή των γραμμάτων. Στον βακουφναμέ της Μονής του 1569, όπου περιλαμβάνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της, δεν συμπεριλαμβάνεται μετόχι στην Λιαρίγκοβη. Θα πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ως πιθανόν ότι η πλαστογράφηση έγινε μετά το έτος αυτό. Η πρώτη σαφώς χρονολογούμενη αναφορά του μετοχίου την οποία μπορέσαμε να εντοπίσουμε, γίνεται σε ένα φερμάνιο του 1750, το όποιο περιέχει απόσπασμα παλαιοτέρου εγγράφου μη χρονολογημένου. Το απόσπασμα είναι κατάλογος των μετοχιών της Κασταμονίτου, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρονται και τα εξής:
«Εν τω δήμω των Σιδηροκαυσίων:
- μίαν οικίαν εντός των συνόρων του χωρίου Ισβώρου,
- εν λειβάδιον παρά την θέσιν Λαρίγκοβη,
- μίαν οίκίαν εν τοις συνόροις του χωρίου Ερισσού»
  Είναι χαρακτηριστικό ότι το «λειβάδιον» προσδιορίζεται ως ευρισκόμενο «παρά την θέσιν Λαρίγκοβη» και όχι «παρά το χωρίον Λαρίγκοβη». Παρατηρούντες την ακριβολογία του εγγράφου, το όποιο όταν γράφει «θέση» φαίνεται να μην αναφέρεται σε κατοικημένη περιοχή, έχουμε την γνώμη ότι το έγγραφο συντάχθηκε πριν από την ίδρυση της Λιαρίγκοβης και (πιθανώς) μετά το 1569, έτος εκδόσεως του Βακουφναμέ. Η παλαιότερη γνωστή σαφής μαρτυρία για την ύπαρξη του χωρίου Λιαρίγκοβη είναι μόλις του 1762. Το έτος αυτό εκδόθηκε το φερμάνιο στο οποίο περιέχεται ο πρώτος γνωστός κατάλογος «των χωρίων του μεταλλείου Μαντεμοχωρίων», μεταξύ των οποίων αναφέρεται και ή Λιαρίγκοβη». Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το χωριό φαίνεται να ιδρύθηκε κάπου μετά το 1569 και πολύ προ του 1762. Ως λόγο ιδρύσεως θα πρέπει να θεωρήσουμε την συσπείρωση κατοίκων γύρω από τον μετοχικό πυρήνα της μονής Κασταμονίτου, γεγονός συνηθισμένο στην Χαλκιδική. Παρόμοια παραδείγματα και μάλιστα αρκετά παλαιότερα έχουμε με την Ιδρυση των χωριών Αγιος Νικόλαος, Νικητή, Πολύγυρος κ.λ.π. Στις περιπτώσεις αυτές προσκλήθηκαν (ή προσέφυγαν) ακτήμονες καλλιεργητές οι όποιοι συνοικίσθηκαν στις μετοχιακές εγκαταστάσεις ή γύρω από αυτές και καλλιεργούσαν το μοναστηριακό κτήμα ως κολίγοι. Με την πάροδο των ετών αποκτούσαν συναισθηματικούς και νομικούς δεσμούς με τον χώρο και μόλις η Μονή έπεφτε σε περίοδο διοικητικής κρίσεως και εγκατέλειπε για ένα διάστημα την εποπτεία του μετοχιού, οι κολίγοι εμφανίζονταν ως κύριοι μέρους ή του συνόλου του.
   Η Ιστορία της μονής Κασταμονίτου έχει πολλές περιόδους παρακμής και καταπτώσεως. Χαρακτηριστικότερες είναι οι περίοδοι των μέσων του 17ου αι. όταν είχε μόνον έξη μοναχούς και του 1717, όταν πυρπολήθηκε ένα μεγάλο τμήμα της. Επομένως ευκαιρίες αποδεσμεύσεως του οικισμού από την Μονή υπήρξαν.
   Το 1793 πέρασε από την Λιαρίγκοβη ο γάλλος πρόξενος στην Θεσσαλονίκη Cuisinery ο oποίος μας περιγράφει έναν δυναμικό οικισμό. Παρόμοια γράφει και ο άγγλος συνταγματάρχης Leake, ο όποιος στάθηκε στα Σιδηροκαύσια (σήμερα Στάγειρα) το 1806. Eνδειξη της τότε ευμάρειας των Λιαριγκοβινών είναι και ή εκκλησία του Aγίου Στεφάνου, πάτρωνoς της μονής Κασταμονίτου, κτίσμα του 1814.
   Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για τα εισοδήματα των κατοίκων γύρω στις αρχές του 19ου αί. Γνωρίζουμε ότι συμμετείχαν στο «Κοινόν του Μαδεμίου», αλλά σε μία εποχή κατά την oποία ή εκμετάλλευση των μεταλλείων της περιοχής ήταν ασύμφορη. H μνημονευόμενη από τον Cuisinery κατασκευή και εμπορία ταπήτων δεν αρκεί για την ευμάρια του τόπου. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να πούμε ότι οι Λιαριγκοβινοί είχαν πάντα τον δικό τους μυστηριώδη τρόπο για να τα φέρουν βόλτα, χρησιμοποιώντας κυρίως το μυαλό τους.
   Κατά την προεπαναστατική περίοδο, η Λιαρίγκοβη είναι μία από τις 12 κοινότητες που αποτελούν τα Μαντεμοχώρια, των οποίων oι κάτοικοι εργάζονταν ως μεταλλωρύχοι στα μεταλλεία Ολυμπιάδος - Στρατωνίου και στη συνέχεια τα εκμεταλλεύονταν oι ίδιοι κοινοτικά. Ο περιηγητής Pierre Belon μας δίνει αρκετές πληροφορίες ότι την εποχή εκείνη (1550), oι Μαντεμοχωρίτες είχαν όρους και υποχρεώσεις προς τους Τούρκους. Η Πύλη το 1775 δέχτηκε να εμπιστευτεί την εκμετάλλευση των μεταλλείων στα Μαντεμοχώρια - που επανειλημμένα είχαν ζητήσει - με την υποχρέωση να της παραχωρούν ένα μέρος από την παραγωγή των μεταλλείων. Μετά την απόφαση αυτή, oι Μαντεμοχωρίτες σκέφθηκαν να οργανωθούν σε συνεταιρισμό, για καλύτερη αντιμετώπιση των υποχρεώσεων τους. Η Αρναία, την προεπαναστατική εκείνη εποχή, ήταν η μεγαλύτερη κωμόπολη των Μαντεμοχωρίων. Παρ' όλη την αποτυχία της επιχείρησης, δεν έγινε καμμία έκκληση στην Κωνσταντινούπολη για μείωση των υποχρεώσεων του συνεταιρισμού. Ο λόγος ήταν ότι η σύμβαση αυτή ήταν μέν σαν επιχείρηση ατυχής, αλλά τους εξασφάλιζε την αυτοδιοίκηση.
   Ο Γάλλος Πρόξενος Μ.Ε.Μ. Cousinery μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής των κατοίκων στην περιοχή κατά το τέλος του l8ου και αρχές του 19ου αιώνα. Ιδιαίτερα για την Αρναία, αναφέρει ότι ήταν η πρωτεύουσα της Ομοσπονδίας, ένα μεγάλο χωριό με 400 σπίτια. Ως το 1805 τα χωριά της Ομοσπονδίας εξαρτώνταν άμεσα από την Κωνσταντινούπολη. Από το 1805 ως το 1819 εξαρτώνταν από τον μπέη των Σερρών και από το 1819 ως το 1821 - όταν ξέσπασε και στη Χαλκιδική η Επανάσταση - και πάλι από την Κωνσταντινούπολη. Η Αρναία ήταν τότε ένα από τα 42 χωριά πού κάηκαν από τον Μπαϊράμ πασά. Oι κάτοικοί της καθώς και oι υπόλοιποι Μαντεμοχωρίτες, όταν έμαθαν ότι o τουρκικός στρατός ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη με σκοπό να καταστρέψει τα πάντα, έφυγαν προς το Αγιον Ορος, την Αμουλιανή και προς την πλευρά του Παγγαίου όπου οι κάτοικοι δεν είχαν επαναστατήσει. Μετά την καταστολή της Επανάστασης, όσοι κάτοικοι των Μαντεμοχωρίων επέστρεψαν, δεν κατόρθωσαν να επαναφέρουν και πάλι το προηγούμενο καθεστώς του μεταλλευτικού συνεταιρισμού. Τα χωριά υπάγονταν πια στη δικαιοδοσία του πασά και του καδή της Θεσσαλονίκης, απ' όπου καί διοριζόταν ο μαντέμ αγάς, που είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους κατοίκους. Oι κάτοικοι της Λιαρίγκοβης που επέστρεψαν στο τόπο τους μετά την καταστροφή άρχισαν να χτίζουν και πάλι το καμμένο χωριό τους. Το 1854, όταν έγινε η επάνασταση του Τσάμη στη Χαλκιδική, η Αρναία και τα υπόλοιπα Μαντεμοχώρια δεν υπέστησαν καμμιά νέα καταστροφή από τους Τούρκους.
   Κατά τα τρία χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, η Αρναία και η περιοχή της δεν γνώρισε σλαβική προπαγάνδα. Αυτό όμως δεν άφησε αμέτοχους τους κατοίκους που σχημάτισαν επιτροπή άμυνας με καθοδήγηση του Προξενείου Θεσσαλονίκης. Στις 2 Νοεμβρίου 1912 ελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Μέχρι το 1928 το επίσημο ονομα του χωριού ήταν Λιαρίγκοβα. Η επιτροπή μετενομασίας των χωριών, έχοντας υπόψη τις δύο εκδοχές, ότι δηλ. πιθανόν να ήταν χτισμένες κοντά σ' αυτή οι αρχαίες πόλεις Αρναί και Αυγαία, μετενόμασε την κωμόπολη σε Αρναία, ενώνοντας την συλλαβή Αρν των Αρνών με την κατάληξη αία της Αυγαίας.
   Πριν την Επανάσταση του 1821, αλλά και μετά, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων, εκτός από τα μεταλλεία, ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η ύφανση χαλιών με ντόπιο μαλλί και το εμπόριο ξυλείας και ζώων. Γύρω στο 1932 η Αρναία είναι το πιο μεγάλο χωριό της Βόρειας Χαλκιδικής, με 3000 κατοίκους. Την εποχή αυτή οι κάτοικοι είναι κυρίως μελλισοτρόφοι, ξυλουργοί, κατασκευαστές παπουτσιών και έμποροι. Σήμερα oι εγγεγραμμένοι (απογραφή 1991) στο δήμο κάτοικοι είναι 2235 και οι διαμένοντες 3000.

Κείμενο: Δημητρίου Κύρου, Ιωακείμ Παπάγγελου
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρναίας


ΒΙΣΑΛΤΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΣΕΡΡΕΣ
Βισάλτες (Η καταγωγή και η ονομασία τους)
  Οι Βισάλτες ήταν Θράκες στην καταγωγή και μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Σχετικά με την προέλευση του ονόματος των Βισαλτών ελάχιστες πληροφορίες από τους αρχαίους υπάρχουν. Το όνομα Βισάλτης ή Βισάλτιος έλαβε το όνομά του από τον Βισάλτην τον γιο του Ηλιου και της Γης.
Θέση και έκταση
  Η αρχαία Βισαλτία ανήκε στο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας. Αυτή βρίσκεται μεταξύ του όρους Βερτίσκος, που ήταν το δυτικό της σύνορο, του Στρυμόνα και της Κερκινίτιδος λίμνης, που ήταν το ανατολικό της σύνορο. Βρίσκεται, δηλαδή, στο γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνεται σήμερα η περιοχή της Νιγρίτας και του Σοχού. (...)
Θρησκεία Και Ζωή
  Δύο είναι οι κεντρικοί πόλοι γύρω από τους οποίους στρέφεται η ζωή των Βισαλτών και η προσπάθειά τους προς την πρόοδο και την πολιτιστική ανάπτυξη. Ο Στρυμόνας, που λατρευόταν ως θεός, θεωρούνταν θεϊκό δώρο και το λίκνο των Μαινάδων το Παγγαίο, αποτελεί το κέντρο της αινιγματικής λατρείας του Διονύσου.
  Χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνέθεταν το χρώμα της κοινωνικής ζωής των Βισαλτών ήταν ότι παρείχαν ελευθερία στις γυναίκες πριν από το γάμο, ενώ απαιτούσαν πίστη από αυτές όταν τις παντρεύονταν. Εκτός από αυτό είχαν τη συνήθεια να πουλούν ως δούλους τα παιδιά τους και να εξαγοράζουν τις γυναίκες τους με πολλά χρήματα από τους γονείς τους.
  Χρησιμοποιούσαν πολύ τον οίνο που ήταν το ιερό ποτό του θεού Διονύσου. Καλλιεργούσαν τα αμπέλια και τα δημητριακά, ενώ ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, την υλοτομία καθώς και την εξόρυξη χρυσού και αργύρου από τα ορυχεία τους,κάτι που τους έκανε πολύ πλούσιους. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η καλλιέργεια της ελιάς.
Πολιτική Οργάνωση
  Οι Βισάλτες ήταν προικισμένοι με ψυχικά χαρίσματα, δημιούργησαν θρησκευτικές ιδέες και ήταν εργατικοί, πράγμα που μαρτυριέται από τον πλούτο που απέκτησαν. Είχαν, επίσης, ανεπτυγμένη την αγάπη τους προς τη πατρίδα. Παρόλα αυτά, ήταν ειρηνικός λαός. Όμως, όπως όλοι οι Θράκες, δεν είχαν συναίσθηση της κοινωνικότητας και της κρατικής ενότητας, έτσι ώστε το κράτος τους να έχει τη δύναμη να επιβιώσει και να αντισταθεί στους ποικίλους εχθρούς της περιοχής και κυρίως τους Μακεδόνες. Το πολίτευμα της περιοχής ήταν η Βασιλεία και ο βασιλιάς ήταν ο απόλυτος δεσπότης.
  Οι βασιλείς ήταν φορείς της υπέρτατης εξουσίας και συμπεριφέρονταν προς τους υπηκόους τους, χωρίς να δίνουν σε κανένα συλλογικό όργανο λόγο των πράξεων τους, με πράξεις που είχαν τη σφραγίδα της αγριότητας. Αργότερα όταν υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες (479 π.Χ.) διατήρησαν την αυτονομία τους από τον ίδιο το βασιλιά. Μόνο το 342 π.Χ. καταργείται η αυτονομία των λαών της Θράκης.
Οικονομία Και Πολιτισμός
  Το πεδινό του έδαφος επέτρεπε την καλλιέργεια βάμβακος που τότε ήταν περιζήτητη από τους Ευρωπαίους και θεωρούνταν πηγή πλούτου. Στην πεδιάδα των Σερρών καλλιεργούνταν, επίσης και αμπέλια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, υπήρχαν, όμως και βαφεία, χαλκουργεία, χρυσοχοΐα, πεταλωτήρια, σιδηρουργεία.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Νιγρίτας


ΓΑΛΑΤΑΔΕΣ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Ο οικισμός των Γαλατάδων είναι ένας από τους παλαιότερους της περιοχής, όπως επιβεβαιώνει η παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία υπολογίζεται ότι χτίστηκε πριν το 1806, χρονολογία που αναγράφεται στην εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο μεγαλύτερο από αυτό των γύρω περιοχών και ήταν προστατευμένο από τα νερά του βάλτου που υπήρχε στη νότια πλευρά του. Έτσι, όταν το 1979 πλημμύρισε η περιοχή από τα νερά του ποταμού Μογλενίτσα, οι Γαλατάδες ήταν σαν ένα νησί μέσα σε μια λίμνη.
  Η παλιά ονομασία των Γαλατάδων ήταν Καδίνοβο. Το όνομα αυτό οφείλεται σε έναν Τούρκο δικαστή (καντής στα τούρκικα), ο οποίος έμενε στο χωριό. Το Καδίνοβο αναγνωρίστηκε ως κοινότητα στις 28-6-1918 με έδρα την Καρυώτισσα και περιελάμβανε τους οικισμούς Μπαρίνοβο (Λιπαρό), Πρίσνα (Κρύα Βρύση), Πλούγκαρ (δεν υπάρχει σήμερα), Καρυώτισσα και Λοζάνοβο (Παλαίφυτο). Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 το Καδίνοβο είχε 390 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Σημαντική ήταν η συμβολή τους στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, κατά τον οποίο οι χωριανοί Μακεδονομάχοι των οικογενειών Στογιαννίδη και Χαρισιάδη συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Νασιρίδη και υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καθορίζανε τη δράση τους κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων. Ο πατέρας του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καταγόταν από τους Γαλατάδες και ο ίδιος είχε καλύβα-ορμητήριο στο βάλτο, στη θέση Πρίσνα. Κατά την απελευθέρωση του χωριού στις 18-10-1918 οι Τούρκοι σκότωσαν δύο Έλληνες έφιππους στρατιώτες. Οι κάτοικοι τους θάψανε στο χωριό και αφιέρωσαν ηρώο στη μνήμη τους.
  Το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από το χωριό Εξαμήλι της χερσονήσου της Καλλιπόλεως της Ανατολικής Θράκης. Το όνομα του χωριού άλλαξε σε Γαλατάδες λόγω της μεγάλης παραγωγής γάλατος που υπήρχε, καθώς η απέραντη περιοχή του βάλτου προσφερόταν για τη βόσκηση των 9.000 βοοειδών και πολλών περισσότερων αιγοπροβάτων που είχαν οι κάτοικοι. Οι Γαλατάδες αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομη κοινότητα στις 25-8-1933 και παρουσιάζουν σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Στην απογραφή του 1928 είχαν 846 κατοίκους, το 1940 είχαν 1286, το 1961 είχαν 1684 και το 1991 είχαν 2039 κατοίκους. Σήμερα, είναι το μεγαλύτερο χωριό του Δήμου με περίπου 2300 κατοίκους.
  Στους Γαλατάδες λειτουργούσε σχολείο από τα τέλη του 19ου αιώνα με πρώτο δάσκαλο, όπως αναφέρουν οι κάτοικοι, τον Χρήστο Δούμη, ενώ από πολύ νωρίς λειτούργησε και ιατρείο με ιατρό τον κ.Τσέλιο από τη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών, στα μέσα του '30 οι κάτοικοι του οικισμού Πλούγκαρ εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν εξίσου στους Γαλατάδες και την Κρύα Βρύση.
  Η ιστορία των Γαλατάδων άλλαξε ριζικά τα τελευταία 35 χρόνια. Η εισαγωγή της καλλιέργειας του σπαραγγιού στους Γαλατάδες από τον Φιλοποίμην Γκράτσιο το 1970, αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη του χωριού. Η επιτυχής καλλιέργεια και η ανώτερη ποιότητα του σπαραγγιού, μετέτρεψαν τους Γαλατάδες σε "πρωτεύουσα" παραγωγής και εμπορίας του Ελληνικού σπαραγγιού και πρωτοπόρο στην εξαγωγή του σε χώρες της Ευρώπης. Τέλος, το 1998 είναι ακόμη ένα σημείο αναφοράς για τους Γαλατάδες καθώς, με βάση το σχέδιο Καποδίστρια περί συνενώσεων των κοινοτήτων, ορίστηκαν ως έδρα του νεοσύστατου Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου, συγκεντρώνοντας το σύνολο των υπηρεσιών του Δήμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΠΕΛΛΑ
  Τα Γιαννιτσά είναι μια πόλη που βρίσκεται επί της οδού ΕΓΝΑΤΙΑ, κοντά στην αποξηραμένη πλέον λίμνη των Γιαννιτσών. Στη σύγχρονη φάση της ιστορίας της χτίστηκε από τους Οθωμανούς το 1380. Η ονομασία τους σημαίνει «Νέα Πόλη». Πάντως ο Ελληνας γλωσσολόγος Γιώργος Χατζηδάκης υποστήριξε ότι η προέλευση του τοπωνυμίου είναι ελληνική και προέρχεται από το όνομα Γιάννης
  Όμως πρόσφατες ανασκαφές έδειξαν ότι η περιοχή των Γιαννιτσών κατοικείται από τα τέλη της 7ης χιλιετίας π.Χ. και κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων εποχών του χαλκού, του Σιδήρου, και στην Ιστορική Εποχή. Συγκεκριμένα βρέθηκαν σπουδαίοι αρχαίοι οικισμοί στον Πενταπλάτανο και στο Αρχοντικό. Στη βυζαντινή εποχή στη θέση Παλαιά Αγορά των Γιαννιτσών υπήρχε σημαντικός οικισμός, που εκτεινόταν βορείως της Εγνατίας οδού. Ο οικισμός αυτός πιθανότατα ονομαζόταν Βαρδάρι.
  Τα Γιαννιτσά θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους ιερή πόλη, διότι εκεί τάφηκε ο Τούρκος στρατηγός Χατζή Εβρενός μπέης και οι απόγονοί του, καθώς και ο σείχης Ιλαχή. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η οικονομία της στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή, στην αλιεία από τη λίμνη και το εμπόριο. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στις αρχές του 19ου αι. η πόλη είχε 10.000 κατοίκους, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα κατοικούνταν από 7.500 μουσουλμάνους και 5.600 χριστιανούς, συγκεντρωμένους κυρίως στην Ανω Πόλη. Η βυθοκόρος "Αξιός" κατά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών.
  Στις αρχές του 20ου αι. και κυρίως στο διάστημα 1904-1908 η λίμνη των Γιαννιτσών αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πεδία του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού. Η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της "Τα Μυστικά του Βάλτου" αφηγείται τα γεγονότα της εποχής. Μάλιστα πολλοί Γιαννιτσιώτες είχαν ενταχθεί και πολέμησαν στα ελληνικά σώματα. Η πόλη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 20 Οκτωβρίου 1912, στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, μετά από διήμερη αποφασιστική μάχη με τον οθωμανικό στρατό.
  Μεγάλη ώθηση στην οικονομία της πόλης και της γύρω περιοχής έδωσε η εγκατάσταση προσφύγων από τη Μικρασία του Πόντου, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, το 1922, καθώς και η αποξήρανση της λίμνης στο διάστημα 1933-1936 από την εταιρία Foundation Company. Η αποξήρανση έδωσε για καλλιέργεια 290.000 στρέμματα γης στα οποία εγκαταστάθηκαν 6.850 οικογένειες.
  Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πολλοί κάτοικοι της πόλης και της γύρω περιοχής έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κυρίως μέσα από τις τάξεις του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Όμως η αντιστασιακή δράση προκάλεσε την αντίδραση των Γερμανών, οι οποίοι στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 εκτέλεσαν 120 περίπου κατοίκους και έκαψαν μεγάλο μέρος της πόλης. Τα Γιαννιτσά απελευθερώθηκαν από τους Γερμανούς στις 17-18 Οκτωβρίου 1944.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Γιαννιτσών


ΓΟΜΑΤΙ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Λέγεται πως η ονομασία του Γοματίου προέρχεται από πρόσφυγες του όρμου Γοματίου της νήσου Λήμνου. Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως το όνομα « Γομάτι» προέρχεται από τον Γόματο, επιστάτη της περιοχής υπό την διοίκηση του Αγίου Όρους. Είναι γνωστή η σχέση του Γοματίου με τον Aθω, δεδομένου ότι αποτελούσε μετόχι των ιερών μονών Ιβήρων και Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.

ΓΥΨΟΧΩΡΙ (Οικισμός) ΠΕΛΛΑ
  Το Γυψοχώρι, όπως μαρτυρείται και από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (1851), είναι παλαιός οικισμός. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία για την ιστορία του. Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια πώς δόθηκε το όνομα "Γυψοχώρι" στο χωριό. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομα αποδίδεται στην κόρη του Μπέη της περιοχής, την Γιουψάν, η οποία κατοικούσε στο χωριό. Με το όνομα αυτό προσδιόριζαν και ολόκληρο τον οικισμό. Αργότερα, το χωριό ονομάστηκε Γιούψοβο. Στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η πλατεία του χωριού, υπήρχε το κονάκι του Μπέη. Ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, το οποίο κατεδαφίστηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Εικάζεται ότι υπήρχε και δεύτερο κονάκι στην είσοδο του χωριού.
  Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, έντονη ήταν η συμμετοχή των κατοίκων στην προσπάθεια για την απαλλαγή του τόπου από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Τεκμήριο αποτελεί το εξαίρετο ιστορικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα "Στα Μυστικά του Βάλτου", όπου αναφέρονται πολλά ονόματα Γυψοχωριτών αγωνιστών. Το 1928 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες. Το 1951 συστάθηκε η κοινότητα Γυψοχωρίου με συνοικισμό το Τριφύλλι. Όμως, το 1977 οι αρμοδιότητες μετατέθηκαν στο Τριφύλλι και δημιουργήθηκε η κοινότητα Τριφυλλίου με συνοικισμό το Γυψοχώρι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΔΙΑΒΑΤΑ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Το Dudular ήταν τούρκικο τσιφλίκι ευρισκόμενο δυτικά του Χαρμάνκιοι και βόρεια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση η ονομασία του οικισμού προέρχεται από τον τούρκικο γυναικείο τίτλο "Dudu" (όμορφη κυρά), τον οποίο έφερε κάποια επώνυμη μουσουλμάνα κάτοικός του. Αγνωστο είναι αν το Ντούντουλαρ έχει κάποια σχέση με το δημοφιλή λαϊκό χορό "ντούντουλο", ο οποίος χορευόταν σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, κυρίως την τρίτη ημέρα του Πάσχα, με τη δοξασία ότι εμπεριείχε το στοιχείο επίκλησης της βροχής.
  Το Ντούντουλαρ ανήκε στο μουκατά των χωριών των καρβουνιάρηδων και οι κάτοικοί του ήταν υποχρεωμένοι να παρασκευάζουν και να παραδίδουν ετήσια στο τουρκικό δημόσιο ορισμένη ποσότητα ξυλοκάρβουνων για τις ανάγκες των Σιδηροκαυσίων (Μαντεμοχώρια Χαλκιδικής). Παράλληλα οι κάτοικοι του τσιφλικιού ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Τους 15ο-16ο αιώνες το Ντούντουλαρ διέθετε 21 σπίτια, τα οποία αυξήθηκαν σε 34 κατά τους 17ο-18ο αιώνες. Το 1694 όλοι οι κάτοικοι του οικισμού ήταν χριστιανοί, πλήρωσαν δε τότε ispense 200 άσπρα.
  Οι κάτοικοι του Ντούντουλαρ εκκλησιάζονταν στο ναό του Αγίου Δημητρίου, που κτίσθηκε το 1853 και αποτελεί σήμερα διατηρητέο εκκλησιαστικό μνημείο. Ο ναός αυτός βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικισμού των Διαβατών, μέσα στον περίβολο του τοπικού νεκροταφείου. Το τέμπλο του ναού αποτελεί ξυλόγλυπτο έργο τέχνης, διακοσμημένο με αξιόλογες εικόνες αγιογράφων της Κουλιακιάς. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού του Αγίου Δημητρίου αποτελούν οι πολλές σλάβικες επιγραφές, στοιχείο ενδεικτικό της προσχώρησης των κατοίκων του Ντούντουλαρ στη σχισματική εκκλησία της Βουλγαρίας.
  Κατά το σχολικό έτος 1894-1895 στο ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο του Ντούντουλαρ φοιτούσαν 14 μαθητές και δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1906 το γραμματοδιδασκαλείο του οικισμού ήταν βουλγάρικο και φοιτούσαν σ' αυτό 20 μαθητές.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα το Ντούντουλαρ ανήκε στην ιδιοκτησία του Σκενδέρ πασά και κατοικούνταν από 26 βουλγάρικες οικογένειες, που αριθμούσαν 156 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΔΡΟΣΕΡΟ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Το Δροσερό υπήρχε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα με το όνομα "Ασάρ Μπέη", που σημαίνει "Η κρεμάλα του Μπέη". Το αξιοπερίεργο αυτό όνομα οφείλεται στον Μπέη που είχε την έδρα του στο χωριό και καθώς ήταν αιμοσταγής, είχε μετατρέψει τους απαγχονισμούς και τις εκτελέσεις σε συχνό φαινόμενο. Το κονάκι του βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του χωριού κοντά στην παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Μέχρι το 1913, οπότε απελευθερώθηκε η Μακεδονία, στο χωριό ζούσαν πολλές τούρκικες οικογένειες. Στην περιοχή όπου είναι χτισμένο το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου, υπήρχε τούρκικο νεκροταφείο.
  Το 1922 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από τα χωριά Ταϊφίρι της Ανατολικής Θράκης και Ηράκλειο Νικομήδειας της Μικράς Ασίας, ενώ το 1925 εγκαταστάθηκαν και Βλάχοι. Λέγεται ότι το όνομα "Δροσερό" δόθηκε στο χωριό όταν κάποιοι διερχόμενοι, που κάθισαν στην πλατεία να ξεκουραστούν, εξύμνησαν τον δροσερό αέρα που φυσούσε εκείνη την στιγμή. Το χωριό υπήρξε διοικητικό κέντρο από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Από το 1912 λειτουργούσαν στο Δροσερό Αστυνομικός Σταθμός, Ιατρείο και Δημοτικό Σχολείο.
  Το 1940 έφτασαν στο χωριό οι κατοχικές δυνάμεις των Γερμανών. Με την αποχώρησή τους το 1944, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, που επηρέασε άμεσα την τύχη του Δροσερού. Τον Φεβρουάριο του 1946 οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά χωριά και στα Γιαννιτσά. Στις 3-7-1947 κάηκε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, εκτός από περίπου δέκα σπίτια και την εκκλησία. Οι κάτοικοι επέστρεψαν το 1950 και ξαναέχτισαν το χωριό από την αρχή.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ-ΚΟΡΔΕΛΙΟ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  Με το Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 555 της 13.8.1982 η Κοινότητα Ελευθερίου και ο Συνοικισμός Νέου Κορδελιού ενώθηκαν και αποτέλεσαν από κοινού το σημερινό Δήμο Ελευθερίου Κορδελιού, διατηρώντας και τα δύο τοπωνύμια, γεγονός που δεν συναντάται σε άλλες περιοχές της χώρας μας.
  Τα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η θέση στην οποία είναι σήμερα ο Συνοικισμός αυτός. Ηταν στρατώνας των Αγγλο-Γαλλικών στρατευμάτων. Στα ξύλινα αυτά παραπήγματα που έμενε ο στρατός και αφού πέρασαν στη δικαιοδοσία της Πρόνοιας εγκαταστάθηκαν προσωρινά το έτος 1920 πρόσφυγες Πόντιοι από τη Ρωσία. Αργότερα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στεγάστηκαν και από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας πρόσφυγες γιατί αυτός ο συνοικισμός μέχρι και το 1928 χρησιμοποιήθηκε ως Κέντρο Διαμονής Προσφύγων. Οι εναπομείναντες πρόσφυγες, αφού έμειναν μέχρι το 1936 στη συνέχεια ίδρυσαν τον Συνοικισμό ΧΑΡΜΑΝΚΙΟΪ που σημαίνει στην τουρκική γλώσσα "αλωνότοπος", γιατί ως τέτοιος χρησιμοποιήθηκε ο συνοικισμός επί Τουρκοκρατίας. Το 1924 μετονομάστηκε σε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ γιατί πέρασε από κει ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κοινότητα πλέον ονομάστηκε επίσημα - Κοινότητα Ελευθερίου.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Εν Αθήναις τη 18 Ιανουαρίου 1934 ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ Αρ. Φύλλου 23

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ
Περί αναγνωρίσεως κοινοτήτων εν τω νομώ Θεσσαλονίκης.
Αναγνωρίζομεν εν τω νομώ Θεσσαλονίκης εις ιδίας κοινότητας τους κάτωθι συνοικισμούς αποσπώμενους εκ του δήμου Θεσσαλονίκης.
1) Ευκαρπίαν, υπό το όνομα "κοινότης Ευκαρπίας" και με έδραν τον ομώνυμον συνοικισμόν.
2) Κορδελιό, υπό το όνομα "κοινότης Κορδελιού" και με έδραν τον ομώνυμον συνοικισμόν. Εις την αναγνωριζομένην ταύτην κοινότητα ενούνται και οι συνοικισμοί Παλαιό Χαρμανκιόϊ, Νέο Κορδελιό και Νέος Κουκλουτζάς, αποσπώμενοι εκ του αυτού δήμου.

  Το Νέο Κορδελιό ιδρύθηκε το 1924 από πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία 1922-1924 και άλλες πόλεις της Ελλάδας (εσωτερικούς μετανάστες). H πλειονότητα όμως των κατοίκων καταγόταν από την παραλιακή κωμόπολη της Μικράς Ασίας το Κορδελιό της Σμύρνης. Ξακουστό προάστιο 13χμ. έξω από τη Σμύρνη. Γνωστό επίσης με τα ονόματα Περαία και Καρσί-Γιακά, δηλαδή "πέρα μακριά" όπου πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή στην πόλη κατοικούσαν περίπου 15.000 Έλληνες. Ετσι ο συνοικισμός σε ανάμνηση της γενέτειρας των κατοίκων ονομάστηκε ΚΟΡΔΕΛΙΟ και φέρει ως σήμερα την ονομασία αυτή. Αργότερα κατά τα έτη 1927-1928 εγκαταστάθηκαν στον συνοικισμό αυτό από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, πρόσφυγες από το Βασιλικό της Ανατολικής Θράκης.
  Σε όλους αυτούς τους πρόσφυγες προστέθηκαν Σαρακατσάνοι που ήρθαν από γειτονικές χώρες. Σήμερα πανελλαδικά θεωρείται ο Δήμος με τις περισσότερες οικογένειες Σαρακατσάνων (6.000 άτομα). Τέλος τη δεκαετία του 1990 ένας μεγάλος αριθμός Παλιννοστούντων επέλεξε το Δήμο Ελευθερίου Κορδελιού ως τόπο εγκατάστασής τους.
  Στη διάρκεια των 81 χρόνων που πέρασαν, η περιοχή αναβαθμίσθηκε σημαντικά και σήμερα πλέον συγκαταλέγεται στους αναπτυσσόμενους Δήμους του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, οι δε κάτοικοι του Δήμου διαπρέπουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής.
  Οι 285 πρόσφυγες που αρχικά πρωτοκατοίκησαν εδώ σήμερα αριθμούν περίπου 32.000 δυναμικούς ανθρώπους με ένα κοινό όραμα "Να γίνει ο Δήμος Ελευθερίου Κορδελιού, ένας σύγχρονος Δήμος - πρότυπο, διατηρώντας το ανθρώπινο, φιλικό και φιλόξενο πρόσωπό του". Αλλωστε η δύναμη κάθε τόπου είναι οι άνθρωποι του...

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ελευθερίου Κορδελίου


ΕΧΕΔΩΡΟΣ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Ο Εχέδωρος ήταν ανέκαθεν χείμαρρος, ο οποίος πάντοτε είχε περιορισμένες ποσότητες νερού. Μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι τα νερά του Εχεδώρου δεν έφθασαν για να ξεδιψάσει ο στρατός του Ξέρξη. Ο Εχέδωρος πηγάζει από τους πρόποδες του βουνού Κερκίνη και δια μέσου των στενών "Νάρες" εισέρχεται στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Κατά την αρχαιότητα η κοίτη του ποταμού απείχε από τη Θεσσαλονίκη περί τα οκτώ χιλιόμετρα και κατέληγε στο έλος, που υπήρχε δίπλα στις εκβολές του Αξιού. Η πρώτη ονομασία του ποταμού ήταν "Ηδωνός". Η ονομασία αυτή προέρχεται από τους Ήδωνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις όχθες του στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Εν τούτοις κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός με τις ονομασίες "Εχέδωρος", "Εχείδωρος" και "Χείδωρος". Όλες αυτές οι ονομασίες προέρχονται από τη σύνθεση του ρήματος "έχω" και του ουσιαστικού "δώρο", το οποίο συμβολίζει προφανώς τον άφθονο χρυσό, που περιείχαν τα νερά του ποταμού.
  Το "Etymologicon Magnum Lexikon", που γράφτηκε από μοναχούς κατά τη βυζαντινή περίοδο, αναφέρει τα εξής για τον Εχέδωρο "Ποταμός της Μακεδονίας, ο πρότερον Ηδωνός καλούμενος. Ο έχων δώρα. Χρυσού γαρ καταφέρων ψήγματα, οι εγχώριοι αρύονται δέρματα αιγών κείραντες και καθιέντες εις το ύδωρ". Από τις φράσεις αυτές πληροφορούμαστε τόσο την προέλευση της ονομασίας του ποταμού, όσο και τον τρόπο, με τον οποίο οι κάτοικοι των παρόχθιων περιοχών του συνέλεγαν το ευγενές μέταλλο. Ο τρόπος αυτός ήταν η ρίψη γιδοπροβιών στα νερά του ποταμού και η "αγκίστρωση" των ψηγμάτων του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους. Στο προαναφερθέν βυζαντινό λεξικό διατυπώνεται διαζευτικά και μία άλλη εκδοχή της προέλευσης της ονομασίας του Εχεδώρου. Συγκεκριμένα αναγράφεται η φράση "...ή από Δώρου τινός Αρκάδος, ός συμμαχών Αλεξάνδρω τω Φιλαδέλφω, εμπεσών ποταμώ, αίτιος γέγονε της ονομασίας".
  Σύμφωνα με τον καθηγητή Μ. Τιβέριο η εκμετάλλευση του χρυσού του Εχεδώρου άρχισε πιθανότατα κατά τη μέση γεωμετρική εποχή. Αυτό συνάγεται από το γεγονός, ότι κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά σημαντικές ποσότητες εισαγμένης γεωμετρικής κεραμικής από την Αττική και την Εύβοια. Η επείσακτη αυτή κεραμική, που εντοπίσθηκε τόσο στη "διπλή τράπεζα" της Αγχιάλου, όσο και σε ορισμένους τάφους του αρχαίου νεκροταφείου της Σίνδου, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι νότιοι Έλληνες αντάλλασαν τα πολύτιμα αγγεία τους με το χρυσό του Εχεδώρου. Η προβειά συλλογής του χρυσού, που ονομαζόταν "κως", προσέδωσε πιθανότατα στον ποταμό και την ονομασία "Γαλλικός". Οι χρήστες της προβειάς έδωσαν συμβολικά σ'αυτήν τον επιθετικό προσδιορισμό "καλή", εξ αιτίας της πολύτιμης ιδιότητάς της. Σταδιακά οι δύο λέξεις "καλή" και "κως", συγχωνεύθηκαν και διαμόρφωσαν τη λέξη "καλλικώς", η οποία έγινε "γαλλικώς", διότι στη μακεδονική διάλεκτο το γράμμα "γ" χρησιμοποιούνταν αντί του "κ". Δεν έχει προσδιορισθεί χρονικά η μετονομασία του Εχεδώρου σε Γαλλικό. Πάντως κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν σε χρήση οι ονομασίες "Γαλλικός", "Γαλικός" και "Γαλυκός". Ειδικότερα, ο Ι. Καντακουζηνός αναφέρει "...ήλθεν εις Γαλικόν, ποταμόν τινά εγγύς Θεσσαλονίκης", ο δε Ν. Βρυένιος γράφει "...επεί προς ποταμόν γέγονεν, ον Γαλλικόν καλούσιν εγχώριοι...".
  Ο Γερμανός αρχαιολόγος Α.Struck ισχυρίζεται, ότι η ονομασία του Γαλλικού έλκει την προέλευσή της από τους Γαλάτες, οι οποίοι εποίκισαν την περιοχή του ποταμού κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Ανάλογη άποψη διατυπώνει και ο ιστορικός ερευνητής Γ. Σταυρίδης, που ισχυρίζεται ότι ο Εχέδωρος μετονομάσθηκε σε Γαλλικό προς εξευμενισμό των Γαλατών, οι οποίοι επέδραμαν στη Μακεδονία το 279 π.Χ.
  Ο Αγγλος ιστορικός Ν. Hammond, ερμηνεύοντας μία παράγραφο του βιβλίου "Περί Κτισμάτων" του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (6ος αι.), ταυτίζει τον αναγραφόμενο σ'αυτήν ποταμό "Ρήχιο" με τον Εχέδωρο. Πρόκειται προφανώς για λανθασμένη εκτίμηση, αφού Ρήχιος ονομάζεται ένας μικρός ποταμός, που δια μέσου των στενών της Ρεντίνας εκβάλλει στο Στρυμονικό κόλπο. Φαίνεται, ότι ο Ν. Hammond παρασύρθηκε τόσο από τη φράση του Προκοπίου, ότι ο ποταμός αυτός έρρεε "όχι πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη", όσο και από τον προβληματισμό της έκδοσης του "University Harvard Press" μήπως ο αναγραφόμενος στο κείμενο αυτό του Προκοπίου ποταμός είναι ο Αξιός.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Ιστορική Αναδρομή

ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η Ιστορία της περιοχής μας ξεκινάει το 1923 οπότε και εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι που ήρθαν μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή ως πρόσφυγες από τη Περιοχή της Μικράς Ασίας και της Θράκης, που σήμερα ανήκουν στη Τουρκία. 37.387 πρόσφυγες δημιούργησαν 75 προσφυγικούς συνοικισμούς στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Από αυτούς, 1.754 από τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης καταφεύγουν στα νοτιοανατολικά παράλια του Θερμαϊκού Κόλπου και δημιουργούν τρείς συνοικισμούς: την Αγία Τριάδα, τους Νέους Επιβάτες και την Περαία.
  Η Περαία εκείνη την εποχή ήταν στην ιδιοκτησία ενός τούρκου Μπέη, όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν 204 οικογένειες (132 από τη Δυτική Μικρά Ασία και 72 από την Ανατολική Θράκη), συνολικά 740 άτομα. Η καταγωγή των προσφύγων από δύο διαφορετικές περιοχές είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξουν διαφωνίες για το όνομα που θα δινόταν στον προσφυγικό συνοικισμό. Ο τότε Διευθυντής Εποικισμού Μακεδονίας πρότεινε την σημερινή ονομασία, και μετά από μια κλήρωση των 3 προτεινόμενων ονομάτων από την κληρωτίδα βγήκε το όνομα Περαία.   Δυτικά της Περαίας και κατά μήκος της Παραλίας βρίσκονται οι Νέοι Επιβάτες. Την εποχή εκείνη ήταν τούρκικο τσιφλίκι και λεγόταν Μπαξέ Τσιφλίκι. Εκεί κατέφυγαν 159 οικογένειες (631 άτομα) όλες προερχόμενες από τους Επιβάτες, που ήταν παράλια πόλη στα βόρεια της Προποντίδας, και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες στον συνοικισμό τους.
  Τέλος δυτικά των Ν.Επιβατών και κατά μήκος της παραλίας βρίσκεται η Αγία Τριάδα. Στο χώρο αυτό που τότε ονομαζόταν "Λευκή Βρύση", εγκαταστάθηκαν 40 οικογένειες από το Ξάστερο και 45 οικογένειες από το Οικονομειό, που βρισκόταν πολύ κοντά στους Επιβάτες.
  Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς άρχισε να οργανώνεται και η περιοχή να αναπτύσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι στα 78 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα υπήρξε ραγδαία εξέλιξη σ'όλους τους τομείς. Αναμφίβολα η γεωγραφική θέση της Περιοχής και η μικρή απόσταση που την χωρίζει από το μεγάλο αστικό κέντρο (Θεσσαλονίκη) συνέβαλαν στην ανάπτυξή της και ενίσχυσαν τη συμμετοχή της στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα. Έτσι παρότι ο Δήμος Θερμαϊκού βρίσκεται στην Περιφέρεια, δεν υπολείπεται των αστικών κέντρων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Θερμαϊκού


Σύντομη Ιστορική Αναδρομή

ΘΕΡΜΗ (Χωριό) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η ζωή στην περιοχή ξεκινάει από τη νεολιθική εποχή (5.000 π.Χ.). Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποδείξει τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής κατά τη διάρκεια όλων των προϊστορικών χρόνων και της ιστορικής περιόδου μέχρι σήμερα.
  Ευρήματα των ανασκαφών του νεκροταφείου δείχνουν ότι κατά την περίοδο των αρχαίων χρόνων και της κλασικής αρχαιότητας, στα όρια του σημερινού οικισμού της Θέρμης, είχε αναπτυχθεί μια σημαντική αρχαία πόλη.
   Στους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους η Θέρμη που ονομαζόταν τότε Σέδες, ήταν πλούσια αγροτική περιοχή και χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση μετοχίων αυτοκρατορικών μονών.
   Από το 1906 άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία, τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Καύκασο. Το μεγάλο κύμα προσφύγων ήρθε μετά το 1920 από τον Πόντο, οπότε έφθασαν και Βλάχοι και Σαρακατσάνοι.
   Το 1994 η Κοινότητα Θέρμης αναγνωρίζεται σε Δήμο ενώ το 1998 με την εφαρμογή του Νόμου "Καποδίστριας" συνενώνεται με τις κοινότητες Ν. Ραιδεστού, Ταγαράδων και Ν. Ρυσίου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Θέρμης


ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Καλαμαριά έχει μια πανάρχαια ιστορία. Η ζώη στην περιοχή αυτή άνθισε πριν ιδρυθεί η Θεσσαλονίκη από τον Κάσσανδρο, το 315 π.Χ.
  Συγκεκριμένα στο ακρωτήριο του Δήμου Καλαμαριάς (το Καραμπουρνάκι), οι αρχαιολογικές ανασκαφές και έρευνες, που εδώ και τρία χρόνια ξανάρχισαν, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός προϊστορικού οικισμού.
  Ο οικισμός αυτός γνώρισε μεγάλη ακμή τον 5ο π.Χ. αιώνα, αφού από τα ευρήματα αποδεικνύεται η επικοινωνία του με τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, την Αττική, την Ιωνία και τα νησιά του Αιγαίου.
  Αντικρουόμενες είναι οι απόψεις των αρχαιολόγων σχετικά με το αν το Καραμπουρνάκι ταυτίζεται με την Αρχαία Θέρμη ή αν υπήρξε το επίνειο, το εμπορικό της λιμάνι.
  Το τοπωνύμιο "Καλαμαριά" πρωτοεμφανίζεται το έτος 1083, σε έγγραφο της μονής Ξενοφώντας και αναφέρεται στη Νοτιοανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης.
  Η ονομασία "Καλαμαριά" πιθανότητα προήλθε από παράφραση του όρου "Καλή μεριά" - ωραία μέρη, ωραίοι τόποι. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι σε πολλές αναφορές η Καλαμαριά περιγράφεται ως ο τόπος με την πλούσια βλάστηση, τους εύφορους αγρούς, την αφθονία καρπών, αμπελώνων και λουλουδιών.
  Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το όνομα είναι παράγωγο των λέξεων "Σκάλα - μεριά". "Σκάλα" ήταν ο Βυζαντινός ναύσταθμος, που υπήρχε στην περιοχή του Μικρού Εμβολου και προστάτευε την είσοδο του Θερμαϊκού κόλπου από τις επιδρομές των Αράβων πειρατών, μέχρι τον 10ο αιώνα.
  Ανάμεσα στα έτη 904 και 1083, η διοικητική ρύθμιση των Βυζαντινών, ορίζει τη νοτιοανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης ως Βάνδον και αργότερα, το 1300, ως Καπετανίκειον Καλαμαριάς.
  Για το λόγο αυτό η Κασσανδρειώτικη Πύλη που οδηγεί από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χαλκιδική, μετονομάζεται σε Πύλη της Καλαμαριάς, ονομασία που διατηρεί ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
  Στα εκτεταμένα όρια του Καπετανικείου, εκτός από τη γεωργική παραγωγή, ακμάζουν επίσης τα μοναστήρια και τα δεκατρία ονομαστά Μετόχια.
  Η περιοχή της σημερινής Καλαμαριάς παραμένει σχεδόν ακατοίκητη μέχρι το 1920. Οι πρώτοι που θα εγκατασταθούν στον τόπο είναι ´Ελληνες πρόσφυγες που έρχονται το 1920 από τον Καύκασο και τη Γεωργία.
  Η εκτεταμένη όμως εγκατάσταση είναι αυτή των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922 και της Ανταλλάγης των Πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, το 1923.
  Η τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής δικαιολογημένα θεωρείται από τους ιστορικούς σαν η μεγαλύτερη καταστροφή για τον Ελληνισμό, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
  Πάνω από 1.000.000 ´Ελληνες πρόσφυγες έφυγαν από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατ. Θράκη για να έρθουν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, το 1/4 των προσφύγων (κυρίως αστοί) εγκαταστήθηκαν στη Νότια Ελλάδα και τα 3/4 (κυρίως αγρότες) στη Βόρεια Ελλάδα.
  Από αυτούς υπολογίζεται ότι 80.000 - 100.000 εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη - που δίκαια ο Γ.Ιωάννου την αποκαλεί "Πρωτεύουσα των προσφύγων" - και το μεγαλύτερο μέρος τους στην Καλαμαριά που γίνεται ο πολυπληθέστερος προσφυγικός συνοικισμός, μια πραγματική προσφυγομάνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μακεδονία είχε μόλις πριν 10 χρόνια απελευθερώθει ύστερα από 400 σχεδόν χρόνια Οθωμανικής κατόχης.
  Οι πρόσφυγες της Καλαμαριάς, με επικρατέστερο το Ποντιακό στοιχείο, είχαν να αντιμετωπίσουν την πείνα, τις στερήσεις, την ανεργία αλλά και τις αρρώστιες - κυρίως ελονοσία - που μαζί με τις κακουχίες τους θέριζαν. Η δυσκολία της προσαρμογής στην καινούργια πατρίδα μεγάλη. Αλλά ακόμη μεγαλύτερο το πείσμα τους, η δύναμη και το πάθος για ένα καινούργιο ξεκίνημα, μια νέα ζωή.
  Μετά τη διανομή τον πρώτο καιρό σε σκηνές και σε θαλάμους, από το 1926 και ύστερα ξεκινά η διανομή των οικοπέδων και η κατασκευή των πρώτων σπιτιών, τα περισσότερα παράγκες στην αρχή, με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων και της Κοινωνικής Πρόνοιας.
  Οργανώνουν (κυρίως οι Πόντιοι) σωματεία και συλλόγους για να διατηρήσουν ακμαίο το ηθικό τους και να διαφυλάξουν τα ιερά και τα όσια από τις αλησμόνητες πατρίδες τους.
  Ανάμεσά τους επανιδρύουν το αρχαιότερο Ελληνικό - Ποντιακό σωματείο που είχε ιδρυθεί το 1869 στην Τραπεζούντα, την "Αδελφότητα Κρωμναίων" αλλά και (το 1925) τον μουσικογυμναστικό σύλλογο "Απόλλων".
  Αλλά αυτή την προσπάθεια ανασυγκρότησης και ανάπτυξης διακόπει λίγο μετά ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής του 1941-44, η Καλαμαριά πληρώνει το δικό της φόρο αίματος. Καθώς ο συνοικισμός γειτνιάζει με τον στρατιωτικό στόχο του αεροδρομίου της Μίκρας, δέχεται συχνούς βομβαρδισμούς. Οι Καλαμαριώτες πήραν ενεργό μερός στην Εθνική Αντίσταση, πληρώνοντας τη συμμμετοχή τους με 29 θύματα στον μπλόκο της Καλαμαριάς, την 13η Αυγούστου 1943.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Καλαμαριάς


ΚΑΡΥΩΤΙΣΣΑ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Η Παλαιά Καρυώτισσα βρισκόταν στις όχθες της λίμνης των Γιαννιτσών, σε απόσταση 5χλμ νοτιότερα από τη σημερινή θέση του χωριού. Η Καρυώτισσα ήταν η έδρα της κοινότητας Καδίνοβου από τις 28-6-1918. Στο χωριό τότε κατοικούσαν περίπου 50 οικογένειες με πληθυσμό 293 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1920. Η αυτάρκεια ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής τους. Ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ το άφθονο κυνήγι που τους πρόσφερε ο βάλτος, όπως και η ξυλεία του γειτονικού δάσους, κάλυπταν τις βασικές ανάγκες τους. Στο χωριό αίσθηση προκαλούσαν τρεις λόφοι ύψους 20 μέτρων, τους οποίους οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν σαν παρατηρητήρια, και τέσσερις κουλέδες (επαύλεις), από τους οποίους μόνο ο ένας σώζεται μέχρι σήμερα.
  Τον Ιούλιο του 1924 εγκαταστάθηκαν στην τοποθεσία του σημερινού χωριού πρόσφυγες από το Νεοχώρι της Επαρχίας Ζέρκου της Ανατολικής Θράκης, σύμφωνα με όσα καθόριζε η συνθήκη της Λωζάνης (1923) περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Τόσο η ζωή τους στο Νεοχώρι, όσο και η οδύσσεια των ξεριζωμένων Θρακιωτών περιγράφονται εξαίσια στο βιβλίο "1924-1999, 75 Χρόνια Κοινότητας Νέας Καρυώτισσας", που εκδόθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού. Οι συνθήκες που συνάντησαν οι 850 περίπου πρόσφυγες στο βαλτώδες αυτό μέρος ήταν τραγικές. Η απαλλαγή του τόπου από την ελονοσία, που έγινε με την αποξήρανση της λίμνης το 1935, συνέβαλε στην αύξηση της γεννητικότητας, και έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους του χωριού να αποκτήσουν νέα και εύφορη γη. Μετά και την κατοχή από τους Γερμανούς, ο εκσυγχρονισμός της Καρυώτισσας ήταν συνεχής και με 1798 κατοίκους το 1961 αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο της περιοχής, με Αστυνομικό Σταθμό, Ταχυδρομείο και Αγροτικό Ιατρείο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΚΑΤΕΡΙΝΗ (Πόλη) ΠΙΕΡΙΑ
  Η Κατερίνη, πρωτεύουσα του Νομού Πιερίας με περισσότερους από 60.000 κατοίκους, χτισμένη στον κάμπο που σχηματίζεται ανάμεσα στα Πιέρια, τον Ολυμπο και το Θερμαϊκό κόλπο, ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας από Έλληνες που ήρθαν από την περιοχή της Μονής Σινά. Ίδρυσαν οικισμό γύρω από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, που είναι η προστάτιδα της πόλης.
  Για την ονομασία της πόλης υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη υποστηρίζει ότι πήρε το όνομά της από την Αγία Αικατερίνη του Σινά και η δεύτερη όπως λέει ο φιλόλογος συγγραφέας Παν. Αναγνωστόπουλος από την παλιά Μακεδονική πόλη Ατηρα (απ' όπου ετυμολογικά παράγεται το όνομα Κατερίνη).
  Στα τέλη του 19ου αιώνα η Κατερίνη εξελίσσεται σε ακμαίο αστικό κέντρο με 3.700 κατοίκους από τους οποίους οι 2.500 Έλληνες και οι 1.200 Μουσουλμάνοι.
  Η συμμετοχή της πόλης και της ευρύτερης περιοχής είναι πλούσια στην Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. Πήρε μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 με πολλούς αρματολούς και κλέφτες. Απελευθερώθηκε το 1878 με την επανάσταση του Ολύμπου αλλά υποτάχθηκε πάλι στους Τούρκους μετά το άδοξο τέλος της εξέγερσης. Αργότερα στο Μακεδονικό αγώνα συμμετείχε με τον ένδοξο επίσκοπο Παρθένιο Βαρδάκα και πολλούς ντόπιους Μακεδονομάχους.
  Τελικά απελευθερώθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1912 από τον Ελληνικό στρατό που οδηγούσε ο Κλεομένης Κλεομένους. Μετά την απελευθέρωση της το 1912 και την εγκατάσταση προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ρωσία και τη νότια Ρωσία, ο πληθυσμός της αυξήθηκε αλματωδώς και ο ρυθμός της ανάπτυξης της επιταχύνθηκε.
  Το Σεπτέμβρη του 1929, η Κατερίνη μας από κοινότητα γίνεται Δήμος. Το 1998 με τη δημιουργία Καποδιστριακών Δήμων ενσωματώνονται στο Δήμο Κατερίνης εκτός από το Ν. Κεραμίδι και τη Χράνη και οι κοινότητες του Ανω Αγ. Ιωάννη, Γανόχωρας, Νεοκαισάρειας και Σβορώνου. Ο Δήμος Κατερίνης συνορεύει με τους Δήμους Κορινού, Παραλίας, Λιτοχώρου, Δίου, Πέτρας και Ελαφίνας.
  Σήμερα, η Κατερίνη είναι ένα μωσαϊκό πολιτιστικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής και ταυτόχρονα μια οργανωμένη κοινωνία που κατάφερε από μια αγροτική πόλη να γίνει ένα σύγχρονο αστικό κέντρο με πλήθος πνευματικών, πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κατερίνης


ΚΕΡΚΙΝΗ (Δήμος) ΣΕΡΡΕΣ
  Πρόκειται να γίνει αρχαιολογική έρευνα οπότε τα ανασκαφικά πορίσματα θα μας πληροφορήσουν για την απαρχή κατοίκησης της περιοχής μας.
  Όμως με βάση την προφορική παράδοση και κάποια ιστορικά γεγονότα φαίνεται ότι οι πρώτοι απο τους σημερινούς κατοίκους έφθασαν εδώ στα τέλη του 18ου αιώνα από διάφορες ελληνικές περιοχές και κυρίως από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία μετά από διωγμούς.
  Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν βλαχόφωνοι με άκρως ελληνική συνείδηση. Δεν διέφεραν κατά πολύ στα ήθη και τα έθιμα (μεταξύ τους) έτσι που στη νέα τους πατρίδα δεν αντιμετώπισαν προβλήματα προσαρμογής.
  Στα χρόνια που ακολούθησαν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 22 τη συνθήκη της Λωζάνης του '23 και την ανταλλαγή πληθυσμών ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή προσφυγικές οικογένειες από τη Θράκη, τον Πόντο, την Σμύρνη και αλλού. Οι πρόσφυγες έφεραν το δικός τους πολιτισμό, τις γνώσεις τους, συμβίωσαν με τους πρώτους οικιστές και δημιούργησαν τη σημερινή σύνθεση του πληθυσμού.
  Η λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση της περιοχής μας δεν διαφέρει από την γενική βορειοελλαδίτικη αν και ελάχιστα παραδοσιακά σπίτια έχουν δασωθεί.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κερκίνης


ΚΙΛΚΙΣ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Ο Νομός Κιλκίς βρίσκεται στην Κεντρική Μακεδονία, ανάμεσα στους Νομούς Πέλλας, Θεσσαλονίκης και Σερρών. Μεγάλο μέρος του απλώνεται γύρω από την κατάφυτη κοιλάδα του ποταμού Αξιού, την αρχαία Αμφαξίτιδα. Τις δυτικές και βόρειες περιοχές του καταλαμβάνουν το πανέμορφο δασωμένο Πάϊκο και το Μπέλες, βορειοανατολικά τα Κρούσια, ενώ δυτικά και βόρεια η λίμνη Δοϊράνη, αποτελεί, επίσης, ένα σύνορο και ταυτόχρονα έναν πλούσιο υδροβιότοπο με σπάνια είδη πουλιών και φυτών. Ολόκληρη η περιοχή φαίνεται ότι ήταν χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας από την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου. Προϊστορικοί οικισμοί και διάσπαρτοι τάφοι έχουν δώσει σημαντικά ευρήματα από την εποχή της 2ης π.Χ. χιλιετίας.
  Σημαντικό μέρος του Νομού είναι η αρχαία Κρηστωνία, ανατολικά του Αξιού, κοντά στις πηγές του σημερινού Γαλλικού ποταμού, του αρχαίου Εχέδωρου, δηλαδή του ποταμού που έδινε δώρα-χρυσάφι μέσα από τις φερτές ύλες του.
  Δυτικά απλώνεται η Παιονία στην οποία αναφέρεται ο Όμηρος, εκεί που ονομάζει τον Αξιό το πιο πλατύ και το πιο ωραίο ποτάμι της γης Στο τέλος των αρχαϊκών χρόνων η περιοχή του Νομού Κιλκίς πέρασε στα χέρια των Μακεδόνων, που από τον 8ο αι. π.Χ. και μετά συγκρότησαν το Μακεδονικό κράτος μέσα στα όρια του σημερινού Ελληνικού.
  Οι σπουδαιότερες πόλεις της περιοχής τότε ήταν η Ειδομένη, η Ευρωπός, η Αταλάντη, η Γορτυνία, η Τέρπυλλος, η Φύσκα και η Καλλίνδροια.
  Η ανάπτυξη της περιοχής στα χρόνια αυτά περνάει μέσα από τη μεγάλη Μακεδονική ακμή που φιλοξένησε στις βασιλικές αυλές της εποχής φιλόσοφους, ποιητές και καλλιτέχνες.
  Όμως η περιοχή του Κιλκίς ακολουθεί την τύχη της υπόλοιπης Μακεδονίας και το 148 π.Χ υποτάσσεται στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ακολουθούν περισσότερα από 250 χρόνια της λεγόμενης Ρωμαϊκής Ειρήνης, ενώ μετά η περιοχή όπως και η υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία λεηλατείται από τους Γότθους, Ούννους, Αβαρούς και Σλάβους, που εγκαθίστανται στη Βαλκανική τον 6ο και 7ο αιώνα, αλλά και αργότερα.
  Η Φραγκοκρατία αυτή αποτελεί τη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μέσα στην οποία βρέθηκε και η περιοχή του Κιλκίς.
  Οι Παλαιολόγοι παρά τους εμφύλιους σπαραγμούς πρόσφεραν σημαντικά έργα και ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή. Με την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης το 1430 μ.Χ. από τους Τούρκους, ολόκληρη η περιοχή περνάει πια κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Οι Τούρκοι, μάλιστα, από το 1699 και μετά προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους Έλληνες κατοίκους της περιοχής με Τούρκους.
  Στη συνέχεια και μετά την επανάσταση του 1821 η περιοχή του Κιλκίς παραμένει σκλαβωμένη, αλλά αργότερα ξεκινά ο Μακεδονικός Αγώνας και ακολουθούν οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι. Με τον 1ο (1912-1913) απελευθερώνονται από τον τουρκικό ζυγό σημαντικά τμήματα της Μακεδονίας καθώς και η Θεσσαλονίκη. Ο 2ος Βαλκανικός πόλεμος που ακολούθησε περιλαμβάνει μάχες σημαντικές που διαδραματίστηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος στην περιοχή του Κιλκίς του Λαχανά. Ήταν ένας πόλεμος από τους πρώην συμμάχους, Έλληνες και Σέρβους από τη μια πλευρά και τους φλεγόμενους από την πανσλαβική ιδέα Βουλγάρους από την άλλη.
  Σ' αυτή τη μάχη του Κιλκίς κρίθηκε η ολοκλήρωση της απελευθέρωσης όλης της σημερινής Μακεδονίας και Θράκης.
  Ακολουθεί η λαίλαπα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918). Η ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς υπήρξε θέατρο έντονων συμμαχικών δραστηριοτήτων, αλλά και μαχών. Οι νίκες των Ελλήνων και των συμμάχων τους στο Σκρα και τη Δοϊράνη είναι από τις σημαντικότερες.
  Η Μικρασιατική καταστροφή, που σημάδεψε την ιστορία της Ελλάδας και η συνθήκη της Λωζάνης (1922), που ξερίζωσε τον Ελληνισμό από τις εστίες του στη Μικρά Ασία καθόρισαν οριστικά τη σύνθεση του πληθυσμού στην περιοχή του Κιλκίς.
  Βέβαια την κατοπινή πορεία της Ελλάδας, πορεία που ακολούθησε και το Κιλκίς, καθόρισε λίγο αργότερα ο πόλεμος του 1940. Στην περιοχή του Κιλκίς δόθηκαν μερικές από τις πιο σημαντικές μάχες του ελληνικού στρατού. Σήμερα η περιοχή βρίσκεται σε γενική ανασυγκρότηση, οικονομική και πολιτισμική, και δέχεται τον επισκέπτη της στα πλούσια από άποψη φυσικής ομορφιάς μέρη της με μεγάλη ευχαρίστηση.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Κιλκίς


Ο Κολινδρός διαμέσου της Ιστορίας

ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ (Κωμόπολη) ΠΙΕΡΙΑ
  Παρ' όλο που το όνομα Κολινδρός πρωτοαναφέρεται σε έγγραφο λίγο μετά το 1000 μ.Χ. τα ευρήματα στην περιοχή του μαρτυρούν αδιάλειπτη πολιτισμένη δραστηριότητα πολλών χιλιάδων χρόνων. Οι πρόσφατες ανασκαφές στον οικισμό των Παλιαμπέλων αποκαλύψαν ότι η θέση αυτή οργανωμένης δραστηριότητας είναι η αρχαιότερη της Πιερίας (Μέση Νεολιθική περίοδος 5800 π.Χ. ίσως και παλαιότερα). Είναι πάμπολα τα ευρήματα που κατά καιρούς ανασύρονται από τα άροτρα ή αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών και καλλιεργητικών εργασιών, δυστυχώς ακόμα και από αρχαιοκαπήλους. Ερείπια και τάφοι της ιστορικής περιόδου εντοπίζονται σε πάρα πολλές περιοχές (Τ' αηξιάρη, Τζιρικνιά, Μπογιάτες, μέσα στον Κολινδρό), οι οποίες καλύπτουν τεράστια έκταση, από τα Ρυάκια έως τα Παλιάμπελα και από τον Αμαξηγό έως το Λιβάδι.
  Αν όμως για τα προϊστορικά και τα αρχαία χρόνια μαρτυρούν μόνο τα ευρήματα για την περίοδο της τελευταίας χιλιετίας έχουμε και γραπτές μαρτυρίες καθώς και την προφορική από γενιά σε γενιά παράδοση. Ο Κολινδρός του 19ου αιώνα είναι καλώς γνωστός από τους αγώνες του κατά του Τούρκου κατακτητή, για δε τον εικοστό αιώνα τα στοιχεία βρίθουν.
  Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν την ιστορική διαδρομή του τόπου μας με βάση τον παρακάτω διαχωρισμό κατά χρονικές περιόδους: Προϊστορικοί χρόνοι
  Ξεκινάμε από τη Μέση Νεολιθική περίοδο, έκτη χιλιετία π.Χ. Οι ερευνητές πιθανολογούν ότι ίσως προκύψουν στοιχεία και από την Αρχαιότερη Νεολιθική (τέλη έβδομης χιλιετίας).
Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί χρόνοι
  Πάμπολα είναι τα ευρήματα που μαρτυρούν ότι στην περιοχή υπήρξε ακμαίο κέντρο των Μακεδόνων και στη συνέχεια των Ρωμαίων, σε περισσότερες της μιας θέσεις.
Βυζαντινοί χρόνοι
  Κατ' αυτή την περίοδο έχουμε πολλαπλές αναφορές στον Κολινδρό, υπό το σημερινό του όνομα.
Τουρκοκρατία
  Ο Κολινδρός, σημαντικό Μακεδονικό κεφαλοχώρι, συμμετέχει ενεργά σε κάθε εθνική προσπάθεια, πληρώνοντας βαρύ τίμημα στο όραμα για ελευθερία. Οι αναφορές βεβαίως γίνονται πολλές και συγκεκριμένες.
  Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της μαύρης περιόδου είναι η κορύφωση της αντίστασης των Κολινδρινών και των άλλων Ολυμπίων και Πιεριέων ενάντια στο βάρβαρο με την Επανάσταση του Ολύμπου (Φεβρουάριος - Απρίλιος 1878).
Νεότερα χρόνια
  Ο Κολινδρός του αιώνα μας,άλλοτε σφριγηλή και κατά περιόδους παρακμάζουσα κωμόπολη παρακολουθεί και αυτός όλες τις φάσεις της σύγχρονης ιστορίας μας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κολινδρού


ΛΙΠΑΡΟ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Υπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για την ύπαρξη του οικισμού του Λιπαρού από το 1357, από μια καταγραφή που έγινε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με το όνομα Λιπαρίνο και με 210 κατοικίες. Ο οικισμός βρισκόταν στην περιοχή "Μπέκερ", όπου υπάρχει και τούμπα των Μακεδονικών χρόνων. Γύρω στο 1840 πλημμύρισε ο παρακείμενος ποταμός Μογλενίτσας, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και πνιγμούς μωρών. Έτσι, ο οικισμός μεταφέρθηκε στη σημερινή θέση, σε υψόμετρο 10 μέτρων. Την περίοδο εκείνη στο χωριό ζούσαν 15 Ελληνικές και 500 Τούρκικες οικογένειες.
  Το όνομα "Μπέκερ" είναι η τούρκικη ονομασία του ονόματος Δημήτριος. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι ο Δημήτριος ήταν Έλληνας χριστιανός, υπηρέτης του Τούρκου Μπέη. Του έγινε πρόταση να αλλαξοπιστήσει επειδή απέδιδαν σε αυτόν διάφορα θαύματα και υπήρχε φόβος εξέγερσης των χριστιανών. Ο Δημήτριος αρνήθηκε και οι Τούρκοι των θανάτωσαν. Τον έθαψαν σε αυτή την περιοχή και μέχρι σήμερα υπάρχει πίστη για θαυματουργικές ιδιότητες του χώματος του τάφου του για δερματικές παθήσεις κ.ά.
  Την περίοδο 1928-30 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες και το 1935 ήρθαν Βλάχοι από την Αετομηλίτσα της Ηπείρου. Το Λιπαρό, με το όνομα Λιπαρίνοβο ή Μπαρίνοβο και 154 κατοίκους, στις 28-6-1918 συγκρότησε την κοινότητα Καδίνοβου, μαζί με τα χωριά Πρίσνα, Πλούγαρ, Καρυώτισσα, Λοζάνοβο και Καδίνοβο. Στη συνέχεια, αποτέλεσε κοινότητα με τα χωριά Δάφνη και Αγιος Γεώργιος, μέχρι το 1967, οπότε και έγινε ανεξάρτητη κοινότητα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΜΑΚΕΔΟΝΙΔΑ (Δήμος) ΗΜΑΘΙΑ
  Την εποχή του τουρκικού ζυγού, οι ορεινοί και διάσπαρτοι οικισμοί των Πιερίων, χρησιμοποιούνται σαν καταφύγιο από τους αμαρτωλούς και κλέφτες. Οι επιδημίες χολέρας, πανούκλας και ευλογιάς, αναγκάζουν τους κατοίκους πεδινών περιοχών να αφήσουν τον κάμπο και να εγκατασταθούν στους ορεινούς οικισμούς των Πιερίων. Μετά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατά τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, η γεωγραφική θέση των οικισμών αυτών ευνόησε πολύ την ανάπτυξή τους. Την περίοδο του μεσοπολέμου, στους οικισμούς του ορεινού όγκου των Πιερίων, πνέει άνεμος αναγέννησης και αναδημιουργίας. Η καλλιεργήσιμη γη, που τόσα χρόνια την κατείχαν και την εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι, επανήλθε στα χέρια των Ελλήνων.
  Στη συνέχεια ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής, 1941 - 1944. Στα χρόνια που ακολουθούν 1945-1949, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η περιοχή δοκιμάζεται σκληρά, όπως και όλη η χώρα και ιδιαίτερα η Δυτική Μακεδονία. Μετά το τέλος του εμφυλίου, το 1950 αρχίζει μια νέα περίοδος για όλη την περιοχή. Καταλαγιάζουν τα πάθη και αρχίζει ο επαναπατρισμός. Κύρια απασχόληση των κατοίκων των οικισμών των Πιερίων (Πολυδένδρι, Σφηκιά, Χαράδρα, Ελαφίνα, Ριζώματα, Δάσκιο), την περίοδο αυτή είναι η κτηνοτροφία και η υλοτομία.
  Από το 1955 ξεκινά η καπνοκαλλιέργεια σε ολόκληρη σχεδόν την ορεινή Ελλάδα. Την περίοδο 1970, εμφανίζεται η μαζική μετανάστευση και σύντομα οι οικισμοί εγκαταλείπονται από το παραγωγικό τους ανθρώπινο δυναμικό. Οι νέες συνθήκες ζωής και οι ανάγκες των οικογενειών, αναγκάζουν τα νέα ζευγάρια να εγκαταλείψουν τα μικρά και φτωχά χωριά των Ημαθιώτικων Πιερίων. Η καπνοκαλλιέργεια, που ξεκίνησε την δεκαετία του '50, έδωσε στους κατοίκους των οικισμών διέξοδο απασχόλησης σε όλους τους γεωργούς που παρέμειναν στα χωριά. Η δημιουργία των τριών φραγμάτων κατά μήκος της διαδρομής του Αλιάκμονα κατά τη δεκαετία του 1970 (Πολύφυτο) και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Σφηκιά και Ασώματα), τόνωσε την ντόπια οικονομία των μικρών χωριών, αφού έδωσε διέξοδο σε απασχόληση στην κατασκευή των παραπάνω έργων και με ντόπιο προσωπικό.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Μακεδονίδος


ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Παλαιότερα η Μεγάλη Παναγία ονομαζόταν Ρεβενίκια και η αρχική αναγνώριση της κοινότητας τοποθετείται στο έτος 1918 ( Β.Δ/γμα 28-6-1918). Η τοπωνυμία Ρεβενίκια σηματοδοτεί την νίκη του τότε οικισμού επί των Αράβων κατακτητών, που λεηλατούσαν και καταδυνάστευαν την περιοχή. Η κοινότητα Ρεβενικίων μετονομάσθηκε σε Μ. Παναγία το 1927 ( Δ/ γμα 20-8-1927).
Οι κάτοικοι της Μ. Παναγίας είναι ντόπιοι χωρίς προσμίξεις προσφυγικού πληθυσμού.

ΜΕΝΕΜΕΝΗ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Μετά την απελευθέρωση του 1912 και την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό των ελληνικών εδαφών της Μακεδονίας ορίστηκαν μέσα σ’ ένα μεταβατικό πλαίσιο τα όρια και οι αρμοδιότητες του Δήμου Θεσσαλονίκης, που αναγνωρίστηκε με το Β. Δ/γμα της 3ης Μαϊου 1918 (ΦΕΚ 98/5-5-1918).
  Οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν, οι τοπικές ιδιομορφίες και η δυναμική των εξελίξεων καθόρισαν εν πολλοίς τόσο την εξέλιξη του Δήμου Θεσσαλονίκης, όσο και των κοινοτήτων που σιγά - σιγά άρχισαν να δημιουργούνται.
  Στην ευρύτερη αγροτική περιοχή των αγροκτημάτων πολλές συγκεντρώσεις πληθυσμών μορφοποίησαν νέους συνοικισμούς. Μεταξύ αυτών ήταν και η Νέα Μενεμένη, οικισμός που δημιουργήθηκε από οικογένειες προσφύγων μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922. Το 1926 αποσπάστηκαν από το δήμο Θεσσαλονίκης οι συνοικισμοί Χαρμάνκιοϊ, Λεμπέτ, Ευκαρπίας και Καρά-Ισίν και αποτέλεσαν την Κοινότητα Χαρμάνκιοϊ, στην οποία προστέθηκαν οι συνοικισμοί Νέου Κουκλουτζά, Αμπελοκήπων, Νέας Μενεμένης και Νέου Κορδελιού. Η κοινότητα αυτή εντάχθηκε και πάλι στο Δήμο Θεσσαλονίκης το 1929.
  Ως το 1934 ο Δήμος Θεσσαλονίκης περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το οικιστικό - πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης. Με το Δ/γμα της 19ης Ιανουαρίου 1934 (ΦΕΚ 23/34) έγιναν σημαντικές ανακατατάξεις στα διοικητικά όρια του Δήμου Θεσσαλονίκης και δημιουργήθηκαν νέες κοινότητες. Έτσι, οι συνοικισμοί Μενεμένης, Νέου Χαρμάνκιοϊ, Νέου Βοσπόρου, Νέας Μενεμένης αποτέλεσαν την Κοινότητα Μενεμένης.
  Οι Κοινότητες Ελευθερίου, Μενεμένης, Πυλαίας και Τριανδρίας αναγνωρίσθηκαν ως δήμοι μετά την απογραφή του έτους 1981, οπότε προέκυψε πληθυσμός μεγαλύτερος του ορίου των δέκα χιλιάδων κατοίκων. Η αναγνώριση αυτή έγινε με το ΠΔ554/1982 (ΦΕΚ 98 Α /23-8-1982)
... οι άνθρωποι
  Ο οικισμός λοιπόν της Μενεμένης δημιουργήθηκε στα 1922, όταν εκατόν εξήντα περίπου προσφυγικές οικογένειες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν από τον τόπο προέλευσής τους, τη Μενεμένη της Μικράς Ασίας.
  Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν αποκλειστικά αγρότες, αλλά με την πάροδο του χρόνου ασχολήθηκαν ταυτόχρονα με την αμπελουργία και την κτηνοτροφία. Ιδιαίτερη παράδοση δημιούργησαν ορισμένοι στο επάγγελμα της τουβλοποιϊας.
   Όπως προαναφέρθηκε, οι περιοχές εγκατάστασης και εργασίας (Μενεμένη, Νέα Μενεμένη κ.λπ.) μορφοποιήθηκαν ως νέα κοινότητα το 1935, όταν η Μενεμένη αποσχίστηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης. Ο κεντρικός οικιστικός πυρήνας και το αγρόκτημα της κοινότητας του 1935 δεν μεταβλήθηκαν και στα επόμενα χρόνια. Η εσωτερική μετανάστευση - μετά το 1950 - και η μαζική εισροή πληθυσμών από την ύπαιθρο αλλοίωσε σημαντικά την οικιστική φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, που σιγά - σιγά άρχισε να γκετοποιείται.
  Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 δημιουργήθηκε ο συνοικισμός Δενδροποτάμου σε μια έκταση παλιών αμπελώνων. Μέσα στη δεκαετία αυτή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και οι πρώτοι Τσιγγάνοι. Παρά τη γειτνίαση της περιοχής με βιομηχανικές - λιμενικές εγκαταστάσεις η συνοικία απέκτησε οικιστικό χαρακτήρακαι διαμορφώθηκε ο σημερινός συνοικισμός Αγίου Νεκταρίου.

Πηγή: Θεσσαλονίκη 2300 χρόνια.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Μενεμένης


Ιστορία και Εξέλιξη

ΜΗΧΑΝΙΩΝΑ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Ο νέος Δήμος της Μηχανιώνας που θα υφίσταται από την 1/1/1999 θα προέλθει από τη συνένωση του Δήμου της Ν. Μηχανιώνας και της Κοινότητας του Αγγελοχωρίου. Η Ν. Μηχανιώνα μετατράπηκε σε Δήμο την 1/1/1994 με βάση το ΦΕΚ της 1/1/1994. Ο λόγος της μετρατροπής αυτής εντοπίζεται στο γεγονός της πληθυσμιακής αύξησης. Όπως θα δούμε ο οικισμός της Ν. Μηχανιώνας αυξήθηκε, με βάση την απογραφή του 1991, ξεπερνώντας τους 5.000 κατοίκους. Οι 5.000 κάτοικοι είναι, σύμφωνα με το νόμο, το όριο για τη μετατροπή μιας Κοινότητας σε Δήμο. Στη συνέχεια ο Δήμος της Ν. Μηχανιώνας συνενώθηκε με την Κοινότητα της Ν. Κερασιάς. Ο νέος Δήμος που προήλθε από τη συνένωση υφίσταται διοικητικά από το 1995.
  Οι τρείς οικισμοί κατοικούνται από πρόσφυγες, κυρίως από τη Μ. Ασία και τη Θράκη. Όσον αφορά στον οικισμό της Ν. Μηχανιώνας, για τον οποίο υπάρχουν τα περισσότερο διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία, ιδρύθηκε στις 14 Μαΐου του 1923. Η αρχική τους εγκατάσταση έγινε σε σκηνές και αργότερα, προς τα τέλη του Αυγούστου του ίδιου χρόνου, εγκαταστάθηκαν στα πρώτα προσφυγικά σπίτια που μόλις είχαν ανεγερθεί. Οι πρώτες οικογένειες που ίδρυσαν τη Ν. Μηχανιώνα ήταν 450 και προέρχονταν από την "παλιά" Μηχανιώνα της Προποντίδας, το Αυδήμιο της Α. Θράκης, την Κερασιά της Ανατολικής Θράκης, το Καστέλι, το Αμπαρλί, και το Τσεσμέ της Σμύρνης.
  Αρχικά ο οικισμός υπαγότανε διοικητικά στην Κοινότητα της Επανομής. Η Ν. Μηχανιώνα αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα από τον Ιούνιο του 1926. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στη νέα Κοινότητα εντάχθηκαν οι οικισμοί της Ν. Κερασιάς και του Αγγελοχωρίου. Η αρχική λοιπόν οικιστική σύνθεση συμπίπτει με την "καποδιστριακή" του μορφή (η Ιστορία συμπίπτει μέσα στους χρονικούς κύκλους της!).
•  Για τους περισότερους πρόσφυγες που τελικά εγκατασταθήκανε στην ευρύτερη περιοχή της Ν. Μηχανιώνας η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 σημαίνει για αυτούς μια σχετικά μεγάλη πορεία στον Ελλαδικό χώρο. Οι περισότεροι κάτοικοι της μικρασιατικής Μηχανιώνας σταμάτησαν προσωρινά στα Λουτρά της Αιδηψού. Οι πρόσφυγες που προερχότανε από το Τσεσμέ ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ασκούσαν ναυτικά επαγγέλματα (ψαράδες, ναύτες, καπετάνιοι). Για αυτό το λόγο οι περισσότεροι πέρασαν με τα δικά τους πλεούμενα στα απέναντι νησιά (Χίο, Σάμο, Λέσβο). Όταν πια είχε οικοδομηθεί η Ν. Μηχανιώνα στη σημερινή της περιοχή τότε εγκαταστάθηκαν και αυτοί εκεί. Το 1923 λοιπόν τους Μηχανιώτες της Αιδηψού τους μεταφέρει το ατμόπλοιο "Θέτις" αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στο τέλος αυτοί εγκαθίστανται στη σημερινή τοποθεσία. Οι γεωργοί, στο επάγγελμα, εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό και οι ψαράδες στην παραλία.
•  Πρώτα οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν σε αντίσκηνα, που τους χορήγησε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Αργότερα το Ελληνικό κράτος σε συνεργασία με γερμανική εταιρεία προχώρησε στην κατασκευή των πρώτων σπιτιών. Οι κάτοικοι που προερχότανε από την Αγία Παρασκευή προχώρησαν μόνοι τους στην κατασκευή των κατοικιών τους . Μόνο ελάχιστα ερείπια απ' αυτούς τους δύο τύπους σπιτιών σώζονται σήμερα.
•  Σημαντικότερος πόρος εκείνης της εποχής για τους Μηχανιώτες ήταν η αλιεία. Οι κάτοικοι της Μηχανιώνας ήτανε παράκτιοι ψαράδες ενώ αυτοί της Αγίας Παρασκευής ήταν ιδιοκτήτες καραβιών μέσης αλιείας. Με το πέρασμα του χρόνου ο οικισμός άρχισε να αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα γεγονός που συνείσφερε σε νέο εισόδημα. Όσον αφορά στο όνομα του νέου οικισμού δύο είναι οι κυριότερες εκδοχές για την προέλευσή του. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή οι κάτοικοι της μικρασιατικής Μηχανιώνας προερχότανε από τα Χανιά της Κρήτης. Φαίνεται ότι στη μετοίκησή τους αυτή οδηγήθηκαν από το γεγονός ότι ήταν δυσαρεστημένοι από την διαμονή τους στα Χανιά. Όταν λοιπόν αναφερότανε στον αρχικό τρόπο προέλευσης τους αναφωνούσανε: "μη Χανιά, μη Χανιά". Παραφθορά αυτής της έκφρασης είναι το Μηχανιώτες και ο οικισμός τους στη Μικρά Ασία επικράτησε να λέγεται Μηχανιώνα. Μάλιστα αυτή η εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι πολλοί από τους Μηχανιώτες φέρουν επώνυμα κρητικής προέλευσης. Μια δεύτερη εκδοχή του ονόματος λέει ότι στον Μικρασιατικό οικισμό της Μηχανιώνας λειτουργούσε μηχανουργείο. Από τη δραστηριότητα αυτού του μηχανουργείου λέγεται ότι πήρε το όνομά του ο οικισμός της Μικράς Ασίας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Μηχανιώνας


ΜΙΚΡΟ ΣΟΥΛΙ (Χωριό) ΣΕΡΡΕΣ
   Το μικρό Σούλι θεωρείται το πιο παλαιό χωριό του Παγγαίου. Το όνομά του ήταν Σέμαλτο ή Σιόμαλτον ή Σεμάλτι. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για το όνομα και την ετυμολογία και την εξήγηση των λέξεων αυτών. Η λέξη Σέμαλτος λέγεται ότι προήλθε από την λατινική λέξη "Σεμ" που σημαίνει "ημι" και "Αλτο" που σημαίνει λόφος και η ερμηνεία της είναι "ημίψηλος λόφος". Το όνομα του χωριού αναφέρεται σε βυζαντινές γραφές σε σημείο που ονομαζόταν στα χρόνια του βυζαντίου το όρος Παγγαίο Σεμάλτιο Όρος. Η Σέμαλτος υπαγόταν στον οικισμό της αρχαίας Αμφίπολης. Σε κεντρικό σημείο του χωριού είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Αι - Γιάννη όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και συμφωνούν με την μορφολογία του εδάφους. Υπάρχει πιθανότητα στο λόφο του Αι - Γιάννη να υποκρύπτεται ο τάφος της Ρωξάνης και του Αλεξάνδρου, γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τη Ρωξάνη σκότωσε ο γαμπρός του Μ. Αλεξάνδρου, Κάσσανδρος, η οποία είχε συλληφθεί στην Σαμοθράκη. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα αρχαία κείμενα καθ' ομολογία της εφόρου αρχαιολογίας Καβάλας κας Χάιδως Κουκούλη.
  Αργότερα ονομάστηκε Μ. Σούλι από την πανοραμική θέα που έχει και θυμίζει το Σούλι της Ηπείρου . Για κάποιους άλλους η λέξη Σούλι είναι Αλβανική ονομασία και θυμίζει ολόφωτο. Κατά το έτος 1863 από γράμμα του Νομάρχη Δράμας προς την υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη (έτσι λεγόταν η Κυβέρνηση των Μωαμεθανών στην Πόλη) λόγω μεγάλων σμηνών ακρίδας, καταστράφηκε η παραγωγή του Μ. Σουλίου και των γύρω χωριών και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να ζητιανέψουν για να ζήσουν.
  Το 1865 οι κάτοικοι της περιοχής Παγγαίου και Ν. Ζίχνης και των γύρω χωριών δοκιμάστηκαν από την επιδημία της χολέρας και πάρα πολλά ήταν τα θύματα. Μόνο οι κάτοικοι του Σέμαλτος και της Νικήσιανης σώθηκαν γιατί ανέβηκαν εγκαίρως στο Παγγαίο. Τα ανωτέρω δημοσιεύθηκαν στο Μακεδονικό ημερολόγιο το 1970 και είναι μετάφραση από την Τουρκική γλώσσα στην Ελληνική. Εγγράφως του Τούρκου Νομάρχη Δράμας προς την Υψηλή Πύλη (Κωνσταντινούπολη 1893) στην αρχή του Μακεδονικού αγώνα Μεγάλη Παρασκευή κατά την διάρκεια των Θείων Παθών κάποιος ψίθυρος έπεσε στην εκκλησία που σιγά - σιγά έμεινε κραυγή πανικού "οι Κομητατζήδες έρχονται" στην προσπάθεια των πιστών να φύγουν από την εκκλησία και στον γυναικωνίτη ποδοπατήθηκαν γυναίκες και παιδιά. Δεν αναφέρεται ο αριθμός θυμάτων αλλά από τα τοπικά τραγούδια προκύπτει ότι τα θύματα ήταν πολλά. Εδώ τονίζουμε τη συμμετοχή του Σέμαλτος στον Μακεδονικό Αγώνα. Η ανάμειξη του χωριού μας και οι αποστολές που του ανέθεσε η κεντρική επιτροπή του Μακεδονικού αγώνα είχαν δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος λόγου του αμιγούς Ελληνικού Πληθυσμού ήταν η αποθήκευση όπλων και πυρομαχικών για τις ανάγκες του αγώνα, το δεύτερο ήταν η εκτέλεση από τους ενόπλους του χωριού για τις καταδρομικές επιχειρήσεις. Εδώ μπορούν να αναφέρουμε την καταδρομική επιχείρηση που έγινε το 1904 εναντίον της Τσέτας των Βουλγάρων Κομιτατζήδων του Πανίτσα από το Αγιοχώρι Σερρών (Αλιστράτη).
  Ενώ η ανατολική Μακεδονία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους και Βουλγάρους το καλοκαίρι του 1913 η περιοχή του Παγγαίου απελευθερώθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1912 από τους προσκόπους σημερινούς Λοκατζίδες του Καπετάν Τσάρα.
   Το Μάιο του 1913 η περιοχή μας καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους και οι κάτοικοι του χωριού μας μαζί με τους κατοίκους Παλαιοκώμης Λακωικίων Γενί - Κιόι (Νεοχώρι) Αμφίπολης Κάρνακης, φύγανε για την Βουρβουρού.
  Εκεί στάθηκαν άτυχοι γιατ ί τους θέρισε στην κυριολεξία η επιδημία της χολέρας αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω με μεγάλες απώλειες. Μόλις επέστρεψαν στην πατρίδα τους κηρύχθηκε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος το 1913-1914 όπου πάλι πρόσφυγες αφήνοντας πίσω τα σπίτια τους τα οποία λεηλατήθηκαν.
   Στην συνέχεια τα σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς από τους Βουλγάρους οι οποίοι τα κατεδάφισαν και χρησιμοποίησαν τα υλικά για να κατασκευάσουν τα οχυρωματικά του έργα και τους νέους τους έστειλαν ομήρους στην Βουλγαρία. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν τα βασανιστήρια και τις κακουχίες και πέθαναν εκεί. Από την καταστροφή σώθηκε μόνο η εκκλησία και το καμπαναριό, η οποία είχε κτιστεί το 1835 με την φροντίδα του τότε Ιερέα παπά - Κώστα. Όταν όμως άρχισαν οι μάχες μια βόμβα από ένα αγγλικό πλοίο έπεσε και κατέστρεψε την εκκλησία πλην του ιερού. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψαν οι επιζήσαντες χωριανοί και στεγάστηκαν σε παράγκες μέχρι το 1918. Αρχισαν να ασχολούνται με την γεωργία προέκυψε όμως πρόβλημα αποθήκευσης των αγροτικών προϊόντων τους και το κράτος στην συνέχεια έκτισε δύο αποθήκες. Μεταγενέστερα οι αποθήκες αυτές η μία έγινε κοινοτικό κατάστημα και η άλλη Δημοτικό Σχολείο.
   Το 1923 οι αρχές του χωριού με τον Ιερέα και τα εξαπτέρυγα και τους συχωριανούς μας πήγαν στην Βουρβουρού όπου έκαναν εκταφή των νεκρών (όπου είχαν πεθάνει από τη χολέρα και έφεραν τα οστά τους πίσω στην γενέτειρά τους. Την εποχή εκείνη και κατά το έτος 1924 άλλαξαν το όνομα του χωριού από Σέμαλτο σε Μικρό Σούλι. Στην διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου με αγγαρείες των συχωριανών και των κατοίκων των άλλων χωριών της περιοχής μας οι αρχές κατοχής κατασκεύασαν τον δρόμο που οδηγεί στο κανόνι και στην συνέχεια κατασκεύασαν το Φρούριο προκειμένου να ελέγχουν τον Στρυμωνικό Κόλπο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ροδολίβους


ΝΕΑ ΖΙΧΝΗ (Δήμος) ΣΕΡΡΕΣ
  Τοποθεσίες και παράγοντες του Νομού Σερρών και της επαρχίας Φυλλίδας ειδικότερα, όπως ο τότε διάσημος βασιλιάς Συλέας στην περιοχή του Παγγαίου, αναφέρονται από τους μυθικούς χρόνους. Σύμφωνα με την μυθολογία υποχρέωνε ο Συλέας τους διαβάτες της περιοχής να δουλεύουν στους αμπελώνες του, μέχρι που ο περαστικός Ηρακλής δεν κατέστρεψε μόνο τα αμπέλια, αλλά σκότωσε και τον Συλέα και την κόρη του Ξενοδίκη.
  Στην ίδια περιοχή έλαβε χώρο και ο δέκατος άθλος του Ηρακλή, ο οποίος επιστρέφοντας από την Θράκη διευθέτησε την κοίτη του Στρυμόνα για να απαλλάξει τους κατοίκους της περιοχής από τις συχνές και καταστροφικές πλημμύρες του ποταμού. Aλλη μια αναφορά φέρει τον γιο του Θησέα, Δημοφώνοντα ή Ακάμα, να παντρεύεται την Φυλλίδα, κόρη ντόπιου βασιλιά, για να την εγκαταλείψει λίγο αργότερα, οπότε η δυστυχισμένη βασιλοπούλα αυτοκτόνησε στις Εννέα Οδούς, την σημερινή Αμφίπολη.
  Σαν πρώτοι κάτοικοι των Σερρών αναφέρονται οι Θράκες, ενώ μετά την κατάκτηση της Τροίας εισήλθαν διάφορες Παιονικές και Θράκικες φυλές στην περιοχή, όπως Αγριάνες, Βισάλτες, Ηδωνοί, Μαίδοι, Οδόμαντοι, Οδρύσες, Παίονες, Παιόπλες, Σάτρες, Σιντοί, Σιροπαίονες.
  Η "Φυλλίς" (από την ομώνυμη κόρη του βασιλιά Σιθώνα της θράκης) αποτελούσε κατά την αρχαιότητα ένα από τα τρία τμήματα της Ηδωνικής χώρας, συμπεριλαμβάνοντας τις σημερινές περιοχές Ζίχνης, Αλιστράτης και Δράμας. Η ύπαρξη διάφορων φυλών αποδεικνύεται από νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή της Νέας Ζίχνης.
  Οι παιονικής καταγωγής Ζαιελέοι, που προτιμούσαν να ζουν στα ορεινά και κατοίκησαν γύρω από το Στρυμόνα, αναφέρονται σε νομίσματα που χρονολογούνται από το 520 π.Χ. περίπου. Επίσης αναφέρεται σε Βυζαντινά έγγραφα μια πόλη με το όνομα Ζελίχοβα, Ζιλίχοβα ή Ζηλιάχοβα, που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την τοποθεσία της σημερινής Νέα Ζίχνης.
  Ως συγγενικός με τους Ζαιελέους φέρεται ο λαός των Ιχναίων στην περιοχή της Φυλλίδας. Σύμφωνα με της επιστημονικές εκτιμήσεις κόπηκαν τα νομίσματα των Ιχναίων κατά την εποχή των Μακεδόνων βασιλέων στην Ίχνα του Παγγαίου. Βρέθηκε ακόμα και μεγάλος αριθμός νομισμάτων του λαού των Ορρεσκίων, φέροντας τις ίδιες παραστάσεις με τα νομίσματα των Ιχναίων και παραπέμποντας πάλι στους Παιόνες.
  Μαζί με τα άλλα δυο τμήματα, "Κυρίως Ηδωνίς" και "Πιερία", η Ηδωνική χώρα περιελάμβανε εκτός από την Αμφίπολη, που ήταν η σημαντικότερη, πολλές άλλες πόλεις: Ακόντισμα, Γαληψό, Γάζωρο, Δάτο, Δραβήσκο, Ηιόνα, Μύρκινο, Νεάπολη, Οισύμη, Πέρνη, Πίστυρο, Σκαπτή Υλη, Φάγρητα, Φιλίππους.
  Περί τον 4ο π.Χ. αιώνα προσαρτήθηκε η Φυλλίδα στο Μακεδονικό κράτος και απετέλεσε τμήμα της "Επικτήτου Μακεδονίας". Ο βασιλιάς Φίλιππος Β' έκοψε νέου τύπου νόμισμα που ονομάσθηκε "Φιλιππείων" και είχε μεγάλη διάδοση και πέρα των ορίων του Μακεδονικού κράτους. Η ιστορία της σημερινής Νέας Ζίχνης φτάνει μέχρι αρκετά πριν από το 1000 π.Χ. στα βάθη της αρχαίας εποχής. Αν και σχετικές αναφορές και μελέτες διαφωνούν μεταξύ τους, επικρατεί η άποψη ότι, η αρχαία πόλη Ίχναι βρίσκονταν στην τοποθεσία των μεταγενέστερων οικισμών Ζίχνας και Νέας Ζίχνης. Ο σήμερα ερειπωμένος οικισμός της Ζίχνας εγκαταλείφτηκε στης αρχές του 20υ αιώνα.
  Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής κατοχής και αφού οι Ρωμαίοι κατέκτησαν το 168 π.Χ. την Μακεδονία, το Μακεδονικό κράτος διαλύθηκε και η περιοχή περιλήφθηκε στην επαρχία "Μακεδόνων Πρώτην" με πρωτεύουσα την Αμφίπολη. Χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής εξορίστηκαν στην Ιταλία και δεν επέστρεψαν ποτέ. Στη εποχή αυτή περνούσε από την Αμφίπολη η Εγνατία Οδός, ενώνοντας το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη. Ένα λιθόστρωτο τμήμα της μεγάλης στρατιωτικής οδού σώζεται στην περιοχή 'Φραγκάλα' κοντά στο σημερινό χωριό Δραβήσκος.
  Με την Βυζαντινή εποχή επήλθε η συγχώνευση των διαφόρων λαών της περιοχής και ο Νομός Σερρών ενσωματώθηκε στην Ζ' επαρχία ("Ιλλυρικού") του Βυζαντινού Κράτους, αργότερα στο λεγόμενο "Θέμα" του Στρυμόνα. Στους επόμενους αιώνες η περιοχή αποτελούσε αντικείμενο εκτεταμένων διαμαχών μεταξύ Βυζαντινών, Βουλγάρων και Σέρβων και οι τοπικές πόλεις έπαθαν πολλές καταστροφές. Το 1345 μ.Χ. εισέβαλαν Σέρβοι κατακτητές, οι οποίοι ερήμωσαν την ύπαιθρο και κατέλαβαν μετά από πολιορκία και την πόλη των Σερρών.
  Εφ' όσον η Οθωμανική αυτοκρατορία επεκτείνονταν, μετά από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή κατακτούν οι Τούρκοι το 1375 και την επαρχία της Ζίχνας, υποδουλώνοντας τους τοπικούς κατοίκους με ιδιαίτερη σκληρότητα. Το 1402 περιέρχεται η περιοχή για μικρό διάστημα πάλι στον Μανουήλ Παλαιολόγου, ενώ το 1425 ξαναπέφτει και παραμένει για διάστημα περίπου 500 ετών στους Τούρκους. Περίπου το 1390 εγκαταστάθηκε στην Ζίχνα ο "σούμπασης" Λουζάκος, πρώην διοικητής της Βέροιας και απόγονος του Σουλτάνου του Ικονίου Ιζζεδδίν Καϊκαούς Β' (Izzeddin Kaikaus). Ως υπήκοοι του Λυζάκου ονομάζονταν οι κάτοικοι της περιοχής "Καϊκαούζηδες" ή "Γκαγκαούζηδες". Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται σήμερα πια σπάνια για τους εντόπιους, μη τούρκικης καταγωγής κατοίκους της περιοχής Νέας Ζίχνης. Το επαναστατικό κίνημα του 1821 με εξέχοντα παράγοντα τον Εμμανουήλ Παπά, παρά των εκκλήσεων προς το Ελληνικό Κοινοβούλιο μεμονωμένο και ανυποστήρικτο, εξαλείφθηκε με μια γενική Τούρκικη εκστρατεία στην ευρύτερη περιοχή.
  Ο μακροχρόνιος Μακεδονικός Αγώνας φέρει και την περιοχή της Ζίχνης στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Εφ' όσον η Βουλγαρία με την επίμονη μεθόδευση "Μακεδονικού ζητήματος", που στην ουσία στόχευε αποκλειστικά στην επέκταση του Βουλγάρικου Βασιλείου μέχρι το Αιγαίο, δεν επέτυχε τα επιθυμητά, ακολούθησε η καταστροφική δράση των Κομιτατζήδων. Εκμεταλλευόμενοι την προοδευτική αποδυνάμωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Βούλγαροι επιχείρησαν με κάθε τρόπο το "σπάσιμο" του εθνικού φρονήματος των Μακεδόνων, διώκοντας με ιδιαίτερη αγριότητα το κάθε Ελληνικό στοιχείο. Ο πλέον ορατός κίνδυνος της οριστικής απώλειας της Μακεδονίας ανάγκασε την Αθηναϊκή κυβέρνηση να εγκαταλείψει επιτέλους την παθητική της στάση και να υποστηρίξει τις ανταρτικές ομάδες των Μακεδονομάχων, όπως του οπλαρχηγού καπετάν Δούκα στην περιοχή του Παγγαίου.
  Η διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε με τους Βαλκανικούς πολέμους. Ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το 1912/13 σταδιακά πόλεις και περιοχές του Νομού Σερρών, όπως το 1913 και την περιοχή της Ζίχνης. Παράλληλα διώχθηκαν και οι Βούλγαροι, οι οποίοι όμως υποχωρώντας προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Η επόμενη επιδρομή Βουλγάρικων στρατευμάτων το 1916, τώρα ως σύμμαχοι των Γερμανών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ακόμα πιο καταστροφική. Έτσι και στην περιοχή της Νέας Ζίχνης προκλήθηκαν απέραντες υλικές καταστροφές, ενώ μεγάλος αριθμός κατοίκων, κυρίως άντρες, εξοντώθηκε στα κάτεργα της Βουλγαρίας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Δήμου Νέας Ζίχνης


ΝΕΑ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΕΙΑ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Η Καλλικράτεια της Ανατολικής Θράκης ήταν ένα μεγάλο παραθαλάσσιο χωριό, όμορφο, καθαρό και αρκετά πλούσιο. Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών αριθμούσε περίπου 3,500 κατοίκους δηλ. περίπου 485 Ελληνικές και Ελληνόφωνες οικογένειες. Ήταν χτισμένη στο μυχό του κόλπου των Αθύρων (Μεγάλου Τσεκμετζέ) με θέα την Προποντίδα.
  Η απόστασή της από την Κωνσταντινούπολη είναι περί τα 33 χλμ. Αλλα Ελληνικά χωριά που βρίσκονταν στα πέριξ, ήταν τα Πλάγια, οι Λαγοθήρες, το Οικονομείο (Αγία Τριάδα), το Ξάστερο, οι Επιβάτες η Ηράκλεια, οι Αιγιαλοί (Αγιος Παύλος), η Σηλύβρια κ.ά. Η κύρια ασχολία των κατοίκων της παλιάς Καλλικράτειας ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, ναυτιλία και το εμπόριο. Οι Καλλικρατειανοί ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι ενώ η πολιούχος του χωριού ήταν η Οσία Παρασκευή, της οποίας η μνήμη τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. Υπήρχαν δύο πλήρη Δημοτικά σχολεία, αρρένων και θηλέων, τα οποία στεγάζονταν σε ένα κτίριο ενώ φοιτούσαν γύρω στους 600 μαθητές.
  Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τα Ελληνικά, αριθμητική, Τουρκικά, Γαλλικά και μουσική. Διοικητικώς η Καλλικράτεια υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι του Μ. Τσεσμέ και αποτελούσε ξεχωριστό Δήμο.
  Το Δημαρχιακό Συμβούλιο εκλέγονταν κάθε τέσσερα χρόνια από το λαό και ο Δήμαρχος από το εκλεγμένο Δημαρχιακό Συμβούλιο με μυστική ψηφοφορία. Ο τελευταίος Δήμαρχος της παλιάς Καλλικράτειας υπήρξε ο Σοφοκλής Κυριακίδης.
  Με την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1924, οι Έλληνες κάτοικοι της Καλλικράτειας, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα στη Μακεδονία.
  Οι περισσότεροι κάτοικοι επιβιβάστηκαν σε καράβια, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς οδικός. Μετά την αποβίβαση των προσφύγων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αναζητήθηκε η νέα τοποθεσία εγκατάστασης. Τελικά, επιλέγει η σημερινή περιοχή της Νέας Καλλικράτειας όπου αρχικά υπήρχε το Μετόχι της Μονής Ξενοφώντος του Αγίου Όρους που ονομαζόταν "Στόμιον".
  Από τότε, ο πληθυσμός είχε να αντιμετωπίσει τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι δεν άντεξαν, ενώ αρκετές οικογένειες αναχώρησαν για τις πιο μεγάλες πόλεις προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Με τον καιρό, οι κάτοικοι με περίσσιο κόπο, επίπονες προσπάθειες και σκληρή δουλειά, κατόρθωσαν τελικά να στεριώσουν σ' αυτόν τον τόπο μη λησμονώντας φυσικά την χαμένη τους πατρίδα.
  Από τότε μέχρι σήμερα, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, τίποτε δε θυμίζει πια τους προσφυγικούς καταυλισμούς και τον καθημερινό μόχθο για την επιβίωση, τα περισσότερα γεγονότα μπορεί κανείς να τα πληροφορηθεί μέσα από μαρτυρίες και ιστορικά βιβλία. Σε αυτά πρέπει να προστρέχουν οι νεότεροι, όχι μόνο για να θυμούνται τις σκληρές εκείνες καταστάσεις που πέρασαν οι πρόγονοί μας, αλλά και γιατί δεν νοείται λαός ο οποίος ξεχνά την ιστορία του.
  Η Ν. Καλλικράτεια, είναι πλέον, μία σύγχρονη κωμόπολη, σε κοντινή απόσταση από τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο τουρισμός είναι η βασική πηγή εσόδων για πολλούς από τους κατοίκους της. Συνάμα, με την ανάπτυξη της περιοχής, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί με αλματώδεις ρυθμούς, ο οποίος σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει ανέλθει στους 10,880 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Καλλικράτειας


ΝΕΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το Αραπλί (Ν. Μαγνησία)
  Το Arapli βρισκόταν νότια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών, δίπλα στην ανατολική κοίτη του Γαλλικού ποταμού. Αρχικά ήταν χωριό, αλλά στη συνέχεια έγινε τούρκικο τσιφλίκι. Η ονομασία του οικισμού προέρχεται πιθανότατα από την τοπική κατάληξη "li" και την τούρκικη λέξη "arap", η οποία σημαίνει "αράπης", και μάλλον οφείλεται στο μελαψό χρώμα των κατοίκων του.
  Το Αραπλί ανήκε στο μουκατά των φυλάκων λιβαδιών και οι κάτοικοί του έτρεφαν άλογα, φοράδες και καμήλες για τις ανάγκες του τουρκικού δημοσίου.
  Το 17ο αιώνα το Αραπλί είχε μόλις οκτώ σπίτια, ενώ το 1771 οι χριστιανοί κάτοικοί του πλήρωσαν ispense 540 άσπρα. Το 1715 πέρασε από το Αραπλί ο Κωνσταντίνος Διοικητής επικεφαλής σώματος βλάχων, οι οποίοι ακολουθούσαν στην Πελοπόννησο τον τουρκικό στρατό, στην εκστρατεία του κατά των Βενετών. Ο Διοικητής έγραψε στο ημερολόγιό του, ότι υπήρχαν στο Αραπλί επτά μαρμάρινα αγάλματα, τα οποία τοποθετήθηκαν προς τιμή των επτά πασάδων, που φονεύθηκαν πολεμώντας στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης.
  Μετά το εκκλησιαστικό σχίσμα οι ελάχιστοι κάτοικοι του Αραπλί προσχώρησαν στη βουλγάρικη Εξαρχία. Έτσι το 1906 το Αραπλί είχε 15 σχισματικές οικογένειες, που εξυπηρετούνταν από το Βούλγαρο ιερέα του Ντούντουλαρ, ο οποίος ιερουργούσε στο μικρό ναό του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός αυτός κτίσθηκε το 1864 και κατεδαφίσθηκε το 1974, μετά τα θυρανοίξια του νέου ενοριακού ναού. Στους ελάχιστους μαθητές του Αραπλί δίδασκε το 1906 Βούλγαρος δάσκαλος.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στο Αραπλί αρκετές οικογένειες γηγενών, που μετοίκησαν εκεί από τον οικισμό Μπάλτζα (Μελισσοχώρι), ο οποίος βρισκόταν στις βόρειες κλιτείς του βουνού Σεβρί Τεπέ.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΝΕΟΧΩΡΙ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Το Νεοχώρι αναφέρεται με το όνομά του ή ως Νοβοσέλο (σλαβική λέξη) σε πολύ μεταγενέστερα έγγραφα κυρίως του Αγ. Όρους (από τον 16ο αιώνα και μετά) ή την εποχή της Τουρκοκρατίας ώς ένα από τα μαντεμοχώρια (είχαν ως αποκλειστική ασχολία την εξόρυξη μεταλλευμάτων με ειδικά προνόμια και καθεστώς, από την Μεγάλη Πύλη του Σουλτάνου και αρμόδιο το Μαντεμ Αγά, με έδρα το μαχαλά ή την Αρναία).

ΝΙΓΡΙΤΑ (Κωμόπολη) ΣΕΡΡΕΣ
  Η Νιγρίτα κατά τη βυζαντινή και την πρώιμη οθωμανική περίοδο αποτελούσε διοικητικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής . Οι παλιότερες γνωστές μαρτυρίες του ονόματος Νιγρίτα βρίσκονται η πρώτη σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο των μέσων του 15ου αι. και η δεύτερη στο γνωστό Χρονικό του Σερραίου Παπασυναδινού, στο οποίο αναφέρεται ότι στα 1616 «εγίνην αρχιερεύς εις τας Σέρρας ο κυρ Τιμόθεος ο Καθηγούμενος του Τιμίου Προδρόμου εκ χώρας Νεγρίτα».
  Κατά την ύστερη τουρκοκρατία η Νιγρίτα με τα χωριά της αποτελούσαν ναχιγιέ (δήμο) του καζά Σερρών με επικεφαλής μουδίρη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου ήταν ελληνικής καταγωγής. Στην πόλη και τα γύρω χωριά δεν κατοικούσαν Βούλγαροι ή βουλγαρόφωνοι, γι΄ αυτό και η πόλη και η περιοχή της χαρακτηρίζεται ελληνόφωνος καi αδιαφιλονίκητος ελληνική ζώνη την ίδια ώρα που τουρκικές αναφορές την αποκαλούν Κιουτσιούκ Γιουνάν (μικρή Ελλάδα).
  Η οικονομική ευμάρεια και πρόοδος των κατοίκων που παρατηρούνται κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα ,αποτυπώνονται στην ίδρυση και πλούσια αγιογράφηση του ναού του Αγίου Γεωργίου ,καθώς και στην παρουσία σημαντικών πνευματικών μορφών ,κυρίως κληρικών. Η παραγωγή άφθονων γεωργικών προϊόντων (δημητριακών, κρασιού, καπνού, βάμβακος, σουσαμιού, γλυκάνισου) η μεταξοσκωληκοτροφία, η βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων και το ζωεμπόριο αλλά κυρίως η ύπαρξη τοπικών νομισμάτων μαρτυρούν το μέγεθος του εμπορίου και την οικονομική άνθηση που γνώρισε η περιοχή την περίοδο αυτή.
  Σ΄ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, η Νιγρίτα δεν έπαψε να φροντίζει για την παιδεία και τη σύμφωνη με τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις ανατροφή των παιδιών της. Τα σχολεία που λειτουργούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, μαρτυρούν το ενδιαφέρον της πόλης και της περιοχής για τα γράμματα. Η πνευματική και οικονομική ζωντάνια που υπήρχε στη Νιγρίτα και την περιοχή της,τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, κατέστησαν την περιοχή έτοιμη και ικανή να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του Μακεδονικού αγώνα. Την ίδια εποχή ιδιαίτερη δραστηριότητα γύρω από τη Μακεδονική υπόθεση εκδήλωσε μία από τις σημαντικότερες Nιγριτινές μορφές, ο Αθανάσιος Αργυρός, νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο, πρόεδρος του Παμμακεδονικού Συλλόγου Αθηνών και αργότερα πολιτικός, βουλευτής ν. Σερρών και υπουργός Γεωργίας και Παιδείας.
  Η Νιγρίτα και τα χωριά της γνώρισαν ιδιαίτερα την αγριότητα των Τούρκων κατά τον αφοπλισμό που διενήργησαν οι Νεότουρκοι το 1910 ενώ η κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1912 βρήκε τη Νιγρίτα και την επαρχία της σε αναβρασμό. Στο Μακεδονικό Αγώνα αναδείχθηκε με τη δράση του ο καπετάν-Γιαγκλής, που πολέμησε και στους βαλκανικούς πολέμους για την απελευθέρωση της πόλης.
  Η πόλη μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου μπόρεσε να ξαναβρεί τους ρυθμούς της και να επουλώσει τις πληγές της, ενώ σημαντική ώθηση προκλήθηκε και από τον ερχομό προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής. Ο μεσοπόλεμος βρήκε τη Νιγρίτα στη μεγαλύτερη ακμή της, πληθυσμιακή, οικονομική και κοινωνική. Ευεργετική για την πόλη και την περιοχή ήταν, την ίδια εποχή, η ίδρυση της προσωρινής Μητρόπολης Νιγρίτας (1924-1934) που έδωσε νέα πνοή στην πόλη με την ίδρυση αδελφοτήτων, φιλόπτωχου ταμείου και την ανέγερση περικαλλών εκκλησιαστικών κτιρίων .
  Από την παύση της λειτουργίας της και μετά, οι περιοχές της προσαρτήθηκαν ή συγχωνεύτηκαν με τη μεγαλύτερη και ιστορική Μητρόπολη των Σερρών και από τότε ο Μητροπολίτης Σερρών φέρει τον τίτλο του «Σερρών και Νιγρίτης». Πρώτος ιεράρχης της Μητροπόλεως υπήρξε ο Κύριλλος Αφεντουλίδης προερχόμενος από τη Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου. Επικέντρωσε το έργο του στην εγκατάσταση και περίθαλψη των προσφύγων της νέας επαρχίας του αλλά και στη διαποίμανσή της. Αναχώρησε από αυτήν τον Ιούνιο του 1928 για τη νέα του θέση, ενώ προπέμφηκε τιμητικά από όλο το ποίμνιό του .
  Το μητροπολίτη Κύριλλο διαδέχθηκε στο θρόνο της Μητροπόλεως Νιγρίτας ο από Κυδωνίων Ευγένιος Θεολόγου (ανεψιός του διαπρεπή ιεράρχη του Οικουμενικού θρόνου, Γερμανού Καραβαγγέλη ), ο οποίος εποίμανε θεοφιλώς και θεαρέστως την επαρχία του από τις 28 Ιουνίου του 1928 έως το 1934. Με ενέργειές του συστάθηκε μουσικογυμναστικός σύλλογος και φιλόπτωχον ταμείον ενώ το κύριο ενδιαφέρον του απορροφούσε η περίθαλψη των πασχόντων και η ενίσχυση των ενδεών.
  Σημαντική ήταν η προσφορά της πόλης και ολόκληρης της περιοχής στο έπος της εθνικής αντίστασης στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, κατά την οποία η Νιγρίτα αποτελούσε έδρα του νομού Στρυμόνος και πολλές ήταν οι θυσίες της σε ανθρώπινο και υλικό δυναμικό.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Νιγρίτας


ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Η Ολυμπιάδα χτίστηκε το 1924, μετά τον ξεριζωμό του 1922, από πρόσφυγες που έφτασαν εδώ από την Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας. Κατά τους ιστορικούς, η περιοχή είναι η σημαντικότερη της Χαλκιδικής διότι εδώ βρίσκονται τα αρχαία Στάγειρα. Τα αρχαία Στάγειρα βρίσκονται στα ανατολικά της Ολυμπιάδας σε απόσταση 700 μέτρων, στη θέση Λιοτόπι, όπου από το 1990 διεξάγονται σημαντικές αρχαιολογικές ανασκαφές. Κατά μία προφορική παράδοση ο βασιλιάς Κάσσανδρος εξόρισε την Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στα αρχαία Στάγειρα και κατ' άλλους στο νησί Κάπρος το οποίο βρίσκεται απέναντι από την σημερινή Ολυμπιάδα. Το νησί Κάπρος (Καυκανάς) αναφέρεται και από τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα κατά τον οποίο το ίδιο όνομα είχε και το λιμάνι της πόλης. Κατά την Τουρκοκρατία το λιμάνι της Ολυμπιάδας ήταν λιμάνι φορτο-εκφόρτωσης ξυλείας, και στην περιοχή υπήρχαν μερικές καλύβες των οποίων οι κάτοικοι μετά την άφιξη των προσφύγων το '22 μετοίκησαν στα σημερινά Στάγειρα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σταγίρων - Ακάνθου


ΟΡΜΥΛΙΑ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Γραπτές μαρτυρίες για την περιοχή συναντάμε: το 875 π.Χ από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Βασίλειο ως το ως "Σερμύλια Κώμη" στο "Βίο" που συνέγραψε στις αρχές του 10ου αιώνα για τον δάσκαλο του, όσιο Ευθύμιο τον Νέο και το 1047 κατά την οριοθέτηση της κτηματικής περιφέρειας της μονής "τω Χαβουνιών" δηλαδή του Πολύγυρου όπου αναγράφεται σε Ιβηρίτικο έγγραφο ότι το όριο "έρχεται και ακουμπίζει εις τα σύνορα του κάστρου Ερμυλίας". Από τις αρχές του 13ου αιώνα αρχίζει στην περιοχή ση δυναμική παρουσία των μοναστηριών του Αγίου Όρους με την εγκατάσταση μετοχίων τους στον εύφορο κάμπο περιορίζοντας τους κατοίκους της Ορμύλιας στις πλέον ανυψωμένες και άγονες περιοχές ή μετατρέποντας τους σε κολήγους τα των μετοχιών. Η αύξηση των μετοχιών ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο τον επόμενο αιώνα εξαιτίας των καταδρομών από Σέρβους και Τούρκους, κάτι που αναγκάζει τους κατοίκους να πουλούν τα κτήματά τους.
  Στις αρχές του 14ου αιώνα μια από τις έξι διοικητικές περιφέρειες στις οποίες ήταν χωρισμένη η χερσόνησος της Χαλκιδικής ονομαζόταν "Καπετανίκιον της Ερμύλιας". Η οριστική υποταγή της Ορμύλιας στους Τούρκους έγινε μεταξύ του 1416 και προν του 1424 Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το Οθωμανικό κράτος παραχώρησε στους χριστιανούς διάφορα προνόμια με αντάλλαγμα δυσβάσταχτους φόρους. Τα χωριά κοντά στα μοναστηριακά μετόχια τελούσαν υπό την προστασία του Αγίου Όρους, γεγονός που σημαίνει ότι πολλά χωριά όπως η Ορμύλια έμειναν σχετικά ελεύθερα και ανέπτυξαν σπουδαίες εμπορικές δραστηριότητες. Τον 19ο μάλιστα αιώνα έγινε το σημαντικότερο κέντρο μεταξουργίας της περιοχής. Ένδειξη της οικονομικής ευρωστίας του χωριού είναι και η ανέγερση του μεγάλου ενοριακού ναού του Αγίου Γεωργίου κατά το 1818.
  Το 1821 η Ορμύλια παίρνει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση όπως και όλη η Χαλκιδική έχοντας αρχηγό τον Εμμανουήλ Παππά. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε θετική κατάληξη με αποτέλεσμα το κάψιμο της Χερσονήσου από τους Τούρκους. Κατά την επανάσταση του 1854, ο Τσάμης Καρατάσος - πρωτεργάτης της επανάστασης στην περιοχή - εγκαταστάθηκε στο Μετόχι και στην περιοχή Ψακουδιά της Ορμύλιας έδωσε μια από τις αποφασιστικότερες μάχες του αγώνα. Με την αποχώρησή του το Μετόχι πυρπολήθηκε. Η Ορμύλια απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό τον Οκτώβριο του 1912 ύστερα από 500 σχεδόν χρόνια σκλαβιάς.
  Το 1923 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ίδρυσαν το χωριό Βατοπέδι ως ανεξάρτητη κοινότητα - εντάχθηκε υποχρεωτικά στην Κοινότητα Ορμύλιας το 1971. Με την έλευση των προσφύγων άρχισε η απαλλοτρίωση και η διανομή των μοναστηριακών κτημάτων, τόσο στους πρόσφυγες όσο και στους ντόπιους ακτήμονες αγρότες των Ορμυλίων. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) οι κάτοικοι πήραν ενεργό μέρος στην Εθνική αντίσταση οργανώνοντας μεταξύ άλλων και δίκτυο περισυλλογής και φυγάδευσης Αγγλων Αξιωματικών και στρατιωτικών στη Μέση Ανατολή.

Σημείωση σύνταξης: βλ. Αρχαία Σερμύλη για προηγούμενη ιστορία

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ορμυλίας


Ιστορικά του Παλαιοχωρίου

ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε το Παλαιοχώρι με το σημερινό του όνομα. Το όνομά του προέρχεται ακριβώς από ότι είναι ακριβώς πολύ παλιό χωριό.
  Κατά πάσα πιθανότητα το Παλαιοχώρι υπήρξε μία απ' τις 32 πόλεις της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας, που κατέστρεψε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β' το 348 π.Χ. Η Μακεδονική παρουσία στην περιοχή επιβεβαιώνεται προς το παρόν από τα αρχαία νομίσματα, που βρέθηκαν σ' αυτήν.
  Γύρω από το χωριό σώζονται πολλά ερείπια κάστρων, οικισμών ή οχυρώσεων (Βαλτούδα, Νέπωσι, Κρανιά, Καμήλα). Κατά καιρούς βρέθηκαν σ' αυτά αρχιτεκτονικά μέλη, τάφοι, όστρακα, νομίσματα, αγγεία και διάφορα αντικείμενα. Σύμφωνα με την παράδοση, στη Βαλτούδα υπήρχε αρχαίος ναός. Σ΄αυτή την τοποθεσία πιθανόν να βρισκόταν και η αρχική θέση του Παλαιοχωρίου.
  Βόρεια του Παλαιοχωρίου, μέσα στα όρια της Κοινότητος Παλαιοχωρίου, στην περιοχή του κάστρου "Νέπωσι"(=απόρθητο) ξεκίνησε ανασκαφή, μετά από ενέργειες της κοινότητας, τη βοήθεια του αρχαιολόγου κ. Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελου και τη χρηματοδότηση με την παρέμβαση του υφ.Εθν.Οικονομίας κ. Χρήστου Πάχτα.
  Τα συμπεράσματα από την επιφανειακή μέχρι στιγμής μελέτη του κάστρου είναι τα εξής :
  Στην κορυφή ενός οχυρού λόφου, φύσει και θέσει απόρθητου, είναι κτισμένο ένα κάστρο το "Καστέλλι", όπως το ονομάζουν οι Παλαιοχωρινοί, το μεγαλύτερο στη Χαλκιδική. Η μόνη σύνδεση του λόφου με το βουνό είναι ένα στενό απόκρημνο μονοπάτι. Βρέχεται από τρεις πλευρές από τον "Παλαιοχωρινό λάκκο", βασικό παραπόταμο του Χαβρία, που ακούγεται βουερός στο βάθος χαράδρας 30 - 40 μέτρων. Περιβάλλεται σε μεγάλη ακτίνα από τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με οργιαστική βλάστηση. Το κάστρο καταλαμβάνει έκταση 15 στρεμμάτων (σε επίπεδο) και περιστοιχίζεται από τείχος μήκους 800 - 1000 μέτρων περίπου και ύψους 4 - 5 μέτρων. Το τείχος φαίνεται να έχει τρεις οικοδομικές φάσεις, που ξεχωρίζουν στο ύψος και δείχνουν πόσες φορές ανακατασκευάσθηκε μετά από καταστροφές.
  Το παλιότερο εύρημα στην περιοχή, είναι ένα αττικό μελαμβαθές κεραμικό όστρακο, που μέχρι στιγμής δεν ερμηνεύθηκε η παρουσία του εκεί. Οι Τούρκοι περιορίσθηκαν στα χωριά της Χαλκιδικής και δεν έστειλαν στρατό να καταλάβει το Αγιο Όρος. Το μέτωπο στην Κασσάνδρα κρατήθηκε μετά από νικηφόρα σύγκρουση στην Ορμύλια στις 27 Ιουνίου 1821. Μετά απ' αυτά, ο Μπαιράμ πασάς αποσύρθηκε για να προχωρήσει στη νότια Ελλάδα, όπου χρειαζόταν ενισχύσεις. Έτσι η ομοσπονδία των Μαδεμοχωρίων διαλύθηκε (Αύγουστος 1821).
  Οι κάτοικοι του Παλαιοχωρίου και των γύρω χωριών κατέφυγαν επίσης στα βουνά, τη Νιγρίτα Σερρών και το Αγιο Όρος μέχρι που δόθηκε αμνηστία απ' το Σουλτάνο.
  Οι Παλαιοχωρινοί επέστρεψαν και ξανάκτισαν τα σπίτια τους το 1835-36. Ξανακτίσθηκε και ο παλιός ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ, ψηλά σ' ένα λόφο, παραπλεύρως του "Παλαιοχωρινού Λάκκου", το 1835 (χωρίς άδεια από τους Τούρκους). Κτίσθηκε στα ερείπια αρχαίου ναού που κάηκε και κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους. Ο ρυθμός αυτού του ναού είναι βασιλική μονόκλιτη απλή. Τυπικό κτίσμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας. ΄Εχει μικρή είσοδο. Για να μπεί κανείς ανεβαίνει δύο σκαλιά και κατεβαίνει άλλα δύο μετά την είσοδο. Οι υπόδουλοι Έλληνες έκτιζαν τους ναούς τους μ' αυτόν τον τρόπο, για να είναι δύσκολο στους κατακτητές να τους μετατρέψουν σε σταύλους, όπως συνήθιζαν τότε.
  Σ' αυτόν το ναό τοποθετήθηκε και η θαυματουργή εικόνα του Παμμεγίστου Ταξιάρχη Μιχαήλ, κτητορική εικόνα που ανάγεται στο τέλος του 15ου με αρχή του 16ου αιώνα. Η εικόνα χρονολογήθηκε με την αξιόπιστη μέθοδο της ραδιομέτρησης. Σώζεται μέχρι και σήμερα, είναι κρητικής τεχνοτροπίας, και ήταν 3 φορές επιζωγραφισμένη. Επανήλθε στην πρώτη της κατάσταση μετά από πρόσφατη συντήρηση. Είναι καλυμμένη από αργυρόχρυσο υποκάμισο ρωσικής τέχνης, με πλήθος αναθήματα. Σύμφωνα με την παράδοση βρέθηκε, αφού έσκαψαν στο ίδιο χώρο που κτίσθηκε ο ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ.
   Εγκαίνια του ναού που λειτουργεί σήμερα σαν κοιμητηριακός πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα, τον Ιούνιο του 1996, επειδή διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν γίνει παλιά όταν κτίσθηκε ο ναός προφανώς για τον φόβο των Τούρκων.
   Στα ιστορικά μνημεία του Παλαιοχωρίου από την εποχή της Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται επίσης και ο νέος ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Πολιούχων του Παλαιοχωρίου, που βρίσκεται στό κέντρο του σημερινού χωριού.
  Οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν το νέο ναό, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, επειδή το χωριό είχε μεγαλώσει και οι ανάγκες αυξήθηκαν.
  Κατά τα χρόνια όμως της τουρκικής κατοχής απαγορευόταν η ανοικοδόμηση, ακόμα και η συντήρηση ναών. Ο μόνος τρόπος ήταν η έκδοση ειδικού βασιλικού διατάγματος (φιρμανιού) από την Κωνσταντινούπολη, την έδρα του Σουλτάνου. Για να εκδοθεί όμως αυτό από την "Υψηλή Πύλη" χρειαζόταν μεγάλο χρηματικό ποσό σε χρυσές λίρες για δωροδοκίες, καθώς και πολύμηνα και επικίνδυνα ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να είναι σίγουρο το αποτέλεσμα.
   Για καλή μας τύχη, το έτος 1899 εφησύχαζε στο Μυλοπόταμο, στο Αγιο Όρος, ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' ο μεγαλοπρεπής. Τον επισκέφθηκαν οι κάτοικοι του Παλαιοχωρίου και τον παρεκάλεσαν να μεσολαβήσει στην Πύλη, πράγμα που τους υποσχέθηκε. Τους υποσχέθηκε επίσης ότι θα παρευρεθεί στα εγκαίνια για την αποπεράτωση του ναού.
  Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι προύχοντες του χωριού ειδοποιήθηκαν να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, και παρέλαβαν το φιρμάνι.
  Η θεμελίωση του ναού πραγματοποιήθηκε το 1899 και κτίσθηκε (με μαστόρους από την Καστοριά, όπως φαίνεται από το συμβόλαιο παρακάτω) με βιασύνη, λόγω της ρευστής κατάστασης που επικρατούσε τότε στα Βαλκάνια, στο σύντομο για την εποχή διάστημα των τεσσάρων ετών.
   Ο νέος Ιερός Ναός, που αφιερώθηκε στη σύναξη των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, κατασκευάσθηκε ευρύχωρος (400 m2) σε ρυθμό τρικλίτου βασιλικής, επειδή απαγορευόταν τότε από τους κατακτητές ο βυζαντινός ρυθμός μετά τρούλλου.
  Τα εγκαίνιά του έγιναν το 1903. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ δεν μπόρεσε να παρευρεθεί, γιατί το 1901 επανεκλέχθηκε για 2η φορά Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αλλά έστειλε Ιερό Αντιμήνσιο, πάνω στο οποίο τελέσθηκε η πρώτη θεία Λειτουργία στο νεόδμητο ναό, που εγκαινιάσθηκε από τον επίσκοπο και πρόεδρο Ιερισσού Ιωακείμ.
  Σήμερα αυτός ο ναός είναι ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής με αξιοθαύμαστο ψηλό ξυλόγλυπτο τέμπλο και ταβάνια. Ελάχιστα κειμήλια διαφυλάχθηκαν από τότε, επειδή τα περισσότερα με τις συνεχείς μετακινήσεις, λόγω του διωγμού των κατακτητών, ή καταστράφηκαν από την αμάθεια, ή χάθηκαν.
  Αυτά είναι, εκτός από τη θαυματουργή εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ, που αναφέραμε παραπάνω, ένα Αγιο Ποτήριο μολύβδινο του 1600 μ.Χ., ένα ζεύγος στεμμάτων ρωσικής κατασκευής, μία σειρά Μηναία, ένα Ανθολόγιο του 1743, δύο Ευαγγέλια ένα του 1759 και ένα του 1799 όλα εκδόσεων Βενετίας, ένα ζεύγος εξαπτέρυγα του 1863, 2 μπρούτζινα μανουάλια δώρο της μονής Βατοπεδίου στα εγκαίνια του Ναού (1904), δίσκοι από κασσίτερο και πολλά άλλα, χωρίς όμως ιδιαίτερη αξία.
Τα κείμενα είναι απο το βιβλίο του κ. Καλαμπαλίκη Αθανασίου για το Παλαιοχώρι

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρναίας


ΠΑΛΑΙΦΥΤΟ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Λίγο έξω από το σημερινό χωριό υπήρχε το κονάκι του Μπέη και γύρω του οι καλύβες των τούρκων που είχε στη δούλεψή του. Μέχρι το 1920 το Λοζάνοβο, όπως ονομαζόταν το Παλαίφυτο, είχε 202 κατοίκους, κυρίως βοσκούς και υπαγόταν στην κοινότητα Καδίνοβου. Το 1922 ήρθαν στην περιοχή Μικρασιάτες πρόσφυγες από τα Κύδεια της Προύσας, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
  Η παράδοση θέλει τους κατοίκους των Κυδείων και των υπόλοιπων οκτώ χωριών που βρίσκονταν δίπλα από τη λίμνη, να κατάγονται από αιχμάλωτες οικογένειες της Μάνης. Η είδηση που λάβανε το 1922 για τον ερχομό των Τούρκων, τους οδήγησε νοτιοδυτικά, προς τα λιμάνια της Σμύρνης. Όμως, στο δρόμο συνάντησαν μια πανέμορφη γυναίκα πάνω σε άλογο, που τους απέτρεψε να συνεχίσουν και έτσι, κινήθηκαν προς την Πάνορμο. Κάποιοι είπαν ότι ήταν η κόρη του πασά της περιοχής, άλλοι ότι ήταν η Παναγία που τους έσωσε από βέβαιη σφαγή. Πρόσφατες έρευνες βεβαιώνουν την ύπαρξη της Σουλτάνας, η οποία ήταν χριστιανή λόγω της Σερβικής καταγωγής της.
  Η ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας το 1924, οδήγησε στο Παλαίφυτο και τους κατοίκους του Πετροχωρίου της περιοχής της Τσατάλτζα της Ανατολικής Θράκης. Αρχικά, οι συνθήκες ήταν αβάσταχτες και η συμβίωση δύσκολη. Όμως, ο κοινός σκοπός για επιβίωση παραμέρισαν κάθε διαφορά και η αφοσίωση όλων των κατοίκων στην καλλιέργεια της εύφορης γης, έδωσε ώθηση στην εξέλιξη του Παλαιφύτου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΠΑΛΛΗΝΗ (Δήμος) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Η περιοχή είναι πλούσια σε ιστορία και αρχαιολογικά ευρήματα. Είναι γνωστό ότι η Χαλκιδική υπήρξε η πατρίδα του Αριστοτέλη, που ήταν και ο δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από την περιοχή που σήμερα καλύπτει ο Δήμος Παλλήνης κατάγονταν ο Αριστόβουλος, ο ιστοριογράφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Παιώνιος, διάσημος γλύπτης της αρχαιότητας και ο Ποσείδιππος, επιφανής κωμικός ποιητής. Στο χώρο που σήμερα βρίσκεται ο Δήμος Παλλήνης, ήκμασαν κατά την αρχαιότητα οι πόλεις Θέραμβος, Σκιώνη, Αιγή και Νεάπολις. Υπάρχουν σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα από τις πόλεις αυτές αλλά ένα πολύ σημαντικό τους μέρος έχει χαθεί κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και από αρχαιοκάπηλους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Παλλήνης


ΠΑΝΟΡΑΜΑ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Το Πανόραμα κατοικείται χωρίς διακοπή από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, όπως φαίνεται από τα υπολείμματα προϊστορικών οικισμών που έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή του λόφου "Ανάληψη", στην Τούμπα μέσα στο "Ελαιόρεμα" καθώς και στα Νεκροταφεία.
  Από τη βυζαντινή περίοδο έχουν ανακαλυφθεί ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, οκτώ βυζαντινοί νερόμυλοι και υδραυλικές κατασκευές στα ρέματα "Πλατανάκια" και "Ελαιόρεμα". Στη μεταβυζαντινή εποχή υπήρχε μικρός οικισμός που μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα διατηρούσε την ονομασία "Αρσακλί". Το 1914 έφθασαν στην περιοχή οι πρώτοι πρόσφυγες από την Πύγα της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκαν δίπλα στο υπάρχον στρατιωτικό αναρρωτήριο, που είχαν εγκαταστήσει οι Σύμμαχοι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στους λόφους του σημερινού οικισμού Πανοράματος. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες αυτούς ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι.
  Ακολουθεί το μεταναστευτικό ρεύμα του Ελληνισμού της Ρωσίας, με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και μέχρι το 1919, οπότε εγκαθίσταται στην περιοχή "Αρσακλί" το δεύτερο κύμα προσφύγων. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν το 1926 για τρίτη φορά πρόσφυγες από την περιοχή της Τραπεζούντας και της Αργυρουπόλεως του Πόντου. Οι πιο πολλοί ήταν τεχνίτες και έμποροι. Ο μικρός οικισμός μετατράπηκε σε κοινότητα και οι κάτοικοι έκτισαν με δικιές τους δαπάνες Δημοτικό Σχολείο και Εκκλησία.
  Το Πανόραμα άρχισε να αναπτύσσεται σταθερά χάρη στην εργατικότητα και την προνοητικότητα των κατοίκων του, οι οποίοι γρήγορα και με πολλή προσωπική δουλειά μετέτρεψαν την άγονη και πετρώδη περιοχή σε παραθεριστικό ορεινό θέρετρο χτίζοντας τις πρώτες παραθεριστικές κατοικίες. Η περιοχή διαφημίστηκε για το ξηρό κλίμα, την καθαριότητα και τη φιλοξενία των κατοίκων της και πολύ σύντομα έγινε το κοσμοπολίτικο θέρετρο των Θεσσαλονικέων.
  Από τη δεκαετία του 1960 και μετά εντάχθηκαν νέες περιοχές στο σχέδιο (οικισμός Ν. 751), οικισμός Εφέδρων Αξιωματικών, οικισμός Τοπογράφων και οι μόνιμοι κάτοικοί του πολλαπλασιάστηκαν. Από το 1993 το Πανόραμα έγινε Δήμος και το 1994 εκλέχθηκε ο πρώτος Δήμαρχος Πανοράματος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Πανοράματος


ΠΕΛΛΑ (Αρχαία πόλη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ

ΠΙΕΡΙΑ ΟΡΗ (Βουνό) ΠΙΕΡΙΑ
  Τα Πιέρια αποτελούν τμήμα της Μακεδονικής γης. Ο όρος "Μακεδονίς Γη" χαρακτηρίζει την πρώτη Μακεδονία, με πρωτεύουσα τις Αιγές, του λαού της Κάτω Μακεδονίας.
  Τα Πιέρια όρη αποτελούσαν την καρδιά του βασιλείου της Κάτω Μακεδονίας. Αυτό συμπεραίνεται από όλες τις αρχαίες ιστορικές πηγές. Στις βόρειες υπώρειες, στις αρχές της πρώτης προχριστιανικής χιλιετίας, οι Αργεάδες ή Κάτω Μακεδόνες Βασιλείς, ίδρυσαν την πρωτεύουσα του Κράτους τους, τις Αιγές. Τα Πιέρια μαζί με τον Τίταρο είναι η βόρεια συνέχεια του Ολύμπου.
  Τα Πιέρια μαζί με τον Τίταρο είναι η βόρεια συνέχεια του Ολύμπου.
  Για πρώτη φορά στην Ιλιάδα, γίνεται αναφορά στην ευρύτερη περιοχή της Πιερίας και Ημαθίας.
  "Ηρη δ' αυξασα λίπειν ρίου Ουλύμποιο, Πιερίην δ' επίβασα και Ημαθίην ερατεινής σεύατ' εφ'ιπποπόλων Θρηκών όρεα νιφόεντα"
Επίσης, ο Μέγας ιστορικός Ηρόδοτος στα συγγράμματά του αναφέρει :
"...ΠΟΤΑΜΟΣ ΔΕ ΕΣΤΙ ΕΝ ΤΗ ΧΩΡΗ ΤΑΥΤΗ, ΤΩ ΘΥΟΥΣΙ ΟΙ ΤΟΥΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΤΩΝ ΑΠ' ΑΡΓΕΟΣ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΣΩΤΗΡΙ. ΟΥΤΟΣ ΕΠΕΙΤΕ ΔΙΑΒΗΣΑΝ ΟΙ ΤΗΜΕΝΙΔΑΙ, ΜΕΓΑΣ ΟΥΤΩ ΕΡΡΥΗ ΩΣΤΕ Τους ΙΠΠΕΑΣ ΜΗ ΟΙΟΥΣ ΤΕ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΔΙΑΒΗΝΑΙ. ΟΙ ΔΕ ΑΠΙΚΟΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΑΛΛΗΝ ΓΗΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΗΣ ΟΙΚΗΣΑΝ ΠΕΛΑΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ ΤΩΝ ΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΔΕΩ ΤΟΥ ΓΟΡΔΙΕΩ".
ΗΡΟΔΟΤΟΣ βιβλ.ΩΙΙΙ, κεφ. 138
"...Στη χώρα αυτή υπάρχει ένας ποταμός στον οποίο προσφέρουν θυσίες στον σωτήρα τους οι απόγονοι των ανδρών αυτών, που ήρθαν από το Αργος. Αυτός ο ποταμός, όταν τον πέρασαν οι απόγονοι του Τημένου, έφερε τόσο μεγάλη κατεβασιά, ώστε οι ιππείς δεν μπόρεσαν να τον περάσουν. Και εκείνοι έφτασαν σε μια άλλη περιοχή της Μακεδονίας και εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά στους κήπους, που λέγεται ότι ήταν του Μήδα του γιου του Γορδίου.
Μετάφραση από τον Ηρόδοτο, βιβλ. ΩΙΙΙ, κεφ. 138
  Τα Πιέρια αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο τόσο για το ευρύτερο κοινό, όσο και για την επιστημονική κοινότητα στη γνώση της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Μακεδονίδος


ΠΥΛΑΙΑ (Προάστιο της Θεσσαλονίκης) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η παράδοση αναφέρει ότι όταν το 1430 ο Σουλτάνος Μουράτ είχε σχεδόν εκπορθήσει τη Θεσσαλονίκη από την πλευρά των κάστρων προς το μέρος της πύλης της Καλαμαριάς, μια ομάδα Βυζαντινών στρατιωτών που θα ήταν καστροφύλακες, μάχονταν απελπισμένα υπερασπίζοντας τη Θεσσαλονίκη.
  Το γεγονός αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στο Σουλτάνο, ο οποίος τους έστειλε προσωπικά μήνυμα να παραδοθούν. Αυτοί όμως συνέχισαν την ηρωική τους αντίσταση και ο Σουλτάνος εντυπωσιάστηκε ακόμα περισσότερο. Εκτιμώντας τις πολεμικές τους αρετές και την προσήλωσή τους στην υπηρεσία που είχαν ταχθεί, δέχθηκε τους όρους που πρότειναν οι ίδιοι για να συνθηκολογήσουν.
  Οι όροι ήταν:
α) να εξακολουθήσουν να είναι καστροφύλακες και
β) να διατηρήσουν έξω από τα τείχη, στα ΝΑ της πόλης, την έκταση γης που κατείχαν.
  Αυτοί αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα του χωριού που ήταν στα ανατολικά της Αγίας Μαρίνας, στο ύψωμα πάνω από την Τούμπα. Δυόμισι αιώνες οι ηρωικοί αυτοί υπερασπιστές, ζούσαν εκεί πάνω ως Καπουτζήδες, που στα τούρκικα σημαίνει καστροφύλακες. Αυτό άλλωστε ήταν και το αρχικό όνομα του χωριού, Καπουτζήδα ως την μετονομασία του σε Πυλαία. Βέβαια το παλιό όνομα έχει μείνει ως τις μέρες μας σα δεύτερη ονομασία.
  Προστάτης του χωριού ήταν και είναι μέχρι σήμερα ο Προφήτης Ηλίας, η γιορτή του στις 20 Ιουλίου, όπου γίνεται πολύ μεγάλο πανηγύρι που διαρκεί αρκετές μέρες.
  Η Καπουτζήδα, που ήταν αρχικά στην περιοχή Τριανδρίας - Ανω Τούμπας, ήταν το πλησιέστερο χωριό της Θεσσαλονίκης από την ανατολική πλευρά της. Απείχε περίπου 10χιλ. από το Λευκό Πύργο, που αποτελούσε και το όριο της πόλης. Το ίδιο απείχε και από την πλατεία Συντριβανιού, όπου ήταν η πύλη της Καμάρας ή αλλιώς "Κασσανδρεωτική". Μετά την επέκταση της πόλης και τη δημιουργία του συνοικισμού Χαριλάου γύρω στα 1920-1922 απείχε από το τέρμα του μόλις 2χιλ.
  Η μετοίκηση στη σημερινή τοποθεσία, έγινε εξαιτίας εμφάνισης φιδιών, ένα είδος που το αποκαλούσαν σαϊτες και ήταν δηλητηριώδη. Δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια πότε έγινε η μετοίκηση, αλλά υπολογίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Οπωσδήποτε όμως, την εποχή της επανάστασης του 1821, το χωριό ήταν στη σημερινή τοποθεσία.
  Σήμερα η Πυλαία είναι μια ακραία συνοικία της Θεσσαλονίκης, λίγο έξω από το συνοικισμό Χαριλάου, στο δρόμο για το Πανόραμα. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται γύρω στις τριάντα χιλιάδες με την τελευταία απογραφή. Οι κάτοικοί της έχουν αστικοποιηθεί και μέρος των γαιών τους έχουν οικοπεδοποιηθεί.
  Οι γαίες έφταναν από τη μια πλευρά ανατολικά ως την Γεωργική Σχολή, δυτικά ως τη σημερινή Πανεπιστημιούπολη και βορειοανατολικά πέρα από το Αμερικανικό Κολέγιο, στο δρόμο για το Πανόραμα.
  Στην Πυλαία έχουν εγκατασταθεί και νέοι κάτοικοι, που οι περισσότεροι προέρχονται από τα χωριά της Χαλκιδικής. Επίσης εγκαταστάθηκαν και Βλάχοι από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάϊκου, του Ν.Κιλκίς, οι οποίοι έρχονταν περιοδικά στις αρχές, ώσπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Καπουτζήδα.
  Οι Καπουτζήδες διακρίνονταν για τη συντηρητικότητά τους. Ο πληθυσμός της Πυλαίας, αμιγής ελληνικός, με φανατική προσήλωση στα ελληνοχριστιανικά ιδανικά, με βαθιά ριζωμένη τη συναίσθηση της αρχοντικής του καταγωγής, συνέχιζε με φανατισμό τις παραδόσεις και απέκρουε ότι θα μπορούσε να μολύνει την ελληνικότητα του τόπου. Την με πάθος προσήλωσή του στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, συνέχιζε ως το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Από τότε όμως ως σήμερα, πολλά αλλάζουν και άλλα χάνονται και οι νέες γενιές δεν ενδιαφέρονται για την διατήρηση της παράδοσης.
  Στον Μακεδονικό Αγώνα το χωριό διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερα σοβαρό ρόλο, μιας και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι στον ιερό αγώνα.
  Το γλωσσικό ιδίωμα της Πυλαίας είναι ένα από τα καθαρότερα του βόρειου γλωσσικού ιδιώματος, παραπλήσιο με κείνο της Χαλκιδικής, πιο αμόλευτο από ξένες επιδράσεις από κείνο των πόλεων. Οι ξένες επιδράσεις που δέχτηκαν οι Καπουτζηδιανοί στη γλώσσα ήταν ελάχιστες σε σχέση με τις επιδράσεις που δέχτηκαν οι κάτοικοι άλλων περιοχών. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπήρξε συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή. Βέβαια εισχώρησαν κάποιες τούρκικες λέξεις στο τοπικό ιδίωμα. Ωστόσο, ειδικά οι γυναίκες της Πυλαίας, φαίνεται ότι αγνοούσαν την τούρκικη γλώσσα.
  Τα ήθη και τα έθιμα, ιδίως του γάμου, αρραβώνα, γέννησης, αλλά και του θανάτου θυμίζουν σε πολλά την Αρχαία Ελλάδα. Όπως άλλωστε παρατηρούμε, η γυναικεία φορεσιά, ο "σαγιάς", έχει καταβολές από το Βυζάντιο.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Πυλαίας

ΠΥΡΓΑΔΙΚΙΑ (Λιμάνι) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία και μαρτυρίες, κατά την Μικρασιατική καταστροφή (1922) πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή «Πυργαδίκι», καλογερικό μετόχι της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους. Το 1927 δόθηκαν από το Ελληνικό κράτος κατοικίες στους πρόσφυγες και το 1936 έγινε και η διανομή χωραφιών, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να αποκατασταθούν και επαγγελματικά. Από τότε μέχρι σήμερα, οι κάτοικοι των Πυργαδικίων ζουν και κάνουν έντονη την παρουσία τους τόσο στην πολιτιστική όσο και στην οικονομική ζωή της περιοχής.

ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ (Δήμος) ΣΕΡΡΕΣ
  Ο Δήμος Ροδολίβους είναι ένας νεοκλασικός οικισμός που κουβαλάει στην πλάτη του ιστορία χιλιάδων ετών. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του Νομού Σερρών σε υψόμετρο 400μ.
  Ποια είναι όμως η ετυμολογία της λέξης Ροδολίβος;
  Για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν τρεις εκδοχές.
  Η πρώτη εκδοχή αναφέρει ότι ο όρος προήλθε από τα τριαντάφυλλα ή ρόδα και λειβάδεια (= Ροδολείβος). Γύρω στο 50 μ.Χ., όλη η περιοχή των Φιλίππων καλλιεργούνταν με τριανταφυλλιές και οι κάτοικοι του Ροδολίβους και του Παγγαίου μετέφεραν από εκεί ριζώματα ή μοσχεύματα και επιδίδονταν με πολύ ενδιαφέρον στην καλλιέργεια αυτή. Ηταν λοιπόν η περιοχή αυτή ένα απέραντο λειβάδι από τριανταφυλλιές. Ετσι όταν ο Απόστολος Παύλος διερχόμενος από την περιοχή αυτή πληροφορήθηκε για τις τριανταφυλλιές, γνωστές από τη βοτανική (ροδή ή τριανταφυλλή), ονόμασε το χωριό Ροδολείβος (δηλ. Ρόδον + Λειβάδι).
  Σύμφωνα με την παράδοση του τόπου, διακριτό παραμένει μέχρι σήμερα το σημείο στο οποίο οι κάτοικοι του Ροδολίβους αποχαιρέτησαν τον Απόστολο Παύλο καθώς οδεύει για την Αμφίπολη για να διδάξει το λόγο του. Το σημείο αυτό βρίσκεται ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό στην τοποθεσία «τοπόλος», που ονομάστηκε έτσι από την παράφραση των λέξεων «Του Παύλου», γαλλικά dePaul, λατινικά Polo και στη συνέχεια ντεπόλος - Τοπόλος.
   Η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι ο όρος προέρχεται από Ρόδα + Λιβάς = Ροδολίβος. Η λέξη «λιβάς» σημαίνει σταλαγματιά γιατί τα ροδοπέταλα των τριαντάφυλλων αποστάζονταν και έδιναν το τριανταφυλλόνερο σε πρώτη φάση και ίσως σε δεύτερη το ροδέλαιο σε αυτοσχέδιους αποστακτήρες (άμβυκες - καζάνια).
  Μια τρίτη εκδοχή αναφέρει, ότι η ονομασία του προέρχεται από το ρήμα «λίβω» και «ρόδον» το σύμβολο του μουσικού Ορφέα που έζησε στην περιοχή. Εκεί βρίσκονταν τα αρχαία «Λειβρήθατα», που κατοικήθηκαν από Πιερείς και Θράκες τον 8ο αιώνα π.Χ. και αργότερα μετονομάστηκαν σε «Λείβηθρον Ρόδα». Μάλιστα κάτω από το έδαφος του περνούσε η Εγνατία οδός κατά την Ρωμαϊκή Περίοδο η οποία ενώνει την Αμφίπολη με τους Φιλίππους.
   Αξίζει βέβαια να αναφερθεί ότι το Ροδολίβος ήταν η γενέτειρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Νεόφυτου του Η'.
  Το Ροδολίβος είναι ένας από τους πιο παλιούς και αξιόλογους οικισμούς του Παγγαίου και μπορεί να χαρακτηριστεί παραδοσιακός από τη στιγμή που αποτελείται σε ποσοστό 40% από σπίτια χτισμένα πριν το 1920. Πολύ σημαντικό στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη αρκετών διατηρητέων αρχοντικών που εμφανίζουν φόρμες νεοκλασσικές και κεντροευρωπαϊκές.
  Αλλά και το δημοτικό διαμέρισμα του Δομήρου, είναι γνωστό από την αρχαιότητα γιατί υπήρξε αρχαία πόλη και ρωμαϊκός σταθμός και κατάφερε να επιζήσει μέσα στους αιώνες έως σήμερα.
  Οσο για το δημοτικό διαμέρισμα του Μ. Σουλίου, έιναι ένας ιστορικός οικισμός με παρουσία στην αρχαιότητα, που αποδεικνύεται από τα ίχνη αρχαίου οικισμού στην περιοχή «Ζαρβανίκια». Είναι επίση γνωστή και η μεγάλη προσφορά των κατοίκων του χωριού στον Μακεδονικό αγώνα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Ροδολίβους


Η "Χρυσή" δεκαετία του 1920

ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ (Κωμόπολη) ΣΕΡΡΕΣ
  Στη δεκαετία του 1920, το Ροδολίβος γνωρίζει τεράστια οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, λόγω της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του καπνού. Την εποχή εκείνη λειτουργούσαν 7 καπνομάγαζα (χώροι επεξεργασίας του καπνού), που απασχολούσαν περίπου 2000 καπνεργάτες.
  Την ευημερία των κατοίκων του χωριού τη φανερώνουν τα υπέροχα και επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια, που χτίστηκαν την δεκαετία του '20, αρκετά από τα οποία σώζονται ακόμη και σήμερα. Ακόμη ιδρύονται σύλλογοι (Αθλητικοί, Μουσικοδραματικός, Ορειβατικός), οι οποίοι δίνουν συναυλίες, ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, διοργανώνουν αθλητικούς αγώνες συμβάλλοντας γενικότερα στην πολιτιστική άνθηση του τόπου.
  Εκτός όμως από αυτά, υπήρχε στο Ροδολίβος και εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος το οποίο σώζεται ως σήμερα (ο γνωστός μύλος του Ναλμπάντη).
  Την εποχή αυτή το Ροδολίβος πλησιάζει τους 7000 κατοίκους, οι οποίοι εξυπηρετούνταν από τα πάρα πολλά καταστήματα όπως υφασματοπωλεία, ξενοδοχεία, ιατρεία, οδοντιατρεία, φαρμακεία, φορολογικά και ασφαλιστικά γραφεία πρακτορεία αυτοκινήτων κ.ά.
  Η περίοδος όμως της ακμής και της οικονομικής ευμάρειας δεν κρατάει για πολύ. Η διεθνής οικονομική κρίση, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολουθεί, επηρεάζουν και το Ροδολίβος. Έτσι ο πληθυσμός της κωμόπολης ανέρχεται στις 5000 περίπου τη δεκαετία του '50. Από τη δεκαετία του '60 και ύστερα, αρχίζει η μετανάστευση που μειώνει ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό του Ροδολίβους. Ο σημερινός πληθυσμός του Ροδολίβους σύμφωνα με την απογραφή του 2001 πλησιάζει τους 2900 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ροδολίβους


ΣΕΡΜΥΛΗ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Eίναι ο αρχαιότερος οικισμός της Χαλκιδικής αφού η παρουσία της στην περιοχή είναι αδιάλειπτη από τη νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα με ονόματα Σερμύλη - το κλασικό, Ερμύλη - το μεσαιωνικό και Ορμύλια, το σύγχρονο.
  Τα πρώτα ευρήματα χρονολογούνται στα Νεολιθική εποχή (4000-2000πχ) και βρέθηκαν στην Τούμπα σου Προφήτη Ηλία, στο λόφο του Αγίου Γεωργίου κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., στην πλατειά Τούμπα κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. και στο Καστρί Βατοπεδίου γύρω στο 1000 π.Χ. Στους κλασικούς χρόνους οι ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν δύο πόλεις στην περιοχή και οι δύο αποικίες των Χαλκιδέων (ήλθαν στην περιοχή κατά τον 13ο -12ο αιώνα π.Χ.) και μέλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας μετά τους Περσικούς Πολέμους.
  Η πρώτη με το όνομα Σερμύλη όπως την αναφέρει ο Ηρόδοτος (ιστορία Ζ' 122) ήταν σπουδαία και μεγάλη, χτισμένη κοντά στη θάλασσα και δίπλα στην εκβολή του ποταμού. Έλεγχε τη βασική και συντομότερη οδική αρτηρία από την Καλαμαριά προς τη Σιθωνία. Τις παλαιότερες μαρτυρίες για την ιστορία της μας δίνουν τα αργυρά νομίσματα τα οποία κόπηκαν κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Ο Ηρόδοτος την αναφέρει ως μία από τις πόλεις που έδωσαν στρατό στον Ξέρξη.
  Μετά τους Περσικούς Πολέμους εντάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία και από τη συνεισφορά της σε αυτή (3-5 τάλαντα) συμπεραίνεται ότι την εποχή εκείνη ήταν η σημαντικότερη πόλη των Χαλκιδέων μετά την Τορώνη.
  Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου δεινοπάθησε από τους Σπαρτιάτες (Θουκυδίδης Α'66). Μερικά χάλκινα νομίσματα της που κόπηκαν μετά το 404 ή το 379 π.Χ αποτελούν τεκμήριο ότι εκείνη την περίοδο ήταν πόλη αυτόνομη. Το 348 π.Χ. καταστράφηκε από τον Φίλιππο και οι κάτοικοί της διασκορπίστηκαν στον ευρύτερο χώρο δημιουργώντας μικρούς οικισμούς που φυτοζωούσαν. Την παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος - 7ος αιώνας) έχουν εντοπισθεί δύο οικισμοί: Ο ένας είναι βορειοδυτικά του σημερινού οικισμού Βατοπεδίου, στη θέση "Γκβέλι" και ο δεύτερος είναι το κάστρο είναι το κάστρο στην Καλλίπολη και πρέπει να κτίσθηκε γύρω στον 5ο αιώνα στον απόκρημνο λόφο δίπλα στο ποτάμι και αποτελεί σαφή ένδειξη των κινδύνων που διέτρεχαν την εποχή εκείνη οι κάτοικοι της περιοχής από τις διάφορες επιδρομές των βαρβάρων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ορμυλίας


Συνοπτική ιστορία των Σερρών

ΣΕΡΡΕΣ (Πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Η πόλη των Σερρών, κτισμένη σ' ένα από τα πιο ταραγμένα σταυροδρόμια της Ευρώπης, πέρασμα αναρίθμητων στρατών και λαών, είναι μια από τις λίγες αρχαίες πόλεις του πολύπαθου ελληνικού χώρου που κατόρθωσε να διατηρήσει αδιάλειπτη ζωή από την αυγή των ιστορικών χρόνων μέχρι σήμερα. Πρώτη φορά εμφανίζεται στην ιστορία στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Την αναφέρει ο Ηρόδοτος με το όνομα Σίρις και τον εθνικό προσδιορισμό ¨Παιονική¨, τους δε κατοίκους Σιροπαίονες. Μετά τον Ηρόδοτο, τη μνημονεύει ο Θεόπεμπος ως Σίρρα, το εθνικόν Σιρραίος. Αργότερα, ο Ρωμαίος Τίτος Λίβιος την αποκαλεί Siras (= Σίραι, στον πληθυντικό) και την εντοπίζει στην Οδομαντική. Τέλος, ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει: ¨Σίρις εν Παιονία¨ και ¨Σιριοπαίονες¨.
  Το αρχαιότερο επιγραφικό μνημείο που διασώζει τη γραφή ¨Σιρραίων πόλις¨ είναι ρωμαΐκής εποχής και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών. Με το όνομα Σέρραι μνημονεύεται από τον 5ο αιώνα μ.Χ. και αργότερα με την παραλλαγή Φέρραι. Το όνομα Σίρις προέρχεται, ίσως, από την λέξη σίριος = ήλιος.
  Αρχαιολογικά ευρήματα από την πρώτη ιστορική εποχή των Σερρών ελάχιστα διασώθηκαν: μερικά μελανομβαφή όστρακα του 6ου ή του 7ου αιώνα π.Χ. στην Ακρόπολη. Πλουσιότερα είναι τα ευρήματα της ρωμαϊκής εποχής: μαρμάρινες πλάκες με ανάγλυφες παραστάσεις και επιγραφές επιτάφιες, τιμητικές και αναθηματικές.
  Κατά τον 5ο αιώνα, οι Σέρρες αναφέρονται σαν έδρα Επισκοπής και τον 6ο αιώνα είναι μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της 7ης Επαρχίας του Βυζαντινού κράτους. Από τον 8ο αιώνα, ο ρόλος των Σερρών στην Ελληνική ιστορία γίνεται πρωταγωνιστικός και η πόλη θεωρείται η πιο επίσημη ανάμεσα στο Νέστο και Στρυμόνα. Οι βυζαντινοί συγγραφείς την αποκαλούν: «μέγα και θαυμαστόν άστυ», «ισχυράν», «αναγκαίαν», «καλήν», «πλουσίαν», «μεγίστην», «αρίστην», «μητρόπολιν», «θεοφρούρητον» κ.λπ.
  Κατά τον Μεσαίωνα έπαθε πολλές καταστροφές, μερικές ολοκληρωτικές και σκλαβώθηκε αρκετές φορές, μα τελικά επέζησε. Το φθινόπωρο του 1204, παραδόθηκε στους Φράγκους σταυροφόρους, που ξεκίνησαν να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους και σκλάβωσαν ένα χριστιανικό κράτος. Το 1205 ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωάννης Α΄ κυρίευσε τις Σέρρες αιχμαλώτισε τη φραγκική φρουρά, αποκεφάλισε τους αξιωματούχους της και κατέστρεψε συνθέμελα την πόλη. Το 1221 περιήλθε στο Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο, το 1230 όμως, ο Βούλγαρος τσάρος Ιωάννης Β΄ αιχμαλώτισε και τύφλωσε το Θεόδωρο στη μάχη της Κλοκοτινίτσας και κατέλαβε τις Σέρρες. Την πόλη αναγκάστηκε να παραδώσει ο Βούλγαρος φρούραρχος Δραγωτάς μετά από ξαφνική επίθεση το 1245 στον Αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Βατάτζη. Από τους Ελληνες, που κατάφεραν στο μεταξύ να ξαναπάρουν την Κωνσταντινούπολη, απέσπασε τις Σέρρες το 1345, ύστερα από μακρά πολιορκία, ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Ντουσιάν. Απομεινάρια της Σερβικής κατοχής είναι μέρος των τειχών της Ακρόπολης και ο μεγάλος πύργος, που σύμφωνα με την επιγραφή του "έκτισεν ο Ορέστης" πιθανά ο γνωστός από έγγραφα Ελληνας "καθολικός κριτής" και "ο επί του στρατού".
  Το σερβικό κρατίδιο των Σερρών, μετά την ήττα των Σέρβων από τους Τούρκους στο Τζερνομιάνο (Έβρου) το 1371 διαλύθηκε και η πρωτεύουσα του Σέρρες περιήλθε στο Βασιλιά της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Β΄. Μα δεν έμεινε σε ελληνικά χέρια πολύ καιρό. Την κατέλαβαν οι Τούρκοι προσωρινά το 1373 και οριστικά το1383, εβδομήντα χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
  Τα αρχαιότερα έργα γλυπτικής που βρέθηκαν στις Σέρρες είναι της ρωμαϊκής εποχής. Δείγματα ζωγραφικής δεν έχουμε από την αρχαιότητα. Η ζωγραφική παρουσίασε ακμή στις Σέρρες κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Σπουδαίο κέντρο μιας αδιάλειπτης ζωγραφικής κίνησης υπήρξε το περίφημο μοναστήρι του Προδρόμου Σερρών, που ιδρύθηκε το 1276. Στο μοναστήρι υπάρχουν εικονογραφίες του 14ου αιώνα, από τις πιο ενδιαφέρουσες στη χώρα μας.
  Το παλιότερο και πολυτιμότερο κτίριο των Σερρών είναι ο αναστηλωμένος ναός των Αγίων Θεοδώρων (Παλιά Μητρόπολη), μεγάλη ορθογώνια ελληνιστική βασιλική, τρίκλιτη. Η αρχική κατασκευή της ανάγεται σε χρόνους παλαιοχριστιανικούς και κατά καιρούς δέχτηκε διάφορες προσθήκες και επισκευές. Κτήριο αξιόλογο είναι και ο Άγιος Νικόλαος στην Ακρόπολη, κοιμητηριακός ναός με κρύπτη, πιθανόν του 11ου αιώνα . Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά μνημεία των αρχών ίσως του 14ου αιώνα είναι και οι ναοί του Αγίου Γεωργίου Κρυονερίτη και του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου (Προδρομούδι).
  Παλιά αρχοντικά και ιδιωτικά κτίρια δεν διασώθηκαν στις Σέρρες εξαιτίας των πολλών καταστροφών και ιδιαίτερα της τελευταίας πυρπόλησης του 1913. Χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής μακεδονικού ρυθμού, είναι το σπίτι του Ζαπάρα που σώζεται στην Απάνω Καμενίκια.
  Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι Σέρρες μεγαλώνουν πολεοδομικά. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Τούρκος συγγραφέας Χατζηκάλφας τις αποκαλεί ¨πόλη των σοφών¨ και το 1668 ο Τούρκος περιηγητής Ελβιγιά Τσελεμπί τις αναφέρει σαν τρίτη σε μέγεθος και σπουδαιότητα ανάμεσα στις δέκα μεγαλύτερες πόλεις της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Αξιόλογα είναι πολλά τουρκικά οικοδομήματα, που δείχνουν την επιμιξία της ανατολικής και βυζαντινής τέχνης. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα και ομορφότερα τεμένη της Ευρωπαικης Τουρκίας, φημισμένο άλλοτε για την χάρη και κομψότητά του είναι το τέμενος Αχμέτ Πασά, του 1492. Ενα άλλο μνημείο, το Τζιντζιρλί Τζαμί, παρουσιάζει επίσης σημαντικά αρχιτεκτονικά χαρίσματα. Από τα παλιότερα κοσμικά τουρκικά κτίσματα διασώθηκε το Μπεζεστένι, που χρησιμοποιούνταν για κλειστή αγορά πολυτελών εμπορευμάτων και σήμερα είναι Αρχαιολογικό Μουσείο. Κτίστηκε πιθανότατα το 1385.
  Οι Σερραίοι πήραν μέρος σε όλες τις προεπαναστατικές κινήσεις των υποδούλων Ελλήνων κατά το απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα της σκλαβιάς και πλήρωσαν ακριβά τον ασίγαστο έρωτά τους στην ελευθερία. Ηρωϊκές σερραϊκές μορφές της Επανάστασης του 1821, αναδείχτηκαν ο Εμμανουήλ Παπάς, με την τραγική τύχη ολόκληρης της οικογένειας του και ο συγγραφέας του Αγώνα Νικόλαος Κασομούλης. Κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, τότε που δεν υπήρχε ο σιδηρόδρομος, κυριαρχούσε στη θάλασσα η πειρατεία και οι μεταφορές γίνονταν με καραβάνια, η χρυσή πεδιάδα των Σερρών και ο απέραντος πλούτος της σε δημητριακά και κτηνοτροφικά προϊόντα συντέλεσαν ώστε η πόλη να γνωρίσει μεγάλη εμπορική ακμή.
  Εγινε σπουδαίο διακομιστικό κέντρο συγκεντρώνοντας εμπόρους και αγοραστές απ' όλο τον κόσμο. Ξακουστά ήταν τα υφαντά των Σερρών, το βαμβάκι, τα άλογα, τα βουβάλια και τα εξαίρετης τέχνης πήλινα αγγεία της.
  Στις Σέρρες, κυρίως από τον 17ο αιώνα του Διαφωτισμού, ανυψώθηκε η παιδεία και καλλιεργήθηκαν εντατικά τα γράμματα. Περίφημες ήταν οι Σχολές των Σερρών, που συντέλεσαν στην ανάπτυξη σπουδαιότατης πνευματικής κίνησης. Σ' αυτές δίδαξαν κατά καιρούς πολλές φωτεινές προσωπικότητες. Εδώ ιδρύθηκε και το πρώτο διδασκαλείο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Τουρκία και Ελλάδα, το 1872. Απ' αυτό αποφοίτησε μεγάλος αριθμός δασκάλων, οι οποίοι σκορπίζοντας σε όλα τα μέρη του Ελληνισμού, έγιναν αποφασιστικά εθνικά όργανα διαφωτισμού και αφύπνισης του Γένους. Για την ίδρυση και συντήρηση των σχολείων βοήθησαν οικονομικά πολλοί Σερραίοι ευεργέτες.
  Η πόλη κατά την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα (1904 - 1908), υπήρξε μαζί με την Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι, βασικό κέντρο οργάνωσης και καθοδήγησής του. Στο τέλος του Β΄ Βαλκανικού πολέμου, ένα μεγάλο τμήμα των Σερρών πυρπολήθηκε και ερειπώθηκε από τους Βουλγάρους που υποχωρούσαν. Αλλά, είχαν σημάνει πια οι καμπάνες της ελευθερίας ύστερα από δουλεία 530 χρόνων. Έφτασε η πιό μεγάλη ώρα των Σερρών. Στην τυραννισμένη πολιτεία μπήκε η VII Ελληνική μεραρχία. Ο μέραρχος Ναπολέοντας Σωτήλης με προκήρυξη που εξέδωσε στις 28 Ιουνίου 1913, εξήγγειλε ότι «απελευθερώνει και καταλαμβάνει τας Σέρρας και προσκαλεί τους κατοίκους ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσης και θρησκεύματος, να επανέλθουν εις τας ειρηνικάς των ασχολίας».

Κείμενο: Γιώργου Καφταντζή. Από τον τουριστικό οδηγό του Δήμου Σερρών "Σέρρες" - Δεκέμβριος 1994
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σερρών


Εικονογραφημένη Ιστορία των Σερρών

Η Εικονογραφημένη Ιστορία των Σερρών του Βασίλη Τζανακάρη αποτελείται από δύο τόμους, τον Α' και τον Β' και όλες οι ενότητες (που περιλαμβάνονται στις ιστοσελίδες) αποτελούν μέρος του έργου αυτού:
1. Χρονολόγιο των Σερρών *
2. Γενικά για την Ιστορία των Σερρών
Θέματα
Αμφίπολη **
Τουρκοκρατία
Σερραίοι Αγωνιστές
1. Εισαγωγή
2. Γκογκαλάκης Μητρούσης ***
3. Δούκας Δούκας ****
4. Εμμανουήλ Παπάς*****
Μεσοπολεμικά Χρόνια
1. Το θρυλικό "Σχέδιο πόλεως Σερρών"
2. Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Πόλεμος & Κατοχή
1. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
2. Βουλγαρική Κατοχή
3. Εθνική Αντίσταση
4. Η θυσία των Κερδυλίων******
Απελευθέρωση
1. Μέρες απελευθέρωσης
2. Εκλογές & άλλες εκδηλώσεις

Σημείωση σύνταξης: Το gtp.gr παρέθεσε το Μάρτιο 2003 στις ιστοσελίδες του τα ακόλουθα κείμενα, στα σχετικά τοπωνύμια:
* Πόλη των Σερρών, Ιστορία
** Αρχαία Αμφίπολις, Κεντρική σελίδα
*** Μητρούσι, Βιογραφία
**** Παγγαίο, Βιογραφία
***** Εμμανουήλ Παππάς, Ιστορία
****** Νέα Κερδύλια, Ιστορία

Ιστορία των Σερρών

Υπό Πέτρου Θ. Πέννα. Περιληπτική Εξιστόρησις των μέχρι της Αλώσεως υπό των Τούρκων ιστορικών περιπετειών της πόλεως των Σερρών

ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ (Πόλη) ΣΕΡΡΕΣ
  Είναι τόπος με μακραίωνη ιστορία. Υπάρχουν μνημεία της παλαιολιθικής εποχής, αλλά και αναφορές του Ομήρου και του Ηροδότου. Οι αρχαίοι κάτοικοί του ήρθαν από τη Λήμνο.
  Σταθμός στην ιστορία του Σιδηροκάστρου υπήρξε η θρυλική μάχη του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, που με ορμητήριο την πόλη των Σερρών κατανίκησε τους Βουλγάρους το 1014 στη θέση "Κλειδί", στο Ρούπελ της Σιντικής, δίπλα σχεδόν στο Σιδηρόκαστρο. Υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος του οικοδομήματος του Ελληνισμού, ανασχετικός των βουλγαρικών επιδρομών.
  Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1383 το Σιδηρόκαστρο έπεσε στα χέρια των Τούρκων για να παραμείνει κάτω από την οθωμανική σκλαβιά 529 ολόκληρα χρόνια. Επτά έως οκτώ χιλιάδες Τούρκοι κατοίκησαν στην ελληνική αυτή πολιτεία τα χρόνια που ακολούθησαν την κατάκτησή με αποτέλεσμα το Δεμίρ Ισάρ, όπως μετέφρασαν στη γλώσσα τους την ονομασία της, να είναι άλλοτε έδρα συντάγματος στρατού και άλλοτε μουφτή, καϊμακάμη και δήμου.
  Στα 1912 έπαψε να υπάρχει ο τουρκικός ζυγός και στα 1913 ο βουλγαρικός. Έτσι το Σιδηρόκαστρο ξαναπήρε την παλιά του ονομασία, τα αλλοεθνή μνημεία χάθηκαν, τα τεράστια πλατάνια που στόλιζαν τις πλατείες και τις γειτονιές κόπηκαν και η πόλη πήρε τη σημερινή της μοντέρνα μορφή. Τον Οκτώβριο του 1912 το Σιδηρόκαστρο αριθμούσε 3.000 Τούρκους, 1.000 Έλληνες, 400 Ρωμιόγυφτους, 200 Κιρκάσιους και 50 Βούλγαρους, με σύνολο κατοίκων 4.650. O Βουλγαρικός στρατός υπήρξε αρχικά ιδιαίτερα εκδικητικός προς τους Τούρκους κάτοικους του Σιδηροκάστρου και αργότερα προς το ελληνικό στοιχείο της πόλης και της περιοχής, που πλήρωσε την ελευθερία του με ομαδικές σφαγές και ανείπωτα βασανιστήρια.
  Στις 27 Ιουνίου μπήκε στο Σιδηρόκαστρο μία ελληνική ίλη ιππικού με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Ιωαννίδη και το απελευθέρωσε, υψώνοντας τη γαλανόλευκη πάνω στο βράχο της Ακρόπολης που δεσπόζει στο κέντρο της πόλης. Η αιματηρή εποποιία της Κρέσνας είχε λήξει με θρίαμβο για τα ελληνικά όπλα, αλλά τα βάσανα των Σιδηροκαστρινών δεν είχαν τελειωμό.
  Ύστερα από μερικά χρόνια, και αφού προηγουμένως θα δεχθούν το μεγαλύτερο μέρος της προσφυγιάς από το πυρπολημένο Μελένικο, θα δουν τους Βουλγάρους να κατηφορίζουν για δεύτερη φορά το Μάιο του 1916. Η είδηση θα παγώσει τους Σιδηροκαστρινούς και χιλιάδες από αυτούς θα ακολουθήσουν το 21ο Σύνταγμα πεζικού, που είχε μέχρι τότε έδρα του την πόλη, στην πορεία του προς τις Σέρρες, για να αναγκαστούν τελικώς να ξαναγυρίσουν πίσω, όταν όλοι οι δρόμοι διαφυγής τους είχαν αποκλειστεί από τις χιλιάδες βουλγαρικού στρατού που κατηφόριζε με ταχύτητα από τα στενά της Κρέσνας. Ακολούθησε το μαρτύριο της ομηρίας και της εκτόπισης, αλλά και ο θάνατος εκατοντάδων Σιδηροκαστρινών από τις κακουχίες και την πείνα.
  Τον Απρίλιο του 1941, ύστερα από την παράδοση των οχυρών του Ρούπελ και την είσοδο των Γερμανών στη χώρα μας, οι Βούλγαροι που τους ακολούθησαν κατέλαβαν για τρίτη φορά το Σιδηρόκαστρο στις 3 Μαΐου. Νέα δεινά, που κράτησαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ανέμεναν τους Έλληνες κατοίκους του, προκειμένου να εκβουλγαριστούν τα κατακτημένα εδάφη από τους φασίστες του Βόρι. Όμως για μια ακόμη φορά οι κατακτητές αποχώρησαν και έτσι οι Σιδηροκαστρινοί αισθάνθηκαν πάλι το ζείδωρο αέρα της Ελευθερίας να τους χαϊδεύει τα πρόσωπα.
  Απελευθερώθηκε το 1944.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σιδηροκάστρου


Τεκελί

ΣΙΝΔΟΣ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Το Tekyelu ήταν τούρκικο τσιφλίκι, που ανήκε στο βακούφι του Γαζή Εβρενός μπέη και στο μουκατά των φυλάκων λιβαδιών (koryciyan). Για την προέλευση της ονομασίας του οικισμού υπάρχουν δύο εκδοχές, από τις οποίες η μία θεωρεί, ότι αυτή είναι παράγωγο της τούρκικης λέξης "teke" (μοναστήρι μουσουλμάνων δερβίσηδων) και η άλλη, ότι η ονομασία προέρχεται από την τούρκικη λέξη "tecelli" (τύχη, πεπρωμένο). Η πρώτη εκδοχή στηρίζεται στην πιθανολόγηση, ότι το Τεκελί αποτελούσε εξάρτημα κάποιου τεκέ της Θεσσαλονίκης, προς τον οποίο οι κάτοικοι του τσιφλικιού κατέβαλλαν ένα μέρος από την ετήσια σοδειά των προιόντων τους, η δε δεύτερη στηρίζεται στη λαϊκή παράδοση που ήθελε το Τεκελί τόπο ιερό και αλώβητο από ασθένειες και κακουχίες.
  Κατά τους 17ο-18ο αιώνες το Τεκελί ήταν κατά ένα μέρος τσιφλίκι και κατά το υπόλοιπο μέρος χωριό(μικτός οικισμός), κατοικούνταν δε από 22 χριστιανικές και τρεις μουσουλμανικές οικογένειες. Το 1771 το Τεκελί πλήρωσε ispense 1960 άσπρα κατ' αποκοπή.
  Το 1886 ο οικισμός είχε περίπου 60 σπίτια, ενώ κατά την απογραφή του 1905 καταγράφηκαν 57 σπίτια, που κατοικούνταν από 280 ορθόδοξους ελληνοφρονούντες και τρία σπίτια, που κατοικούνταν από 18 σχισματικούς βουλγαρίζοντες. Το 1839 πέρασε από το Τεκελί ο διάσημος Γερμανός βοτανολόγος H. Grisenbach, ο οποίος αναφέρει, ότι αυτό ήταν ένα "μικρό βουλγάρικο χωριό". Στο χαρακτηρισμό αυτόν προέβη ο Grisenbach παρασυρθείς προφανώς από το σλαβοφανές γλωσσικό ιδίωμα, που μιλούσαν οι κάτοικοί του. Ο ίδιος περιηγητής έγραψε, ότι στο Τεκελί υπήρχε ταχυδρομικός σταθμός, όπου ξαπόσταιναν οι ταχυδρομικοί αμαξάδες και οι διάφοροι ταξιδιώτες.
  Στα μέσα του 19ου αιώνα πέρασε από το Τεκελί ο Aγγλος περιηγητής Ε. Clarke, ο οποίος χαρακτηρίζει τον οικισμό "αξιοθρήνητο χωριό", στο οποίο υπήρχαν πολλές αρχαιότητες. Μεταξύ αυτών ο Clarke αναφέρει την ύπαρξη διαφόρων γρανιτένιων κολωνών και μιας ωραιοτάτης καλύπτρας από ένα τεράστιο μαρμάρινο "Soros". Ο Clarke προσέδωσε το χαρακτηρισμό αυτό ίσως στην ογκώδη λαξευμένη πέτρα, η οποία βρίσκεται τοποθετημένη στην κεντρική πλατεία της Σίνδου.
  Τελευταίος ιδιοκτήτης του Τεκελί υπήρξε ο δραστήριος "ντονμές" Χαμντή μπέης, ο οποίος διετέλεσε επί δεκαπενταετία δήμαρχος Θεσσαλονίκης (1893-1908). Η δημαρχιακή θητεία του Χαμντή μπέη υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής, αφού εξωράισε τη Θεσσαλονίκη και βελτίωσε σημαντικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων της.
  Από τα αξιολογότερα έργα του Χαμντή μπέη ήταν η ίδρυση των θαλάσσιων λουτρών στην περιοχή του Λευκού Πύργου, η κατασκευή των σφαγείων της Θεσσαλονίκης στα δυτικά του Μπέχτσιναρ και η χρηματοδότηση του συστήματος υδροδότησης της πόλης από πηγάδια, που ανοίχθηκαν στην περιοχή της Κασκάρκας (Καλοχώρι). Η οικογένεια του Χαμντή μπέη είχε ευρωπαική μόρφωση και ξεχώριζε από τη μεγάλη μάζα των αγροίκων και απολίτιστων Τούρκων. Είναι αξιοσημείωτο, ότι στο κονάκι τους, που βρισκόταν στο κέντρο του Τεκελί, υπήρχαν δύο πιάνα και μία πλούσια βιβλιοθήκη!!! Το κονάκι του Χαμντή μπέη ήταν ένα επιβλητικό τριόροφο κτίσμα, δίπλα στο οποίο υπήρχε μία τεράστια ξύλινη σιταποθήκη, όπου τοποθετούνταν τα γεννήματα του τσιφλικιού. Σε μικρή απόσταση από το κονάκι βρισκόταν ένα κυκλικό διώροφο κτίσμα, στο οποίο διέμενε ο επιστάτης του τσιφλικιού, ο επονομαζόμενος "σούμπασης".
  Οι κάτοικοι του Τεκελί καλλιεργούσαν τις εκτεταμένες εκτάσεις του τσιφλικιού με το σύστημα της επίμορτης αγροληψίας, δηλαδή της απόδοσης μέρους της παραγωγής στο γαιοκτήμονα. Το τσιφλίκι του Τεκελί ήταν οργανωμένο σε ευρωπαικά πλαίσια, θεωρούνταν δε από τα καλύτερα τσιφλίκια της Μακεδονίας, παρά το γεγονός ότι τα εδάφη του, ως αλατούχα, ήταν ακατάλληλα για γεωργική καλλιέργεια. Οι Τεκελιώτες ασχολούνταν επίσης με τη συντήρηση των λιβαδιών, που υπήρχαν στην περιοχή τους και με την εκτροφή καμηλών και αλόγων, που ανήκαν στο τουρκικό δημόσιο. Επίσης αρκετοί κάτοικοι του Τεκελί εργάζονταν στους σταύλους του τσιφλικιού, όπου εκτρέφονταν αγελάδες, άλογα, βουβάλια και βόδια.
  Το Τεκελί απείχε αρκετά από τις κοίτες του Αξιού και γι' αυτό δεν υπέφερε ιδιαίτερα από τις πλημμύρες του. Εν τούτοις ο οικισμός αντιμετώπιζε κάποιες φορές τις αιφνίδιες πλημμύρες Γαλλικού, του απρόβλεπτου χειμάρρου ο οποίος κατέβαζε απότομα τεράστιες ποσότητες νερών, που κατέκλυζαν σπίτια, κατέστρεφαν σπαρτά και έπνιγαν ζώα. Μάλιστα εξ αιτίας του επανειλημμένου πνιγμού πολλών ζώων, που βοσκούσαν αμέριμνα στην περιοχή του Γαλλικού, αυτός επονομάσθηκε από τους γηγενείς "γομαροπνίχτης".
  Στο κέντρο του Τεκελί βρισκόταν ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, που κατεδαφίσθηκε το 1966. Το Μάιο του 1906 επισκέφθηκε το Τεκελί ο σχολικός επιθεωρητής Δ. Σάρρος, ο οποίος διαπίστωσε, ότι ο ιερέας του οικισμού ήταν "...επιπόλαιος και οκνηρός, μη θέλων να επισκέπτηται τα ελληνοφρονούντα τσιφλίκια Κάτω Καβακλί, Λάπραν, Κωλοπάντσι, ένθα επί αμοιβή προσκαλείται προς ιεροπραξίαν". Δίπλα στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου υπήρχε το "ευάερο και διώροφο" γραμματοδιδασκαλείο του Τεκελί, όπου κατά το σχολικό έτος 1894-1895 φοιτούσαν στο γραμματοδιδασκαλείο 29 μαθητές και δίδασκε ο δάσκαλος Δημ. Παπαγεωργίου, για τον οποίο ο Σάρρος αναφέρει, ότι "εργάζεται μετά πολλού ζήλου εκεί, αγωνιζόμενος κατά το δυνατόν και προς διάδοσιν της ημετέρας γλώσσης".
  Tο Τεκελί διέθετε πολλά αρτεσιανά νερά, τα οποία ανέβλυζαν από σωλήνες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία του τσιφλικιού. Ένας απ' αυτούς ήταν τοποθετημένος μπροστά στο ναό, ένας άλλος βρισκόταν στο κονάκι του μπέη, όπου υπήρχε μεγάλη στέρνα, από την οποία ποτίζονταν τα πολλά ζώα του τσιφλικιού και ένας τρίτος βρισκόταν κοντά στο Γαλλικό. Ο εντυπωσιακός πίδακας που σχηματίζονταν από το αναβλύζον νερό αυτού του σωλήνα έμοιαζε με φουστάνι, γι' αυτό και η ευρύτερη αγροτική περιοχή ονομάσθηκε "Φουστανλί", δηλαδή "τόπος του φουστανιού". Έξω από το Τεκελί υπήρχαν διάσπαρτοι βαλτότοποι, γεμάτοι αυτοφυή υδροχαρή φυτά, κυρίως καλάμια και βρέζια, ενώ στις όχθες του Γαλλικού υπήρχαν αμέτρητες άγριες λεύκες και ιτιές. Η παρθένα βλάστηση της περιοχής του Τεκελί ευνοούσε τη διαβίωση πολλών άγριων ζώων, όπως αγριογούρουνων, λύκων, τσακαλιών και αλεπούδων.
  Στην περιοχή του Τεκελί ξεχειμώνιαζαν μαζί με τα κοπάδια τους πολλές νομαδικές οικογένειες Βλάχων, που μίσθωναν από τον ιδιοκτήτη της διάφορες εκτάσεις, για το χρονικό διάστημα από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) έως τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου). Τότε οι βλάχικες οικογένειες έσφαζαν το πρώτο αρνί τους και ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν τα χειμαδιά για να επιστρέψουν στα προσφιλή τους βουνά.
  Μία ενδιαφέρουσα περιγραφή του Τεκελί επιχειρεί ο Κουλιακιώτης ποητής Γ. Παπούλιας, στο ομώνυμο ποίημά του, που γράφηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γεώργιος Χ. Παπούλιας γράφει, ότι το Τεκελί απείχε από τη Θεσσαλονίκη δύο ώρες παρά ένα τέταρτο και είχε 60 σπίτια, ανάμεσα στα οποία δέσποζε το τριόροφο κονάκι του Χαμδή μπέη, τον οποίο επαινεί για τη φιλανθρωπία και την ευγένειά του. Επίσης ο ποιητής αναφέρει, ότι στο χωριό υπήρχε ένας αλευρόμυλος, ένα παντοπωλείο, ένα χάνι και απειράριθμα βουβάλια, χήνες και κούρκοι. Τέλος ο ποιητής υπογραμμίζει, ότι δεν έχει δει άλλο πιο όμορφο τσιφλίκι και με προφητικό τρόπο εύχεται "Πιστεύω δε τα σπίτια ταχέως να πληθύνουν και όσα είναι σήμερον, τριπλάσια να γίνουν".

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Η απελευθέρωση της Σίνδου

  Πράγματι το πρωί της 24ης Οκτωβρίου άρχισε η διάβαση του Αξιού. Γράφει σχετικά ο Κ. Ζωρογιαννίδης "24η Οκτωβρίου. Την 5η πρωινή ώρα η Μεραρχία ολόκληρος εξεκίνησεν εκ Καιλί λαβούσα την προς την ζευχθείσαν ήδη γέφυραν επί του Αξιού, δια του χωρίου Κουλακιά, ένθα αφίκετο τη 12η ώρα περίπου και ένθα μετά μικράν στάσιν επλησίασε την γέφυραν και ήρξατο διαβαίνουσα ταύτην τμηματικώς. Ο απαιτηθείς χρόνος προς την τοιαύτην διάβασιν εχρησίμευσεν ως μεγάλη στάσις." Ενώ όμως η 7η μεραρχία διήλθε τον Αξιό, οι λόχοι μηχανικού της 1ης και 2ης μεραρχίας συνέχισαν ν’αντιμετωπίζουν δυσκολίες για την επισκευή της κατεστραμμένης σιδηροδρομικής γέφυρας στο ύψος του Κίρτζιλαρ. Ως εκ τούτου ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού παρέμενε καθηλωμένος δυτικά του Αξιού, καθ' όλη την 24η Οκτωβρίου και μόνο το πρωί της επομένης κατέστη δυνατή η διέλευσή του.
  Για την περιπετειώδη αυτή διέλευση γράφει ο Σπύρος Μελάς "Περάσαμε κάποτε τη μεγάλη και πολύτοξη σιδηροδρομική γέφυρα του Αξιού, στρωμένη με σανίδια, που φρουρούσε με εφ' όπλου λόγχη μικρό απόσπασμα πεζικού, αφού αφήσαμε πίσω μας πλήθος βλητοφόρα συζυγαρχιών πυροβολικού, κάρα εφοδιοπομπών κι ένα αυτοκίνητο, που είχαν κολλήσει στο λασποβαλτότοπο και τώρα μ' αγώνες πολλούς πάσκιζαν να τα ξεκολλήσουν οι άνδρες, ζεύοντας βουβάλια, που είχαν επιτάξει από τα γειτονικά χωριουδάκια. Κάτω από τη γέφυρα, το ποτάμι, ο περίφημος Βαρδάρης κυλούσε ορμητικό και βαθύ, αναδεύοντας τους λευκούς πλοκάμους των ιτιών, που γερτές από τις όχθες ψιθύριζαν λυπητερά. Μπήκαμε ύστερα στο Τοψίν, μικρό συνοικισμό με πλινθόκτιστα σπίτια, όπου είχαν στριμωχθεί ένα δύο τάγματα ευζώνων. Στον εξώστη μεγάλου σπιτιού, πού 'μοιαζε με στρατώνα ενώ χρησίμευε για γεωργική σχολή, κυμάτιζε η γερμανική σημαία σαν σκιάχτρο σπουργιτιών σ' αμπέλι".
  Στο μεταξύ από το πρωί της 24ης Οκτωβρίου έφθασαν στο Τεκελί το σώμα προσκόπων και η ευζωνική ταξιαρχία, ενώ η ταξιαρχία ιππικού κατευθύνθηκε στο Βαθύλακο δια μέσου του Τεκελί, του Ίγγλις (Αγχίαλος) και του Μπογαρίοβου (Ν.Μεσημβρία).
  Για την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Τεκελί γράφει ο Αλ. Ζάννας "Επί τέλους έφθασε η ώρα της πορείας προς την πόλη της Θεσσαλονίκης. Περάσαμε τη γέφυρα και τραβήξαμε ολοταχώς προς το Τεκελί, 10 χιλιόμετρα περίπου από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί συναντηθήκαμε πάλι με την 7η μεραρχία, την Ταξιαρχία Κωνσταντινόπουλου και την Ταξιαρχία Ιππικού. Στο Τεκελί, σημερινή Σίνδο, μείναμε 36 ώρες πάλι χωρίς κανένα λόγο. Εκεί μας βρήκαν μερικοί νέοι από τας Αθήνας φρεσκοξυρισμένοι, βγαλμένοι από το κουτί, γιατί δεν πρόφθασαν οι καυμένοι τις μονάδες τους και είχαν έλθει εκ των υστέρων να τις συναντήσουν στη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενήσαμε το βράδυ μερικούς απ' αυτούς και όταν μπήκαμε ύστερα στη Θεσσαλονίκη, ακούγαμε τις διηγήσεις τους για τις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών! Το Τεκελί ήταν τσιφλίκι ενός πλουσίου Οθωμανού Χαμντή μπέη, που είχε χρηματίσει πολλά χρόνια δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Τόσον αυτός, όσον και τα παιδιά του, ήταν πολύ καθώς πρέπει, με σοβαρή ευρωπαϊκή μόρφωση. Στο Τεκελί είχαν ένα μεγάλο κονάκι με θαυμάσια βιβλιοθήκη, δύο πιάνα και έπιπλα πρώτης τάξεως. Όταν μπήκαν όμως οι στρατιώτες της Ταξιαρχίας, ξεπάτωσαν και λεηλάτησαν τα πάντα. Έσπασαν τα πιάνα, πήραν τα βιβλία και τα πέταξαν χωρίς λόγο. Έως ότου επεμβούμε, η καταστροφή είχε συντελεσθή και το σπίτι είχε καταντήσει ερείπιο. Την επομένη ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη...".
  Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου, ενώ συνεχιζόταν η διάβαση του ελληνικού στρατού από τη σιδηροδρομική γέφυρα του Αξιού, ο Κωνσταντίνος εξέδωσε την παρακάτω διαταγή
"Προς τα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, VI και VII Μεραρχίας και Ταξιαρχίαν Ιππικού Η πιθανή ενέργειαν αύριον έσεται γενική επίθεσις κατά του εχθρού προς τελείαν καταστροφήν αυτού, ήτις είναι απαραίτητος δια την επιτυχίαν της εκστρατείας.
  Η επίθεσις δέον να είναι ισχυρά και ακάθεκτος, χωρίς να ληφθεί υπ' όψει ουδείς δευτερεύων λόγος, ως κόπωσις ανδρών, εξάντλησις ίππων, δυσχέρειαι εδάφους, έλλειψις διατροφής κ.λπ.
Κιρτζαλάρ 25-10-1912, ώρα 10 πρωίας Κωνσταντίνος".
  Τα τελευταία ανέφερε ο Κωνσταντίνος, επειδή ο επισιτισμός του στρατεύματος ήταν ανεπαρκέστατος και οι καιρικές συνθήκες δυσμενέστατες εξ αιτίας των αδιάκοπων βροχοπτώσεων, που μετέτρεψαν το έδαφος του κάμπου της Θεσσαλονίκης σ' ένα απέραντο τέναγος. Όμως οι συνθήκες ήταν τόσο κακές, που ανάγκασαν το διοικητή της 2ης μεραρχίας ν' αγνοήσει τη διαταγή του αρχιστρατήγου αποστέλλων σ' αυτόν το παρακάτω σήμα
"Γενικόν Στρατηγείον Ενεκα υπερβολικού καμάτου και κακοπαθήσεως ανδρών, ως της βροχής και του ψύχους και λόγω της ώρας, ήτις δεν θα επιτρέψη να φθάσωμεν εις το τέρμα της πορείας προ της ελεύσεως του σκότους, ηναγκάσθην να σταματήσω ενταύθα την Μεραρχίαν. Ενταύθα σταθμεύει επίσης και Ταξιαρχία Ιππικού.
Βαθύλακος 25-10-1912, ώρα 4.30 μετά μεσημβρίαν. ΙΙ Μεραρχία Καλλάρης".
  Η απάντηση του Κωνσταντίνου σ' αυτή την ανυπακοή υπήρξε άμεση και οργίλη
"ΙΙ Μεραρχίαν
  Απορώ με την απόφασίν σας να παραμείνετε εις Βαθύλακον. Παραβιάζετε ωρισμένην διαταγήν μου και αφήνετε μεμωνομένην την VI Μεραρχίαν. Να μεταβείτε αμέσως εις Γκιόρδινον. Δέον να κατανοήσετε καλώς την σημασίαν της εντολής σας και την ευθύνη ην αναλάμβανετε.
Τοψίν 25-10-1912, ώρα 5 μετά μεσημβρίαν. Κωνσταντίνος".
  Την εικόνα της τραγικής κατάστασης που επικρατούσε τότε περιγράφει παραστατικά ο Σπύρος Μελάς "Ακριβώς λοιπόν, την παραμονή που ήταν να επιτεθεί ο ελληνικός στρατός εναντίον της Θεσσαλονίκης, με κατά μέτωπο την πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη Μεραρχίες και την ταξιαρχία Κωνσταντινόπουλου, ενώ η δεύτερη και το ιππικό θα ενεργούσαν κυκλωτικά διά Μπάλιτσας (Μελισσοχώρι) και Δριμύγλαβα (Δρυμός), τη στιγμή αυτή το φάντασμα της πείνας, η απόλυτη στέρηση γύριζε στις γραμμές των περισσότερων μονάδων απειλητικό και απαίσιο! Εκείνο το εικοσιτετράωρο ήτανε ίσως η πιο κρίσιμη περίοδος της μακεδονικής εκστρατείας. Ο εχθρός όμως από την άποψη προ πάντων του ηθικού, βρισκότανε σε κατάσταση αληθινά απελπιστική (...). Με προσπάθειες υπεράνθρωπες μερικοί ενεργητικοί αξιωματικοί κατάφεραν ν' ανασυγκροτήσουν ελάχιστες μονάδες και αυτές όμως όχι για ν' αντισταθούν αλλά μονάχα για να παρουσιαστούν σε κάποια προχωρημένα σημεία και να διευκολύνουν αξιοπρεπή διαπραγμάτευση. Γιατί κοντά στ' άλλα, μία συνέπεια του πανικού ήτανε ν' αποσυντεθεί τέλεια και αυτή ακόμα η πρωτόγονη επιμελητεία των Τούρκων και διηγούνται ότι, μετά τη φυγή των Γιαννιτσών, Τούρκοι στρατιώτες, πειναλέοι και εξαντλημένοι, γύριζαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και πουλούσαν τα όπλα τους και τα φυσέκια τους για ένα κομμάτι ψωμί...".
  Αυτή την εικόνα αποσύνθεσης του τουρκικού στρατού επισημαίνει και η εφημερίδα "Εμπρός", με βάση τις πληροφορίες επιβατών γαλλικού ατμοπλοίου "Συντετριμένοι, απογοητευμένοι, πανικόβλητοι και πεινασμένοι, πωλούν τα όπλα των εις τους ομογενείς, αντί ολίγης τροφής. Ο διοικητής του τουρκικού στρατού, δια να συγκρατήσει την πειθαρχίαν τουφεκίζει διαρκώς τους μάλλον ατιθάσσους...".   Σύμφωνα με το Σπύρο Μελά το απόγευμα της 25ης Οκτωβρίου"...οι προφυλακές της 7ης Μεραρχίας που στάθμευε στο Τεκελί βρέθηκαν σε απόσταση εκατό μέτρων από τους Τούρκους διπλοσκοπούς. Ούτε οι νιζάμηδες όμως, ούτε οι δικοί μας σκέφθηκαν να πυροβολήσουν. Στέκονταν εκεί αντιμέτωποι με το όπλο παρά πόδα. Η κόπωση και η στέρηση είχανε αδερφώσει τους αντίπαλους κι ο καθένας μάντευε ότι οι διαπραγματεύσεις θ' αρχίσουν από στιγμή σε στιγμή...".
  Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εξέδωσε διαταγή επιχειρήσεων για την επομένη. Μ' αυτή ο αρχιστράτηγος πληροφορούσε, ότι η προκεχωρημένη γραμμή του εχθρού εκτεινόταν στα υψώματα του Χαρμάνκιοι (Εύοσμος) και του Ντούντουλαρ (Διαβατά), έδινε δε διαταγή η μεν 7η μεραρχία και το απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου να επιτεθούν από το Τεκελί, η δε 3η μεραρχία να επιτεθεί από το Νταούτ-Μπαλί (Ωραιόκαστρο). Χρέη εφεδρείας θα εκτελούσε η 4η μεραρχία, που θα παρέμενε στο Βαθύλακο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Νεότερη Περίοδος

  Στις αρχές του 20ου αιώνα κατοικούσαν στο Τεκελί περίπου 60 οικογένειες γηγενών, στις οποίες προστέθηκαν 389 προσφυγικές οικογένειες, που αριθμούσαν 1.457 άτομα. Οι έποικοι του Τεκελί προέρχονταν κυρίως από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το Χαμζά Μπειλί της Μαγνησίας, το Κεμπίρ Σουρσουλούκ της Προύσας και το Σιναπλί της Ανατολικής Ρωμυλίας.
  Η πολυπληθέστερη ομάδα προσφύγων, αποτελούμενη από 185 οικογένειες, προέρχονταν από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, πατρίδα του επιφανούς λογοτέχνη Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896). Η Βιζύη είναι αρχαιότατη πόλη της Θράκης, ευρισκόμενη στους πρόποδες του βουνού Στράντζα, όπου σώζονται ερείπια παλαιών τειχών. Εξ αιτίας της προέλευσης των περισσοτέρων εποίκων του Τεκελί από τη Βιζύη, υπήρξαν σκέψεις μετονομασίας του οικισμού σε "Νέα Βιζύη". Όμως ο εντοπισμός της τοποθεσίας της αρχαίας Σίνδου επηρέασε καταλυτικά την επιλογή της νέας ονομασίας, η οποία προσδόθηκε το 1926, μετά από σχετική γνωμοδότηση της "Επιτροπείας Τοπωνυμιών της Ελλάδας".
  Το 1918 το Τεκελί έγινε αυτόνομη κοινότητα, με συνοικισμούς το "Τσαλίκοβο", το "Μαχμούτ", τη "Λάπρα", την "Κουλουπάντσα" και το "Κάτω Καβακλί".
  Το 1919 προσάρτηθηκε στην κοινότητα Τεκελί και ο οικισμός "Κασκάρκα", που μέχρι τότε δεν υπαγόταν σε κάποια κοινότητα. Το 1924 η Κασκάρκα έγινε αυτόνομη κοινότητα, ενώ το 1927 διαγράφηκαν ως ακατοίκητοι οι οικισμοί Τσαλίκοβο, Μαχμούτ και Κάτω Καβακλί. Τέλος το 1928 διαγράφηκε ως ακατοίκητος από την κοινότητα Σίνδου και ο οικισμός Κουλουπάντσα. Κατά την απογραφή του 1920 το Τεκελί είχε 694 κατοίκους, η Κουλουπάντσα 26 κατοίκους, το Κάτω Καβακλί 71 κατοίκους και το Μπειλίκι 19 κατοίκους. Το 1928 η Σίνδος αριθμούσε 1.820 κατοίκους, ενώ κατά την απογραφή του 1940 ο πληθισμός της Σίνδου ανερχόταν σε 3.692 κατοίκους. Το 1918 το δημοτικό σχολείο του Τεκελί στεγάσθηκε στο τριόροφο κονάκι του Χαμντή μπέη, που βρισκόταν στο κέντρο του οικισμού. Εκεί το σχολείο λειτούργησε μέχρι το 1936, οπότε μεταστεγάσθηκε στο νεόδμητο διώροφο κτίριο, που ανηγέρθηκε δίπλα στο κονάκι. Το "Κοινοτικόν Γραφείον" στεγαζόταν μέχρι το 1936 σ' ένα δωμάτιο, που υπήρχε δίπλα στον τοπικό ναό. Έκτοτε στεγάσθηκε στο ισόγειο του νεόδμητου κτιρίου, που ανηγέρθηκε δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Στον όροφο του κτιρίου αυτού στεγάσθηκε η Υπομοιραρχία Χωροφυλακής, που μεταφέρθηκε στη Σίνδο το 1925. Στη Σίνδο έδρευαν επίσης ταχυδρομείο και αγροτικό ιατρείο, στο οποίο υπηρετούσαν ο ιατρός Παπαθανασίου και ο φαρμακοποιός Δροσάκης.
  Οι Σινδιώτες εκκλησιάζονταν στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, που υπήρχε στο κέντρο του οικισμού. Ο ναός αυτός κατεδαφίσθηκε το 1966, μετά τα θυρανοίξια του νέου περικαλλούς ναού. Μέσα στο ναό φυλάσσεται το σεπτό σκήνωμα του ιερού Επιταφίου, που αποτελείται από περίτεχνα σκαλισμένο ξύλο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό έργο τέχνης, που φιλοτεχνήθηκε το 1912 στα Ιεροσόλυμα και μεταφέρθηκε στη Σίνδο από τα Αδανα της Μικράς Ασίας.
  Οι κάτοικοι της Σίνδου χρησιμοποιούσαν τακτικά το σιδηρόδρομο, αφού την περίοδο του μεσοπολέμου διέρχονταν καθημερινά από τη Σίνδο περίπου δέκα αμαξοστοιχίες. Οι επιβάτες τους αποβιβάζονταν στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, απ' όπου έπαιρναν το τραμ και κατευθύνονταν στο κέντρο της πόλης. Αρκετοί Σινδιώτες μετέβαιναν στη Θεσσαλονίκη με τα κάρρα τους, ακολουθώντας το χωματόδρομο, που υπήρχε κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.
  Η Σίνδος ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα ύδρευσης, αφού είχε ανέκαθεν άφθονο νερό. Την εποχή της τουρκοκρατίας υπήρχαν στον οικισμό σωλήνες, που από μικρό βάθος ανέβλυζαν άφθονο και εύγευστο νερό. Σταδιακά τα υπόγεια νερά της Σίνδου μειώθηκαν, εξ αιτίας των εκτεταμένων αντλήσεων που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή για την ύδρευση της Θεσσαλονίκης. Έτσι οι υδροφόροι σωλήνες αντικαταστάθηκαν από αρτεσιανά πηγάδια και χειροκίνητες αντλίες ("τουλούμπες"), οι οποίες αντλούσαν πλέον νερό από βάθος 30 περίπου μέτρων. Για το πότισμα των χιλιάδων ζώων της Σίνδου ανοίχθηκαν αρκετά αρτεσιανά πηγάδια. Χαρακτηριστικές είναι δύο αποφάσεις του τοπικού κοινοτικού συμβουλίου, που λήφθηκαν το Μάιο του 1935. Η πρώτη αφορά "...την κατασκευήν λεκάνης εις τα αρτεσιανά δια την ύδρευσιν των ζώων εν τη τοποθεσία Λάπρα" και η άλλη "...την αγοράν και τοποθέτησιν δύο αντλιών εις δύο αρτεσιανά ευρισκόμενα εν Καραγάτσια και Τσαλίκοβο". Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη της Σίνδου ήταν περιορισμένη και άγονη. Με την εξέλιξη της εκτέλεσης των αντιπλημμυρικών έργων και την αποξήρανση μέρους των ελωδών εκτάσεων έγινε διανομή κλήρου, αλλά δεν έλαβαν όλοι οι κάτοικοι χωράφια. Ενώ τα έργα προχωρούσαν και αποκαλύπτονταν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κάποιοι "...επιτήδειοι εκ των κατοίκων, με την πρόφασιν της ανεπαρκείας και ακαταλληλότητος των κλήρων των", κατελάμβαναν αυθαίρετα και καλλιεργούσαν αποξηρανθείσες εκτάσεις. Το γεγονός αυτό ανάγκασε το κοινοτικό συμβούλιο να διαθέσει "...εκ των τελευταίως αποξηρανθεισών εκτάσεων της Κοινότητας Σίνδου, στρέμματα μέχρι επτά χιλιάδας, κείμενα εις τας θέσεις Λάπρα, Τσαλικάδικο, Κολοπάντσα και Μπάς Μποστάν, επί πληρωμή του αντιτίμου αυτών, άνευ δημοπρασίας και δια κλήρου...".
  Το 1933 η Σίνδος γνώρισε προσωρινά την ηλεκτροδότηση. Αιτία υπήρξε η λειτουργία του αλευρόμυλου των πέντε αδελφών Παντελεμίδη, οι οποίοι συμβλήθηκαν με την τοπική κοινότητα για να ηλεκτροφωτίσουν τους δρόμους και κάποια σπίτια του χωριού με δική τους ηλεκτροπαραγωγό μηχανή. Τότε ηλεκτροδοτήθηκαν περί τα 20 σπίτια και τοποθετήθηκαν στους δρόμους της Σίνδου 60 "καντηλέρια", δηλαδή μικρές λάμπες, που με το ισχνό φως τους άμβλυναν το πηχτό σκοτάδι της νύχτας. Αν και η σύμβαση ηλεκτροδότησης είχε πενταετή διάρκεια, αυτή διακόπηκε βίαια και άδοξα την 11η Φεβρουαρίου 1936, όταν η πρωτοφανής καταιγίδα που ενέσκηψε εκείνη την ημέρα κατέστρεψε όλες τις καλωδιώσεις.
  Το 1930 ο "Φιλοπροοδευτικός Σύλλογος Σίνδου η Ομόνοια", που το ίδιο έτος αναγνωρίσθηκε από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Η ονομασία "Ομόνοια" επιλέχθηκε από τους ιδρυτές του σωματείου, ως έκφραση του διακαούς πόθου τους να σταματήσουν οι διαπληκτισμοί και οι έριδες που υπήρχαν μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων κατοίκων της Σίνδου. Τα μέλη της Ομόνοιας δραστηριοποιήθηκαν σύντομα και προχώρησαν σε μία πρωτοποριακή για την εποχή τους ενέργεια, που ήταν το ανέβασμα της κωμωδίας του Μολιέρου "Αγαθόπουλος ο Ξηροχωρίτης", ενώ ακολούθησαν οι θεατρικές παραστάσεις "Γκόλφω", "Εσμέ" και "Βαβυλωνία". Οι παραστάσεις αρχικά δίνονταν σε μία αποθήκη, αλλά μετά συνεχίσθηκαν στο νεόδμητο εντευκτήριο του συλλόγου, που κατασκευάσθηκε το 1934. Το εντευκτήριο αυτό, που έγινε γνωστό με την προσωνυμία "Λέσχη", δημιουργήθηκε δίπλα στο κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, με την προσωπική εργασία των μελών και των φίλων του συλλόγου.
  Κυριότερος χώρος αναψυχής ήταν τα "Καραγάτσια", ένα πανέμορφο αλσύλλιο από φτελιές (kara agac=μαύρο δένδρο), που βρισκόταν βόρεια της Σίνδου, δίπλα στο Ινστιτούτο Βάμβακος. Ο κατάφυτος από τα πανύψηλα, επιβλητικά και σκιερά δένδρα χώρος, προσείλκυε εκατοντάδες εκδρομείς, που έφθαναν στη Σίνδο οδικώς και σιδηροδρομικώς. Ιδιαίτερα την πρωτομαγιά δημιουργούνταν αδιαχώρητο από τον κόσμο, που πήγαινε στα Καραγάτσια "για να πιάσει το Μάη". Εκείνα τα χρόνια η πρωτομαγιά ήταν ένα λαϊκό πανηγύρι και οι καταστηματάρχες της Σίνδου μετέφεραν στα Καραγάτσια τα καφενεία τους, με όλο τον εξοπλισμό τους, ενώ διάφοροι λαϊκοί καλλιτέχνες διασκέδαζαν τα πλήθη των εκδρομέων. Με το σούρουπο οι εκδρομείς έκαναν τον καθιερωμένο περίπατό τους στο χώρο περιπάτου των σιδηροδρομικών γραμμών, απ' όπου πολλοί έπαιρναν το τραίνο της επιστροφής.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΣΙΝΔΟΣ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Για την ύπαρξη της αρχαίας Σίνδου υπάρχει μόνο η γραπτή μαρτυρία του Ηροδότου, ότι ο στόλος του Ξέρξη εισχώρησε στο Θερμαϊκό κόλπο και ναυλόχησε στη Θέρμη, στην πόλη Σίνδο και στη Χαλάστρα. Από την περιγραφή αυτή, γνωρίζουμε, ότι η Σίνδος ήταν παράλια πόλη και βρισκόταν μεταξύ της Θέρμης και της Χαλάστρας, πιθανότατα κοντά στις εκβολές του Εχεδώρου ποταμού.
  Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πληροφορία του Ηροδότου, ότι ο Εχέδωρος εξέβαλε στο έλος που υπήρχε στις εκβολές του Αξιού μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η Σίνδος κατά τους χρόνους των περσικών πολέμων βρισκόταν στην ανατολική όχθη του Εχεδώρου, αφού η παράλια περιοχή της δυτικής όχθης του ήταν βαλτότοπος. Πρόκειται για εκτίμηση που είναι σύμφωνη με το χάρτη, τον οποίο σχεδίασε υποθετικά για την περίοδο μεταξύ των ετών 600 έως 450 π.Χ. ο Αγγλος ιστορικός Ν. Hammond. Όμως η εκτίμηση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με το χάρτη, που σχεδίασε ο ίδιος ιστορικός για τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Στον τελευταίο αυτό χάρτη ο μεν Εχέδωρος απεικονίζεται σε διαφορετική κατεύθυνση με αυτή που έχει στον προηγούμενο χάρτη, η δε Σίνδος τοποθετείται στη δυτική όχθη του σε σημείο, που προσεγγίζει τη θέση του σημερινού οικισμού.
  Με δεδομένο το γεγονός, ότι η Σίνδος ήταν παράλια πόλη σε συνδυασμό και με την εκτίμηση, ότι τα πλησιέστερα προς τη θάλασσα προσχωσιγενή εδάφη της περιοχής δημιουργήθηκαν κατά τις τελευταίες χιλιετίες συμπεραίνεται, ότι η αρχαία Σίνδος βρισκόταν μάλλον βορειότερα του σημερινού οικισμού. Το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο και με την πιθανολόγηση του καθηγητή Μ. Τιβέριου, ότι η αρχαία Σίνδος βρισκόταν στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου, κοντά στο αρχαίο νεκροταφείο.
  Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι η Σίνδος υπήρξε μία από τις 26 πόλεις, των οποίων οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν από το βασιλιά Κάσσανδρο και εγκαταστάθηκαν στη νεοϊδρυθείσα Θεσσαλονίκη. Αυτό συνάγεται τόσο από την ελάχιστη απόσταση, που μεσολαβούσε μεταξύ αυτής και της νέας πόλης, όσο και από τη μαρτυρία του Στράβωνα, ότι ο Κάσσανδρος μετέφερε κατοίκους από τη Χαλάστρα, η οποία βρισκόταν στην ίδια διαδρομή με τη Σίνδο, αλλά μετά απ’αυτήν. Είναι λοιπόν απίθανο να μη μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη κάτοικοι από τη Σίνδο, ενώ μεταφέρθηκαν από τη γειτονική της Χαλάστρα. Εξ άλλου η απαρίθμηση από το Στράβωνα των ιδρυτικών πόλεων είναι ενδεικτική, αφού από το σύνολο των 26 πόλεων αναγράφονται μόνο έξι. Την εκδοχή της συμμετοχής των κατοίκων της αρχαίας Σίνδου στην ίδρυση της Θεσσαλονίκης θεωρεί πιθανή και ο Μ. Δήμιτσας, ο οποίος γράφει τα εξής "Η δε Σίνδος και Σίνθος καλούμενη, εκείτο εν τη παραλία του Θερμαϊκού κόλπου, μεταξύ Χαλάστρας και Θέρμης, παρά την εκβολή του Εχεδώρου ποταμού, περί της οποίας ουδέν άλλο γινώσκομεν εκ της ιστορίας, ει μη ότι υπήρχε προ του Ηροδότου, πιθανότατα δε εξέλιπε και αυτή επί Κασσάνδρου, μετοικίσαντος τους κατοίκους πάντων των πέριξ πολισμάτων εις την Θεσσαλονίκην".
  Ο Δήμιτσας καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η Σίνδος "εξέλιπε" μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης βασιζόμενος προφανώς στη μη αναγραφή της ονομασίας της σε επόμενες ιστορικές πηγές, όσο και στη χρησιμοποίηση από το Στράβωνα της μετοχής "καθελών". Το πιθανότερο όμως είναι ότι η Σίνδος, που βρισκόταν πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη, υπέστη την έντονη επιρροή της νεοϊδρυθείσας πόλης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μετεγκατάσταση πολλών κατοίκων της. Έτσι η Σίνδος έχασε σταδιακά σημαντικό μέρος του πληθυσμού της και μεταβλήθηκε πιθανότατα σ’ένα μικρό χωριό, όπως άλλωστε συνέβη και με άλλες ιδρυτικές πόλεις της Θεσσαλονίκης, οι οποίες εξακολούθησαν μεν να υφίστανται και μετά την ίδρυσή της, πλην όμως υπέστησαν την έντονη επιρροή της και περιέπεσαν σε ασημότητα. Την αρνητική αυτή επίδραση υπέστησαν περισσότερο οι παράλιες πόλεις, όπως η Χαλάστρα, η Σίνδος και η Αίνεια και λιγότερο οι μεσόγειες, όπως η Στρέψα, ο Κισσός, ο Ανθεμούς και η Απολλωνία. Ο Δήμιτσας αναφέρει, ότι η Σίνδος ονομαζόταν και "Σίνθος". Την ονομασία αυτή, που προέρχεται από την αντικατάσταση του συμφώνου "δ" με το άλλο οδοντικό σύμφωνο "θ", χρησιμοποιεί πρώτος ο βυζαντινός λεξικογράφος Στέφανος, ο οποίος στο λεξικό του "Περί πόλεων" γράφει "ΣΙΝΘΟΣ, πόλις παρά τω Θερμαίω κόλπω. Ηρόδοτος εβδόμη. Το εθνικόν "Σίνθιος", δηλαδή "ΣΙΝΘΟΣ", πόλη δίπλα στον Θερμαικό κόλπο. Από τον Ηρόδοτο (αναφέρεται) στο έβδομο βιβλίο του. Ο κάτοικος (ονομάζεται) «Σίνθιος ».
  Η ονομασία Σίνδος είναι προελληνική, αφού στα διάφορα προελληνικά φύλα , όπως ήταν οι Πελασγοί, οι Κάρες και οι Λέλεγες αποδίδεται η προέλευση τοπωνυμίων με τις καταλήξεις "νθος" και "νδος", όπως Πίνδος, Λίνδος, Σίνδος, Ολυνθος, Ζάκυνθος κτλ. Τα προελληνικά αυτά τοπωνύμια διατηρήθηκαν στην ελληνική γλώσσα, η οποία δέχθηκε πολλές προελληνικές λέξεις κατά την συγχώνευση των πρώτων ελληνικών φύλων με τους προηγουμένους κατοίκους του ελλαδικού χώρου.
  Κατά την εκτίμησή μας η προέλευση της ονομασίας της αρχαίας Σίνδου σηματοδοτεί την "φυλετική ταυτότητα" των ιδρυτών της, που πιθανότητα ήταν οι Σίνδιες ή Σίντιες. Αυτοί κατοικούσαν στην Λήμνο και είχαν φήμη διάσημων μεταλλουργών και τρομερών πειρατών , που έφθασαν ως τις Ινδίες. Η ονομασία τους προέρχεται από τους ιερείς τους, που έφεραν την ονομασία Σίνδιες εξαιτίας των "σινδόνων" δηλαδή των λεπτών υφασμάτινων χιτώνων, τους οποίους φορούσαν όταν χρησμοδοτούσαν.
  Την ύπαρξη των Σινδίων πληροφορούμαστε από τον Όμηρο, ο οποίος κάνει λόγο για τους κατοικούντες στην Λήμνο "αγριοφώνους Σίντιας". Μάλιστα στην Ιλιάδα ο Όμηρος αναφέρει, ότι οι Σίντιες υποδέχθηκαν και φιλοξένησαν στην Λήμνο τον θεό της φωτιάς Ήφαιστο, ο οποίος εγκατέστησε στο νησί τα μπρούτζινα χυτήριά του, από όπου ο Προμηθέας έκλεψε την φωτιά και την χάρισε στο ανθρώπινο γένος . Ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι παλαιότερα κατοικούσαν στην Λήμνο και στην Αθήνα οι Τυρσηνοί πειρατές οι οποίοι μετώκησαν στα παράλια της Χαλκιδικής. Τότε πιθανότατα οι προέλληνες κάτοικοι της Λήμνου ίδρυσαν την αρχαία Σίνδο στα παράλια του Θερμαικού κόλπου. Στους Σίνδιες αναφέρεται και ο Στράβων, ο οποίος γράφει ότι αυτοί ήταν Θράκες και κατοικούσαν στην Λήμνο, από όπου πέρασαν στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα, σε περιοχή που ονομάστηκε από αυτούς "Σιντική".
  Ο λεξικογράφος Στέφανος αναφέρει, ότι υπήρχε πόλη της Μακεδονίας κοντά στην Θράκη με την ονομασία "Σίντια", στην οποία κατοικούσαν οι Σιντοί . Ο ίδιος γράφει, ότι ο Εκαταίος αναφέρει κάποια πόλη της Λυκίας, περιοχής της Μικράς Ασίας, με την ονομασία "Σίνδια", που οι κάτοικοί της ονομάζονταν "Σίνδιοι". Η ύπαρξη πόλεων με ονομασίες παρεμφερείς της Σίνδου συνετέλεσε στη διαμόρφωση της ατεκμηρίωτης άποψης, ότι η ονομασία της προέρχεται από την αρχαία σκυθική πόλη Σίνδα, που βρισκόταν στον Εύξεινο Πόντο και με την οποία οι κάτοικοι της Σίνδου είχαν ίσως αναπτύξει εμπορικές, πολιτιστικές και κοινωνικές σχέσεις.
  Από τα προαναφερθέντα προκύπτει, ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Σίνδου ήταν πιθανότατα Πελασγοί. Στη συνέχεια η Σίνδος κατοικήθηκε από διάφορα θρακικά και ελληνικά φύλα και ο πληθυσμός της υπήρξε ανάμικτος από Πελασγούς, Μύγδονες και Ίωνες. Αυτό συνάγεται από Την πληροφορία του λεξικογράφου Στέφανου, ότι η Θέρμη ήταν "πόλις Ελλήνων Θρηίκων", την ανεύρεση στο αρχαίο νεκροταφείο της Σίνδου χρυσού δαχτυλιδιού, στο οποίο είναι χαραγμένη η λέξη "ΔΩΡΟΝ" σε ιωνική γραφή και την ανακάλυψη στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου οστράκων με τα ιωνικά ονόματα Αργαθώνιος, Ίων, Εύδικος και Μενέστρατος.
  Οι Σίνδιοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το εμπόριο και την αλιεία. Αλλη αξιόλογη ασχολία των αρχαίων Σίνδιων ήταν η συλλογή χρυσού από την κοίτη του Εχεδώρου ποταμού. Το ευγενές αυτό μέταλλο αφθονούσε στην περιοχή εξ αιτίας των κοιτασμάτων του Εχεδώρου, κάτι που επιβεβαιώνουν τα πολλά και περίτεχνα χρυσά κτερίσματα, τα οποία βρέθηκαν στο αρχαίο νεκροταφείο της Σίνδου.
  Με βάση την πιθανολόγηση του καθηγητή Μ. Τιβέριου, ότι η διπλή τράπεζα της Αγχιάλου ταυτίζεται με την αρχαία Σίνδο συμπεραίνουμε, ότι οι Σίνδιοι εισήγαγαν λάδι από την Αττική και τη Σάμο και είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στο χιώτικο κρασί. Επίσης η επείσακτη κεραμική πολυτελείας, που βρέθηκε στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου, πιστοποιεί τις άμεσες ή έμμεσες εμπορικές σχέσεις των Σινδίων με την Εύβοια, τη Θεσσαλία, την Κόρινθο, την Αττική, τη Βοιωτία, την Ιωνία και τα διάφορα νησιά του Αιγαίου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΣΤΡΥΜΟΝΑΣ (Δήμος) ΣΕΡΡΕΣ
Προϊστορικοί Χρόνοι
   H περιοχή της αρχαίας πόλης κατοικείται από την εποχή του χαλκού, σύμφωνα με εργαλεία και αντικείμενα που έχουν βρεθεί και ανήκουν στη συγκεκριμένη περίοδο.
Κλασικοί - Ρωμαϊκοί Χρόνοι
  Στα κλασικά χρόνια, η περιοχή αναφέρεται από τον Αισχύλο στις «Ικέτιδες» και το Θουκυδίδη στην «Ιστορία» και οι κάτοικοί της, οι Βισάλτες θεωρούνται Πελασγικής καταγωγής. Οι αρχαίοι ιστορικοί (Ηρόδοτος, Στράβων) αναφέρουν ότι οι Έλληνες του νότου χρησιμοποιούσαν τη λίμνη του Αχίνου και τους παρόχθιους οικισμούς της περιοχής ως γέφυρα για να επικοινωνούν με την πλούσια ενδοχώρα της Φυλλίδας και να εκμεταλλεύονται τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές (ξυλεία, μεταλλεύματα κ.λπ.).
  Βάσει της επιτύμβιας επιγραφής η περιοχή ταυτιζόταν με την κώμη Ολδηνών, αλλά μετά την ανακάλυψη των ψηφισμάτων η περιοχή ταυτίζεται με την αρχαία Βέργη.
  Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που ανήκουν σε διάφορες περιόδους της αρχαιότητας, από τον 6ο αιώνα μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μεταξύ των άλλων, μαρμάρινα μέλη αγαλμάτων, χάλκινα αγαλματίδια, πήλινα ειδώλια, λυχνάρια, τα τμήματα αγγείων, και τα νομίσματα διαφόρων εποχών πιστοποιούν τη μακρόχρονη ιστορία της πόλης. Επίσης, στο νεκροταφείο του οικισμού αποκαλύφθηκαν πολυάριθμοι τάφοι, ορισμένοι από τους οποίους ήταν πλούσια κτερισμένοι και είχαν θαυμάσια επιτύμβια ανάγλυφα. Ένα τέτοιο ανάγλυφο της ελληνιστικής εποχής που αναπαριστά έναν ιππέα, βρέθηκε πριν από λίγα χρόνια και σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών.
  Εξίσου σημαντικός οικισμός της περιοχής κατά την περίοδο της αρχαιότητας ήταν και αυτός που έχει εντοπιστεί στα όρια του σημερινού οικισμού του Πεθελινού και συγκεκριμένα στη θέση «Φυλάκιο». Πρόκειται για έναν παρόχθιο οικισμό (το όνομα προέρχεται από το πόθος και λίνος= δίχτυ ψαράδων) στην πρώην λίμνη του Αχινού, η έκταση του οποίου υπολογίζεται σε 50 στρ. περίπου και που ιδρύθηκε κατά την κλασική εποχή, ενώ τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν την ύπαρξή του και στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο.
  Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο και φιλόλογο Πέτρο Σαμσάρη ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα. Μεταξύ άλλων βρέθηκαν χάλκινη ομφαλωτή φιάλη, αρύβαλλος από φαγεντιανή, όστρακα από μελανόμορφα αγγεία, με σπουδαίες παραστάσεις. Επίσης βρέθηκαν μαρμάρινα μέλη ανδρικών και γυναικείων αγαλμάτων, χείλη, λαβές και βάσεις άβαφων και μελαμβαφών αγγείων, βάσεις οξυπύθμενων θασιακών κυρίως αμφορέων καθώς και τμήμα πήλινης πυρομιδόσχημης αγνύθας. Τα ίχνη καμίνευσης σιδήρου φανερώνουν την ύπαρξη οργανωμένης βιοτεχνικής παραγωγής. Στη θέση Βρυσούδια, στο φυσικό λιμάνι της περιοχής, σώζονται λείψανα ξύλινης αποβάθρας και πέτρινοι κίονες, όπου οι ψαράδες του αρχαίου οικισμού έδεναν τις βάρκες τους.
Βυζαντινοί - Νεώτεροι Χρόνοι
  Οι πληροφορίες για τα πρώτα βυζαντινά χρόνια στην περιοχή του Νομού Σερρών είναι λίγες και προέρχονται από τα λείψανα εκκλησιών και οικισμών. Ένας από αυτούς είναι ο Πεθελινός, η κώμη της κλασικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, που συνεχίζει να κατοικείται και στην εποχή της δυναστείας των Ανδρόνικων (13ος και 14ος αι.) αναφέρεται σε έγγραφα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών με το τοπωνύμιο Ποθοληνός (τα έτη 1259, 1322 και 1365). Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ο Πεθελινός αναφέρεται με ονομασίες σε ουδέτερο γένος όπως Πισιλινιού (1721), Πιθιλινό (1875), Πιθολινό (1886), Πυθηλινό ή Πηθυλινό (1905). Η παράδοση έχει διασώσει και την τοπωνυμία Κιουτσούκ ή Γκουτζούκ Ισταμπούλ (=μικρή πόλη).
  Επίσης, στο Παραλίμνιο υπήρχε οικισμός, γνωστός από βυζαντινά έγγραφα ως «Χωρίον του Βερνάρους». Μάλιστα, σε αυτοκρατορικό διάταγμα του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου αναφέρεται ότι στο χωριό αυτό υπήρχε ναός της Αγίας Βαρβάρας, ο οποίος ήταν μετόχι της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Στρυμώνα


ΤΕΡΠΝΗ (Κωμόπολη) ΣΕΡΡΕΣ
  Η Τερπνή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν τσιφλίκι ενός Τούρκου αξιωματούχου και ονομαζόταν «Τσιαρπίστα», πιθανότατα από το Τσιάρπ που σημαίνει στα τουρκικά εργαλείο άντλησης νερού, επειδή στην περιοχή υπήρχαν, και υπάρχουν ακόμη, πολλές πηγές νερού.
  Επίσης αξίζει να αναφερθεί στην ιστορία του χωριού και η ηρωϊκή μορφή του Μαυρουδή, αρματωλού που καταγόταν από την Τερπνή και δρούσε στην περιοχή της Νιγρίτας προστατεύοντας τους κατοίκους από επιθέσεις επιδρομέων Αλβανών. Ωστόσο, το 1726 ο Μαυρουδής κατέλυσε την τουρκική κυριαρχία, πράγμα που του στοίχισε τη ζωή, αφού οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον έκαψαν ζωντανό μαζί με τους συντρόφους του. Οι κάτοικοι της περιοχής "ύφαναν" προς τιμήν του ένα δημοτικό τραγούδι το οποίο σώζεται ως τις μέρες μας.
  Τέλος, θα πρέπει να μνημονευθεί και η κρίσιμη μάχη που έδωσαν τα ελληνικά στρατεύματα με τους Βούλγαρους την 17η Φεβρουαρίου 1913 στη θέση Πλατανούδια της Τερπνής. Με τη μάχη αυτή αποκρούστηκε εισβολή των Βουλγάρων στο χωριό. Σήμερα στο πεδίο της μάχης υπάρχει ηρώον και η 17η Φεβρουαρίου αποτελεί τοπική γιορτή που θυμίζει στους κατοίκους τα γεγονότα του 1913, καθώς και το ότι για την ελευθερία χρειάστηκε να γίνουν πολλές μεγάλες θυσίες.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Νιγρίτας


ΤΟΡΩΝΗ (Δήμος) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Η ονομασία του Δήμου προέρχεται από τη Μυθολογία, την Τορώνη, σύζυγο του Πρωτέα, γιού του θεού της θάλασσας, Ποσειδώνα. Την αρχαία Τορώνη την ίδρυσαν Χαλκιδείς άποικοι τον 8ο αιώνα π.Χ.. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η Τορώνη ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις της Χαλκιδικής. Είχε δικό της νόμισμα και αποτελούσε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας. Στην ακρόπολη της Λυκήθου υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά Αθηνά. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο υπήρξε στόχος των Αθηναίων και των Σπαρτιατών. Ο Θουκυδίδης ιστορεί ότι το 423 π.Χ. την κατέλαβε ο Σπαρτιάτης Βρασίδας. Το 348 π.Χ. η πόλη περιήλθε στο κράτος του Φιλίππου Β'. Το 168 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι και η πόλη παρήκμασε. Στη Βυζαντινή εποχή η περιοχή έγινε μετόχι αγιορείτικων μονών. Τα ισχυρά τείχη της και άλλα κτίσματα καταστράφηκαν το 19ο αιώνα,όταν οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους γρανιτόλιθους, με τους οποίους ήταν χτισμένα, για την επίστρωση κεντρικών οδών Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Η Συκιά επίσης υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα και πιo δραστήρια χωριά της Χαλκιδικής, με ενεργό συμμετοχή στις επαναστάσεις του 1821 και 1854 κατά των Τούρκων. Κατά την Βυζαντινή εποχή η Συκιά αναφέρεται ως Λογγός, έδρα Καπετανικίου Αγιορείτικων μονών. Το 1821 οι Συκιώτες, φύσει ανυπότακτοι και με πολεμική παράδοση στην θάλασσα ( πολλοί ως πειρατές) επαναστάτησαν και με αρχηγό τον Στάμο Χάψα προχώρησαν προς την Θεσσαλονίκη. Κοντά στην Μονή Αγ. Αναστασίας έδωσαν φοβερή μάχη με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις και πολλοί έπεσαν εκεί για την ελευθερία. Το 1854 ο Τσάμης Καρατάσιος από εδώ άρχισε την επανάσταση. Σύμφωνα μαλιστα με την παράδοση, η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στη Συκιά κάηκε μαζί με τους Τούρκους, που είχαν καταφύγει σε αυτήν και αρνούνταν να παραδοθούν, υπό τον Τσάμη Καρατάσο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Τορώνης


ΤΡΙΦΥΛΛΙ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το Τριφύλτσοβο, όπως έλεγαν τότε το Τριφύλλι, είχε ελάχιστα σπίτια και ήταν περιτριγυρισμένο από βάλτους. Οι περιοχές Τσαΐρα και Νησί, δυτικά του χωριού, αποτελούσαν το Ρουμάνι, με θαμνώδη βλάστηση και πολλές πηγές νερού. Ο ποταμός Μπαλίτζας περνάει από την ανατολική πλευρά του χωριού, όπου υπήρχε βάλτος με μεγάλη ποικιλία πανίδας. Μετά την αποξήρανση του βάλτου, η γη μοιράστηκε στους κατοίκους και μέχρι σήμερα αποτελεί την πιο γόνιμη περιοχή της κοινότητας. Το 1922 ήρθαν στο χωριό πρόσφυγες από τον Πόντο και το 1924 από τη Θράκη.
  Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια τριφυλλιού, σουσαμιού, καλαμποκιού, σιταριού, αμπελιών, μουριών και την παραγωγή κουκουλιών μεταξιού και κρασιού. Ο οικισμός υπαγόταν στην κοινότητα Δροσερού μέχρι το 1951, οπότε και περιήλθε στην κοινότητα Γυψοχωρίου. Το 1977 δημιουργήθηκε η κοινότητα Τριφυλλίου με οικισμό το Γυψοχώρι. Από το 1947, έτος που κάηκε το Δροσερό, ως το 1955 λειτούργησε στο Τριφύλλι ο Αστυνομικός Σταθμός Δροσερού. Τις δεκαετίες '60-'70 έντονο ήταν το μεταναστευτικό κύμα των κατοίκων προς Γερμανία, Αμερική και Αυστραλία.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


Ιστορία Χαλκιδικής

ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ (Νομός) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Η Ελληνική μυθολογία αναφέρεται συχνά στη Χαλκιδική: στην Κασσάνδρα βρίσκεται θαμμένος ο γίγαντας του σεισμού, Εγκέλαδος. Ο Aθως πάλι σχηματίστηκε από το βράχο που έριξε εναντίον των θεών ο ομώνυμος Γίγαντας, μα και η Σιθωνία οφείλει το όνομά της στο Σίθωνα, το γιο του Ποσειδώνα. Μύθοι θα πει κανείς. Υπονοούν όμως την προσπάθεια που καταβλήθηκε για να ερμηνευτούν, από τα πολύ παλιά χρόνια, οι ιδιορρυθμίες αυτού του χώρου. Η επιστημονική έρευνα πάντως έχει καταδείξει ότι η γεωμορφολογία της παλαιοντολογικής Χαλκιδικής ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Διαφορετική σίγουρα ήταν και η χλωρίδα και η πανίδα της. Τα απολιθωμένα λείψανα ελεφαντοειδών και άλλων εξαφανισμένων ειδών που βρέθηκαν στη Νικήτη και έχουν εντοπιστεί στα Βραστά, στην Τρίγλια κ.α. αποτελούν μάρτυρες μιας άλλης εποχής, που μάλλον δεν είδε ποτέ ανθρώπινο γένος. Επίσης τα ευρήματα στο Σπήλαιο των Πετραλώνων απέδειξαν ότι η παρουσία του ανθρώπου εδώ ξεπερνά τις 700.000 χρόνια, ενώ το κρανίο του αρχανθρώπου υπολογίζεται πως έχει ηλικία 200.000 ετών περίπου. Εγκαταστάσεις οργανωμένης κοινωνίας έχουμε στη Χαλκιδική από το 4.000 π.Χ. και οι παλαιότεροι κάτοικοί της ήταν Θράκες και Πελασγοί.
  Τον 8ο αι. π.Χ. πλήθος κατοίκων καταφθάνει στην περιοχή, προερχόμενο κυρίως από την Χαλκίδα (εξού Χαλκιδική) και την Ερέτρια. Το 5ο αι. π.Χ. οι σημαντικότερες πόλεις της είναι: Αίνεια, Γίγωνος, Λίπαξος, Ποτίδαια, Σάνη, Μένδη, Σκιώνη, Αιγαί, Νεάπολις, Αφυτις, Ολυνθος, Σερμύλη, Γαληψός, Τορώνη, Σάρτη, Σίγγος, Πύλωρος, Δίον, Κλεωναί, Ολόφυξος, Ακανθος, Στάγιρα, Απολλωνία, Αρναία, Ανθεμούς. Πολλές από αυτές αποτελούν συνέχεια προϊστορικών οικισμών, που υπήρχαν στην ίδια θέση. Στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. οι 32 σπουδαιότερες πόλεις ιδρύουν υπό την ηγεσία της Ολύνθου, το "κοινόν των Χαλκιδέων", το οποίο θα διαλυθεί το 379 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες. Το 348 π.Χ. ο Φίλιππος ενσωματώνει την περιοχή στο Μακεδονικό Βασίλειο. Στα Ελληνιστικά χρόνια ιδρύονται τρεις μεγάλες πόλεις: Κασσανδρεία (315), Ουρανούπολις (315) και Αντιγόνεια (στη μέση της Καλαμαριάς το 280 π.Χ.). Το 168 π.Χ. περνά στα χέρια των Ρωμαίων και παρακμάζει καθώς οι πόλεις της περιήλθαν υπό τον έλεγχο Ρωμαίων εμπόρων κυρίως.
  Το Χριστιανισμό η Χαλκιδική πρέπει να ασπάστηκε το 50 μ.Χ. (τότε δηλαδή που ο Απόστολος Παύλος πηγαίνοντας από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη είχε περάσει και από την Απολλωνία). Στους Χριστιανικούς αιώνες θα δεχθεί πολλές καταστροφικές επιδρομές όπως των Γότθων (269), των Ούννων (6ο αι.) και των Καταλανών (1307). Κατά τον 9ο αι. οργανώνεται η μοναστική πολιτεία του Αγίου Ορους. Το 855 ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών με χρυσόβουλο ορίζει "του λοιπού αθορύβους και αταράχους διάγειν τους μοναχούς" έως της συντελείας του αιώνος. Κατά τον 10ο αι. ένα πλήθος μονυδρίων βρίσκονταν συγκεντρωμένο γύρω από τις Καρυές. Το 963 κτίζεται η Μονή της Μ. Λαύρας και στη συνέχεια οι υπόλοιπες 19 Μονές. Έκτοτε η Αγιώνυμη πολιτεία αποτελεί ένα ιδιόμορφο κόσμο. Τόπος μυστηρίου, της σκληρής άσκησης και του πνευματικού προσανατολισμού, μπόρεσε να διασώσει στο χρόνο τους πολύτιμους θησαυρούς του, να καλλιεργήσει την ελληνοχριστιανική παιδεία και να συνδράμει στη διάσωση της εθνικής συνείδησης στις δύσκολες για το έθνος εποχές. Μετά τον 10ο αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργούμενης γης πέρασε στα χέρια των Αγιορειτών ("Μετόχια"¨). Από τους συνοικισμούς δε των κολίγων των μονών προήλθαν πολλά νέα χωριά, που αναπτύχθηκαν πλάι στα υπάρχοντα. Μετά το 12ο αιώνα στα πλαίσια της τότε διοικητικής μεταρρύθμισης διαιρέθηκε στα καπετανίκια: Καλαμαριάς, Ερμηλείας, Ιερισσού, Κασσανδρείας και Λογγού. Στα μέσα του 14ου αιώνα ένα μεγάλο μέρος της Χαλκιδικής προσαρτήθηκε στο Σερβικό κράτος, ενώ πριν την υποδούλωση στους Τούρκους η Κασσάνδρα και άλλες παραλιακές περιοχές βρέθηκαν υπό τους Βενετούς.
  Το 1430 υποδουλώθηκε στους Τούρκους και αποτέλεσε τμήμα του σαντζακιού της Θεσ/νίκης . Διαιρέθηκε σε τρεις φορολογικές περιφέρειες: της Κασσάνδρας, περιοριζόμενη στα φυσικά όριο της Χερσονήσου, των Χασικοχωρίων, που περιλαμβάνει "όλη την καλλιεργήσιμη γη και τα ήμερα βουνά που εκτείνονται ως τον Τορωναίο και το Θερμαϊκό" και τέλος των Μαντεμοχωρίων. Ξεχωριστή βέβαια περιοχή αποτελούσε το Αγιο Όρος. Παρά τα ειδικά προνόμια κάθε περιφέρειας, την περίοδο της δουλείας οι Χαλκιδικιώτες υπέφεραν, όπως και οι υπόλοιποι έλληνες, από τις αυθαιρεσίες της τυραννικής εξουσίας. Μπόρεσαν όμως και την πίστη τους να μη χάσουν και την εθνική τους συνείδηση να διατηρήσουν. Στα τέλη του 18ου αιώνα όλες οι περιφέρειες σημειώνουν ανάπτυξη (αύξηση σιτοπαραγωγής, μεταξοσκωληκοτροφία, κτηνοτροφία). Εξαιτίας αυτής της ευημερίας τα παραλιακά χωριά αντιμετωπίζουν πολλές επιδρομές πειρατών. Στα Μαντεμοχώρια μάλιστα η Πύλη το 1775 εμπιστεύεται την εκμετάλλευση των αργυρωρυχείων στα 12 μεγάλα χωριά της περιοχής - στο "Κοινό των Μαδεμίων" - κι έτσι δημιουργείται ένας εκτεταμένος μεταλλευτικός συνεταιρισμός με χωριστή δική του κοινοτική διοίκηση. Τον Μάιο του 1821 επαναστατεί, υπό την ηγεσία του Εμμανουήλ Παππά, χωρίς επιτυχία με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς. Θα δυναμώσει όμως πάλι και το 1854 θα συγκλονιστεί από νέα επανάσταση υπό τον Τσιάμη Καρατάσο. Επαναστατικός αέρας έπνευσε στη Χαλκιδική και το 1878, όμως οι Τούρκοι πήραν έγκαιρα προληπτικά μέτρα και η κίνηση ματαιώθηκε. Στις αρχές του αιώνα μας η Χαλκιδική παίρνει μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα. Πολλοί Χαλκιδικιώτες όχι μόνο συμμετέχουν στα διάφορα σώματα των Μακεδονομάχων, αλλά φτιάχνουν και οι ίδιοι μικρότερα σώματα και πολεμούν κατά των κομιτατζήδων. Η πολυπόθητη ελευθερία θα έλθει τελικά τον Οκτώβριο του 1912.
  Το 1922, τέλος, με την εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων από την Μ. Ασία άρχισε μια καινούρια φάση στην ιστορία της Χαλκιδικής. Πλάι στα ντόπια χωριά φύτρωσαν 27 καινούρια, η συμβολή των οποίων στην οικονομική και πολιτιστική εξέλιξη της Χαλκιδικής είναι σοβαρότατη.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Νομαρχίας Χαλκιδικής


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ