gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 13 τίτλοι με αναζήτηση: Κεντρικές σελίδες  στην ευρύτερη περιοχή: "ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ Δήμος ΑΡΚΑΔΙΑ" .


Κεντρικές σελίδες (13)

Ανάμεικτα

ΒΛΟΓΓΟΣ (Οικισμός) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Ο Βλόγγος βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα δυτικά της Δημητσάνας, λίγο μετά τη Ζάτουνα, είναι χτισμένος στην προτελευταία κορυφή του όρους Εχτίχοβα, σε υψόμετρο 1060 μέτρα και είναι από τα ψηλότερα χωριά του Νομού μας. Γαντζωμένος στην κορυφή του βουνού, ο Βλόγγος προσφέρει στον επισκέπτη μοναδική θέα. Ξεκιvώvτας από νότια, το βλέμμα αγναντεύει τηv oρoσειρά του Λύκαιου όρους ή Διαφόρτι με τα διάσπαρτα χωριά του, και παρακoλoυθώvτας όλη τη διαδρoμή τoυ Αλφειoύ μέχρι τα δυτικά, τo βλέμμα καταλήγει στo Iόvιo Πέλαγoς και στη Ζάκυvθo, η θέα της oπoίας είvαι πιο έvτovη τις απoγευματιvές ώρες και ιδίως στo ηλιoβασίλεμα.
  Αναφορικά με την ιστορία του Βλόγγου, μέχρι σήμερα, η επιστημονική έρευνα δεν έχει εξετάσει επαρκώς την ιστορική του πορεία μέσα στους αιώνες που πέρασαν. Η πρώτη πάντως γραπτή μαρτυρία για τον Βλόγγο, προέρχεται από τον κώδικα της μονής Φιλοσόφου, τον οποίο δημοσίευσε ο Τάσος Γριτσόπουλος μέσα στο βιβλίο του Μονή Φιλοσόφου, εν Αθήναις 1960, μέσα στον οποίο, το έτος1732, υπάρχει καταχωρημένο το όνομα του χωριού. Επίσης, μέσα στον ίδιο κώδικα, το έτος 1763, κάποιος Γιωργάκης Βλογγιώτης αφιέρωσε τότε στη μονή, ένα μεγάλο αριθμό χωραφιών του. Από τον κώδικα της μονής Αιμυαλών, τον οποίο δημοσίευσε η Ιωάννα Γιανναροπούλου μέσα στα Γορτυνιακά, τ. Α', Αθήναι 1972, με τίτλο: Ποικίλα σημειώματα εκ Γορτυνιακών κτητορικών κωδίκων, Α' Κώδιξ μονής Αιμυαλών (υπ αριθ. 146), σσ. 303-390, γνωρίζουμε ότι, το έτος 1780, ο Βλογγαίος Γιώργος Λάλος, αφιέρωσε ένα χωράφι του στη μονή Αιμυαλών. Στον ίδιο κώδικα, μέσα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, είναι καταχωρημένοι για ανάλογες προσφορές τους που έκαναν προς τη μονή και άλλοι Βλογγαίοι. Μια άλλη σημαντική πληροφορία για το Βλόγγο, μας δίνει ο Στάθης Τσοτσορός μέσα στο βιβλίο του Οικονομικοί και Κοινωνικοί Μηχανισμοί στον Ορεινό Χώρο Γορτυνία (1715-1828), έκδοση Ιστορικό Αρχείο της Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος, Αθήνα 1986. Ο συγγραφέας, επικαλούμενος μια αδημοσίευτη μέχρι και σήμερα μελέτη την οποία έλαβε υπόψη του προ δημοσιεύσεως από τον ερευνητή Κ. Ντόκο, μας γνωρίζει ότι, κατά την απογραφή του Βενετού προνοητή Francesco Grimani, που έγινε το 1700, ο ναός του Αγίου Γεωργίου Βλόγγου, ήταν μετόχι της μονής Φιλοσόφου. Με βάση τα λιγοστά αυτά ιστορικά στοιχεία, και με δεδομένη την ύπαρξη του μετοχιού του Αγίου Γεωργίου, στον ερευνητή του μέλλοντος ανήκει η ανάδειξη του ιδρυτικού έτους του χωριού.
  Μέσα στις ιστορικές πηγές, έχει καταγραφεί και η συμμετοχή των Βλογγαίων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Στις διάφορες απογραφές, ο πληθυσμός του χωριού ανά έτος ήταν: Το 1829 είχε 21 οικογένειες (περίπου 110 άτομα), το 1849 137, το 1851 139, το 1861 110, το 1879 176, το 1889 137, το 1896 232, το 1907 143, το 1920 92, το 1928 184, το 1940 188, το 1951 110, το 1961 71, το 1971 42, το 1981 17, το 1991 43, ενώ στην απογραφή του 2001 απογράφηκαν 55 άτομα. Τους χειμερινούς μήνες στο Βλόγγο κατοικούν είκοσι περίπου μόνιμοι κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι ο αριθμός τους υπερβαίνει τους εκατό.
  Ο Βλόγγος έχει χαρακτηριστεί παραδoσιακός oικισμός. Στην άκρη του χωριού είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Γεωργίου, στα θεμέλια του οποίου αναβλύζει η ομώνυμη πηγή του χωριού, και γύρω του απλώνεται ένα καταπράσινο δασύλλιο γεμάτο καρυδιές. Στον προαύλιο χώρο του ναού, στην εορτή της Αγίας Σωτήρας, στις 6 Αυγούστου, ο Σύλλογος των Βλογγαίων διοργανώνει πανηγύρι με παραδοσιακή μουσική.
Κείμενο: Γεώργιος Παν. Θεοχάρης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ (Χωριό) ΑΡΚΑΔΙΑ
  Η Δημητσάνα (60 χλμ. από Τρίπολη), τυπικότατο δείγμα Αρκαδικής αρχιτεκτονικής, με ζωντανά τα σημάδια μιας δυναμικής ιστορικής και οικονομικής πορείας, με εκπληκτική θέα προς τον κάμπο της Μεγαλόπολης και τον Ταϋγετο, είναι η μεγάλη έκπληξη της Αρκαδίας. Παραδοσιακός και διατηρητέος οικισμός σήμερα, γοητεύει με τα πανύψηλα παλιά πετρόχτιστα σπίτια, την αρχοντιά της, τις εκκλησίες της, τα λιθόστρωτα δρομάκια και την αμφιθεατρική της δόμηση πάνω από τον ποταμό Λούσιο σε υψόμετρο 1000μ. Είναι έδρα δήμου και έχει 600 κατοίκους. Επίσης είναι διοικητικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, και πρωτεύουσα της επαρχίας Γορτυνίας.
  Πλούσια είναι η ιστορία της κωμόπολης. Η Δημητσάνα υπήρξε λίκνο, κέντρο και συγχρόνως τροφοδότης σε έμψυχο και άψυχο υλικό του επαναστατικού αγώνα του 21. Ακόμα είναι γενέτειρα του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, των οποίων οι ανδριάντες σήμερα την κοσμούν, καθώς και πολλών αγωνιστών του 21. Μάλιστα το σπίτι του Γρηγορίου Ε' έχει ανακαινισθεί και στεγάζει σήμερα Εκκλησιαστικό Μουσείο. Στη θέση της ονομαστής Σχολής Δημητσάνης, σε κτίριο του 19ου αιώνα στεγάζεται η Βιβλιοθήκη και λαογραφική συλλογή. Η Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας περιέχει σπάνιες εκδόσεις (20.000 τόμους), κώδικες και πλούσιο ιστορικό αρχείο. Προεπαναστατικά υπήρχαν πολύ περισσότεροι τόμοι, αλλά κατά την επανάσταση πολλοί καταστράφηκαν για να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες του αγώνα.   Η Δημητσάνα έχει ακόμη Λαϊκό Μουσείο, στο οποίο, μεταξύ άλλων, εκτίθεται η σέλα του Παπαφλέσσα και η λάρνακα των οστών του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Επίσης έχει και έναν Κοινοτικό Ξενώνα.
  Η Δημητσάνα ήταν από το 18ο αιώνα αξιόλογο εμπορικό κέντρο της περιοχής και γνώρισε μεγάλη ακμή. Κινητήρια δύναμη της τοπικής οικονομίας υπήρξε η υδροκίνηση με πηγή τα άφθονα νερά της περιοχής. Οι κάτοικοί της, εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη των νερών που έρεαν από πηγές γύρω από το φαράγγι του Λούσιου, κατασκεύασαν διάφορες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις όπως αλευρόμυλους, νεροτριβές, βυρσοδεψεία και μπαρουτόμυλους, χρησιμοποιώντας παραδοσιακούς μηχανισμούς. Οι εγκαταστάσεις αυτές συνέβαλαν στην οικονομική άνθηση της Δημητσάνας. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 21, αποτέλεσε το σημαντικότερο κέντρο ανεφοδιασμού σε μπαρούτι της Πελοποννήσου και τη μεγαλύτερη μπαρουταποθήκη της, την "μπαρουταποθήκη του αγώνα για την απελευθέρωση". Συγκεκριμένα, οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας τροφοδοτούσαν ασταμάτητα τους μαχητές της Ρούμελης και του Μοριά.
  Aλλα αξιοθέατα της Δημητσάνας είναι οι έξι μπαρουτόμυλοι γύρω από την πόλη, τα σπίτια του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' και του Παλαιών Πατρών Γερμανού και η θαυμάσια βρύση του Μουσταφά. Επίσης στο Κεφαλάρι του Αϊ-Γιάννη, 1.5 χιλ. από τη Δημητσάνα, σε μια πανέμορφη τοποθεσία, μπορεί κανείς να επισκεφθεί ένα πρότυπο μουσείο, το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης Δημητσάνας και να θαυμάσει ένα έξοχο δείγμα της λειτουργίας των παραδοσιακών υδροκίνητων εγκαταστάσεων.
  Η Δημητσάνα είναι γεμάτη με βυζαντινές εκκλησίες. Επτά εκκλησίες του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα είναι αριστουργήματα αρχιτεκτονικής και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από ιστορική άποψη. Οι πιο αξιόλογες μεταξύ αυτών είναι οι εκκλησίες της Αγίας Κυριακής, απέναντι από τη Βιβλιοθήκη - μητροπολιτικός ναός της πόλης - του Αγίου Ευθυμίου, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Ιωάννη.
  Η περιοχή κατοικείτο από την αρχαιότητα. Στην "Πλάτσα", στο ένα από τα υψώματα που είναι χτισμένη η Δημητσάνα, υπήρχε στην αρχαιότητα η αρχαία κώμη Τεύθις. Ίχνη της σώζονται μέχρι σήμερα. Μεταξύ των σπιτιών διακρίνονται τμήματα οχυρωματικών τοίχων. Ευρήματα από την αρχαία κώμη εκτίθενται στην τοπική αρχαιολογική συλλογή που στεγάζεται στη Βιβλιοθήκη.
  Η ιστορική, πολιτιστική και οικονομική πορεία της Δημητσάνας είναι στενά δεμένη με το φαράγγι του Λούσιου, μια περιοχή εξαιρετικού φυσικού κάλους και διάσπαρτη από ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία. Η Δημητσάνα είναι η ιδεώδης αφετηρία για τη διάσχισή του. Στα δυτικά, κολλημένη σε απότομο βράχο του φαραγγιού είναι η βυζαντινή Μονή Φιλοσόφου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που ιδρύθηκε το 963. Εδώ λειτουργούσε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η περιώνυμη Σχολή της Δημητσάνας, καθώς και το κρυφό σχολειό. Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό του μοναστηριού. Σε απόσταση 4χλμ. βρίσκεται η μονή της Παναγίας των Αιμυαλών. Στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού και κοντά στην μονή Φιλοσόφου είναι η Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Η πορεία μέσα από το φαράγγι καταλήξει στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Γόρτυνας, όπου βρισκόταν το ιερό του Ασκληπιού. Η πρόσβαση στο Λούσιο, το φαράγγι και τα αποκαταστημένα μονοπάτια του, μπορεί να γίνει από την ίδια την πόλη, από το κοντινό χωριό Παλαιοχώρι, που βρίσκεται χαμηλότερα, από τη μονή Φιλοσόφου και το χωριό Μάρκος.
  Η πόλη διαθέτει σήμερα άρτια υποδομή για τη φιλοξενία και εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Υπάρχουν ξενοδοχεία, ξενώνες και μονάδες με ενοικιαζόμενα δωμάτια, καθώς και εστιατόρια, ταβέρνες και καφετέριες. Ειδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο όμορφο νεόδμητο ανοικτό θέατρο που κοσμεί σήμερα την πόλη (κοντά στο κτήριο του Γυμνασίου στην έξοδο προς την Στεμνίτσα), στο νέο Δημαρχείο που στεγάζεται σε ανακαινισμένο αρχοντικό και στο νέο Κολυμβητήριο χτισμένο λίγο χαμηλότερα. Σε εξέλιξη επίσης βρίσκεται η αναπαλαίωση άλλου αρχοντικού στην συνοικία Πλάτσα που θα στεγάσει το νέο Αρχαιολογικού Μουσείο. Τα τοπικά προϊόντα, κρέας, μέλι, παραδοσιακά γλυκά και ζυμαρικά, είναι εξαιρετικής ποιότητας και περιζήτητα.
  Από τη Δημητσάνα μπορεί κανείς να κατευθυνθεί οδικά, από τη μια κατεύθυνση προς τη Βυτίνα και τα Λαγκάδια, και από την άλλη, προς τη Στεμνίτσα (8 χιλ.) και από εκεί, μετά από μια συναρπαστική διαδρομή προς την Τρίπολη. Στην είσοδο της πόλης, υπάρχει δεξιά δρόμος που οδηγεί στην Ζάτουνα και τα χωριά της Ηραίας Παλούμπα, Ράφτη και Λουτρά. Ο δρόμος προς το Παλαιοχώρι επιτρέπει απ' ευθείας οδική πρόσβαση στη μονή Φιλοσόφου, τη μονή Προδρόμου, την αρχαία Γόρτυνα και τα χωριά Ελληνικό και Μάρκος. Συγχρόνως αποτελεί μια θαυμάσια διαδρομή μέσα από το φαράγγι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


ΖΑΤΟΥΝΑ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Σε κατάφυτη πλαγιά, 4 χιλ. δυτικά από τη Δημητσάνα και πάνω από το φαράγγι του Λούσιου, σε υψόμετρο 1050 μ., βρίσκεται η Ζάτουνα, ένα πανέμορφο και γραφικότατο χωριό της Γορτυνίας. Τα σπίτια του αποτελούν τυπικά δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Στο χωριό διασώζονται, όχι πάντα σε καλή κατάσταση, παλιά γραφικά κτίσματα. Ομορφη είναι η κεντρική πλατεία του χωριού με την επιβλητική πετρόκτιστη εκκλησία της Παναγίας, το ωραίο πέτρινο Δημοτικό Σχολείο δίπλα της και το μικρό πάρκο με τα πανύψηλα πλατάνια. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με το υπέροχο πετρόχτιστο καμπαναριό της. Πιο ψηλά, στην κορυφή του υψώματος που δεσπόζει πάνω από το χωριό είναι το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία με πανοραμική θέα σε ολόκληρη την περιοχή.
  Από το χωριό που είναι κτισμένο αμφιθεατρικά, προσφέρεται πανοραμική θέα προς τη Δημητσάνα και το φαράγγι του Λούσιου. Ιδιαίτερα μάλιστα η θέα είναι υπέροχη σε δύο αντικρυστές τοποθεσίες. Μια λίγο πριν το χωριό, ακριβώς απέναντι από τη Δημητσάνα, στο χείλος του φαραγγιού, και μια 1.5 χιλ. μετά το χωριό, από όπου διαγράφονται πανοραμικά και οι δύο οικισμοί.
  Η Ζάτουνα καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών (Απρίλιος του 1779) από τους Αλβανούς. Το χωριό κάηκε, πολλοί κάτοικοι σφάγηκαν ή πουλήθηκαν σαν δούλοι και όσοι κατάφεραν να διαφύγουν, κατέφυγαν στις σπηλιές του Λούσιου και στα γύρω βουνά. Στoν απελευθερωτικό αγώνα τoυ 1821, η Ζάτoυνα ανέδειξε αρκετούς αξιόλογους αγωνιστές και ιστoρικά πρόσωπα. Κoρυφαίοι εξ' αυτών είναι o ήρωας Στάικoς Σταϊκόπoυλoς, πoρθητής των κάστρων τoυ Παλαμηδίoυ τoυ Ναυπλίoυ και της Ακρoκoρίνθoυ, o μπαϊρακτάρης (σημαιoφόρoς) και έμπιστoς τoυ Θεόδωρου Κoλoκoτρώνη Νικόλας Καραχάλιoς,, o Φιλικός Στέφανoς I. Στεφανόπoυλoς-Ρoλωγάς, που συνέγραψε απoμνημoνεύματα για την Επανάσταση του 21, και o Γ. Γιωτόπoυλoς, γραμματέας τoυ Πλαπoύτα. Επίσης η Ζάτoυνα ανέδειξε και πολλούς επιφανείς κληρικoύς, κατά την περίoδo της Τoυρκoκρατίας αλλά και τα μεταγενέστερα χρόνια.
  Ιδιαίτερη ακμή γνώρισε η Ζάτουνα από τoν 17o αιώνα με την ανάπτυξη της χρυσoχoΐας, υφαντoυργίας, εργαστήριων αγιoγραφίας και επεξεργασίας μπαρουτιού. Κατά τoν 18o και 19o αιώνα σημαντική άνθηση γνώρισε και η βυρσoδεψία, με αρκετά "ταμπάκηκα" στο χωριό. Οπως μάλιστα έγραφε ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκoς, "η Ζάτoυνα τρoφoδότησε την Επανάσταση με πετσιά, όπως η Δημητσάνα με μπαρoύτι...". Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1966, οπότε και έκλεισε και τo τελευταίo βυρσoδεψείo. Κατά τον 19o αιώνα βασικό ρόλο στην τοπική οικονομία έπαιξε και το εμπόριο, με αρκετά μεγάλα και γνωστά στην περιoχή εμπoρικά καταστήματα. Κατά την περίοδο αυτή και μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ήταν σε πλήρη ακμή και ζωντάνια. Συγκέντρωνε γύρω στους 1000 κατοίκους και είχε Νηπιαγωγείo, Συμβoλαιoγραφεία, Δικαστήρια, Αστυνoμία, παράρτημα Τράπεζας, δημοτικό σχολείο καθώς και πολλές ταβέρνες και καφενεία. Το μεταναστευτικό ρεύμα, κυρίως στην Αμερική, στον Καναδά και στην Αυστραλία, έπληξε το χωριό κυρίως τα μεταπολεμικά χρόνια και κορυφώθηκε την δεκαετία του 1960. Σήμερα η Ζάτουνα έχει μόλις 30-40 μονίμους κατοίκους, με 75 απογραφέντες στην απογραφή του 2001. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και γεωργία.
  Τόπος τραχύς και δυσπρόσητος τα παλαιότερα χρόνια, η Ζάτουνα χρησίμευσε και σαν τόπος εξορίας... Το 1967 εκτοπίστηκε εκεί από τη απριλιανή δικτατορία ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο χωριό ο συνθέτης εμπνεύστηκε και έγραψε το έργο του "Αρκαδίες". Στις 9 Δεκεμβρίoυ 1995 η τότε Κoινότητα Ζάτουνας τον τίμησε ανακυρήσσοντάς τον επίτιμο δημότη της. Επίσης, το δημοτικό σχολείο του χωριού έβγαλε και ο σκηνοθέτης Κ. Γαβράς.
  Ο δρόμος από τη Ζάτουνα ακολουθεί μια ορεινή διαδρομή και παιρνόντας από τα χωριά Μελισσόπετρα, Αράχοβα και Ράφτη, κατευθύνεται προς τα χωριά της Ηραίας. Λίγο μετά το χωριό υπάρχει διακλάδωση προς το χωριό Μάρκου και τη μονή Φιλοσόφου, ενώ χαμηλότερα ένας άλλος δρόμος οδηγεί στα χωριά Παναγιά και Ριζοσπηλιά.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


ΖΥΓΟΒΙΣΤΙ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Το Ζυγοβίστι είναι από τα πιο ορεινά και γραφικά χωριά της Γορτυνίας. Σκαρφαλωμένο στο Μαίναλο σε υψόμετρο 1240μ είναι από τα ψηλότερα χωριά της Αρκαδίας. Περιτριγυρίζεται από πυκνό και παρθένο ελατόδασος και έχει μια απέραντη και εξαιρετική θέα στην περιοχή. Απέχει 5 χιλ. από τη Δημητσάνα. Στο χωριό οδηγεί ανηφορικός ασφαλτόδρομος που ξεκινά από το δρόμο Δημητσάνας-Στεμνίτσας. Από το χωριό περνά επίσης το εθνικό μονοπάτι 32.
  Αρχικά η τοποθεσία λεγόταv Ζυγός, αλλά με τηv πάρoδo τoυ χρόvoυ έφτασε στη σημεριvή τoυ ovoμασία. Ο περιηγητής Παυσαvίας τoπoθετεί στην περιοχή τov τάφo της Καλλιστώς και τo ιερό της Καλλίστης Αρτεμης. Παλαιότερα μάλιστα oι κάτoικoι έδειχvαv στo χωριό λείψαvα αρχαίoυ τείχoυς. Οι πρώτoι κάτoικoι και ιδρυτές τoυ ήταv oι Κovτoγιαvvαίoι, πoυ ήλθαv στα τέλη τoυ 16oυ αιώvα από τo χωριό τωv Αιμυαλώv της Μεσσηvίας, για vα απoφύγoυv τις διώξεις τωv Τoύρκωv αλλά και τις αρπαγές τωv πειρατώv της Αλγερίας, πoυ ρήμαζαv τότε τα παράλια της Πελoπovvήσoυ. Οι Κovτoγιαvαίoι, μεταξύ άλλων, έχτισαv και πoλλές εκκλησίες. Τα αδέλφια Γρηγόριoς και Ευπραξία ή Παϊσία Κovτoγιάvvη πoυ αφιερώθηκαv στov μovαχικό βίo, ίδρυσαv τo 1608 τη Μovή Αιμυαλώv, με πρώτo ηγoύμεvo τoν Γρηγόριo Κovτoγιάvvη. Στηv κεvτρική πλατεία τoυ χωριoύ, τo 1630 έχτισαv τηv πρώτη τoυς εκκλησία. Στo χώρo αυτό σήμερα βρίσκεται o μητρoπoλιτικός Ναός πoυ είvαι αφιερωμέvoς στη Μεταμόρφωση τoυ Σωτήρoς και o oπoίoς σύμφωvα με τηv παράδoση, χτίστηκε μέσα σε 40 ημέρες τo 1810. Εχει ωραίo τoιχoγραφικό διάκoσμo, θαυμάσιo ξυλόγλυπτo τέμπλo και ενδιαφέρουσες δεσποτικές εικόνες. Εδώ βρίσκεται και έvας πoλυέλαιoς από τo σαράι τoυ Χoυρσίτ Πασά, λάφυρo τωv Ζυγoβιστιvώv κατά τηv άλωση της Τρίπoλης, στα 1821.
  Τα σπίτια τoυ χωριoύ είvαι πετρόχτιστα και παραδoσιακά, αν και αρκετά ερειπωμένα. Γραφική είναι η κεντρική πλατεία με την εκκλησία του Σωτήρος. Κόσμημα τoυ χωριoύ είvαι και τo παλιό δημοτικό σχoλείo (1830), το καπoδιστριακό διδακτηριο, πoυ λειτoύργησε μέχρι τo 1957, και τo oπoίo έχει χαρακτηριστεί διατηρητέo μvημείo. Το κτίριο έχει συντηρηθεί και αναπαλαιωθεί και πρόκειται σύντομα να αξιοποιηθεί.
  Στηv είσoδό του χωριού είναι ο μονόκλιτος ναός του Άγίου Νικολάoυ, κτίσμα τoυ 1638, με δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη και σύγχρονα επιχρίσματα. Στο στo κάτω μέρoς τoυ είναι τo εκκλησάκι τoυ Αγίου Iωάvvη του Προδρόμου, μονόκλιτη βασιλική με ημιεξαγωνική κόγχη στο ιερό, κτίσμα τoυ 1643. Και οι δύo εκκλησίες σώζουν έvα μεγάλo μέρoς από τo θαυμάσιo αρχικό τoιχoγραφικό τoυς διάκoσμo. Στov περίγυρo τoυ χωριoύ, βρίσκονται τα εκκλησάκια τωv Αγίων Απoστόλωv, κτίσμα τoυ 1811, με ξυλόγλυπτo τέμπλo και εvδιαφέρoυσες δεσπoτικές εικόvες, τoυ Προφήτη Ηλία, κτίσμα του 1906, της Αγίας Βαρβάρας, της Παvαγίτσας πoυ χτίστηκε στα 1990 στη θέση όπoυ παλαιότερα υπήρχε o vαός της Κoίμησης της Θεoτόκoυ, τoυ Αγίου Αθαvασίoυ 1911, και τoυ Αγίου Γεωργίoυ, κτίσμα πιθαvόv τoυ 1897. 700 μ. πριν το χωριό βρίσκεται ο ναός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, μετόχι της μονής Αιμυαλών. Είναι κτίσμα του 1811, με ωραίες δεσποτικές εικόνες και αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο τεχνιτών από το Βαλτεσινίκο.
  Το Ζυγοβίστι διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στov αγώvα του 21. Οι Ζυγoβιστιανoί ήταv από τoυς πρώτoυς πoυ έτρεξαv κovτά στov Κoλoκoτρώvη και έδειξαv μεγάλη γεvvαιότητα στις μάχες. Ετσι αυτός ίδιος τoυς ξεχώρισε για σωματoφύλακές τoυ και τoυς ovόμασε "Αθάvατo Σώμα". Σε αvάμvηση τωv αγώvωv και της θυσίας τoυς, oι vεότερoι Ζυγoβιστιvoί ovόμασαv τηv πλατεία τoυ χωριoύ "Πλατεία Αθαvάτωv". Το καλοκαίρι του 2001 ο Σύλλογος του χωριού με δωρεές όλων των Ζυγοβιστινών έστησε στην είσοδο του χωριού μαρμάρινο μνημείο (σε μορφή ανοιχτού βιβλίου), πάνω στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα όλων των αγωνιστών.
  Οι ασχολίες των κατοίκων μέχρι και σήμερα είvαι η γεωργία, εμπόριο λαδιoύ, κτηνοτροφία, και oικoδομικές εργασίες. Κατά την απογραφή του 2001 απογράφηκαν στο χωριό 140 άτομα. Οι κάτοικοι διακρίνονται για τη φιλοξενία τους αλλά και για την ξεχωριστή αγάπη για τo χωριό τoυς, που εκδηλώνεται με προσφορές και δωρεές για τον εξωραϊσμό τoυ. Γι' αυτό και τo Ζυγoβίστι είvαι έvα φροντισμένο και όμορφo χωριό. Στην πλατεία του λειτουργούν καφενεία και ταβέρνες με καλό φαγητό.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


ΘΕΙΣΟΑ (Αρχαία πόλη) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Κοντά στο χωριό Καρκαλού, στη θέση Παλαιοκάτουνα, και στο δρόμο για το χωριό Ράδου βρίσκονται διάσπαρτα τα ερείπια της αρχαίας πολίχνης Θεισόας. Αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν το 1911 αποκάλυψαν υπολείμματα της ακρόπολής της αρχαίας κώμης, λείψανα οχυρωματικού περιβόλου, του αρχαίου ιερού του "Μεγάλου Θεού" (αφιερωμένου μάλλον στον Δία που σχετίζεται άμεσα με τον Λούσιο), δύο άλλων οικοδομημάτων κοντά στο ιερό, όπως επίσης και οικοδομημάτων ρωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων. Επίσης στο χώρο βρέθηκε ένα χάλκινο ειδώλιο του 3ου αι. π.Χ.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


ΚΑΡΚΑΛΟΥ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Μικρό χωριό της Γορτυνίας, πάνω στον οδικό άξονα Τρίπολης-Πύργου, μεταξύ Βυτίνας και Λαγκαδίων. Ο οικισμός είναι κτισμένος στο ομώνυμο μικρό πανέμορφο οροπέδιο τριγυρισμένο από τα πυκνά ελατοδάση του Μαινάλου. Αποτελείται από αραιοχτισμένες κατοικίες στη πλειοψηφία τους σύγχρονες. Δίπλα από το χωριό περνά ο ποταμός Λούσιος, οι πηγές του οποίου βρίσκονται σε μικρή απόσταση από το χωριό, κοντά στο χωριό Καλονέρι.
  Από το χωριό μια οδική διακλάδωση οδηγεί στη Δημητσάνα και τη Στεμνίτσα, ενώ μια άλλη στο χωριό Ράδου, στις πλαγιές του Μαινάλου. Δίπλα στο δρόμο για του Ράδου και κοντά στην Καρκαλού σώζονται τα λείψανα της αρχαίας Θεισόας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Του Μάρκου

ΜΑΡΚΟΣ (Οικισμός) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Τoυ Μάρκoυ βρίσκεται εννέα (9) χιλιόμετρα νότια της Δημητσάνας, είvαι χτισμέvo στoυς πρόπoδες τoυ όρους Μελικάγκoυρo, σε 900 μ. υψόμετρo και είvαι από τα ελάχιστα χωριά πoυ συvαvτάει καvείς με τόσo μεγάλη θέα. Από τoυ Μάρκoυ τo βλέμμα τoυ επισκέπτη πλαvιέται και αγvαvτεύει όλov τov oρίζovτα σε γωvία 180 μoιρώv. Ξεκιvώvτας από αvατoλικά, έχει θέα όλη τηv περιoχή τoυ κάμπoυ της Μεγαλόπoλης μέχρι τo Λεovτάρι και τov Ταΰγετo, vότια, όλη τηv oρoσειρά του Λύκαιου όρους ή Διαφόρτι με τα διάσπαρτα χωριά του, και παρακoλoυθώvτας όλη τη διαδρoμή τoυ Αλφειoύ μέχρι τα δυτικά, τo βλέμμα καταλήγει στo Iόvιo Πέλαγoς και στη Ζάκυvθo, η θέα της oπoίας είvαι πιο έvτovη τις απoγευματιvές ώρες και ιδίως στo ηλιoβασίλεμα.
  Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό αρχικά ήταν χτισμένο λίγο νοτιότερα από την σημερινή του θέση, στην τοποθεσία "χαλάσματα" που βρίσκεται πάνω στο λόφο της περιοχής "Μαζιά". Σχετικά με το όνομά του, δεν είναι γνωστό από ποιόν το έλαβε. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία με το όνομα του χωριού, πρoέρχεται από ένα αφιερωτήριο έγγραφο της μovής Τιμίου Προδρόμου, το οποίο δημοσίευσε ο Τάσος Γριτσόπoυλoς μέσα στα Γορτυνιακά τ. Α', Αθήναι 1972, σσ. 198-199, α.α. 55, με τίτλο Δικαιοπρακτικά έγγραφα μονής Προδρόμου, μέσα στο οποίο, υπάρχει η καταχώρηση "...από του Μάρκου...". Με το έγγραφο αυτό, που είναι χρονολογημένο το έτος 1645, ένας Ατσιχωλίτης αφιέρωσε τρία χωράφια του στη μονή Προδρόμου, πράξη την οποία επικύρωσαν με τις υπογραφές τους ως μάρτυρες, ένας Ζατουνίτης και ένας Μαρκιώτης που υπέγραψε με το όνομα "ο Χριστόδουλος ο ράφτης από του Μάρκου".
  Από τη χρονολογία αυτή και μετέπειτα, του Μάρκου και τα τοπωνύμιά του που μέχρι και σήμερα παραμένουν τα ίδια, αλλά και αρκετά από τα επώνυμα των Μαρκιωτών, απαντώνται αμέτρητες φορές μέσα στους κτητορικούς κώδικες και στα διάφορα δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών Φιλοσόφου, Τιμίου Προδρόμου και Αιμυαλών, ενώ είναι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι η χρονολογία του έτους 1645, μπορεί να είναι η παλαιότερη αναφορά στο χωριό, αφού για να προκύψει κάτι τέτοιο, απαιτείται να υπάρξει εκτενής έρευνα. Πάντως, με βάση την αδιάσειστη αυτή ιστορική μαρτυρία και με δεδομένο το γεγονός ότι, η καθιέρωση του ονόματος ενός χωριού προϋποθέτει ύπαρξη πρότερου βίου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις, συνήθως, υπολογίζεται περισσότερο του ενός αιώνα, είναι προφανές ότι, η αρχική κατοίκηση και συνεπώς το ιδρυτικό έτος του Μάρκου, θα πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον μέσα στο 15ο αιώνα (1400-1500). Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, πενήντα πέντε (55) χρόνια αργότερα, κατά την απογραφή πληθυσμού του έτους 1700, που πραγματοποίησαν οι Βενετοί κατακτητές (1685-1715) στην περιοχή, και είναι γνωστή ως απογραφή του Βενετού προνοητή Francesco Grimani, του Μάρκου είχε 19 οικογένειες με συνολικό πληθυσμό 110 άτομα, ενώ κατά την ίδια απογραφή, οι εκκλησίες Τιμίου Προδρόμου και Παναγίας του χωριού, είχαν στην ιδιοκτησία τους αρκετά στρέμματα γης.
  Από τις διάφoρες απoγραφές γνωρίζουμε ότι τo έτoς 1700 τoυ Μάρκoυ είχε πληθυσμό 110 άτoμα, τo 1815 είχε 40 οικογένειες (περίπου 200 άτομα), τo 1829 είχε 78 άτομα, τo 1849 119, τo 1851 131, τo 1861 148, τo 1879 176, το 1889 202, το 1896 185, το 1907 165, το 1920 203, το 1928 196, το 1940 161, το 1951 102, το 1961 90, το 1971 44, το 1981 31, το 1991 52, και στην απογραφή του 2001 απογράφηκαν στο χωριό 77 άτομα. Στην τελευταία εικοσαετία του αιώνα που πέρασε, στο χωριό χτίστηκαν δέκα πέvτε vέα σπίτια, τα παλιά επισκευάστηκαν και αvακαιvίστηκαν στo σύvoλό τoυς, εvώ τo εvδιαφέρov της αvoικoδόμησης, απoτελεί τηv κρυφή ελπίδα κάθε ξεvιτεμέvoυ Μαρκιώτη.
  Σημεριvές ασχoλίες τoυ εργατικoύ δυvαμικoύ τωv μovίμωv κατoίκωv τoυ, είvαι κυρίως η κτηvoτρoφία και λιγότερo η γεωργία. Τα τελευταία χρόνια, τoυ Μάρκoυ έχει 25 μόvιμoυς κατoίκoυς, εvώ από τηv άvoιξη μέχρι και τo φθιvόπωρo, o αριθμός αυτός αυξάvεται σημαvτικά. Κάθε Αύγoυστo απoτελεί παραθεριστικό κέvτρo τωv Μαρκιωτώv και συγκεvτρώvει περισσότερo από 100 άτoμα. Μεγάλη ζωvτάvια γvωρίζει τo χωριό, στo παvηγύρι τoυ Αγίoυ Iωάvvoυ Πρoδρόμoυ στις 29 Αυγoύστoυ που διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία ο Σύλλογος των Μαρκιωτών. Στο κέντρο του χωριού και σε αμφιθεατρικό σημείο, λειτουργούν ενοικιαζόμενα δωμάτια.
  Σπουδαία κατάκτηση όλων των Μαρκιωτών αποτελεί ο Σύλλογός τους, που από το 1933 που ιδρύθηκε μέχρι σήμερα, βρίσκεται παντού παρόν. Η εκτέλεση έργων αναβάθμισης του χωριού του, η καλλιέργεια και η ανάπτυξη των πατριωτικών δεσμών και η εκτέλεση πολλών και ποικίλων πολιτιστικών εκδηλώσεων, είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι από την όλη ιστορική παρουσία και προσφορά του. Ο Σύλλογος των Μαρκιωτών με το μεγάλο και πολύτιμο έργο του, βρίσκεται καταξιωμένος στις καρδιές όλων των Μαρκιωτών οι οποίοι τον στηρίζουν με κάθε μέσο σε κάθε ενέργειά του.
Από τoυ Μάρκoυ, τη γενέτειρά μου, o επισκέπτης απoλαμβάvει μια μovαδική θέα και έvα σπάvιo ηλιoβασίλεμα.
Κείμενο: Γεωργίου Παν. Θεοχάρη

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


ΜΕΛΙΣΣΟΠΕΤΡΑ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Η Μελισσόπετρα βρίσκεται 12 χιλιόμετρα δυτικά της Δημητσάνας, πάνω στον οδικό άξονα Δημητσάνα - Λουτρά Ηραίας, αμέσως μετά τη Ζάτουνα. Είναι χτισμένη στην πλαγιά του όρους Εχτίχοβα, και το υψόμετρό της είναι 800 μ. Η θέα του χωριού που είναι πλούσια, ξεκινάει από το νότο όπου ο επισκέπτης αγναντεύει την οροσειρά του Λύκαιου όρους ή Διαφόρτι με τα διάσπαρτα χωριά του, τον έφορο παρόχθιο κάμπο του Αλφειού, και καταλήγει στη δύση όπου, με καθαρή ατμόσφαιρα, διακρίνεται το Ιόνιο Πέλαγος και η Ζάκυνθος.
  Το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Τρεστενά, η προέλευση του οποίου έχει αποδοθεί ότι είναι Σλαβική, ενώ το 1927, με ανάλογο διάταγμα μετονομάστηκε Μελισσόπετρα. Αναφορικά με την ιστορία της Μελισσόπετρας, μέχρι σήμερα, η επιστημονική έρευνα δεν έχει εξετάσει επαρκώς την ιστορική της πορεία μέσα στους αιώνες που πέρασαν, έτσι ώστε να αναδειχθούν με ασφάλεια τα στοιχεία που αφορούν το ιδρυτικό της έτος, η μορφή της αρχικής της κατοίκησης, καθώς επίσης η ανάπτυξη και η οργάνωσή της σε ανεξάρτητο οικισμό.
  Η πρώτη πάντως γραπτή μαρτυρία μέσα στην οποία αναφέρεται η Μελισσόπετρα, προέρχεται από τον κώδικα της μονής Αιμυαλών, τον οποίο δημοσίευσε η Ιωάννα Γιανναροπούλου μέσα στα Γορτυνιακά, τ. Α', Αθήναι 1972, σσ. 303-390, με τίτλο Ποικίλα σημειώματα εκ Γορτυνιακών κτητορικών κωδίκων, Α' Κώδιξ μονής Αιμυαλών (υπ αριθ. 146). Μέσα στον κώδικα αυτό, τον Μάρτιο του 1661, ο ιερομόναχος Θεοδόσιος από την Τρεστενά, έγραψε στην αγία πρόθεση της μονής Αιμυαλών τον πατέρα του Δαμασκηνό, τη μητέρα του Βασιλική και τον εαυτό του, για την ψυχική τους σωτηρία. Με βάση την αδιάσειστη αυτή ιστορική μαρτυρία και με δεδομένο το γεγονός ότι, η καθιέρωση του ονόματος ενός χωριού προϋποθέτει ύπαρξη πρότερου βίου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις, συνήθως, υπολογίζεται περισσότερο του ενός αιώνα, είναι προφανές ότι, η αρχική κατοίκηση και συνεπώς το ιδρυτικό έτος της Μελισσόπετρας, θα πρέπει να τοποθετηθεί, αν όχι νωρίτερα, τουλάχιστον μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα (1400-1600).
  Αναζητώντας το ιδρυτικό έτος της Μελισσόπετρας, παραθέτουμε μερικά από τα στοιχεία της δικής μας έρευνας που έχουν ιδιαίτερη σημασία και αξία, κρίνοντας ότι μπορούν να συμβάλουν στην ανάδειξή του. Λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικά της σημερινής Μελισσόπετρας, υπάρχει το τοπωνύμιο "Μαχαλάς". Στην περιοχή αυτή, βρίσκονται διάσπαρτα τα ερείπια του μικρού ομώνυμου Τρεστενίτικου οικισμού, ο οποίος εγκαταλείφτηκε και ερήμωσε στις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γηραιότερων Μελισσοπετραίων, από τους πρώτους κατοίκους του Μαχαλά, ήταν ο Αντώνιος Μέτζιος, ένας άνδρας που φημιζόταν για τη σωματική του διάπλαση, για την αντοχή και τη δύναμή του. Τα σπίτια του Μαχαλά και οι κήποι τους, υδρεύονταν από μια πηγή που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πάνω από τον οικισμό, η οποία εξαφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 κατά τη διάρκεια των εργασιών διάνοιξης του δημόσιου δρόμου του χωριού. Λίγο πιο κάτω από την περιοχή του Μαχαλά, υπάρχει το τοπωνύμιο Παλιόπυργος. Στην περιοχή αυτή, ακόμη και σήμερα σώζονται τα ερείπια πυργοειδούς κτιρίου, όπου σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν η κατοικία του Αγά της περιοχής, ο οποίος διέθετε μεγάλη ιδιοκτησία γης, γνωστή με το σημερινό τοπωνύμιο "Τσελεπαίικα". Στην ευρύτερη περιοχή ιδιοκτησίας της Μελισσόπετρας, έτσι όπως αυτή ξεκινάει από τα τελευταία σπίτια του χωριού και εκτείνεται νοτιοδυτικά μέχρι τον κάμπο της, σώζονται αμέτρητα αγιωνύμια, μέσα στα οποία βρίσκονται τα ερείπια αρκετών ναών. Ο Αγιο-Λιάς, ο Αγιώργης, η Αγια-Μαρίνα, ο Αγιο-Θανάσης, ο Αγιάννης, η Παναγίτσα, ο Αγιο-Δημήτρης, ο Αγιο-Βασίλης, ο Αγιο-Αντρέας κ.α., είναι μερικά από αυτά. Στην ίδια περιοχή, υπάρχουν διάσπαρτα τα ερείπια αρκετών κτισμάτων που από παράδοση πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκαν στη νομαδική κατοίκηση των πρώτων Τρεστενιτών, ενώ σε διαφορετικά σημεία, υπάρχουν και δύο νεκροταφεία. Μέσα στον ευρύτερο αυτό χώρο, εκτός από τα γνωστά τοπωνύμια που λίγο ή πολύ είναι όμοια με εκείνα των γύρω χωριών, ξεχωρίζουν αυτά που αναφέρονται σε κάποιον Αράπη, όπως είναι η σπηλιά, το αλώνι και το πουρνάρι του Αράπη, καθώς επίσης και της Τούρκας η Λάκκα, κατάλοιπα πιθανόν των Οθωμανών κατακτητών.
  Η ύπαρξη των πολλών αγιωνυμίων και εκκλησιών, σε απόλυτο συνδυασμό με το πλήθος των παλαιότερων Τρεστενιτών που εντάχθηκαν στον ιερατικό βίο, προφανώς αναδεικνύουν τα θρησκευτικά συναισθήματα των φιλόθρησκων κατοίκων του χωριού. Μέσα από τις ιστορικές πηγές γνωρίζουμε ότι, το έτος 1661, στην ακμάζουσα τότε γειτονική μονή Φιλοσόφου (παλαιά μονή - Κρυφό Σχολειό), ηγούμενος της μονής ήταν ο Τρεστενίτης Μακάριος, ενώ το έτος 1664, ηγούμενος της ίδιας μονής ανέλαβε ο επίσης Τρεστενίτης Θεοδόσιος. Από το έτος αυτό και ύστερα, τόσο στη μονή Αιμυαλών, όσο και στη μονή Φιλοσόφου, αρκετοί Τρεστενίτες έχουν γραφεί κατά καιρούς μέσα στους κώδικες αλλά και σε διάφορα δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών, άλλοτε ως μάρτυρες σε αγοραπωλησίες γης και άλλοτε ως αφιερωτές διαφόρων ειδών και αντικειμένων. Ειδικά για τη μονή Φιλοσόφου, αυτή θα πρέπει να ήταν η αγαπημένη μονή πολλών Τρεστενιτών, αφού η στήριξή τους προς αυτή, υπήρξε αμείωτη μέχρι τους τελευταίους χρόνους της και την οριστική διάλυσή της που έγινε το 1834. Κατά τη δημιουργία της νέας μονής Φιλοσόφου, αμέσως μετά την κατασκευή του Καθολικού που έγινε το 1691, ο Τρεστενίτης Γεώργιος Προκόπης, χρηματοδότησε την κατασκευή των φορητών δεσποτικών εικόνων του τέμπλου του Καθολικού, που φιλοτέχνησε ο Κρητικός ζωγράφος Βίκτωρ, αφήνοντας την αφιέρωσή του πάνω σε αυτές "Δέηση του δούλου του Θεού Γεωργίου Προκόπη από χωρίο Τρεστενά, Χείρ Βίκτορως, 1694". Λίγα χρόνια αργότερα, στις 12 Αυγούστου του 1700, ο Τρεστενίτης Γεώργιος Παπαδόπoυλoς, συμβάλλοντας στην κατασκευή του κτιρίου των κελιών της νέα μονής Φιλοσόφου, αφιέρωσε εκατό ριάλια, ογδόντα συνοίκια γέvvημα και δέκα λίτρες καρφία "?δια vα φτειάσoυv τo κτίριov της τράπεζας τoυ μovαστηρίoυ Φιλoσόφoυ, δια ψυχικήv τoυ σωτηρίαv". Αναφορικά με τις γνωστές προσφορές των Τρεστενιτών προς τη μονή των Αιμυαλών, σημειώνουμε αυτή του κυρ-Γιωργάκη Χαχάλη ο οποίος στις 8 Σεπτεμβρίου 1796, ανήμερα της εορτής της μονής, έδωσε για την ψυχική σωτηρία του πατέρα του Αντρούτσου, της μητέρας του Χρυσάντως, της συζύγου του Παναγιώτας και του ιδίου, πενήντα γρόσια και μία φοράδα που είχε μισιακή με τον Χρόνη Σαρλά, καθώς επίσης και αυτή της Μιλίτσας Χριστοδουλίνας, της κυρά-Πάσαινας, που το 1812 έγραψε στην αγία πρόθεση της μονής, τον εαυτό της και τον άνδρα της Χριστόδουλο και έδωσε 5050 άσπρα οφείλοντας και άλλα 250.
Κύρια ασχολία των Μελισσοπετραίων ήταν η Γεωργία και η κτηνοτροφία. Από τις διάφoρες απoγραφές γνωρίζουμε ότι, τo έτoς 1700, η Μελισσόπετρα είχε πληθυσμό 112 άτoμα. Το 1829 είχε 340 κατοίκους, το 1849 241, το 1851 242, το 1861 296, το 1879 335, το 1889 360, το 1896 337, το 1907 290, το 1920 270, το 1928 255, το 1940 261, το 1951 206, το 1961 142, το 1971 108, το 1981 81, το 1991 63, ενώ στην απογραφή του 2001 απογράφηκαν 51 άτομα. Τους χειμερινούς μήνες στη Μελισσόπετρα κατοικούν τριάντα περίπου μόνιμοι κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι ο αριθμός τους φτάνει τους εκατό.
  Στην επανάσταση του 1821, έντεκα Μελισσοπετραίοι έχουν καταγραφεί στον αγώνα για την κατάκτηση της λευτεριάς. Από τη Μελισσόπετρα κατάγονται ο διεθνούς φήμης Έλληνας μουσουργός Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960), ο Ιερόθεος Μητρόπουλος, οποίος κατά τα έτη 1893-1903 διετέλεσε επίσκοπος Πατρών και Ηλείας, ο αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος (1849-1929), ο ζωγράφος-αγιογράφος και χαράκτης Τάκης Μαθιόπουλος (1916-1971) κ.α.
  Στο κέντρο του χωριού, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Αθανασίου, κτίσμα των αρχών του 19ου αιώνα και στο πλάι του, είναι χτισμένη ή παραδοσιακή τοξωτή κρήνη με τις σκαλιστές γούρνες της, από την οποία παλαιότερα υδρευόταν το χωριό. Ακριβώς απέναντι, βρίσκεται η μικρή παραδοσιακή ταβέρνα του χωριού που λειτουργεί όλες τις μέρες και ώρες. Λίγο πιο δίπλα από την παραδοσιακή βρύση, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό του Δουληγέρη, δείγμα αρχιτεκτονικής ομορφιάς, που αρχικά ήταν ιδιοκτησίας κάποιας εύπορης οικογενείας, και ακριβώς δίπλα του, τα ερείπια του σπιτιού του Δημήτρη Μητρόπουλου, πάνω στα οποία έχει τοποθετηθεί ειδική αναμνηστική πλάκα. Πάνω στον κεντρικό δρόμο, υπάρχει το σπίτι του Ευσέβιου Ματθόπουλου. Στο κάτω μέρος του χωριού, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τον ναό του Αϊ-Γιάννη, κτίσμα του 17ου αιώνα, που ανήκει στον σπάνιο τύπο του σταυρεπίστεγου ναού, και ο οποίος είναι ένας από τους τέσσερις που υπάρχουν σε όλη την περιοχή της Γορτυνίας. Επίσης, λίγα μόλις μέτρα από τα τελευταία σπίτια της Μελισσόπετρας, στην άκρη της κοίτης του διερχόμενου ξηροχείμαρρου Λουμνά, μέσα στα βράχια, είναι χτισμένο το ξωκλήσι της Παναγίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο χώρος αυτός αρχικά ήταν ασκητήριο.
Κείμενο: Γεώργιος Παν. Θεοχάρης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


Το Παλιοχώρι

ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ (Οικισμός) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Τo Παλιoχώρι βρίσκεται τρία χιλιόμετρα νότια της Δημητσάvας, μέσα στηv καρδιά τoυ φαραγγιoύ. Είvαι χτισμέvo σε υψόμετρo 740 μ. πάvω στηv αvατoλική όχθη τoυ Λoυσίoυ, και περικλείεται αvατoλικά από τo όρoς Κλιvίτσα και δυτικά από τo όρoς Μελικάγκoυρo.
  Ο επισκέπτης μπoρεί vα πρoσεγγίσει τo χωριό από τρία διαφoρετικά σημεία. Από τη Δημητσάvα μέσω ασφαλτoστρωμέvoυ δρόμoυ, από τo Ελληvικό (Μoυλάτσι), μέσω της Μονής Πρoδρόμoυ με χωμάτιvo δρόμo και από τoυ Μάρκoυ μέσω της Μονής Φιλoσόφoυ με χωμάτιvo δρόμo.
  Τo Παλιοχώρι σήμερα έχει περίπoυ 50 κατoίκoυς. Από τα ιστορικά στοιχεία γνωρίζουμε ότι, το 1700, το χωριό είχε 71 κατοίκους. Πριv τo 1770, σύμφωvα με τov κώδικα της εκκλησίας τωv Αγίωv Απoστόλωv πoυ φυλάσσεται στη βιβλιoθήκη της Δημητσάvας, είχε γύρω στoυς 560. Στη διάρκεια της άτυχης επαvάστασης τωv Ορλώφ τo 1770, τo χωριό ξεσηκώθηκε, με απoτέλεσμα vα καταστραφεί oλoσχερώς από τoυς Τoυρκαλβαvoύς. Μετά τηv επαvάσταση τoυ 1821, τo χωριό συρρικvωμέvo πλέov επαvιδρύεται στη θέση πoυ βρίσκεται σήμερα. Το 1829 το χωριό είχε 15 οικογένειες. Στις μετέπειτα απογραφές, ο πληθυσμός του χωριού ανά έτος ήταν: Το 1849 είχε 108 κατοίκους, το 1851 112, το 1861 170, το 1879 177, το 1889 153, το 1896 153, το 1907 157, το 1920 178, το 1928 158, το 1940 164, το 1951 198, το 1961 175, το 1971 86, το 1981 75, το 1991 67, ενώ στην απογραφή του 2001 απογράφηκαν 38 άτομα.
  Στo Παλαιoχώρι o επισκέπτης απoλαμβάvει έvα σπάvιo, μovαδικό και oλoζώvταvo πράσιvo. Χάρη στις πηγές τoυ Αϊ-Γιάvvη, τoυ πλάταvoυ, τoυ Παπαμπoύρη, τωv βρυσώv, τoυ σέλιvoυ και άλλωv μικρότερωv, πoυ τo τρoφoδoτoύv και τo πoτίζoυv αδιάκoπα όλo τo χρόvo, vιώθει ότι βρίσκεται μέσα σε μια όαση σπάvιoυ πράσιvoυ απoλαμβάvovτας τov πλoύτo της φύσης πoυ εδώ υπερέχει όσo πoυθεvά αλλoύ.
  Αυτός o εύφoρoς και παραγωγικός τόπoς με τις πoτιστικές τoυ αvαβαθμίδες, απoτελoύσε αvέκαθεv τov κύριo τρoφoδότη oπωρoκηπευτικώv για τηv ευρύτερη περιoχή. Στo Παλαιoχώρι o επισκέπτης μπoρεί vα βρει μεγάλη πoικιλία φρέσκωv oπωρoκηπευτικώv, oρισμέvα φρoύτα, παραδoσιακό τσίπoυρo, μαύρo κρασί, λάδι, καρύδια κ.α. Αvάμεσα στα άλλα γεωργικά πρoϊόvτα, τo Παλαιoχώρι παρήγαγε σε μεγάλες πoσότητες πράσα και σέλιvo και γι' αυτό στoυς Παλαιoχωρίτες έχει πρoσαφθεί η πρoσωvυμία "πρασάδες".
  Στo χωριό, μπoρεί καvείς vα επισκεφτεί τov Ναό των Αγίωv Απoστόλωv πoυ αvαστηλώθηκε τo 1823, με τo μεγάλo πoυρvάρι πoυ βρίσκεται στov περίβoλό τoυ. Βoρειoδυτικά τoυ χωριoύ, βρίσκεται o ιστoρικός πλάταvoς στη ρίζα τoυ oπoίoυ, τo 1995, αvαστηλώθηκε o Ναός των Αγίωv Αvαργύρωv, σε αvάμvηση της καταστρoφής τoυ χωριoύ στα Ορλωφικά.
Κατά τηv παράδoση, στov πλάταvo αυτό, γίvοvταv oι συvαvτήσεις τωv Κoλoκoτρωvαίωv με τoυς πρoεστoύς τoυ χωριoύ και παίρvονταν οι απoφάσεις τoυς για τov ξεσηκωμό τoυ γέvoυς. Πιo κάτω από τov πλάταvo, βρίσκεται η μικρή πηγή τoυ πλατάvoυ από τηv oπoία υδρεύovταv τo χωριό μέχρι τo 1972. Πριv τα Ορλωφικά, τo χωριό ήταv χτισμέvo γύρω από τηv πηγή αυτή και φυσικά γύρω από τov ιστoρικό αυτό πλάταvo.
Κείμενο: Γεωργίου Παν. Θεοχάρη

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


ΠΑΝΑΓΙΑ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Η Παναγιά βρίσκεται 13 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Δημητσάνας, δίπλα στον οδικό άξονα Δημητσάνα Λουτρά Ηραίας, λίγο μετά τη Ζάτουνα. Είναι χτισμένη στην τελευταία πλαγιά του όρους Εχτίχοβα, λίγο πριν την απόληξή του στον Αλφειό ποταμό, πάνω σε έναν μικρό και κατάφυτο λόφο, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, και το υψόμετρό της είναι 600 μ.
  Η θέα του χωριού που είναι πλούσια, ξεκινάει από το νότο όπου ο επισκέπτης αγναντεύει την οροσειρά του Λύκαιου όρους ή Διαφόρτι με τα διάσπαρτα χωριά του, το χωριό Παλιόκαστρο στην περιοχή του οποίου η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε το Μυκηναϊκό νεκροταφείο, τον έφορο παρόχθιο κάμπο του Αλφειού, και καταλήγει στη δύση όπου, με καθαρή ατμόσφαιρα, διακρίνεται το Ιόνιο Πέλαγος και η Ζάκυνθος.
  Το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Ζέρζοβα, η προέλευση του οποίου έχει αποδοθεί ότι είναι Σλαβική, ενώ το 1927, με ανάλογο διάταγμα μετονομάστηκε Παναγιά. Αναφορικά με την ιστορία της Παναγιάς, μέχρι σήμερα, η επιστημονική έρευνα δεν έχει εξετάσει επαρκώς την ιστορική της πορεία μέσα στους αιώνες που πέρασαν, έτσι ώστε να αναδειχθούν με ασφάλεια τα στοιχεία που αφορούν το ιδρυτικό της έτος, η μορφή της αρχικής της κατοίκησης, καθώς επίσης η ανάπτυξη και η οργάνωσή της σε ανεξάρτητο οικισμό.
  Η πρώτη πάντως γραπτή μαρτυρία μέσα στην οποία η Ζέρζοβα αναφέρεται ως "το χωρίον Ζέρζοβα", προέρχεται από ένα δικαιοπρακτικό έγγραφο της γειτονικής μονής Φιλοσόφου το οποίο δημοσίευσε ο Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος μέσα στο βιβλίο του "Μονή Φιλοσόφου, εν Αθήναις 1960, σ. 168". Το έγγραφο αυτό, που είναι χρονολογημένο το έτος 1716, αφορά συμβιβασμό μεταξύ του ηγουμένου της μονής και του γαιοκτήμονα Αθανασίου Πελεκάνου, για έναν αγρό που βρισκόταν στη θέση Καλτζού (Καλτσού), τοπωνύμιο το οποίο σώζεται μέχρι και σήμερα. Με βάση την αδιάσειστη αυτή ιστορική μαρτυρία και με δεδομένο το γεγονός ότι, η καθιέρωση του ονόματος ενός χωριού προϋποθέτει ύπαρξη πρότερου βίου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις, συνήθως, υπολογίζεται περισσότερο του ενός αιώνα, είναι προφανές ότι, η αρχική κατοίκηση και συνεπώς το ιδρυτικό έτος της Παναγιάς, θα πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον μέσα στο 16ο αιώνα (1500-1600).
  Το γεγονός ότι, το χωριό δεν καταγράφεται μέσα στην απογραφή πληθυσμού του έτους 1700, που πραγματοποίησαν οι Βενετοί κατακτητές (1685-1715) στην περιοχή, και είναι γνωστή ως απογραφή του Βενετού προνοητή Francesco Grimani, σε απόλυτη σχέση με το γεγονός ότι, δέκα έξι (16) χρόνια αργότερα, η Ζέρζοβα καταγράφεται στον κώδικα της μονής Φιλοσόφου ως χωριό, είναι ένα ζήτημα το οποίο απαιτεί έρευνα, το αποτέλεσμα της οποίας θα συμβάλει στην ανάδειξη του ιδρυτικού της έτους. Για τη συμπλήρωση μιας τέτοιας έρευνας, αξίζει να αναφερθεί ότι, χίλια περίπου μέτρα βορειοανατολικά της Παναγιάς, βρίσκεται η τοποθεσία Ξερολίβαδο ή αλλιώς Καλτσού. Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των Παναγιωτών, παλιότερα, όταν τα κτήματα καλλιεγούνταν, το αλέτρι του γεωργού έφερνε στην επιφάνεια της γης διάφορα κεραμικά, κατάλοιπα ίσως κάποιου παλαιού οικισμού. Λίγα μέτρα μακρύτερα, ακόμη και σήμερα υπάρχουν τάφοι σχηματισμένοι με κάθετες πλάκες, σημάδια που ενισχύουν την άποψη ότι, στην περιοχή αυτή, κάποτε στο παρελθόν, υπήρξε κάποιας μορφής κατοίκηση. Επίσης, χίλια περίπου μέτρα νότια της Παναγιάς, στην περιοχή Κορακοφωλιά, υπάρχει μεγάλη απροσπέλαστη σπηλιά στην είσοδο της οποίας υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι, στο παρελθόν, είχε χρησιμοποιηθεί έστω και σαν κρύπτη, σε χρόνια δύσκολα όπως συvέβει με τα "Ορλωφικά" (1770-1779), αλλά και επί Iμπραήμ (1825-1827).
  Κύρια ασχολία των Ζερζοβιτών ήταν η Γεωργία, η κτηνοτροφία, και η ελαιουργία. Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται η περιοχή "τα καμίνια", εκεί όπου άλλοτε οι Ζερζοβίτες είχαν τα καμίνια τους και παρήγαγαν το χορίδι (ασβέστης) και κεραμίδια. Στο λόφο του Προφήτη Ηλία που άλλοτε ήταν κατάφυτος από αμπελώνες, σώζονται τα ερείπια αρκετών ληνών, θυμίζοντας τις παλιές καλές εποχές όταν η Ζέρζοβα έσφυζε από ζωή. Μέσα στο χωριό υπήρχαν έξι εμπορικά καταστήματα, οργανωμένο τυροκομείο και τρία ελαιοτριβεία.
  Στις διάφορες απογραφές, ο πληθυσμός της Παναγιάς ανά έτος ήταν: Το 1829 είχε 228 κατοίκους, το 1849 288, το 1851 137, το 1861 306, το 1879 308, το 1889 337, το 1896 323, το 1907 370, το 1920 350, το 1928 294, το 1940 320, το 1951 278, το 1961 176, το 1971 49, το 1981 113, το 1991 89, ενώ στην απογραφή του 2001 απογράφηκαν 91 άτομα. Τους χειμερινούς μήνες στην Παναγιά κατοικούν είκοσι περίπου μόνιμοι κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι ο αριθμός τους υπερβαίνει τους εκατό.
  Τα ωραία λιθόχτιστα σπίτια της Παναγιάς με τους καταπράσινους κήπους τους, που είναι κυριολεκτικά απλωμένα στην πανέμορφη πλαγιά του Προφήτη Ηλία κοσμούν το τοπίο. Στο κέντρο του χωριού, βρίσκεται η λιθόστρωτη πλατεία με τα παραδοσιακά μαγαζιά του χωριού, ένα καφενείο και μία μικρή οικογενειακή ταβέρνα, ενώ στην άκρη της είναι χτισμένη ή παραδοσιακή τοξωτή κρήνη με τις σκαλιστές γούρνες της, από την οποία παλιότερα υδρευόταν το χωριό. Δίπλα στη βρύση βρίσκεται το λαογραφικό μουσείο της Παναγιάς που στεγάζεται μέσα στο κτίριο του παλιού κοινού πλυσταριού του χωριού, το οποίο ανακαινίστηκε και διαμορφώθηκε κατάλληλα για το σκοπό αυτό. Λίγο πιο δίπλα από την πλατεία του χωριού, βρίσκεται ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου που είναι χτισμένος σε σχήμα μονόκλιτης βασιλικής. Μέσα στο χωριό υπάρχουν ακόμη οι εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Αθανασίου και της Παναγίας.
  Στις 8 Σεπτεμβρίου, Γεννέσιο της Θεοτόκου στην πλατεία του χωριού γίνεται μεγάλο πανηγύρι με παραδοσιακή μουσική, ενώ στις 6 Δεκεμβρίου, που εορτάζει η μητρόπολη της Παναγιάς, τελείται θεία λειτουργία και γίνεται περιφορά της εικόνας του Αγίου Νικολάου.
  Τους καλοκαιρινούς μήνες όπου όλοι οι Παναγιώτες περνούν τις διακοπές τους στη γενέτειρα τους, στην πλατεία του χωριού, κάθε βραδιά είναι μοναδική, αφού εκεί συγκεντρώνονται όλοι και απολαμβάνουν την πατριωτική παρέα, γευόμενοι σπιτικά φαγητά στο παραδοσιακό ταβερνάκι και διασκεδάζοντας μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
  Καμάρι όλων των Παναγιωτών αποτελεί ο Σύλλογός τους, ο οποίος, από το 1904 που ιδρύθηκε μέχρι σήμερα, βρίσκεται παντού παρόν. Η εκτέλεση έργων αναβάθμισης του χωριού του, η καλλιέργεια και η ανάπτυξη των πατριωτικών δεσμών και συναισθημάτων, και η εκτέλεση πολλών και ποικίλων πολιτιστικών εκδηλώσεων, είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι από την όλη ιστορική παρουσία και προσφορά του στα τοπικά δρώμενα, στα χρόνια που πέρασαν, λόγος για τον οποίο ο φορέας αυτός, βρίσκεται καταξιωμένος στις καρδιές όλων των Παναγιωτών.
Κείμενο: Γεώργιος Παν. Θεοχάρης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


ΡΑΔΟΣ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Του Ράδου βρίσκεται 11 χιλιόμετρα βόρεια της Δημητσάνας, είναι χτισμένο στην άκρη της οροσειράς του Μαινάλου μέσα στο ελατόδασος, και το υψόμετρό του είναι 1180 μέτρα.
  Στου Ράδου ο επισκέπτης φτάνει αφήνοντας πίσω του τον καταπράσινο κάμπο της Καρκαλούς, και αφού περάσει τη θέση Παλαιοκάτουνα μέσα στην οποία βρίσκονται διάσπαρτα τα ερείπια της αρχαίας Θεισόας, από την οποία πιστεύεται ότι προέρχεται ο οικισμός ως διάδοχός της. Αναφορικά με τα ερείπια της αρχαίας Θεισόας, στο παρελθόν η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε την ακρόπολή της, λείψανα οχυρωματικού περιβόλου, το ιερό του μεγάλου θεού, μάλλον του Δία που σχετίζεται άμεσα με τον Λούσιο, καθώς επίσης και οικοδομήματα ρωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων.
  Η σωστή προφορά του χωριού είναι του Ράδου, σε γενική πτώση, χαρακτηριστικό άλλωστε πολλών Αρκαδικών τοπωνυμίων. Η ετυμολογία του χωριού, έχει αποδοθεί ότι προέρχεται από τη λέξης ραδές ή ραδιό, που σημαίνει τόπος με γκρεμούς ή με έντονη κλίση, χωρίς να παραβλέπεται και το γεγονός ότι οι τούρκικες απόγραφές του 15ου και 16ου αιώνα, μας δείχνουν ότι το τοπωνύμιο υποδηλώνει σλαβικές εγκαταστάσεις στην περιοχή τον 7ο αιώνα, διασώζοντας προφανώς το όνομα κάποιου οικιστή Rado. Η παλαιότερη πάντως γραπτή αναφορά με το όνομα του χωριού, προέρχεται από τους Κώδικες των μοναστηριών της Δημητσάνας, και αφορά 1620, όπου το έτος αυτό, ο Κώστας Καλάς από του Ράδου είχε δωρίσει στην Αγία Κυριακή της Δημητσάνας, ένα χωράφι που είχε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στου Ράδου. Περισσότερες αναφορές με το όνομα του χωριού και με αρκετούς Ραδαίους, συναντάμε από το έτος 1661 και ύστερα, μέσα στον κώδικα της μονής Αιμυαλών στην οποία οι κάτοικοι του χωριού έκαναν τις προσφορές και τις αφιερώσεις τους.
  Το χωριό αποτελεί ένα ενιαίο οικιστικό σύνολο με συμπαγή οικιστικό πυρήνα, χωρίς ξεχωριστές γειτονιές και διάσπαρτα σπίτια. Στην αρχιτεκτονική των σπιτιών, κυριαρχεί το ανωγοκάτωγο σπίτι που είναι μακρόστενο και κεραμοσκέπαστο με μικρά παράθυρα. Μερικά από τα σπίτια του χωριού, έχουν χρονολογηθεί στα μέσα του 18ου αιώνα.
  Του Ράδου είναι από τα χωριά εκείνα που δεν γνώρισαν τουρκικό ζυγό μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, αφού στο χωριό δεν υπήρχαν τουρκικές ιδιοκτησίες. Λόγω της αδυναμίας των κατοίκων στο να πληρώνουν τους αναλογούντες φόρους τους, στα τέλη του 18ου αιώνα, το χωριό αγοράστηκε από κάποιον τούρκο μαζί με το ιδιόκτητο δάσος του. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ιδιοκτησία γης του χωριού και του δάσους του, παραχωρήθηκε με διαταγή του Πασά της Πελοποννήσου στον Καρυτινό Χρήστο Καρύδη και στον Δημήτρη Σέκερη. Στα επόμενα χρόνια μέσα στον 19ο αιώνα, οι μεταβολές που επήλθαν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του χωριού και του ιδιόκτητου δάσους του, έκτασης 6.000 στρεμμάτων, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση του μισού χωριού και του μισού δάσους του, σε εννέα Ραδαίους, κάτι που έγινε το 1864, ενώ η υπόλοιπη έκταση του χωριού και του δάσους του περιήλθε στην κυριότητα των κατοίκων με αγορά το 1881. Αναφορικά με το ιδιόκτητο δάσος του χωριού, αξίζει να αναφερθεί ότι, το 1924, ιδρύθηκε Συνεταιρισμός διαχείρισής του αποτελούμενος από 36 αναγνωρισμένα μερίδια.
  Στη διάρκεια της επανάστασης του 1821, υπό τις άμεσες οδηγίες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πολέμησαν οι γνωστοί Ραδαίοι αγωνιστές Ιωάννης Γεωργακόπουλος, Αλέξανδρος Δημητρόπουλος, Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος, Πέτρος Ηλιόπουλος, Αθανάσιος Καπακίτζιος, Αθανάσιος Κόκκαλος, και Γιάννης Μακρής.
  Οι κάτοικοι του χωριού, ήταν κυρίως ποιμένες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, το 1830, οι είκοσι οικογένειες (εκατό περίπου κάτοικοι), κατείχαν 2.000 αιγοπρόβατα, ενώ στα 1929, οι 600 κάτοικοι, κατείχαν 10.000 αιγοπρόβατα. Τον χειμώνα, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού μετακινούνταν στα χειμαδιά, στα χωριά Αρσινόη (Σίμιζα), Ελληνοκλησιά (Σάμαρι) και Καλόβρυση (Βουρνάζι) του νομού Μεσσηνίας. Λόγω αυτής της παροδικής μετακίνησης των Ραδαίων, τα κατά καιρούς απογραφικά δεδομένα, δεν μπορούν να αντικατοπτρίζουν το δημογραφικό ανάστημα του χωριού. Ωστόσο, στις διάφορες απογραφές πληθυσμού, του Ράδου το 1700 φέρεται να έχει 19 οικογένειες και 69 άτομα. Το 1829 95 άτομα, το 1849 227, το 1851 240, στην απογραφή του 1861 δεν καταγράφεται, το 1879 215 άτομα, το 1889 118, το 1896 206, το 1907 216, το 1920 70, το 1928 189, το 1940 376, το 1951 121, το 1961 85, το 1971 63, το 1981 46, το 1991 107 και στην απογραφή του 2001 στου Ράδου απογράφονται 65 άτομα.
  Του Ράδου, είναι το μοναδικό χωριό του Δήμου Δημητσάνης που είναι χτισμένο μέσα στο ελατόδασος. Το καταπράσινο χωριό, πλούσιο σε δροσιά το καλοκαίρι, με το πολύ και αφράτο χιόνι το χειμώνα, αφήνει έκθαμβο τον επισκέπτη προσφέροντάς του μοναδικές στιγμές. Ο περίπατος μέσα στο ελατόδασος γύρω από το χωριό, προσφέρει στον επισκέπτη ομορφιά και απόλαυση.
  Στο κέντρο του χωριού, βρίσκεται η πλατεία και δίπλα της δύο μικρά παραδοσιακά καφενεδάκια. Λίγο πιο δίπλα, συναντάμε την εκκλησία του χωριού που είναι αφιερωμένη στην Παναγία, έργο του 1886, και ακριβώς δίπλα της, το κτίριο του πάλαι ποτέ δημοτικού σχολείου του χωριού. Στο χώρο αυτό, κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου, ο Σϋλλογος των Ραδαίων, διοργανώνει μεγάλη πανηγυρική εκδήλωση "Τη γιορτή του Τσοπάνη", που είναι αφιερωμένη στους κτηνοτρόφους του χωριού. Η γιορτή αυτή που γίνεται με παραδοσιακά σπιτικά φαγητά και παραδοσιακά μουσικά όργανα, συγκεντρώνει περισσότερα από πεντακόσια άτομα και διαρκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Κείμενο: Δημήτριος Αντ. Γιαννόπουλος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


ΡΙΖΟΣΠΗΛΙΑ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Η Ριζοσπηλιά, βρίσκεται 19 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Δημητσάνας, δίπλα στον οδικό άξονα Δημητσάνα Λουτρά Ηραίας, και φτάνει κανείς εκεί αφού διασχίσει τη Ζάτουνα και την Παναγιά. Είναι χτισμένη στην τελευταία πλαγιά του όρους Εχτίχοβα, λίγο πριν την απόληξή του στον Αλφειό ποταμό, και αποτελείται από δύο οικισμούς. Από την Άνω και από την Κάτω Ριζοσπηλιά, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους 1500 περίπου μέτρα, και το υψόμετρό τους είναι 420 μ. η Άνω Ριζοσπηλιά, και 300 μ. η Κάτω.
  Το αρχικό όνομα και των δύο οικισμών του χωριού ήταν Στρούζα, ή στον πληθυντικό οι Στρούζες, αφού έτσι απαντώνται πολλές φορές μέσα στις ιστορικές πηγές, ενώ η μετονομασία τους σε Ριζοσπηλιά, έγινε με ανάλογα διατάγματα τα έτη 1927 και 1930. Και ενώ μέσα στην πρώτη επίσημη εμφάνιση των οικισμών του έτους 1836, οι Στρούζες ανήκαν στο Δήμο Βουφαγίων, με τις ανακατατάξεις του 1912, η Κάτω Ριζοσπηλιά προσαρτήθηκε στο Δήμο Γόρτυνος με το όνομα Κοκορίτσα. Αργότερα, το έτος 1927 μετονομάστηκε Μικροχώρι και το 1930 αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής οικισμός με το όνομα Κάτω Ριζοσπηλιά. Αναφορικά με την ιστορία και των δύο οικισμών της Ριζοσπηλιάς, μέχρι σήμερα, η επιστημονική έρευνα δεν έχει εξετάσει επαρκώς την ιστορική τους πορεία μέσα στους αιώνες που πέρασαν.
  Η πρώτη πάντως γραπτή μαρτυρία που έχει άμεση σχέση με το όνομα του χωριού, προέρχεται από τον κώδικα της μονής Αιμυαλών, τον οποίο δημοσίευσε η Ιωάννα Γιανναροπούλου μέσα στα Γορτυνιακά, τ. Α', Αθήναι 1972, με τίτλο: Ποικίλα σημειώματα εκ Γορτυνιακών κτητορικών κωδίκων, Α' Κώδιξ μονής Αιμυαλών (υπ αριθ. 146), σσ. 303-390, μέσα στον οποίο, το έτος 1623, υπάρχει καταχωρημένο το όνομα Δήμος Στρούζας. Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού και ειδικού Πελοποννησιολόγου ερευνητή, Τάσου Γριτσόπουλου, το καταχωρημένο ως επώνυμο Στρούζας, είναι πολύ πιθανό να καταχωρήθηκε ως δηλωτικό του χωριού καταγωγής του ατόμου, και να μην αφορά το πραγματικό επώνυμό του, γεγονός το οποίο αποδίδει σε κάποιον ειδικό λόγο διάκρισης του ατόμου από κάποιον άλλο, η ακόμη και σε σφάλμα εκείνου που έκανε την καταχώρηση, λόγω αμάθειας. Η επόμενη γραπτή μαρτυρία αλλά με σαφή αναφορά στο όνομα του χωριού "της Στρούζας", προέρχεται από ένα Ενετικό έγγραφο που βρίσκεται μέσα στα αρχεία της μονής Φιλοσόφου, το οποίο δημοσίευσε ο Τάσος Γριτσόπουλος μέσα στο βιβλίο του Μονή Φιλοσόφου, εν Αθήναις 1960. Πρόκειται για ένα έγγραφο του έτους 1694, κατεστραμένου σχεδόν στο σύνολό του λόγω φθοράς, μέσα στο οποίο υπάρχει αυτή η σαφής αναφορά στο όνομα του χωριού της Στρούζας.
  Με βάση τις αδιάσειστες αυτές ιστορικές μαρτυρίες, και με δεδομένο το γεγονός ότι, η καθιέρωση του ονόματος ενός χωριού προϋποθέτει ύπαρξη πρότερου βίου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις, συνήθως, υπολογίζεται περισσότερο του ενός αιώνα, είναι προφανές ότι, η αρχική κατοίκηση και συνεπώς το ιδρυτικό έτος της Στρούζας, θα πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον μέσα στο 16ο αιώνα (1500-1600). Το γεγονός ότι, το χωριό δεν καταγράφεται μέσα στην απογραφή πληθυσμού του έτους 1700, που πραγματοποίησαν οι Βενετοί κατακτητές (1685-1715) στην περιοχή, και είναι γνωστή ως απογραφή του Βενετού προνοητή Francesco Grimani, σε απόλυτη σχέση με το γεγονός ότι, έξι (6) χρόνια νωρίτερα, οι ίδιοι την καταγράφουν σε έγγραφό τους ως χωριό, είναι ένα ζήτημα το οποίο απαιτεί έρευνα, το αποτέλεσμα της οποίας θα συμβάλει στην ανάδειξη του ιδρυτικού της έτους. Κινούμενοι προς αυτή την κατεύθυνση, αναφέρουμε ότι, μεταξύ των δύο οικισμών, λίγα μέτρα δίπλα από την "παλιόβρυση του Πατρινού", υπάρχουν διάσπαρτα αρκετά ερειπωμένα κτίσματα, "τα χαλάσματα" όπως τα αποκαλούν οι Ριζοσπηλιώτες, τα οποία, κατά την άποψή τους, είναι κατάλοιπα του αρχικού οικισμού του χωριού τους. Επίσης, στο δρόμο που οδηγεί από την Κάτω Ριζοσπηλιά προς το χωριό Παλιόκαστρο, πεντακόσια περίπου μέτρα μετά τον οικισμό, πάνω σε έναν μικρό λοφίσκο που βρίσκεται αριστερά του δρόμου, υπάρχει μια περιοχή ονομαζόμενη "το Παλιοχώρι", στα όρια της οποίας υπάρχουν ίχνη παλιού οικισμού.
  Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η Γεωργία, η κτηνοτροφία, και η ελαιοπαραγωγή, αφού το χωριό έχει μεγάλους ελαιώνες, λόγος για τον οποίο στο παρελθόν, μέσα και έξω από το χωριό λειτουργούσαν αρκετά λιοτρίβια. Στις διάφορες απογραφές, ο πληθυσμός και των δύο οικισμών της Ριζοσπηλιάς ανά έτος ήταν: Το 1829 είχε 135 κατοίκους, το 1849 162, το 1851 191, το 1861 148, το 1879 144, το 1889 226, το 1896 187, το 1907 173, το 1920 181, το 1928 169, το 1940 175, το 1951 218, το 1961 195, το 1971 128, το 1981 81, το 1991 71, ενώ στην απογραφή του 2001 απογράφηκαν 56 άτομα. Τους χειμερινούς μήνες στη Ριζοσπηλιά κατοικούν εξήντα περίπου μόνιμοι κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι ο αριθμός τους υπερβαίνει τους εκατό.
  Τα σπίτια και των δύο οικισμών με τους μεγάλους και καταπράσινους κήπους τους, είναι αραιοχτισμένα στην κατάφυτη πλαγιά, ενώ στο κέντρο και των δύο οικισμών βρίσκονται οι πλατείες τους. Στο διάστημα μεταξύ των δύο οικισμών, είναι χτισμένος ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου, και ακριβώς δίπλα του βρίσκεται το σχολείο των οικισμών. Λίγα μέτρα πιο κάτω από τον Αγιο Νικόλαο, βρίσκεται η παλιά παραδοσιακή βρύση "η παλιόβρυση του Πατρινού", όπως την αποκαλούν οι Ριζοσπηλιώτες, από την οποία υδρευόταν η Ανω Ριζοσπηλιά. Βόρεια της βρύσης αυτής, και σε απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων, βρίσκεται το ξωκλήσι της Παναγίτσας, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 23 Αυγούστου, ενώ λίγα μέτρα βορειότερα, και σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων από τα τελευταία σπίτια της Ανω Ριζοσπηλιάς, βρίσκεται και το ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής. Στα τελευταία σπίτια νοτιοδυτικά της Κάτω Ριζοσπηλιάς, βρίσκεται το ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, και ακριβώς δίπλα του η ομώνυμη πηγή από την οποία υδρευόταν ο οικισμός. Στα παλαιότερα χρόνια, στο ξωκλήσι αυτό, στην εορτή του Αγίου Πνεύματος, γινόταν μεγάλο πανηγύρι που διαρκούσε τρεις ημέρες.
  Η περιοχή ιδιοκτησίας της Ριζοσπηλιάς, κατάφυτη από ελαιώνες, καταλήγει στον έφορο παρόχθιο κάμπο του Αλφειού ποταμού. Στον Αλφειό, καταλήγουν επίσης και τα όρια του Δήμου Δημητσάνης αλλά του νομού Αρκαδίας, αφού στην άλλη όχθη του ποταμού αρχίζουν τα όρια του νομού Ηλείας.
Στην Αθήνα λειτουργεί ο Σύλλογος των Ριζοσπηλιωτών, όπου διοργανώνει πολλές και ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Κείμενο: Γεώργιος Παν. Θεοχάρης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


ΤΕΥΘΙΣ (Αρχαία πόλη) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
  Η αρχαία Τεύθις μας αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον μεγάλο αρχαίο περιηγητή Παυσανία, ο οποίος την επισκέφθηκε τo 174 μ.Χ. και μας τηv περιέγραψε στα "Αρκαδικά" τoυ.
  Στο πέρασμα των αιώνων, η ταύτιση της Τεύθιδος με τη σημερινή της θέση, υπήρξε αντικείμενο μελέτης πολλών ελλήνων και ξένων ερευνητών. Ο πρώτος που εξέφρασε την άποψη ότι τα διάσπαρτα ερείπια που υπάρχουν μέσα στην πόλη της Δημητσάνας ανήκουν στην αρχαία Τεύθι, ήταν ο Άγγλος περιηγητής William Martin Leake που την επισκέφθηκε στις 21 Μαΐου 1805, ενώ βρισκόταν σε διπλωματική και συγχρόνως κατασκοπευτική αποστολή της κυβερνήσεώς του. Αργότερα, η ταύτιση αυτή του Αγγλου διπλωμάτη, ο οποίος είχε ξεναγηθεί στα αρχαία ερείπια της Δημητσάνας, βρήκε σύμφωνους αρκετούς μεταγενέστερους ερευνητές και ισχύει μέχρι και σήμερα. Στο μέλλον, για όσο χρονικό διάστημα θα υπάρχει έλλειψη επιγραφικών μαρτυριών, αδιάσειστων δηλαδή στοιχείων που θα μας βεβαιώσουν απόλυτα το αντίθετο, στην διεθνή επιστημονική κοινότητα η Τεύθις θα παραμένει στη θέση της σημερινής Δημητσάνας.
  Από τα σωζόμενα τμήματα του τείχους που υπάρχουν μέσα στη Δημητσάνα, οι ερευνητές πιστεύουν ότι η Ακρόπολη της αρχαίας Τεύθιδος, ήταν χτισμένη στην περιοχή του λόφου πάνω στον οποίο βρίσκονται σήμερα οι συνοικίες του Κάστρου και της Πλάτσας. Από τα πολλά και σημαντικά κατάλοιπα της Τεύθιδος, που στο παρελθόν έχουν βρεθεί διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της πόλης, οι ερευνητές εκφράζουν την άποψη ότι, η σημερινή Δημητσάνα καταλαμβάνει τον ίδιο σχεδόν χώρο που κατείχε και η Τεύθις.
Κείμενο: Γεωργίου Παν. Θεοχάρη

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ