gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 54 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (54)

Ανάμεικτα

Γρεβενά

ΓΡΕΒΕΝΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Ενώ η ζωή στην ευρύτερη περιοχή του νομού ανιχνεύεται από αρχαιοτάτων χρόνων, παραμένει άγνωστο πότε και πώς ιδρύθηκε η πόλη των Γρεβενών και ποια ακριβώς πορεία και εξέλιξη είχε στο πέρασμα των αιώνων. Είχε την ατυχία, από την αρχαιότητα ακόμη η πόλη αυτή να αποτελεί το αναγκαστικό πέρασμα φιλικών και μη στρατευμάτων από την Κάτω Μακεδονία και Ορεστιάδα προς Ηπειρο και Θεσσαλία και αντίστροφα. Το γεγονός αυτό, πέρα από τις απερίγραπτες δοκιμασίες, είχε σαν συνέπεια τις συνεχείς καταστροφές, με αποτέλεσμα για ολόκληρους αιώνες να μην συναντά κανείς ούτε απλή αναφορά του ονόματος της πόλης αυτής.
  Τα Γρεβενά αναφέρονται για πρώτη φορά σε κείμενο με το όνομα Γριβάνα από τον Κων/νο Πορφυρογέννητο (905-953). Σε Βυζαντινά χειρόγραφα του 10ου αιώνα, ο Επίσκοπος Γρεβενών τοποθετείται 6ος στη σειρά ή τάξη, σε σύνολο 16 Επισκόπων της Αρχιεπισκοπής Αχριδών, δείγμα της υπεροχής κοινωνικής, πολιτικής και πληθυσμιακής. Το 13ο αιώνα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης Απόπαυκος, σε τμήμα της αλληλογραφίας του περιγράφει ως εξής την πόλη: «Γρεβενά, πόλις αξιόλογος, έχουσα κλήρον ευπαίδευτον και πάν ό,τι ηδύνατο να θέλγει την ψυχήν».
  Στο διάστημα 1600 - 1800 για την ίδια πόλη διατηρούνται δύο ονόματα, άλλοτε σαν σύνθετη ονομασία «Γρεβενά - Αυλαίς» και άλλοτε σαν επεξήγηση «Γρεβενά - Αυλαίς, κοινώς λεγόμενα». Ετσι εξηγούνται τόσο κάποιες πληροφορίες ηλικιωμένων που έλεγαν ότι η πόλη ήταν χτισμένη πιο ψηλά στις Αυλές, όσο και κάποια συμπεράσματα νεότερων ερευνητών που θέλουν σαν πρώτη ονομασία των Γρεβενών το όνομα Αυλαίς. Το 1806 ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ ευρισκόμενος στα Γρεβενά γράφει: «το Γρεβενό το ίδρυσε μια ομάδα αποίκων που ξεπετάχτηκαν από το κάστρο της Βουχαλίτσας. Αυτή πάλι είναι μια πόλη που βρίσκεται στον όχτο του Βενέτικου και πιστεύουν πως είναι ο Εύρωπος των αρχαίων. Το Γρεβενό οι Τούρκοι κάτοικοι το λένε Guerebene και είναι ένα κεφαλοχώρι με 150 σπίτια χωρισμένα σε δύο μαχαλάδες, σκόρπιους στους όχτους ενός ξεροπόταμου. Πριν 25 χρόνια λογάριαζαν πως είχε περισσότερες από 2.000 φαμίλιες, που χάθηκαν στις εμφύλιες φαγωμάρες τους...».
  Σε κατάσταση της Μητρόπολης Γρεβενών με ημερομηνία 22/7/1858, στα Γρεβενά φαίνεται να κατοικούν 92 χριστιανικές οικογένειες. Στις 13/10/1912 τα Γρεβενά απελευθερώνονται από τον Τουρκικό ζυγό. Το 1964 (Ν.Δ. 4398) η πόλη των Γρεβενών γίνεται πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος νομού.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

Δεσκάτη

ΔΕΣΚΑΤΗ (Κωμόπολη) ΓΡΕΒΕΝΑ
  Τόπος κατοικημένος από τη νεολιθική εποχή η Δεσκατιώτικη Ποταμιά, όπως φανερώνουν τα ευρήματα στις θέσεις Καστρί και Λουτρό, με δύο τουλάχιστον οικισμούς - πόλεις στους ιστορικούς χρόνους, ερείπια των τειχών των οποίων σώζονται ακόμη και σήμερα, ενώ η προχριστιανική εγκατοίκηση της διήρκεσε μέχρι τον 5ο - 6ο αιώνα μ.Χ.
  Οι γραπτές πηγές για την περιοχή κατά την α χιλιετηρίδα μ.Χ. είναι ανύπαρκτες. Αρχικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Επισκοπής της Τρίκκης και μετά το 10 αι. μ.Χ. στην Επισκοπή των Σταγών. Κατά την Τουρκοκρατία, οι χωρικοί της Δασοχωρίτικης Ποταμιάς για να γλιτώσουν από τις συνεχείς ληστρικές επιδρομές των Αλβανών, εγκαταλείπουν τα μέρη τους και καταφεύγουν στη Ντισκάτα, θέση αρχικά στην οποία διέμεναν τους καλοκαιρινούς μήνες βλαχόφωνοι Θεσσαλοί κτηνοτρόφοι. Το 1822 η Ντισκάτα πληθυσμιακά αποτελούσε την «πρωτοχώρα» των Χασίων.
  Οι φιλελεύθεροι κάτοικοι της Δεσκάτης συμμετείχαν στη Θεσσαλική επανάσταση του 1854 υπό την αρχηγία του Θ. Βλαχάβα. Την ίδια χρονιά από αυτή πέρασε και ο Θ. Ζιάκας, γεγονός που εξόργισε τον Τούρκο πασά Ζεϊνέλ, με διαταγή του οποίου πυρπολήθηκε η Δεσκάτη. Στην επανάσταση του 1878, οι κάτοικοί της προσέφεραν κάθε δυνατή βοήθεια στους Θεσσαλούς επαναστάτες.
  Μετά την απελευθέρωση του 1881, η Δεσκάτη και η Ελασσόνα παρέμειναν στην Τουρκική επικράτεια. Το Πατριαρχείο ίδρυσε τότε τη Μητρόπολη Δεσκάτης, που απαρτιζόταν από 17 οικισμούς και 2 μοναστήρια, την κατάργησε όμως 15 χρόνια αργότερα, οπότε η Δεσκάτη προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Ελασσόνας.
  Στο Μακεδονικό Αγώνα συμμετείχε με τον υπαρχηγό Β. Οικονόμου, γνωστό ως Μπρούφα. Στον πόλεμο του 1897 οι Δεσκατιώτες βοήθησαν κυρίως με την συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις των Τούρκων, ενέργεια για την οποία τιμωρήθηκαν σκληρά από αυτούς, με λεηλασία των σπιτιών τους και εκτοπισμό και φυλάκιση των κατοίκων.
  Η Δεσκάτη απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό τον Οκτώβρη του 1912, τις παραμονές του Α Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε το σύνορο της ελεύθερης Ελλάδας βρισκόταν στο όρος Τρέτιμος. Εκεί έπεσε μαχόμενος ο Σπαρτιάτης λοχαγός Μανουσάκης (προτομή του οποίου συναντάμε στην κεντρική πλατεία της Δεσκάτης) κατά την απελευθέρωσή της στις 6/10/1912. Κατόπιν ιδρύθηκε ο Δήμος Δεσκάτης, στον οποίο συμπεριλήφθησαν τα χωριά: Παρασκευή, Δασοχώρι, Γήλοφος, Αγιώρης και Διασελάκι. Το 1915 που ιδρύθηκε ο νομός Κοζάνης περιλήφθηκε εκεί και η Δεσκάτη. Το 1918 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα με οικισμούς τους: Αγιώρης, Διασελάκι και Γήλοφος. Το 1942 αποσπάστηκε από την επαρχία των Γρεβενών του Νομού Κοζάνης και υπάχθηκε στην επαρχία Ελασσόνας του Νομού Λάρισας, ενώ το 1964 η επαρχία των Γρεβενών αναβαθμίστηκε σε Νομό, ενώθηκε σ' αυτόν η περιοχή των κοινοτήτων Δεσκάτης, Δασοχωρίου και Παρασκευής και η Δεσκάτη έγινε ξανά Δήμος.
  Η Δεσκάτη υπήρξε προπύργιο της Εθνικής Αντίστασης και παρουσίασε έντονη δράση στην διάρκεια του Εμφυλίου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του αξιόλογου Δεσκατιώτη ποιητή Χρ. Μπράβου, που αναφέρονται σ' αυτούς τους αγώνες των κατοίκων:
  «Μην περπατήσεις τούτα τα βουνά.
  Η μάνα λέει δεν κάνει
  να πατάμε πεθαμένους...»
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

ΣΙΑΤΙΣΤΑ (Δήμος) ΚΟΖΑΝΗ
  Το Δημαρχείο στη Σιάτιστα ιδρύθηκε το 1880. Ο Δήμαρχος εκλεγόταν από τους Αρχοντες που ονομάζονταν Δημογέροντες.
  Το 1890 καταργήθηκε το Δημαρχείο και επανιδρύθηκε το 1900, ενώ με το Ν. ΔΝΖ το 1910 καταργείται πάλι το Δημαρχεί κι ονομάζεται Κοινότητα. Το 1952 όμως ύστερα από αίτηση των κατοίκων και την απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου (αριθμ. 74/27-5-51) η Κοινότητα Σιάτιστας αναγνωρίζεται σε Δήμο για λόγους ιστορικούς και εθνικούς.
  Το Δημαρχείο σήμερα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, ενώνοντας τις δύο συνοικίες Χώρας και Γεράνειας. Στεγάζεται στο ΤΣΙΣΤΟΠΟΥΛΕΙΟ, ένα από τα πολλά κτίρια που έγιναν στη Σιάτιστα με δωρεές ευεργετών.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σιάτιστας (1993).

ΦΛΩΡΙΝΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Η ύπαρξη της Φλώρινας αρχίζει τουλάχιστον απ’ το 10.000 π.Χ.
  Η ιστορία της, μόνο από νομίσματα και κτερίσματα (αρχαιολογικές ανασκαφές 1997 στο λόφο του Αγίου Παντελεήμονα όπου είναι χτισμένη η Ηράκλεια Λυγκηστίδα) αρχίζει τουλάχιστον το 1800-2000 π.Χ.
  Λυγκηστίδα ονομάστηκε απ’ τον μυθικό ήρωα Λυγκέα ή απ’ το αιμοβόρο θηλαστικό Λύγξ-λυγκός-λύγκας.
  Ηράκλεια Λυγκηστίδας είναι η αρχαία Φλώρινα που ο Φίλιππος Β - η μητέρα του είναι η Λυγκηστίς πριγκίπισσα Ευρυδίκη - την έκανε φρούριο το 352 π.Χ κατά των βόρειων εχθρών της Μακεδονίας.
  Ακολούθησαν οι Φλωρινιώτες τον Μεγαλέξανδρο. Περίφημη η Λυγκηστίδα τάξη δηλ. η στρατιωτική μονάδα των Λυγκηστών.
  Στον μεσαίωνα αναφέρεται ως Φλώρινα σε χάρτες απ’ το 1545 (Γκασταλντι) και το 1544 (ο Sebastian Munster).
  Σκλαβώθηκε στους Τούρκους το 1385 περίπου μ.Χ.
  Τον 19ο αιώνα λειτουργεί Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα μ’ επικεφαλής τον Μητροπολίτη Μογλενών (Φλωρίνης).
  Σ’ όλα τα επαναστατικά κινήματα του 19ου αιώνα (1814-1878-1896, όπως και σ’ όλα τα προηγούμενα) η συμμετοχή των κατοίκων της είναι μαζική, όπως και στον αμυντικό ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) όπου πολλοί καπετάνιοι του, είναι Φλωρινιώτες.
  Μετά την απελευθέρωση απ’ τους Τούρκους (8-11-1912) η Φλώρινα είναι κέντρο των συμμάχων (Α Παγκόσμιος Πόλεμος) και συμμετέχει σε όλους του αγώνες του Εθνους, Μικρασία, 1940-1941, κατοχή, Εθνική Αντίσταση, εμφύλιο.
(κείμενο: Λάζαρος Ι. Μέλιος) Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Φλώρινας - Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Φλώρινας.

Links

ΓΡΕΒΕΝΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  The name Grevena has existed since the 10th century, although the administrative district that bears it was not created until 1964. This well-forested region attracted inhabitants from the surrounding lowlands after the Ottoman conquest. On the slopes of the verdant Pindos mountains, thriving hamlets sprouted, which over the centuries welcomed new settlers, mainly Vlachs.
  The terrain dictated the citizens' occupations (stock breeders and muleteers cum merchants) and made the area a junction for communications between Macedonia, north-west Thessaly and Epirus, as can be seen from the stone bridges and traces of roads that have survived.
  As early as the late 16th century, the area was involved in revolutionary activity; in 1537 the first reference is made to the armatoliki of Grevena, where the legendary Kapetan Vergos was based. (An armatoliki was a settlement given special privileges by the Turks, including the right to bear arms.)
  The region was subjected to mass conversions to Islam in the late 18th century, when formerly Christian villages are mentioned as having a purely Muslim population. Despite the actions of the armatoles (e.g. Yero-Ziakas) and the initiation of many of them into the 'Philiki Etaireia', the area was not in a position to prepare itself for the revolution of 1822.
  Cut off from their own armatolikia, many warriors joined other revolutionary bands, while Theodoros Ziakas played a leading role in the uprising of 1854. A place of conflict between guerrilla bands as early as 1897, as well as during the Macedonian Struggle, the region of Grevena was liberated during the First Balkan War.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


ΕΡΑΤΥΡΑ (Κωμόπολη) ΚΟΖΑΝΗ
  Built in an advantageous position at the foot of Mount Siniatsiko, Eratyra lies on the road between Siatista and Kozani. The town was founded in the 16th century by people from the plains of western Macedonia seeking a safer home in the mountains. Also known as Selitsa, the town was populated solely by Greeks and enjoyed relative autonomy and certain privileges.
  From 1804 to 1820 it was one of Ali Pasha's chiftliks, whereupon it was declared a royal estate, but later (1846) obtained its independence within the context of the Tanzimat reforms. Its prosperity made it prey to the raids of Turkish Albanian irregulars from the 17th to the 19th century.
  The residents of Selitsa worked at farming, stock breeding, craft industries (especially tanning), vine cultivation and trade with Constantinople, the northern Balkans and central Europe. Many of them, organized into guilds of builders, worked all over the Ottoman Empire.
  In later years, the business activity and emigration (both seasonal and permanent) of its inhabitants contributed to the cultural development of the town, which boasted a school as early as the 17th century. The commercialization of the economy beginning in the 18th century created a new class of urban merchants who erected mansions up until the early 20th century in order to display their wealth.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


ΚΑΣΤΟΡΙΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  After the Ottoman conquest in 1386, many of the Christians living in Kastoria took refuge in the nearby mountains, while those who remained in the city were confined to the eastern saddle of the peninsula. The Turks settled inside the Byzantine walls to the west, while later the Jews settled between the Muslim and Christian neighborhoods to the south.
  Kastoria, a 'zeamet' (feudal fief) in 1519 and a 'hass' (estate belonging to the Sultan) after 1526/28, was the seat of a deputy official and in 1875 became the headquarters of a 'kaza' (administrative district). The principal factor in the economic development of the Greek population was the processing and trading of fur, with companies founded as early as the 17th century in Constantinople and such European cities as Vienna and Odessa.
  The opening of a school in 1614, the visits of missionaries (Osios Dionysios, Kosmas Aitolos), and contacts with Europe through emigrants contributed greatly to the town's intellectual growth. One indication of its former prosperity is the luxurious mansions erected between the late 17th century and the 19th century.
  Kastoria was prevented from taking part in the revolution of 1822 by the presence of Ottoman troops, but in the early 20th century it became a breeding ground for fighters yearning to liberate Macedonia.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


ΚΟΖΑΝΗ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Founded by Christian settlers who after the Ottoman conquest withdrew from the plains of Macedonia into the mountains, Kozani occupies the site of an ancient town as archaeological finds in the area testify. Its safe position soon attracted other Christians expelled from Epirus. With the 17th century came economic development and urbanization.
  Around the middle of the same century, Kozani was pillaged by Turks from the vicinity, but two large waves of immigrants from Epirus about the same time changed the face of the town. Kozani's growth and prosperity are linked with Harisis Trantas (the son of Ioannis Trantas who had led one of the groups from Epirus), "a good mason and builder who came to build stately homes of two storeys," as one old document states, having secured privileges by placing the town under the protection of the Sultan's mother.
  In 1664 the foundations were laid for the magnificent church of Ayios Nikolaos and the market, which housed the workshops of local craftsmen and the shops of the guilds and Greek merchants from central Europe. The commercial development of the 18th and 19th century also contributed to the growth of education and the arts.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


ΝΥΜΦΑΙΟ (Χωριό) ΦΛΩΡΙΝΑ
  According to tradition, the Vlach village of Nymfaio (Neveska), which was one of the headquarters in the Macedonian Struggle, was founded in the 14th century. Its merchants and silversmiths had brought considerable wealth to the village as early as the 17th century. The famous travelling jewelers ('chrysikoi') from Neveska plied their wares all over the Balkans.
  From the 19th century the wealthy residents of Nymfaio were involved in trading cotton from Egypt and tobacco from eastern Macedonia and Thrace. These prosperous emigrants (e.g. Tsirlis, Sossidis) financed public buildings in their birthplace (churches, schools).
  They built their grand mansions around the end of the 19th and in early 20th century according to the neoclassical style in fashion (a porch in front of the house crowned with a pediment and closed with a glass-in entrance).
  Painters from Kleisoura and Drosopigi embellished the interiors. Ancient gods and goddesses (Athena, Ares, Demeter), Alexander the Great, philosophers, and landscapes reminiscent of the owners' places of work (e.g. the Pyramids of Egypt), allegorical representations of the four seasons, copies of Renaissance works (e.g. the Dance of the Muses by Giulio Romano) formed the impressive interior decoration together with lavishly ornamented frames and ceilings.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains images.


ΣΑΜΑΡΙΝΑ (Χωριό) ΓΡΕΒΕΝΑ
  Samarina was founded in 15th century on the wooded slopes of Mount Smolikas, west of Grevena. This market town in the Pindos mountains with its Vlach population enjoyed three successive centuries of exceptional economic growth and cultural development. On a map from 1560, it is shown under the name Santa Maria de Praetoria.
  Its inhabitants tended sheep and goats and wove a woolen fabric called 'velentza', which they sold at the region's trade fairs. The people of Samarina were also involved in trade, and as muleteers they headed the long caravans that traveled all over the Balkans. The level of culture reached by this town (it had both schools and a library) is evident in the excellence of its religious painting.
  Artists from Samarina, organized into family teams, covered not only local needs but also branched out into other regions, as far away as the Peloponnese. After the liberation of 1913, the residents of Samarina and other mountain villages began to move down to the urban centers of the plains; many of them also emigrated abroad.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains images.


ΣΙΑΤΙΣΤΑ (Πόλη) ΚΟΖΑΝΗ
  Siatista is built on the west slope of Mount Velia, which is a continuation of the Siniatsiko range. The original settlement must have sprung up at the start of the 15th century after the Ottoman conquest and the subsequent withdrawal of the Christians to the mountains of the region.
  As early as 1600 Siatista had grown into a sizable town with a considerable manufacturing industry. The residents worked at the trades of the weaver, furrier, wine-maker and stock breeder, while many of their compatriots piled goods on their mules and peddled them well into central Europe (Budapest, Vienna), not to mention Venice and Russia.
  In 1697, the town became the seat of the metropolitan of Prespes and Ochrid. In the 18th and 19th centuries, its wealth made it the target of frequent raids by Turkish Albanians, but its economic prosperity was shaken by the bankruptcy of many businesses after the crisis in Austria (circa 1800), a consequence of the Napoleonic Wars.
  Beginning in the 18th century, Siatistan merchants living abroad sent donations towards the upkeep of schools and the formation of libraries in their homeland, which was the birthplace of many noteworthy men of letters, as well as freedom fighters in the 19th and 20th century.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


ΦΛΩΡΙΝΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Built on a lush plateau, the border town of Florina is split in two by the picturesque Sakoulevas river. It has been inhabited continuously since prehistoric times, as archaeological finds show, though its present name is perhaps related to the Byzantine settlement, Chloro.
  Throughout the Ottoman occupation a large number of Muslims lived in the town, but by the early 18th century the Greek element had begun to increase and develop, thanks to trade and crafts, principally that of the silversmith.
  The linking of Florina by rail with Thessaloniki and Monastir in 1894 gave a new boost to the town's economy; Florina evolved into an urban center with an active cultural and educational life, helped by the remittances of prosperous emigrants.
  From 1878 the activity of its guerrilla bands was on the increase, while its strategic location made it a key center in the Macedonian Struggle and a base for Greek operations in the Balkan Wars (1912-1913).
  A major factor in the development of the contemporary town was the settlement of many residents from Monastir (now Bitola) after 1912, who made a great contribution to the intellectual and cultural renewal of the district.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


Αρθρογραφίες

ΣΙΑΤΙΣΤΑ (Πόλη) ΚΟΖΑΝΗ
  Η 28η Οκτωβρίου του 1940 μας βρήκε μαθητές καθισμένους στα θρανία της Tρίτης τάξης του Τραμπάντζειου Γυμνασίου Σιατίστης. Είχαν περάσει οι καλοκαιρινές μας διακοπές, όταν ανέμελα απολαμβάναμε τον ελεύθερο χρόνο μας τρέχοντας απάνω κάτω στις γειτονιές και παίζοντας. Είχε τελειώσει και ο τρύγος, το μεγάλο πανηγύρι της Σιάτιστας, που όλοι ήταν στο πόδι τρέχοντας να προλάβουν να τελειώσουν τη συγκομιδή των σταφυλιών, που αποτελούσε ένα σταθερό έσοδο για την οικιακή οικονομία σε κάθε οικογένεια.
  Είχαμε ξεκινήσει και πάλι με όρεξη τα μαθήματά μας και ξαφνικά πρωί πρωί της Δευτέρας απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα η είδηση ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο και ότι στα αλβανικά σύνορα είχαν αρχίσει κιόλας οι μάχες και οι Ιταλοί στρατιώτες είχαν περάσει στο ελληνικό έδαφος. Δεν ξέραμε τι να πούμε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο απορημένοι απ’ το απρόσμενο γεγονός. Δεν μπορούσαν να φανταστούμε εκείνη την ώρα πως η ζωή μας άλλαζε, πως μπαίναμε σε μια περίοδο που όλα άλλαζαν δραματικά, πως η μέρα αυτή ήταν η αρχή μιας νέας περιόδου της ζωής μας με ταλαιπωρίες και άγνωστες σε μας περιπέτειες, που η διάρκειά τους θα ήταν τόσο μεγάλη.
  Το Γυμνάσιό μας επιτάχθηκε για τις ανάγκες της επιστράτευσης και τα μαθήματά μας σταμάτησαν για μια εβδομάδα περίπου. Στις αίθουσές του ντύνονταν οι στρατιώτες που καλούνταν να καταταγούν για να υπηρετήσουν την πατρίδα. Έφταναν εκεί τόσο οι Σιατιστινοί όσο και οι κάτοικοι των γύρω χωριών και, αφού φορούσαν το χακί και έπαιρναν τον απαραίτητο εξοπλισμό τους, όπλα παλάσκες, καραβάνες, παγούρια, σχηματίζονταν οι μονάδες και χωρίς καθυστέρηση ξεκινούσαν πεζοί για το μέτωπο. Ανάμεσα σε αυτούς που κατατάχθηκαν ήταν και οι δικοί μας καθηγητές και δάσκαλοι. Τις μέρες αυτές τρέχαμε κι εμείς και βλέπαμε τους στρατιώτες μας που φεύγανε. Μπροστά οι αξιωματικοί με τις επωμίδες και τα αστέρια τους και πίσω συντεταγμένοι οι στρατιώτες. Τότε αρχίσαμε να μαθαίνουμε τους βαθμούς των αξιωματικών και υπαξιωματικών και να τους αναγνωρίζουμε από τα διακριτικά τους. Τους βλέπαμε όλους με περηφάνια, νιώθαμε σιγουριά πως οι εχθροί δεν πρόκειται να πατήσουν τα χώματα της πατρίδας.
  Την επόμενη εβδομάδα ξανάρχισαν τα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Συνήλθαμε από τα πρώτα δυσάρεστα συναισθήματα και αρχίσαμε να παίρνουμε θάρρος κυρίως από το γεγονός ότι τις πρώτες κιόλας μέρες οι εχθροί απωθήθηκαν πίσω στην Αλβανία και ο στρατός μας προχωρούσε κι άρχισε να καταλαμβάνει πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. Κάθε φορά που έπεφτε μια πόλη στα ελληνικά χέρια χτυπούσε χαρμόσυνα η μεγάλη καμπάνα του Αγίου Δημητρίου, αναγγέλλοντας την πτώση της Κορυτσάς και σε συνέχεια Χιμάρα, Τεπελένι, Πόγραδετς κ.λπ. Τις μέρες αυτές περνούσαν από τη Σιάτιστα οι πρώτοι αιχμάλωτοι Ιταλοί στρατιώτες. Όλα αυτά τα γεγονότα μας γέμιζαν χαρά και ενθουσιασμό. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα πιστεύαμε πως γρήγορα θα τελείωνε και ο πόλεμος.
  Μια είδηση όμως λύπησε βαθύτατα, ιδιαίτερα εμάς του μαθητές του Γυμνασίου. Από τους πρώτους πεσόντες στο μέτωπο ήταν και ο καθηγητής μας Παναγιώτης Γράβας. Σε μια εξόρμηση μια σφαίρα τον βρήκε κατάστηθα και τον έριξε νεκρό. Τον θυμάμαι ακόμα που δάκρυσε, όταν στο μάθημα της Ιστορίας μας μιλούσε για το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έδειχνε τέτοια λύπη και συγκίνηση το πρόσωπό του, που τη μετέδιδε και σε μας. Ήταν ένας σιατιστινός φλογερός πατριώτης κι ένας άριστος δάσκαλος.
  Ο χειμώνας του 1940-41 ήταν βαρύς. Οι σιατιστινές γυναίκες θέλοντας να βοηθήσουν βάλθηκαν να πλέκουν μάλλινες κάλτσες, γάντια, φανέλες, για να τα στέλνουμε στα παιδιά μας στο μέτωπο, που αντιμετώπιζαν κι έναν άλλο εχθρό, το δριμύ κρύο, τα χιόνια και την παγωνιά με συνέπεια τα φοβερά κρυοπαγήματα. Ο πόλεμος συνεχιζόταν και ο ηρωικός στρατός πολεμούσε ασταμάτητα. Όμως ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων έπρεπε να καμφθεί. Το μοναδικό παράδειγμα αντίστασης στον Αξονα, που καθυστερούσε την εφαρμογή των πολεμικών σχεδίων του και μείωνε απελπιστικά το γόητρο του, έπρεπε να εκλείψει. Ποιος άλλος ευρωπαϊκός στρατός μπόρεσε να υψώσει το ανάστημά του και να πολεμήσει τον ως τότε αήττητο Αξονα όπως ο Ελληνικός;
  Στις 6 Απριλίου 1941 η χιτλερική Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και από κοντά και η σύμμαχός της Βουλγαρία. Ο μικρός Δαβίδ υπέκυψε τελικά ύστερα από άνισο αγώνα στη δύναμη των πολλών Γολιάθ. Ήταν πριν από το Πάσχα του 1941. Βγαίναμε απάνω στο εικονοστάσι της Αγίας Τριάδας κοντά στο Βρέτο και βλέπαμε τις φάλαγγες των στρατιωτών μας, ηρώων του πολέμου της Αλβανίας, να γυρνούν στην πατρίδα. Ρωτούσαμε με αγωνία τους πρώτους που έφτανα αν είδαν κάποιον δικό μας, αν ακολουθούσε κι αυτός. Η αγωνία έτρωγε τον καθένα από αυτούς που περίμεναν τους δικούς τους. Κουρασμένοι οι στρατιώτες μας, ταλαιπωρημένοι από την πολύμηνη μάχη στα αλβανικά βουνά αγκάλιαζαν τους δικούς τους πνίγοντας την πίκρα τους για την «άδοξη» επιστροφή, χαρούμενοι όμως που γύριζαν στη ζεστασιά του σπιτιού τους.
  Τώρα πια άρχιζε η περίοδος της Κατοχής κι όλοι μας μικροί και μεγάλοι σκεπτόμασταν με αγωνία για το αύριο. Από τη Σιάτιστα πέρασαν κάποιες μονάδες γερμανών στρατιωτών πάνω σε μοτοσικλέτες και έψαχνα για άγγλους στρατιώτες. Προχωρούσαν χωρίς αντίσταση πια κατευθυνόμενοι προς Κοζάνη ή Γρεβενά χωρίς να δίνουν σημασία σε κανένα. Η Ελλάδα είχε μοιραστεί σε τρεις ζώνες κατοχής. Η περιοχή μας μαζί με τα Γρεβενά και την Καστοριά ανήκαν στην Ιταλική ζώνη ενώ η Κοζάνη στη Γερμανική. Στη Σιάτιστα εγκαταστάθηκε μια ομάδα ιταλών στρατιωτών σε ένα σπίτι που είχαν επιτάξει στην περιοχή της Φούρκας. Αυτή ήταν η περιβόητη Φινάντσα, που έπιασε αμέσως δουλειά. Έψαχναν για όπλα που τυχόν δεν παραδόθηκαν και προσπαθούσαν να φοβίσουν τον κόσμο, απαιτούσαν να τους χαιρετούν οι πολίτες με φασιστικό τρόπο. Θυμάμαι ένα περιστατικό που με έκανε να αισθανθώ απεριόριστη αγανάκτηση και λύπη. Πίσω από τον Αγιο Δημήτριο στο πάρκο του Ν. Δήμου ήταν η γνωστή στους μεγαλύτερους καϊσιά και γύρω από τον κορμό της είχε χτιστεί πεζούλι κι εκεί τοποθετήθηκε ένα παγκάκι, όπου καθόμασταν για ξεκούραση. Ένας ιταλός στρατιώτης που περνούσε είδε έναν ηλικιωμένο σιατιστινό που καθόταν και δεν σηκώθηκε να τον χαιρετήσει. Τον πλησίασε, του έκανε παρατήρηση στα ιταλικά και με όλη τη δύναμη του έδωσε ένα χαστούκι που ο ταλαίπωρος ταλαντεύτηκε, έτοιμος να πέσει. Σήμερα ακόμη θυμάμαι αυτήν την εικόνα.
  Στη φινάντσα έφερναν Σιατιστινούς με την κατηγορία ότι είχαν όπλο κρυμμένο κι ότι έπρεπε να το παραδώσουν κι όταν ο κατηγορούμενος αρνιόταν, άρχιζε το ξύλο μέχρις αναισθησίας. Τι όμως να παραδώσει, αφού όπλο κρυμμένο δεν είχε;
  Η φοίτηση και τα μαθήματα στο γυμνάσιο συνεχίζονταν αν και με λιγότερους καθηγητές. Για το φόβο των Ιταλών σταματήσαμε να λέμε την προσευχή και να ψάλλουμε τον Εθνικό Ύμνο στο προαύλιο και τα πραγματοποιούσαμε μέσα κλείνοντας την πόρτα της εισόδου. Αργότερα σταμάτησε κι αυτό. Οι καθηγητές μας με υψηλό αίσθημα ευθύνης και πατριωτισμού, ήρωες πραγματικοί συνέχιζαν τη δουλειά τους με αμείωτο ενδιαφέρον για τους μαθητές τους. Ποιον να θυμηθώ πρώτα; Το μαθηματικό μας Δ. Σπύρου, του οποίου το ενδιαφέρον για το Γυμνάσιο της πατρίδας του ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο επέβαλε η υπαλληλική του ιδιότητα, τον Αγαπητό Τσοπανάκη, μετέπειτα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αργότερα ακαδημαϊκό, τον ευγενέστατο και πάντα μειλίχιο Ι. Ρόσιο και άλλους τόσους!   Εδώ θεωρώ υποχρέωση μου να αναφερθώ σε ένα περιστατικό που με αφορούσε προσωπικά. Το καλοκαίρι του 1942 κι ο γιατρός και πάνω απ’ όλα άνθρωπος Λάζαρος Στρακαλής, αδερφός του μετέπειτα Δημάρχου Μιλτιάδη Στρακαλή, διέγνωσε αδενοπάθεια, μια κατάσταση προφυματίωσης, όπως είπε στους γονείς μου. Κάθε απόγευμα επί μήνες παρουσίαζα πυρετό και έχανα βάρος. Τον Οκτώβριο που άρχισαν τα μαθήματα πήγα κάποιες μέρες και παρακολούθησα. Μια μέρα ζαλίστηκα στο δρόμο και έπεσα. Με μεγάλο κόπο και βοήθεια γύρισα στο σπίτι και έκλαψα. Τίποτε χειρότερο δεν μπορούσε να μου συμβεί από το να στερηθώ τα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Οι καθηγητές μου Σπύρου και Τσοπανάκης με ειδοποίησαν ότι θα έρχονταν στο σπίτι, για να μου κάνουν μαθήματα. Πραγματικά ήρθαν δυο ή τρεις φορές και ξαφνικά σταμάτησαν και δεν ξαναήρθαν. Δεν μπορούσα να εξηγήσω το λόγο και ούτε φυσικά να ρωτήσω το γιατί, άλλωστε μετά δυο εβδομάδες συνήλθα κάπως και άρχισα να παρακολουθώ τα μαθήματα. Την αιτία της απότομης διακοπής την έμαθα πολλά χρόνια αργότερα από το περιοδικό ΣΙΑΤΙΣΤΙΝΑ (τεύχος 2, 1959, Α. Τσοπανάκη, Σιάτιστα 1941-1943, σελ. 19, υποσημ. 5). Ο καθηγητής Αγαπητός Τσοπανάκης, γράφοντας για το Γυμνάσιό μας στην περίοδο της Κατοχής, αναφέρεται στο περιστατικό αυτό λέγοντας ότι, για να είναι τυπικά εντάξει για την ενέργειά τους αυτή, την έθεσαν υπόψη του κ. γυμνασιάρχη, ο οποίος τους είπε ότι απαγορεύεται από το νόμο και ότι θα το ανέφερε στον επιθεωρητή. Ύστερα από αυτό αναγκάστηκαν να σταματήσουν τα κατ’ οίκον μαθήματα.
  Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Πριν νυχτώσει έπρεπε να βρισκόμαστε στα σπίτια μας και δεν επιτρεπόταν να βγούμε παρά μόνο την επομένη το πρωί. Όλα αυτά μας πίεζαν και μας έκαναν να νιώθουμε την έλλειψη της ελευθερίας, την πίκρα της σκλαβιάς, ενώ άρχισε μέσα μας να φουντώνει η αγανάκτηση κατά του κατακτητή. Περιμέναμε. Πιστεύαμε πως κάποια στιγμή κάποιοι θα έπαιρναν τα όπλα, θα ξεκινούσαν τον αγώνα για την απελευθέρωση. Η είδηση ότι από την Ακρόπολη της Αθήνας κάποιοι τολμηροί νέοι κατέβασαν τη γερμανική σημαία μας γέμισε χαρά και ελπίδες. Υπήρχαν Έλληνες που σήκωναν το κεφάλι στους κατακτητές. Κοντά σ’ αυτά έκανε εμφάνιση και το φάσμα της πείνας. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της Κατοχής τα μαγαζιά άδειασαν. Λάδι, ζάχαρη, καφές και ό,τι πουλιόταν στα μπακάλικα εξαφανίστηκαν. Τα χρήματα έχασαν την αξία τους κι έγιναν απλά κουρελόχαρτα. Ένα σκληρός αγώνας επιβίωσης άρχιζε. Όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και άλλα παρεμφερή επαγγέλματα ήταν σε καλύτερη μοίρα. Οι άλλοι έπρεπε να τρέχουν στα χωριά πουλώντας προίκες κοριτσιών, ρούχα δακτυλίδια, ρολόγια κι ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν, αρκούσε να εξασφάλιζαν λίγο σιτάρι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο φαγώσιμο παραγόταν στα χωριά. Η κατάσταση χειροτέρευε μέρα με τη μέρα και ο αγώνας της επιβίωσης γινόταν κάθε μέρα και πιο δύσκολος. Μέσα στις παιδικές ακόμα καρδιές θέριευε η αγανάκτηση και η έχθρα για τους κατακτητές. Περιμέναμε μια είδηση, να ακούσουμε πως κάπου οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν, πως πήραν τα όπλα κατά των κατακτητών. Προς το τέλος του '42 φήμες κυκλοφορούσαν παντού ότι στα βουνά υπάρχουν αντάρτικες ομάδες. Ακούσαμε πως ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, κατόρθωμα που το έμαθε όλος ο κόσμος και πέρα από την Ελλάδα. Επιτέλους κάποιο φως φάνηκε στο σκοτάδι της Κατοχής. Οι συζητήσεις στο σχολείο μεταξύ μας ήταν περιορισμένες στα μαθήματά μας. Όλοι κάτι ακούγαμε, κάτι ξέραμε, μα σπάνια μιλούσαμε.
  Ένα απόγευμα - ήταν στα τέλη του Φλεβάρη του 1943- με πλησίασε με τρόπο συνωμοτικό ένας από τους συμμαθητές μου - ήμασταν ήδη στην πέμπτη τάξη - και μου είπε πως ήρθε κάποιος από την αντίσταση και πως θέλει να μας μιλήσει. Θα έρχονταν κι άλλοι συμμαθητές κι αν ήθελα μπορούσα να πάω κι εγώ. Χωρίς σκέψη και με προθυμία, άλλο που δε θέλαμε δηλαδή, το απόγευμα μέρα ακόμη πήγαμε με το συμμαθητή, γείτονα και επιστήθιο φίλο μου, το Γιάννη το Νάκο. Με το Γιάννη γεννηθήκαμε το ίδιο βράδυ, παίζαμε μαζί, πήγαμε μαζί στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό στην ίδια μονάδα. Ήταν ένα τίμιο, θαρραλέο, σοβαρό και έξυπνο παιδί που μπορούσες να βασίζεσαι πάνω του για όλα. Φτάσαμε στη Γεράνεια, στο Αρχοντικό της Πούλκως. Μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε μια σκάλα και περάσαμε σε ένα δωμάτιο κάπως στενόμακρο. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί και από τότε δε μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναπάω. Ήταν κι άλλοι στο δωμάτιο, γύρω στα 8-10 άτομα, στην πλειονότητα μαθητές. Καθίσαμε σε ένα ξύλινο πάγκο και περιμέναμε. Σε ένα τραπέζι έκαιγε ένα μεγάλο κερί και έδινε λιγοστό φως στον ημισκότεινο χώρο. Σε λίγο ήρθε ο άνθρωπος της αντίστασης, ένας ψηλός ξερακιανός τύπος με μικρά στρόγγυλα γυαλιά και χωρίς καθυστέρηση ή συστάσεις και χαιρετούρες άρχισε να μας μιλάει. Μας είπε για την κατάσταση στην Ελλάδα, για τους κατακτητές, για τον αγώνα που πρέπει να κάνουμε για να τους διώξουμε από την πατρίδα μας. Είπε πως σε άλλα μέρη της Ελλάδας είχε οργανωθεί και ξεσηκωθεί ο κόσμος και οι αντάρτες έδιναν μάχες χτυπώντας, όπου μπορούσαν, τους κατακτητές. Μας είπε ακόμη πως η λευτεριά κερδίζεται με αγώνα και θυσίες, πως έχουμε συμμάχους τους δημοκρατικούς λαούς που πολεμούν κατά του φασισμού και του ναζισμού. Μίλησε για τη φτώχια, για την πείνα και για όλα τα δεινά που έφεραν οι κατακτητές. Όσο μιλούσε εμείς ακούγαμε χωρίς μιλιά, χωρίς ερώτηση. Κάναμε συνειρμούς κάτι με το Κρυφό Σχολειό, κάτι με τη Φιλική Εταιρεία, κάτι με το Ρήγα κ.λπ. φέραμε στο μυαλό μας τους αγώνες του 21. Μήπως έτσι ή κάπως έτσι δεν ξεκίνησε ο αγώνας τότε; Τότε δε θυσιάστηκαν Έλληνες, για να ελευθερώσουν την Πατρίδα; Αυτά δε μαθαίναμε και στο Δημοτικό σχολείο και στο Γυμνάσιο; Πέρασε αρκετή ώρα, είχε προχωρήσει η νύχτα και έπρεπε να φύγουμε. Τον εκπρόσωπο της αντίστασης δεν τον ξαναείδαμε, ακούσαμε μόνο ότι τον έπιασαν κάπου στην περιοχή και τον κρέμασαν.
  Όταν βγήκαμε έξω τρομάξαμε από το σκοτάδι. Παρέα με το Γιάννη πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Από τον κεντρικό δρόμο δεν μπορούσαμε να πάμε, γιατί περνούσε μπροστά από τη φινάντσα. Με προφύλαξη πήγαμε από τα στενά σοκάκια κάτω από τον Aγιο Χριστόφορο, πίσω από το λόφο του Αη Λια. Κατεβήκαμε στο Μπούνο και μετά πήραμε τον ανήφορο για τα σπίτια μας. Σε όλο το δρόμο δε συναντήσαμε κανένα, ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Οι δικοί μας αλαφιασμένοι, μη γνωρίζοντας το λόγο της αργοπορίας μας έβαλαν τις φωνές, με το δίκιο τους φυσικά, για τη λαχτάρα που τους δώσαμε. Πού ήμασταν; Εκεί που θέλαμε να ακούσουμε ότι είχε ξεκινήσει ο αγώνας για την απελευθέρωση της πατρίδας.
  Την άλλη μέρα πήγαμε κανονικά στο Γυμνάσιο νιώθοντας διαφορετικά, κάπως περήφανοι. Είχαμε την αίσθηση ότι ξαφνικά γίναμε άνδρες και μπορούσαμε κάτι να προσφέρουμε στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Λίγες μέρες αργότερα οι Ιταλοί εξαφανίστηκαν από τη Σιάτιστα. Φαίνεται ότι πήραν πληροφορίες ότι στη γύρω περιοχή κινούνταν αντάρτικες ομάδες και έφυγαν προς τα Γρεβενά.   Κάναμε μάθημα και λόγω έλλειψης καθηγητών είχαμε συνδιδασκαλία πέμπτη και έκτη τάξη μαζί. Μας έκανε μάθημα ο γυμνασιάρχης, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της αίθουσας και εμφανίστηκε ο Νάσιος, ένας πιτσιρίκος τύπος γαβριά με ένα παιδικό θρασύ πρόσωπο, στάθηκε εκεί χωρίς να προχωρήσει μέσα. Όλοι τον βλέπαμε απορημένοι.
  Κυρ δάσκαλι, είπιν ου καπιτάνιους ν’ απουλύκ’ς τα πιδιά, θα ουμιλήσ’ κι να παν ν’ ακουσ’ν.
  Τα είπε και εξαφανίστηκε ξαφνικά και γρήγορα, όπως είχε έρθει. Όλοι μείναμε σκεπτικοί. Ύστερα από λίγο ο γυμνασιάρχης μας είπε να φύγουμε, ήταν άλλωστε η τελευταία ώρα διδασκαλίας. Ο Νάσιος είχε δίκαιο. Στη Σιάτιστα είχε έρθει μια ομάδα ανταρτών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) κι ο αρχηγός μιλούσε εκείνη την ώρα στον κόσμο. Σε λίγες μέρες, στις αρχές του Μάρτη ξεκίνησε και ο ένοπλος αγώνας στην περιοχή μας με αποκορύφωμα τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου. Μετά τη μεγάλη αυτή μάχη και την αιχμαλωσία ενός ιταλικού τάγματος το Γυμνάσιό μας σταμάτησε τη λειτουργία του. Οι καθηγητές μας κατέβηκαν υποχρεωτικά στην Κοζάνη. Εκεί τους βρήκαμε τον Ιούνιο, όταν κατεβήκαμε για λίγες μέρες και δώσαμε εξετάσεις, για να πάρουμε το ενδεικτικό της Πέμπτης τάξης. Στη συνέχεια οι συμμαθητές σκορπίσαμε. Όσοι μπορούσαν συνέχισαν στην Κοζάνη, άλλοι πιθανόν αλλού και πολλοί σταμάτησαν μη μπορώντας να συνεχίσουν για πολλούς λόγους. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ανήκω κι εγώ. Μετά την απελευθέρωση άρχισε να λειτουργεί ξανά το ιστορικό μας Γυμνάσιο. Με διαταγή της Κυβέρνησης δόθηκε η ευκαιρία σε μας να δώσουμε εξετάσεις και να πάρουμε το απολυτήριο ως «κατ’ιδίαν διδαχθέντες». Και αυτό κάναμε.
Μαθητές στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο κατά τη διάρκεια του πολέμου
του Αντώνη Σκούλιου

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σιάτιστας


Αρχαιότητα

Ιστορικοί χρόνοι

ΚΑΣΤΟΡΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος ταυτίζεται με την περιοχή της αρχαίας Ορεστίδας όπου κατοικούσαν οι Ορέστες, "Μακεδνοί" όπως τους αποκαλεί ο Ηρόδοτος. Από εδώ άρχισαν οι Μακεδόνες Βασιλείς να συνενώνουν τα υπόλοιπα κρατίδια για να δημιουργήσουν το μεγάλο Μακεδόνικο κράτος. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η περιοχή υποτάσσεται στους Ρωμαίους 197 π.Χ. οι οποίοι επιτρέπουν την διαμόρφωση μιας ιδιότυπης τοπικής αυτονομίας.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Καστοριάς


Βυζαντινή περίοδος (324-1453 μ.Χ.)

Βυζαντινή περίοδος

Το 395 μ.Χ. όταν το Ρωμαϊκό Κράτος διαιρέθηκε, η περιοχή αποτέλεσε τμήμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους που μετέπειτα εξελίχθηκε σε Ελληνικό Βυζάντιο. Η φυσική ομορφιά της περιοχής προσέλκυσε το ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, ενώ η στρατηγική θέση της περιοχής αποτέλεσε ορμητήριο ενάντια στις προσπάθειες επέκτασης των έθνους των Βουλγάρων που εμφανίσθηκε μετά τον 10 αιώνα μ.Χ. Την περιοχή καταλαμβάνουν κατά καιρούς οι Βούλγαροι, οι Πετσενέγγοι, οι Νορμανδοί, οι Σταυροφόροι, οι Σέρβοι για μικρό διάστημα οι Αλβανοί και τελικά το 1385 οιΤούρκοι.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Καστοριάς


Γεγονότα νεότερης ιστορίας

Μακεδονικός Αγώνας - Σύγχρονη Ιστορία

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Η περιοχή της Καστοριάς αποτέλεσε τον πυρήνα προετοιμασίας και δράσης του ένοπλου απελευθερωτικού Μακεδόνικου Αγώνα. Στην περιοχή οργανώνεται η αντίσταση κατά των Βουλγάρων και αναδεικνύονται σημαντικές ιστορικές μορφές όπως ο Παύλος Μελάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Ίωνας Δραγούμης που με την σθεναρή τους στάση καθοδηγούν τον Αγώνα μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής στις 11 Νοεμβρίου του 1912.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κατά τις περιόδους των Βαλκανικών πολέμων (1912- 13), του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-18), και Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1940-45) ήταν σημαντική η συμβολή των κατοίκων της περιοχής στον αγώνα κατά των Ιταλών, Σλάβων και Γερμανών κατακτητών. Στη μαύρη για την Ελληνική Ιστορία σελίδα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου (1946-49) η περιοχή της Καστοριάς αποτέλεσε το θέατρο εξέλιξης της ένοπλης αιματοχυσίας και των θλιβερών κοινωνικών συνεπειών που ακολούθησαν.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Νομαρχίας Καστοριάς


Καταστροφές του τόπου

Γερμανική κατοχή

ΠΥΡΓΟΙ (Χωριό) ΚΟΖΑΝΗ
Μνημείο ιστορικής μνήμης για τα 350 θύματα της Γερμανικής θηριωδίας και την καταστροφή του χωριού το 1944. Την άνοιξη του 1944 οι Γερμανοί αφάνισαν τους Πύργους σκοτώνοντας ή καίγοντας ζωντανούς 350 ανθρώπους, στην πλειοψηφία γυναικόπαιδα ακόμη και αβάφτιστα μωρά. Η αναγραφή όλων των ονομάτων στο χώρο του μνημείου προκαλεί συγκίνηση σε κάθε επισκέπτη. Το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς από εμπρησμό και ερημώθηκε για αρκετό διάστημα και όταν ορισμένοι κάτοικοι επέστρεψαν ήταν πολύ λιγότεροι από πριν. Το Δ.Δ. Πύργων έχει χαρακτηρισθεί Μαρτυρική Κοινότητα.

Μάχες

Η μάχη στο Βίτσι

ΒΕΡΝΟ (Βουνό) ΦΛΩΡΙΝΑ
  Οι πολεμικές συγκρούσεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας με τον κυβερνητικό στρατό δε γνώρισαν ανάπαυλα μετά τη μεγάλη μάχη του Γράμμου και τον ελιγμό των αντάρτικων δυνάμεων στο Βίτσι. Απεναντίας, ο στρατός της κυβέρνησης των Αθηνών συνέχισε τις επιχειρήσεις του, με σκοπό τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού. Έτσι, είναι σωστό να θεωρήσει κανείς ότι οι πολεμικές συγκρούσεις στο Βίτσι αποτελούν την τελική φάση των συγκρούσεων στο Γράμμο.
  Ο συσχετισμός δυνάμεων
  Σ' όλη τη διάρκεια της μάχης του Γράμμου, στην περιοχή του Βίτσι, υπήρχαν οι εξής δυνάμεις του ΔΣΕ: Μια ταξιαρχία 500 μαχητών, με διάταξη στην Μπέλα Βόντα ως το Πισοδέρι. Η 18η ταξιαρχία, αποτελούμενη από 900 περίπου μαχητές που είχε διάταξη στα υψώματα Βίγλα - Πλατύ - Κούλα, ως την κύρια κορυφή του Βίτσι. Και, τέλος, μια ταξιαρχία από 700 περίπου μαχητές που είχε διάταξη στο συγκρότημα Μάλι Μάδι. Στις δυνάμεις αυτές, μετά τον ελιγμό από το Γράμμο, προστέθηκαν περίπου 6.500 με 7.000 μαχητές. Συνολικά, οι δυνάμεις του ΔΣΕ που έδωσαν τη μάχη στο Βίτσι ήταν περί τις 9.000 μαχητές.
  Ο κυβερνητικός στρατός διέθεσε τις εξής δυνάμεις: Την 15η Μεραρχία με τις 46, 63 και 73 ταξιαρχίες της. Την 53η ταξιαρχία της 1ης Μεραρχίας, την 33η ανεξάρτητη Ταξιαρχία που φρουρούσε τη Φλώρινα και την 3η ορεινή Ταξιαρχία που αποτελούσε και την εφεδρική δύναμη του Β` Σώματος Στρατού. Το σύνολο των δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού που ρίχτηκε σ' αυτήν τη μάχη ήταν περί τις 25.000 άνδρες. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκαν 7 πεδινές πυροβολαρχίες, 2 πυροβολαρχίες μέσων πυροβόλων, σχεδόν όλη η αεροπορία και πολλά τανκ. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικός σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού.
  Τακτική νίκη του ΔΣΕ
  Ο κυβερνητικός στρατός επιχείρησε να δώσει το κύριο χτύπημα στις δυνάμεις του ΔΣΕ στο συγκρότημα του Μάλι Μάδι, χωρίς όμως επιτυχία. Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού αμύνθηκαν ηρωικά και τη νύχτα 9 προς 10 Σεπτεμβρίου του 1948 πέρασαν στην αντεπίθεση, υποχρεώνοντας τον αντίπαλο σε άτακτη υποχώρηση, προκαλώντας του σοβαρές απώλειες και αποκομίζοντας άφθονο πολεμικό υλικό. Η 22η Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού διαλύθηκε και τα τμήματά της πλημμύρισαν πανικόβλητα την Καστοριά.
  Η επιτυχία αυτή του ΔΣΕ θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερη, στρατηγικής σημασίας νίκη, αν υπήρχαν οι απαραίτητες εφεδρείες που θα επέτρεπαν επιχειρήσεις για κατάληψη του χώρου της Καστοριάς και της Φλώρινας.
  Η τακτική νίκη του ΔΣΕ στο Βίτσι προκάλεσε αναταραχή στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπου και λήφθηκαν μεγάλης έκτασης εκκαθαριστικά μέτρα. Να τι λέει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του "Αντισυμμοριακός Αγών" (σελ. 453): "Ούτω ολόκληρος η ιεραρχία της 22ας Ταξιαρχίας εγένετο υπαίτιος της διαλύσεως των τμημάτων της και του καταπλημμυρισμού της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων. Και έπρεπε να εξέλθουν συνεργεία εκ των μετόπισθεν της Καστοριάς, διά να περισυλλέξουν ράκη από απόψεως ηθικού και να λειτουργήσουν στρατοδικεία, μόνο κατά των οπλιτών, δι' επιβολήν κυρώσεων προς παραδειγματισμόν". Αναφερόμενος στις αιτίες της ήττας του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι, ο Ζαφειρόπουλος, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι αυτή η ήττα οφείλεται "εις την κατάπτωσιν του ηθικού, οφειλομένην εις τη σωματικήν κόπωσιν του στρατιώτου και εις την ψυχικήν κατάπληξιν την οποίαν υπέστη εκ της διαπιστώσεως εις Βίτσι ότι ο συμμοριτισμός υφίστατο εν πλήρει δράσει και ακμή, εν αντιθέσει προ ό,τι ελέχθη εις αυτόν μετά την πτώσιν του Γράμμου και εγένετο πιστευτόν, ότι ο συμμοριτισμός εξέλειψε πλέον. Έπαυσε πλέον ο στρατιώτης να έχη εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν του, προς τα όπλα του, προς τους συναδέλφους του, προς τον ηγήτορά του και εκυριαρχείτο από δυσπιστίαν προς τον εαυτόν του και προς όλους" (στο ίδιο, σελ. 456).
  Για ανακρίσεις και στρατοδικεία, μετά την ήττα του κυβερνητικού στρατού, μιλάει και ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, ο οποίος γράφει σχετικά για την επίδραση που αυτή είχε: "Ο συμμοριτισμός, πληγείς καιρίως εις τον Γράμμον, κατόρθωσε να αναδιοργανωθή εις το Βίτσι και να γίνεται απειλητικός όχι μόνον εις την περιοχήν ταύτην, αλλά και εις όλην τη χώραν, όπου διετήρη ακόμη μικράς εστίας εν δράσει, λόγω της αγκιστρώσεως των δυνάμεών μας εις Βίτσι. Η πλάστιγξ ήρχισε να κλίνη εις βάρος των εθνικών δυνάμεων" (Θρ. Τσακαλώτου: "40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος", τόμος β', σελ. 165).
  Τέλος, ο Ε. Αβέρωφ στο βιβλίο του "Φωτιά και Τσεκούρι" (σελ. 368) γράφει για το θέμα: "Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και, καταληφθέντες από πανικό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά. Στις παρυφές της πόλεως, τμήματα με καλό ηθικό, που είχαν εν τω μεταξύ ειδοποιηθή, έφραξαν το δρόμο των φυγάδων. Συνελήφθησαν από τη Στρατιωτική Αστυνομία και παραπέμφθησαν αμέσως σε έκτακτα στρατοδικεία, δηλαδή σε δικαστήρια που αποτελούντο πρωτίστως από αξιωματικούς μη ανήκοντες στη στρατιωτική δικαιοσύνη, συνήθως από αξιωματικούς εν εκστρατεία. Εβδομήντα οκτώ φυγάδες εξετελέσθησαν εκείνες τις ημέρες. Ηταν όλοι μαχηταί του Γράμμου".
  Ακόμη και ο Βαν Φλιτ...
  Στη συνέχεια, ο Ε. Αβέρωφ αναφέρεται και σε άλλα μέτρα που πήρε το κυβερνητικό στρατόπεδο και οι Αμερικανοί για την ανόρθωση του στρατού τους. Αναφέρει σχετικά: "Ο Σοφούλης, παρά τα 88 του χρόνια, πήγε αεροπορικώς στην Καστοριά, επισκέφθηκε τα τμήματα, μίλησε στους στρατιώτες. Ο υπουργός των Στρατιωτικών, ένας από τους καλύτερους βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος, ο Γεώργιος Στράτος, και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου έκαμαν το ίδιο. Ο αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής Βαν Φλιτ, που είχε παρακολουθήσει και όλες τις μάχες, τους εμιμήθη. Ο τελευταίος όμως παρά λίγο να δημιουργήση ένα σοβαρό επεισόδιο. Στην Καστοριά, σε συγκέντρωση ανώτερων αξιωματικών, κατηγόρησε το Στρατό ότι χρησιμοποίησε την αμερικανική βοήθεια χωρίς να συντρίψει τον εχθρό, και διερωτήθη αν δεν έμενε πλέον στους Αμερικάνους παρά να αναχωρήσουν... Ευτυχώς για τον Στρατό, οι ανησυχίες έφτασαν πολύ πιο πέρα από τον στρατηγό Βαν Φλιτ. Περί τα μέσα Οκτωβρίου, ο υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Μάρσαλ, που διέθετε τόσο κύρος, συνοδευόμενος από τον Αμερικανό υπουργό Εθνικής Αμύνης και αρκετούς βοηθούς του, έφθανε στην Αθήνα για να εξετάση επί τόπου την κακή πορεία των επιχειρήσεων. Ο γράφων πιστεύει ότι γνωρίζει πως η ερώτηση "πρέπει να φύγουμε;", αν και τους ήταν ενοχλητική, είχε τεθή από ορισμένους υψηλά ισταμένους Αμερικανούς. Αλλά η απάντηση του Μάρσαλ υπήρξε κατηγορηματική: "δεν έπρεπε να φύγουν" (στο ίδιο, σελ. 393-394).

Κείμενο: Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα , με φωτογραφίες, του Πολιτικού Καφενείου "Ο Μεγάλος Ανατολικός"


Μάχη στο Γράμμο

ΓΡΑΜΜΟΣ (Οροσειρά) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Οι αντίπαλοι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας έκαναν ό,τι πέρναγε από το χέρι τους, για να διαστρεβλώσουν το πραγματικό νόημα και τα μηνύματα της μάχης του Γράμμου, να συκοφαντήσουν την αξία του Δημοκρατικού Στρατού, τα ιδανικά και την ανιδιοτέλεια των μαχητών του. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος σε μια προσπάθειά του να μειώσει το Δημοκρατικό Στρατό και να εναρμονιστεί με τα προπαγανδιστικά ψεύδη της μετεμφυλιακής περιόδου γράφει για τους πολιτικούς επιτρόπους του ΔΣΕ και για το σύνολο των μαχητών του γενικότερα: "Οι Πολιτικοί Επίτροποι ήσαν τα πρόσωπα, επί των οποίων εστηρίζετο η συνοχή των τμημάτων και η παρακολούθησις του ηθικού των συμμοριτών και τέλος διά του πιστολίου επέβαλον την τρομοκρατίαν, ενέπνεον τη θέλησιν της κομμουνιστικής ηγεσίας και οδηγούν στη μάχη, δίκην προβάτων προς σφαγήν, τα άβουλα και απρόθυμα, βιαίως στρατολογηθέντα άτομα". (Βλέπε: "Αντισυμμοριακός Αγών", σελίδες 415-416). Ο ίδιος, όμως, όταν χρειάζεται να περιγράψει τις μάχες που έγιναν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, αντιφάσκοντας με τον εαυτό του ανατρέπει τους παραπάνω ισχυρισμούς του. Να τι λέει στο βιβλίο του, "Ο αντισυμμοριακός αγών", στη σελίδα 389: "Συνεχής αγών σώματος προς σώμα, διαδοχή εκατέρωθεν αντεπιθέσεων και κατ' επανάληψιν εναλλαγή κυριότητος των υψωμάτων Νικολέρι (1348) - Κουπάγκα - Γκούρα ήσαν τα χαρακτηριστικά γεγονότα του 6ήμερου σκληρού και πολυδάπανου τούτου αγώνος... εν συμπεράσματι, εκατέρωθεν υπήρχε φρενίτις αντιστάσεως και επιθέσεως". Επίσης, στη σελίδα 379, περιγράφοντας τις μάχες από τα υψώματα Ζούζουλης μέχρι το Ταμπούρι του Σμόλικα (12/7-4/8/1948) αναφέρει: "Τα κύρια χαρακτηριστικά της φάσεως ταύτης είναι οι σκληροί μετωπικοί αγώνες, προς κατάληψιν ισχυρώς οργανωμένων τοποθεσιών. Η ισχυρά αντίδρασις των συμμοριτών διά πείσμονος αμύνης και ισχυρών αντεπιθέσεων, προς εξασφάλιση των απειλουμένων ζωτικών χώρων του συνόλου της τοποθεσίας των. Η ανεπάρκεια των δυνάμεων κρούσεως (II και X Μεραρχίαι), διά βαθείαν και ταχείαν εκμετάλλευσιν του ρήγματος Ταλλιάρου προς παρεμπόδισιν συνενώσεως των δυνάμεων Σαμαρίνης μετά τοιούτων του Γράμμου. Αι αισθηταί απώλειαι Αξιωματικών και οπλιτών, αίτινες εμείωσαν τη μαχητικότητα των μονάδων".
  Απ' όλα αυτά οφείλει να αναρωτηθεί κανείς πώς ήταν δυνατόν οι μαχητές του ΔΣΕ δίνοντας τέτοιες μάχες, σώμα με σώμα - όπως ο ίδιος ο Ζαφειρόπουλος λέει - να ήταν ταυτόχρονα άβουλα και απρόθυμα άτομα που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή με την απειλή του περιστρόφου του Πολιτικού Επιτρόπου; Φαίνεται πως ο αντικομμουνισμός της περιόδου του εμφυλίου - αλλά και μετά - πέραν των άλλων, κατάφερε να δημιουργήσει κι αυτή την κατηγορία των ομολογουμένως ιδιόρρυθμων στη συμπεριφορά... προβάτων!!!
  Για τη σφοδρότητα των μαχών και τη μαχητικότητα του ΔΣΕ έχει γράψει και ο Θρ. Τσακαλώτος. Συγκεκριμένα λέει: "Οι συμμορίτες αμύνονται σθεναρώς εφ' όλου του μετώπου των. Τα ναρκοπέδια υπήρξαν το φόβητρο και Διοικήσεων και διοικουμένων. Το ηθικό κατρακυλά. Επί 40 ημέρες ματαίως καταβάλλονται προσπάθειαι διασπάσεώς των. Η Ανώτατη Ηγεσία προ της γενικής καθηλώσεως, υπό την πίεσιν της ανάγκης μελετά την αναθεώρησιν του σχεδίου της. Η κοινή γνώμη είναι ανάστατος" (Βλέπε: "40 Χρόνια Στρατιώτης...", τόμος Β', σελίδα 125). Παρουσιάζοντας αυτό το απόσπασμα του στρατηγού Τσακαλώτου, μαζί με τα υπόλοιπα προαναφερθέντα του Ζαφειρόπουλου, δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστα όσα λέγονται περί συμμοριτών και συμμοριτισμού. Αναμφίβολα, η χρησιμοποίηση αυτών των χαρακτηρισμών από τους στρατηγούς δεν είναι τίποτε άλλο από αυτοεξευτελισμός τους. Και τούτο γιατί αν πραγματικά ο ΔΣΕ ήταν ένα συνονθύλευμα συμμοριτών και όχι πραγματικός εθνικοαπελευθερωτικός - επαναστατικός στρατός, τότε οι στρατηγοί του κυβερνητικού στρατού, που τον πολεμούσαν 70 ολόκληρες ημέρες στο Γράμμο, χωρίς ουσιαστικά να καταφέρουν να τον νικήσουν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν πιο ανίκανοι για πόλεμο από τους νεοσύλλεκτους φαντάρους που διοικούσαν. Να σε τι αυτοεξευτελισμό οδηγούσε τα επίλεκτα στρατιωτικά της στελέχη η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι προστάτες της - δίκην αντικομμουνιστικής προπαγάνδας - με τους ισχυρισμούς περί συμμοριτών και κατσαπλιάδων.
  Καταλήγοντας στην παράθεση κρίσεων των αντιπάλων του ΔΣΕ για τη μάχη του Γράμμου αξίζει να αναφέρουμε τι λέει ο Ζαφειρόπουλος στο προαναφερόμενο βιβλίο του (σελίδα 424) για την εικόνα που είχαν τα πράγματα μετά τον ελιγμό του ΔΣΕ στο Βίτσι: "Η έγκαιρος εγκατάλειψις του Γράμμου - σημειώνει - και η έγκαιρος πλαισίωσις του Βίτσι ενεφάνησαν την παραδοξότητα ταύτην ως αποτέλεσμα της ηθικής καταστάσεως των αντιπάλων: Ο συμμοριτισμός ο ηττηθείς εις τον Γράμμον να έχη ανώτερον ηθικόν από τας εθνικάς δυνάμεις, αίτινες υπήρξαν οι νικηταί του Γράμμου".
  Ο απολογισμός των απωλειών
  Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει ο στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει πως οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη Μάχη του Γράμμου ήταν "υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης". Ο Ζαφειρόπουλος όμως δίνει τα εξής στοιχεία: "Απώλειαι: Αύται υπήρξαν υπερβολικαί και μάλιστα εις αξιωματικούς και προσήγγισαν διά μεν τους αξιωματικούς το 9%, διά δε τους οπλίτας το 13%. Εν λεπτομερεία ανήλθον: α) Αξιωματικοί: Νεκροί 109. Τραυματίαι 287. Αγνοούμενοι 9. Σύνολον 505. β) Οπλίται: Νεκροί 1123. Τραυματίαι 5.285. Αγνοούμενοι 332. Σύνολον 6740.
  Αι απώλειαι των συμμοριτών δεν υπολείφθησαν των εθνικών δυνάμεων, ανελθούσαι εις νεκρούς μετρηθέντας 3.128, συλληφθέντας 590 και παραδοθέντας 1600. Οι τραυματίαι καθ' υπολογισμόν εκυμαίνοντο εις 4.500" (Δ. Ζαφειρόπουλου: "Ο Αντισυμμοριακός Αγών", σελίδα 430).
  Στο περιοδικό του ΔΣΕ "Δημοκρατικός Στρατός" (τεύχος Σεπτεμβρίου του 1948) δίνονται οι εξής απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη μάχη του Γράμμου: Νεκροί 5.125, τραυματίες 16.000, αιχμάλωτοι 439, αυτόμολοι 98, λιποτάχτες 1.200. Σύνολο 22.862.
  Απ' όσα παραθέσαμε - και με δεδομένο ότι σε κάθε πόλεμο η μία πλευρά εξογκώνει τις απώλειες της άλλης και ελαχιστοποιεί τις δικές της - οφείλουμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
- Ο Στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει τις απώλειες του κυβερνητικού Στρατού (νεκρούς τραυματίες κλπ.) σε πάνω από 14.000. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος είναι πιο φειδωλός. Δίνει σύνολο απωλειών σε αξιωματικούς και οπλίτες 7.245. Τέλος, ο ΔΣΕ ανεβάζει αυτές τις απώλειες στις 22.862. Η αλήθεια συνεπώς πρέπει κατά προσέγγιση να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο νούμερο που δίνει ο Τσακαλώτος και σ' αυτό που δίνει ο ΔΣΕ. Και αναμφίβολα αυτές οι απώλειες δεν είναι μόνο του στρατού, αλλά και των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων που πήραν μέρος στη μάχη.
- Το μέγεθος των απωλειών του ΔΣΕ που εμφανίζει ο Ζαφειρόπουλος είναι τερατώδικο για τους εξής λόγους: Αν προσθέσει κανείς τα νούμερα που παραθέτει βγαίνει ένας αριθμός απωλειών 9.818 ανδρών σε νεκρούς, τραυματίες κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι η παρατακτή δύναμη του ΔΣΕ στο Γράμμο ήταν περίπου 8.600 άνδρες, αν δεχτούμε τους αριθμούς που παραθέτει ο Ζαφειρόπουλος προκύπτει το εξής εξωφρενικό και ταυτόχρονα γελοίο: Ο ΔΣΕ φέρεται να έχασε στο Γράμμο (τέθηκαν δηλαδή με τον ένα ή άλλο τρόπο εκτός μάχης) όλη τη μάχιμη δύναμή του και επιπλέον 1.200 μαχητές!!!

Κείμενο: Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα , με φωτογραφίες, του Πολιτικού Καφενείου "Ο Μεγάλος Ανατολικός"


Η Μάχη της Δημηνίτσας

ΚΑΡΠΕΡΟ (Κωμόπολη) ΓΡΕΒΕΝΑ
  Μεταξύ των χωριών Καρπερού και Δήμητρας το 1854 έγινε η μάχη της Δημηνίτσας, όπου ο Θεόδωρος Ζιάκας νίκησε τους Γιουρούκους Τούρκους, παίρνοντας εκδίκηση για τη σφαγή Βλάχων κτηνοτρόφων στην περιοχή, λίγο καιρό νωρίτερα.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

7 Μαϊου 1906

ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ (Χωριό) ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Μια από τις σημαντικότερες μάχες του Μακεδονικού Αγώνα κατά Βουλγάρων Κομιτατζήδων.

Μάχη των Λαζαράδων

ΛΑΖΑΡΑΔΕΣ (Χωριό) ΚΟΖΑΝΗ
9 Οκτωβρίου 1912 νικητήρια μάχη του Ελληνικού απελευθερωτικού στρατού ενάντια στα τουρκικά στρατεύματα. Κάθε χρόνο οργανώνεται επετειακός εορτασμός όπου συμμετέχουν όλες οι διοικητικές, στρατιωτικές και εκκλησιαστικές αρχές του τόπου.

Η μάχη της Σιάτιστας

ΣΙΑΤΙΣΤΑ (Πόλη) ΚΟΖΑΝΗ
4/11/1912

4η Νοεμβρίου 1912
( πώς φθάσαμε στις 4 Νοεμβρίου 1912 μέρα απελευθέρωσης της Σιάτιστας)

  Η Σιάτιστα είχε ενεργό δράση στο Μακεδονικό Αγώνα. Συμμετείχε από το 1903 στον εξοπλισμό ομάδας ένοπλης δρασης που είχε δημιουργήσει ο Ίων Δραγούμης.
  Στις 22 Ιουλίου 1904 ο Παύλος Μελάς, που επισκέφθηκε μυστικά τη Σιάτιστα, ίδρυσε την Εθνική Επιτροπή Σιάτιστας.
  Όταν στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1904 εμφανίσθηκε ο Παύλος Μελάς, ως αρχηγός πλέον αντάρτικου σώματος με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, η Εθνική Επιτροπή Σιάτιστας ενίσχυσε το Σώμα του με Σιατιστινούς πλήρως εξοπλισμένους.
  Η Εθνική Επιτροπή βοηθούσε τα ανταρτικά σώματα που περνούσαν από την πόλη, διόρισε οδηγούς, διοργάνωσε το ταχυδρομείο των σωμάτων, άρχισε τη μεταφορά όπλων και πυρομαχικών και προοδευτικά μύησε στον αγώνα ολόκληρη την κοινωνία της Σιάτιστας. Έτσι ολόκληρη η κοινότητα έκρυβε και προστάτευε τους άντρες των αντάρτικων σωμάτων και βοηθούσε στη μεταφορά όπλων.
  Το πρώτο σώμα του Σιατιστινού οπλαρχηγού Περδίκα αποτελούνταν από 10 Σιατιστινούς νέους.Το 1906 συγκροτήθηκε και νέο σώμα από 30 Σιατιστινούς με τη διεύθυνση των Μακεδονομάχων Σπύρου και Παύλου Τσαούση, το οποίο εξοπλίσθηκε από την Εθνική Επιτροπή και στάλθηκε στη βουλγαρόφωνη ζώνη.
  Μια τέτοια προϊστορία δικαιολογεί τη συμπεριφορά των κατοίκων της πόλης στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τη μέρα αυτή η Σιάτιστα απελευθερώθηκε μόνη της από τον τουρκικό ζυγό και επαναστατημένη δέχθηκε το Κρητικό σώμα των εθελοντών ενώ ακόμα ο Ελληνικός στρατός βάδιζε από Ελασσώνα προς Σέρβια. Η διαπίστωση αυτή καταγράφεται από το συνταγματάρχη Ν. Κλαδά σε έκθεσή του:
  "Ο Ελληνικός στρατός εξησφάλισε και εμονιμοποίησε την ελευθερίαν της Σιατίστης, αλλά δεν την απηλευθέρωσεν υπό την καθαράν σημασίαν του στρατιωτικού όρου, καθ όσον η ενθουσιώδης αύτη πόλις απηλευθερώθη μόνη της."
  Από το Σεπτέμβριο του 1912, πριν ακόμα η Ελλάδα κηρύξει επίσημα τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (4 Οκτωβρίου 1912) η Εθνική Επιτροπή Σιάτιστας μέσω του Εθνικού Κέντρου του Μοναστηρίου πληροφορήθηκε πως επίκειται η κήρυξη του πολέμου και ότι, πριν προελάσουν τα Ελληνικά στρατεύματα, θα προπορευθούν αρκετά εθελοντικά προσκοπικά Σώματα με σκοπό να καταλάβουν επίκαιρα μέρη της Δυτικής Μακεδονίας.Ταυτόχρονα της ζητήθηκε να φροντίσει τα προσκοπικά σώματα που θα περνούσαν από την περιοχή της.   Πράγματι η Επιτροπή φρόντισε τα διερχόμενα προσκοπικά σώματα έως ότου το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου αποφάσισε όχι μόνο να διευκολύνει τη διέλευση του εθελοντικού προσκοπικού σώματος των αρχηγών Μακρή και Καραβίτη αλλά και να υψώσει η πόλη την Γαλανόλευκη και με τα όπλα στα χέρια να διώξει τις Τουρκικές αρχές και να υποδεχθεί πανηγυρικά το εθελοντικό σώμα των αρχηγών Μακρή και Καραβίτη. Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου με υπόδειξη των αρχηγών ο αγωνιστής του Μακεδονικού αγώνα Σπ.Τσαούσης έκοψε τα τηλεγραφικά σύρματα και άλλοι μετέφεραν όπλα από τις κρύπτες της Γαλατινής για να συμπληρωθεί ο οπλισμός των υπερασπιστών της πόλης. Την ίδια νύχτα επέδωσαν στον Μουδίρη της πόλης το ακόλουθο έγγραφο των αρχηγών:

Προς τον Σταθμάρχην Σιατίστης
Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου σε διατάσσομεν, όπως αμέσως εκκενώσης
την πόλιν, διότι θα προελάση αύριον ο Ελληνικός Στρατός προς
απελευθέρωσιν αυτής...
Οι αρχηγοί
Μακρής, Καραβίτης.

  Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου βρήκε την πόλη ελεύθερη.Το Τουρκικό απόσπασμα είχε φύγει για τη Νεάπολη.
  Οι Σιατιστινοί ύψωσαν την Ελληνική σημαία και με αυτοσχέδιο οπλισμό υποδέχτηκαν το εθελοντικό σώμα στον Αγιο Νικάνορα. Τουρκικός στρατός από τη Νεάπολη προσπάθησε το απόγευμα της ίδιας μέρας να αποκαταστήσει το γόητρό του αλλά εκδιώχθηκε από τους υπερασπιστές της πόλης, Εθελοντές και Σιατιστινούς.Το εθελοντικό σώμα των Μακρή και Καραβίτη στη συνέχεια έφυγε για τον αρχικό του στόχο τη Γαλατινή.
  Οι κάτοικοι της πόλης φοβούνταν νέα τουρκική επιδρομή και έπαιρναν τα μέτρα τους: Τα γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν σε ασφαλή σπίτια και αγγελιοφόρος έσπευσε στα εθελοντικά σώματα των Καούδη, Δηληγιαννάκη και Σεϊμένη να τα παρακαλέσει να έρθουν για ενίσχυση της Σιάτιστας-τα συνάντησε στο Παλιόκαστρο. Οι εθελοντές ήρθαν, έμειναν λίγες μέρες μέχρις ότου ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την Κοζάνη.
  Στις 15 Οκτωβρίου τα εθελοντικά σώματα αναχώρησαν και η Εθνική επιτροπή ανέθεσε στους οπλαρχηγούς Σπύρο Τσαούση, Καραπιπέρη και Λιόλιο Τσαούση τη φρούρηση της πόλης. Ταυτόχρονα έστειλε τους Αθ. Κανατσούλη και Ι. Αποστόλου στην Κοζάνη, να ζητήσουν από τις εκεί ελληνικές Στρατιωτικές αρχές την αποστολή ελληνικού στρατού να καταλάβει τη Σιάτιστα, πράγμα που έγινε.
  Στις 19 Οκτωβρίου το ανεξάρτητο Σύνταγμα ευζώνων υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Γεννάδη μπήκε στη Σιάτιστα και την απελευθέρωσε, και με τη σημασία πια του στρατιωτικού όρου. Στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία έγινε η δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης και την επομένη το σύνταγμα έφυγε.
  Οι ατυχίες της 5ης Μεραρχίας στη Βεύη και το Αμύνταιο έδωσαν ελπίδες στους Τούρκους, που εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίων των εθελοντικών σωμάτων και κατέστρεψαν πολλά χωριά στην περιοχή της Καστοριάς.
  Στη Σιάτιστα βρίσκονταν εθελοντικά σώματα με Γενικό αρχηγό τον Γεώργιο Κατεχάκη. Στις 3 Νοεμβρίου οι πρόκριτοι δέχονται την ακόλουθη επιστολή:

Προς τον λαόν Σιατίστης
Αύριον πρωϊ περί την πρώτην ώραν (τουρκιστί) να αποστείλητε πέντε
προκρίτους δια να παραδώσητε την πόλιν άλλως θα βαδίσω εναντίον αυτής
και θα την βομβαρδίσω.
Λειψίστη 2 Νοεμβρίου 1912
Μεχμέτ Πασάς
Γενικός αρχηγός του στρατεύματος

  Οι πρόκριτοι ζήτησαν προθεσμία για να το σκεφτούν, στην πραγματικότητα για να προετοιμαστούν και να φθάσουν οι ενισχύσεις.Από την Κοζάνη ήρθε ο Συνταγματάρχης Ηπίτης με πάνω από 5000 άνδρες και τρία πεδινά πυροβόλα. Στη δύναμη αυτή εντάχτηκε και ο λόχος των δασκάλων της Κρήτης. Την ίδια μέρα ήρθαν εθελοντικά σώματα υπό τους Γεώργιο Παπαδόπετρο, Παν. Φιωτάκη, Μιχαήλ Τσόντο και δύναμη υπό τον αξιωματικό Γεώργιο Καπιτσίνη.
  Προς το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου ήρθε και ο αρχηγός των Γαριβαλδηνών Αλ.Ρώμας με το επιτελείο του, τον ποιητή Μαβίλη, τον καθηγητή Κονδύλη, Γερακάρη και άλλους.
  Στις 4 Νοεμβρίου έγινε η μάχη, φονική, σκληρή, αποτελεσματική. 70 Έλληνες και 400 Τούρκοι νεκροί. Μια ακόμα ελληνική πόλη ελεύθερη και μια καθοριστική αποτυχία του τουρκικού στρατού, γιατί λέγεται πως η μάχη της Σιάτιστας ήταν το τελευταίο "χαρτί" της Τουρκίας στη Μακεδονία, που χάρη στους γενναίους Σιατιστινούς και Κρήτες εθελοντές το έχασε.
(περίληψη από το βιβλίο ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ του Ι. Αποστόλου)

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Σιάτιστας


Μάχες Βίγλας & Φαρδύκαμπου

4/5/1943 - 6/5/1943
  Μνημείο Φαρδύκαμπου. Ανάμνηση των μαχών της Βίγλας και του Φαρδύκαμπου (4-6 Μαρτίου 1943), όταν οι κάτοικοι της Σιάτιστας και της γύρω περιοχής, με την καθοδήγηση της μοναδικής στην πόλη αντιστασιακής Οργάνωσης, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αψηφώντας τις συνέπειες της Κατοχής, χτύπησαν και αιχμαλώτισαν έναν ιταλικό λόχο πρώτα κι ύστερα ολόκληρο και πάνοπλο τάγμα Ιταλών .

Μάχη στο Κάστρο Σπηλαίου

ΣΠΗΛΑΙΟ (Χωριό) ΓΡΕΒΕΝΑ
  Την επανάσταση της Μακεδονίας κήρυξε εδώ ένας άλλος μεγάλος ήρωας της περιοχής, ο Θεόδωρος Ζιάκας, σε κοινό αγώνα με τον Χατζηπέτρο στη Θεσσαλία και το Γρόβα στην Ηπειρο, με αποκορύφωμα τη μεγάλη μάχη στο κάστρο του Σπηλαίου, όπου αντιμετώπισε 15.000 Τουρκαλβανούς του Αβδή Πασά των Ιωαννίνων και εξόντωσε 600 Τούρκους.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

Οθωμανική περίοδος (1453-1821)

Μεταβυζαντινή περίοδος

ΚΑΣΤΟΡΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή της Καστοριάς αναδείχτηκε σε κέντρο Ελληνισμού δια- τηρώντας αλώβητη την εθνική συνείδηση, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα. Στη δύσκολη αυτή περίοδο του Ελληνικού Γένους είναι σημαντικός ο ρόλος της Εκκλησίας στη διατήρηση του εθνικού στοιχείου. Την εποχή αυτή η περιοχή ανέπτυξε έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και γνώρισε άνθηση στις τέχνες και τα γράμματα. Η ανάπτυξη κατέστησε την περιοχή κέντρο υλικής και ηθικής στήριξης των προεπα-ναστατικών κινημάτων που οδήγησαν στην Ελληνική επανάσταση του 1821 καθώς και των απελευθερωτικών κινημάτων του 19ου αιώνα.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Καστοριάς


Ρωμαϊκή περίοδος (31 π.Χ.-324 μ.Χ.)

ΑΘΑΚΟΣ (Αρχαία πόλη) ΛΥΓΚΗΣΤΙΣ
200 π.Χ. Τόπος οχύρωσης Μακεδόνα Φιλίππου Ε' κατά του Ρωμαίου υπάτου Σουλπίκιου Γάλβα.

Σελίδες επίσημες

ΑΙΑΝΗ (Κωμόπολη) ΚΟΖΑΝΗ
  Στην αρχαιότητα η περιοχή ανήκε στο βασίλειο της Ελίμειας, ένα από τα ελληνικά βασίλεια της Aνω Μακεδονίας. Η Αιανή ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου. Ο βασιλιάς Φίλιππος Β' ενσωμάτωσε τις περιοχές της Aνω Μακεδονίας στο ενιαίο Μακεδόνικο Βασίλειο. Στην εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου ένα μεγάλο τμήμα του Μακεδόνικου στρατού καταγόταν από την περιοχή της Ελίμειας. Τα επόμενα χρόνια η περιοχή της Αιανής γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη που διαρκεί μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, οπότε και ακολουθεί την ιστορική πορεία των υπολοίπων περιοχών της Μακεδονίας. Στα Βυζαντινά χρόνια δοκιμάζεται συχνά από βαρβαρικές επιδρομές (επιδρομές Γότθων, Σλάβων, Βουλγάρων) και παρακμάζει, ενώ σταδιακά το διοικητικό κέντρο της περιοχής μεταφέρεται στα γειτονικά Σέρβια.
  Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι μια νέα περίοδος δοκιμασίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Αιανή υπάγεται διοικητικά στο πασαλίκι των Ιωαννίνων και γνωρίζει την αδίστακτη κυριαρχία του Αλή Πασά. Στα 1878, η είδηση της σχεδιαζόμενης συνθήκης του Αγίου Στεφάνου αναστατώνει τους κατοίκους της περιοχής που συμμετέχουν μαζικά στην επανάσταση του Βούρινου. Κατά τον Μακεδονικό αγώνα (1904 -1908), η προσδοκία της απελευθέρωσης και ο επαναστατικός αναβρασμός που επικρατεί στη Μακεδονία δεν αφήνει αδιάφορους τους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στα αντάρτικα σώματα. Στις 12 Οκτωβρίου 1912 τμήμα του ελληνικού στρατού θα μεταφέρει το μήνυμα της απελευθέρωσης και της ενσωμάτωσης της περιοχής στην Ελλάδα.

ΑΙΑΝΗ (Αρχαία πόλη) ΚΟΖΑΝΗ
Στην αρχαιότητα η περιοχή ανήκε στο βασίλειο της Ελίμειας, ένα από τα ελληνικά βασίλεια της Ανω Μακεδονίας. Η Αιανή ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου. Ο βασιλιάς Φίλιππος Β' ενσωμάτωσε τις περιοχές της 'Ανω Μακεδονίας στο ενιαίο Μακεδόνικο Βασίλειο. Στην εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου ένα μεγάλο τμήμα του Μακεδόνικου στρατού καταγόταν από την περιοχή της Ελίμειας. Τα επόμενα χρόνια η περιοχή της Αιανής γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη που διαρκεί μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, οπότε και ακολουθεί την ιστορική πορεία των υπολοίπων περιοχών της Μακεδονίας. Στα Βυζαντινά χρόνια δοκιμάζεται συχνά από βαρβαρικές επιδρομές (επιδρομές Γότθων, Σλάβων, Βουλγάρων) και παρακμάζει, ενώ σταδιακά το διοικητικό κέντρο της περιοχής μεταφέρεται στα γειτονικά Σέρβια.

ΓΡΕΒΕΝΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Στην αρχαιότητα η Ανω Μακεδονία, την οποία οι ιστορικοί διέκριναν από την πεδινή και παραθαλάσσια Κάτω Μακεδονία, περιελάμβανε τους σημερινούς νομούς Γρεβενών, Κοζάνης, Καστοριάς και Φλώρινας. Το διαμέρισμα της Ελιμείας ή Ελιμιώτιδος, με βόρεια σύνορα την Ορεστίδα και την Εορδαία, κατείχε το νοτιότερο τμήμα της Ανω Μακεδονίας, δεξιά και αριστερά του μέσου ρου του Αλιάκμονα, με τις πεδιάδες και τις κοιλάδες που σχηματίζει αυτός. Σύμφωνα με όσα δέχονται νεότεροι ερευνητές, η Ελιμιώτιδα απλωνόταν στη σημερινή περιφέρεια των Νομών Γρεβενών και Κοζάνης. Πρωτεύουσά της ήταν η Ελίμεια και άλλη σημαντική πόλη η Αιανή. Γι' αυτήν αντλούμε πληροφορίες από συγγράμματα του Ηρόδοτου, του Θουκυδίδη,του Ξενοφώντα, του Στράβωνα, του Τίτιου Λίβιου και του Αρριανού. Η άλλη σπουδαία χώρα, η Ορεστίς ή Ορεστίο είχε πρωτεύουσά της το Αργος το Ορεστικόν και δεύτερη επίσημη πόλη το Κέλετρον, τη σημερινή Καστοριά. Οικιστής της Ελιμείας θεωρείται ο ήρωας Ελυμος, βασιλιάς της Ηπείρου ή των Τυρρηνών (Τυρσηνών). Γιος του ήταν ο Αίανος ή Αιανός, ο οποίος ίδρυσε στην Ελιμιώτιδα τρεις πόλεις που έφεραν το όνομά του. Πρώτος γνωστός βασιλιάς της Ελίμειας θεωρείται ο Αρριδαίος, πατέρας τους Δέρδα (Σχόλια στο Θουκυδίδη, 1.57 .3 Gomme 1.203, 212, 218), ενώ τελευταίος βασιλιάς υπήρξε ο Δέρδος ο Γ', ο οποίος αναφέρεται μεταξύ αυτών που πολέμησαν στην Ολυνθο εναντίον του Φιλίππου (348 π.Χ.) και συνελήφθη απ' αυτόν. Η προσάρτηση της Ελιμείας, όπως και των άλλων διαμερισμάτων της Ανω Μακεδονίας, θα πρέπει να έγινε ειρηνικά και να εδραιώθηκε μετά την επιτυχή απώθηση των Ιλλυριών και τη συντριβή τους, τόσο από το Φίλιππο (358 π.Χ.) όσο και από το στρατηγό του, Παρμενίωνα {356 π.Χ.).
  Από την Ανω Μακεδονία κατάγονταν επιφανέστατοι στρατηγοί του Μ. Αλεξάνδρου, όπως ο Κρατερός, ο Περδίκκας, ο Πολυπέρχων, ο Πτολεμαίος και ο Κρατεύας. Μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., η Ανω Μακεδονία -ο Τ. Λίβιος (45.30.6) αναφέρει Εορδούς, Λυγκηστές, Πελαγόνες και προσθέτει Ατιντανία, Τυμφαία και Ελιμιώτις -αποτέλεσε την τέταρτη μερίδα, δηλ. μία από τις τέσσερις μεγάλες διοικητικές περιφέρειες στις οποίες διαιρέθηκε η Μακεδονία από τους Ρωμαίους, σύμφωνα με τη συνθήκη της Αμφίπολης.
  Ο νομός Γρεβενών και η Δυτική Μακεδονία γενικότερα, βρίσκονται στο σταυροδρόμι πολιτιστικών κύκλων του Αιγαίου και της Νότιας Βαλκανικής. Η νεολιθική κατοίκηση στην περιοχή προσδιορίζεται από χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις άλλες όμορες περιοχές όπως οι "μετακινήσεις", ενώ οι οικισμοί αυτής της περιόδου είναι κατά κανόνα μικροί. Στην Ανατολική Πίνδο, στα ψηλότερα χωριά του νομού Γρεβενών, έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και οχυρώσεις που ανάγονται στους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους αλλά και στις νεότερες περιόδους της ιστορίας. Εντυπωσιακά είναι τα τείχη του Σπηλαίου, του Πολυνερίου και των Φιλιππαίων. Χώροι απρόσιτοι και απόκρημνοι, φυσικά οχυρωμένοι που συμπληρώνονταν με τα τείχη αυτά και χρησίμευαν ως καταφύγιο κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών. Η εξαίρετη θέα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα παρατήρησης, έδιναν στους κατοίκους την ευκαιρία να ελέγχουν τις κινήσεις των εχθρών και να συνδέονται με φιλικούς γειτονικούς τους οικισμούς. Τα ευρήματα που φέρει καθημερινά στο φως στο νομό Γρεβενών η αρχαιολογική σκαπάνη, δεν είναι λίγα. Φωτίζουν την ιστορία του τόπου και συμπληρώνουν τις γνώσεις μας γι' αυτόν. Αρχαία κτίσματα, είδη καθημερινής χρήσης, πολεμικές συνήθειες, ταφικά έθιμα, κοινωνικές και πολιτισμικές επαφές. Ανθρώπινες αναζητήσεις και αγωνίες προβάλλουν μέσα από αυτά, προσπαθώντας να "ξαναζωντανέψουν" έναν κόσμο που έχει χαθεί, δεν έχει όμως ξεχασθεί Συγκεκριμένα: Ο νεολιθικός οικισμός στη θέση Κρεμαστός της κοινότητας Κνίδης σε υψόμετρο 670 μ. περίπου, έδωσε αξιόλογα δείγματα εγκατοίκησης. Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε στρώμα καταστροφής ισχυρά καμένων πηλών νεολιθικής οικίας, αποτυπώματα ξύλινου σκελετού αυτής, πηλούς επάλειψης, επάλειψης με επιχρίσματα, αποθηκευτικό λάκκο, θραύσματα πίθου και άλλων αγγείων, καθώς και λίγα όστρακα βυζαντινής κεραμικής, τα οποία φανερώνουν μία βραχύχρονη εγκατάσταση στο ίδιο μέρος και κατά τους ύστερους ιστορικούς χρόνους. Επίσης ήρθαν στο φως λιγοστά πήλινα ειδώλια, σφοντύλια και εργαλεία από πυριτόλιθο και εντόπιο χαλαζία.
  Το χωριό Σπήλαιο, ένα απέραντο φυσικό οχυρό, χτισμένο σε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή τοποθεσία, σε βραχώδη προεξοχή της σειράς της Πίνδου, σε υψόμετρο 1.000 μ. και πάνω, περιβάλλεται από ρωμαϊκά και βυζαντινά τείχη. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθεσίες Πόρτα, Κονσουλάτα, Τσιτσιλιάνος, Μαλτέζος, Μπάνια, Καρέτσος, Σαμόλια, Καψάλα και Χαντάκα. Στην επάνω πλατεία του χωριού, στο Μεσοχώρι, εντοπίστηκαν τάφοι της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου με πλούσια κτερίσματα, που σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο της Βέροιας.
  Αλλοι σημαντικοί τάφοι Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής και Βυζαντινής εποχής βρέθηκαν στον Αϊ-λιά και στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας. Στο ψηλότερο σημείο του χωριού, την Κούλια (1.150 μ.), προβάλλει η αρχαία ακρόπολη με το απέραντο τείχος της, η οποία έδω σε επιφανειακή κεραμική που καλύπτει χρονικά από τη Γεωμετρική εποχή ως την Τουρκοκρατία. Στα δυτικά του χωριού, στην κορυφή Σταυρός (1.500 μ.) συναντούμε άλλα επιβλητικά τείχη και ταυτόχρονα διαπιστώνουμε από εκεί τη δυνατή παρατήρηση της περιοχής και των γύρω βουνών. Σε μικρή απόσταση από το χωριό και στην τοποθεσία Μεγάλη Πέτρα βρέθηκαν ταφές μέσα σε πίθους, συνοδευόμενες από πήλινα και χάλκινα κτερίσματα Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Εποχής, καθώς και από τεμάχια οψιδιανού.
  Στο χωριό Ζιάκας κοντά στο Σπήλαιο, κατά τη διάνοιξη θεμελίων το 1964 στη δυτική πλευρά της καμένης στην Κατοχή εκκλησίας των Ταξιαρχών, αποκαλύφθηκε ψηφιδωτό δάπεδο Ρωμαϊκής εποχής. Στα Αναβρυτά, στις τοποθεσίες Αγ. Δημήτριος και Αβλαγάδες, υπάρχουν ερείπια αρχαίων οικιών και έχουν βρεθεί ακόμα κεραμίδες οροφής και θραύσματα αποθηκευτικών πιθαριών. Στους Μαυραναίους, στην τοποθεσία Παλαιομονάστερο, βρέθηκαν κίονες με κιονόκρανα Ρωμαϊκής και Χριστιανικής εποχής, ενώ στο χωριό Μαυρονόρος και στα σύνορά του με τα χωριά Αναβρυτά και Κάστρο, μέσα σε χωράφι βρέθηκαν χάλκινες αιχμές βελών, λέβητας, ξίφη, πόρπες και πολλά αγγεία, που παραδόθηκαν στο Μουσείο της Βέροιας. Στο χωριό Αγ. Γεώργιος, στην τοποθεσία Αρσαλιά, όπως φανερώνουν αρχαία ερείπια, όστρακα αγγείων και in situ τμήματα δρόμων, πρέπει να υπήρχε αρχαίος και βυζαντινός οικισμός. Στην Αγ. Βαρβάρα, σε μεγάλη ακαλλιέργητη έκταση, βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, δόμοι τοπικού λίθου και πωρόλιθου και όστρακα αγγείων , ιδίως κοντά στο παρεκκλήσι, όπου πιθανόν πρωτίστως υπήρχε αρχαίο ιερό. Στο ύψωμα Αγ. Νικόλαος οι αρχαιολογικές ενδείξεις είναι εξίσου σημαντικές: στρώματα καταστροφής κεραμίδων οροφής, όστρακα αγγείων, τμήματα οξυπύθμενων αμφορέων, ενώ κοντά στο προσκυνητάρι του αγίου υπάρχουν τρεις μεγάλοι πώρινοι δόμοι, ένας από τους οποίους φέρει εξάστιχη επιγραφή, που χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. 'Ομοια ευρήματα συναντά κανείς στην τοποθεσία Ράχη Τσερβένι, όπου σε τμήμα πιθαριού υπάρχει η επιγραφή: ΦΙΛΙΠ... Το 1986 στην ίδια περιοχή βρέθηκε ακέραιο μαρμάρινο άγαλμα Κόρης ή θεάς, ύψ. 1 ,55 μ. Στην τοποθεσία Αγία Μαρίνα του χωριού Αμυγδαλιές, σύμφωνα με διηγήσεις κατοίκων, είχαν παλιά βρεθεί μικρά αγαλματίδια, ανδρικά και γυναικεία (Αφροδίτη). Βρέθηκαν ακόμα 2 μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, λαβές αγγείων και πλίνθοι από υπόκαυστο λουτρού. Στα σύνορα των χωριών Κηπουρειό -Πηγαδίτσα -Σιταράς και στην τοποθεσία Κεραμαριό, υπάρχουν λίθοι κτισμάτων και θραύσματα αγγείων. Ψηλότερα, σε απόληξη λοφοσειράς στο "Ψηλό Καστράκι", με πολύ καλή θέα προς όλα τα γύρω χωριά, περνούσε ο δρόμος που συνέδεε τη Μακεδονία με την Ηπειρο και τη Θεσσαλία, από πολύ παλιά μέχρι πρόσφατα, όπως φανερώνουν τα δύο γραφικά πέτρινα, τοξωτά γεφύρια που χτίστηκαν εκεί σ' όλη την έκταση συναντώνται κεραμίδες οροφής, θραύσματα πίθων και αγγείων και λίθοι από διάφορα κτίσματα, που αποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικού οικισμού στο μοναδικό αυτό πέρασμα, από την αρχαιότητα.
  Στη Ράχη του Κάτσαρη, στο Κηπουρειό, σύμφωνα με την παράδοση, στρατοπεύδευσε ο Καίσαρας πολεμώντας τον Πομπήιο. Ενώ για μια άλλη θέση, τη Ράχη του Ρασκίφτη, που έδωσε πλήθος κεραμίδων και οστράκων Ρωμαϊκής εποχής, διηγούνται πως εκεί έδωσε μάχη ο Αλέξιος ο Κομνηνός. Το χωριό Καλλιθέα στα σύνορα Μακεδονίας - Ηπείρου - Θεσσαλίας, στο σημείο που αρχίζει η οροσειρά των Χασίων, αποτελεί ένα από Τα περισσότερο ιστορικά , μέρη του νομού. Στην τοποθεσία Παλαιομονάστερο, σε πέρασμα δρόμου από τη Μακεδονία προς 'Ηπειρο και Θεσσαλία, μεγάλος αριθμός οστράκων, αγνύθων και νομισμάτων, Ρωμαϊκής εποχής τα περισσότερα, μαρτυρούν την ύπαρξη , οικισμού ή μεγάλου φυλακίου. Σημαντικότερη η τοποθεσία Καταφύγι ή Σπηλιά, σε υψόμετρο (1.050 μ.) με τείχος, κεραμίδες οροφής, θραύσματα αγγείων και πίθων. Σε αρκετά σημεία διατηρείται το επάνω ασβεστόχτιστο μέρος του τείχους. Ο βράχος της θέσης αυτής είναι περίπου 18 στρέμματα, ενώ υπολογίζεται ότι μερικές χιλιάδες άτομα, σε ώρες δύσκολες, ανέβαιναν εκεί για να προφυλαχθούν (όπως φανερώνει και το όνομα Καταφύγι) και όχι για να κατοικήσουν. Ο οικισμός τους απλωνόταν στα ριζά του βράχου.
  Στο Κάστρο, στην ΒΑ άκρη του χωριού και στην τοποθεσία Τζαμί (όπου παλιά υπήρχε Τούρκικό τζαμί, σε ένα μεγάλο βραχώδες λόφο, διακρίνονται θραύσματα αγγείων και κεραμίδες οροφής, ενώ στις θέσεις Παλαιομονάστερο και Νιοχώρι βρέθηκαν τάφοι. Στις τοποθεσίες Νιντρούζι, Νικούλα και Μιράτ, άλλοτε μικρά χωριά κοντά στην Καληράχη, βρέθηκαν ερείπια κτισμάτων στα χωράφια, όστρακα αγγείων, τάφοι με οστά και κτερίσματα. Στο χωριό Μέγαρο, χτισμένο σε πλαγιά λοφοσειράς σε υψόμετρο 900 μ. περίπου, υπάρχουν ερείπια Βενετικού Κάστρου, που λειτουργούσε ως παρατηρητήριο. Σύμφωνα με διηγήσεις κατοίκων, επί Τουρκοκρατίας χαμηλότερα στα χωράφια είχε βρεθεί μικρό άγαλμα.
  Εκεί που ο ποταμός Βενέτικος ενώνεται με τον Αλιάκμονα, νότια των Γρεβενών, βρίσκεται το Φελλί. Στην Νομαρχία Γρεβενών μεταφέρθηκε μια τεφροδρόχος υδρία, η οποία πριν από χρόνια βρέθηκε στην τοποθεσία Τσιάκαινα. Στη θέση Στραβέλα ή Καραγάτσι, μέσα στα καπνοχώραφα βρίσκονται συχνά όστρακα μελαμβαφών και ελληνιστικών αγγείων, αγνύθες και κεραμίδες οροφής. 7-8 στρέμματα ΝΑ της Στραβέλας είναι η ονομαζόμενη τοποθεσία Καστράκι και σε απόσταση 1.500 μ. από το Φελλί, βρίσκονται τα Καστράκια, που αμφότερα μαρτυρούν την ύπαρξη φυλακίων και εγκατοίκησης.
  Στην περιοχή του χωριού Τρικοκκιό, συναντάμε ερείπια κτισμάτων, κεραμίδες οροφής και άλλα ευρήματα που χρονολογούν στη Βυζαντινή εποχή, έχουν βρεθεί ακόμα βάσεις κιόνων από τοπικό λίθο, που μεταφέρθηκαν στον περίβολο της εκκλησίας, στο γειτονικό Αγιόφυλλο. Στον Αϊ- λιά του Καρπερού εντοπίστηκαν ερείπια οικιών, κεραμίδες και προϊστορικά λίθινα εργαλεία. ΝΑ στα σύνορα Καρπερού -Δήμητρας, σε χωράφια βρέθηκαν θραύσματα κεραμίδων, όστρακα γραπτών αγγείων και θραύσματα από προϊστορικούς λίθινους πελέκεις. Τάφοι βρέθηκαν και μέσα στο σημερινό χωριό Καρπερό με αρκετά κτερίσματα: χάλκινες πόρπες, περικάρπια, κυάθους, νομίσματα κ.ά., συλλογή των οποίων δημιουργήθηκε και εκτίθεται στο Κοινοτικό Γραφείο. Το 1932 στην τοποθεσία Μπουσμάδια της Δήμητρος, βρέθηκε χάλκινη κεφαλή ταύρου.
  Το 1936 σε ανασκαφική έρευνα στο Σύδενδρο, 10 χλμ. από τα Γρεβενά, βρέθηκε το κάτω τμήμα μαρμάρινου αετού πάνω σε πλίνθο, το οποίο έφερε την επιγραφή: ΜΑΙΚΗΝΑΣΔΙΙΥ ΨΙΣΤΩ ΕΥΧΗΝ καθώς και ένα μαρμάρινο ανάγλυφο που απεικονίζει ιππέα και άλλα πρόσωπα, με την επιγραφή: ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΛΕΟΔΗΜΟΥ ΗΡΩΣ, που μεταφέρθηκε τότε στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Είναι πιθανόν στην τοποθεσία Τσουφίκα να υπήρχε προϊστορικός οικισμός, βάσει της κεραμικής που έχει βρεθεί στην πολύ καλή αυτή θέση από άποψη θέας και ασφάλειας.
  Στην είσοδο του χωριού Ροδιά, βρέθηκαν σε χωράφια σιδερένια αιχμή δόρατος, αιχμές βελών, χάλκινα νομίσματα και τμήματα πηλοσωλήνων υδραγωγείου, το οποίο μετέφερε το νερό από τις πηγές προς τα ανατολικά. Στην τοποθεσία Αγορομηλιά Φωτείνας, πριν πολλά χρόνια, είχαν βρεθεί μέσα σε τάφους ασημένια δαχτυλίδια και βραχιόλια. Στο χώρο της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, στα σύνορα των χωριών Μεγ. Σειρήνι και Σύδενδρο, στη θέση Λειψοκούκι, εντοπίστηκαν τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων Ρωμαϊκής εποχής και χάλκινα νομίσματα της ίδιας περιόδου. Στο ναό του Αγ. Δημητρίου, στα σύνορα των χωριών Μεγ. Σειρήνι και Κυριακή, βλέπουμε εντοιχισμένη μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα, Ρωμαϊκής εποχής (3ος αι. μ.Χ.). Στο χωριό Κολομίτσι 6 χλμ. Α των Γρεβενών, κατά τη διάρκεια εκσκαφής νέων θεμελίων στο ναό του Αγ. Αθανασίου το 1902-3, βρέθηκε ακέφαλο γυναικείο μαρμάρινο άγαλμα σε ημικυκλική βάση Ρωμαϊκής εποχής με επιγραφή. Ίσως πρόκειται για χώρο Ηρώου, όπως φανερώνει και η επιγραφή του: (Βά)βιλος Αραβαίου τήν (Θ)υγατέρα Μέλι(σσ)αν ηρω(ίδα). Στο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου στα σύνορα της Σμίξης μετους Φιλιππαίους, σώζεται αναλημματικός τοίχος από μεγάλες πέτρες που φανερώνει στο σημείο 9 εκείνο μια πρωϊμότερη εγκατοίκηση. Η Ακρόπολη του χωριού βρίσκεται στη θέση Καστρί, όπου άλλοι παράλληλοι αναλημματικοί τοίχοι ορίζουν το χώρο, ο οποίος σύμφωνα με τις ενδείξεις (τμήματα πίθων και όστρακα αγγείων), κατοιικούνταν στη Ρωμαϊκή και την Υστερορωμαϊκή Εποχή.
  ΒΑ του Πολυνερίου στην τοποθεσία Καστρί σε υψόμετρο 1.300 μ., διακρίνεται οχύρωση από μεγάλες πέτρες και χαμηλότερα το εκκλησάκι των Αγ. Θεοδώρων, χτισμένο με υλικά σε β' χρήση -μεγάλοι δόμοι αρχαίων κτηρίων -βρίσκεται πιθανότατα επάνω στα θεμέλια αρχαίου Ιερού. Στην περιοχή είχαν βρεθεί παλιότερα συγκρότημα κτηρίων, θραύσματα αγγείων και πίθων, σιδερένια αιχμή από δόρυ κ.ά. Το Καστρί, σύμφωνα με τα ευρήματα του, ήταν οχυρωμένος οικισμός της Ελληνιστικής περιόδου αλλά και της Βυζαντινής. Το Περιβόλι βρίσκεται στα σύνορα Ηπείρου -Μακεδονίας. Τα ευρήματα από την περιοχή είναι ελάχιστα: λίγα κτίσματα μεταβυζαντινών και νεότερων χρόνων, καθώς και ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας με ζωόμορφες λαβές από τάφο, σιδερένιες αιχμές δοράτων και ένα ξίφος, όλα των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Στην τοποθεσία Παλαιομονάστερο, σε κορυφή υψώματος εντοπίσθηκαν θεμέλια κτηρίων, ενώ στην πλαγιά συγκεντρώθηκαν πολλά όστρακα αγγείων, τμήματα σαρκοφάγου και κεραμίδες οροφής της Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής και Υστερορωμαϊκής Εποχής. Ακόμη, στο χωριό Πόρος στη θέση Κιούπια, οι κάτοικοι βρίσκουν πιθάρια και τάφους στα χωράφια τους, πριν από χρόνια δε, βρέθηκε και ασημένιο νόμισμα της εποχής του Φιλίππου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Γρεβενών


ΔΕΣΚΑΤΗ (Κωμόπολη) ΓΡΕΒΕΝΑ
Α. Η περιοχή της Δεσκάτης κατά το Μεσαίωνα.
  Η πρώτη χιλιετία μετά τη γέννηση του Χριστού είναι σκοτεινή για την περιοχή μας, καθώς δεν υπάρχει καμμιά γραπτή πηγή γι’ αυτήν. Καθώς η περιοχή ανήκε στην Εστιαιώτιδα, στη Χριστιανική εποχή περιήλθε στη δικαιοδοσία της Επισκοπής Τρίκκης, αρχικώς και μετά την ίδρυσή της, τον 10ο μ.Χ αιώνα στην Επισκοπή Σταγών: "Ενθυμίσεις και επιγραφές", Κώστας Σπανός, Λάρισα 1991.
Β. Η περιοχή της Δεσκάτης κατά την Τουρκοκρατία
  Σύμφωνα με την τουρκική απογραφή του 1454/55 η Δεσκάτη (Ντεσκάτα τότε) υπαγόταν στο τμήμα "Χάσι" του διοικητή των Τρικάλων. Κατοικούνταν η περιοχή από βλαχόφωνους κτηνοτρόφους οι οποίοι αργότερα αφομοιώθηκαν από τους ντόπιους ή εκτοπίστηκαν (βλ. Κώστας Σπανός, Ενθυμίσεις και επιγραφές της περιοχής Δεσκάτης, Λάρισα 1991).
  Στο διάβα της μαύρης σκλαβιάς οι φτωχοί και δύσμοιροι Δεσκατιώτες δέχτηκαν τις ληστρικές επιδρομές Τούρκων και Τουρκαλβανών του Αλή Πασά, οι οποίοι μαζί με τις επιδημίες συμπλήρωναν και αποκορύφωναν τη δυστυχία. Σπουδαίος πατριώτης της εποχής αυτής (1800-1830) ο Γκουντούλας ο οποίος δεν υπέγραψε ως προεστός της περιοχής την παράδοσή της στον Αλή Πασά και Χαλάστηκε. Η Δεσκάτη την εποχή αυτή ενισχύθηκε πληθυσμιακώς από τα γύρω χωριά και ο Νικ. Κασομούλης στα 1822 την αποκαλεί Πρωτοχώρα των Χασίων.
  Οι κάτοικοι της Δεσκάτης συμμετείχαν στη Θεσσαλική Επανάσταση του 1854 ξεσηκωμένοι από το Θανάση Μπλαχάβα. Στις 11 Απριλίου του 1854 πέρασε από τη Δεσκάτη ο οπλαρχηγός Θόδωρος Ζιάκας τον οποίο ακολούθησαν πολλοί Δεσκατιώτες.
  Οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν από την προθυμία με την οποία οι Δεσκατιώτες βοήθησαν τον Μπλαχάβα και το Ζιάκα, εξαπέλυσαν αντίποινα κατά της περιοχής και έκαψαν τη Δεσκάτη. Στα 1878 οι Δεσκατιώτες βοήθησαν τους επαναστάτες του Ολύμπου προσφέροντάς τους τρόφιμα, ζώα, και έμψυχες ενισχύσεις.
  Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881 η Δεσκάτη έμεινε σκλαβωμένη. Αποκλείστηκε από τη Μητρόπολη των Σταγών στην οποία υπαγόταν και για να μη μείνει μετέωρη το Πατριαρχείο ίδρυσε τη Μητρόπολη της Δεσκάτης. Πρώτος Μητροπολίτης ψηφίστηκε ο μέγας Αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου Ιωαννίκιος Γιαζιζόγλου (27-10-1852). Αυτός έχτισε τον ´Αγιο Κωνσταντίνο ο οποίος είχε καεί στις 30-8-1877. Τότε συμπληρώθηκε και το Ελληνικό Σχολείο, που έγινε οχτατάξιο. Τον Ιωαννίκιο διαδέχθηκε ο Ιωάννης Χατζηαποστόλου, Επίσκοπος Παραμυθιάς. Η Μητρόπολη καταργήθηκε το έτος 1896, λόγω φιλονικίας Μητροπολίτη και κατοίκων.
Γ. Η Δεσκάτη στο Μακεδονικό Αγώνα.
  Όταν το 1896 στη Δυτική Μακεδονία παρουσιάστηκε ο μακεδονομάχος Θανάσης Μπρούφας, ανάμεσα στους 4 υπαρχηγούς του ήταν και ο Δεσκατιώτης Βασίλης Οικονόμου. Εκτός του Βασίλη Οικονόμου (του γνωστού ως Μπρουφα) συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα πολλοί Δεσκατιώτες. Μεταξύ αυτών ο Ηλίας Πετσούλας, ο Γιάννης Καραγιάννης, ο Θανάσης Κατσιαμάκας οδηγός του Παύλου Μελά, από το γήλοφο, ο Γιώργος Γκατζηγιάννης, ο Θανάσης Κολομητρούτσης κ.α.
Δ. Η Δεσκάτη στον Πόλεμο του 1897.
  Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881 η δύναμη των Τούρκων στη Δεσκάτη ενισχύθηκε σημαντικά. Είχαν χτιστεί στρατώνες στη δυτική είσοδο της κωμόπολης (Κισλάς-Κουσλάς). Στα 1897 η τουρκική δύναμη της Δεσκάτης ανερχόταν σε μια μεραρχία με διοικητή τον Χουσίν Πασά. Αυτή η δύναμη υπερασπίστηκε τη συνοριακή γραμμή της Οξυάς. Οι Δεσκατιώτες βοήθησαν στον πόλεμο αυτό κυρίως με συλλογή πληροφοριών και δέχθηκαν σκληρή εκδίκηση από τους Τούρκους.
Ε. Η απελευθέρωση της Δεσκάτης.
  Με την έναρξη του Α´ Βαλκανικού Πολέμου η στρατιωτική δύναμη των Τούρκων στη Δεσκάτη είχε μειωθεί σημαντικά. Στις 6-10-1912 συνδυασμένη επίθεση των Ελληνικών στρατευμάτων από το χωριό Γήλοφος και από το χωριό Πραιτώρι της Ελασσόνας (δύναμη που δεν έφτασε στη Δεσκάτη) έφερε την απελευθέρωση της Δεσκάτης, από τους Τούρκους, στις 7-10-1912. Τότε έπεσε και ο Μανουσάκης ο οποίος τιμάται με προτομή στην κεντρική πλατεία της Δεσκάτης.
  Μετά την απελευθέρωσή της η Δεσκάτη και στην προσπάθειά της να σταθεί όρθια ακολούθησε την πορεία και τη μοίρα της Ελλάδος. Δέχτηκε και αυτή τη μανία των Γερμανών κατακτητών και υπέστη τα δεινά του εμφυλίου πολέμου. Αποτέλεσε ορμητήριο της Εθνικής Αντίστασης και προμαχώνας της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Σήμερα ακολουθεί την πορεία της χώρας μας προς την Ενωμένη Ευρώπη με μικρότερα σίγουρα βήματα λόγω του γεωγραφικού απομονωτισμού της και λόγω των περιορισμένων παραγωγικών δυνατοτήτων της. Οι Δεσκατιώτες όμως μένουν πεισματικά στον τόπο τους. Μένουν και δημιουργούν σύμφωνα με τις δυνατότητες που τους παρέχονται.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Εξωραϊστικού Μορφωτικού Ομίλου Δεσκάτης


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ (Δήμος) ΚΟΖΑΝΗ
Tο ξερίζωμα των Ελλήνων του Πόντου είναι από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Υστερα από 27 αιώνες ζωής, ένας λαός εκριζώθηκε από τη γη του αφήνοντας πατρογονικές εστίες, σπίτια, εκκλησίες, τάφους προγόνων, για να ριχτεί στις ακτές της Ελλάδας. Οι μεγάλες πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας, κυρίως της Μακεδονίας και της Θράκης, απορρόφησαν το προσφυγικό στοιχείο, το οποίο εύκολα ενσωματώθηκε στον προϋπάρχοντα πληθυσμό. Με την εργατικότητα και την προοδευτικότητα που το χαρακτήριζε από παλιά, βοήθησε πάρα πολύ στην άνθιση της οικονομίας και στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλων των Ελλήνων. Η συμβολή του στην αναβάθμιση ήταν γενικότερη, και ενισχύθηκαν τομείς όπως τα γράμματα, ο αθλητισμός και ο πολιτισμός.

Μέσα στον αγώνα για την προσαρμογή τους στα νέα γεωγραφικά και κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, δεν έπαψαν να διατηρούν με πείσμα τον πλούτο της παράδοσης τους, τη διάλεκτο, τα τραγούδια και τους χορούς τους. Οχι μόνο να τα διατηρούν νοσταλγικά, αλλά και να τα παραδίδουν στους μεταγενέστερους από την πιο τρυφερή ηλικία, για να τα βιώσουν και να τα αγαπήσουν. Πρόκειται για ένα σύνολο ανθρώπων με πολιτιστική και εθνική αυτογνωσία, οπλισμένο με μια παράξενη δύναμη και θάρρος απέναντι στις εκάστοτε δυσκολίες και με τη θέληση να διατηρήσει οτιδήποτε είναι, και όχι μόνο θεωρείται, γνήσιο και αληθινό.

Και στα τέσσερα δημοτικά διαμερίσματα οι κάτοικοι μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών στο σύνολό τους, ήταν Τούρκοι. Στη θέση τους ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οικογένειες ξεριζωμένων Ελλήνων από τη Σεβάστεια, την Αργυρούπολη, την Τραπεζούντα, την Προύσα, τη Σαφράμπολι, τη Νικομήδεια, τη Λιβερά, τον Καύκασο, το Μετέν, όλες περιοχές του Πόντου και της Μ. Ασίας. Ολοι τους με όπλο την εργατικότητα και την αισιοδοξία έδωσαν δυναμικά τη σκληρή μάχη της επιβίωσης και κατάφεραν να στήσουν αξιόλογα νοικοκυριά από το τίποτε.

ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (Περιφέρεια) ΕΛΛΑΔΑ
  Η σημερινή Δυτική Μακεδονία, περιοχή που ορίζεται από τους μεγάλους ορεινούς όγκους της Πίνδου, του Βαρνούντα, του Βόρα, του Βερμίου, των Πιερίων, των Καμβουνίων και διατρέχεται από τον ποταμό Αλιάκμονα και τους παραποτάμους του, ανήκει στην Aνω Μακεδονία των αρχαίων. Εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα και περιλάμβανε τον ποταμό Εριγώνα, παραπόταμο του Αξιού, τις λίμνες Αχρίδα και Πρέσπες και τις περιοχές έως τα βουνά της Βαβούνας. Τούτο το ανήσυχο γεωλογικό ανάγλυφο κατοικήθηκε από την Νεολιθική Εποχή. Το τοπίο είναι παράξενο, σκληρό. Κι όμως ο άνθρωπος πάλεψε με την φύση, με τον εαυτό του κι ο φόβος έγινε δημιουργία. Έτσι, οργάνωσε τους χώρους δημιουργώντας μικρούς οικισμούς με πασσαλόπηκτες καλύβες στα πλούσια οροπέδια, στις εύφορες κοιλάδες των ποταμών και στις όχθες των λιμνών. Η εξασφάλιση των αγαθών από την καλλιέργεια της γης, το ψάρεμα, την κτηνοτροφία, την επεξεργασία των δερμάτων, η ασφάλεια που προσέφερε η φύση στους οικισμούς, οι δρόμοι επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές, είχαν σαν αποτέλεσμα την πυκνή κατοίκισή του και σιγά-σιγά την δημιουργία μικρών κρατιδίων. Στη 2η χιλιετία π.Χ. υπάρχουν μαρτυρίες για εγκαταστάσεις Μακεδονικών-Δωρικών φύλων. Στην Εποχή του Σιδήρου (1000-650 π.Χ.) οι οικιστικές εγκαταστάσεις πυκνώνουν, ενώ ένας κλάδος, οι Αργεάδες Μακεδόνες με βασιλείς τους Τημενίδες, μετακινούνται από την Aνω Μακεδονία στην περιοχή του Ολύμπου, όπου στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ιδρύουν το κράτος των Αιγών με πρώτο βασιλιά τον Περδίκκα.
  Ο Νομός Γρεβενών εντοπίζεται (μαζί με την Κοζάνη) στο αρχαίο κρατίδιο της Ελίμειας. Το ανατολικό τμήμα του Νομού υπαγόταν στην Ελίμεια ενώ το δυτικό στην Τυμφαία. Τη σημαντικότερη θέση που κατείχε ο Νομός Γρεβενών κατά την αρχαιότητα μαρτυρούν οι δεκάδες θέσεις που εντοπίσθηκαν και χρονολογούνται από την Αρχαιότερη Νεολιθική Περίοδο, από την Πρώιμη και Μέση Εποχή Χαλκού, έως τη Μυκηναϊκή Περίοδο, από την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου έως τα βυζαντινά χρόνια. Μέχρι σήμερα συστηματικές ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν γίνει στο Νομό.
  Η περιοχή μετείχε σε όλους τους αγώνες του Έθνους από τον Τρωικό πόλεμο και την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου μέχρι τους απελευθερωτικούς αγώνες εναντίον των Τούρκων. Από το 1821 και μετά στη Γρεβενιώτικη Πίνδο κυριάρχησαν οι Ζιακαίοι, απροσκύνητοι και ολομόναχοι έδωσαν ομηρικές μάχες, με πρώτον τον Γιαννούλα Ζιάκα, που έλαβε μέρος και στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου, όπου και σκοτώθηκαν τρία μέλη της οικογενείας, ενώ παράλληλα οργάνωσε και το λημέρι του στη Βάλια-Κάλντα, αποκόπτοντας περί τους 40 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, από την ελεύθερη Ελλάδα και οχύρωσε το Σπήλαιο Γρεβενών, το οποίο αποτέλεσε το προπύργιο των επαναστατών. Μετά τη δολοφονία του Γιαννούλα Ζιάκα, στην πόλη των Γρεβενών το 1826, αρχηγός της επανάστασης των αρματολών της Πίνδου αναλαμβάνει ο θρυλικός Θόδωρος Ζιάκας, η δράση του οποίου, επεκτάθηκε και στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου στρατολογούσε νέους πολεμιστές, ενώ κατά διαστήματα, επέστρεφε στα Γρεβενά, όπου είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Το Φεβρουάριο του 1854, με δύναμη 300 ανδρών ξεκίνησε από τη Λαμία, όπου βρισκόταν για να έρθει στα αγαπημένα του Γρεβενά, ώστε να μεταφέρει και πάλι στους σκλαβωμένους Έλληνες τον παλμό της επανάστασης.
  Σε μια μάχη στις 10 Μαΐου του 1854 στη "Φιλουριά" (περιοχή ανάμεσα στο Καρπερό και τη Δήμητρα) Γρεβενών, αποδεκατίζει τους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι προηγουμένως είχαν επιτεθεί σε ένα καραβάνι νομάδων από τα ορεινά χωριά των Γρεβενών, ενώ έπιασε τα κύρια περάσματα, που βρίσκονταν μεταξύ Κηπουριού, Κρανιάς και Μηλιάς Μετσόβου. Με την κατάληψη όμως του Μετσόβου από τους Τούρκους και τη φυγή των Γριβαίων απ' αυτό, ουσιαστικά ο Ζιάκας με τους άνδρες του παραμένει αποκομμένος από τις άλλες επαναστατικές ομάδες και έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στο ιστορικό Σπήλαιο Γρεβενών, το οποίο ήταν το τελευταίο οχυρό των αρματολών. Στο Σπήλαιο Γρεβενών, που αποτελούσε από μόνο του ένα φυσικό φρούριο, οι 300 πολεμιστές του Ζιάκα, αλλά και αρκετός άμαχος πληθυσμός, ήρθαν αντιμέτωποι με 12 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Αβδή πασάς των Ιωαννίνων. Ο Θόδωρος Ζιάκας, που πίστευε πως αν κρατήσει το Σπήλαιο ελεύθερο το Σπήλαιο, θα πετύχαινε η επανάσταση στην περιοχή, δε δέχτηκε τη διαμεσολάβηση ξένων διπλωματών για να φύγει απ" αυτό και έτσι για πέντε ημέρες, από τις 28 Μαΐου του 1854 μέχρι και τη 1 Ιουνίου, έρχεται αντιμέτωπος με τον εχθρό, παρά την ανωτερότητα, σε αριθμό πολεμιστών.
  Η αντίσταση των Ελλήνων, που χρησιμοποίησαν ακόμη και βαρέλια γεμάτα με πέτρες για την αντιμετώπιση των Τουρκαλβανών, κράτησε πολλές ημέρες, παρά το γεγονός ότι καθημερινά η δύναμη του εχθρού αυξάνονταν καθημερινά. Μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν τελικά οι ζωές του άμαχου πληθυσμού ο Θόδωρος Ζιάκας, δέχτηκε τη διαμεσολάβηση των ξένων προξένων και μετέφερε με ασφάλεια, αφού φυσικά είχε δώσει ένα ακόμη μάθημα στους Τουρκαλβανούς, τα γυναικόπαιδα στην ελεύθερη Ελλάδα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Ρωμαϊκοί Χρόνοι

Η ήττα του Περσέα το 169/8 π.Χ. στην Πύδνα από τους Ρωμαίους υπήρξε μοιραία για όλο το μακεδονικό κράτος, αφού έπληξε οδυνηρά όλους τους Μακεδόνες. Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερις μερίδες. Στην τέταρτη μερίδα με πρωτεύουσα την Πελαγονία ανήκαν η Ελιμιώτιδα, η Εορδαία, η Λυγκηστίδα, η Ατιντανία και η Τυμφαία. Η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Ανω Μακεδονία, μαρτυρείται από επιγραφές, όπως αυτές που βρέθηκαν στο Αρμενοχώρι του Αργους Ορεστικού και στο Κρανοχώρι Καστοριάς. Στους ρωμαικούς χρόνους ανάγεται η κατασκευή ενός μεγάλου έργου που έμελλε να γράψει ιστορία. Πρόκειται για την Εγνατία οδό που άρχιζε από το Δυρράχιο και την Απολλωνία, συνέχιζε ως τη Λυχνιδό, περνούσε από τη Λυγκηστίδα, την Εορδαία, την Πέλλα, τη Θεσσαλονίκη, τη Νεάπολη (Καβάλα) και κατέληγε στην Πέρινθο. Το όνομα της οφείλεται στον ρωμαϊκό ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο. Η οδός κατασκευάστηκε το 148-120 π.Χ., και αποτελούσε σημαντική επικοινωνιακή αρτηρία επί αιώνες. Οι πόλεις που βρίσκονταν στον άξονα του στρατιωτικού αυτού δρόμου, όπως η ελληνιστική πόλη των Πετρών κοντά στο Αμύνταιο, γνώρισαν μεγάλη άνθηση, αλλά και μεγάλες καταστροφές.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Βυζάντιο (3ος - 6ος αιώνας μ.Χ.)

Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στο Βυζάντιο το 324 μ.Χ., επηρέασε θετικά τη Μακεδονία. Η Κωνσταντινούπολη από ρωμαϊκή γίνεται ελληνική και ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται ως επίσημη θρησκεία. Κατά τον 6ο μ.Χ. αι. γνωστές πόλεις της Ανω Μακεδονίας από τους επισκοπικούς καταλόγους είναι η Ηράκλεια της Λυγκιστίδας και η Καισάρεια, ενώ την ίδια περίοδο ο Ιουστινιανός οχυρώνει την πόλη Κέλετρο στην οποία επικράτησε το όνομα Καστοριά. Οχυρωμένη πόλη κοντά στον Αλιάκμονα υπήρξαν τα Σέρβια. Κατάσπαρτος είναι ο τόπος από λείψανα κάστρων και οικισμών που φανερώνουν την μέγιστη σημασία που έδιναν οι αυτοκράτορες του βυζαντίου για την ασφάλεια των κατοίκων της Ανω Μακεδονίας από τους διάφορους επιδρομείς. Έτσι ο ελληνικός πληθυσμός της παρέμεινε αμετάβλητος μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν με την άδεια των Βυζαντινών εγκαθίστανται στην περιοχή σλαβικά φύλα και στην συνέχεια εμφανίζονται οι Βούλγαροι. Από τη συνένωσή τους με τους Σλάβους δημιουργείται το βουλγαρικό μεσαιωνικό κράτος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Βυζάντιο (9ος - 14ος αι. μ.Χ.)

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή το 976 εμφανίζεται ο Σαμουήλ και δημιουργεί ξανά το βουλγάρικο κράτος με έδρα την Πρέσπα στην αρχή και αργότερα την Αχρίδα. Μεταφέρει και εγκαθιστά εκεί διάφορους πληθυσμούς, και στο νησί της Μικρής Πρέσπας χτίζει μεγαλοπρεπή ναό μεταφέροντας εκεί τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου. Στις αρχές του 11ου αιώνα ο Βασίλειος Β' με τις επιθετικές του επιχειρήσεις, που οδήγησαν στην οριστική ήττα των Βουλγάρων, αποκατάστησε τη βυζαντινή εξουσία στην περιοχή. Το 1081 οι Νορμανδοί, αφού κατάλαβαν το Δυρράχιο, εισχώρησαν στη Μακεδονία, και κυρίεψαν την Καστοριά και άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός το 1083 ανακατάλαβε την Καστοριά και όσα μέρη είχαν κατακτήσει κατά την προέλαση τους οι Νορμανδοί. Κατά τον 14ο αιώνα η περιοχή περιήλθε στο κράτος του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν. Ο θάνατός του όμως το 1355 επέφερε την διάλυση του κράτους και απάλλαξε τους βυζαντινούς από το σερβικό κίνδυνο. Στους μεσοβυζαντινούς και ιδιαίτερα στους υστεροβυζαντινούς χρόνους, τα Σέρβια υπήρξαν εκκλησιαστικό κέντρο με έδρα επισκοπής. Μετά τη δημιουργία της αυτοκεφαλής αρχιεπισκοπής της Αχρίδας το 1020, εμφανίζεται η επισκοπή Σισανίου με δικαιοδοσία στη σημερινή επαρχία Βοίου του Νομού Κοζάνης. Από τον 10ο αιώνα και μετά χτίζονται τα περισσότερα εκκλησιαστικά κτίρια στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και σε διαφόρους αρχιτεκτονικούς τύπους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Νεότερη ιστορία

Μετά την κατάληψη Θράκης στο τέλος του 14ου αιώνα, οι Οθωμανοί προχώρησαν προς τη Μακεδονία, τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που η κατάκτηση της θα δόξαζε τους σουλτάνους, όπως πίστευαν οι μουσουλμάνοι. Η Τουρκοκρατία στη Δυτική Μακεδονία κράτησε 532 χρόνια (1389-1912) και επέφερε μεγάλες καταστροφές. Ο εποικισμός από κονιάρους Τούρκους (Ικόνιο Μ. Ασίας) στις εύφορες περιοχές της Πτολεμαίδας και της Κοζάνης, είχε σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό πολλών οικισμών. Οι περισσότεροι κάτοικοι για να γλιτώσουν από τις λεηλασίες, τη βαριά φορολογία, το παιδομάζωμα και τον εξισλαμισμό, κατέφυγαν στα ορεινά δημιουργώντας πολλά κεφαλοχώρια όπως η Βλάστη, η Εράτυρα, η Κλεισούρα, το Λινοτόπι, η Σιάτιστα, η Σαμαρίνα, το Νυμφαίο (Νεβέσκα), το Βογατσικό, το Επταχώρι (Βουβουτσκό), το Λέχοβο, η Γαλατινή και πολλά άλλα. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Δυτική Μακεδονία αποτέλεσε τσιφλίκι του Αλή Πασά των Ιωαννίνων ενώ αργότερα χωρίστηκε σε επτά καζάδες (επαρχίες), οι οποίοι ανήκαν στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Από το 17ο αιώνα η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Καστοριά, τα Γρεβενά, το Νυμφαίο και η Εράτυρα υπήρξαν αξιόλογα εμπορικά κέντρα. Κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν η αμπελοκαλλιέργεια, η υφαντική η ταπητουργία, η γουνοποιία, η καλλιέργεια κρόκου, η βυρσοδεψία, η τυροκομία, η χαλκουργία και η χρυσοχοΐα. Μεγάλα καραβάνια ξεκινούσαν από τα Γρεβενά, την Κοζάνη, την Καστοριά και τη Σιάτιστα φορτωμένα με εμπορεύματα και κατευθύνονταν προς τις παραδουνάβιες χώρες. Οι δραστήριοι έμποροι και οι επιστήμονες επιστρέφοντας στον τόπο τους έφερναν μαζί τους τον πνευματικό και καλλιτεχνικό πλούτο της Ευρώπης. Χαρακτηριστικά δείγματα στέκουν τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά, οι μεγάλες αγορές, οι κατασκευές δρόμων, η ανακαίνιση και η ίδρυση μοναστηριών και εκκλησιών. Επίσης οργανώθηκαν επαγγελματικές και εργατικές ομάδες που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα, στη συνεργασία και στην κοινωνική αλληλεγγύη. Πρόκειται για τα ονομαστά μπουλούκια των μαστόρων που αποτελούνταν από χτίστες, ξυλουργούς, ξυλογλύπτες, και ζωγράφους (ονομαστοί ήταν οι Λινοτοπίτες). Πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η Δυτική Μακεδονία στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Μεγάλη ήταν η συμβολή των αρματολών της περιοχής, των μητροπολιτών, των λόγιων και των επιστημόνων στην επανάσταση του 1821. Κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) την οργάνωση της εξέγερσης για την απελευθέρωση του τόπου, είχε προετοιμάσει ο Θεόδωρος Ζιάκας. Ο αγώνας των αρματολών αναβίωσε, μάλιστα πιο σκληρός κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους βαλκανικούς πολέμους, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, τους Βούλγαρους και την ρουμανική προπαγάνδα. Στα πύρινα χρόνια (1903-1908), οργανωμένες βουλγαρικές συμμορίες σκορπούν τον τρόμο στους Έλληνες. Όμως οι θυσίες του Παύλου Μελά, του Μητροπολίτου Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη, του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, των καπεταναίων Κωνσταντίνου Ρουσάνη ή Κώτα, Δημητρίου Νταλίπη, Αλέξη Καραλίβανου, Σίμου Ιωαννίδη, Γεωργίου Τσόντου ή καπετάν Βάρδα, Γεωργίου Κατεχάκη ή καπετάν Ρούβα και τόσων άλλων αλλά και η συνδρομή των εθελοντικών σωμάτων από την ελεύθερη Ελλάδα και κυρίως από την Κρήτη, έσωσαν την Μακεδονία. Ο Μακεδονικός Αγώνας έληξε το 1908 με το κίνημα των Νεότουρκων. Υπήρξε ο προάγγελος της ελευθερίας, γιατί πολύ γρήγορα η Ελλάδα και οι βαλκανικές χώρες κήρυξαν τον πόλεμο εναντίων των Τούρκων. Μετά τη νικηφόρα μάχη του Ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο το Φθινόπωρο του 1912, απελευθέρωσε η Δυτική Μακεδονία από τον τουρκικό ζυγό. Στις περιόδους 1914-1918 και 1922 η Δυτική Μακεδονία ενίσχυσε τον ελληνικό στρατό με έμψυχο υλικό και παραχώρησε εδαφικές εκτάσεις για την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων της Μ. Ασίας. Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου μέγιστη ήταν η συμμετοχή του Νομού γιατί εκτός των επιλέκτων μάχιμων στρατευμάτων (το πρώτο Τάγμα που εισέβαλε στην Κορυτσά ήταν το Τάγμα Γρεβενών), όλος ο άμαχος πληθυσμός με τα μεταφορικά μέσα της εποχής μετέφερε στην πρώτη γραμμή πυρομαχικά και τρόφιμα, με αποτέλεσμα την 1-8 Νοεμβρίου του 1940 να συντελεστεί η συντριβή της Μεραρχίας Τζούλια στην περιοχή Ανίτσας Φιλιππαίων. Κοινοί υπήρξαν οι αγώνες του λαού του Νομού μέχρι τον Μάρτη του 1943 που απελευθερώθηκε από τον άξονα με τη διάλυση και αιχμαλωσία στο Φαρδύκαμπο (γέφυρα Αλιάκμονα) του Ιταλικού Τάγματος Κατοχής των Γρεβενών, μετά από επίθεση κατοίκων των Γρεβενών, Βοϊου και Σιάτιστας. Η απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας ήρθε τον Οκτώβριο του 1944. Τα πολλά ερείπια που άφηναν πίσω τους οι πόλεμοι, ιδιαίτερα η εμφύλια σύρραξη και η μεγάλη αβεβαιότητα και ανασφάλεια που δημιουργήθηκε στις δεκαετίες του '50 του '60 και του '70, οδήγησε τους κατοίκους στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη και τη Δυτ. Γερμανία, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν και να εγκαταλειφθούν πολλοί ορεινοί οικισμοί.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


ΚΑΣΤΟΡΙΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Ο Νομός Καστοριάς κατοικήθηκε από τους Νεολιθικούς χρόνους (ευρήματα Λιμναίου Οικισμού Δισπηλιού).
  Στους Προχριστιανικούς χρόνους, στην τοποθεσία όπου βρίσκεται η σημερινή Καστοριά, υπήρχε η πόλις Κέλετρον. Η πόλη αυτή κτίσθηκε, κατά την παράδοση, από Αιολείς αποίκους και υπήρξε πρωτεύουσα των Ορεστών Βασιλέων. Καταλήφθηκε το 200 π.Χ. από τους Ρωμαίους.   Στους Ρωμαϊκούς χρόνους, κέντρο της περιοχής ήταν η πόλη Διοκλητιανούπολη, που ήταν κτισμένη στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Αργος Ορεστικό.
  Στα Βυζαντινά χρόνια, η πόλη της Καστοριάς οχυρώνεται (Ιουστινιάνεια τείχη), για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς.
  Κατά διαστήματα, η Καστοριά καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους, τους Νορμανδούς, τους Φράγκους, τους Σέρβους και το 1385 από τους Τούρκους.
  Τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, η Καστοριά διακρίθηκε σαν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνισμού και αποτέλεσε αφετηρία για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό. Μεταξύ των ηρώων που έδρασαν ήταν ο Καπετάν Κώττας, ο Παύλος Μελάς (Μακεδονομάχος-θρύλος που σκοτώθηκε στο χωριό Στάτιστα, το οποίο προς τιμήν του μετονομάστηκε σε Μελάς) και ο Μητροπολίτης Γ. Καραβαγγέλης.
  Η Καστοριά απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 11 Νοεμβρίου του 1912.
  Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, η περιοχή βρίσκεται στο προσκήνιο των Εθνικών Αγώνων. Καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς και ελευθερώνεται στα τέλη του 1944.
  Στην περιοχή της Καστοριάς γράφηκαν και οι τελευταίες σελίδες του Εμφυλίου πολέμου της Ελλάδας (1944-1949).

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Καστοριάς


ΜΕΣΟΒΟΥΝΟ (Χωριό) ΚΟΖΑΝΗ
Μνημείο ιστορικής μνήμης για τα 265 άτομα που εκτελέστηκαν κατά την Γερμανική Κατοχή τα έτη '41 & '44. To 1941 οι Γερμανοί σκότωσαν ή έκαψαν ζωντανούς 157 κατοίκους και το 1944 άλλους 108 και έκαψαν το χωριό. Το Δ.Δ. Μεσοβούνου έχει χαρακτηρισθεί Μαρτυρική Κοινότητα.

ΟΡΕΣΤΙΔΑ (Δήμος) ΚΑΣΤΟΡΙΑ
  Η επαρχία της Ορεστίδος στην αρχαιότητα είχε σχέση με την άνω κοιλάδα του Αλιάκμονα ποταμού. Το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας ήταν στις μακρές και εύφορες πλαγιές, που εκτείνονται από τα ύψη του όρους Γράμμος και βορειοανατολικά της Πίνδου. Ο Αργεσταίος κάμπος του ιστορικού Λιβίου ήταν προφανώς ο σημερινός κάμπος του νομού Καστοριάς. Μια επιγραφή που βρέθηκε στο Aργος Ορεστικό, αναφέρει μια απόφαση από το κοινόν Ορεστών. Σ` αυτή την επιγραφή το κράτος της Ορεστίδος, κάνει μια αφιέρωση σ' ένα Ρωμαίο αυτοκράτορα τον Κλαύδιο. Το κέντρο, όπου λαμβάνονταν οι αποφάσεις, είναι πιθανώς το 'Aργος Ορεστικό. Οι Ορέστες σύμφωνα με τον Εκαταίο Μολοσσικόν έθνος, εμφανίζονται μετά το 429 π.Χ. Ο Θουκυδίδης τους θεωρούσε ανεξάρτητο κράτος και δεν τους περιελάμβανε στο Μακεδονικό. Σύμφωνα πάντοτε με τον Θουκυδίδη οι Ορέστες ήταν ένα φυλετικό κράτος με θεσμούς μοναρχικούς και μονάρχη, που είχε το δικαίωμα να ελέγχει και να αναθέτει σε κάποιον τον έλεγχο ή την διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους. Πότε οι Ορέστες ενσωματώθηκαν στο Μακεδονικό κράτος παραμένει αδιευκρίνιστο, η παράδοση όμως της σύνδεσης τους με τους Μολοσσούς διατηρήθηκε έως την εποχή του Στράβωνα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ορεστίδος


ΠΛΑΤΑΝΙΑ (Χωριό) ΚΟΖΑΝΗ
Οι ρίζες της ιστορίας του Δήμου φτάνουν στην εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο κ. Αντ. Κεραμόπουλο, η Λεβαία, αρχαία πόλη απ’ όπου προήλθαν οι Αργεάδες Βασιλείς, οι οποίοι μετοίκησαν και έκτισαν τη Βεργίνα, πιθανόν να είναι η τοποθεσία «Ανάνα» της Πλατανιάς, ενώ κατά τον κ. Δημήτρη Κανατσούλη, η Λεβαία ήταν το «Μπουμπούστι» δηλαδή η σημερινή Πλατανιά.

ΠΡΕΣΠΕΣ (Δήμος) ΦΛΩΡΙΝΑ
  Χαλκού και Σιδήρου. Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ, η περιοχή ίσως κατοικήθηκε από νομάδες (Δασσαρήτες και πιθανώς Λυγκηστές ή Τρίκλαρους), ενώ στις δυτικότερες από την Πρέσπα περιοχές φαίνεται πως κατοικούσαν Ιλλυρικά φύλα.
  Από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, τουλάχιστον, η Πρέσπα ανήκε στην επικράτεια των Μακεδόνων βασιλέων, στη συνέχεια στο βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι το 2000 π.Χ. στο βασίλειο των Επιγόνων.
  Λείψανα κτισμάτων στον Αγιο Αχίλλειο και τάφοι μεταξύ Λαιμού και Μηλιώνα αποτελούν τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για την ζωή στην περιοχή κατά την πρωτοχριστιανική και ρωμαϊκή εποχή. Ένας επιτύμβιος βωμός που βρέθηκε στο χωριό Πύλη χρονολογείται στην πρώιμη βυζαντινή εποχή κατά την οποία η Πρέσπα ανήκε στην υπαρχία Ιλλυρικού. Από τα τέλη του 9ου αιώνα, η Πρέσπα, μαζί με άλλες περιοχές της Μακεδονίας, περιήλθε στη ζώνη επιρροής του Βουλγαρικού ηγεμόνα Συμεών. Στη συνέχεια, η περιοχή καταλαμβανόταν άλλοτε από Βυζαντινούς και άλλοτε από Βούλγαρους ώσπου, στα τέλη του 10ου αιώνα περιήλθε στο Βουλγαρικό τσάρο Σαμουήλ. Η Πρέσπα, και αργότερα η Αχρίδα, χρησιμοποιήθηκαν ως κέντρα του βασιλείου του και ορμητήρια κατά του Βυζαντίου. Ο Σαμουήλ έχτισε στην Πρέσπα τα ανάκτορά του και μια Βασιλική στην οποία μετέφερε τα λείψανα του Αγίου Αχιλείου. Μετά από συνεχείς πολέμους ο Σαμουήλ νικήθηκε από τον Βασίλειο Β τον Βουλγαροκτόνο. Ο Βασίλειος ανακατέλαβε όλα τα εδάφη του Σαμουήλ και αργότερα έχτισε στην Πρέσπα δύο φρούρια, τη Βασιλίδα και το Κωνσταντίνο.
  Ως τα μέσα περίπου του 14ου αιώνα, η Πρέσπα αποτέλεσε πεδίο συνεχών συγκρούσεων με αλλεπάλληλες καταλήψεις και ανακαταλήψεις από Πετσενέγους, Βούλγαρους, Νορμανδούς, Αλαμανούς, Φράγκους, Σέρβους και Βυζαντινούς. Γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα, και αφού είχε προηγηθεί η κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι περιοχές δυτικέ της Βέροιας καταλαμβάνονται από τους Τούρκους. Η απομόνωση όμως της Πρέσπας και η απόσταση της από τα αστικά κέντρα ήταν η αιτία για την οποία η οθωμανική κατοχή ήταν χαλαρή και ο έλεγχος ανήκε σε τοπικούς άρχοντες. Για τον ίδιο λόγο, κατά τους επόμενους αιώνες η περιοχή προσέλκυσε πλήθος πιστών χριστιανών οι οποίοι έχτισαν πολλές εκκλησίες, μοναστήρια, εξωκλήσια, μοναστικά κοινόβια, ερημητήρια και ασκητικά.
  Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, οι Βούλγαροι και οι Έλληνες διεκδικούσαν την ελευθερία τους από τους Τούρκους. Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα, αλλά και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε ένα έντονο μεταναστευτικό ρεύμα Πρεσπιωτών προς την Ρουμανία, Αμερική και Καναδά. Με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) κατοχυρώθηκαν τα σύνορα της σημερινής ελληνικής περιοχής της Πρέσπας. Κατά την διάρκεια του Πρώτου πολέμου (1914 1918) στην Πρέσπα βρίσκονταν Γαλλικά στρατεύματα ως προγεφύρωμα στον κίνδυνο βουλγαρογερμανικής διείσδυσης. Κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου η Πρέσπα περιήλθε στη δικαιοδοσία του Ιταλικού στρατού. Ο σημερινός πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται περίπου στις 1.400 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Πρεσπών


Πτολεμαϊδα

ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑ (Δήμος) ΚΟΖΑΝΗ
Η περιοχή της Εορδαίας, με το πλούσιο και εύφορο κάμπο, κατοικήθηκε κατά την χαλκολιθική, αλλά και τη μεταγενέστερη εποχή του χαλκού. Η περιοχή αποικίσθηκε από τα Ινδοευρωπαϊκά φύλλα, που εισήλθαν στο Ελλαδικό χώρο μέσω της περιοχής Εορδαίας και προωθήθηκαν μετέπειτα στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Μέσα στο πέρασμα των χρόνων, η περιοχή Εορδαίας απετέλεσε μέρος του αρχαίου Μακεδονικού κράτους και μήλο της έριδος κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, καθώς την περιοχή διέσχιζε η Εγνατία οδός. Η συνεισφορά της Εορδαίας τόσο κατά τους αγώνες του 1854-1878, όσο και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα είναι ανεκτίμητη, καθώς σπουδαίοι οπλαρχηγοί ήταν από την περιοχή. Στις 15 Οκτωβρίου 1912, η πόλη της Πτολεμαϊδας, που τότε ονομαζόταν <<Καϊλάρ>> και περιοχή <<Επαρχία Καϊλαρίων>>, ελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό. Με βασιλικό διάταγμα στις 11-9-1916, η περιοχή μετονομάσθηκε σε επαρχία Εορδαίας και απαριθμεί 5.654 κατοίκους, που διαμένουν σε δύο ανεξάρτητους μεταξύ τους οικιστικούς πυρήνες.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας δημιούργησε την καινούργια πόλη, καθώς καταφθάνουν σε αυτή πρόσφυγες Ελληνες από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία και το Πόντο. Ετσι αρχίζει να συγκροτείτε η νέα φυσιογνωμία της πόλης. Πέρα του προσφυγικού στοιχείου, μετακινούνται στη πόλη και αλλά γηγενή στοιχεία του Νομού Κοζάνης, καθώς και άλλες περιοχές της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να παρατηρείτε μια ουσιαστική και οικονομική ανάπτυξη. Την περίοδο αυτή, συνενώνονται οι δύο οικισμοί μέσω ενός πρωτοποριακού σχεδίου πόλεως, δημιουργώντας έτσι το νέο οικονομικό κέντρο, με σύγχρονα για την εποχή εκείνη σπίτια και καταστήματα. Το 1927 με το υπ’ αριθμό 28 Φ.Π.Κ., Μετονομάζονται τα ‘Καϊλάρια’ σε ‘Πτολεμαϊδα’, προς τιμή του Πτολεμαίου Α’ Λαγού ή Σωτήρα (337-283 π.Χ.). Στη συνεχεία με το νομοθετικό διάταγμα 1726/8-9-1942, η Πτολεμαϊδα από κοινότητα ονομάσθηκε Δήμος, απαριθμώντας περίπου 8.000 κατοίκους, με κύρια ασχολία τους τη γεωργία.

Τα πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη όμως, που υπήρχαν στην περιοχή και που άρχισαν να αξιοποιούνται στην δεκαετία του 50, μετέβαλλαν δραματικά την αναπτυξιακή πορεία και το αγροτικό χαρακτήρα της πόλης. Μεγάλες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατασκευάσθηκαν με αποτέλεσμα σήμερα, το 75% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας να παράγεται στη περιοχή. Η εκβιομηχάνιση της περιοχής είχε σαν αποτέλεσμα την αλματώδη πληθυσμιακή αύξηση της πόλης, που είχε ως συνέπεια την δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού κέντρου.

Ιστορικά Γεγονότα & Ονομασία

ΣΕΡΒΙΑ (Κωμόπολη) ΚΟΖΑΝΗ
  Τα Σέρβια κατοικήθηκαν από τα Προϊστορικά χρόνια και σώζονται τάφοι, αγγεία, νεολιθικά εργαλεία. Το 1909 ο Wace ανακάλυψε τον προϊστορικό οικισμό των Σερβίων. Αργότερα έγιναν ανασκαφές το 1930 από τον Heurtley και την περίοδο 1971-73 από τις C. Ridley και κ. Ρωμιοπούλου που έφεραν στο φως σημαντικότατα ευρήματα. Ετσι τα Σέρβια πέρασαν στη διεθνή βιβλιογραφία ως μεμονωμένη Θεσσαλική αποικία. Η κα Χονδρογιάννη-Μετόκη αναφέρει ότι από το 1985 και μετά η έρευνα έφερε στο φως ένα μεγάλο αριθμό προϊστορικών θέσεων καθώς και λείψανα κατοίκησης ιστορικών χρόνων, που υποχρέωναν τους αρχαιολόγους να δούνε την περιοχή ως μία ενιαία ανεξάρτητη πλέον ενότητα. Οι θέσεις που έχουν εντοπισθεί καλύπτονται κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα νερά της Λίμνης Σερβίων και έρχονται στο φως μόνο με την μείωση της στάθμης του νερού, περιορίζοντας έτσι στο ελάχιστο τα περιθώρια της έρευνας. Κεραμική, γραπτή και μονόχρωμη, αλλά και πολλές άλλες κατηγορίες, λίθινα εργαλεία κατασκευασμένα με κρούση ή τριβή.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΕΡΒΙΩΝ
  Η ονομασία των Σερβίων προήλθε από το λατινικό ρήμα Servo που σημαίνει (φυλάττω, παρατηρώ) και ουσιαστικά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού για αιώνες και κυρίως επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας - λόγω της θέσης του, ήταν ένα απόρθητο φρούριο που ήλεγχε τις μοναδικές διόδους μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας στην περιοχή. Η πρώτη ονομασία των Σερβίων ήταν "Φυλακαί" επί Μακεδόνων και μέχρι τις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα. Οταν όμως την πόλη των "Φυλακών" κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, την ονόμασαν στη δική τους γλώσσα (Servia = Φυλακτήρια, Παρατηρητήρια) από το λατινικό ρήμα (Servo = Φυλάττω, Παρατηρώ).
  Ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) μνημονεύει τους κατοίκους των Φυλακών αποκαλώντας τους Φυλακήσιους. Το όνομα αυτό υπάρχει και σε επιγραφή που βρέθηκε στη Βέροια, η οποία έχει ως εξής: "Παρμενίων Γλαυκία Φυλακήσιος νικητής εν δολίχω." Και το πρώτο όνομα "Φυλακαί" και το δεύτερο Σέρβια (Servia), επί Μακεδόνων και Ρωμαίων αντίστοιχα είναι στον πληθυντικό και αυτό γιατί συμπεριέχει και τις δυο διόδους , των Σερβίων και των στενών "Πόρτες". Τα Σέρβια βρίσκονται εκεί που συναντιούνται το Τιτάριο όρος με τα Καμβούνια. (Από "ΤΑ ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΤΩΝ ΣΕΡΒΙΩΝ")

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σερβίων


ΣΙΑΤΙΣΤΑ (Πόλη) ΚΟΖΑΝΗ
  Τι ώθησε τους πρώτους οικιστές να έρθουν και να ριζώσουν σ' αυτό τον τόπο παραμένει άγνωστο. Ακόμη δε γνωρίζουμε με ακρίβεια την προέλευσή τους ούτε το χρόνο ίδρυσης και την ετυμολογική ρίζα του ονόματος της πόλης. Υποθέσεις υπάρχουν πολλές. Φαίνεται πάντως πιο πιθανή η άποψη πως η Σιάτιστα είναι δημιούργημα των δύσκολων συνθηκών που επικράτησαν στον ελληνικό χώρο λίγο πριν και μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς κατά την ασταμάτητη προέλαση των Οθωμανών έποικοι από τα βάθη της Μ. Ασίας έρχονταν να εγκατασταθούν στις ελληνικές πεδιάδες, απωθώντας τους παλιούς χριστιανούς κατοίκους προς τα άγονα ορεινά μέρη.
  Οι αρχικοί οικιστές, κάτοικοι γειτονικών πεδινών χωριών και νομάδες ποιμένες, ίδρυσαν τις δύο συνοικίες που συναποτελούν τη Σιάτιστα: τη Γεράνεια πρώτα και τη Χώρα, το διοικητικό κέντρο, ύστερα.
  Aργότερα, από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, η οχυρή τοποθεσία της πόλης, που εξασφάλιζε σχετικά ελεύθερη ζωή, προσέλκυσε κι άλλους κατοίκους από τις γειτονικές Ηπειρο και Θεσσαλία αλλά και από μακρινότερες περιοχές, οι οποίοι επιζητούσαν καταφύγιο από τις διώξεις των Τούρκων και των Αλβανών. Από τα μέσα του 17ου αιώνα αρχίζει η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της πόλης που θα διαρκέσει αδιάπτωτη ως τις αρχές του 19oυ αιώνα.
  Η οικονομική ανάπτυξη θα στηριχτεί κατά κύριο λόγο στο εμπόριο που διεξήγαγαν οι Σιατιστινοί έμποροι -οι πραματευτάδες - μαζί με τους εμπόρους άλλων Μακεδονικών πόλεων όπως η Κοζάνη, η Καστοριά, η Εδεσσα, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, το Μελένικο κ.ά. με τη θαλασσοκράτειρα Βενετία μέσω Δυρραχίου ως το 1750 περίπου και στη συνέχεια με τις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντροδυτικής Ευρώπης.
  Αφθονες είναι οι γραπτές μαρτυρίες από τα κρατικά Αρχεία της Βενετίας, της Αυστροουγγαρίας και των Βαλκανικών χωρών για την πετυχημένη δράση των Σιατιστινών εμπόρων.
  Ζώντας στις χώρες της Ευρώπης και ασκώντας δραστήρια το εμπόριο σώρευαν πλούτη, τα οποία εξασφάλιζαν ανέσεις στην καθημερινή ζωή και τους έδιναν τη δυνατότητα να χτίζουν θαυμαστά παλάτια, τ' αρχοντικά.
  Παράλληλα παρακολουθούσαν τις πολιτικοκοινωνικές και πνευματικές αλλαγές που συντελούνταν στην Ευρώπη κι αφομοίωναν τις καινούργιες ιδέες που έφερναν στην Ευρώπη ο Διαφωτισμός κι η Γαλλική Επανάσταση.
  Πρώτο μέλημά τους υπήρξε η Παιδεία κι η απελευθέρωση του Γένους από τα δεινά της σκλαβιάς. Η Σιάτιστα ευτύχησε να διαθέτει ένα από τα παλιότερα σχολεία στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, στο οποίο δίδαξαν επιφανείς Διδάσκαλοι, και ανέδειξε μεγάλους λογίους και αγωνιστές που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για τη μεγάλη υπόθεση της λευτεριάς. Σιατιστινοί, λόγου- χάρη, ήταν ο Γ. Παπαζώλης που πρωτοστάτησε στα Ορλωφικά, οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, εκδότες της πρώτης ελληνικής εφημερίδας στη Βιέννη (1790) με τίτλο ΕΦΗΜΕΡΙΣ και συvεργάτες του Ρήγα, ο συμμάρτυρας του Ρήγα Θεοχάρης Τουρούντζιας, οι Μανούσηδες, ο ξακουστός λόγιος Γ. Ζαβίρας, οι δάσκαλοι Δ. Καρακάσης, Μιχ. Παπαγεωργίου, Μιχ. Δούκας και Δημ. Αργυριάδης, ο πρόκριτος Γ. Νιόπλιος και ο Ν. Kασoμoύλης που πρωτοστάτησαν στην κήρυξη της Eπανάστασης στη Μακεδονία (1822) και πλήθος άλλων σημαντικών ανδρών.
  Τα πλούτη της πόλης από τη μία εξασφάλιζαν σχετικά ελεύθερη ζωή κατά παραχώρηση της οθωμανικής διοίκησης και από την άλλη τραβούσαν σαν το μαγνήτη τα φθονερά βλέμματα των άτακτων Τουρκαλβανών. Κατ' επανάληψη, από το 1784 ως το 1830 δοκίμασαν να μπουν στην πόλη και να την κουρσέψουν. Όλες όμως οι απόπειρες κατέληξαν σε αποτυχία, χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων. Η Σιάτιστα, όπως κι η υπόλοιπη Μακεδονία, παρά τους αγώνες της δεν είχε την τύχη ν' απολαύσει ελεύθερη ζωή αμέσως μετά τη λήξη της Επανάστασης του 1821 και την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους.
  Από οικονομική άποψη ο 19ος αιώνας είναι για την πόλη περίοδος μαρασμού και δημογραφικής κάμψης.
  'Ομως το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της δεν κάμπτεται. Οι Σιατιστινοί συμμετέχουν ενεργά σ' όλες τις κινήσεις που σημειώνονται στη Μακεδονία με αφορμή το γνωστό πρόβλημα των Εθνοτήτων, ιδρύουν σχολεία και παίρνουν μέρος σ' όλους τους αγώνες για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού.
  Θρυλική στη μνήμη των Σιατιστινών εξακολουθεί να παραμένει η καπετάνισσα Περιστέρα.
  Κορυφαίες στιγμές υπήρξαν η συμμετοχή στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1909) και η μάχη της Σιάτιστας, την 4η Νοεμβρίου 1912, που έφερε την πολυπόθητη λευτεριά. Απολαμβάνοντας από το 1912 ως σήμερα η Σιάτιστα τον ελεύθερο βίο γνώρισε περιόδους κάμψης και ανάπτυξης.
  Σήμερα ως Δήμος η Σιάτιστα χάρη στην εργατικότητα των κατοίκων της, που κατά πλειοψηφία απασχολούνται στη Γουνοποιία, γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη κι έχει αλλάξει όψη. Διατηρεί όμως πολλά στοιχεία από την παλιά αρχοντιά της, ενώ ποτέ δεν έχασε το φιλελεύθερο φρόνημά της. Απόδειξη οι μάχες της Βίγλας και του Φαρδύκαμπου (4-6 Μαρτίου 1943), όταν οι κάτοικοι της Σιάτιστας και της γύρω περιοχής, με την καθοδήγηση της μοναδικής στην πόλη αντιστασιακής Οργάνωσης, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αψηφώντας τις συνέπειες της Κατοχής, χτύπησαν και αιχμαλώτισαν έναν ιταλικό λόχο πρώτα κι ύστερα ολόκληρο και πάνοπλο τάγμα Ιταλών .
  Θα κλείσουμε την σύντομη ιστορική αναδρομή με αναφορά στη μετανάστευση που σημάδεψε τη Σιάτιστα. Από το 1887 - σύμφωνα με την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ του Ι.Αποστόλου- άρχισε η μετανάστευση στο νέο κόσμο (Αμερική) που έγινε εντονότερη το 1904 και 1908. Ρεύμα μετανάστευσης παρατηρείται και το 1917 προς το νέο κόσμο και μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο προς Γερμανία και Αυστραλία.   Σήμερα υπάρχουν Σιατιστινοί σε όλα τα μέρη του κόσμου. Κανένας ξενιτεμένος Σιατιστινός δεν ξεχνά την πατρίδα. Απόδειξη οι μικρές και μεγάλες δωρεές τους, που βοηθούν και ομορφαίνουν τη Σιάτιστα. Απόδειξη η παρουσία τους στις μεγάλες γιορτές μας, απόδειξη η παρουσία τους στα δρώμενα της πόλης μας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σιάτιστας


Τσοτύλι

ΤΣΟΤΙΛΙ (Κωμόπολη) ΚΟΖΑΝΗ
Σε μια ιστορική αναδρομή βλέπουμε ότι στα 1833 με σουλτανικό «Ιραδέ» ιδρύθηκε η εβδομαδιαία αγορά Τσοτυλίου γνωστή ως «Καρί παζάρ», που τελούνταν και τελείται κάθε Σάββατο με μεγάλη απήχηση στην ευρύτερη περιοχή. Στα 1871 ιδρύθηκε το Ιστορικό Γυμνάσιο από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Κωνσταντινουπόλεως και στα 1873 ανεγέρθηκε το Γυμνάσιο-Οικοτροφείο, γνωστό ως Τσοτύλειος Σχολή, από την ανωτέρω Αδελφότητα, το οποίο βρισκόταν υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου. Το 1928 ανεγέρθηκε χωριστό διδακτήριο ως προέκταση του παλιού Γυμνασίου-Οικοτροφείου και το 1958 ολοκληρώθηκε η ανέγερση ενός νέου Οικοτροφείου (της σημερινής Μαθητικής Εστίας Τσοτυλίου) που από το 1987 συντηρείται από το Εθνικό Ιδρυμα Νεότητας.

Το Τσοτύλι αποτελεί από το 1873 Πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας αφού εδώ και εκατόν τριάντα χρόνια περίπου λειτουργεί το Ιστορικό Οικοτροφείο-Γυμνάσιο η ονομαζόμενη Τσοτύλειος Σχολή. Μεγάλη η προσφορά στα Γράμματα αφού αποφοίτησαν από αυτό χιλιάδες μαθητές σε δύσκολους καιρούς οι οποίοι διέπρεψαν και διαπρέπουν σε σημαντικούς τομείς της κοινωνίας μας. Η εβδομαδιαία αγορά και το Γυμνάσιο-Οικοτροφείο είχαν σαν αποτέλεσμα το Τσοτύλι να αυξηθεί δημογραφικά και να αποβεί ένα σημαντικό, αξιόλογο εμπορικό και πνευματικό κέντρο όχι μόνο του Βοΐου, αλλά και των γύρω επαρχιών από τα παλαιότερα χρόνια ενώ και σήμερα ως έδρα του Δήμου αποτελεί το διοικητικό, εμπορικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό κέντρο το οποίο με τις υπάρχουσες και προβλεπόμενες υποδομές αποτελεί πόλο έλξης και κέντρο εξυπηρέτησης για όλους τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Κοζάνης


Χρονολόγιο

ΣΕΡΒΙΑ (Κωμόπολη) ΚΟΖΑΝΗ
- 480π.Χ. Ο Ξέρξης επιχείρησε να περάσει τη δίοδο των Σερβίων χωρίς να κατορθώσει, λόγω καλής οχύρωσης.
- 335π.Χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τη διάβαση των Σερβίων πορευόμενος από την Αχρίδα για τη Θήβα.
- 160π.Χ. Οι Ρωμαίοι στρατηγοί Μάρκος Αυρήλιος και Παύλος Αιμίλιος περνούν από τα Σέρβια.
- 5-64μ.Χ. Περνά και διδάσκει στα Σέρβια ο Απόστολος Παύλος.
- 460μ.Χ.Ο αρχηγός της στρατιάς των Γότθων Θευδέμιρος περνά από τα Σέρβια καθώς βάδιζε από τη Λάρισα για τη Θεσ/νίκη.
- 479μ.Χ. Ο αρχηγός των Οστρογότθων Θευδέριχος ο Νεώτερος περνά από τα Σέρβια.
- (560- 630μ.Χ.) Κτίστηκε το Φρούριο των Σερβίων, στα χρόνια του Ιουστινιανού ή του Ηρακλείου.
- Τον 7ο αιώνα ο Πορφυρογένητος αναφέρει την ίδρυση των Σερβίων σε οχυρωμένη πόλη εξαιτίας σλαβικών επιδρομών.
- Τον 8ο αιώνα φαίνεται και η ύπαρξη Επισκοπής Σερβίων που μεταφέρθηκε στα Σέρβια από την Καισαρεία.
- Τον 10ο αιώνα ξεκινά η ιστορία των Σερβίων με γραπτά στοιχεία, καθώς συνδέεται στενά με το Βυζαντινό Κράτος.
- Μεταξύ 978 και 986 τα Σέρβια καταλαμβάνονται από τους Βούλγαρους με αρχηγό τον Σαμουήλ, ο οποίος εγκαθιστά σ' αυτά Φρούραρχο τον Νικολιτζά.
- 1001 ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος καταλαμβάνει μετά από πολιορκία τα Σέρβια.
- 1018 ο Νικηφόρος Ξιφίας καταστρέφει τα τείχη των Σερβίων.
- 1204 τα Σέρβια καταλαμβάνονται από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας.
- 1216 τα Σέρβια περιέρχονται στην κατοχή του Δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Δούκα.
- 1237 ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας ανηψιός του Δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου, νυμφεύεται την Θεοδώρα, κόρη του στρατιωτικού διοικητή Ιωάννη Πετραλίφα, στο Βυζαντινό Κάστρο των Σερβίων.
- 1257 η Σερβιώτισσα Θεοδώρα, σύζυγος του Μιχαήλ Β΄ Δούκα, μετά από διαπραγματεύσεις με τον βασιλέα της Νίκαιας Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη για τον γάμο της θυγατέρας του Μαρίας με το γιό της Νικηφόρο Δούκα, αναγκάζεται να υποσχεθεί την παραχώρηση των Σερβίων.
- 1341 ο Κράλης των Σερβίων Στέφανος Δουσάν καταλαμβάνει τα Σέρβια.
- 1350 ο Βασιλεύς Ιωάννης Καντακουζηνός πολιορκεί τα Σέρβια χωρίς αποτελέσματα.
- 1393 τα Σέρβια καταλαμβάνονται από τα στρατεύματα του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄.
- 1430 ερημώνεται η Βυζαντινή πόλη των Σερβίων και μεταφέρεται στη σημερινή της θέση.
- 1745 μεταφέρεται η έδρα της επισκοπής από τα Σέρβια στην Κοζάνη, με διαταγή του Πατριάρχη.
- 1882 ιδρύεται στα Σέρβια από τους Τούρκους αυτόνομο Σαντζάκιο (περιφέρεια) στο οποίο υπαγόταν οι Καζάδες (Νομαρχίες) Ελασσόνας, Σερβίων, Κοζάνης, Καιλαρίων (Πτολεμαίδος), Ανασελίτσης (Σιάτιστας), Γρεβενών, Κατερίνης, και Δεσκάτης.
- 1882 ιδρύεται από την Ελλάδα προξενείο με έδρα τα Σέρβια και αναβαθμίζεται η επισκοπή Σερβίων και Κοζάνης, σε Μητρόπολη.
- 1912 ο Ελληνικός στρατός στις 10 Οκτωβρίου μετά την νικηφόρα μάχη στα στενά "πόρτες" απελευθερώνει τα Σέρβια. Την ίδια μέρα οι Τούρκοι σκοτώνουν στις φυλακές των Σερβίων 117 ιερείς, δασκάλους και πρόκριτους από την περιοχή Σερβίων.
- 1915 από 1η Ιανουαρίου μεταφέρεται η έδρα της Νομαρχίας από τα Σέρβια στην Κοζάνη.
- 19-12-1918 τα Σέρβια και τα 25 χωριά υπάγονται πλέον στην επαρχία Κοζάνης.
- 1919-23 με την ανταλλαγή των πληθυσμών, φεύγουν οι Τούρκοι και έρχονται 250 οικογένειες προσφύγων.
- 6-3-1943 οι Ιταλοί καίνε ολοκληρωτικά τα Σέρβια που ανακηρύσσονται νεκρή ζώνη.
- 1974 μεταφέρεται στα Σέρβια το χωριό Λάβα.
- 1-1-1995 μεταφέρεται στα Σέρβια το χωριό Καστανιά (Συνένωση της Κοινότητας Καστανιάς με τον Δήμο Σερβίων).
- 1-1-1999 τα Σέρβια είναι έδρα του νέου διευρυμένου Δήμου Σερβίων και υπάγονται σ' αυτών τα χωριά, Πλατανόρρευμα, Καστανιά, Λάβα, Κρανίδια, Αυλές, Γούλες, Τριγωνικό, Μεταξά, Πολύραχο, Προσήλιο, Νεράιδα Ίμερα, Λεύκαρα, Ροδίτης, Μεσσιανή, και Βαθύλακκος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σερβίων


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ