gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 39 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΑΧΑΪΑ Νομός ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (39)

Links

Το Πριγκιπάτο της Αχαϊας

ΑΧΑΪΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ

Αξιόλογες επιλογές

Αγλαός

ΨΩΦΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Φτωχός χωρικός, 7ος αιώνας π.Χ. Το Μαντείο των Δελφών τον έκρινε τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου.

Men Whom The Gods Have Pronounced To Be The Most Happy
In reference to this point, two oracles of Delphi may come under our consideration, which would appear to have been pronounced as though in order to chastise the vanity of man. These oracles were the following: by the first, Pedius was pronounced to be the most happy of men, who had just before fallen in defence of his country. On the second occasion, when it had been consulted by Gyges, at that time the most powerful king in the world, it declared that Aglaiis of Psophis was a more happy man than himself. This Aglaiis was an old man, who lived in a poor petty nook of Arcadia, and cultivated a small farm, though quite sufficient for the supply of his yearly wants; he had never so much as left it, and, as was quite evident from his mode of living, his desires being of the most limited kind, he had experienced but an extremely small share of the miseries of life.

Aglaus (Aglaos), a poor citizen of Psophis in Arcadia, whom the Delphic oracle pronounced to be happier than Gyges, king of Lydia, on account of his contentedness, when the king asked the oracle, if any man was happier than he. (Val. Max. vii. 1.2; Plin. H. N. vii. 47.) Pausanias (viii. 24.7) places Aglaus in the time of Croesus.

Αρχαιότητα

ΑΧΑΪΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Επτά από τις 12 πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας, οι Αιγές, η Αιγείρα, η Βούρα, η Ελίκη, η Κερύνεια, οι Ρύπες και το Αίγιο ανήκαν στην περιοχή του Ομηρικού Αιγιαλού.

Βανδαλισμοί

Acratus sent by Nero 64 AD

Acratus a freedman of Nero, who was sent by Nero A. D. 64, into Asia and Achaia to plunder the temples and take away the statues of the gods. (Tac. Ann. xv. 45, xvi. 23; comp. Dion Chrys. Rhod.)

Γεγονότα νεότερης ιστορίας

1943 - «Επιχείρηση Καλάβρυτα»

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ (Κωμόπολη) ΑΧΑΪΑ
  Η Κατοχή αποτελεί μια οπό τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες. Την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές.
   Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, τόπος με μακραίωνη ιστορική διαδρομή και επαναστατικό παρελθόν, υπέστη την περίοδο της Κατοχής τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, με μαζικές εκτελέσεις αμάχων και ολοκληρωτικές καταστροφές.
  Το καλοκαίρι του 1943, άρχισαν εκτελέσεις, βομβαρδισμοί και καταστροφές χωριών:
•Ιούλιος 1943 (29/07): Βομβαρδισμός των χωριών Λαπάτα, Τρεχλό, Μάνεσι. Μεταξύ των 16 θυμάτων και μικρά παιδιά.
•Αύγουστος 1943 (31/08): Πυρπόληση του χωριού Ανω Λουσοί. Εκτέλεση 4 κατοίκων. Απαγχονισμός στην πλατεία του Χελμού των Καλαβρύτων του νεαρού Ντίνου Παυλόπουλου.
•Νοέμβριος 1943 (29/11): Βομβαρδισμός του χωριού Βυσωκά. 13 νεκροί, τραυματίες και καταστροφή οικιών.
  Οι εγκληματικές πράξεις των Γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής κορυφώθηκαν το Δεκέμβριο του 1943, σε μια οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της περιοχής των Καλαβρύτων, γνωστή ως «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalawrita», από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943). Μια από τις πιο σκληρές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, γενικότερα.
  Από τις αρχές του 1943, στο χώρο της Αιγιαλείας και των Καλαβρύτων συνέβησαν σημαντικά αντιστασιακά γεγονότα, μεταξύ των οποίων η Μάχη Ρογών-Κερπινής (16-17/10/1943), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη συντριβή του Γερμανικού λόχου και τη σύλληψη 86 Γερμανών αιχμαλώτων. Μετά τη διαμόρφωση ενός γενικότερου κλίματος ανησυχίας για την αντιστασιακή δράση στην περιοχή των Καλαβρύτων, η 117 Μονάδα Κυνηγών αποφασίζει να δράσει.
  Τα Γερμανικά στρατεύματα, που ξεκίνησαν από Τρίπολη, Αίγιο, Πάτρα, ακολούθησαν ακτινωτή πορεία σύμφωνα με τους γερμανικούς χάρτες, με κατεύθυνση την επαρχία Καλαβρύτων και κατάληξη τα Καλάβρυτα.
   Οι Γερμανικές δυνάμεις, μηχανοκίνητες και πεζοπόρες, που ξεκινούν από την Πάτρα, στις 05/12/1943 με κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, είχαν επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γιούλιους Βόλφιγκερ (G. Wolfinger) και ακολούθησαν το δρόμο Πάτρα - Χαλανδρίτσα - Καλάβρυτα, απόσταση 77 χιλιομέτρων.
   Στο ξεκίνημά τους λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Μονή Ομπλού, σε μικρή απόσταση νότια της Πάτρας.
•Στις 06/12, μετά από ένα ατύχημα του Wolfinger, διοικητής ορίστηκε ο Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), διοικητής του συντάγματος Αιγίου.
•Στις 07/12, τα πεζοπόρα τμήματα χτένισαν στο πέρασμά τους όλα τα χωριά και σκόρπισαν τη φωτιά και το θάνατο. Στην Κάτω Βλασία σκότωσαν 3 άνδρες και 1 γυναίκα και στον Κάλανο 3 βοσκούς από τα Καλάβρυτα και έναν ακόμη πολίτη. Μετά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία πήγε προς Λεχούρι - Τριπόταμα - Δίβρη και επέστρεψε από Μορόχοβα - Λειβάρτζι και η άλλη συνέχισε προς Καλάβρυτα.
•Στις 08/12, πέρασαν από το Μάνεσι και το Σαραδί, σκότωσαν 1 άνδρα.
•Στις 09/12, έφταοαν στη διασταύρωση του δρόμου Σκεπαστού-Κλειτορίας. Στο εκκλησάκι της Αγίας Αννας, συγκέντρωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό του χωριού Βυσωκά και, μετά από μια σύντομη ομιλία, τους άφησαν ελεύθερους. Την ίδια μέρα, μπήκαν στα Καλάβρυτα.
•Στις 10/12, εκτέλεσαν στο χωριό Συρμπάνι (Πριόλιθος) 5 άνδρες.
   Οι Γερμανικές δυνάμεις από Αίγιο προς Καλάβρυτα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), εφόρμησαν στα Καλάβρυτα, με 3 πεζοπόρα τμήματα.
•Στις 06/12 άλλη πεζοπόρο ομάδα, από το Αίγιο, προχώρησε με πορεία από τον Κερενίτη ποταμό προς Πλατανιώτισσα, Βιλιβίνα και Μαμουσιά, στην οποία, αφού εγκαταστάθηκε, έστησε ενέδρα.
•Στις 07/12 , πεζοπόρες φάλαγγες από το Αίγιο προχωρούν κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρηθείς και αφού κατέβηκαν από την οροσειρά Σταυριά πάνω από το χωριό Ρογοί, τοποθέτησαν μυδράλια και όλμους.
•Στις 08/12, ο Ebersberger χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες και μπήκαν το πρωί στους Ρογούς. Έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και εκτέλεσαν 65 άνδρες και παιδιά.
•Αλλη ομάδα μπήκε την ίδια ημέρα στην Κερπινή, έβαλαν φωτιά και εκτέλεσαν 38 άνδρες και παιδιά.
•Στη συνέχεια, έκαψαν την Ανω και Κάτω Ζαχλωρού και σκότωσαν 19 άνδρες. Ακολούθως έφτασαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και σκότωσαν 16 άτομα, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς, ενώ εκτέλεσαν και 9 μοναχούς, στη θέση Ψηλός Σταυρός.
•Στις 09/12, έφτασαν στο χωριό Σούβαρδο, όπου έβαλαν φωτιά και σκότωσαν 5 άνδρες, το ίδιο και στο χωριό Βραχνί, όπου σκότωσαν 6 άνδρες.
   Στη στάση της Κερπινής εγκαταστάθηκε Γερμανική διμοιρία. Στη θέση αυτή εκτελέστηκαν 4 άνδρες.
•Στις 09/12, περνώντας από τις Αυλές των Καλαβρύτων, Γερμανικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ebersberger, μπήκε στα Καλάβρυτα, όπου είχαν φτάσει και οι δυνάμεις από την Πάτρα.
•Στις 13/12, ολοκλήρωσαν την επιχείρηση, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη των Καλαβρύτων, λεηλάτησαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε και εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης από 14 χρονών και πάνω, στη Ράχη του Καππή.
•Στις 14/12, ανέβηκαν στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, το λεηλάτησαν, το πυρπόλησαν και εκτέλεσαν 6 άνδρες, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς. Την ίδια ημέρα, λεηλάτησαν το χωριό Βυσωκά, σκότωσαν 3 άνδρες και έφυγαν για την Πάτρα. Επίσης πέρασαν από το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και το έκαψαν.
   Τα γερμανικά στρατεύματα που κινήθηκαν από Τρίπολη με επικεφαλής τον ταγματάρχη Gnass, κατευθύνθηκαν προς Δημητσάνα και Λαγκάδια Αρκαδίας.
•Στις 07/12, δόθηκε διαταγή στην ομάδα μάχης ΚΟΚΕΡΤ να προχωρήσει από τα Παγκρατέϊκα Καλύβια μέσω του χωριού Φίλια και Τσορωτά στα Μαζέϊκα (Κάτω Κλειτορία). Την ίδια ημέρα τα Γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στα Μαζέϊκα αναζητώντας την τύχη των Γερμανών αιχμαλώτων της Μάχης Ρογών-Κερπινής, χτενίζοντας όλα τα γύρω χωριά και τη νύχτα της 07/12 προς 08/12 έφτασαν στο Μάζι. Το ίδιο ίδιο απόγευμα, οι αντάρτες είχαν ήδη προβεί στην εκτέλεση των αιχμαλώτων.
•Οι Γερμανοί μετέφεραν τους διασωθέντες στα Μαζέϊκα και κατέθεσαν τα γεγονότα στον Συνταγματάρχη Le Suir, ο οποίος είχε ήδη φτάσει στην περιοχή.
•Οι Γερμανοί, με 12 έλληνες οδηγούς, το Σάββατο το βράδυ στις 11/12, κατευθύνθηκαν προς το χωριό Μάζι και στη συνέχεια στη θέση Μαγέρου στις 12/12, όπου βρήκαν τους εκτελεσθέντες Γερμανούς. Εκεί εκτέλεσαν 10 Μαζαίους.
•Στις 14/12, λεηλάτησαν και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος των Μαζεϊκων και μετά έφυγαν προς την Τρίπολη.
  Στο απόρρητο ραδιογράφημα της 117 Jager Division (Αρ.1595/43), καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της Επιχείρησης Καλάβρυτα:
"...(1) Κατεστράφησαν ολοκληρωτικά τα χωριά: Ρογοί, Κερπινή, Στάση Κερπινής, Ανω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Πλατανιώτισσα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μοναστήρι Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρου, Καλύβια.
(2) 696 Έλληνες εκτελέστηκαν...".

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Καλαβρύτων


Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

  Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 09/12. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός Διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.
   Στις 12/12, οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη. Το πρωί στις 13/12, ημέρα Δευτέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.
  Στο κτήριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν θα επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Οι Καλαβρυτινοί ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη, να καίγονται και, μαζί τους, να παραδίδονται στη φωτιά οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες.
  Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Ολόκληρη η πόλη παραδόθηκε σης φλόγες.
  Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε κατάφορτος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ΄ όπου άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν.
  Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα. Διασώθηκαν 13 άτομα.
  Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτήριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν, άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους. Μία από τις γυναίκες, η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά, ποδοπατήθηκε από το πανικόβλητο πλήθος των γυναικόπαιδων και ξεψύχησε πριν αντικρίσει το αποτρόπαιο έγκλημα.
  Ύστερα, οι γυναίκες ανηφόρισαν προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Ανδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα.
  Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34' της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας.
  Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με τα νύχια να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους έθαψαν εκεί στο λόφο, μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες.
  Ακολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες.
  Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων «συγκίνησε και συνένωσε τους Έλληνες - δυνάμωσε τον αγώνα τους κατά του κατακτητή», ομολογεί ο τότε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Γερμανών στην Ελλάδα.
  Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
  Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Καλαβρύτων


Ιδρυση-οικισμός του τόπου

ΑΚΡΑΤΑ (Δήμος) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
  Η σημερινή Ακράτα δημιουργήθηκε μετά την ελληνική επανάσταση. Είναι ακριβέστερα η επέκταση και πύκνωση του αρχικού προεπαναστατικού χειμερινού οικισμού των Χαλκιανέων, που αναζητούσαν σ' αυτή την τοποθεσία καλύτερους όρους ζωής για μόνιμη εγκατάσταση. Η ιστορία της λοιπόν χάνεται στο βάθος του χρόνου.
  Τα Χαλκιάνικα, όπως και τα υπόλοιπα ορεινά χωριά της Νωνάκριδας πύκνωσαν κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν το βουνό έγινε το καταφύγιο των Ελλήνων. Μετά την εθνική αποκατάσταση αρχίζει μια γενική μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών προς τα πεδινά και παραθαλάσσια τμήματα της ελευθερωμένης πατρίδας. Οι πρώτοι Χαλκιανέοι χτίζουν τα καλύβια τους στην Ακράτα. Σταδιακά κατεβαίνουν και από τα υπόλοιπα χωριά της Νωνάκριδας και εγκαθίστανται σε άλλους συνοικισμούς που αργότερα θα ενταχθούν στο διευρυμένο Δήμο Ακράτας. Οι αρχικές καλλιέργειες ευρύνονται και αρχίζουν να χτίζονται τα πρώτα περιποιημένα σπίτια μόνιμης εγκατάστασης. Ο νέος οικισμός παίρνει πια τη σημερινή ονομασία του : Ακράτα.
  Η ανάπτυξη είναι ραγδαία : σχολεία, εμπόριο, άρδευση (ο εργολάβος Δημήτριος Κούρκαφας κατάφερε να διοχετευθούν τα νερά του Κράθη στον κάμπο της Ακράτας). Αυτό ειδικά το μεγάλο έργο λειτούργησε σαν μαγνήτης για την επιτάχυνση της καθόδου στη νέα πατρίδα.
  Η διόγκωση του πληθυσμού βέβαια στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα δημιουργεί και κάποια προβλήματα. Μεγάλο τμήμα του πληθυσμού καταφεύγει σταδιακά στις ξένες χώρες (ιδίως Αμερική και Αυστραλία) πριν και μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
  Συχνά οι καλλιέργειες διαφοροποιούνται ανάλογα με τη ζήτηση της εποχής (π.χ. η καλλιέργεια σταφίδας αντικαταστάθηκε από ελαιόδεντρα και εσπεριδοειδή).
  Η ίδρυση του Γυμνασίου Ακράτας ώθησε πολλούς Ακρατινούς στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση, αλλά συχνά και στην εσωτερική μετανάστευση σε μεγάλες πόλεις. Το αξιοθαύμαστο πάντως είναι η έφεση που είχαν ανέκαθεν οι Ακρατινοί στις τέχνες και τα γράμματα. Αλλά και οι τοπικοί σύλλογοι με πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα δίνουν διαρκώς ένα δυναμικό παρόν.
  Χαρακτηριστική τέλος είναι η οικιστική έκρηξη κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, που άλλαξε σημαντικά τη μορφή του δήμου μας. Παρατηρείται ακόμα το ευχάριστο φαινόμενο της επιστροφής στον τόπο μας τόσο των μεγαλύτερων ηλικιών, όσο και νέων ανθρώπων που επιθυμούν ένα άλλο ξεκίνημα μακριά από την πόλη. Τα χρόνια αυτά πραγματοποιούνται μεγάλα έργα : ύδρευση, υδροηλεκτρικό έργο Τσιβλού, Σχολεία, Κλειστό Γυμναστήριο, νέες υπηρεσίες κ.α.
  Όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση τώρα, από το 1828 έως το 1878 η Ακράτα είναι διοικητικά μετέωρη. Από το 1879 έως το 1914 έχουμε την πρώτη σύσταση του Δήμου Ακράτας με πρώτο δήμαρχο τον Αγγελή Π. Δελούκα. Το 1914 με νέο νόμο συστήθηκε η κοινότητα Ακράτας που περιλάμβανε και την παραλία με πρώτο κοινοτάρχη τον Κωνσταντίνο Ι. Παμπούκη. Ο Γεώργιος Κ. Ρουφογάλης ήταν άλλη μια σημαντική μορφή στην κοινοτική πορεία έως το 1986, αλλά και πολλοί άλλοι Ακρατινοί.
  Το 1986 έχουμε την εκ νέου ίδρυση του Δήμου Ακράτας με πρώτο δήμαρχο το Νικόλαο Α. Παπαθανασόπουλο, που περιελάμβανε πλέον τις κοινότητες : Ακράτας, Πύργου, Συλίβαινας, Κραθίου και Πορρωβίτσας. Σταθμό αποτελεί και η συνένωση με το Νόμο Καποδίστρια το 1997 των Δήμων Ακράτας και Νωνάκριδος με τις Κοινότητες Αμπέλου, Βαλιμής, Βουτσίμου, Καλαμιά, Παραλίας Πλατάνου και Πλατάνου. Πρώτος δήμαρχος ο Κωνσταντίνος Σπηλιωτόπουλος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ακράτας


ΔΥΜΗ (Αρχαία πόλη) ΠΑΤΡΑ
Συνοικίστηκε το 750 π.Χ. από οκτώ κωμοπόλεις της περιοχής.

Καταστροφές του τόπου

Καταποντισμός της Βούρας

ΒΟΥΡΑ (Αρχαία πόλη) ΔΙΑΚΟΠΤΟ
Ο σεισμός του 373 π.Χ ήταν τόσο δυνατός που σύμφωνα με τον Παυσανία μόνο όσοι κάτοικοί της πόλης έλειπαν εκείνη την περίοδο γλίτωσαν και ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα Βούρα (Παυσ. 7,25,8-9).

ΕΛΙΚΗ (Αρχαία πόλη) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
  Τον χειμώνα του 373 π.Χ. έγινε στον Κορινθιακό ο καταστρεπτικότερος ίσως σεισμός της ελληνικής ιστορίας, ενώ στην Αθήνα ήταν άρχων ο Αστείος. Χάθηκαν δύο σπουδαίες πόλεις: η Ελίκη (περί τα 7 χιλιόμετρα ΝΑ του Αιγίου) και η Βούρα. Τότε καταστράφηκε και ο ναός του Απόλλωνος στους Δελφούς. Ο σεισμός αποδόθηκε στην οργή του Ποσειδώνα που είχαν προκαλέσει οι Ελικαείς γιατί σκότωσαν ίωνες ικέτες που κατέφυγαν στο ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνος. Πέντε μέρες προ του καταποντισμού τα ζώα εγκατέλειψαν το έδαφος της Ελίκης. Ο τρομερός σεισμός έγινε ξαφνικά και νύχτα, και ταυτόχρονα η ξηρά κατακλύστηκε από τη θάλασσα και η Ελίκη ­ που απείχε 12 στάδια, δηλαδή 2,16 χιλιόμετρα από τη θάλασσα ­ παρασύρθηκε αύτανδρη. Από το άλσος του Ποσειδώνος φαίνονταν μόνο οι κορφές των δέντρων. Κατά τον Ερατοσθένη, το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνος, που κρατούσε ιππόκαμπο, βρισκόταν όρθιο στον βυθό ενάμιση αιώνα αργότερα και έσκιζε τα δίχτυα των ψαράδων. Δέκα λακωνικά πλοία αγκυροβολημένα εκεί βυθίστηκαν. Οι δύο χιλιάδες άνδρες που έστειλαν οι Αχαιοί για βοήθεια δεν κατόρθωσαν ούτε να περισυλλέξουν τους νεκρούς. Από τη Βούρα, που απείχε 40 στάδια (7,2 χιλιόμετρα) από τη θάλασσα, σώθηκαν μόνον όσοι έλειπαν από την πόλη.

Καταστροφή & τέλος της πόλης

Από σεισμό, 373 π.Χ

Ο σεισμός του 373 π.Χ χαρακτηρίζεται από τον Παυσανία ως ιδιαίτερα καταστροφικός, αφού συνοδεύτηκε από τεράστιο κύμα που κατέκλυσε μεγάλο μέρος της ξηράς και παρέσυρε κάτω από την επιφάνεια την πόλη. Την εποχή του Παυσανία μόνο ίχνη της Ελίκης διακρίνονταν, παραμορφωμένα κι αυτά από το νερό (Παυσ. 7,24,12-13, βλ. και Στράβ. 8,7,2).

Μάχες

Μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αχαιών

ΔΥΜΗ (Αρχαία πόλη) ΠΑΤΡΑ
Οι Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό τον Κλεομένη κέρδισαν αποφασιστική νίκη κατά του Αρατου και των Αχαιών σε μάχη κοντά στη Δύμη. Αργότερα ο Κλεομένης έκανε ειρήνη με τους Αχαιούς και τον Αντίγονο (Παυσ. 7,7,3).

Η μάχη της Ακράτας

ΠΟΡΟΒΙΤΣΑ (Οικισμός) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
Ο χώρος του οικισμού κατοικείτο από την αρχαιότητα (Αιγές) και στον ίδιο χώρο έγινε η ιστορική μάχη της Ακράτας με τα υπολείμματα του Δράμαλη (1823).

Η μάχη της Χαλανδρίτσας

ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ (Χωριό) ΠΑΤΡΑ
05/07/1948
  Ο Δημοκρατικός Στρατός της Πελοποννήσου αριθμούσε, αρχικά, γύρω στους 250 άνδρες, που δρούσαν κυρίως στις περιοχές του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα. Μετά, όμως, την επιτυχημένη επίθεση κατά της Σπάρτης, τη νύχτα της 12ης προς 13η του Φλεβάρη του 1947, όπου απελευθέρωσε 224 πολιτικούς κρατούμενους, η δύναμή του αυξήθηκε πολύ σημαντικά, αν και δεν ξεπέρασε ποτέ τις τρεις χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες. Στο αποκορύφωμα πάντως της ισχύος του ο ΔΣΕ διέθετε την III Μεραρχία και δύο Ταξιαρχίες, καθώς και τα αρχηγεία του Ερύμανθου, του Μαινάλου, του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου.
  Αξιόλογη ανάπτυξη γνώρισε ο ΔΣΕ και στην Αχαΐα, της οποίας ολόκληρη σχεδόν την ύπαιθρο είχε θέσει πολύ γρήγορα κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του. Σύμφωνα, με σχετικό έγγραφο της Διοίκησης Χωροφυλακής της περιοχής, οι κυβερνητικές δυνάμεις προς τα τέλη του 1948 κρατούσαν στην κατοχή τους μόνο τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού, το Σκεπαστό και τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της παραλιακής ζώνης (Διοίκησις Χωροφυλακής Αχαΐας. Γραφείον Δημοσίας Ασφάλειας. Αρ. πρ. 48/191/43/26 - 11 - 48).
  Η αντιμετώπιση των ανταρτικών ομάδων της Αχαΐας από μέρους των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη από τα τέλη του 1947, όταν είχαν αναπτύξει πια οι ομάδες αυτές πολύπλευρη στρατιωτική δράση σε ολόκληρο σχεδόν το νομό - μέσα δε στα πλαίσια αυτής ακριβώς της δράστης των ανταρτών, ισχυρές δυνάμεις τους πραγματοποίησαν στις 24 Φλεβάρη του 1948 μια από τις μεγαλύτερες επιτυχείς επιχειρήσεις τους μπαίνοντας από τρία σημεία μέσα στην πόλη του Αιγίου. Ο πατραϊκός Τύπος έγραψε τότε ότι επικεφαλής των ανταρτών βρίσκονταν ο Σφακιανός, ο Γιάννης Κατσικόπουλος και ο Νίκος Πολυκράτης, αποσιώπησαν όμως την ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων, η οποία φαίνεται από τη σχετική τηλεφωνική αναφορά του περιοδεύοντα διοικητή Χωροφυλακής Μπουγάνη προς την ανώτερη διοίκηση του σώματος (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Τηλεφ. εξ Αιγίου, ημ. 24-2-48, ώρα 8.30). Κατά τη μάχη εκείνη σκοτώθηκε ανεξακρίβωτος αριθμός χωροφυλάκων και ένας ανθυπομοίραρχος, ενώ οι αντάρτες, αφού πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, αποτραβήχτηκαν χωρίς απώλειες από την πόλη.
  Το αποκορύφωμα, όμως, της δράσης του ΔΣΕ στην Αχαΐα σημειώθηκε, με την από μέρους επίλεκτων τμημάτων του κατάληψη της Χαλανδρίτσας, τα ξημερώματα της 5ης Ιούλη του 1948. Επρόκειτο για την πιο σημαντική στρατιωτική ενέργειά του στην περιοχή, σύμφωνα δε με τη γνώμη ανώτερου παράγοντα του κυβερνητικού στρατού, για τη σοβαρότερη αντάρτικη επιχείρηση σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Εφημερίδα "Πελοπόννησος" (Πατρών), φ. 6-7-48).
  Στη Χαλανδρίτσα είχε συγκεντρωθεί μια αξιόλογη δύναμη ανδρών της Χωροφυλακής, όταν διαλύθηκαν από τους αντάρτες όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί των ορεινών περιοχών του νομού. Συγκεκριμένα, η κωμόπολη αυτή, καθώς και το χωριό Σούλι, ήτανε πια τα μοναδικά της αχαϊκής υπαίθρου, εκτός από την παραλιακή ζώνη, τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού και το Σκεπαστό, που κρατούσαν σταθερά στα χέρια τους οι κυβερνητικές δυνάμεις.
  Η επιχείρηση περιορίστηκε στην επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας, αλλά εκδηλώθηκε και μ' ένα πλήθος αντιπερισπασμικών ενεργειών σε άλλα σημεία του νομού. Ορίστηκε δε σε όλες τις λεπτομέρειές της, με βάση και τις πληροφορίες, που είχαν συγκεντρωθεί από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ της ίδιας της Χαλανδρίτσας, σχετικά με τη θέση και την κατάσταση των οχυρών της κωμόπολης και με την αστυνομική δύναμη που τα υπερασπιζόταν.
  Οι αντάρτικες δυνάμεις που θα εκτελούσαν την επιχείρηση ξεκίνησαν από τη Ρακίτα, χωρισμένες σε μεγάλες ομάδες, κάθε μια από τις οποίες κατευθύνθηκε στον προσδιορισμένο από πριν στόχο της. Το συγκρότημα της Κορινθίας, με τον Μανώλη Σταθάκη θα χτυπούσε τις κυβερνητικές θέσεις από το Αίγιο μέχρι την Πάτρα. Ένας λόχος με τον Πέρδικα θα κατέστρεφε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του "Γλαύκου" και στη συνέχεια θα καταλάμβανε το μοναστήρι του Ομπλού. Μια διμοιρία, με τον Νίκο Πολυκράτη, θα απασχολούσε τους χίτες και τους μάυδες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Σούλι. Αλλες δυνάμεις θα ενεργούσαν επιδρομές προς την περιοχή της Κάτω Αχαγιάς, ενώ ο λόχος του Μαινάλου, με τον Σαρηγιάννη και τον Τσακόπουλο, θα έστηνε ενέδρα κοντά στην Καλλιθέα, στη θέση "Κουμπάρες", για να χτυπήσει τις ενισχύσεις, που θα έστελνε ο αντίπαλος από την Πάτρα. Την επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας θα την ενεργούσε το τάγμα του Ταϋγέτου, με τον Αρίστο Καμαρινό, ενώ ολόκληρη την επιχείρηση θα τη διηύθυναν ο Κώστας Κανελλόπουλος και ο Κώστας Μπασακίδης.
  Η εξέλιξη της επιχείρησης
  Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως είχαν σχεδιαστεί. Στις 3 το πρωί, ο λόχος του Πέρδικα, περνώντας μέσα από τη χαράδρα του Βελιζίου, έφτασε στο Κλάους και κατεβαίνοντας στην Περιβόλα από την περιοχή των μύλων του Λιάλιου, κατευθύνθηκε προς το υδροϋλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δώδεκα άνδρες της φρουράς τράπηκαν σε φυγή, ενώ οι τρεις τεχνικοί, που διανυκτέρευαν, συνελήφθησαν. Οι αντάρτες κατέστρεψαν με νάρκη τη μεγαλύτερη τουρμπίνα του εργοστασίου, δύναμης δύο χιλιάδων ίππων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα εργοστάσια της Πάτρας να μη λειτουργήσουν για δύο μέρες, από έλλειψη ρεύματος.
  Την ίδια περίπου ώρα, η διμοιρία του Νίκου Πολυκράτη χτύπησε το Σούλι, ενώ ταυτόχρονα, άλλες αντάρτικες δυνάμεις πραγματοποιούσαν με επιτυχία τις δικές τους αποστολές. Στις πέντε το πρωί, εξάλλου άρχισε η επίθεση εναντίον της ίδιας της Χαλανδρίτσας, η οχύρωση της οποίας είχε σχεδιαστεί λαθεμένα. Τα οχυρά, δηλαδή, ήτανε κατασκευασμένα μέσα στην ίδια την κωμόπολη και το κάθε οχυρό δεν είχε δική του κλειστή άμυνα, με αποτέλεσμα η πτώση ενός και μόνο οχυρού να οδηγούσε στην άμεση κατάρρευση ολόκληρης της οχύρωσης.
  Η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας υπήρξε αιφνιδιαστική, όπως τούτο καταφαίνεται και από σχετική έκθεση του ανώτερου διοικητή της Χωροφυλακής, συνταγματάρχη Κώστα Κατσαμπή, στην οποία υπογραμμίζεται ότι κανένα έγγραφο δεν είχε σταλεί μέχρι τότε από το στρατηγείο του Πύργου στις αστυνομικές υπηρεσίες, για τις κινήσεις των ανταρτικών δυνάμεων της περιοχής και για την αντιμετώπιση των επιθετικών ενεργειών τους (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Γραφείον Δημοσίας Ασφαλείας. Αρ. πρ. 7/53/380 μ/9-7-48). Ακριβώς δε, αυτός ο αιφνιδιαστικός χαρακτήρας της αντάρτικης επίθεσης υποχρέωσε τους χωροφύλακες να υποχωρήσουν πολύ γρήγορα στο κτίριο της υποδιοίκησης, όπου κλείστηκαν και άρχισαν να προβάλλουν αντίσταση.
  Στη μιάμιση το μεσημέρι, ολόκληρη η φρουρά, αν και δεν είχε υποστεί μεγάλη φθορά, όπως σημειώνει στην ίδια έκθεσή του ο Κατσαμπής, ενήργησε έξοδο, για να σπάσει τον κλοιό, αφού πρόβαλε σαν δικαιολογία - στο τελευταίο σήμα της, που απέστειλε στην Πάτρα - ότι δεν είχε πια πυρομαχικά. Η έξοδος, όμως, αυτή έγινε ανοργάνωτα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σφαγή. Από τους 68 άνδρες, που υπερασπίζονταν την υποδιοίκηση, σκοτώθηκαν - όπως αναφέρει έκθεση του αντισυνταγματάρχη Ιάκωβου Χανιώτη, αναπληρωτή ανώτερου διοικητή Χωροφυλακής - 17 μόνιμοι και 17 χωρίς θητεία χωροφύλακες, 6 υπενωμοτάρχες, 4 ενωμοτάρχες και ο διοικητής της φρουράς Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ 16 τραυματίστηκαν και μόνο 7 διασώθηκαν (Απ. Δασκαλάκη. Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, τ. Β', σ. 731-732). Οι αντάρτες, εξάλλου, σε ολόκληρη την επιχείρηση είχαν 7 τραυματίες και τρεις νεκρούς - ανάμεσά τους και τον Χαλανδριτσάνο ΕΠΟΝίτη Θάνο Αργυρόπουλο.
  Η επιχείρηση ολοκληρώνεται
  Αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας, στάλθηκαν από την Πάτρα ενισχύσεις, όπως φανερώνει και σχετικό τηλεγράφημα του Χανιώτη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Αρ. πρ. 7/53/380/5-7-48). Οι ενισχύσεις, όμως, αυτές καθηλώθηκαν στη θέση "Κουμπάρες" από το λόχο του Μαινάλου, που είχε στο μεταξύ ναρκοθετήσει και την εκεί μικρή γέφυρα.
  Για ενίσχυση των χωροφυλάκων της Χαλανδρίτσας στάλθηκε επίσης μια διλοχία του 618ου τάγματος πεζικού από το Αίγιο και η υπόλοιπη δύναμη του ίδιου τάγματος από την Αμαλιάδα, ενώ άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, μαζί με τεθωρακισμένα κινήθηκαν από τα Καλάβρυτα προς την Κάτω Βλασία. Οι κυβερνητικοί ρίξανε στη μάχη και αεροπλάνα, τέσσερα από τα οποία χτυπήθηκαν από τα αντιαεροπορικά πυρά των ανταρτών, σύμφωνα με αναφορά του αντισυνταγματάρχη Μανώλη Χατζηθεοδώρου (Τακτικόν Στρατηγείον Πύργου. Αρ. πρ. 5844/Α1/9-7-48).
  Οι κυβερνητικές ενισχύσεις, με επικεφαλής τον ταγματάρχη της Χωροφυλακής Μανώλη Βενιεράκη, έφτασαν στη Χαλανδρίτσα, αφού είχε ολοκληρωθεί η καταστροφή της αστυνομικής φρουράς και αφού οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει με τάξη. Το μόνο, που τους απασχόλησε, ήταν η περισυλλογή των νεκρών χωροφυλάκων, που τάφηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο πρώτο νεκροταφείο της Πάτρας. Οι ενισχύσεις, ωστόσο, αυτές δεν τόλμησαν να παραμείνουν για πολύ χρόνο στην κωμόπολη, που δεν πρόσφερε πια καμιά ασφάλεια στις κυβερνητικές δυνάμεις. Υστερα από μια βδομάδα υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν και οι μαχητές του ΔΣΕ ξαναγύρισαν στη Χαλανδρίτσα, όπου και εγκατέστησαν μόνιμα τις αρχές τους.

Κείμενο: Βασίλης Λάζαρης
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα , με φωτογραφίες, του Πολιτικού Καφενείου "Ο Μεγάλος Ανατολικός"


Ο τόπος κατακτήθηκε από:

Philip the Macedon

ΨΩΦΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Philip Captures Psophis
The sight of these things caused Philip much anxious thought. Sometimes he was for giving up his plan of attacking and besieging the place: at others the excellence of its situation made him eager to accomplish this. For just as it was then a source of danger to the Achaeans and Arcadians, and a safe place of arms for the Eleans; so would it on the other hand, if captured, become a source of safety to the Arcadians, and a most convenient base of operations for the allies against the Eleans. These considerations finally decided him to make the attempt: and he therefore issued orders to the Macedonians to get their breakfasts at daybreak, and be ready for service with all preparations completed. Everything being done as he ordered, the king led his army over the bridge across the Erymanthus; and no one having offered him resistance, owing to the unexpectedness of the movement, he arrived under the walls of the town in gallant style and with formidable show. Euripidas and the garrison were overpowered with astonishment; because they had felt certain that the enemy would not venture on an assault, or try to carry a town of such strength; and that a siege could not last long either, owing to the severity of the season. This calculation of chances made them begin to entertain suspicions of each other, from a misgiving that Philip must have established a secret intrigue with some persons in the town against it. But finding that nothing of the sort existed among themselves, the greater number hurried to the walls to defend them, while the mercenary Elean soldiers sallied out of a gate in the upper part of the town to attack the enemy. The king stationed his men who had ladders at three different spots, and divided the other Macedonians among these three parties; this being arranged, he gave the signal by the sound of trumpet, and began the assault on the walls at once. At first the garrison offered a spirited resistance and hurled many of the enemy from their ladders; but when the supply of weapons inside the town, as well as other necessary materials, began to run short,--as was to be expected from the hasty nature of the preparations for defence,--and the Macedonians showed no sign of terror, the next man filling up the place of each who was hurled from the scaling-ladder, the garrison at length turned to flight, and made their escape one and all into the citadel. In the king's army the Macedonians then made good their footing on the wall, while the Cretans went against the party of mercenaries who had sallied from the upper gate, and forced them to throw away their shields and fly in disorder. Following the fugitives with slaughter, they forced their way along with them through the gate: so that the town was captured at all points at once. The Psophidians with their wives and children retreated into the citadel, and Euripidas with them, as well as all the soldiers who had escaped destruction.
The People of Psophis Surrender
Having thus carried the place, the Macedonians at once plundered all the furniture of the houses; and then, setting up their quarters in the houses, took regular possession of the town. But the people who had taken refuge in a body in the citadel, having no provisions with them, and well foreseeing what must happen, made up their minds to give themselves up to Philip. They accordingly sent a herald to the king; and having received a safe-conduct for an embassy, they despatched their magistrates and Euripidas with them on this mission, who made terms with the king by which the lives and liberties of all who were on the citadel, whether citizens or foreigners, were secured. The ambassadors then returned whence they came, carrying an order to the people to remain where they were until the army had marched out, for fear any of the soldiers should disobey orders and plunder them. A fall of snow however compelled the king to remain where he was for some days; in the course of which he summoned a meeting of such Achaeans as were in the army, and after pointing out to them the strength and excellent position of the town for the purposes of the present war, he spoke also of his own friendly disposition towards their nation: and ended by saying, "We hereby yield up and present this town to the Achaeans; for it is our purpose to show them all the favour in our power, and to omit nothing that may testify to our zeal." After receiving the thanks of Aratus and the meeting, Philip dismissed the assembly, and getting his army in motion, marched towards Lasion. The Psophidians descending from the citadel received back the possession of the town, each man recovering his own house; while Euripidas departed to Corinth, and thence to Aetolia. Those of the Achaean magistrates who were present put Prolaus of Sicyon in command of the citadel, with an adequate garrison; and Pythias of Pallene in command of the town. Such was the end of the incident of Psophis.

This extract is from: Histories. Polybius. Evelyn S. Shuckburgh (1889). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Οι κάτοικοι ίδρυσαν τις πόλεις:

Caulonia in Italy

ΑΙΓΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Caulonia was a colony in Italy founded by Achaeans, and its founder was Typhon of Aegium. When Pyrrhus son of Aeacides and the Tarentines were at war with the Romans, several cities in Italy were destroyed, either by the Romans or by the Epeirots, and these included Caulonia, whose fate it was to be utterly laid waste, having been taken by the Campanians, who formed the largest contingent of allies on the Roman side. (Puas. 6.3.12)

Myscellus, founder of Croton, 710 BC

ΡΥΠΑΙ (Αρχαία πόλη) ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ
Myscellus (Muskellos, or Muskelos), a native of Rhypes, one of the twelve divisions of Achaia, and, according to Ovid (Metam. xv. 15) a Heraclide, and the son of an Argive named Alemon. He led the colony which founded Crotona, B. C. 710. They were assisted in founding the city by Archias, who was on his way to Sicily. The colony was led forth under the sanction of the Delphic oracle, Myscellus having previously been to survey the locality. He was so much better pleased with the site of Sybaris, that on his return he made an unsuccessful attempt to persuade the Delphic god to allow the colonists to select Sybaris as their place of settlement. Respecting the choice offered to Archias and Myscellus by the oracle, and the selection which each made, see Archia. (Strab. vi., viii.; Dionys. ii.; Schol. ad Arist. Equit. 1089; Suidas s. v. Muskelos)

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited July 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Σελίδες επίσημες

ΑΡΟΑΝΙΑ (Χωριό) ΑΧΑΪΑ
(Following URL information in Greek only)

Ιστορία Αχαίας

ΑΧΑΪΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  H εξέχουσα θέση της Αχαΐας στην εξελικτική πορεία του Ελληνικού Πολιτισμού αποτυπώνεται στον πλούτο των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων της. Όπως έδειξαν ανασκαφές στο Β.Δ. τμήμα της Αχαΐας, κοντά στον Άραξο, η Αχαΐα πρωτοκατοικήθηκε την Παλαιολιθική Εποχή. Πρώτοι κάτοικοι της Αχαΐας θεωρούνται οι Ίωνες και το αρχικό της όνομα ήταν Αιγιαλός ή Αιγιαλεία. Κατοικημένη ήταν και στα Μυκηναϊκά χρόνια, ενώ με την εισβολή των Δωριέων (1100 π.Χ.), Αχαιοί από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου εγκαταστάθηκαν εδώ και ίδρυσαν δώδεκα σημαντικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν το Αίγιο και η Πάτρα. Η περιοχή ονομάστηκε Αχαΐα, ενώ οι παλαιότεροι κάτοικοί της μετανάστευσαν στην Αττική και από κει στις ακτές της Μικράς Ασίας η οποία ονομάστηκε Ιωνία.
   Η Αρχαία Αχαΐα ήταν οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μεγάλης σημασίας. Οι Αχαιοί πήραν μέρος στην ίδρυση αποικιών στην Κάτω Ιταλία (700 π.Χ.) αλλά δεν συμμετείχαν στις σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις και πολιτικά γεγονότα του 5ου αι. π.Χ. Το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της περιοχής αποτελεί η ίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 280 π.Χ., η αναδιοργάνωση δηλαδή της ομοσπονδίας των αχαϊκών πόλεων, η οποία συντελέστηκε κάτω από την απειλή της μακεδονικής επέκτασης, αλλά και σαν μία ύστατη προσπάθεια να εμποδιστεί η Ρωμαϊκή εξάπλωση στην Ελλάδα. Εσωτερικές διαφορές και διαμάχες με τις υπόλοιπος ελληνικές πόλεις αδυνάτισαν τη Συμπολιτεία με αποτέλεσμα τη διάλυσή της και την υποταγή της Αχαΐας, όπως και της υπόλοιπης Ελλάδας, στους Ρωμαίους (146 π.Χ.).
   Η διάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή και το μαρτύριο του Απόστολου Ανδρέα - προστάτη Άγιου της Πάτρας - στην Πάτρα (68 μ.Χ.) επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αχαΐας. Σημαντικά χριστιανικά κέντρα άρχισαν να παρουσιάζονται. Τα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας, των ταξιαρχών και του Μεγάλου Σπηλαίου, τα οποία για πολλούς αιώνες υπήρξαν προμαχώνες της ορθόδοξης πίστης, συγκέντρωσαν ανεκτίμητους θησαυρούς του Χριστιανισμού και της τέχνης. Τη Βυζαντινή εποχή η Αχαΐα ήταν πλούσια και εύφορη και γι' αυτό δέχτηκε επανειλημμένες επιδρομές (Σλάβων, Αράβων, κ.ά.). Το 1205 περιήλθε στους Φράγκους και χωρίστηκε σε βαρονίες που ανήκαν στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας ή του Μορέως.
   Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης κατακτήθηκε από τους Τούρκους (1460). Η Αχαΐα έμεινε υπό Τουρκική κατοχή (εκτός από μικρά διαστήματα που την κατείχαν οι Ενετοί) μέχρι την Επανάσταση του 1821, στην οποία η Αχαΐα πρωτοστάτησε. Στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κοντά στα Καλάβρυτα, υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης, ενώ το κάστρο της Πάτρας ήταν από τα πρώτα που πολιόρκησαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Η Πάτρα απελευθερώθηκε το 1828 από γαλλικό απελευθερωτικό στράτευμα με επικεφαλής το στρατηγό Μεζόν. Έκτοτε η περιοχή ακολούθησε τις τύχες της υπόλοιπης Ελλάδας. Μεγάλες καταστροφές, αλλά και σημαντική παρουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, γνώρισε και στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχία Αχαΐας


Κλέφτες και αρματολοί της Αχαϊας

  Μεγάλο στήριγμα των υπόδουλων συμπατριωτών μας κι ελπίδα για τη λύτρωσή τους από τους Τούρκους έδιναν οι κλέφτες κι αρματολοί που αγωνίζονταν εναντίον των κατακτητών. Η διαμόρφωση του εδάφους του τόπου μας, με τους ορεινούς όγκους, τις πλαγιές, τα δάση και τις λαγκαδιές, ευνοούσε τις κινήσεις και τη δράση τους. Πολλές φορές έκαναν επιθέσεις για να τιμωρήσουν ή να εκδικηθούν τους Τούρκους κι έπειτα γύριζαν στα απάτητα λημέρια τους για να κρυφτούν και να ετοιμάσουν καινούργιο κλεφτοπόλεμο.
  Δεκάδες κι εκατοντάδες ήταν οι ελεύθεροι αυτοί αγωνιστές που κυριαρχούσαν κατά την τουρκοκρατία στις ορεινές περιοχές του νομού μας και ιδιαίτερα στο Παναχαϊκό, το οποίο ονομαζόταν "όρος των κλεφτών". Ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ κατά την τελευταία τουρκοκρατία, γι' αυτό όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού, η Αχαΐα διέθετε εμπειροπόλεμους μαχητές αποφασισμένους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα για τη λευτεριά της πατρίδας τους.
  Ονομαστοί κλέφτες κι οπλαρχηγοί από την επαρχία των Πατρών αναφέρονται : ο Γιάννης Γιαννιάς, γιος του Παπανδρέα από την Ποροβίτσα και ο γιος του Γιώργος, ο Θανάσης Καρίβερος, ο Χρ. Καραχάλιος, ο Θανάσης Τζούνης, ο Γκότσης, ο Κουμανιώτης, κι άλλοι. Από την περιοχή της Βοστίτσας ονομαστός κλέφτης αναδείχτηκε αρχικά ο Περδικούλας κι αργότερα πολλοί άλλοι. Από την επαρχία Καλαβρύτων, την περισσότερο ορεινή του νομού, σπουδαίοι κλέφτες - οπλαρχηγοί αναδείχτηκαν οι Πετμεζαίοι, οι Λεχουρίτες, οι Σολιώτες, οι Χονδρογιανναίοι, οι Στριφτομπολαίοι, οι Παπαδαίοι, ο Σκαλτσάς κι άλλοι οι οποίοι έδρασαν κι έξω από την επαρχία τους. Ο λαός ύμνησε τα κατορθώματα των κλεφτών και τα αποθανάτισε στο είδος εκείνου του δημοτικού τραγουδιού που λέγονται κλέφτικα.
  Στα κλέφτικα τραγούδια ο δημοτικός ποιητής μπορεί να αναφέρεται σ' έναν μονάχα κλέφτη, σ' ένα μόνο περιστατικό της ζωής του, συνήθως ηρωικό ή σε νίκη του ή στο θάνατό του. Στο κλέφτικο τραγούδι που παραθέτουμε, ο λαός της Ποροβίτσας (Δροσιάς Τριταίας) και της Αχαΐας αναφέρεται στον πατέρα Γιαννιά, γιο του λεβεντόπαπα Παπανδρέα, ο οποίος έδρασε κι έξω από την Αχαΐα.
Εμείς καλά καθόμαστε εδώ στον ξένο τόπο
Κι αν μας πειράξουν τίποτε της Πάτρας οι αγάδες,
Τότε να μας γνωρίσουνε, τότε να μας ιδούνε,
Να ιδούν το Γιάννη του παπά, το γιο του Παπανδρέα,
Πώς πιάνει σκλάβους ζωντανούς, σκλάβους κοτζαμπασήδες,
Πιάνει και τον Μεχμέτ αγά της Πάτρας βοϊβόδα.
  Στην Πάτρα η πλατεία που είναι στο τέρμα της οδού Γούναρη ονομάζεται από το 1928 "πλατεία Γιαννιά". Στο χώρο της πλατείας αυτής ο δήμος Πατρέων με τη γενναία χορηγία σημερινού συντοπίτη του καπετάν Γιαννιά, μέλους του Συλλόγου Τριταιιτών Πατρών, έστησε επιβλητικό ανδριάντα του ήρωα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ακράτας


Ο Ιμπραήμ στην Αχαϊα (1825-26)

  Τον Οκτώβριο ο Ιμπραήμ διέσχισε την Ηλεία κι έφτασε στην Πάτρα μέσω Γαστούνης, εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση στο δρόμο του. Απ' όπου περνούσε σκορπούσε τον αφανισμό και την ερήμωση. Στο τέλος Δεκεμβρίου (1825) πέρασε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή στην κατάληψη της πόλης. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ, νικητής, επέστρεψε στην Πάτρα στο τέλος Απριλίου 1826. Ένα μέρος του στρατού του (1.500 άνδρες) το έστειλε στη Μεσσηνία μέσα από τη Γαστούνη και την Ηλεία, ενώ ο ίδιος με 9.000 άνδρες κατευθύνθηκε προς τα Καλάβρυτα με σκοπό να φθάσει στην Τρίπολη. Στις 4 Μαΐου, καίγοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας, έφτασε στη μονή της Αγίας Λαύρας την οποία κατέκαψε, αγναντεύοντας με ευχαρίστηση το θέαμα. Την άλλη μέρα ο Ιμπραήμ, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, έφτασε στα Κλουκινοχώρια της Αιγιάλειας, στους πρόποδες του Χελμού. Εκεί, στην οχυρή θέση Καστράκι, αποφάσισαν να αντισταθούν οι οπλαρχηγοί Ν. Σολιώτης και Γκολφίνος Πετμεζάς, για να προστατεύσουν τα 2.000 γυναικόπαιδα της περιοχής που είχαν καταφύγει στις πλαγιές του Χελμού. Οι Τουρκοαιγύπτιοι του Ιμπραήμ επιτέθηκαν με σφοδρότητα και μετά από φοβερή μάχη με σημαντικές απώλειες κι από τους δύο αντιπάλους, ανάγκασαν τους Έλληνες να υποχωρήσουν. Στράφηκαν μετά με αγριότητα εναντίον του άμαχου πληθυσμού σφάζοντας κι αιχμαλωτίζοντας όσους έβρισκαν στις σπηλιές, ενώ όσοι έφευγαν, προτιμούσαν να πέφτουν από τα βράχια παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους. Οι απολογισμός από την επιδρομή αυτή του Ιμπραήμ ήταν φοβερός για τους Έλληνες. Πάνω από χίλιοι ήταν οι νεκροί και περισσότεροι από 200 οι αιχμάλωτοι, ανάμεσα στους οποίους και η οικογένεια του γενναίου αγωνιστή Σολιώτη. Έτσι, η περιοχή αυτή της Αχαΐας, όπου έπεσαν οι πρώτες τουφεκιές του αγώνα, έδωσε μετά από πέντε έτη μια ακόμα προσφορά θυσίας που συγκίνησε και παραδειγμάτισε πολλούς.
  Από τα Κλουκινοχώρια ο Ιμπραήμ έστειλε 600 ιππείς να κυριεύσουν τη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου είχε οχυρωθεί ο Ν. Πετμεζάς με 150 άνδρες. Όμως από τον αδιάκοπο πυροβολισμό αυτών των λιγοστών υπερασπιστών της μονής, δόθηκε η εντύπωση στους εχθρούς ότι περιμένουν μεγάλες ενισχύσεις και γι' αυτό οπισθοχώρησαν άπρακτοι. Στην πορεία τους προς την Τρίπολη λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Ζαρούχλα, την Περιστέρα, το Σόλο και την Κερπινή.
  Ο Κολοκοτρώνης, μη μπορώντας να παραταχθεί σε κανονική μάχη απέναντι στον Ιμπραήμ, τον παρακολουθούσε και του έκανε κλεφτοπόλεμο, προξενώντας του φθορές.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ακράτας


ΔΥΜΗ (Αρχαία πόλη) ΠΑΤΡΑ
  Η Αρχαία Δύμη βρισκόταν στη θέση της σημερινής Κάτω Αχαΐας. Αυτό το θέμα έχει εξακριβωθεί και πιστοποιηθεί από τις αρχαιολογικές έρευνες. Οι αρχαίοι συγγραφείς και προπαντός οι Βυζαντινοί δίνουν συγκεχυμένες πληροφορίες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει για πολλούς αιώνες η άποψη ότι στην Κάτω Αχαΐα βρισκόταν η Ώλενος, η οποία τοποθετείται από τους αρχαιολόγους σε ύψωμα πλησίον του Ανω Αλισσού, στα βόρεια της Καμενίτσας. Η Δυμαία χώρα ήταν αρκετά μεγάλη και περιλαμβανόταν μεταξύ των ποταμών, Πείρου προς τα ανατολικά, Λαρίσου προς τα δυτικά και Πηνειού προς τα νότια. Σε αυτή την πολύ εύφορη χώρα είχαν ιδρυθεί από τους Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ. δύο αξιόλογες πόλεις, η Ώλενος και η Δύμη. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς περιλαμβάνουν τις δύο πόλεις στον κατάλογο της Ιωνικής Δωδεκάπολης, που αργότερα (από το 1089 π.Χ.) λεγόταν Αχαϊκή Δωδεκάπολη.
Α' Περίοδος Ωλένου (2000 π.Χ. - 757 π.Χ.)
  Κατά την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία η «Ωλενία αιξ», προσέφερε το γάλα της στον Δία. Πιθανόν ο Πέλοψ εγκαταστάθηκε στην Ώλενο ή Αλισσό, προτού γίνει βασιλιάς στην Ήλιδα. Αυτά αναφέρει ο καθηγητής Μιχαήλ Σακελλαρίου. Ο Ηρακλής φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Ωλένου Δεξαμενό. Τότε φόνευσε τον κένταυρο Ευρυτίωνα, που είχε απαγάγει τη θυγατέρα του Δεξαμενού Μνησιμάχη. Από την Ώλενο καταγόταν ο πατέρας του Διομήδη Τυδεύς. Μητέρα του Τυδέως ήταν η Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππόνου. Γιος του Ιππόνου ήταν ο Καπανεύς, ένας από τους «Επτά επί Θήβας».
  Περίπου το 1250 π.Χ. οι Ηλείοι άρχισαν επιδρομές εναντίον των Ιώνων της Ωλένου και της Δύμης, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Ηρακλή και μαζί του έχτισαν το «Τείχος Δυμαίων» που σώζεται ολόκληρο σε καλή κατάσταση στο χωριό Αραξος, κοντά στο δάσος της Στροφιλιάς. Είναι ένα από τα αρχαιότερα φρούρια της Ελλάδας.
  Το 1400 π.Χ. οι κάτοικοι της Ωλένου και της περιοχής έστειλαν αποίκους στη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ρόδο με αρχηγό το Μακαρέα. Περί το 1150 π.Χ. ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Κηφεύς από την Ώλενο και Δύμη ξεκινώντας ίδρυσε αποικίες στην Κύπρο (την Τύμη κ.α.)
Β΄ Περίοδος Δύμης (757 π.Χ. - 27 π.Χ.)
  Ο παλαιός αρχαιολόγος Αλέξανδρος Ραγκαβής αναφέρει στα «Ελληνικά» του, ότι το 757 π.Χ. έγινε ο «συνοικισμός» της Δύμης, με την ένωση των γύρω κωμοπόλεων Τευθέας, Φαιστού, Θέλπουσας κ.λπ. Τα επόμενα χρόνια υπόταξε και την Ώλενο και ενσωμάτωσε την Ωλενία χώρα.
  Το 281 π.Χ. η Δύμη πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Β΄ Αχαϊκής Συμπολιτείας και έγινε πρωτεύουσά της μέχρι το 255 π.Χ. Κατόπιν έγινε πρωτεύουσα το Αίγιο. Από το 227 μέχρι το 222 π.Χ. η Δύμη διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον πόλεμο των Αχαιών αναντίον της Σπάρτης. Κατά της Δύμης εκστράτευσε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης με 20.000 στρατό. Οι Αχαιοί με στρατηγό τον Αρατο αντιμετώπισαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη του Εκατόμβαιου, κοντά στη Δύμη, το 226 π.Χ. Οι Αχαιοί νικήθηκαν κατά κράτος. Πολλοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι το Εκατόμβαιον ήταν πλησίον του χώρου Καγκάδι.
  Από το 220 μέχρι το 217 π.Χ. ήταν το επίκεντρο του Συμμαχικού πολέμου μεταξύ Αχαϊκής και Αιτωλικής Συμπολιτείας. Από το 200 μέχρι το 140 π.Χ. οι Δυμαίοι πολλές φορές συγκρούστηκαν με τους Ρωμαίους και υποστήριξαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας βοηθώντας πάντοτε τους Μακεδόνες. Γι' αυτό οι Ρωμαίοι αντιπαθούσαν τη Δύμη, την λεηλάτησαν πολλές φορές και τέλος την κατάστρεψαν.
  Το 145 π.Χ. οι Δυμαίοι δημοκρατικοί με αρχηγό Τον «Σώσον Ταυρομένεος» επαναστάτησαν εναντίον των Ρωμαίων και των προδοτών φίλων των αριστοκρατικών. Η Δύμη ανάδειξε σπουδαίους Ολυμπιονίκες, τον Οιβώτα και τον Πάταικο, τον 6ο αιώνα π.Χ. Ο Ιούλιος Καίσαρας ίδρυσε αποικία στη Δύμη το 47 π.Χ. την «Colonia Iulia Augusta Dymaeorum». Από αυτή την αποικία προήλθε η Χριστιανική-Βυζαντινή πόλη Αχαΐα η σημερινή Κάτω Αχαΐα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Δύμης


ΕΡΙΝΕΟΣ (Δήμος) ΠΑΤΡΑ
  Ο Δήμος Ερινεού με έδρα το Λαμπίρι παίρνει το όνομα του από τον όρμο σε σχήμα μισοφέγγαρου ο οποίος χρησίμευε κατά την αρχαιότητα σαν λιμάνι στην Ρυπική χώρα. Στον Ερινεό έγινε το 412 π.Χ. η ναυμαχία μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων με ορμητήριο των μεν πρώτων τη Ναύπακτο των δε δεύτερων τον όρμο του Ερινεού.
  Μια από τις δώδεκα πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας ήταν και η πόλη Ρύπες, πρωτεύουσα μιας περιφέρειας που ονομαζόταν Ρυπική και της οποίας η ακριβής θέση έχει αμφισβητηθεί από τους μελετητές. Σαν επικρατέστερη θεωρούμε την άποψη ότι η πόλη Ρύπες πρέπει ν' αναζητηθεί δυτικά του ποταμού Σαλμενίκου σε έδαφος οχυρό και σε μικρή απόσταση από το λιμάνι του Ερινεού, όπου το 412 π.Χ. έγινε η ναυμαχία μεταξύ των Αθηναίων και των Πελοποννήσιων με ορμητήριο των μεν πρώτων την Ναύπακτο των δε δεύτερων τον όρμο του Ερινεού. Ο ποταμός Σαλμενίκος με τις απότομες όχθες και τα ορμητικά του νερά μπορούσε θαυμάσια να βοηθήσει στην άμυνα της αρχαίας πόλης. Ο ποταμός κατεβαίνει μέσα από φαράγγια και περικλείει μαζί με το βουνό της Ζήριας μια μικρή επίπεδη έκταση στο δυτικώτερο άκρο της οποίας βρίσκεται το λιμάνι Ερινεός σε απόσταση 2.500μ. από τις Καμάρες. Οι Ρύπες λοιπόν έπρεπε ν' αναζητηθούν ή εδώ στην φυσικά οχυρωμένη αυτή θέση ή κοντά στο Κάτω Σαλμενίκο. Τη θέση αυτή που περιγράψαμε κατέχει σήμερα η κωμόπολη Καμάρες. Κατά τις εκσκαφές που έχουν γίνει κατά καιρούς για ανοικοδόμηση, έχουν έρθει στο φως λείψανα αρχαίας πόλης: θεμέλια πολλών οικημάτων, τμήματα χωμένων θαλάμων, τάφοι πήλινοι με νομίσματα και κοσμήματα.
  Στις Καμάρες, αριστερά του δρόμου που οδηγεί στην κωμόπολη από το Ν. Ερινεό, 100μ. πιο πάνω από τη σιδηροδρομική γραμμή σώζονται τα λείψανα ενός μεγαλοπρεπούς λουτρού με ψηφιδωτό και ογκώδη θολωτά κτίρια πάνω στα οποία στηριζόταν αυλάκι νερού ενώ κάτω από τους αψιδωτούς θόλους περνούσε πολύ νερό. Οι θόλοι αυτοί είναι οι Καμάρες απ' όπου πήρε το όνομα της και η σημερινή κωμόπολη. Στο ίδιο σημείο σώζονται δύο μαρμάρινες κολόνες, βάσεις και κιονόκρανα ιωνικού ρυθμού που μαρτυρούν την ύπαρξη μεγαλοπρεπούς ναού ή άλλου οικοδομήματος. Μέχρι το 30 π.Χ., οπότε και ισοπεδώθηκαν από τους Ρωμαίους όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα ΑΧΑ'Ι'ΚΑ, οι Ρύπες ήταν η πρωτεύουσα της Ρυπικής χώρας. Μετά το καταστροφικό πέρασμα των Ρωμαίων ολόκληρη σχεδόν η περιοχή ερήμωσε μέχρι την εποχή που αρχίζει να οχυρώνεται από τους Φράγκους ο οικισμός Σαλμενίκο, στις βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού με θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο.
  Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και πιθανόν γύρω στα 1300, χτίστηκε το Κάστρο του Σαλμενίκου πάνω σε απόκρημνο βράχο ο οποίος υψώνεται πάνω από την όχθη του ποταμού σε ύψος 200μ. περίπου. Ο θρύλος λέει πως στο βάθος της ρεματιάς και κάτω από μεγάλη πέτρα βρίσκεται θαμμένη η βασιλοπούλα που φονεύθηκε από προδότη με σκοπό να κατακτήσει το Κάστρο της. Αυτός είναι ο μύθος του Κάστρου της Ωριάς στο Ανω Σαλμενίκο. Στην ασφάλεια αυτού του Κάστρου κατέφυγαν πολλοί κάτοικοι από τα πεδινά μέρη της Ρυπικής που υπέφεραν τα πάνδεινα από τις επιδρομές των πειρατών. Έτσι όταν το 1460 το Σαλμενίκο δέχθηκε την επίθεση του Μωάμεθ του πορθητού αριθμούσε περί της 6.000 ψυχές. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει μερικά μόνο απομεινάρια του Κάστρου που σώζονται στις κορυφές του βράχου της ακρόπολης.
  Στη δυτική πλευρά του βουνού του Αϊ Γιάννη στην περιφέρεια των Τσετσεβών του άλλοτε Δήμου Ερινεού βρίσκεται η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου γύρω από την οποία έγινε η φοβερή μάχη της 17ης Ιουλίου 1827 μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στις 8 Μαΐου κάθε χρόνο, επέτειο της μνήμης του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι. Στο Ανω Σαλμενίκο βρίσκεται επίσης η Μονή Αγίας Ελεούσης, πνιγμένη στο πράσινο, η οποία γιορτάζει στις 23 Αυγούστου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Ερινέου


Σύντομη ιστορική αναδρομή

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ (Κωμόπολη) ΑΧΑΪΑ
  Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, πρώην «Επαρχία Καλαβρύτων», ξεκινά με την ιστορική της διαδρομή από τα χρόνια της αρχαιότητας. Ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» περιγράφει τους αρχαίους Λουσούς, τον Κλείτορα, τη Ψωφίδα, την Κύναιθα, το Λεόντιο, πόλεις των οποίων τα ερείπια διασώζονται ως σήμερα.
  Το όνομα του Δήμου προήλθε από την ομώνυμη πόλη. Την ονομασία βρίσκουμε αρχικώς επί Φραγκοκρατίας. Το έτος 1205 μ.Χ. σχηματίσθηκε η βαρωνία Καλαβρύτων με 12 ιπποτικά φέουδα. Το φρούριο των Καλαβρύτων αναδείχτηκε σε ένα από τα πλέον σημαντικά μεσαιωνικά κάστρα της Πελοποννήσου. Το Κάστρο αυτό έχει συνδεθεί με την οικογένεια των Παλαιολόγων και δεσπόζει μέχρι σήμερα πάνω από την πόλη των Καλαβρύτων.
   Κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821, τα Καλάβρυτα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Το απελευθερωτικό πνεύμα της εποχής συνδέθηκε άμεσα με την Ι.Μ. Αγίας Λαύρας (ιδρύθηκε το 10ο αιώνα μ.Χ.), που βρίσκεται 4 χλμ. από την πόλη των Καλαβρύτων. Εκεί, στις 21/03/1821 κήρυξε την επανάσταση ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνοντας το ιερό λάβαρο, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί το βασικότερο κειμήλιο της Μονής. Επίσης, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η Ι.Μ. Μεγάλου Σπηλαίου (ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ.), που βρίσκεται 10 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στο δρόμο προς το Διακοφτό και σε υψόμετρο 924 μ. Χαρακτηριστικό κειμήλιό της είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
   Αλλα ιστορικά μοναστήρια, που βρίσκονται στην περιοχή, είναι η Ι.Μ. Μακελλαριάς, η Ι.Μ. Αγ. Νικολάου Βλασίας, η Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Μανεσίου, και το προσκύνημα της Παναγίας της Πλατανιώτισσας. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, σημάδεψαν την περιοχή των Καλαβρύτων. Στις 13/12/1943 τα Ναζιστικά Στρατεύματα Κατοχής εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης των Καλαβρύτων από 13 ετών και άνω και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη. Ζωντανό μνημείο αυτών των τραγικών γεγονότων είναι ο «Τόπος Θυσίας», στο λόφο του Καπή, και το Δημοτικό Σχολείο της πόλης που στεγάζει το «Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος». Οι Ναζί προέβησαν επίσης σε καταστροφές και ομαδικές εκτελέσεις στα χωριά Ρογοί, Κερπινή, Ζαχλωρού, Βραχνί, Σούβαρδο, καθώς και σε εκτελέσεις μοναχών και πυρπόληση των Μονών Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου.
   Σήμερα τα Καλάβρυτα και η γύρω περιοχή αποτελούν τουριστικό θέρετρο για όλες τις εποχές του χρόνου.
  Το Χιονοδρομικό Κέντρο αποτελεί μια διαρκή πρόκληση για τις αισθήσεις, έναν παράδεισο χειμερινών σπορ. Βρίσκεται στις πλαγιές του Χελμού, στην περιοχή Ξηρόκαμπος, σε απόσταση 15 χλμ. από τα Καλάβρυτα και λειτουργεί από το 1988 διαθέτοντας 11 πίστες συνολικού μήκους 20 χλμ.
  Σε ύψος 2.340 μ. στην κορφή του Χελμού (Νεραϊδόραχη) έχει εγκατασταθεί το νέο τηλεσκόπιο «Αρίσταρχος», ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα της Ευρώπης με διάμετρο κατόπτρου 2,3 μ.
  Επίσης για τους λάτρεις του οικοτουρισμού, ο τόπος μας προσφέρει μνημεία σπάνιας φυσικής ομορφιάς, τα οποία μπορείτε να γνωρίσετε ακολουθώντας το διεθνές μονοπάτι «Ε4», ή δεκάδες άλλα μονοπάτια.
   Μνημεία της φύσης είναι το Φαράγγι του Βουραϊκού ποταμού με το μοναδικό Οδοντωτό Σιδηρόδρομο, τα Ύδατα της Στυγός, το ξεχωριστό στο είδος του Σπήλαιο των Λιμνών στα Καστριά, οι πηγές του Αροάνιου και του Λάδωνα, η λίμνη του Λάδωνα, η λίμνη του Τσιβλού και πολλά άλλα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Καλαβρύτων


ΚΑΤΩ ΑΧΑΪΑ (Κωμόπολη) ΠΑΤΡΑ
  Η κωμόπολη Αχαΐα πιθανότατα ιδρύθηκε μετά τον αφανισμό και την ερήμωση της Δύμης (27 π.Χ.). Πρώτος πυρήνας της νέας πόλης φαίνεται ότι ήταν η ρωμαϊκή αποικία. Η πόλη Αχαΐα αναπτύχθηκε αρκετά το 4ο αιώνα μ.Χ. Το 344 μ.Χ. πιθανότατα ήταν έδρα του Επισκόπου η Αχαΐα (Ώλενος). Αναφέρεται επίσκοπος Αχαΐας Πλούταρχος.
  Στη Βυζαντινή εποχή ήταν μικρή πόλη. Το 1147 μ.Χ. οι Νορμανδοί επιδρομείς, αφού κατάστρεψαν την Πάτρα και όλη τη Δυτική Αχαΐα, πήραν 15.000 αιχμαλώτους και τους μετέφεραν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, για να διδάξουν την μεταξοκαλλιέργεια και την επεξεργασία του μεταξιού. Τότε η πόλη Αχαΐα λεγόνταν και Μορέας.
  Την 1η Μαΐου 1205 αποβιβάστηκαν στην Αχαΐα, στον όρμο της Αλυκής, οι Φράγκοι κατακτητές ιππότες με αρχηγό το Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο. Έμειναν μερικές ημέρες στην Αχαγιά έκτισαν φρούριο με τούβλα από τα αρχαία και ρωμαϊκά ερείπια και ύστερα στρατολόγησαν τους κατοίκους και βάδισαν εναντίον της Ανδραβίδας και αργότερα εναντίον των Πατρών και της Κορίνθου.
  Την Κ. Αχαΐα και τα περίχωρα Ριόλο, Αρλα, Φώσταινα είχαν σαν ορμητήριο στον πόλεμο κατά των Φράγκων, οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Η (1417-1418) και Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (1427-1430). Μάλιστα διανυκτέρευσε στην Κάτω Αχαΐα στις 3 Ιουνίου 1429. Έδρα του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ ήταν το Σαντανέρι, όπου πέθανε η σύζυγός του Θεοδώρα, εκ δυστοκίας. Το 1447 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αχαΐα και την κατάστρεψαν. Το 1458 για δεύτερη φορά επήλθαν οι Τούρκοι με αρχηγό τον ίδιο το Μωάμεθ. Το 1460 το Μάρτιο, ο Θωμάς Παλαιολόγος πολιόρκησε τους Τούρκους στην Αχαΐα και βομβάρδισε το φρούριό της. Το ίδιο έτος πάλι ο ίδιος ο Μωάμεθ κατάστρεψε την Αχαΐα.
  Οι Βενετοί είχαν την Αχαΐα διοικητικό και εμπορικό κέντρο (1687-1715).
  Το 1770 οι Τουρκαλβανοί κατάστρεψαν την Αχαΐα. Οι κάτοικοι έφυγαν στα όρη και αργότερα έχτισαν την Ανω Αχαΐα. Ίσως όμως η Ανω Αχαΐα να είχε χτιστεί από την Βυζαντινή εποχή στα ερείπια της Τειθέας.
  Στις 4 Ιουνίου 1807 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με 80 πεζοναύτες έκανε καταδρομή στην Κάτω Αχαΐα με το πολεμικό πλοίο «Αγιος Γεώργιος». Έκαψε τις αποθήκες και το φρούριο των Τούρκων. Καθώς και τους μύλους του Σαΐτ-Αγά.
  Κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η Κάτω Αχαΐα γνώρισε πολλές περιπέτειες και ήταν το μήλο της έριδας ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Τα ονόματα της χώρας «Πελοπόννησος» και «Μορέας» προήλθαν από την Κάτω Αχαΐα ή έχουν στενή σχέση με την ιστορία της. Στην Κάτω Αχαΐα έζησε ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Ιούνιο του 1821 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1822 οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στις εκβολές του Πείρου και νικήθηκαν από τους Έλληνες με αρχηγό τον Νικόλαο Μπούκουρα. Η Κάτω Αχαΐα ήταν προπύργιο των Ελλήνων σε όλα τα χρόνια της Επανάστασης. Οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους εκεί ισχυρό φρούριο. Το 1822 συγκεντρώθηκε ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον Κολοκοτρώνη. Από το 1824 δύο σπετσιώτικα πολεμικά πλοία έμεναν στην Αλυκή της Κάτω Αχαΐας και έλεγχαν τη ναυσιπλοΐα στον Πατραϊκό κόλπο. Τα τρόφιμα και τα όπλα από τα Επτάνησα έφθαναν στην Κάτω Αχαΐα από εκεί με ζώα στη Χαλανδρίτσα. Το 1829 ήρθε πάλι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με απόσπασμα στρατιωτικό, για να καταδιώξει τους ληστές. Έμεινε τρεις ημέρες στην οικία Χοϊδά.
  Το 1832 η Κάτω Αχαΐα έγινε πρωτεύουσα του Δήμου Δύμης. Η σφραγίδα του Δήμου Δύμης, με έμβλημα έναν Δυμαίο σφενδονήτη, καθιερώθηκε με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Αχαΐας ως επίσημο έμβλημα του Δήμου Κάτω Αχαΐας από το 1991.
  Τώρα η πόλη Κάτω Αχαΐα είναι έδρα του νέου Δήμου Δύμης, που συγκροτήθηκε από το 1998. Σήμερα ο νέος Δήμος Δύμης περιλαμβάνει επτά Δημοτικά Διαμερίσματα (πρώην Κοινότητες). Ο παλαιός Δήμος Δύμης, που λειτούργησε από το 1832 αλλά ιδρύθηκε επίσημα δια νόμου από το 1835 περιλάμβανε 40 χωριά και κάλυπτε ολόκληρη την αρχαία Δυμαία χώρα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Δύμης


ΛΑΡΙΣΣΟΣ (Δήμος) ΠΑΤΡΑ
  Στα πανάρχαια χρόνια υπήρχε στην περιοχή μας η πελασγίτικη πόλη Λάρισα που ταυτίζεται σήμερα με την μετέπειτα γνωστή πόλη Δύμη, τα ερείπια της οποίας δεσπόζουν πάνω από το χωριό Ταξιάρχης. Από την πόλη αυτή κράτησε το όνομά της και ο μικρός Ποταμός Λάρισος που ρέει μέχρι τις μέρες μας.
  Το 3ο π.Χ. αιώνα η περιοχή εμφανίζεται με δύο ονομαστές πόλεις που χώριζε ο ποταμός Λάρισος, την Δύμη & την Ήλιδα. Όμως οι εχθρικές σχέσεις που είχαν συντέλεσαν στην παρακμή του, όπου και διευκόλυναν την κυριαρχία των Ρωμαίων στην περιοχή. Οι Ρωμαίοι αποικίζουν την περιοχή και εκτελούν αποστραγγιστικά έργα για να ελέγξουν τον πλημμυρισμό της. Προς το τέλος των Ρωμαϊκών χρόνων εγκαθίστανται οι πρώτες οικογένειες Σλάβων που δημιουργούν μικρούς και διάσπαρτους οικισμούς.
  Κατά την Φραγκοκρατία που ακολουθεί το αμυντικό σύστημα της περιοχής οργανώνεται καλύτερα. Εκτός από το «Τείχος Δυμαίων», κτίζεται ένας πύργος στο Κουνουπέλι και άλλοι στα αντικρινά βουνά της Μόβρης. Τον 14ο αιώνα αρχίζουν να σχηματίζονται κοντά στους Ελληνικούς και οι πρώτοι Αλβανικοί οικισμοί στην πεδιάδα. Ο τόπος αλλάζει συνεχώς κυριάρχους : Φράγκοι, Βυζαντινοί, Βενετοί, Τούρκοι. Η αβεβαιότητα οδηγεί στην ερήμωση και η περιοχή μεταβάλλεται σε ένα πυκνό δρυοδάσος.
  Έτσι από τον 17ο αιώνα τουλάχιστον δύο μοναστήρια της Αχαΐας που τύχαινε να ευπορούν βρέθηκαν κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων. Η Μονή Χρυσοποδαρίτισσας Νεζερών είχε τα Μαύρα βουνά και το Καραβοστάσι, ενώ το Μέγα Σπήλαιο είχε την Καλόγρια και το Μετόχι. Νοτιότερα βρισκόταν το μεγάλο κτήμα του Αλή Τζελέπη με έδρα το Βουπράσιο που έφθανε μέχρι τα χωριά Ριόλο Μπούκουρα, Γομοστό και Αποστόλου. Ο Τζελέπης είχε κτίσει στην έδρα του και έναν πύργο ο οποίος σωζόταν μέχρι την γερμανική κατοχή αλλά οι κατακτητές τον διέλυσαν για να χρησιμοποιήσουν τις πέτρες στην επισκευή του δρόμου προς Ηλεία. Το κτήμα του Τζελέπη το αγόρασε μετά την τελευταία Ενετοκρατία η Μονή Μεγάλου Σπηλαίου από τον Τούρκο ιδιοκτήτη της. Οι καλόγεροι επέφεραν και άλλες αλλαγές στο τοπίο δημιουργώντας μια τεχνητή κοίτη δίπλα στην κανονική, του ποταμού Λαρίσου -σήμερα λέγεται μάνα- και έφεραν νερό από μία πηγή στην Μόβρη για να δώσουν κίνηση στους νερόμυλους της πεδιάδας. Από την αρχαιότητα έως σήμερα ο Λάρισος και οι χείμαρροι που κατέληγαν σε αυτόν συσσώρευσαν τεράστιες ποσότητες άμμου δημιουργώντας μεγάλες νησίδες στεριάς μέσα στις λίμνες.
  Στην επανάσταση, στα Μαύρα Βουνά και στο δάσος της Στροφυλιάς οι κλέφτες είχαν καταφύγιο και από εδώ ξεκίνησαν πολλές από τις επιθέσεις κατά των Τούρκων. Μετά την επανάσταση πολλές οικογένειες από τα ορεινά κατεβαίνουν στα πεδινά και ιδρύουν μικρούς οικισμούς ανάμεσα στο δάσος και τις λίμνες. Τότε ιδρύονται και τα χωριά μέσα και έξω Γκέρμπεσι. Οι περισσότεροι που εγκαθίστανται εδώ είναι κτηνοτρόφοι γι' αυτό προβαίνουν σε μερική αποδάσωση.
  Αρχίζουν επίσης να λειτουργούν εντατικά και τα λατομεία λευκού λίθου ο οποίος γίνεται περιζήτητος στις οικοδομές της Πάτρας και της Δύμης. Τα λατομεία εκμεταλλεύεται η Μονή Χρυσοποδαρίτισσας. Το 1887 όμως δωρίζεται στο διάδοχο Κωνσταντίνο ως προσωπικό του κτήμα το δάσος της Μανωλάδας από την Κάτω Αχαΐα ως τα Λεχαινά, μήκους 35 χλμ, το οποίο απαρτίζεται από Βελανιδιές και Αγραπιδιές. Στον ίδιο παρέχεται και το ιχθυοτροφείο του Πάπα. Στο χωριό Λάππα, κτίζονται οι απαραίτητες εγκαταστάσεις (σημερινό Κέντρο Πληροφόρησης) για να μπορεί ο Κωνσταντίνος να τις χρησιμοποιεί ως βάση στις εξορμήσεις του για κυνήγι μέσα στο δάσος. Οι εργασίες για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής επισπεύδονται και ένας σταθμός ιδρύεται κοντά στις βασιλικές εγκαταστάσεις του Λάππα.
  Το 1923 καταργήθηκε η δωρεά και το κράτος δωρίζει την γη σε πρόσφυγες και ακτήμονες από τα γύρω χωριά. Ήδη το 1940 είχε αρχίσει να κατασκευάζεται το αεροδρόμιο στην καρδιά της περιοχής αλλά μέχρι την γερμανική εισβολή δεν είχε τελειώσει λόγω του ελώδους εδάφους που απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια.
  Το 1943 - οι Γερμανοί οργανώνουν καλύτερα την άμυνα της περιοχής γιατί περιμένουν απόβαση των συμμάχων στην δυτική Πελοπόννησο. Στα υψώματα των Μαύρων Βουνών και του Κουνουπελίου εγκαθίστανται πολυβολεία, λαξεύονται αποθήκες πυρομαχικών στους βράχους και η είσοδος του Πατραϊκού κόλπου κλείνεται με νάρκες. Τα έργα αυτά επιφέρουν καταστροφές σε αρχαίες θέσεις όπως στο Τείχος Δυμαίων όπου το πολυβολείο εγκαθίσταται μέσα στην Μυκηναϊκή ακρόπολη και μέρος του Τείχους καταστρέφεται για να περάσει ο δρόμος προς την κορυφή.
  Όλα αυτά τα γεγονότα απρόβλεπτα από την ιστορία θα σηματοδοτήσουν την γέννηση ενός νέου οικισμού και θα οριοθετήσουν μία νέα ιστορική εποχή στην περιοχή του Λάρισου ποταμού. Θα συμβάλουν στην δημιουργία ενός δήμου, του Δήμου Λαρίσσου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Λαρισσού


Η Αχαϊα πρώτη στον Αγώνα του 1821

ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ (Μοναστήρι) ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
  Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι της Αχαΐας που αρνήθηκαν να πάνε στην Τρίπολη, μαζί με προκρίτους γειτονικών επαρχιών, συγκεντρώθηκαν στις 10 Μαρτίου στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας κι εκεί πήραν σημαντικές αποφάσεις. Η μέρα της εξέγερσης φαινόταν πολύ κοντά κι έπρεπε χωρίς δισταγμούς να μπουν επικεφαλής των αγωνιστών του τόπου τους που με λαχτάρα περίμεναν την άγια ώρα του ξεσηκωμού.
  Στις 14 Μαρτίου ο Νικόλαος Σολιώτης, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, έστησε ενέδρα στις Πόρτες κοντά στο Αγρίδι (Αιγιάλειας) και χτύπησε τους ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του καϊμακάκη Σαλήκ της Τρίπολης στον Χουρσίτ που πολεμούσε στα Γιάννενα. Ήταν οι πρώτες τουφεκιές του αγώνα των Ελλήνων που εκείνη την ώρα, από τις Πόρτες της Αχαΐας, άνοιγαν τις πόρτες της ανεξαρτησίας τους. Δύο μέρες μετά, στη θέση Χελωνοσπηλιά (της επαρχίας Καλαβρύτων), οι Χονδρογιανναίοι με τη σύμφωνη γνώμη και την ευχή του Ασημάκη Ζαΐμη επιτέθηκαν και σκότωσαν τους Τούρκους φοροεισπράκτορες που μετέφεραν χρήματα από τα Καλάβρυτα στην Τρίπολη. Παρόμοιες επιθέσεις τις κρίσιμες εκείνες μέρες έγιναν στο Λιβάρτζι με διαταγή του Ασημάκη Φωτήλα, στην Ακράτα από τους Πετμεζαίους και στο Σοποτό από τους ντόπιους οπλαρχηγούς. Η σημαντικότερη όμως ήταν η επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου από τους Πετμεζαίους, οι οποίοι τον ανάγκασαν να κλειστεί στους οχυρούς πύργους του κάστρου.
  Στις 21 Μαρτίου έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση του αγώνα στην Πελοπόννησο. Εξακόσιοι ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τους Πετμεζαίους, το Σωτήρη Χαραλάμπη, το Νικόλαο Σολιώτη κι άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς, συγκεντρώθηκαν στη μονή της Αγίας Λαύρας. Αφού παρακολούθησαν τη δοξολογία κι έδωσαν τον ιερό όρκο "ελευθερία ή θάνατος" πήραν για σημαία τους το λάβαρο με τη χρυσοκέντητη παράσταση της κοίμησης της Θεοτόκου και ξεχύθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν κλειστεί στο κάστρο. Μετά από τετραήμερη πολιορκία οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ακράτας


ΠΑΪΟΙ (Δήμος) ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
  Η περιοχή ανέκαθεν ανήκε στο κράτος του αρχαίου ΚΛΕΙΤΟΡΟΣ. Εδώ υπήρχαν οι αρχαίες πόλεις Νάσοι - Σκοτάνη - Πάος κ.α.
  Το όνομα Στρέζοβα σαν τοπωνύμιο και οικισμός υπάρχει από τον 7ο αιώνα και αποδίδεται στους Σλάβους που ήρθαν στην περιοχή. Το 1250 η Στρέζοβα είναι γραμμένη στα χαρτιά των Φράγκων κατακτητών της Πελοποννήσου. Σε άλλη γραπτή πηγή η Στρέζοβα εμφανίζεται στο Γαλλικό Χρονικό του Μορέως το 1265 μ.Χ. με το Γαλλικό όνομα Estranses (Εστρανσες) και ανήκε στο τιμάριο της Κερπινής (Γορτυνία) που με τη σειρά του αυτό το τιμάριο ανήκε στη Βαρωνεία της Ακοβα, στην κυρά Μαργαρίτα του Πασσαβά. Τότε κτίστηκε στο Λάδωνα το περίφημο της "Κυράς το Γεφύρι" για να συνδέσει τα τμήματα του τιμαρίου (Στρέζοβας - Κερπινής), το οποίο αξίζει να επισκεφθεί κανείς.
  Κατά τον 11ο-13ο αιώνα κτίζεται επάνω από την Στρέζοβα στις πλαγιές του Αφροδισίου όρους (Κορακοφωλιά) το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, όπου χωριό και Μοναστήρι έχουν πια παράλληλη πορεία, λόγω και των προνομίων που είχαν τα μοναστήρια επί Τουρκοκρατίας.
  Η Στρέζοβα εμφανίζεται συνεχώς και περισσότερο την περίοδο της επανάστασης του '21, όπου πρωταγωνιστεί σε προσφορές στρατιωτικών δυνάμεων αγώνων και εφοδίων. Συμμετείχε με τα παλικάρια της υπό τον αρχηγό Πιτσούνα στην πρώτη νικηφόρα μάχη του Λεβιδίου, στη μάχη της Πάτρας και γενικά συμμετείχε με τροφές και εφόδια καθ' ότι η Στρέζοβα από εκείνη την εποχή εθεωρείτο ο σιτοβολώνας της κεντρικής Πελοποννήσου.
  Το 1928 η Στρέζοβα μετονομάσθηκε σε Δάφνη από τον μύθο του έρωτα της θυγατέρας του Λάδωνα Δάφνης με τον θεό Απόλλωνα που εκτυλίχθηκε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα (περιοχή του χωριού).
  Είναι πολλές οι αναφορές της μυθολογίας στο χώρο του Λάδωνα. Εδώ διαδραματίσθηκε ο μύθος του Λεύκιπου που ντύθηκε γυναίκα για να βρίσκεται κοντά στην νύμφη Δάφνη, ενέργεια που πλήρωσε με τη ζωή του όταν αποκαλύφθηκε. Εδώ λουζόταν η θεά Δήμητρα, εδώ κυνηγούσε η θεά του κυνηγίου Αρτεμις, εδώ περιφέρετο ο τραγοπόδαρος θεός Παν. Εδώ, μετά από επιτυχή καταδίωξη, έπιασε το ελάφι ο Ηρακλής. Εδώ στα όμορφα δάση του Αφροδισίου όρους υπάρχουν ερείπια λουτρών και αρχαίων ναών της Αφροδίτης (γι' αυτό και Αφροδίσια όρη) όπου η Αφροδίτη συναντιόταν με τον παράνομο εραστή της θεό Αρη.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Παϊων


ΠΑΤΡΑ (Πόλη) ΑΧΑΪΑ
Η ιστορία της Πάτρας κατά την γραπτή παράδοση
  Η ιστορία της Πάτρας ήταν γνωστή ως πρόσφατα μόνον από την γραπτή παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν, ιδρύθηκε από τους Αχαιούς της Σπάρτης, οι οποίοι με επικεφαλής τον Πρευγένη και το γιο του Πατρέα ήλθαν εδώ, όταν εκδιώχθηκαν από τους Δωριείς, κατά την κάθοδο των τελευταίων στην Πελοπόννησο τον 11ο αι. π.Χ., δηλαδή στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Αλλά και οι Αχαιοί του Αργους, που εκδιώχθηκαν επίσης από τους Δωριείς, με επικεφαλής τον Τισαμενό κατέλαβαν την Ανατολική Αχαϊα ύστερα από πολιορκία της Ελίκης. Από τους Ίωνες ολόκληρη η Αχαϊα ονομαζόταν ως τότε Ιωνία, αλλά και Αιγιαλός είτε από το βασιλέα της Σικυώνος Αιγιαλό είτε γιατί εκτεινόταν κατά μήκος του αιγιαλού (παραλία). Οι Ίωνες αρχικά κατέφυγαν στην Αθήνα και από εκεί στη Μικρά Ασία, όπου ίδρυσαν δώδεκα πόλεις, την Ιωνική Δωδεκάπολη, σ' ανάμνηση των δώδεκα πόλεων που άφησαν πίσω τους.
  Ο Πρευγένης με τον Πατρέα, όταν έφθασαν εδώ, συνένωσαν τρεις ιωνικές πολίχνες, την Αρόη, τη Μεσάτι και την Ανθεια, και με κέντρο την Αρόη ίδρυσαν μια νέα πόλη, τις Πάτρες, που έλαβε το όνομά της από τον Πατρέα. Ήταν δε σε πληθυντικό αριθμό λόγω της συνένωσης πολλών οικισμών. Από τις τρεις αυτές πολίχνες παλαιότερη ήταν η Αρόη. Οικιστής της ήταν ο Εύμηλος, ο οποίος με τη βοήθεια του Τριπτόλεμου από την Ελευσίνα εισήγαγε την καλλιέργεια των δημητριακών. Ο Εύμηλος μαζί με τον Τριπτόλεμο οίκισαν ακολούθως την Ανθεια, η οποία έλαβε το όνομά της από το γιο του Ευμήλου Ανθεία. Στη Μεσάτι τέλος λατρευόταν ο Διόνυσος.
  Κατ' άλλη παράδοση ο Ευρύπυλος, γιος του Ευαίμονος, βασιλιάς της Θεσσαλίας, μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, επικεφαλής των Θεσσαλών ίδρυσε στην Αρόη αποικία.
  Μετά τη μυκηναϊκή εποχή η Πάτρα, ευρισκόμενη στην περιφέρεια του ελληνικού χώρου και μακρυά από τα μεγάλα κέντρα της εποχής, Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθο, Χαλκίδα, κλπ., δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο στα μεγάλα γεγονότα και στις πολιτικές εξελίξεις που συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν στέλνει αποικίες, δεν λαμβάνει ενεργό μέρος στους περσικούς πολέμους και στον πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά ούτε και στις πολεμικές συγκρούσεις του 4ου αι. π.Χ. Η πρωτοβουλία των κινήσεων όλο αυτό το διάστημα ανήκει στην Ανατολική Αχαϊα. Αντιθέτως από το 280 π.Χ. και μετά, όταν πρωτοστατεί στην ίδρυση του Β' Αχαϊκού Κοινού μαζί με τις πόλεις Δύμη, Τριταία και Φαρές, η πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων για πρώτη φορά μεταφέρεται στη Δ. Αχαϊα. Αργότερα και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας το 146 π.Χ. και την κατάκτηση της Κορίνθου η Πάτρα παίζει ουσιαστικό πλέον ρόλο μια και ιδρύεται από τον Αύγουστο ρωμαϊκή αποικία.
  Ακριβώς η περιθωριοποίηση από πολιτική άποψη της Πάτρας στις προ του 146 π.Χ. περιόδους φαίνεται ότι στάθηκε η αιτία ώστε γεγονότα τοπικής εμβέλειας να μην καταγραφούν από τους αρχαίους ιστορικούς, παρά μόνον όσα συνδέθηκαν με μία από τις μεγάλες πόλεις της εποχής. Έτσι γνωρίζουμε ότι αν και δεν συμμετείχε στον πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.), ο Αλκιβιάδης πρότεινε στους Πατρείς να κατασκευάσουν μακρά τείχη για να συνδέσουν την περί την ακρόπολη πόλη με το λιμάνι.
Η ιστορία της Πάτρας μετά τις ανασκαφές
  Με τη βοήθεια των ανασκαφών, κυρίως των σωστικών σε οικόπεδα, πολλά κενά στην ιστορία της πόλης καλύπτονται, αλλά και πολλά από τα παραδιδόμενα από τους αρχαίους συγγραφείς αναιρούνται.
  Έτσι από τα μέχρι στιγμής στοιχεία γίνεται φανερό ότι η Πάτρα πρωτοκατοικείται την Πρωτοελλαδική Περίοδο, δηλαδή την 3η χιλιετία π.Χ., και όχι στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Τα αρχαιότατα αυτά ίχνη της, με τη μορφή μικρού οικισμού, έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της σημερινής Αρόης. Κατά την επόμενη Μεσοελλαδική Περίοδο, πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., ιδρύεται ένας ακόμη οικισμός στην περιοχή της. Όμως η Πάτρα διέρχεται την πρώτη μεγάλη ακμή της κατά την επόμενη υστεροελλαδική ή μυκηναϊκή περίοδο (1580-1100 π.Χ.). Η πληθώρα των μυκηναϊκών νεκροταφείων και των οικισμών που βρέθηκαν τόσο μέσα στην πόλη (στην οδό Γερμανού), όσο και γύρω από αυτήν, στη Βούντενη, στην Αρόη, στη Σαμακιά, στο Γηροκομειό, στο Πετρωτό (Αχάια-Κλάους), στην Κρήνη, στο Σαραβάλι, στην Καλλιθέα και αλλού, δείχνουν όχι μόνον ότι ο πληθυσμός έχει αυξηθεί σημαντικά, αλλά και ότι έχουν αναπτυχθεί σχέσεις και με άλλες περιοχές.
  Ο συνοικισμός της Πάτρας στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θρησκευτική ένωση και ίδρυση μιας κοινής λατρείας προς τιμήν της Αρτέμιδος, που για το λόγο αυτόν αποκλήθηκε και Τρικλαρία, από τους τρεις κλάρους (κλήρους, οι τρεις οικισμοί που προϋπήρχαν) και που συμμετείχαν στα δρώμενα. Ο ναός της Αρτέμιδος τοποθετείται με μεγάλη πιθανότητα στην περιοχή του Βελβιτσίου, απ' όπου προέρχονται τρία σπουδαία γλυπτά από το αέτωμα κλασικού ναού. Πρόσφατο επιγραφικό εύρημα τοποθετεί τη Μεσάτι στην περιοχή των Συχαινών και της Βούντενης. Αν δεχθούμε ως αληθή τη μαρτυρία των αρχαίων πηγών ότι η Πάτρα ιδρύθηκε στην Αρόη, τότε η τελευταία πρέπει να αναζητηθεί στη θέση του μεσαιωνικού κάστρου και της σημερινής Αρόης. Απομένει η ταύτιση της Aνθειας, για την οποία η πιθανότερη θέση είναι ο λόφος Μυγδαλιά του Πετρωτού. Η ακρόπολη της αρχαίας Πάτρας, μυκηναϊκή και κλασική, βρίσκεται κάτω από το μεσαιωνικό κάστρο, σε βάθος τουλάχιστον 20 μέτρων και η ανασκαφή της παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Αν ποτέ γίνει, θα έλθουν στο φως τα λείψανα σημαντικών ναών, όπως της Αρτέμιδος Λαφρίας, της Παναχαϊδος Αθηνάς, κλπ.
  Από τις επόμενες γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή λίγα στοιχεία έχουν εντοπιστεί, και δείχνουν τη βαθμιαία εξασθένηση των οικισμών της Πάτρας. Αντιθέτως την κλασική περίοδο (5ος και 4ος αι. π.Χ.) φαίνεται ότι γίνεται στην πραγματικότητα ο πολιτικός συνοικισμός της Πάτρας και η οργάνωσή της σε πόλη, διότι τότε, μέσα του 5ου αι. π.Χ., ιδρύεται το αρχαιότερο νεκροταφείο της, γνωστό ως Βόρειο νεκροταφείο. Η παράδοση επομένως για τον Πατρέα είναι κατά πάσα πιθανότητα νεότερο δημιούργημα, ίσως των ελληνιστικών χρόνων, όταν οι περισσότερες ελληνικές πόλεις εφεύρισκαν οικιστές για να ερμηνεύσουν το όνομά τους.
  Η παράδοση για τα μακρά τείχη του Αλκιβιάδη φαίνεται ότι στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, διότι ίχνη τους εντοπίστηκαν σε σωστική ανασκαφή.
  Την ελληνιστική εποχή, από το 323-146 π.Χ., η πόλη απλώνεται προς τη θάλασσα και ιδρύεται και δεύτερο νεκροταφείο, το Νότιο. Τη μεγαλύτερη, όμως, ακμή στην ιστορία της η Πάτρα διέρχεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όταν το λιμάνι της, εξαιτίας της καταστροφής της Κορίνθου, παίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο στην επικοινωνία Ελλάδας και Ιταλίας. Εξάλλου, η ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας το 14 π.Χ. από τον Αύγουστο δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση με την εγκατάσταση ρωμαίων βετεράνων, τη δημιουργία κτηματολογίου, την παροχή προνομίων, την ίδρυση βιοτεχνίας, με σημαντικότερη εκείνη των πήλινων λυχναριών που εξάγονται σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, και τη δημιουργία τουλάχιστον δύο βιοτεχνικών ζωνών, την κατασκευή επαρχιακών δρόμων που την καθιστούν συγκοινωνιακό κέντρο, την επίστρωση των δρόμων της πόλης με λίθινες πλάκες Αστακού, την ανέγερση ναών και δημόσιων κτηρίων, την εισαγωγή ξένων λατρειών κλπ. Η πόλη απλώνεται ως τη θάλασσα, και ο πληθυσμός της μεγαλώνει με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ακόμη νεκροταφεία, το Ανατολικό και το Νοτιοανατολικό. Η ύπαιθρος αναδιοργανώνεται και η εκμετάλλευση της γης γίνεται πλέον μέσω των αγροικιών. Στην Πάτρα εκχωρείται από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες το δικαίωμα να κόβει και δικά της νομίσματα, στα οποία αναγράφονται τα αρχικά CAAP, τα οποία είχαν μεταγραφεί παλαιότερα σε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην Αρόη της Πάτρας. Πρόσφατα όμως βρέθηκε νόμισμα με ανεπτυγμένο τον τύπο της συντομογραφίας, στον οποίο διαβάζουμε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην αχαϊκή Πάτρα.
  Αλλά και μεγάλα δημόσια κτίρια και άλλες ευεργεσίες προς την πόλη προσέφεραν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, το ρωμαϊκό υδραγωγείο, το ρωμαϊκό Ωδείο κλπ., πράγμα που αποδεικνύεται από τις αναθηματικές προς τιμή τους επιγραφές που βρέθηκαν και στις οποίες χαρακτηρίζονται ως ευεργέτες. Η Πάτρα είναι πλέον μια κοσμοπολίτικη πόλη. Από το τέλος, όμως, του 3ου αι.μ.Χ. και στο εξής αρχίζει να παρακμάζει, πιθανότατα εξαιτίας ενός ισχυρότατου σεισμού που έπληξε ολόκληρη τη βορειοδυτική Πελοπόννησο γύρω στο 300 μ.Χ.
Μεσαιωνική και Νεότερη Περίοδος
  Παρόλα αυτά, μικρές αναλαμπές υπάρχουν, όπως την παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι. μ.Χ.), όταν ιδρύονται πάλι νέες βιοτεχνίες. Τότε κατά πάσα πιθανότητα κατασκευάζεται και το βυζαντινό κάστρο στη θέση της αρχαίας ακρόπολης, από τον Ιουστινιανό, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει ως σήμερα με προσθήκες και επισκευές των Φράγκων και των Τούρκων. Η πόλη έχει περιοριστεί κοντά στο κάστρο. Στα μέσα του 9ου αι. μ.Χ. γνωρίζουμε από την παράδοση της πλούσιας Δανιηλίδος ότι η Πάτρα ακμάζει. Έκτοτε ακολουθεί τις τύχες του βυζαντινού κράτους. Από το 13ο αι. και μετά. ανήκει άλλοτε στους Φράγκους, άλλοτε στους Βυζαντινούς, άλλοτε στους Ενετούς και άλλοτε στους Τούρκους με σημαντικότερους σταθμούς της πορείας αυτής την περίοδο από το 1266 ως το 1430, όταν περιέρχεται στους Φράγκους, ακολούθως στο Βυζάντιο, και από το 1458 στους Τούρκους. Από το 1687 έως το 1715 στους Ενετούς και πάλι στους Τούρκους μέχρι την Επανάσταση του 1821. Μετά την απελευθέρωση, η Πάτρα αναπτύσσεται ταχύτατα χάρη στο λιμάνι της και το εμπόριο που διεξάγεται μέσω αυτού. Ωραία νεοκλασικά κτίρια κοσμούν την πόλη, της οποίας οι δρόμοι καταλήγουν στη θάλασσα, ώστε να μην αποκόπτεται από τη ζωογόνο δύναμη της τελευταίας. Η καλλιτεχνική και πνευματική ζωή είναι έντονη. Σταδιακά αναπτύσσεται και η μεγάλη βιομηχανία με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού της. Σήμερα η Πάτρα περιλαμβάνεται μέσα στις σπουδαιότερες ελληνικές πόλεις, και το λιμάνι της εξακολουθεί να παίζει τον πρωτεύοντα εκείνο ρόλο που έπαιζε και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της μακραίωνης ιστορίας της.
Κείμενο: Μιχάλης Πετρόπουλος, αρχαιολόγος, ΣΤ' ΕΚΠΑ

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


ΠΑΤΡΑΙ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
Η ιστορία της Πάτρας κατά την γραπτή παράδοση
  Η ιστορία της Πάτρας ήταν γνωστή ως πρόσφατα μόνον από την γραπτή παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν ιδρύθηκε από τους Αχαιούς της Σπάρτης, οι οποίοι με επικεφαλής τον Πρευγένη και το γιό του Πατρέα ήλθαν εδώ, όταν εκδιώχθηκαν από τους Δωριείς, κατά την κάθοδο των τελευταίων στην Πελοπόννησο τον 11ο αι. π.Χ., δηλαδή στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Αλλά και οι Αχαιοί του Αργους, που εκδιώχθηκαν επίσης από τους Δωριείς, με επικεφαλής τον Τισαμενό κατέλαβαν την Ανατολική Αχαϊα ύστερα από πολιορκία της Ελίκης. Από τους Ίωνες ολόκληρη η Αχαϊα ονομαζόταν ως τότε Ιωνία, αλλά και Αιγιαλός είτε από το βασιλέα της Σικυώνος Αιγιαλό είτε γιατί εκτεινόταν κατά μήκος του αιγιαλού ( παραλία ). Οι Ίωνες αρχικά κατέφυγαν στην Αθήνα και από εκεί στη Μικρά Ασία, όπου ίδρυσαν δώδεκα πόλεις, την Ιωνική Δωδεκάπολη, σ' ανάμνηση των δώδεκα πόλεων που άφησαν πίσω τους.
  Ο Πρευγένης με τον Πατρέα, όταν έφθασαν εδώ, συνένωσαν τρεις ιωνικές πολίχνες, την Αρόη, τη Μεσάτι και την Ανθεια, και με κέντρο την Αρόη ίδρυσαν μία νέα πόλη, τις Πάτρες, που έλαβε το όνομά της από τον Πατρέα. Ήταν δε σε πληθυντικό αριθμό λόγω της συνένωσης πολλών οικισμών. Από τις τρεις αυτές πολίχνες παλαιότερη ήταν η Αρόη. Οικιστής της ήταν ο Εύμηλος, ο οποίος με τη βοήθεια του Τριπτόλεμου από την Ελευσίνα εισήγαγε την καλλιέργεια των δημητριακών. Ο Εύμηλος μαζί με τον Τριπτόλεμο οίκισαν ακολούθως την 'Ανθεια, η οποία έλαβε το όνομά της από το γιό του Ευμήλου Ανθεία. Στη Μεσάτι τέλος λατρευόταν ο Διόνυσος.
  Κατ' άλλη παράδοση ο Ευρύπυλος, γιος του Ευαίμονος, βασιλιάς της Θεσσαλίας, μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, επικεφαλής Θεσσαλών ίδρυσε στην Αρόη αποικία.
  Μετά τη μυκηναϊκή εποχή η Πάτρα, ευρισκόμενη στην περιφέρεια του ελληνικού χώρου και μακρυά από τα μεγάλα κέντρα της εποχής, Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθο, Χαλκίδα, κ.λπ., δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο στα μεγάλα γεγονότα και στις πολιτικές εξελίξεις που συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν στέλνει αποικίες, δε λαβαίνει ενεργό μέρος στους Περσικούς Πολέμους και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά ούτε και στις πολεμικές συγκρούσεις του 4ου αι. π.Χ. Η πρωτοβουλία των κινήσεων όλο αυτό το διάστημα ανήκει στην Ανατολική Αχαϊα. Αντιθέτως από το 280 π.Χ. κ.ε. όταν πρωτοστατεί στην ίδρυση του Β΄ Αχαϊκού Κοινού μαζί με τις πόλεις Δύμη, Τριταία και Φαρές, η πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων για πρώτη φορά μεταφέρεται στη Δ. Αχαϊα. Αργότερα και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας το 146 π.Χ. και την κατάκτηση της Κορίνθου η Πάτρα παίζει ουσιαστικό πλέον ρόλο μια και ιδρύεται από τον Αύγουστο ρωμαϊκή αποικία.
  Ακριβώς η περιθωριοποίηση από πολιτική άποψη της Πάτρας στις προ του 146 π.Χ. περιόδους φαίνεται ότι στάθηκε η αιτία ώστε γεγονότα τοπικής εμβέλειας να μη καταγραφούν από τους αρχαίους ιστορικούς, παρά μόνον όσα συνδέθηκαν με μία από τις μεγάλες πόλεις της εποχής. Έτσι γνωρίζουμε ότι αν και δεν συμμετείχε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431- 404 π.Χ.), ο Αλκιβιάδης πρότεινε στους Πατρείς να κατασκευάσουν μακρά τείχη για να συνδέσουν την περί την ακρόπολη πόλη με το λιμάνι.
Η ιστορία της Πάτρας μετά τις ανασκαφές
  Με τη βοήθεια των ανασκαφών, κυρίως των σωστικών σε οικόπεδα, πολλά κενά στην ιστορία της πόλης καλύπτονται, αλλά και πολλά από τα παραδιδόμενα από τους αρχαίους συγγραφείς αναιρούνται.
  Έτσι από τα μέχρι στιγμής στοιχεία γίνεται φανερό ότι η Πάτρα πρωτοκατοικείται την Πρωτοελλαδική Περίοδο, δηλαδή την 3η χιλιετία π.Χ., και όχι στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Τα αρχαιότατα αυτά ίχνη της, με τη μορφή μικρού οικισμού, έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της σημερινής Αρόης. Κατά την επόμενη Μεσοελλαδική Περίοδο, πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., ιδρύεται ένας ακόμη οικισμός στην περιοχή της. Όμως την πρώτη μεγάλη ακμή της η Πάτρα διέρχεται κατά την επόμενη Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή Περίοδο ( 1580-1100 π.Χ. ). Η πληθώρα των μυκηναϊκών νεκροταφείων και των οικισμών που βρέθηκαν τόσο μέσα στην πόλη ( στην οδό Γερμανού ), όσο και γύρω από αυτήν, στη Βούντενη, στην Αρόη, στη Σαμακιά, στο Γηροκομειό, στο Πετρωτό ( Αχάια-Κλάους ), στην Κρήνη, στο Σαραβάλι, στην Καλλιθέα και αλλού, δείχνουν όχι μόνον ότι ο πληθυσμός έχει αυξηθεί σημαντικά, αλλά και ότι έχουν αναπτυχθεί σχέσεις και με άλλες περιοχές.
  Ο συνοικισμός της Πάτρας στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής, φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θρησκευτική ένωση και ίδρυση μιας κοινής λατρείας προς τιμήν της Αρτέμιδος, που για το λόγο αυτόν αποκλήθηκε και Τρικλαρία, από τους τρεις κλάρους ( κλήρους, οι τρεις οικισμοί που προϋπήρχαν ) και που συμμετείχαν στα δρώμενα. Ο ναός της Αρτέμιδος τοποθετείται με μεγάλη πιθανότητα στην περιοχή του Βελβιτσίου, από όπου προέρχονται τρία σπουδαία γλυπτά από το αέτωμα κλασικού ναού. Πρόσφατο επιγραφικό εύρημα τοποθετεί τη Μεσάτι στην περιοχή των Συχαινών και της Βούντενης. Αν δεχθούμε ως αληθή τη μαρτυρία των αρχαίων πηγών ότι η Πάτρα ιδρύθηκε στην Αρόη, τότε η τελευταία πρέπει να αναζητηθεί στη θέση του μεσαιωνικού κάστρου και της σημερινής Αρόης. Απομένει η ταύτιση της 'Ανθειας, για την οποία η πιθανότερη θέση είναι ο λόφος Μυγδαλιά του Πετρωτού. Η ακρόπολη της αρχαίας Πάτρας, μυκηναϊκή και κλασική, βρίσκεται κάτω από το μεσαιωνικό κάστρο, σε βάθος τουλάχιστον 20 μέτρων και η ανασκαφή της παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Αν ποτέ γίνει θα έλθουν στο φως τα λείψανα σημαντικών ναών, όπως της Αρτέμιδος Λαφρίας, της Παναχαϊδος Αθηνάς, κλπ.
  Από τις επόμενες γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή λίγα στοιχεία έχουν εντοπιστεί, και δείχνουν τη βαθμιαία εξασθένηση των οικισμών της Πάτρας. Αντιθέτως την κλασική περίοδο ( 5ος και 4ος αι. π.Χ. ) φαίνεται ότι γίνεται στην πραγματικότητα ο πολιτικός συνοικισμός της Πάτρας και η οργάνωσή της σε πόλη, διότι τότε, μέσα του 5ου αι. π.Χ., ιδρύεται το αρχαιότερο νεκροταφείο της, γνωστό ως Βόρειο νεκροταφείο.
  Η παράδοση επομένως για τον Πατρέα είναι κατά πάσα πιθανότητα νεότερο δημιούργημα, ίσως των ελληνιστικών χρόνων, όταν οι περισσότερες ελληνικές πόλεις εφεύρισκαν οικιστές για να ερμηνεύσουν το όνομά τους. Η παράδοση για τα μακρά τείχη του Αλκιβιάδη φαίνεται ότι στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, διότι ίχνη τους εντοπίστηκαν σε σωστική ανασκαφή.
  Την ελληνιστική εποχή, από το 323-146 π.Χ., η πόλη απλώνεται προς τη θάλασσα και ιδρύεται και δεύτερο νεκροταφείο, το Νότιο. Τη μεγαλύτερη, όμως, ακμή στην ιστορία της η Πάτρα διέρχεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όταν το λιμάνι της, εξαιτίας της καταστροφής της Κορίνθου, παίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο στην επικοινωνία Ελλάδας και Ιταλίας. Εξάλλου η ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας το 14 π.Χ. από τον Αύγουστο, δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση με την εγκατάσταση ρωμαίων βετεράνων, τη δημιουργία κτηματολογίου, την παροχή προνομίων, την ίδρυση βιοτεχνίας, με σημαντικότερη εκείνη των πήλινων λυχναριών που εξάγονται σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, και τη δημιουργία τουλάχιστον δύο βιοτεχνικών ζωνών, την κατασκευή επαρχιακών δρόμων που την καθιστούν συγκοινωνιακό κέντρο, την επίστρωση των δρόμων της πόλης με λίθινες πλάκες Αστακού, την ανέγερση ναών και δημόσιων κτηρίων, την εισαγωγή ξένων λατρειών κ.λπ. Η πόλη απλώνεται ως τη θάλασσα, και ο πληθυσμός της μεγαλώνει με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ακόμη νεκροταφεία, το Ανατολικό και το Νοτιοανατολικό. Η ύπαιθρος αναδιοργανώνεται και η εκμετάλλευση της γης γίνεται πλέον μέσω των αγροικιών. Στην Πάτρα εκχωρείται από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες το δικαίωμα να κόβει και δικά της νομίσματα, στα οποία αναγράφονται τα αρχικά CAAP, τα οποία είχαν μεταγραφεί παλαιότερα σε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην Αρόη της Πάτρας. Πρόσφατα όμως βρέθηκε νόμισμα με ανεπτυγμένο τον τύπο της συντομογραφίας, στον οποίο διαβάζουμε Colonia Augusta Aroe Patrensis, δηλαδή Αποικία του Αυγούστου στην αχαϊκή Πάτρα.
  Αλλά και μεγάλα δημόσια κτήρια και άλλες ευεργεσίες προς την πόλη προσέφεραν οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, το ρωμαϊκό υδραγωγείο, το ρωμαϊκό Ωδείο κ.λπ., πράγμα που αποδεικνύεται από τις αναθηματικές προς τιμή τους επιγραφές που βρέθηκαν και στις οποίες χαρακτηρίζονται ως ευεργέτες.
  Η Πάτρα είναι πλέον μία κοσμοπολίτικη πόλη. Από το τέλος, όμως, του 3ου αι. μ.Χ. κ.ε. αρχίζει να παρακμάζει, πιθανότατα εξαιτίας ενός ισχυρότατου σεισμού που έπληξε ολόκληρη τη Β.Δ. Πελοπόννησο γύρω στο 300 μ.Χ.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Πατρών


ΡΙΟ (Λιμάνι) ΠΑΤΡΑ
  Τα δύο Ρία (Ρίον και Αντίρριον), οι κατά τον Ρωμαίο Λίβιο "σιαγόναι του Κορινθιακού Κόλπου", διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο κατά τους νεώτερους χρόνους, όταν ο σουλτάνος Βογιατζήτ Β' μετέτρεψε το 1499 τις δύο ακτές σε "Κουτσούκ Τσανάκ Καλέ" ή "Μικρά Δαρδανέλλια", κατασκευάζοντας το Καστέλλι του Μορέως ή της Πάτρας (Ρίον) και το απέναντι Καστέλλι της Ρούμελης (Αντίρριον). Σαν συμπληρωματική δύναμη, το ένα του άλλου, με τα διασταυρούμενα πυρά των κανονιών τους, που εμπόδιζαν την δίοδο στα εχθρικά πλοία ή τα στερούμενα της σχετικής αδείας, ήταν επόμενο οι δύο καστροπολιτείες να είχαν την ίδια τύχη στην διαδρομή του χρόνου και την ίδια διαδοχή κατακτητών.
  Μετά από 33 χρόνια τουρκικής παρουσίας ο Γενοβέζος Αντρέας Ντόρια καταλαμβάνει τα κάστρα, τα οποία όμως κρατά μόνο για έξι μήνες γιατί οι επιστρέψαντες Οθωμανοί τα επαναποκτούν τον Απρίλιο του 1533 και τα κρατούν μέχρι το 1603, όπου τα καταστρέφουν οι Ιππότες της Μάλτας γνωστοί και ως Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου.
  Στο μεταξύ, είχε προηγηθεί η "Sacra Lega" δηλαδή "Η Ιερή Συμμαχία" των χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης, που με τον στόλο της, υπό τον Δον Ζουάν τον Αυστριακό, κατατρόπωσαν τους Οθωμανούς στην περίφημη "Ναυμαχία της Ναυπάκτου" ή "Battalia di Lepanto" στις 7-10-1571, μετατρέποντας όλη τη θαλάσσια περιοχή σ' ένα τεράστιο υδάτινο νεκροταφείο με τα 32.000 πτώματα των σκοτωμένων στρατιωτών να επιπλέουν μεταξύ Ρίου και Αντιρρίου και να φτάνουν μέχρι τον Πατραϊκό Κόλπο. Τότε πλησίον του Ρίου, στον Πάνορμο, δημιουργήθηκε χριστιανικό νεκροταφείο και ναός αφιερωμένος στον Αγ. Γεώργιο.
  Η συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ Τούρκων και Βενετών για τον έλεγχο της Πελοποννήσου έφερε και πάλι τα κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου στο πολεμικό προσκήνιο το καλοκαίρι του 1687. Ο στρατάρχης Φραγκίσκος Μοροζόνι μετά από ανελέητο κανονιοβολισμό κυριεύει τα καστέλλια, τα οποία με την εποπτεία του Ενετού Βαρβαρίνου επουλώνουν τις πληγές τους. Μεγαλύτερες ζημιές είχε πάθει το κάστρο του Αντιρρίου από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης που προκάλεσαν οι Τούρκοι στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Αυτή την εποχή κατασκευάζονται στο κάστρο του Ρίου ένα νέο περιτείχισμα ο ναός της Παρθένου της Υγείας (Ζωοδόχου Πηγής) και τα προπύργια του Αγίου Μάρκου, Αγίας Μαρίας και Αγίου Αντωνίου. Επίσης, αυτή την εποχή, μεταφέρεται στο Ρίον από την Πάτρα, η Διοίκηση και το Ταμείο των Ενετών, αποκτώντας το κάστρο του μεγαλύτερη ισχύ και σημασία.
  Το μισοφέγγαρο θα ξαναϋψωθεί και στα δύο φρούρια τον Αύγουστο του 1715 με την σαρωτική επανεμφάνιση των Οθωμανών, που εγκαινιάζουν την Β' Τουρκοκρατία και η οποία θα λήξει μετά από 113 χρόνια, το 1828 όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις του στρατηγού Μαιζών και ο στόλος των 3ων Συμμαχικών Δυνάμεων θα διώξουν τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ και τις ορδές του από την Πελοπόννησο.
  Το κάστρο του Ρίου, που παραδόθηκε στους Γάλλους στις 30-10-1828, παρέλαβε και έγινε ο πρώτος φρούραρχός του, ο Κρητικός αξιωματικός Νικόλαος Τριτάκης, ενώ τη συνθήκη για την παράδοση του κάστρου του Αντιρρίου την υπέγραψε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας αδελφός του Α' Κυβερνήτη της Ελλάδας.
  Ο Γάλλος διπλωμάτης Λουδοβίκος Αύγουστος Φελίξ Μπωζούρ (1765-1863) στο έργο του "Ταξίδι στην Οθωμανική αυτοκρατορία" περιγράφει με λεπτομέρειες και γλαφυρότητα την κατάσταση των δύο κάστρων, ενώ ο Πουκεβίλ μας πληροφορεί ότι το 1821 υπήρχε χωριό στο Ρίον με 180 οικογένειες Ελλήνων και Τούρκων, που έλεγχαν την μεγάλη πεδιάδα με το όνομα "Ο κάμπος του Κάστρου", δηλαδή Καστελόκαμπος.
  Οι πηγές (Νουχάκης, Κούνδουρος κ.α.) αναφέρουν την ύπαρξη, από το 1889, του οικισμού του Αγίου Γεωργίου με 421 κατοίκους και λίγο αργότερα του οικισμού Ζαϊμαίκα με 830 κατοίκους, ενώ από το 1831 το κάστρο του Ρίου είχε μεταβληθεί σε φυλακή - κάτεργο, κάτι που απέφυγε το κάστρο του Αντιρρίου, όχι όμως και τις κακοποιήσεις από τους τελευταίους κατακτητές (Ιταλούς) και τους σύγχρονους Έλληνες. Το πέρασμα Ρίου - Αντιρρίου, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε για το διαμετακομιστικό εμπόριο, αν και δεκάδες μικρά ιστιοφόρα έκαναν την διαδρομή, όπως μαρτυρεί ο Μανζάρ στα απομνημονεύματά του, παρά μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
  Η μετάβαση προϊόντων από την Πάτρα, το μεγάλο συλλεκτικό και διαμετακομιστικό κέντρο, προς την Στερεά Ελλάδα και από εκεί προς την Ήπειρο, γινόταν μέσω του Μεσολογγίου και του Γαλαξιδίου στην αρχή και αργότερα μέσω του Κρυονερίου με το ατμόπλοιο "Καλυδώνα".
  Πρώτος, που συνέλαβε την ιδέα για την αξιοποίηση των δύο Ρίων, προς όφελος του εμπορίου, ήταν ο "πατέρας των συγκοινωνιακών μέσων", ο Χαρ. Τρικούπης, ο οποίος μαζί με τον σιδηρόδρομο, την Κωπαϊδα, τον Ισθμό της Κορίνθου είχε ονειρευθεί και την ζεύξη με γέφυρα του Ρίου - Αντιρρίου κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Μετά την "πτώχευση της Ελλάδος" η ιδέα ξεχάστηκε μέχρι το 1977 την οποία ανέσυρε από την λήθη και την έφερε στο προσκήνιο το Πανεπιστήμιο Πατρών επί πρυτανίας Κων. Γούδα.
  Το μεγαλόπνοο έργο πρόκειται να πραγματοποιηθεί στις μέρες μας αφού ήδη έγινε η αρχή των εργασιών κι έτσι το όνειρο της ζεύξης τόσων γενιών θα γίνει πραγματικότητα.
  Στο πέρασμα του χρόνου όμως, ενώ το Ρίον εξελισσόταν στο ωραιότερο θέρετρο των Πατρών, με σιδηροδρομικό σταθμό, με τους αθλητικούς αγώνες "Ελευθέρεια" με μνημόσυνα για τους πεσόντες φιλέλληνες, με ονομαστό καφενείο κ.λπ., το απέναντι Αντίρριον παρέμενε ένας μικρός οικισμός ψαράδων, αναπολώντας την παλαιά του στρατηγική αίγλη και την υπερηφάνεια του ότι κάποτε στα αρχαία χρόνια το είχε επισκεφθεί ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος, ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 με φωτογραφία, από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ρίου

Συμμαχίες

Αχαϊκή Συμπολιτεία

ΑΙΓΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΧΑΪΑ
   (Achaicum Foedus; to Achaikon). The league or confederation of a number of towns on the northwest coast of Peloponnesus. In speaking of it we must distinguish between two periods. The former, though formed for mutual protection, was mainly of a religious character, whereas the latter was a political confederation to protect the towns against the domination of Macedonia.
    (1) The Earlier League.--When the Heraclidae took possession of Peloponnesus, a portion of the Achaeans, under Tisamenos, turned northwards and took possession of the northern coast of the peninsula, which was called Aigialos: the Ionians, who had hitherto occupied that country, sought refuge in Attica and on the west coast of Asia Minor. The country thus occupied by the Achaeans, from whom it derived its name of Achaia, contained twelve towns which had been leagued together even in the time of their Ionian inhabitants. They were governed by the descendants of Tisamenus, until, after the death of King Ogyges, they abolished the kingly rule and established democratic institutions. The time when this happened is not known. In the time of Herodotus the twelve towns of which the league consisted were: Pellene, Aegeira, Aegae, Bura, Helice, Aegion, Rhypes, Patrae, Pharae, Olenos, Dyme, and Tritaea. After the time of Herodotus, Rhypes and Aegae disappear from the number of the confederate towns, as they had decayed and become deserted, and Leontion and Cerynea stepped into their place. Helice appears to have been their common place of meeting; but this town, together with Bura, was swallowed up by the sea during an earthquake in B.C. 373, whereupon Aegion was chosen as the place of meeting for the confederates (Strab. viii. p. 384). Of the constitution of this league very little is known; but it is clear that the bond which united the different towns was very loose, and less a political than a religious one. The looseness of the connection among the towns in a political point of view is evident from the fact that some of them acted occasionally quite independent of the rest. The confederation generally kept aloof from the troubles of other parts of Greece, on which accordingly it exercised no particular influence down to the time when the league was broken up by the Macedonians. But they were nevertheless highly respected by the other Greek states on account of their honesty, sincerity, and wise moderation. Hence after the battle of Leuctra they were chosen to arbitrate between the Thebans and Lacedaemonians. Demetrius, Cassander, and Antigonus Gonatas placed garrisons in some of their towns, while in others they favoured the rising of tyrants. The towns were thus separated from one another, and the whole confederation was gradually destroyed.
    (2) The Later League.--The ancient confederacy had thus ceased to exist for some time when events took place which in some towns roused the ancient spirit of independence. When in B.C. 281 Antigonus Gonatas attempted to drive Ptolemaeus Ceraunus from the throne of Macedonia, the Achaeans availed themselves of the opportunity of shaking off the Macedonian yoke, and renewing the old confederation. The object, however, was no longer a common worship, but a real political union among the towns. The places which first shook off the yoke of the oppressors were Dyme and Patrae, and the alliance concluded between them was speedily joined by the towns of Tritaea and Pharae. One town after another expelled the Macedonian garrisons and tyrants; and when in B.C. 275, Aegion, the head of the ancient league, followed the example of the other towns, the foundation of the new confederation was complete, and the main principles of its constitution were settled, though afterwards many changes and modifications were introduced. The fundamental laws were that henceforth the confederacy should form one inseparable state; that every town which should join it should have equal rights with the others; and that all members in regard to foreign countries should be regarded as dependent, and be bound in every respect to obey the federal government and those officers who were intrusted with the executive. No town, therefore, was allowed to treat with any foreign power without the sanction of the others. Aegion, for religious reasons, was appointed the seat of the government. At Aegion, therefore, the citizens of the various towns met at stated and regular times to deliberate upon the common affairs of the confederation, and if necessary upon those of any separate town or even of individuals, and to elect the officers of the league. After having thus established a firm union among themselves, the Achaeans zealously exerted themselves in delivering other towns also from their tyrants and oppressors. The league, however, did not acquire any great strength until B.C. 251, when Aratus united Sicyon, his native place, with it, and some years later also gained Corinth for it. Megara, Troezen, and Epidaurus soon followed their example. Afterwards Aratus prevailed upon all the more important towns of Peloponnesus to join the confederacy, and Megalopolis, Argos, Hermione, Phlius, and others were added to it. In a short time the league thus reached its highest power, for it embraced Athens, Aegina, Salamis, and the whole of Peloponnesus, with the exception of Sparta, Tegea, Orchomenus, Mantinea, and Elis. Greece seemed to revive, and promised to become stronger and more united than ever, but it soon showed that its new power was employed only in self-destruction and its own ruin. The Achaean League might at one time have become a great power, and might have united at least the whole of Peloponnesus into one State; but the original objects of the league were in the course of time so far forgotten that it sought the protection of those against whom it had been formed; and the perpetual discord among its members, the hostility of Sparta, the intrigues of the Romans, and the folly and rashness of the last strategy brought about not only the dissolution and destruction of the confederacy, but the political annihilation of the whole of Greece in the year B.C. 146.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Dec 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Grammateus (grammateus). The Greek word for a writer, secretary, or clerk. At Athens the officials had numerous clerks attached to them, who were paid by the State and belonged to the poorer class of citizens. But there were several higher officials who bore the title of grammateus. The Boule, or Senate, for instance, chose one of its members by show of hands to be its clerk or secretary for one year. His duty was to keep the archives of the Senate. So, too, a secretary was chosen by lot from the whole number of senators for each prytany to draft all resolutions of the Senate. His name is therefore generally given in the decrees next to that of the president and the proposer of the decree. The name of the grammateus of the first prytany was also given with that of the archon, as a means of marking the year with more accuracy. At the meetings of the Ecclesia, a clerk, elected by the people, had to read out the necessary documents. The office of the antigrapheis, or checking clerks, was of still greater importance. The antigrapheus of the Senate, elected at first by show of hands, but afterwards by lot, had to take account of all business affecting the financial administration. The antigrapheus of the administration had to make out, and lay before the public, a general statement of income and expenditure, and exercised a certain amount of control over all financial officials. In the Aetolian and Achaean leagues the grammateus was the highest officer of the league after the strategi and hipparchi.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Oct 2003 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Achaean league

ΑΧΑΪΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Achaicun Foedus (to Achaikon), the league or confederation of a number of towns on the north-west coast of Peloponnesus. In speaking of the Achaean league we must distinguish between two periods, an earlier and a later one. The former, though formed for mutual protection, was mainly of a religious character, whereas the latter was pre-eminently a political confederation to protect the towns against the domination of Macedonia.
1. The earlier League.
  When the Herakleidae took possession of Peloponnesus, which until then had been inhabited chiefly by the Achaean race, a portion of the latter, under Tisamenos, turned northwards and took possession of the northern coast of the peninsula, which was called Aigialos: the Ionians, who had hitherto occupied that country, took refuge in Attica and on the west coast of Asia Minor. The country thus occupied by the Achaeans, from whom it derived its name of Achaia, contained twelve towns which had been leagued together even in the time of their Ionian inhabitants. They were governed by the descendants of Tisamenos, until, after the death of king Ogyges, they abolished the kingly rule and established democratic institutions. The time when this happened is not known. In the time of Herodotus (i. 145; comp. Strab. viii. p. 483 foll.) the twelve towns of which the league consisted were: Pellene, Aegeira, Aegae, Bura, Helike, Aegion, Rhypes, Patrae, Pharae, Olenos, Dyme, and Tritaea. After the time of Herodotus, Rhypes and Aegae disappear from the number of the confederate towns, as they had decayed and become deserted (Paus. vii. 23, 25; Strab. viii), and Leontion and Keryneia stepped into their place (Polyb. ii. 41; comp. Paus. vii. 6). Helike appears to have been their common place of meeting; but this town, together with Bura, was swallowed up by the sea during an earth-quake in B.C. 373, whereupon Aegion was chosen as the place of meeting for the confederates (Strab. viii; Diod. xv. 48 ; Pans. vii. 24). Of the constitution of this league very little is known; but it is clear that the bond which united the different towns was very loose, and less a political than a religious one, as is shown by the common sacrifice offered at Helike to Poseidon. When that town was destroyed and Aegion had become the central point of the league, the common sacrifice was offered up to the principal divinities of Aegion, i. e. to Zeus, surnamed Homagyrios, and to Demeter Panachaea (Pans. vii. 24). The looseness of the connexion among the towns in a political point of view is evident from the fact that some of them acted occasionally quite independent of the rest (Thuc. ii. 9). The confederation generally kept aloof from the troubles of other parts of Greece, on which accordingly it exercised no particular influence down to the time when the league was broken up by the Macedonians. But they were nevertheless highly respected by the other Greek states on account of their honesty, sincerity, and wise moderation. Hence after the battle of Leuktra they were chosen to arbitrate between the Thebans and Lakedaemonians (Polyb. ii. 39). Demetrios, Kassander, and Antigonos Gonatas placed garrisons in some of their towns, while in others they favoured the rising of tyrants. The towns were thus separated from one another, and the whole confederation was gradually destroyed.
2. The later League.
  The ancient confederacy had thus ceased to exist for some time when events took place which in some towns roused the ancient spirit of independence. When in B.C. 281 Antigonos Gonatas attempted to drive Ptolemaeos Keraunos from the throne of Macedonia, the Achaeans availed themselves of the opportunity of shaking off the Macedonian yoke and renewing the ancient confederation. The grand object however now was no longer a common worship, but a real political union among the confederate towns. The places which first shook off the yoke of the oppressors were Dyme and Patrae, and the alliance concluded between them was speedily joined by the towns of Tritaea and Pharae (Polyb. ii. 41). One town after another now expelled the Macedonian garrisons and tyrants; and when in B.C. 275 Aegion, the head of the ancient league, followed the example of the other towns, the foundation of the new confederation was complete, and the main principles of its constitution were settled, though afterwards many changes and modifications were introduced. The fundamental laws were that henceforth the confederacy should form one inseparable state; that every town which should join it should have equal rights with the others; and that all members in regard to foreign countries should be regarded as dependent, and be bound in every respect to obey the federal government and those officers who were entrusted with the executive (Polyb. ii. 37 foll.). No town, therefore, was allowed to treat with any foreign power without the sanction of the others. Aegion, for religious reasons, was at first appointed the seat of the government, and retained this distinction until the time of Philopoemen, who proposed a measure according to which the national meetings should be held in rotation in any of the other towns (Liv. xxxviii. 30); but whether this plan was adopted is uncertain. At Aegion, therefore, the citizens of the various towns met at stated and regular times to deliberate upon the common affairs of the confederation, and if necessary upon those of any separate town or even individuals, and to elect the officers of the league. After having thus established a firm union among themselves, the Achaeans zealously exerted themselves in delivering other towns also from their tyrants and oppressors. The league however did not acquire any great strength until B.C. 251, when Aratos united Sikyon, his native place, with it, and some years later also gained Corinth for it. Megara, Troezen, and Epidauros soon followed their example. Afterwards Aratos prevailed upon all the more important towns of Peloponnesus to join the confederacy; and Megalopolis, Argos, Hermione, Phlius, and others were added to it. In a short time the league thus reached its highest power, for it embraced Athens, Aegina, Salamis, and the whole of Peloponnesus with the exception of Sparta, Tegea, Orchomenos, Mantineia, and Elis. Greece seemed to revive, and promised to become stronger and more united than ever, but it soon showed that its new power was employed only in self-destruction and its own ruin. We cannot here enter into the history of this new confederation, but must confine ourselves to giving an outline of its constitution, as it existed at the time of its full development.
  Polybius (ii. 38) remarks that there was no other constitution in the world in which all the members of the community had such a perfect equality of rights and so much liberty, and, in short, which was so perfectly democratic and so free from all selfish and exclusive regulations, as the Achaean league; for all its members had equal rights, whether they had belonged to it from the beginning or had only recently joined it, and whether they were large or small towns. Their common affairs were regulated at general meetings by the citizens of all the towns, and were held regularly twice every year, in the spring and in the autumn. These meetings, which lasted three days, were held in a grove of Zeus Homagyrios, in the neighbourhood of Aegion, and near a sanctuary of Demeter Panachaea. (Polyb. ii. 54, iv. 37, v. 1, xix. 9; Liv. xxxii. 22, xxxviii. 32; Strab. viii; Paus. vii. 24.) In cases of urgent necessity, however, extraordinary meetings might be convened, either at Aegion or in any other of the confederate towns (Liv. xxi. 25; Polyb. xxv. 1, xxix. 8; Pint. Arat. 41). Every citizen, both rich and poor, who had attained the age of thirty, might attend the assemblies, speak, and propose any measure, to which they were invited by a public herald (Polyb. xxix. 9 ; Liv. xxxii. 20). Under these circumstances the assemblies were sometimes of the most tumultuous kind, and a wise and experienced man might sometimes find it difficult to gain a hearing among the crowds of ignorant and foolish people (Polyb. xxviii. 4). It is, however, natural to suppose that the ordinary meetings, unless matters of great importance were to be discussed, were attended chiefly by the wealthier classes, who had the means of paying the expenses of their journey, for many lived at a considerable distance from the place of meeting.
  The subjects to be brought before the assembly were prepared by a council (boule), which seems to have been permanent (Polyb. xxiii. 7, xxviii. 3, xxix. 9; Plut. Arat. 53). The principal subjects on which the assembly had to decide were -peace and war (Polyb. iv. 15 foll.); the reception of new towns into the confederacy (Polyb. xxv. 1); the election of the magistrates of the confederation (Polyb. iv. 37, 82; Plut. Arat. 41); the punishment of offences committed by the magistrates, though sometimes special judges were appointed for that purpose, as well as the honours and distinctions to be conferred upon them (Polyb. iv. 14, viii. 14, xl. 5, 8; Paus. vii. 9). The ambassadors of foreign states had to deliver their messages to the assembly, where they were discussed by the assembled people (Polyb. iv. 7, xxiii. 7 foll., xxviii. 7; Liv. xxxii. 9). The assembly further had the power to determine as to whether negotiations were to be carried on with any foreign power or not, and no single town was allowed to send an embassy to a foreign power on its own responsibility, even on matters of merely local importance, although otherwise every individual town managed its own internal affairs at its own discretion, so long as it did not interfere with the interests of the league. No town, moreover, was allowed to accept presents from a foreign power (Polyb. xxiii. 8; Pans. vii. 9). The votes in the assembly were given according to towns; each town, whether large or small, having one vote (Liv. xxxviii. 22 foll.).

The principal officers of the Achaean league were:
1. At first two strategi (stratepsoi), but after the year B.C. 255 there was only one (Strab. viii), who, in conjunction with the hipparchus (hipparchos) or commander of the cavalry (Polyb. v. 95, xxviii. 6) and an under-strategus (hupostrategos, Polyb. iv. 59), commanded the army furnished by the confederate towns, and was entrusted with the whole conduct of the war.
2. A state-secretary (grammateus).
3. An apparently permanent council of ten men, called the demionrgoi (Strab. viii; Liv. xxxii. 22, xxxviii. 30; Polyb. v. 1, xxiii. 10, where they are called archontes). These demiurgi, whom Polybius in another passage (xxxviii. 5) calls geronsia, appear to have presided at the great assemblies, which either they or the strategus might convene, though it seems that the latter could do so only when the people were convened in arms or for military purposes (Polyb. iv. 7; Liv. xxv. 25).
  All the officers of the league were elected in the assembly held in the spring, at the rising of the Pleiades (Polyb. ii. 43; iv. 6, 37; v. 1), and legally they were invested with their several offices only for one year; but it often happened that men of great merit, like Aratos and Philopoemen, were re-elected for several successive years (Plut. Arat. 24, 30; Cleom. 15). If an officer died during the period of his office, his place was filled by his predecessor, until the time for the new elections arrived (Polyb. xl. 2). The close union subsisting among the confederates was, according to Polybius (ii. 37), strengthened by their adopting common weights, measures, and coins. Many Achaean coins are preserved in various collections.
  The Achaean league might at one time have become a great power, and might have united at least the whole of Peloponnesus into one state; but the original objects of the league were in the course of time so far forgotten that it sought the protection of those against whom it had been formed; and the perpetual discord among its members, the hostility of Sparta, the intrigues of the Romans, and the folly and rashness of the [p. 10] last strategi brought about not only the dissolution and destruction of the confederacy, but the political annihilation of the whole of Greece in the year B.C. 146. After a time the Romans again allowed certain national confederations to be renewed (Paus. vii. 16), but they had no political influence, and were entirely dependent upon the Roman governor of Macedonia, until in the reign of Augustus all Greece was constituted as a Roman province under the name of Achaia.

This text is from: A Dictionary of Greek and Roman Antiquities (1890) (eds. William Smith, LLD, William Wayte, G. E. Marindin). Cited June 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ