gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 14 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΛΑΣΙΘΙ Νομός ΚΡΗΤΗ" .


Ιστορία (14)

Ανάμεικτα

ΚΑΛΟ ΧΩΡΙΟ (Χωριό) ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  Με κατοικήσεις στον ευρύτερο χώρο από τα Μινωικά χρόνια ξεκινά η ως τώρα γνωστή αρχαιολογία του χώρου.
  Η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Έντιθ Χωλ στα 1910-1912 ανέσκαψε στο λόφο του Βροκάστρου άγνωστης ονομασίας μικρό οικισμό αγροτών και κτηνοτρόφων. Στη συνέχεια έχουμε την κατοίκηση της Ιστρώνας, που το όνομά της διατηρείται πολλούς αιώνες (Αρχαϊκά χρόνια 6ος π.Χ. αιώνας έως το 18ο αιώνα μ.Χ). Λεπτομερέστερα στα 1834 σε απογραφή είχε ο Ίστρωνας 20 οικογένειες Χριστιανών και 4 μωαμεθανικές.
  Στα Ρωμαϊκά χρόνια μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ που οι Αραβες Σαρακηνοί οργιάζουν με καταστροφές σ’ όλη την Κρήτη, η Ίστρων και αργότερα ο Ίστρωνας θα αποτελεί το μοναδικό κύριο οικισμό του χώρου. Αρχαιοελληνικός ναός φαίνεται σε ερείπια κοντά στον οικισμό του Πύργου που ίσως να δώσει σε ανασκαφή στοιχεία της ιστορίας του ευρύτερου χώρου. Ίσως να είναι ο ναός του Βάκχου (Διονύσου) και ο μετέπειτα του Αγ. Σεργίου, όπως ιστορικοί αναφέρουν.
  Στα Βενετικά χρόνια ολόκληρη η κοιλάδα ξεχερσώθηκε και ήταν έρημη ως τα 1450-1500 μ.Χ, που φυτεύτηκε ελαιόδεντρα και γέμισε αργότερα νερόμυλους. Στα 1639 πρώτη φορά αναφέρεται η ονομασία Κακόν Χωρίον “κατ’ ευφημισμόν” λόγω του νοσηρού κλίματος από την ελονοσία που έφερναν τα στάσιμα νερά τω πλημμύρων μέσα στον Καλοχωριανό Κάμπο.
  Από τα 1680-1720 φαίνεται να κατοικείται ο νέος οικισμός “Αρνικού”. Από τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται ότι ο Ιστρώνας ήταν ο σημερινός Πύργος. Από τα 1876 το Καλό Χωριό αποτέλεσε οικισμό-κοινότητα που ανήκε στο Δήμο Κριτσάς ως το 1925. Στην Τουρκοκρατία 1669-1898 το Καλό Χωριό είναι γεμάτο περιπέτειες των κατοίκων του με τους αγάδες.
  Στα νεότερα χρόνια ξεκίνησε η αγροτική και τουριστική του ανάπτυξη.
(Κείμενο: Μιχάλης Γεροντής )
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.

Γεγονότα νεότερης ιστορίας

ΑΖΑΛΙ (Οικισμός) ΜΑΚΡΥΣ ΓΙΑΛΟΣ
1828
Το Δεκέμβριο του 1828 οι Κρητικοί ανατίναξαν βενετσάνικο φρούριο της περιοχής, μαζί με τους τούρκους που ήταν μέσα.

Ενετική περίοδος στην Κρήτη (1204-1669)

ΕΛΟΥΝΤΑ (Κωμόπολη) ΛΑΣΙΘΙ
  Το 1210 το νησί καταλαμβάνουν οι Ενετοί. Πρώτη μνεία του ονόματος Ελούντα έχουμε σε ένα έγγραφο του 1376.
  Οι Ενετοί φτιάχνουν αλυκές για την παραγωγή αλατιού και υπό την απειλή του τουρκικού κινδύνου αρχίζουν το 1579 την ανοικοδόμηση του φρουρίου της Σπιναλόγκας.
  Αρκετές εκκλησίες χτίζονται την ύστερη ενετοκρατία (της Ανάληψης, του Αγίου Γεωργίου στον Πόρο, του Αγίου Νικολάου στην Κατεβατή, της Παναγίας στο Ντρουβαλιά, της Αγίας Παρασκευής στο Τσιφλίκι και της Αγίας Μαρίνας στην Πλάκα.
(Κείμενο: Μανόλης Μακράκης)
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.


Καταστροφή & τέλος της πόλης

Από την Ιεράπυτνα, 155 π.Χ.

ΠΡΑΙΣΟΣ (Αρχαία πόλη) ΝΕΑΠΟΛΗ

Μάχες

Η μάχη της Κριτσάς

ΚΡΙΤΣΑ (Κωμόπολη) ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  Μεγάλη υπήρξε η συνεισφορά των Κριτσιωτών στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης και ξεχωριστή είναι η προσφορά των Τουρκομάχων καπετανέων - Αλεξομανώλη, Κοζύρη, παπα-Πόθου, καπετάν Ταβλά. Στη διήμερη μάχη της Κριτσάς που έγινε κοντά στη Λατώ οι Κριτσιώτες εισέπραξαν βαρύ τίμημα. Το χωριό πυρπολήθηκε και καταστράφηκε (Ιανουάριος 1823). Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε και η γενναία αντάρτισσα, η θρυλική Κριτσωτοπούλα.
(Κείμενο: Μανόλης Κλώντζας)
Το κείμενο παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.

Οθωμανική περίοδος (1453-1821)

ΕΛΟΥΝΤΑ (Κωμόπολη) ΛΑΣΙΘΙ
  Το 1669 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το Χάνδακα και γίνονται κυρίαρχοι της Κρήτης. Η Σπιναλόγκα θα αντισταθεί για 46 χρόνια ακόμη. Μέχρι το 1715 που την κατέλαβαν οι Τούρκοι έβρισκαν σ’ αυτή καταφύγιο οι επαναστάτες. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει την εγκατάσταση σε όλο τον ευρύτερο χώρο της Σπιναλόγκας. Η απαγόρευση αυτή και ο φόβος των πειρατών κάνουν επιφυλακτικούς τους κατοίκους που μένουν σε μικρούς κτηνοτροφικούς οικισμούς μακριά από τη θάλασσα.
  Η κατοίκηση των οικισμών (Πάνω, Κάτω Ελούντας και Μαυρικιανώ) σε μόνιμη βάση άρχισε από τα μέσα του 18ου αιώνα. Το 1834 όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής Πάσλεϋ η Ελούντα έχει 40 οικογένειες οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από τη Φουρνή.
  Η Ελούντα κάηκε το 1823 από το Χασάν πασά. Οι κάτοικοι πήραν ενεργό μέρος σε όλες τις επαναστάσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, καθώς και στους αποκλεισμούς του φρουρίου της Σπιναλόγκας. Σημαντική ήταν η προσφορά και οι θυσίες των Ελουντιανών για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης.
(Κείμενο: Μανόλης Μακράκης)
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.

Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (Πόλη) ΛΑΣΙΘΙ

Σελίδες εμπορικού κόμβου

Ιστορία του Αγίου Νικολάου

  Η ιστορία του Αγίου Νικολάου ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια όταν ήταν το λιμάνι της Λατώ, μιας δυνατής πόλης κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής Περιόδου. Το λιμάνι χρησιμοποιόταν ακόμα κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών Χρόνων και της Πρώτης Βυζαντινής Περιόδου, παρόλο που η σημασία του είχε υποβαθμιστεί αρκετά. Μετά απ' αυτό, εξαφανίστηκε από την ιστορία για να ξαναεμφανιστεί το 1206. Τότε οι Γενοβέζοι έχτισαν το κάστρο του Μιραμπέλλου και έδωσαν το όνομά του στην πόλη και τον κόλπο. Ένας σεισμός κατέστρεψε το κάστρο και δεν έμεινε ίχνος από τα ερείπιά του. Το 16ο αιώνα οι Βενετοί έδωσαν στην πόλη το σημερινό της όνομα, που το πήραν από το Παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται στη χερσόνησο του Λιμένα. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η πόλη ήταν ακατοίκητη και κατοικήθηκε ξανά μόνο μετά το 1870, κυρίως από άτομα που ξέφυγαν από την καταδίωξη των Τούρκων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Crete TOURnet


Ιστορία της Ιεράπετρας

ΙΕΡΑΠΥΤΝΑ (Αρχαία πόλη) ΙΕΡΑΠΕΤΡΑ
  Η αρχαία πόλη της Ιεράπυτνας (το όνομα είναι δωρικό) βρισκόταν στο χώρο της σημερινής Ιεράπετρας.
Βρισκόταν σε στρατηγική θέση στο μικρότερο άξονα βορρά - νότου της Κρήτης, αλλά είχε ισχυρές αντιπάλους: την Πραισό στα ανατολικά της και τη Βιάννο στα δυτικά της.
Η Πραισός ήταν η πιο ισχυρή πόλη της ανατολικής Κρήτης γύρω στο 300 π.Χ., αλλά η Ιεράπυτνα την κατέστρεψε το 155 π.Χ., για να γίνει η πόλη με την περισσότερη γη υπό την κυριαρχία της σ' όλη την Κρήτη.
Αντιστάθηκε στη ρωμαϊκή επέλαση και ήταν η τελευταία κρητική πόλη που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι. Μετά την παράδοσή της η Ιεράπυτνα έγινε σημαντικό λιμάνι λόγω της εγγύτητάς της με την Αίγυπτο. Η Ιεράπετρα διατήρησε τη σημασία της κατά τη διάρκεια της Πρώτης Βυζαντινής Περιόδου, αλλά καταστράφηκε από τους Άραβες.
Οι Βενετοί έχτισαν το κάστρο και το λιμάνι, το οποίο διεύρυναν και ενίσχυσαν το 1626. Το κάστρο πρόσφατα αναστηλώθηκε από την πολιτεία. Το 1647 η πόλη κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Απομεινάρια τουρκικής κατοχής είναι ακόμα ορατά στην παλιά πόλη κοντά στο λιμάνι.
Τέτοια απομεινάρια είναι τα ερείπια ενός τουρκικού σιντριβανιού μπροστά από ένα εγκαταλειμμένο τζαμί. Σύμφωνα με την παράδοση ο Ναπολέων πέρασε μια νύχτα εκεί στο δρόμο για την Αίγυπτο το 1798.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Crete TOURnet


Ιστορία Ιτάνου

ΙΤΑΝΟΣ (Αρχαία πόλη) ΙΤΑΝΟΣ
  Η Ίτανος ήταν ένας σημαντικός οικισμός από τους Μινωικούς Χρόνους μέχρι την εποχή του Χριστιανισμού. Η Ίτανος ήταν ιδιαίτερα ισχυρή κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Εποχής και άρχισε να ακμάζει από τον έβδομο αιώνα π.Χ. Η Ίτανος ήταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση με τους γείτονές της, αρχικά με την Πραισό, και όταν η Ιεράπυτνα κατέστρεψε την Πραισό, η Ίτανος ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιεράπυτνα. Ένας σημαντικός λόγος για τη σύγκρουση ήταν η φιλονικία για τον έλεγχο του Ναού του Δία στο Παλαίκαστρο. Η επιγραφή στη Μονή Τοπλού δείχνει ότι οι δύο πόλεις ζήτησαν τη διαιτησία της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία το 132 π.Χ. για να διευθετηθεί η σύγκρουση.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Crete TOURnet


Σελίδες επίσημες

ΚΟΥΦΟΝΗΣΙ (Νησί) ΛΕΥΚΗ
  Δεν υπάρχει καμία πληροφορία ότι υπήρχε συνοικισμός στο νησί τα τελευταία τουλάχιστο 1000 χρόνια, αλλά η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε πως κάτω από τη σιωπηλή γη του έρημου νησιού ήταν θαμμένος ένας ολόκληρος κόσμος.
  Πρώτο το χωρίο του Plinii μιλάει για νήσο Leuce στη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται «αντίθετα από το ακρωτήριο της Ιτάνου».
  Η ταύτιση του νησιού αυτού με το Κουφονήσι δεν ήταν μόνο πέρα για πέρα η ενδεδειγμένη, αλλά δημιούργησε και ιστορικές ευθύνες για τους μελετητές αφού η περίφημη επιγραφή της «Διαιτησίας των Μαγνήτων» μιλά αρκετά διεξοδικά για αυτό. Η επιγραφή αυτή που σήμερα είναι εντοιχισμένη στην πρόσοψη του καθολικού της Μονής Τοπλού μιλά για τις οριακές διαφορές μεταξύ Ιτάνου και Ιεράπυτνας και μια από τις πιο βασικές ήταν η διεκδίκηση από την Ιεράπυτνα του νησιού Λεύκη.
  Η Λεύκη ήταν σημαντικός σταθμός αλιείας σπόγγων και επεξεργασίας της πορφύρας που από ότι μας λένε οι Αριστοτέλης και Πλίνιος ο Παλιός, μαζεύονταν ζωντανά στην αρχή του Φθινοπώρου και τα συντηρούσαν σε κούρτους ώσπου να μαζευτούν πάρα πολλά γιατί κάθε ένα κοχύλι έδινε μόνο μία σταγόνα βαφής. Μετά κοπανούσαν τα πιο μικρά σε πέτρες και τα πιο μεγάλα τα τρυπούσαν και έβγαζαν από το λαιμό του μαλακίου ένα μικρό αδένα που ονομαζόταν «άνθος». Έπειτα, έβαζαν στην άλμη το γαλακτώδες υγρό, πρόσθεταν λίγο ξύδι, το άφηναν σε δοχείο στον ήλιο και σιγά σιγά το χρώμα από κίτρινο γινόταν κατακόκκινο που το αραίωναν ή το συμπύκνωναν με βράσιμο. Η βαφή αυτή που λεγόταν «πορφύρα» πουλιόταν την εποχή εκείνη όσο ζύγιζε σε ασήμι. Αν σε αυτή προσέθεταν άνθη υακίνθου, το χρώμα ήταν βιολετί, αλλά εθεωρείτο κατωτέρας ποιότητας.
  Εκτός όμως από το ότι η Λεύκη ήταν πλουτοπαραγωγική πηγή για τη μητρόπολη, φαίνεται πως συγχρόνως και η θέση της έπαιξε στρατηγικό ρόλο στην προσέγγιση πλοίων στις Ν.Α. ακτές. Η Διαιτησία που έγινε το 132 μ.Χ. δικαίωσε την Ίτανο και απέδωσε το νησί στους Ιτανίους, στους οποίους ανήκε και προγονικά. Πρώτος ο ακούραστος ερευνητής των αρχαίων Αγγλος Ναύαρχος T. B. Spratt σε επίσκεψη στο Κουφονήσι στα μέσα του περασμένου αιώνα είδε διάφορα ερείπια που τα περιγράφει με αρκετή σαφήνεια όπως ναός στα νότια με τεμάχια από μαρμάρινο άγαλμα, οικισμός στα βόρεια και δεξαμενές νερού στο κέντρο περίπου του νησιού.
  Το 1903 οι Αγγλοι αρχαιολόγοι R. C. Bosanquet και C .T. Currelly πήγαν ένα απόγευμα στο νησί και εξέτασαν βιαστικά τα όσα περιγράφει ο Spratt.
  Από τότε, το 1971 ο αρχαιολόγος Albert Leonard επισκέφτηκε το νησί και παρατήρησε προσεκτικότερα τις επιφανειακές αρχαιότητες. Αλλά χωρίς την αρχαιολογική σκαπάνη κάθε τι που γραφόταν ήταν απλώς υποθέσεις.
  Έτσι, το 1976 άρχισαν συστηματικές ανασκαφές από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Νίκο Παπαδάκη.
  Τα δύο πρώτα χρόνια στη Β.Δ. άκρη του νησιού, απέναντι από το νησάκι Μάρμαρα και σε μικρή απόσταση από την παραλία οι ανασκαφές έφεραν σε φως ένα θαυμάσια διατηρημένο λίθινο θέατρο του οποίου το κοίλο ήταν κατεστραμμένο μόνο στη δυτική πλευρά ενώ και μεγάλο τμήμα των εδωλίων του κέντρου είχε τελείως καταστραφεί. Το κοίλο έχει 12 σειρές εδωλίων και η μέγιστη χορδή του έχει μήκος 34 μέτρα.
  Η απόσταση του 12ου εδωλίου από το δάπεδο της ορχήστρας φτάνει περίπου τα 6 μέτρα. Υπολογίζεται πως το κοίλο χωρούσε περίπου 1000 άτομα. Η ορχήστρα, σχεδόν ημικύκλιο, ήταν ντυμένη με πήλινες πλάκες. Το σκηνικό οικοδόμημα, κατεστραμμένο στο δυτικό του τμήμα, θα πρέπει να έφτανε σε μήκος τα 20 μέτρα, ενώ το πλάτος του είναι περίπου 9 μέτρα.
  Μπορεί να δει κανείς το ανατολικό παρασκήνιο, το λογείο, το υποσκήνιο καθώς και την ανατολική πάροδο που ήταν στεγασμένη με θόλο. Το θέατρο είχε πλούσια διακόσμηση που λεηλατήθηκε.
  Το θέατρο καταστράφηκε με αγριότητα και πυρπολήθηκε ίσως από φανατικούς Χριστιανούς στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Στα νότια του θεάτρου, αλλά ιδίως στα ανατολικά, εκτείνεται ο συνοικισμός που φαίνεται πως είναι μεγαλύτερος από όσο είχε υπολογιστεί στην αρχή.
  Οι ανασκαφές εκεί έφεραν στο φως ένα μεγάλο σπίτι - έπαυλη από το οποίο σώζονται οκτώ πλήρη δωμάτια στα οποία εισέρχεται κανείς από μικρό, αλλά επιβλητικό πρόπυλο που κοιτά στο δρόμο που οδηγούσε στην ανατολική πάροδο του θεάτρου.
  Στο σπίτι αυτό βρέθηκαν τα μαγειρεία του καθώς και το απαραίτητο οικιακό εργαστήρι για την κατεργασία της πορφύρας και τα δύο επίσημα δωμάτια για τους ξένους που ήταν στρωμένα με ψηφίδες άσπρες και μαύρες που σχημάτιζαν γεωμετρικά σχέδια μέσα σε πλαίσια, όπως ρόμβους και σταυροειδή κοσμήματα. Στον κυρίως οικισμό ανασκάφηκε ένα άλλο μεγάλο σπίτι με δεκαέξι δωμάτια. Τα ευρήματα και η χρήση των χώρων δεν αφήνουν αμφιβολία ότι και αυτό είναι ένα τυπικό σπίτι αλιέων πορφύρας.
  Το πιο σημαντικό όμως οικοδόμημα του οικισμού - μετά το θέατρο - είναι το επιβλητικό κτήριο των δημόσιων λουτρών, το οποίο ήταν σε χρήση από τον 1ο έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Είναι γνωστή η παθολογική αγάπη που έτρεφαν οι Ρωμαίοι στα δημόσια λουτρά συνδυάζοντας τη σωματική καθαριότητα με τη γύμναση και τη συζήτηση. Τα λουτρά ήταν απαραίτητο οικοδόμημα όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και στους συνοικισμούς. Στα πλουσιόσπιτα υπήρχε ξεχωριστός χώρος, μικρογραφία των δημόσιων λουτρών, ενώ γνωστή είναι η πολυτέλεια των αυτοκρατορικών λουτρών.
  Το λουτρικό συγκρότημα του Κουφονησίου περιλαμβάνει όλους τους χώρους οι οποίοι σύμφωνα με το τυπικό των λουτρών ήταν σε χρήση σε ένα τέτοιο κτίριο: Γύρω από ένα κήπο, για την ξεκούραση των πελατών και επισκεπτών εκτείνονται τα δωμάτια όπως, το κεντρικό λεβητοστάσιο - του οποίου οι τοίχοι σώζονται σε ύψος 4 μέτρων - δύο υπόκαυστα - ίσως για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά - λουτρώνες για εφίδρωση, χλιαρό, ζεστό και κρύο λουτρό και αποδυτήρια. Σε ορισμένα δωμάτια η πολυτέλεια είναι ακόμα και σήμερα εμφανής καθώς διατηρούνται τμήματα από τη μαρμάρινη επένδυση του πατώματος και των τοίχων.
  Τέλος, στο Ν. μέρος του νησιού ερευνήθηκε ο ναός που αναφέρεται από τον Spratt που έχει συνολικές διαστάσεις 18.00 x 15.70 μέτρα με κρηπίδωμα και ο οποίος δυστυχώς έχει υποστεί εξοντωτική λεηλασία από τη λατόμευσή του - στα 1920 περίπου - για να κατασκευαστεί ένα τεράστιο κτίριο - φάρος σε απόσταση μόνο 5 μέτρων από την ανατολική στενή πλευρά του ναού που ήταν η είσοδός του, αν και στη βόρεια μακριά πλευρά του βρέθηκε και άλλη, κλιμακωτή είσοδος. Δίπλα από τη Β.Δ. γωνία του βρέθηκαν τα δύο μεγάλα κομμάτια από το κολοσσιαίο λατρευτικό άγαλμα του ναού - τα είδε και ο Spratt - που παρίστανε θεότητα καθιστή σε θρόνο τύπου κυβόλιθου. Τα δύο κομμάτια που σώζονται είναι: Το ένα κυβόλιθος με το αριστερό τμήμα της λεκάνης και το άλλο, το δεξιό πόδι από το πτυχωτό ένδυμα της μέσης μέχρι τον αστράγαλο.
  Δυστυχώς, είναι πολύ κατεστραμμένο αλλά φαίνεται ελληνιστικής εποχής. Το συνολικό του ύψος θα ξεπερνούσε τα 2,5 μέτρα.
  Πάνω του διάφοροι επισκέπτες - ναυτικοί κυρίως - έχουν χαράξει τα ονόματά τους και τις χρονολογίες, μία από τις οποίες είναι1630.
  Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά μάλλον θα είναι αλήθεια, ότι τα κομμάτια από μάρμαρο που φαίνονται ανάμεσα στο οικοδομικό υλικό του διπλανού κτιρίου του φάρου προέρχονται από το υπόλοιπο σώμα του αγάλματος που οι εργολάβοι του φάρου κομμάτιασαν για να χρησιμοποιήσουν για «σφήνες» στις πέτρες και τους τεράστιους συμμετρικούς λίθους που και αυτοί «ξεριζώθηκαν» από το ναό του οποίου σήμερα μόνο οι αναβαθμοί και το εσωτερικό γέμισμα - το δάπεδο έχει καταστραφεί - σώζονται.
  Όλο το νησί είναι γεμάτο από ερείπια που αρχίζουν από τα Π.Μ. χρόνια μέχρι τα Βυζαντινά, όπου στη δυτική ακτή σπήλαια έχουν χρησιμοποιηθεί σαν ξωκλήσια με χαράγματα αγίων και επιγραφές λατινικές με χρονολογία σε ένα, 1638. Στο ανατολικό τμήμα του νησιού υπάρχει εξάλλου το εκκλησάκι του Αι - Νικόλα, χτισμένο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα από το Ν. Ρεμουντάκη. Ο μεγαλογαιοκτήμονας Ρεμουντάκης από την Αγία Τριάδα νοίκιασε το νησί από το 1905 μέχρι το 1935. Την περίοδο αυτή διέμεναν μόνιμα 10 - 15 οικογένειες, που παρήγαγαν 85 - 100 τόνους δημητριακά το χρόνο. Παράλληλα, υπήρχαν στο νησί 25 βοοειδή, 400 - 500 αιγοπρόβατα και 5 - 6 όνοι.
  Παλιά υπήρχαν στο νησί πηγές, το νερό των οποίων θα πρέπει να κατέληγε στις ρωμαϊκές υδρομαστευτικές σήραγγες και δεξαμενές. Η θέση των πηγών θα πρέπει να βρισκόταν στο σημείο τομής δύο μεγάλων ρηγμάτων στο κέντρο του νησιού, στο οποίο φαίνεται να καταλήγει το ρωμαϊκό υδρομαστευτικό δίκτυο. Οι λόγοι για τους οποίους οι πηγές αυτές έχουν πλέον στερέψει, θα πρέπει να σχετίζεται με τις κλιματικές μεταβολές και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, την οποία μαρτυρούν τα υποθαλάσσια αρχαιολογικά ευρήματα, που φαίνονται στο βυθό στη θέση Καμαρέλες στο βόρειο τμήμα. Πιθανό οι πηγές αυτές να υπάρχουν ακόμα καλυμμένες από αμμοθίνες.
  Είναι τέτοια η έκταση των αρχαίων ερειπίων που σε συνδυασμό με το ότι το νησί δεν κατοικήθηκε ποτέ από την εποχή που κάποιο άγνωστο γεγονός το ερήμωσε ολοκληρωτικά - ίσως τον 4ο μ.Χ. αιώνα - όχι μόνο προσφέρεται για σπουδαίες και συνεχείς αρχαιολογικές έρευνες, αλλά και ο χαρακτηρισμός «μικρή Δήλος» δεν μπορεί να θεωρηθεί πως δεν ανταποκρίνεται μορφολογικά τουλάχιστο στην παρουσία του νησιού στο χώρο της αρχαιολογίας, τηρούμενων φυσικά των αναλογιών.
  Το Πανεπιστήμιο Κρήτης (Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, Τμήμα Αρχαιολογίας) έχει εκπονήσει μια «Μελέτη Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος της Νησίδας Κουφονήσι» που ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 1998. Οι προτάσεις της μελέτης αυτής θα συμβάλουν αποφασιστικά, αφενός στην προστασία του φυσικού του περιβάλλοντος και των αρχαιολογικών χώρων του νησιού και αφετέρου στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών στους Έλληνες και ξένους επισκέπτες του.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Λεύκης


ΞΕΡΟΚΑΜΠΟΣ (Οικισμός) ΛΕΥΚΗ
  Οι αρχαίοι - εκτός από τη φυσική ομορφιά του τοπίου - είχαν ήδη εντοπίσει τη στρατηγική σημασία του χώρου στη ναυσιπλοΐα των ανατολικών ακτών της Κρήτης. Έτσι, η ζωή στο χώρο αρχίζει πολύ νωρίς, γύρω στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Η ακμή του ωστόσο, πρέπει να τοποθετηθεί λίγο αργότερα, στον 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα δηλαδή στα Ελληνιστικά χρόνια. Ήταν τότε, που οι εμπορικές σχέσεις με τα Δωδεκάνησα και κυρίως με την Κάλυμνο και Ρόδο είχαν γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη. Αυτό αποδεικνύεται από τα πλούσια ανασκαφικά ευρήματα στην περιοχή, από νομίσματα, σφραγίδες, λαβές των αμφορέων που μετέφεραν κρασί, αγγεία, ειδώλια και κοσμήματα. Στο χαμηλό παράλιο ύψωμα «Φαρμακοκέφαλο» του Ξεροκάμπου ανασκάφτηκε από το 1984 μια σημαντική πόλη των Ελληνιστικών κυρίως χρόνων, με τη διεύθυνση του αείμνηστου Αρχαιολόγου Νίκου Παπαδάκη. Η πόλη εκτεινόταν σε συνολική επιφάνεια 12 στρεμμάτων και περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος του οποίου σώζεται τμηματικά το κατώτερο μέρος. Ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα, που σήμερα κοσμούν τις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Σητείας. Πάνω στο Φαρμακοκέφαλο βρίσκεται και ο μικρός ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1895, ένα χρόνο προτού ταφεί εκεί, στη ναόσχημη κατασκευή που είναι δίπλα, ο πλούσιος Ιεραπετρίτης Εμμ. Λιαπάκης, που πέθανε ενώ ταξίδευε στην Κάσο για να γλιτώσει από τους Τούρκους.
  Η ζωή στον Ξερόκαμπο συνεχίστηκε και μετά τους αρχαίους χρόνους, αφού ο τόπος αναφέρεται στην ενετική απογραφή του 1583 με 47 κατοίκους. Από τις αρχές του 17ου αιώνα φαίνεται πως αρχίζει η εγκατάλειψη και η παρακμή. Οι επιδρομές των Τούρκων στα παράλια εξαναγκάζουν τον πληθυσμό να καταφύγει στην ενδοχώρα, πιθανότατα στη Ζήρο ή στη Ζάκρο
  Έτσι ο Ξερόκαμπος απουσιάζει εντελώς από τις απογραφές των Τούρκων του 1671 και 1881, ενώ δεν αναφέρεται ούτε στην απογραφή του 1928. Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες με τη φύτευση των εκτεταμένων ελαιώνων και την ήπια τουριστική ανάπτυξη, ξαναβρίσκει ο Ξερόκαμπος την οικιστική του ταυτότητα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Λεύκης


ΣΗΤΕΙΑ (Πόλη) ΛΑΣΙΘΙ
  Η πόλη της Σητείας πιθανώς ταυτίζεται με την κλασική και ελληνιστική Ητεία ή Ήτιδα, ή Σηταία, πατρίδα του φημισμένου Μύσωνα, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, αλλά και του Βιτσέντζου Κορνάρου, ποιητή του Ερωτόκριτου. Αλλοι πάλι απορρίπτουν αυτήν την άποψη και αναζητούν την αρχαία πόλη της Σητείας σε άλλες τοποθεσίες όπου υπάρχουν ερείπια Μινωικών οικισμών.
  Το σίγουρο είναι ότι η βυζαντινή πολιτεία βρίσκεται κάτω από τη σημερινή Σητεία. Η πολιτεία έζησε μέσα από μεγάλες περιπέτειες μέχρι το 1651, όταν οι Βενετοί ξεθεμελιώσανε ό,τι άφησε ο μεγάλος σεισμός του 1508 και η επιδρομή στα 1538 του φοβερού Μπαρμπαρόσα. Ξαναχτίστηκε πάνω στα ερείπια της το 1870. Ονομάστηκε Αβνιέ, χωρίς να επικρατήσει αυτό το όνομά γιατί οι κάτοικοι αμέσως την ονόμασαν Σητεία, ενώνοντας έτσι τους κρίκους της σπασμένης αλυσίδας στην ιστορία της.
  Με την ανακατάληψή της από τους βυζαντινούς έγινε σημαντικό εμπορικό λιμάνι του Βυζαντίου με έντονη εμπορική δραστηριότητα, χαρακτήρα που κράτησε και στα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας. Οι Βενετοί ονομάζουν τη Σητεία (maximum statum et lumen ejiusdem insulae = μέγιστο σταθμό και φως του νησιού ) και την καθιστούν μέγιστο εμπορικό σταθμό του Regno di Candia για τους δρόμους της Ανατολής και της Αφρικής. Για να σταθεροποιήσουν την κυριαρχία τους οι Βενετοί χτίζουν πολλά φρούρια σε διάφορα σημεία στρατηγικής σημασίας της επαρχίας τα οποία μπορεί να δει ακόμη και σήμερα ο επισκέπτης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Δήμου Σητείας


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ