gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 12 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΔΡΑΜΑ Νομός ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (12)

Ανάμεικτα

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Μακραίωνη η ιστορία της Δράμας, με πλούσια πολιτιστική παράδοση ξεκινάει από τους προϊστορικούς χρόνους και την παλαιολιθική εποχή (50.000-10.000π.Χ) και φτάνει στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους (324-1850μ.Χ).
  Πριν 50.000 χρόνια και ενώ βρισκόμαστε στην παλαιολιθική εποχή, εμφανίζονται στο νομό οι πρώτοι άνθρωποι. Είναι νομάδες κυνηγοί, ζούνε σε σπηλιές οι οποίες βρίσκονται κοντά σε πηγές, λίμνες ή ποτάμια, ενώ στις καθημερινές τους δραστηριότητες χρησιμοποιούν λίθινα εργαλεία, αιχμές για ακόντια και μαχαίρια.
  Κατά τη νεολιθική εποχή (7.000-3.000π.Χ) οι κάτοικοι αρχίζουν να φτιάχνουν οικισμούς, τις λεγόμενες “τούμπες”, να εξημερώνουν τα ζώα τους και να καλλιεργούν τη γη. Τα σπίτια τους τα φτιάχνουν με ξύλα, χονδρά κλαδιά και πηλό.
  Στην εποχή του χαλκού (3.000-1.050π.Χ) εμφανίζεται ο χαλκός και ο κασσίτερος και δημιουργούνται νέου τύπου οικισμοί. Στους Σιταγρούς εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα μεταλλουργίας ενώ ξεχωρίζουν τρεις οικιστικές φάσεις της πρώιμης εποχής του χαλκού. Στην εποχή του σιδήρου (1.050-700π.Χ) εμφανίζονται και νέοι οικισμοί, χτισμένοι στην πεδιάδα αλλά και σε ορεινές τοποθεσίες.
  Κατά τους ιστορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στα μέσα του 4ου π.Χ αιώνα ο Φίλιππος Β' εντάσσει την περιοχή στο Βασίλειο της Μακεδονίας. Στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (μέσα 4ου π.Χ-1ο π.Χ αι.) έχουμε την εμφάνιση του ιερού του Διόνυσου, θεό της αμπελουργίας και της γονιμότητας της γης, στην κοιλάδα του ποταμού Αγγίτη, πολύ κοντά στο χωριό Καλή Βρύση. Ο Διόνυσος λατρευόταν ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη, παριστανόταν ζωόμορφος, ενώ στις παραστάσεις και τις γιορτές καταναλώνονταν μεγάλες ποσότητες κρασιού με τα βακχικά όργια να κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Δυστυχώς στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ, το αρχαίο ιερό του Διονύσου γνώρισε βάναυσα άγρια λεηλασία και καταστροφή από πυρκαγιά.
(Κείμενο: Ντέπυ Χιωτοπούλου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΠΑΡΑΝΕΣΤΙ (Κωμόπολη) ΔΡΑΜΑ
  Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή στην ορεινή περιοχή του Αρκουδορέματος.
  Στη συνέχεια, την τύχη της περιοχής καθόρισαν πολλά ιστορικά γεγονότα, όπως η εγκατάσταση θρακικών φυλών από τον 11π.Χ. αιώνα (των Σαππαίων στην κοιλάδα του Νέστου και των Αγριάνων στην οροσειρά της Ροδόπης), οι εκστρατείες του Φιλίππου με τη δημιουργία οχυρών ακροπόλεων στα περάσματα του Νέστου ποταμού και η ενίσχυση αυτών κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
  Στους νεότερους χρόνους της Οθωμανικής κατάληψης, το εποικιστικό πρόγραμμα στα τέλη του 16ου αιώνα με τη μετακίνηση πληθυσμών από άλλες περιοχές αλλά και οι ευνοϊκές δυνατότητες ανάπτυξης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία ενός πυκνού δικτύου οικισμών στην ορεινή περιοχή.
  Αργότερα με τη Μικρασιατική καταστροφή μεγάλος αριθμός προσφύγων βρίσκει καταφύγιο στα καλυμμένα με πυκνή βλάστηση άγρια και δύσβατα βουνά της Ροδόπης. Ταυτόχρονα εγκαθίστανται νομάδες Σαρακατσάνων δημιουργώντας μόνιμους οικισμούς.
  Δυσμενείς ιστορικές και οικονομικές εξελίξεις όμως των νεότερων χρόνων οδηγούν την περιοχή σε πληθυσμιακή συρρίκνωση και ολοσχερή διαφοροποίηση του οικιστικού δικτύου.
Το κείμενο παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Δράμας (2003).

Γεγονότα νεότερης ιστορίας

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου - τον Οκτώβριο του 1912- η περιοχή κατακτάται από τους Βούλγαρους. Στη δεκαετία του 1920 γίνεται ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία.
  Η χρυσή εποχή για τη Δράμα έρχεται στο τέλος της δεκαετίας του 1920, τότε που εγκαθίστανται 85.000 Έλληνες της Μικρά Ασίας και της Θράκης και αναθερμαίνεται η καπνοκαλλιέργεια. Κατά τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου του 1941, η περιοχή περνά στο διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο των βουλγαρικών αρχών. Η απελευθέρωση της Δράμας ολοκληρώνεται το 1944.
(Κείμενο: Ντέπυ Χιωτοπούλου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

Καταστροφές του τόπου

Από του Βούλγαρους, Μάιος 1944

ΠΑΓΟΝΕΡΙ (Χωριό) ΔΡΑΜΑ
Ο οικισμός πυρπολήθηκε το Μάιο του 1944 και οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν όμηροι στη Βουλγαρία σαν αντίποινα για τη νίκη των Ελλήνων ανταρτών στην ιστορική μάχη των Παπάδων.

Οθωμανική περίοδος (1453-1821)

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν την περιοχή της Δράμας για πεντέμισι σχεδόν αιώνες (1383-1912). Στα μέσα του 17ου αιώνα η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής χάρη στο εμπόριο ρυζιού, προκαλεί την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού. Κατά τη δεκαετία του 1840 με την ανάπτυξη της καλλιέργειας του καπνού, παρατηρείται μια σημαντική εξέλιξη στην κοινωνία αλλά και στην οικονομία της Δράμας.
  Από το 1880 μέχρι το 1908 η περιοχή δέχεται τις επιθέσεις των βούλγαρων ανταρτών, ενώ κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα όλοι δίνουν σκληρές μάχες για την κατάκτηση της νίκης. Ο μητροπολίτης Δράμας και αργότερα Σμύρνης Χρυσόστομος (1868-1922) αποτελεί τον ηγέτη της μυστικής οργάνωσης των Ελλήνων, με αποτέλεσμα την προσωρινή του εκδίωξη από τις οθωμανικές αρχές (1907-1908).
(Κείμενο: Ντέπυ Χιωτοπούλου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΔΡΑΜΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Η κυριαρχία των Οθωμανών στην περιοχή της Δράμας για 5 1/2 σχεδόν αιώνες (1383-1912) εξασφαλίζει, τουλάχιστο θεωρητικά, σταθερή εξουσία δίνοντας τέλος στις συχνές καθεστωτικές μεταβολές της πρηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, αυτό σημαίνει και μια μεγάλη απειλή για τη συνέχιση της παρουσίας του ελληνικού πληθυσμού στον τόπο. Η Δράμα αποτελεί για μεγάλο διάστημα τμήμα μιας ευρύτερης διοικητικής ενότητας, του "μπεηλερμπεηλίκ" της Ρούμελης (αργότερα "εγιαλέτι"), παραμένοντας αγροτική περιφέρεια και στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο εποικισμός της περιοχής με μουσουλμάνους της Ανατολής και η φυγή των χριστιανών στα ορεινά αλλάζουν τα πληθυσμιακά δεδομένα, καθώς συρρικνώνεται συνέχεια το ορθόδοξο στοιχείο μέχρι και τα μέσα του 16ου αι. Φοβισμένοι από το θρησκευτικό φανατισμό των κατακτητών, όπως στην περίπτωση της σφαγής των μοναχών της μονής Εικοσιφοίνισσας το 1507, οι χριστιανοί συγκεντρώνονται στους ορεινούς όγκους της βόρειας κυρίως ζώνης, χωρίς να εγκαταλείπουν οριστικά την πόλη. Οι μουσουλμάνοι κατοικούν στο άλλοτε βυζαντινό κάστρο και στην ύπαιθρο, ασχολούμενοι κυρίως με την παραγωγή ρυζιού, καθώς τα πολλά τρεχούμενα νερά ευνοούν την ανάπτυξη του ορυζώνα της Δράμας που τροφοδοτεί και άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας.
  Η οικονομική ανάπτυξη, χάρη στο εμπόριο ρυζιού, προκαλεί την αύξηση του μουσουλμανικού κυρίως πληθυσμού, όπως συνέβη και στις άλλες μακεδονικές πόλεις, την εποχή ακμής της αυτοκρατορίας μέχρι τα μέσα του 17ου αι. Ίσως σ' αυτήν την περίοδο, οι χριστιανικοί πληθυσμοί επιστρέφουν σταδιακά στην ύπαιθρο. Από τα μέσα του 17ου αι., με την απώλεια ελέγχου των επαρχιών από το σουλτάνο, οι κάτοικοι της Δράμας δεινοπαθούν από τη βαριά φορολογία και την κακοδιοίκηση των τοπικών διοικητών, που είναι μεγαλοϊδιοκτήτες της γης, αλλά και από τις ληστρικές επιδρομές ορεσίβιων πληθυσμών. Μέσα στον 18ο αι. η ενίσχυση της παραδοσιακής καλλιέργειας ρυζιού και η λειτουργία κλωστηρίων και βαφείων βαμβακιού δίνουν νέα πνοή στην εμπορική κίνηση. Η περιοχή συνδέεται με τους χερσαίους δρόμους του εμπορίου, που ακολουθούν μεγάλα καραβάνια προς τα κέντρα της αυτοκρατορίας, τη βαλκανική ενδοχώρα και την Κεντρική Ευρώπη, προμηθεύοντας με τα προϊόντα της κέντρα στην εσωτερική αγορά, όπως τη Θεσσαλονίκη.
  Από την οικονομική πρόοδο της εποχής ευνοούνται κυρίως όσοι ελέγχουν τη διοίκηση και τη γη, ο Μαχμούτ Δράμαλης Πασάς (1780-1822) και οι γιοι του, μετά το θάνατο του πατέρα τους στην εκστρατεία του κατά των Ελλήνων επαναστατών. Μέχρι τα μέσα τουλάχιστο του 19ου αι., αν και ο "καζάς" της Δράμας αποτελεί το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του ομώνυμου "σαντζακίου" μέχρι την Ξάνθη, η οικονομική του σημασία σταθερά υποβαθμίζεται, προκαλώντας πιθανόν και μείωση του πληθυσμού. Η καταπίεση της διοίκησης και ο ασφυκτικός έλεγχος της οικονομικής ζωής από τους μεγαλοϊδιοκτήτες της γης ευνοούν την ανάπτυξη του λιμανιού της περιοχής, της Καβάλας, που συνδέει ολόκληρη την περιφέρεια με τους θαλάσσιους πια δρόμους του εμπορίου. Ουσιαστική αλλαγή στην επαρχία της Δράμας σημειώνεται με την ανάπτυξη της καλλιέργειας του καπνού, σταδιακά από τη δεκαετία του 1840 και ραγδαία στα τέλη του 19ου αι. Αυτό το προϊόν θα σφραγίσει ολόκληρη τη νεότερη ιστορία της περιοχής. Η οικονομία αναθερμαίνεται, ο πληθυσμός αυξάνεται από οθωμανούς κυρίως υπηκόους, πολλούς ελληνικής καταγωγής που καταφθάνουν από περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η πόλη και οι καπνοπαραγωγικές κωμοπόλεις της υπαίθρου, όπως η Προσοτσάνη, η Χωριστή, το Δοξάτο, η Αδριανή και τα Κύργια, γνωρίζουν εποχές πλούτου και ανάπτυξης χάρη στην παραγωγή και στο εμπόριο καπνού. Με την ενίσχυση της οικονομικής τους δύναμης, οι ελληνικές κοινότητες αναπτύσσουν πλούσια πνευματική δράση στην πόλη, στις κωμοπόλεις της νότιας πεδιάδας όπου κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο, και στα χωριά του Φαλακρού και του Μενοικίου όπου χρησιμοποιείται το ντόπιο ιδίωμα με στοιχεία τριών γλωσσών. Χτίζουν εκκλησίες, ιδρύουν σχολεία και αδελφότητες ενισχύοντας την ελληνική συνείδηση της πλειοψηφίας των κατοίκων.
  Οι ανακατατάξεις στον 20ό αιώνα: Από το 1880 μέχρι το 1908 εκδηλώνονται βίαιες επιθέσεις βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων στην πόλη και στα χωριά της βόρειας ζώνης, με ελληνικό ή μικτό πληθυσμό, για τον έλεγχο των χριστιανών της περιοχής. Με τη συγκρότηση ελληνικών ανταρτικών ομάδων ξεκινά ο Μακεδονικός Αγώνας, ένας βίαιος ανταρτοπόλεμος, κάτω από τα αδιάφορα μέχρι ένοχα βλέμματα των οθωμανικών αρχών. Από τις αρχές του 20ού αι. ο Μακεδονικός Αγώνας είναι συγκλονιστικός στα βόρεια της πόλης, όπου οι ντόπιοι κάτοικοι ελληνικής συνείδησης δίνουν σκληρές μάχες με πολλά θύματα, όπως τον νεαρό Aρμεν Κούπτσιο από τον Βώλακα. Ο Μητροπολίτης Δράμας και αργότερα Σμύρνης Χρυσόστομος (1868-1922) αποτελεί τον ηγέτη της μυστικής οργάνωσης των Ελλήνων σε συνεργασία με τις επιτροπές άμυνας των κοινοτήτων και τις ανταρτικές ομάδες. Η εθνική του δράση στη Δράμα (1902-1910) προκαλεί την προσωρινή εκδίωξή του, το 1907-1908, από τις οθωμανικές αρχές. Η περιοχή γνωρίζει την πρώτη βουλγαρική κατοχή τον Οκτώβριο του 1912, στη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου, που σημαδεύεται από την ομαδική σφαγή 600 αθώων Ελλήνων του Δοξάτου και την πυρπόληση της πλούσιας κωμόπολης, στις 30 Ιουνίου 1913, μια μέρα πριν από την απελευθέρωση της Δράμας από τον ελληνικό στρατό.
  Μια νέα βουλγαρική κατοχή (1916-1918), κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, θέτει σε μεγαλύτερη δοκιμασία τις αντοχές των Ελλήνων εξαιτίας της πείνας, των επιδημιών και της μεταφοράς του ανδρικού πληθυσμού σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Βουλγαρία. Η ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, στη δεκαετία του 1920, αποτελεί αφετηρία μιας νέας εποχής για τη Δράμα. Με την εγκατάσταση τουλάχιστο 85.000 Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης στο νομό, την εντατικοποίηση της καπνοκαλλιέργειας, χάρη και στην αποξήρανση των ελών στη νότια πεδιάδα, και με την αναθέρμανση του εμπορίου η Δράμα προοδεύει και ζει τη "χρυσή εποχή" της προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. Ύστερα από τις αρνητικές συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 στις εξαγωγές των καπνών, το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας από το βουλγαρικό έδαφος, στις 6 Απριλίου 1941, η αμυντική γραμμή των οχυρών στο λεκανοπέδιο του Νευροκοπίου δοκιμάζεται σκληρά ενώ και οι ελάχιστοι υπερασπιστές της προβάλλουν ηρωϊκή αντίσταση. Τον ίδιο μήνα, η περιοχή περνά ουσιαστικά στο διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο των βουλγαρικών αρχών που επιχειρούν μέχρι την απελευθέρωση του 1944 τη συστηματική αλλοίωση της σύνθεσης και της συνείδησης του πληθυσμού. Οι Έλληνες έδωσαν σκληρό αντιστασιακό αγώνα στην πεδιάδα και στους ορεινούς όγκους της Δράμας, με κορυφαίες πράξεις αντίστασης την εξέγερση του Σεπτεμβρίου 1941 και τη μάχη στη γέφυρα των Παπάδων το Μάιο 1944. Μεταπολεμικά, στη συρρίκνωση της αγροτικής οικονομίας οφείλεται το κύμα μετανάστευσης, κυρίως στην τότε Δυτική Γερμανία από τη δεκαετία του 1960, προκαλώντας την πληθυσμιακή αφαίμαξη της περιοχής. Ύστερα από τις πολιτικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη, στο τέλος του 20ού αι., ο πληθυσμός της Δράμας φιλοδοξεί να συμμετάσχει στις μεγάλες οικονομικές αλλαγές.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Δράμας


Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Προιστορία και Ιστορία της πόλης της Δράμας

Σελίδες επίσημες

Προϊστορικοί Χρόνοι

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ

ΔΡΑΜΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Ο φυσικός πλούτος της πόλης σε άφθονα τρεχούμενα νερά δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν στο πέρασμά του από αυτήν την περιοχή. Τόσο ο προϊστορικός άνθρωπος όσο και εκείνος των ιστορικών χρόνων οργάνωσαν τη ζωή τους κοντά στο υγρό στοιχείο, καθιστώντας την περιοχή των νερών συνδετικό παράγοντα της μακραίωνης παρουσίας του ανθρώπου στη σημερινή πόλη. Η αρχαιότερη μόνιμη ανθρώπινη εγκατάσταση στη θέση της σημερινής πόλης της Δράμας εντοπίστηκε έπειτα από συστηματική ανασκαφική έρευνα στον προϊστορικό οικισμό του "Αρκαδικού", νότια του πάρκου της Αγίας Βαρβάρας. Ο νεολιθικός αυτός οικισμός αποτελεί τον πρώτο οικιστικό πυρήνα της σημερινής πόλης από τα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ.
  Η ζωή στον οικισμό συνεχιζόταν στην πρώιμη εποχή του Χαλκού και σποραδικά στους ιστορικούς χρόνους. Ο πυρήνας όμως του αρχαίου οικισμού από τους υστεροκλασικούς χρόνους, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, βρισκόταν εσωτερικά του βυζαντινού περιβόλου των τειχών της Δράμας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έκταση του αρχαίου οικισμού ταυτιζόταν με αυτήν του βυζαντινού φρουρίου. Η έκταση του αρχαίου οικισμού, με την πιθανή ονομασία "Δραβήσκος", θα μπορούσε να οριστεί στα ανατολικά από την περιοχή των δικαστηρίων, στα δυτικά από το συνοικισμό της Νέας Κρώμνης, στα βόρεια από την περιοχή "Αμπέλια" και στα νότια από τις πηγές της Αγίας Βαρβάρας. Πολύτιμες πληροφορίες για την τοπογραφία της περιοχής αντλούνται από τα κινητά αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίσθηκαν σε τάφους, σπίτια και κτίρια στην πόλη της Δράμας. Η συνεχής κατοίκηση στην περιοχή αυτή κατά τους βυζαντινούς, μεταβυζαντινούς χρόνους και το πέρασμα διαφόρων κατακτητών κατέστρεψαν αξιόλογα στοιχεία της προηγούμενης ζωής του τόπου. Η σημερινή πόλη, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, υπήρξε σημαντικός σταθμός οδικού δικτύου μέσα στην εκτεταμένη αποικία των Φιλίππων με το όνομα "Daravescos". Από το πλήθος των θεών του ελληνορωμαϊκού πανθέου και των τοπικών θεών που λατρεύονταν στην περιοχή ξεχωρίζει ο Διόνυσος. Η λατρεία του θεού της αμπέλου και του κρασιού συνεχίστηκε μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και ταυτίστηκε με την λατρεία του ρωμαϊκού θεού "Liber Pater". Σε αναθηματικές επιγραφές που εντοπίσθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας, αναφέρεται η ύπαρξη ιερού του Διονύσου ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, χωρίς όμως να έχει βρεθεί η θέση του. Στην παλαιοχριστιανική εποχή (4ος-7ος μ.Χ. αι.) η Δράμα είναι ένας μικρός οχυρωμένος οικισμός, που καταλαμβάνει την ίδια περιοχή με εκείνον από τα τέλη της κλασικής περιόδου. Αποτελώντας τον πιο σημαντικό οικισμό απ' όλους του εύφορου κάμπου των Φιλίππων, ανήκει διοικητικά στην εδαφική επικράτεια ("territorium") της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, της λεγόμενης "Αυγούστας Ιουλίας Φιλιππικής".
  Η τελευταία ιδρύεται μετά την κοσμοϊστορική για την εξέλιξη του ρωμαϊκού κράτους μάχη των Φιλίππων, το έτος 42 μ.Χ., και εκτείνεται σε ολόκληρο το σημερινό νομό Καβάλας, μαζί με μεγάλα τμήματα των νομών Σερρών και Δράμας.
  Η αποικία έγινε οικουμενικά γνωστή με το πέρασμα του αποστόλου Παύλου και της συνοδείας του από τους Φιλίππους, το χειμώνα του έτους 49 μ.Χ., και την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Η χριστιανική κοινότητα των Φιλίππων εξελίσσεται βαθμιαία σε λαμπρή μητρόπολη της νέας θρησκείας με πολλές επισκοπές. Στη μητρόπολη αυτήν υπάγεται το οχυρωμένο "άστυ" της Δράμας, του οποίου η έκταση προσεγγίζει την προστατευόμενη περιοχή με το σωζόμενο βυζαντινό τείχος. Στη μεσοβυζαντινή εποχή (9ος - αρχές 13ου μ.Χ. αι.) η Δράμα αναπτύσσεται σε ισχυρό Κάστρο με στρατηγική σημασία και ζωηρό εμπορικό ενδιαφέρον, ενώ εξακολουθεί να υπάγεται στους Φιλίππους από διοικητική και εκκλησιαστική άποψη. Είναι περιτειχισμένη περιοχή σ' οχυρό υψίπεδο, με έκταση γύρω στα σαράντα στρέμματα και πληθυσμό 1500-2000 κατοίκους, όπου εδρεύει στρατιωτικός διοικητής για τον έλεγχο της γύρω περιοχής. Από το τέλος της περιόδου σώζονται σε γραπτές πηγές οι ονομασίες "Darma" (1172) και "Dramme" (1206) για το Κάστρο, που συνδέονται με την πιθανή αρχαία ονομασία αλλά και τη σημερινή. Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13ου μ.Χ. αι. - 1453) η Δράμα αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους, όπως όλες οι βυζαντινές επαρχίες.
  Το 1204 περνά στα χέρια των Λατίνων, το 1223-1224 κατακτιέται από τον Θεόδωρο Α΄ Κομνηνό Δούκα, αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης, το 1230 καταλαμβάνεται από τον τσάρο της Βουλγαρίας Ιωάννη Ασέν Β΄, ενώ τα έτη 1242-1243 και το 1246 επανήλθε στους Βυζαντινούς, όταν ο Ιωάννης Βατάτζης ανακατέλαβε την ανατολική Μακεδονία.
  Στο πρώτο μισό του 14ου αι. υφίσταται τις ταραχές και τις συγκρούσεις των βυζαντινών εμφυλίων πολέμων, μεταξύ των δύο Ανδρονίκων Β΄ και Γ΄ των Παλαιολόγων (1321-1328) και κατόπιν μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού με μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων (1341-1347). Στα χρόνια αυτά η Δράμα υπήρξε τόπος παραμονής και αναψυχής της αυτοκράτειρας Ειρήνης Μομφερρατικής, συζύγου του Ανδρόνικου Β, η οποία πέθανε και ενταφιάστηκε στο Κάστρο την πρώτη εικοσαετία του 14ου αι. Ως αρχιεπισκοπή, εξαρτημένη από τη μητρόπολη των Φιλίππων, η Δράμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282). Αυτήν την εποχή ακριβώς θεωρείται ότι αναπτύχθηκε σε σημαντικό εκκλησιαστικό και στρατιωτικό κέντρο.
   Κατά τα έτη 1344-1345 κατακτήθηκε από τον Σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν. Ανακαταλαμβάνεται το έτος 1371 από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1383. Μετά την κατάληψη της Δράμας από τους Οθωμανούς το 1383, η πόλη εξακολουθεί να αποτελεί ένα μικρό κάστρο στην επικράτεια του σουλτάνου, αποκομμένο τόσο από την Πόλη, μέχρι την Aλωση του 1453, όσο και από τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την κατάληψή της το 1430. Σταδιακά, το χριστιανικό στοιχείο, που αποτελούσε το 80% του πληθυσμού της πόλης ακόμη και στα μέσα του 15ου αι., συρρικνώνεται εξαιτίας της φυγής στα ορεινά και ανέρχεται μόλις στο 40% στα μέσα του 16ου αι., ενώ αυξάνεται συνεχώς το μουσουλμανικό στοιχείο που καταλαμβάνει μεγάλη περιοχή μέσα στο άλλοτε χριστιανικό κάστρο. Η βαριά φορολογία, η κακοδιοίκηση των αγάδων και τα συχνά κρούσματα ληστείας προκαλούν αίσθημα ανασφάλειας στους κατοίκους και καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, μέχρι τις αρχές του 18ου αι. Ωστόσο, τα όρια της πόλης επεκτείνονται και έξω από τα παλαιά βυζαντινά τείχη, στο "Βαρόσι", για να δημιουργηθούν νέες μουσουλμανικές συνοικίες, όπως μαρτυρεί και ο οθωμανός περιηγητής Τσελεμπή. Ανάμεσα στη χριστιανική και στη μουσουλμανική περιοχή, ήδη στα μέσα του 17ου αι., έχει διαμορφωθεί η αγορά γύρω από το χείμαρρο που διέσχιζε άλλοτε το κέντρο της. Μέσα στο 18ο αι., όμως, η ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής συνοδεύεται από τη λειτουργία μικρών βιοτεχνιών στην πόλη, δίνοντας νέα πνοή στην εμπορική κίνηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία άλλων περιοχών της Μακεδονίας, μπορούμε να υποθέσουμε πως αυξάνεται ο πληθυσμός και στη Δράμα, κυρίως ανάμεσα στους μουσουλμάνους, ενώ μεγαλώνουν και οι μουσουλμανικές συνοικίες έξω από τα τείχη. Ωστόσο, η κακοδιοίκηση και η φορολόγηση των κατοίκων από τους ισχυρούς γαιοκτήμονες δεν επιτρέπουν την οικονομική εξέλιξη της πόλης.
  Αν και η Δράμα αποτελεί, στα μέσα του 19ου αι., την πρωτεύουσα μεγάλης περιφέρειας στην οποία έχουν την έδρα τους οι διοικητικές αρχές, ο στρατός και τα δικαστήρια, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το λιμάνι της Καβάλας ως διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Σοβαρή αλλαγή σημειώνεται στην πόλη μετά το 1870, όταν η παραγωγή και το εμπόριο καπνού προκαλούν την αύξηση του πληθυσμού και την ενίσχυση της εμπορικής κίνησης. Η λειτουργία του σιδηρόδρομου από το 1895 και η βελτίωση του οδικού δικτύου προς το λιμάνι της Καβάλας συνδέουν τη Δράμα με τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας και τους θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου. Μεγάλοι καπνεμπορικοί οίκοι ιδρύουν παραρτήματα στη Δράμα, κτίζονται καπναποθήκες, λειτουργούν τραπεζικά γραφεία και η Αγγλία ανοίγει υποπροξενείο στην πόλη. Σύντομα δημιουργούνται νέες συνοικίες γύρω από τα νερά της Αγίας Βαρβάρας και δυτικά της τειχισμένης περιοχής, για να καλύψουν τις ανάγκες των 6.000-7.000 κατοίκων. Οι νέοι κάτοικοι, μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι, συγκροτούν ξεχωριστούς οικιστικούς πυρήνες σύμφωνα με τα πρότυπα της οθωμανικής περιόδου. Οι χριστιανοί, που ενισχύονται συνεχώς με οικογένειες από τη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα την Hπειρο, αριθμούν τουλάχιστον 200 οικογένειες το 1880 και βρίσκονται μέσα στα παλαιά τείχη και νότια αυτής της περιοχής στην Αγία Βαρβάρα. Οι μουσουλμάνοι είναι συγκεντρωμένοι δυτικά της αγοράς και οι Εβραίοι εγκαθίστανται στην περιοχή των νερών της Αγίας Βαρβάρας. Στα νέα δημόσια κτίρια της πόλης και στις ιδιωτικές κατοικίες αποτυπώνονται η οικονομική ευρωστία και οι επιδράσεις των ευρωπαϊκών προτύπων. Η ελληνική κοινότητα διακρίνεται, από το 1870 μέχρι την απελευθέρωση, για την οικονομική της ανάπτυξη, τη συγκρότηση φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, την ανοικοδόμηση εκπαιδευτηρίων και τα φιλανθρωπικά της σωματεία. Στις αρχές του 20ού αι., όταν ο πληθυσμός ανέρχεται ήδη σε 14.000 ανθρώπους και συνεχίζεται η οικονομική πρόοδος, σημειώνονται στην πόλη σποραδικά βίαια επεισόδια ενός ακήρυχτου πολέμου, του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, οι δημογέροντες και ο λαός οργανώνουν την άμυνα της ελληνικής κοινότητας.
  Μετά την ταραχώδη εποχή του Μακεδονικού Αγώνα και της πρώτης βουλγαρικής κατοχής, η πόλη απελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό την 1η Ιουλίου 1913, ύστερα από 540 χρόνια ξένης κατοχής. Αφού μεσολάβησε η οδυνηρή εμπειρία της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής, οι τρεις θρησκευτικές ομάδες της πόλης σταδιακά συγκροτούν πολυθρησκευτικές συνοικίες, κυρίως στο σημερινό εμπορικό κέντρο. Τελικά, η Δράμα αποκτά οριστικά ελληνικό χαρακτήρα με την ανταλλαγή των πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Οι πρόσφυγες του Πόντου, των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας και της Θράκης θα αλλάξουν ριζικά την εικόνα της μετά την εγκατάστασή τους, δημιουργώντας πολλές προσφυγικές συνοικίες περιμετρικά του παλαιότερου πυρήνα της πόλης και τονώνοντας την κίνηση στην αγορά. Η Δράμα έχει 32.000 κατοίκους το 1928, έχοντας επιτύχει το διπλασιασμό του αριθμού τους μόλις σε μια δεκαετία με σημαντική αρμενική και εβραϊκή κοινότητα.Το εμπορικό κέντρο μετατοπίζεται οριστικά δυτικότερα και βόρεια του παλαιού, ενώ σύμβολο της σύγχρονης ιστορίας της πόλης γίνονται οι καπναποθήκες στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, θυμίζοντας περιόδους ευημερίας των κατοίκων χάρη στο εμπόριο καπνού του μεσοπολέμου.
  Η πόλη θα γνωρίσει για μια ακόμη φορά, το 1941, την εμπειρία της ξένης κατοχής, που σημαδεύεται από την έξοδο πολλών κατοίκων προς τη Θεσσαλονίκη και τη μαζική σφαγή εκατοντάδων πολιτών στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, ύστερα από εξέγερση στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, το Μάρτιο του 1943, όλοι οι Εβραίοι της Δράμας συγκεντρώνονται από τις αρχές κατοχής σε καπναποθήκη της πόλης και οδηγούνται στο ναζιστικό στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία για μαζική εξόντωση. Μεταπολεμικά, η Δράμα αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του νομού. Η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στην πόλη ευνοεί την ανάπτυξή της, καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται από νέους ανθρώπους της περιφέρειας, Έλληνες της διασποράς και οικονομικούς μετανάστες. Εξάλλου, η σύνδεσή της με δίκτυα πόλεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και η επικείμενη διάνοιξη των συνόρων με τη Βουλγαρία θα δώσουν νέες προοπτικές στον τόπο.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Δράμας


ΚΑΛΛΙΘΕΑ (Χωριό) ΔΡΑΜΑ
  Οπως προκύπτει από τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, από αρόσεις και απ' ό,τι διασώθηκε από την παράδοση, το χωριό ήταν διάσπαρτο στα διάφορα σημεία του κάμπου και στις ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, μη εξαιρουμένου του σημερινού. Ενδείξεις τέτοιων πεδινών οικισμών υπάρχουν στις πεδινές περιοχές Βρύση, Τούμκοεκ, Λιγορίνοβα, Τσάδαρ, Χάνια και σε ορεινές ο νυν οικισμός Εγρί-Δερέ και Ρούσετς. Η δημιουργία αυτών των οικισμών τους ευνοούσε στην εκτέλεση των αγροτικών εργασιών. Σ' αυτό συνέβαλλε και η ύπαρξη πολλών διάσπαρτων πηγών νερού.
  Οι ορεινοί ή ημιορεινοί οικισμοί πρέπει να ήταν μεικτοί και κτηνοτροφικοί και αγροτικοί. Ο ορεινός όγκος ήταν ιδανικός για τις κτηνοτροφικές ανάγκες, τα δε γύρω χωράφια λόγω του μικρού όγκου των κατοίκων για την εκτέλεση των αγροτικών δραστηριοτήτων.
  Μετά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Οθωμανούς το 1373 οι μικροί αυτοί οικισμοί με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να διαλύονται. Σ' αυτό συνέβαλε το ισχύον τότε φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν στην μεγάλη γαιοκτησία. Έτσι βλέπουμε την δημιουργία Ελληνικών Οικισμών σε ορεινά ή ημιορεινά μέρη τα οποία δεν ενδείκνυντο στο φεουδαρχικό σύστημα και στα πεδινά τα μεγάλα τσιφλίκια των μπέηδων.
   Οι διάσπαρτοι αυτοί πεδινοί οικισμοί μετά την αρπαγή των περιουσιών τους άρχισαν να καταφεύγουν προς τα ορεινά, και να δημιουργούνται ή να αυξάνονται οι ορεινοί οικισμοί. Ο ημιορεινός οικισμός με την ονομασία Εγρί-Ντερέ, με τα άφθονα νερά του συγκέντρωσε τους πεδινούς οικισμούς και έτσι έχουμε τη δημιουργία του χωριού. Η δημιουργία του μικρού οικισμού σε χωριό πρέπει να συνετελέσθει μετά το 1450-1550 ή να άρχισε να συντελείται. Μία παράδοση λέει ότι οι πεδινοί οικισμοί προσεβλήθησαν από μια κακή επιδημία και αναγκάσθηκαν οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν τα πεδινά και να ανέβουν προς τα ορεινά ή ημιορεινά. Αφού ο ημιορεινός αυτός οικισμός έλαβε τη μορφή χωριού άρχισε με την πάροδο του χρόνου η εγκατάσταση και νέων οικογενειών από διάφορα μέρη ιδίως από την Δυτική Μακεδονία μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι οικογένειες Νάνου, Κομβόκη, Νιδέλτσιου Δασκάλου και άλλοι.
   Η πρώτη εγκατάσταση έγινε προς την περιοχή της Λιασκοβίτσας, στον σημερινό λεγόμενο τουρκικό μαχαλά και από την σημερινή πλατεία άνω και προς την εκκλησία και Ν.Α. της εκκλησίας. Την διαμόρφωση του χωριού από τα παλιά, μπορούσαμε ως πριν από αρκετά χρόνια να την παρακολουθήσουμε από τον τρόπο κτισίματος των σπιτιών. Τα πρώτα σπίτια με το ισόγειο κατά το μπροστινό ήμισυ με ανοιχτό χαγιάτι και στο εσωτερικό ο στάβλος. Ο όροφος και η σκεπή από το μπροστινό μέρος στηριζόταν σε δοκούς. Το ήμισυ του ορόφου περιφραγμένο μπροστά με παρμάκια ήταν το τσαρδάκι και στο εσωτερικό τα δωμάτια με παράθυρα προς τη σάλα. (Σήμερα το πλείστο έπαψε να υπάρχει).
Η Καλλιθέα και η περιοχή της στην αρχαιότητα:
  Τα αρχαιότερα φύλα που κατοίκησαν στην περιοχή μας μετά το 2000 π.Χ. είναι οι Θράκες. Λαός Ινδοευρωπαϊκός που από τις εποχές της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ. είχε εισχωρήσει στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων μη δημιουργώντας όμως ενιαίο κράτος. Τα φύλα αυτά με την πάροδο του χρόνου και τον προς βορρά αποικισμό των Νοτίων Ελλήνων σιγά σιγά Εξελληνίσθηκαν. Από αρχαίο τάφο που βρέθηκε στην Καλλιθέα την δεκαετία 1960 εικάζουμαι ότι ήσαν και αρκετά προοδευμένοι. Ο τάφος ευρέθη στον αγρό του κ. Πασχάλη στην περιοχή Τουμπέκ. Ήταν επιμελώς κατασκευασμένος με ωραία κεραμότουβλα και επάνω επιτύμβια πλάκα μαρμάρινη με γραφή στα Ελληνικά (ό,τι διεσώθη).
  Την επομένη της ανεύρεσης του τάφου η πλάκα αυτή εκλάπη. Ορισμένα από τα ευρήματα στάλθηκαν στο αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας. Η γραφή Διονισίοις μας βεβαιώνει την Θρακική προέλευση. Εξάλλου όταν ο Φίλιππος επέκτεινε το κράτος του προς ανατολάς την περιοχή αυτή την κατέλαβε από τους Θράκες. Επίσης στον ορεινό οικισμό Ρούσετς που υπήρχε σε υψόμετρο περί τα 800 μέτρα βρέθηκε προτομή αγάλματος (κεφαλή) η οποία για αρκετά χρόνια κρατήθηκε στο σχολείο και μετά εστάλη στο Μουσείο Καβάλας. Ο οικισμός αυτός απ' ό,τι διεσώθη από την παράδοση ήταν αρκετά προοδευμένος στις τέχνες. Για την περιοχή αυτή στην δεκαετία του 1920 Γάλλοι Αρχαιολόγοι έδειξαν ενδιαφέρον.
Θρησκευτική ζωή - Παιδεία 19ος - 20ος αιώνας:
   Μετά την δημιουργία του χωριού, οι κάτοικοι ζούσαν ειρηνικά μεταξύ τους υπό την οθωμανική κατοχή σύμφωνα με τις Ελληνοχριστιανικές αρχές. Στερούμενοι εκκλησιών αποφάσισαν να κτίσουν μόνοι τους τον σημερινό ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου προσφέροντας ο καθένας κατά το δυνατόν την προσφορά του σε χρήματα ή εργασία. Έτσι το 1832 ετέθησαν τα θεμέλια και μετά δύο τρία χρόνια άρχισε να λειτουργεί. Από το μέγεθος της εκκλησίας συμπεραίνουμε ότι ο πληθυσμός του χωριού είχε αυξηθεί σημαντικά. Με τον ίδιο τρόπο το 1864 κτίσανε και το υπάρχον σήμερα πυργοειδές κωδωνοστάσιο, εμπλουτίζοντας αυτό με τρεις καλόηχες καμπάνες και εκκρεμές ωρολόγιο μεγάλης ακρίβειας ο κτύπος του οποίου ενημέρωνε τους κατοίκους για την ώρα. Κατασκευάστηκε στην Ανω Βροντού και λειτουργούσε με κρεμαστές πέτρες εξ' ού και εκκρεμές.
Παιδεία:
  Συγχρόνως με την ανέγερση εκκλησίας και κωδωνοστασίου, οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν και σχολείο. Αυτό κτίστηκε παραπλεύρως του κωδωνοστασίου με τον ίδιο εθελοντικό τρόπο και διατηρήθηκε έως το 1992 οπότε λόγω παλαιότητας κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίσθηκε αίθουσα δεξιώσεων της εκκλησίας. Το Δημοτικό Σχολείο θεμελιώθηκε, αποπερατώθηκε και λειτουργεί από τότε συνεχώς με αρκετές μετατροπές και επεκτάσεις. Οι γονείς που ήθελαν τα παιδιά τους να λάβουν πληρέστερη μόρφωση τα έστελναν στην Ελληνική Σχολή Αλιστράτης. Οι απόφοιτοι της Σχολής αυτής στη συνέχεια διορίζονταν γραμματοδιδάσκαλοι από την τοπική Εφορευτική Επιτροπή η οποία μεριμνούσε για θέματα παιδείας και μισθοδοσίας από προσφορές των δημοτών. Για ακόμη δε καλύτερη μόρφωση στο γυμνάσιο Σερρών διαμένοντας σε οικοτροφείο το οποίο συντηρούνταν με προσφορές και χορηγία του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.
Η Καλλιθέα στην περίοδο του μεσοπολέμου
   Μετά το πέρας της ταραχώδους και ανωμάλου καταστάσεως 1912 - 1923 της ανταλλαγής των πληθυσμών Ελλάδας - Τουρκίας και την οριστική αποκατάσταση των προσφύγων στον ελεύθερο Ελληνικό χώρο, η ζωή άρχισε να βρίσκει τον ρυθμό της. Με το καλό και υγιεινό της κλίμα η Καλλιθέα άρχισε να γίνεται θερινό θέρετρο για πολλούς ξένους ανήκοντας το πλείστο σε υψηλή κοινωνική και εύπορη τάξη. Η παραμονή των ξένων όλη την θερινή περίοδο, ο τρόπος ζωής και ψυχαγωγίας συνέβαλλε θετικά στην μεταστροφή της τοπικής κοινωνίας προς το καλύτερο. Ειδικώς η νέα γενιά γρήγορα ασπάσθηκε τα σύγχρονα μηνύματα του νέου τρόπου ζωής και ψυχαγωγίας παραμερίζοντας τα παραδοσιακά, τα γραμμόφωνα και η λατέρνα αντικατέστησαν τις γκάιντες και τους νταχαρέδες. Ο παλιός Κυριακάτικος πάνδημος δημόσιος χορός χάνει την αίγλη του και γεννιούνται τα πάρτι, οι Ευρωπαϊκοί χοροί και οι νυχτερινές καντάδες. Ανοίγει έτσι ένας νέος τρόπος ζωής και ψυχαγωγίας πιο μοντέρνος.
Η Καλλιθέα σήμερα
  Μετά την κακή περίοδο 1940 - 1950 και την επακολουθείσασα ειρηνική τοιαύτη, η ζωή γενικώς άρχισε να βελτιώνεται. Σ' αυτό συνέβαλαν τα έργα υποδομής όπως οι δρόμοι, η ύδρευση, η αποχέτευση και η ηλεκτροδότηση. Παλιά σπίτια ανακαινίσθηκαν ή επανεκτίσθηκαν με τις νέες σύγχρονες απαιτήσεις της ζωής αλλάζοντας την όψη του χωριού προς το καλύτερο. Η ασφαλτόστρωση των επαρχιακών δρόμων μας έφερε πιο κοντά στα αστικά κέντρα. Η παιδεία γενικεύτηκε βελτιώνοντας έτσι το πνευματικό επίπεδο της νέας γενεάς. Η οικογενειακή αγροτική εργασία έπαψε να υπάρχει με την δημιουργία αγροτικών επιχειρήσεων. Υπάρχουν όμως και τα αρνητικά. Το σχολείο μας που άλλοτε, παρά τις διαδοχικές προεκτάσεις για να καλύψει τις ανάγκες στέγασης των μαθητών, σήμερα έμεινε με εννέα (9) μαθητές και δεύτερο αρνητικό η μετανάστευση εσωτερική ή εξωτερική που έκανε την Καλλιθέα χωριό γερόντων. Πολύ συνοπτικά αυτά για την Καλλιθέα. Μια ιστορία ενός χωριού δεν μπορείς να την καταγράψεις σε λίγες σελίδες.
Αγροτική Δραστηριότητα
  Από τα πολύ παλιά χρόνια το χωριό ήταν αγροτικό και κτηνοτροφικό. Οι αγροτικές παραγωγές απέβλεπαν στην παραγωγή προϊόντων για αυτοκατανάλωση το πλείστο ανθρώπων και ζώων. Τέτοια προϊόντα ήταν το σιτάρι , το κριθάρι, καλαμπόκι, ροβί-φακή, σουσάμι, φασόλια, ρεβύθια και αμπελουργικά με όλα τα παράγωγα των σταφυλιών καθώς επίσης και κηπευτικά, δενδροκομικά (δαμασκηνιές - συκιές - ροδακινιές - καρυδιές - αγριαπιδιές και άλλα.
  Με την εξάπλωση της καπνοκαλλιέργειας άρχισαν να παραγκωνίζονται ορισμένες καλλιέργειες και να επιδίδονται στην καλλιέργεια του καπνού από το οποίο το χωριό γνώρισε αρκετή οικονομική άνθηση.
Πέρασαν χρονιές με μεγάλη και εκλεκτή ποιότητα καπνού τύπου Μπασή-μπαγλή ανερχόμενη έως 300.000 οκάδες (μια οκά 1.480gr).
  Οι εργασίες όλες γίνονταν με αροτριώντα ζώα και οι μεταφορές με άλογα και γαϊδουράκια. Λόγω της μορφής του εδάφους κάρα δεν κυκλοφορούσαν. Οι αρόσεις αρχικά γίνονταν με βόδια. Αργότερα όμως αντικαταστάθηκαν με άλογα τα οποία έκαναν και τις αρόσεις και τις μεταφορές. Η κτηνοτροφία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη και είναι. Υπήρχαν κοπάδια με πρόβατα και κοπάδια με κατσίκια. Εκτός από αυτά όμως υπήρχε και οικόσιτη κτηνοτροφία. Κάθε σπίτι είχε μια ή δύο αγελάδες, εξασφαλίζοντας τα γαλακτοκομικά της και πτηνοτροφία για τα αυγά και το κρέας. Διατρέφονταν χοίροι οι οποίοι εξασφάλιζαν το νοστιμότατο κρέας για την περίοδο των εορτών και του χειμώνα. Ειδικά δε το πολύ πάχος (το οποίο σήμερα θεωρείται περιττό) αντικαθιστούσε το λάδι. Λάδι επίσης έβγαινε και από το σουσάμι, το σαμόλαδο.
Η Καλλιθέα στον Μακεδονικό Αγώνα
  Η περίοδος 1890 - 1908 για το μικρό τότε ελεύθερο Ελληνικό κράτος, ως και για την Τουρκοκρατούμενη περιοχή μας ήταν ίσως η κρισιμότερη. Η ταπεινωτική ήττα του πολέμου το 1897, η μετέπειτα εσωτερική πολιτική κρίση του κράτος από τη μια πλευρά, η μεγάλη ιδέα της ίδρυσης του μεγάλου Βουλγαρικού κράτους με την συνθήκη του αγίου Στεφάνου το 1878, η αποσκίρτηση της Βουλγαρικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο και η γέννηση της Εξαρχίας, με ανοχή της υψηλής πύλης, όλα αυτά είχαν δυσμενή επίδραση στην περιοχή μας. Το άριστα οργανωμένο και αφειδώς χρηματοδοτούμενο Βουλγαρικό κομιτάτο, άρχισε την διείσδυση στις Ελληνοκατοικούμενες περιοχές, αρχικά καλυπτόμενο με το ιερό ένδυμα της Εξαρχίας (βοήθεια στους αδύνατους, αγάπη) και αργότερα με τη βία, τους σκοτωμούς, τους χρηματισμούς και την εξαγορά συνειδήσεων, αναγκάζοντας τους αδυνάτους να προσχωρήσουν στην εξαρχία, πράξη που σήμαινε απάρνηση του Ελληνισμού. Στην δύσκολη αυτή στιγμή αφυπνίσθηκε το τραυματισμένο Ελληνικό κράτος, ειδικά μετά το θάνατο του Παύλου Μελά με τον γνωστό σε όλους μας Μακεδονικό Αγώνα. Στην φάση αυτή το ντόπιο Ελληνικό στοιχείο, όχι μόνον δεν λύγισε, πλην ολίγων, αλλά αγωνίσθηκε σκληρά με σθένος και πατριωτισμό, μη φειδόμενο αίματος και θυσιών για την διάσωση του Ελληνισμού. Αγώνας που τελικά στέφτηκε με επιτυχία. Τιμή σε όλους τους προγόνους μας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρ. Δασκάλου "Γνωριμία με το παρελθόν του τόπου μας"

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Προσοτσάνης


ΠΡΟΣΟΤΣΑΝΗ (Δήμος) ΔΡΑΜΑ
  Ο Δήμος Προσοτσάνης, με έδρα την ομώνυμη ιστορική κωμόπολη και με δεκατρία ακόμη χωριά και οικισμούς, έχει να επιδείξει μια πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά.
   Η περιοχή βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της δραμινής πεδιάδας, με τα ευεργετικά νερά του Αγγίτη να ξεπηδούν από το ομώνυμο σπήλαιο και αγκαλιάζεται κυριολεκτικά από δύο σημαντικούς για τον Ελλαδικό και Βαλκανικό χώρο βιότοπους, το Φαλακρό και το Μενοίκιο.
   Μέσα σ' αυτό το θαυμάσιο περιβάλλον, ο άνθρωπος οργάνωσε το δικό του χώρο σεβόμενος τη φύση και τις ομορφιές της. Από τον προϊστορικό κυνηγό και κτηνοτρόφο που έβρισκε καταφύγιο στο Σπήλαιο των πηγών του Αγγίτη και στην οργιαστική παραποτάμια βλάστηση, μέχρι τους σημερινούς κατοίκους που απολαμβάνουν την ήρεμη καθημερινότητά τους στα χωριά της πεδιάδας ή στους σκαρφαλωμένους πάνω στους ορεινούς όγκους οικισμούς.
  Από τα μέσα της 6ης π.Χ. χιλιετίας οργανώνονται οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί που συνεχίζονται και στα χρόνια της Χαλκοκρατίας (αρχές 3ης π.Χ. χιλιετίας - 1.050 π.Χ.). Τα ίχνη τους συναντώνται είτε στις όχθες του ποταμού Αγγίτη, όπως στις Πηγές και στη Γραμμένη, είτε μακρύτερα από το ποτάμι, όπως στην Πετρούσα. Στο τέλος της Χαλκοκρατίας και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου συνεχίζεται η ζωή σε άλλες θέσεις στα όρια του Δήμου. Πρόκειται είτε για θέσεις στα πεδινά, στην κοιλάδα του Αγγίτη, όπως η θέση «Μεγάλη Τούμπα» της Καλής Βρύσης όπου ο σημαντικός οικισμός εποχής Σιδήρου (1.050 π.Χ. - 750 π.Χ.) συνεχίζει τη ζωή του μέχρι τους όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους, είτε για θέσεις στα ορεινά, όπου υπάρχουν οχυρές ακροπόλεις, τα λεγόμενα «Κάστρα», με διάρκεια ζωής μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους, όπως στους Πύργους, στις Πηγές του Αγγίτη (Πάνακα) και στη θέση «Τσατάλκα» στα ορεινά της Καλής Βρύσης.
  Κατά τους ιστορικούς χρόνους ξεχωρίζουν διάσπαρτοι οικισμοί και νεκροπόλεις σε θέσεις γνωστές ή νέες. Στην κοιλάδα του Αγγίτη και σε απόσταση 2,5χλμ. από την Καλή Βρύση η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως αρχαίο Ιερό Διονύσου στη θέση «Μικρή Τούμπα». Πρόκειται για ιερό με λατρευτικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα του τελευταίου τέταρτου του 4ου π.Χ. αι. με αρχές του 3ου π.Χ. αι. Έχει ορθογώνια κάτοψη και προσεγμένη τοιχοδεσία.
  Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους επιγραφικές μαρτυρίες, ταφικά μνημεία και διάφορα ευρήματα από την περιοχή που βρίσκεται μέσα στα όρια του Δήμου δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις «κώμες» της Colonia Augusta Julia Philippensis (της «χώρας» της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων) σε διάφορες περιοχές όπως στη Γραμμένη, στις Πηγές, στην Καλή Βρύση, στην Χαριτωμένη, στην Προσοτσάνη, στη Μικρόπολη.
  Στον κάμπο της Προσοτσάνης, η αποκάλυψη παλαιοχριστιανικής βασιλικής, σε απόσταση 2 χλμ. νότια της σύγχρονης κωμόπολης, με ημικυκλική αψίδα ανατολικά και νάρθηκα δυτικά καθώς και ο μεταγενέστερος ναΐσκος του Αγίου Παντελεήμονος, από την εποχή των Παλαιολόγων (β' μισό του 13ου αι.) που βρίσκεται 2,5 χλμ. περίπου δυτικά της Προσοτσάνης, αποτελούν μερικές από τις σημαντικότερες μαρτυρίες του βυζαντινού ορθόδοξου μεγαλείου.
  Δείγματα κυρίως της νεότερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής, αρκετά τοπωνύμια και ιστορικές μνήμες θυμίζουν το πέρασμα και άλλων βαλκανικών λαών από την περιοχή. Στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, οι χριστιανοί της ευρύτερης περιοχής, φοβισμένοι από το θρησκευτικό φανατισμό των κατακτητών και των εποίκων τους, συγκεντρώνονται στους ορεινούς όγκους της βόρειας κυρίως ζώνης. Στα νεότερα χρόνια, κυρίως μετά το 1850, η περιοχή γνώρισε πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη χάρη στην καλλιέργεια των ανώτερης ποιότητας ανατολικών καπνών, καθιστώντας την Προσοτσάνη σημείο αναφοράς στις διεθνείς αγορές καπνού της Ευρώπης και της Αμερικής.
  Η ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου σημαδεύτηκε ακόμη από τις πολεμικές αναστατώσεις της περιόδου 1880 - 1945 και τους αγώνες του ελληνισμού της περιοχής για ελευθερία. Οι ντόπιοι κάτοικοι μαζί με τους νεοφερμένους Ηπειρώτες και Βλάχους πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα και γνώρισαν σκληρά αντίποινα στις τρεις βουλγαρικές κατοχές στον 20ο αιώνα, όπως άλλωστε και οι Έλληνες πρόσφυγες του '22 από την Ανατολή την περίοδο 1941- 1944. Στη σύγχρονη ιστορία η Προσοτσάνη και τα χωριά της υπαίθρου συγκαταλέγονται στις μαρτυρικές περιοχές του ελληνισμού.
  Χάρη στην οικονομική πρόοδο και στους αγώνες για εθνική αφύπνιση των κατοίκων, η περιοχή ανέπτυξε έντονη πνευματική δραστηριότητα με την ανέγερση σχολείων και την ίδρυση συλλόγων από τον 19ο αιώνα κυρίως στο κέντρο της, στην Προσοτσάνη. Η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Προσοτσάνης διέθετε ήδη το 19ο αι. Αστική Σχολή Αρρένων και Παρθεναγωγείο. Με τη Μουσική Μπάντα Ελληνορθόδοξων από το 1861, τη Φιλόμουσο Αδελφότητα «Ηώ» από το 1873, με θεατρική ομάδα πριν από το 1900 και νέα εκπαιδευτήρια από το 1909, ύστερα από τις άοκνες προσπάθειες του Μητροπολίτη Δράμας και Εθνομάρτυρα Σμύρνης Χρυσοστόμου, της οικογένειας Μελά και των εισφορών των κατοίκων, η κωμόπολη περηφανευόταν δικαιολογημένα για το τιτάνιο πνευματικό της έργο.
  Στα περισσότερα χωριά, ακόμη, υπάρχουν αξιόλογες μεταβυζαντινές εκκλησίες της περιόδου 1840 - 1910 με στοιχεία μορφολογικής και κατασκευαστικής λιτότητας, ξυλόγλυπτα τέμπλα, ζωγραφικό διάκοσμο και τοιχογραφίες τους 19ου αι., πανέμορφα μεταγενέστερα καμπαναριά με πυργοειδή μορφή, χτισμένα με μεράκι από έμπειρους μαστόρους.
  Απόδειξη της δημιουργικής και αισιόδοξης διάθεσης των κατοίκων του Δήμου, σε συνδυασμό με το έντονο θρησκευτικό τους συναίσθημα, είναι το πλήθος των ηθών και των εθίμων, με την συνοδεία των παραδοσιακών οργάνων, των τραγουδιών και των χορών, που επιβιώνουν χάρη στους ισχυρούς δεσμούς των κατοίκων με την παράδοση και χαρακτηρίζονται από την ποικιλία των πολιτιστικών τους αναφορών. Αλλωστε, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στο Μεσοπόλεμο, οι πρόσφυγες της Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου μετέφεραν στην περιοχή τον ιδιαίτερο πολιτισμό και τη δημιουργική τους πνοή, συμβάλλοντας στην τοπική οικονομία και στην κοινωνική ανάπτυξη και εμπλουτίζοντας την πολιτιστική κληρονομιά αυτού του τόπου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Προσοτσάνης


Χρονολόγιο

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
Α. Προϊστορικοί χρόνοι
Μεγάλος αριθμός προϊστορικών εγκαταστάσεων επισημαίνεται στην εύφορη πεδιάδα της Δράμας και στις παρυφές του Φαλακρού και του Μενοίκιου όρους.

Β. Ιστορικοί χρόνοι
Κλασική εποχή: Οι κάτοικοι καλλιεργούν εκτεταμένες εκτάσεις αμπελιών και λατρεύουν το Διόνυσο.
Ελληνιστική εποχή: Έντονη παρουσία των Μακεδόνων.
Ρωμαϊκή εποχή: Αθρόα εγκατάσταση Ρωμαίων αποίκων στην περιοχή της Δράμας, δημιουργία πολισμάτων και ρωμαϊκών σταθμών.
Βυζαντινοί χρόνοι: Η περιοχή αποτελεί μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
10ος αιών: Κατασκευάζεται το τείχος της πόλης και ο ναός της Αγ. Σοφίας.
1206: Οι Φράγκοι κατακτούν τη Δράμα και οχυρώνουν το κάστρο.
1345: Κατάληψη της περιοχής από τους Σέρβους.
1383: Οι Οθωμανοί κυριεύουν την περιοχή, αλλοιώνεται η πληθυσμιακή φυσιογνωμία και αναπτύσσονται επαναστατικά κινήματα. Σημαντική καλλιέργεια ρυζιού.
1870-1910: Αλματώδης οικονομική ανάπτυξη. Η καλλιέργεια και εμπορία του καπνού καθορίζει τη νέα φυσιογνωμία του Νομού. Πνευματική αναγέννηση με την ίδρυση και λειτουργία σχολείων αλλά και με τη δημιουργία φιλοπροοδευτικών συλλόγων.
19ος αιώνας: Ερχομός Ελλήνων από την Ήπειρο, τη Χαλκιδική, τη Δυτική Μακεδονία.
1902-1909: Οργάνωση του Μακεδονικού αγώνα στην περιοχή με αρχηγό το Μητροπολίτη Χρυσόστομο.
1912: Κατάληψη της Δράμας από το Βουλγαρικό στρατό.
1916-1918: Κατοχή της περιοχής από τους Βουλγάρους.
1922: Ερχομός στην περιοχή, προσφύγων από τη Θράκη, τη Μ. Ασία και τον Πόντο.
Απρίλιος 1941: Εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή και ηρωική αντίσταση των κατοίκων στα οχυρά του Κ. Νευροκοπίου.
1941-1944: 3η Βουλγαρική Κατοχή.
29.9.1941: Εκτέλεση πολλών Δραμινών και Δοξατινών από τις βουλγαρικές αρχές.
1944: Απελευθέρωση της Δράμας.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Δράμας - Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής.

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ