Εμφανίζονται 15 τίτλοι με αναζήτηση: Θρησκευτικές βιογραφίες στην ευρύτερη περιοχή: "ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
Το 1805 η πόλη καθαγιάζεται από το μαρτύριο του νεομάρτυρα Παρθενίου.
Ενώ μέχρι του 1804 η εβδομαδιαία αγορά εγίνετο το Σάββατον, κατόπιν
εισηγήσεων παρά τω εκπροσώπω της Κυβερνήσεως, όλων των αλλοθρήσκων, μετετέθη αυτή
εν ημέρα Κυριακή. Πάντες οι Έλληνες απέσχον της αγοράς εις ένδειξιν διαμαρτυρίας.
Επειδή δε ο ασκητεύων εν τη πλησίον του Διδυμοτείχου ευρισκομένη Μονή της Ζωοδόχου
Πηγής, ιεροδιάκονος Παρθένιος εντέδρασε σθεναρώς κατά της αδίκου και υποβολιμιαίας
ταύτης αποφάσεως του κυβερνήτου, δι' ομιλιών εν τη εκκλησία, αναπτύσσων ότι τούτο
αντίκειται εις τους θρήσκευτικούς ημών κανόνας, παρεδόθη εις τον φανατισθέντα
όχλον και υπέστη μαρτυρικόν θάνατον κατά το 1805. Έκτοτε εχρειάσθησαν αγώνες και
μετά πολλά έτη μετεφέρθη και ωρίσθη ημέρα εβδομαδιαίας αγοράς η Τρίτη, ήτις και
γίνεται μέχρι σήμερον.
(Δ. Μανάκας «ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ» "1778-1953",
Θρακικά τομ. 31ος "1959", σελ. 10).
Οι χριστιανοί έλαβαν την κεφαλή του και την έθαψαν δίπλα στο
βυζαντινό ναΰδριο του Αγίου Αθανασίου και το σώμα του έθαψαν στη συνέχεια χωριστά.
(Αθ. Γουρίδη, ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ, Μάϊος 1999, σελ. 52).
Στο Βραβείον (Brevium) υπ' αριθ. (49) ψπδ' Καλλιμάχου συμληρώσεις
εν Εκκλησιαστικώ Φάρω 1913 σελ. 536 «σ. 53» γράφεται «1805 Μαρτίου 5 εμαρτύτησαν
τον Παρθένιον τον ασχητήν εις το Διδότειχον ημέρα κυριακή ευγένοντας από την θείαν
λειτουργίαν τον εχάλασαν και ο θείος αναπαύση αυτόν».
(Ελαφρά διασκευασμένο από τα «Θρακικά», τόμ. 10ος "1938", σελ. 375).
Η επίδραση της κατάστασης για τους χριστιανούς επί σουλτάνου Σελήμ
Α' και οι πρώτες συστηματικές απόπειρες μαζικού εξισλαμισμού ήταν ιδιαίτερα έντονα
στη Θράκη. Κατά το έτος 1520 μαρτύρησαν στο Διδυμότειχο ο Ιάκωβος ο Νέος με τους
μαθητές του Ιάκωβο, διάκονο και Διονύσιο, μοναχό. Ο Ιάκωβος, αγιορείτης μοναχός,
κατά κόσμον Ιωάννης καταγόταν από την περιοχή της Καστοριάς
και είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στην Αιτωλία, όπου είχε αναπτύξει έντονη θρησκευτική
δράση. Το αποτέλεσμα ήταν να θεωρηθεί ύποπτος από την τουρκική κυβέρνηση, να συλληφθεί
και μαζί με τους δύο μαθητές του να σταλθεί αλυσοδεμένος στο σουλτάνο Σελήμ που
τότε διέμενε στο Διδυμότειχο. Οι ανακρίσεις και οι απάνθρωποι βασανισμοί στους
οποίους οι τρεις κληρικοί υποβλήθηκαν τόσο στο Διδυμότειχο, όσο και στην Αδριανούπολη
έληξαν με τον απαγχονισμό των νεομαρτύρων την 1η Νοεμβρίου του 1520 στο Διδυμότειχο.
Τα λείψανά τους θάφτηκαν από ευσεβείς χριστιανούς στο κοντινό χωριό «Αλβανιτοχώριον»
(πιθανότατα τους σημερινούς Πετράδες).
Αργότερα μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας (στα
Βασιλικά),
κοντά στη Θεσσαλονίκη.
Ειδικά το λείψανο του Αγίου Ιακώβου τεμαχίστηκε και σκορπίστηκε σε διάφορους λατρευτικούς
χώρους. Μικρό μέρος των αγίων λειψάνων των Νεομαρτύρων φυλάσσονται σήμερα στο
ναό του Αγίου Αθανασίου, στο Διδυμότειχο.(Αθ. Γουρίδη, ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ,
Μάϊος 1999, σελ. 45).
Σχετικό με τους νεομάρτυρες είναι και το παρακάτω απόσπασμα από τα
«Θρακικά», τόμ. 10ος "1938", σελ. 377: Εδώ ίσως πρέπει να αναφερθούν και οι εν
Αδριανουπόλει μαρτυρήσαντες επί Σουλτάν Σελίμ (1512-1520) διδάσκαλος Ιάκωβος και
οι μαθηταί αυτού Διονύσιος Μοναχός και Ιάκωβος διάκονος (Περικ. Γ. Ζερλέντη: Θεσσαλονίκης
Μητροπολίται εν Byzantinische Zeitschrift τομ. 12 (1903) σελ. 131-132 και Δημ.
Λουκοπούλου: Πάτερ Ιάκωβος ο Νέος που ετελείωσε μαρτυρικά στο Διδυμότειχο το 1520
«Θρακικά» τόμ. Α', σ. 329-445) οίτινες από το Μοναστήριον Προδρόμου, κείμενον
παρά τα Δερβενάκια της Αιτωλίας, συλληφθέντες και καθειρχθέντες παρά του μπέη
Τρικκάλων απήχθησαν εις Αδριανούπολιν και Διδυμότειχον όπου και εμαρτύρησαν, τα
δε οστά ανεκομίσαντο εξ Αλβανιτοχωρίου κώμης παρά την Αδριανούπολιν ο Ιεράρχης
Θεσσαλονίκης Θεωνάς και κατέθετο εν τω Ναώ του Μοναστηρίου της Αγίας Αναστασίας.
Στο τέλος του 10ου αιώνα και επί αυτοκρατορίας Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου
(976-1025) έζησε και θαυματούργησε στο Διδυμότειχο ο ασκητής άγιος Ιωάννης ο νεώτερος
ο Θράκας: τον εικονίζει, πιθανώς, η μοναδική εκκλησιαστική σφραγίδα που σώζεται
από το Διδυμότειχο και που είναι της εποχής του.
Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσ/νίκη 1993,
σελ. 13
ΠΥΘΙΟ (Κωμόπολη) ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ
Διετέλεσε μητροπολίτης Αδριανούπολης και Οικουμενικός Πατριάρχης (1813-1818). Απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη το 1821 (όπως ο διάδοχός του πατριάρχης Γρηγόριος Ε'). Η σορός του ρίχτηκε στον ποταμό 'Εβρο, ανασύρθηκε από έναν κάτοικο του Πυθίου και θάφτηκε στο σπίτι του. Η ευλογία του Πατριάρχη, συνόδευε από τότε την οικογένειά του και το χωριό του Πυθίου, όπου πολλοί ομολογούν τα θαύματά του. Με την πράξη αριθ. 403/8-7-1993 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Κύριλλος έχει ανακηρυχθεί, άγιος και τιμάται στο Πύθιο την Κυριακή του Θωμά.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Αναπτυξιακής Εταιρίας Αλεξανδρούπολης
ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
Κατά την κατάπνιξη του επαναστατικού κινήματος στη Σαμοθράκη, το φθινόπωρο του 1821, απήχθησαν από τους Τούρκους, πολλοί νέοι Σαμοθρακίτες, οι οποίοι πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και εξισλαμίστηκαν. 'Οταν έληξε η περίοδος του Επαναστατικού αγώνα, τέσσερις νέοι από τη Σαμοθράκη από αυτούς που είχαν απαχθεί με έναν Κύπριο φίλο τους, επέστρεψαν στο νησί τους και στη χριστιανική τους πίστη. 'Οταν κλήθηκαν από τις τουρκικές αρχές να απορρίψουν την χριστιανική του πίστη, αυτοί αρνήθηκαν. Οδηγήθηκαν στην τουρκική διοίκηση της Μάκρης και πέθαναν με φρικτά βασανιστήρια την Δευτέρα του Θωμά, 6-4-1835. Τιμούνται κάθε χρόνο την Κυριακή στη Σαμοθράκη και στον χώρο της ταφής τους στην Μάκρη
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Αναπτυξιακής Εταιρίας Αλεξανδρούπολης
ΤΡΑΪΑΝΟΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΕΒΡΟΣ
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής της πόλης εμφανίζεται δυναμική χριστιανική κοινότητα, όπως αποδεικνύει και το μαρτύριο της Αγ. Γλυκερίας στα 161 μ.Χ. Η Γλυκερία που γεννήθηκε στην Τραϊανούπολη και είχε ρωμαϊκή αρχοντική καταγωγή ασπάστηκε το χριστιανισμό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζουν οι βιογράφοι της, αρνήθηκε να θυσιάσει στο Δια και με την προσευχή συνέτριψε το άγαλμα του αρχαίου θεού. Η Αγία τιμωρήθηκε στην Τραϊανούπολη σταδιακά με λιθοβολισμό, φυλάκιση, κρέμασμα από τα μαλλιά, γδάρσιμο της κεφαλής και στέρηση τροφής. Ωστόσο οι διώκτες της δεν κατάφεραν να τη θανατώσουν γιατί την προστάτευε η θεϊκή δύναμη. Έπειτα μεταφέρθηκε στην Ηράκλεια, όπου την έριξαν στη φωτιά, της έγδαραν πάλι το κεφάλι και τελικά την πέταξαν στα λιοντάρια. Στη μνήμη της (γιορτάζει στις 13 Μαΐου) ανεγέρθηκε το 1966 μεγαλοπρεπής ναός δίπλα στα κτιριακά συγκροτήματα των ιαματικών πηγών.
ΦΙΛΙΠΠΟΙ (Αρχαία πόλη) ΚΑΒΑΛΑ
Η λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα τελούμενα στους ιερούς Ναούς,
όπως τα σωζόμενα μνημεία του παρελθόντος και του παρόντος-αψευδείς μάρτυρες των
γεγονότων, βοηθούν τον πιστό στην υπέρβαση των τοπικών και χρονικών περιορισμών
και στη βίωση της εν Χριστώ ενότητος και της θαυμαστής παρουσίας μέσα στον κόσμο
της Εκκλησίας.
Ο συνοδοιπόρος του Παύλου και οικείος των Φιλιππησίων Ευαγγελιστής
Λουκάς καταγράφει στο βιβλίο των πράξεων των Αποστόλων για την πρώτη επίσκεψή
τους στους Φιλίππους και το βάπτισμα της πορφυροπώλιδος Λυδίας: "Όταν είδε το
όραμα, εζητήσαμεν αμέσως να φέρωμεν εις αυτούς το χαρμόσυνον άγγελμα. Αφού λοιπόν
ξεκινήσαμε από την Τρωάδα,
επλεύσαμεν κατ'ευθείαν εις την Σαμοθράκην,
την δε επομένην εις την Νεάπολιν
(την σημερινή Καβάλα) και
από εκεί εις τους Φιλίππους, η οποία είναι η πρώτη πόλις της περιοχής εκείνης
της Μακεδονίας, μια αποικία
Ρωμαϊκή, και εμείναμεν εις την πόλιν σε μέρος κοντά εις τον ποταμόν, όπου ενομίζαμεν
ότι υπήρχε τόπος προσευχής και εκαθίσαμε και εμιλούσαμε στις γυναίκες που είχαν
μαζευθεί εκεί.Κάποια γυναίκα, από την πόλιν των Θυατείρων, ονομαζόμενη Λυδία,
η οποία επωλούσε πορφύραν, γυναίκα θεοσεβής, άκουε και ο Κύριος της άνοιξε την
καρδιά, δια να προσέχει εις όσα έλεγε ο Παύλος. Όταν εβαπτίστηκε αυτή και οι οικιακοί
της μας είπε, "Εάν με εκρίνατε ότι είμαι πιστή εις τον Κύριον, ελάτε να μείνετε
εις το σπίτι μου, και μας επίεζε..." (Πραξ. 16,10-15).
Στην πηγαία και ανεπιτήδευτη περιγραφή του πρώτου βαπτίσματος στους
Φιλίππους από τον πρωτοκορυφαίο Απόστολο Παύλο εύκολα διακρίνεται η διαδικασία
και επισημαίνονται οι βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του νέου πιστού στην
καινούργια εν Χριστώ ζωή και την ένταξή τους στους κόλπους της Εκκλησίας.Οι Απόστολοι
εκήρυσσαν "Χριστόν εσταυρωμένον" και όσοι από τους ακροατές αποδεχόταν αβίαστα
την αποστολική διδασκαλία, ακολουθούσαν την πράξη, που καθορίστηκε ήδη την ημέρα
της Πεντηκοστής. Μετανοούσαν και βαπτιζόταν στο όνομα Ιησού Χριστού εξασφαλίζοντας
έτσι την συγχώρεση των αμαρτιών τους και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (Πραξ.2,38),
την δυνατότητα να γεννηθούν στη νέα εν Χριστώ ζωή.
Στην όχθη του ποταμού Ζυγάκτη, έξω από τα τείχη των Φιλίππων, η θεοσεβής
Λυδία μαζί με άλλες γυναίκες ακούει προσεκτικά την χριστοκεντρική διδασκαλία του
Παύλου και με ανοικτή τη φωτισμένη καρδιά της αποδέχεται τη σωτήρια διδασκαλία.
Αμέσως κατεβαίνει στα τρεχούμενα νερά του νέου Ιορδάνη και βαπτίζεται μαζί με
όλα τα μέλη της οικογενείας της. Πανηγυρικά και έμπρακτα ομολογεί την πίστη της
στο Χριστό και η ομολογία επιβραβεύεται με την αποστολική πράξη της βαπτίσεως
και της επιθέσεως των χειρών επάνω στους βαπτισθέντες για να μεταδοθούν οι δωρεές
του Αγίου Πνεύματος και να ξεκινήσει η εφαρμογή στο βίο τους, όλων εκείνων που
είναι αληθινά, σεμνά, δίκαια, αγνά, αγαπητά και επιδίωξη οποιασδήποτε αρετής και
οποιουδήποτε επαίνου (Φιλ. 4,8).
Η μετάβαση όλων στο σπίτι της Λυδίας επισφράγισε το πασχάλιο μυστήριο
του Χριστού, την ολοκλήρωση της πνευματικής ευωχίας της ευλογημένης εκείνης μέρας,
κατά την οποία στο σώμα της Εκκλησίας εντάχθηκε με το βάπτισμα η πρώτη Ευρωπαία
Χριστιανή των Φιλίππων. Η Εκκλησία μας τιμά την Λυδία ως Αγία και Ισαπόστολο και
εορτάζει την μνήμη της κάθε χρόνο στις 20 Μαϊου. Στον ιερό τόπο της βαπτίσεως
της ύψωσε Ναό-Βαπτιστήριο , όπως και στην παρακείμενη όχθη του ποταμού Ζυγάκτη
καθιέρωσε υπαίθριο Βαπτιστήριο, όμοιο με εκείνα που σώζονται στις Παλαιοχριστιανικές
Βασιλικές των Φιλίππων. Τα νέα κτίσματα δεν θυμίζουν απλά τα περασμένα γεγονότα
και δεν προκαλούν ρηχά τη ρομαντική διάθεση των σημερινών Χριστιανών. Μαρτυρούν
τις Αποστολικές ρίζες της πίστεώς μας, βεβαιώνουν τη σταθερή και αναλλοίωτη λατρευτική
πράξη της Εκκλησίας μας, δια της οποίας δοξάζεται ο Ιησούς Χριστός, που είναι
ο ίδιος χθές και σήμερα και αιωνίως (Εβρ. 13,8).
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Φιλίππων
d. 1st century, feastday: March 22
d. 425, feastday: October 30
d. 1st. century, feastday: May 9 (Catholic). Bishop of Philippi, Greece, and martyr. He was a Roman mentioned by St. Paul in his Epistle to the Romans.
Hermas, a disciple of the apostle Paul, and one of the apostolic fathers. So at
least it is generally believed, and it is further supposed that he is the same
person as the Hermas who is mentioned in St. Paul's epistle to the Romans (xvi.
14). This opinion arose from the fact that at the beginning of the second century
of our era a Greek work entitled Hermae Pastor (poimen) was circulated from Rome,
and acquired a great reputation in the Christian church. We possess the work only
in a Latin translation, which seems to have been made at a very early period,
though there still exist some fragments of the Greek original, which have been
collected by Fabricius (Cod. Apocryph. N. T. iii. p. 738) and Grabe (Spicileg.
Patr. i.). The object of the author of this treatise is to instruct his readers
in the duties of the Christian life, the necessity of repentance, man's relation
to the church, fasts, prayer, constancy in martyrdom, and the like; but the manner
in which he inculcates his doctrines is of a singular kind, for he represents
them as divine revelations, which were made to him either in visions or by his
own guardian angel, whom he calls pastor angelicus, and from whom his work derives
its name. The whole.work is divided into three books: the first is entitled Visiones,
and contains four visions, which he pretends to have been ordered to commit to
writing. The subjects are mostly of an ethical nature, or the church. The second
contains 12 Mandata, which were given to Hermas by his guardian angel as answers
to questions which he had put to him. The third book, entitled Similitudines,
contains ten similes, which were likewise revealed to Hermas by his angel; and
the similes themselves are taken from a tree and a tower. By these three means,
visions, commands and similes, the author endeavours to show that a godly life
consists in observing the commands of God and doing penance; that he who leads
a godly life is safe against all temptations and persecutions, and will ultimately
be raised into heaven. The objects of the writer were thus evidently good and
noble, but some of his opinions have been very severely censured by theologians,
and the character of the author has been the subject of lively controversies down
to the present time. Most theologians are of opinion that, if not an impostor,
he was at least a person of a weak understanding, but of a lively and enthusiastic
imagination. Mosheim judges of him most severely, and treats him as a person guilty
of a most unpardonable pious fraud, and whose production is of scarcely any value.
The doctrines, however, are, on the whole, sound; and as to the form in which
they are clothed, it is impossible for us to say what induced him to adopt it.
The book itself is a sort of devotional treatise, and contains many a lesson,
encouragement and warning, which must have been useful to the early Christians,
and have comforted them under the sufferings to which they were exposed in those
times. The high estimation in which the work was held is attested by Irenaeus
(adv. Haeres. iv. 3), Clemens of Alexandria (Strom. i. 29), and Origen. (Explan.
Epist. ad Rom. 16.) According to Eusebius (Hist. Eccles. iii. 3), many indeed
doubted the genuineness of the Pastor, but others had it read in public, and regarded
it as a necessary introduction to Christianity. This latter was the case, according
to Hieronymus (de Script. Eccles. 10), more especially in those countries where
Greek was spoken; but Hieronymus himself is uncertain in his opinion, for sometimes
he calls it a useful book, and sometimes a follish one. (Comment. in Habac. i.
1.) Tertullian (de Pudicit. 10), who had judged it very severely, does not appear
to have made any deep impression upon his readers, for the fact of the Pastor
being declared an apocryphal work by several synods, does not imply any opinion
as to its value or worthlessness, but only shows that they did not regard it as
a canonical work.
One of the main reasons why the Pastor was generally held in such
high esteem was undoubtedly the belief that its author, Hermas, was the same as
the one mentioned by St. Paul, an opinion which has been maintained in modern
times by Dodwell, Wake, and others. But although there is no internal evidence
to prove that the author of the Pastor was a different person, yet the uncertainty
of the early church (see Tertull. l. c.; Euseb. Hist. Eccels. iii. 25 seems to
show that the author himself had given no clue to ascertain the identity, and
perhaps intentionally avoided giving any. Another opinion, which is based on ancient
authorities (Carm. c. Marcionem, iii. in fin.; Muratori, Antiq. Ital. mcd. aevi,
iii.), is that Hermas, the author of the Pastor, was a brother of Pius II., bishop
of Rome, who entered upon his office about the middle of the second century after
Christ. But in the first place, the authorities on which this opinion is founded
are of a very doubtful nature; and secondly, a writer of that time could not have
avoided mentioning some of the heresies which were then spreading, but of which
there is not a trace in the Pastor. Considering, moreover, that the work already
enjoyed considerable reputation in the time of Irenaeus and Clemens of Alexandria,
we must suppose that it was written either in the time of the apostles or soon
after, and that its author was either the person mentioned by St. Paul, or one
who assumed the name of that person for the purpose of acquiring a greater influence
upon the minds of his readers.
The first edition of the Pastor is that by J. Faber, Paris, 1513,
which was afterwards often reprinted. A better edition is that of Cotelier in
his Patres Apostol. Paris, 1672. It is also printed in other collections of the
fathers; but a very good separate edition, together with the Epistle of Barnabas,
appeared at Oxford, 1685, 12mo. (Cave, Hist. Lit. vol. i.; Fabric. Bibl. Graec.
vol. vii.; Mosheim, Comment. de Reb. Christ. ante Constant.; Neander, Kirchengeschichte,
vol. i.)
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Nov 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΞΑΝΘΗ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
1939
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
1281 - 1343
Mαθητής του Mακάριου και μοναχός στη Kωνσταντινούπολη,
σε ηλικία τριάντα ετών γίνεται ιερέας και στα εξήντα του επίσκοπος. Yπήρξε μάλλον
ένας από τους υποστηρικτές του Γρηγορίου Παλαμά. Aπό το 1341 (ή και νωρίτερα)
έως το 1343 υπήρξε Mητροπολίτης του Διδυμοτείχου. Πίστευαν ότι διέθετε το προφητικό
χάρισμα. Πέθανε στα 1343.
Από το Διδυμότειχο κατάγονταν και η οικογένεια των Πετραλιφών, φράγκων
ορμώμενων από το Pierre d' Aulps της Προβηγκίας οι οποίοι «κατά το Διδυμότειχον
την οίκησιν έχοντες» έδωσαν στη συνέχεια εκτός από σημαντικούς αξιωματούχους και
την ίδια βασίλισσα της Ηπείρου, αγία Θεοδώρα, σύζυγο του Μιχαήλ Β' Αγγέλου, η
οποία γιορτάζει στις 11 Μαρτίου...
(Αθ. Γουρίδη, ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ, Μάϊος 1999, σελ. 29).
Στο Δεσποτάτο της Ηπείρου εβασίλευσεν ο οίκος των Κομνηνοδουκάδων,
ο Μιχαήλ Β' η Αγία Θεοδώρα, ο πρωτογυιός τους Νικηφόρος ο Α' (1231 μ.Χ. εως και
1296) κ.ε.
Η Οσία Θεοδώρα, ήταν κόρη του Ιωάννη Πετραλίφη, άρχοντα της Θεσσαλονίκης,
επί Αλεξίου του Κομνηνού. Σε νεαρή ηλικία έλαβε σύζυγό της τον Μιχαήλ Δούκα, κατοπινό
άρχοντα της Ηπείρου. Ωστόσο παρά τις τιμές και τα αξιώματα, η Θεοδώρα παρέμεινε
ταπεινή στο φρόνημα και φρόντιζε να περιποιούνται τούς πτωχούς και αδυνάτους.
Όμως μεγάλη δοκιμασία περίμενε την Αγία όταν ο σύζυγός της μπλέχτηκε με μία πόρνη
τη Γαγρίτη και παραμέλησε εντελώς τη Θεοδώρα. Η Αγία όμως έδειξε και σ' αυτή τη
περίσταση το ψυχικό της μεγαλείο και με τη θερμή της προσευχή κατόρθωσε να επαναφέρει
το σύζυγό της στο δρόμο του Θεού. Ζήτησε συγγνώμη από τη Θεοδώρα και έζησαν μαζί
με πνεύμα Θεού. Μετά το θάνατό του η Αγία αποσύρθηκε στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου,
πού η ίδια έκτισε και έζησε ασκητική ζωή έως την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς της.
(Από την ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Ο Μιχαήλ Β' για να επανορθώση το βαρύ του παρελθόν -τότε που φέρθηκε
άθλια στην Δούκαινα Θεοδώρα- διάλεξε ένα πανέμορφο τόπο (20' περιπου έξω από την
Αρτα) για να κτίση μοναστήρι' το περίφημο Μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς. (...)
Ευσεβής και ευγνώμων στο Θεό ψυχή, μέσα στην Αρτα
έκτισε το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Σκοπός μας δεν είναι να ιστορίσουμε το
κτίσμα, αρχιτεκτονικά κάτι άλλο σπουδαιότερο από τους ρυθμούς και τη χρονολόγησι
των μελών του είναι ο θησαυρός του. Και θησαυρός της Μονής του Αγίου Γεωργίου
είναι το σκήνωμα της Αγίας Θεοδώρας, η οποία έδωσε το όνομά της στον ναόν, ο οποίος
μετά τον θάνατόν της μετωνομάσθηκε εις Ναόν της Αγίας Θεοδώρας που είναι και πολιούχος
της Αρτας.
Όταν το 1271 ο Μιχαήλ Β' ετελείωσε την επίγεια ζωή του, η αγία Βασίλισσα,
ελεύθερη από τα καθήκοντά της στο Παλάτι, προχώρησε αποφασιστικά στο μέγα καθήκον,
όπως τώνοιωθε και το ποθούσε: στης ψυχής της το χρέος. Σπεύδει στο μοναστηρι του
Αγίου Γεωργίου. Αφίνει πίσω της βασιλική αλουργίδα και ζώνεται «το λέντιο της
διακονίας». Παίρνει σειρά στα διακονήματα και τα αγωνίσματα του μοναστηριού. Πόσο
εύκολα ξεντύθηκε την βασίλισσα και ντύθηκε την μοναχή, με εσωτερική γαλήνη και
υποταγή εγκάρδια σε ό,τι απαιτούσε πλέον η μοναχική της ιδιότης! Καμμία διάκρισις,
καμμία εξαίρεσις την βασίλισσα την θυμόταν μονάχα, όταν επρόκειτο να υπερασπισθή
κάποιον αδικούμενον, ορφανόν, χήραν... όταν κάποιοι πτωχοί την είχαν ανάγκην,
όταν την αποζητούσεν η ανθρώπινη θλίψις για να παρηγορηθή!... Κι αυτό γινόταν
συχνά - πυκνά. Και το σπουδαίον κατόρθωμά της, ότι ζη ασκητικά, με γνησίαν ταπείνωσιν
και αγάπην προς τις συμμονάστριές της, με αυτοπροσφορά στον Θεόν της αγάπης. «Θυσία
δεκτή προσενήνεξαι (προσεφέρθης) Θεώ και ολοκαύτωσις, δια νηστείας και δεήσεως
προκαθαρθείσα (προκαθαρισθείσα) τω σώματι όθεν σε ουρανίω τραπέζη ως βασιλίδα
παραδέχεται, ο Βασιλεύς και ποιητής και πάντων Κύριος» λέει ένα της τροπάριον.
Δέκα χρόνια ζη και ασκείται στο Μοναστήρι και το στολίζει και το πλουτίζει
με πλήθος αφιερώματα, και οικοδομικές προσθήκες απαραίτητες. Μετά δέκα χρόνων
ασκητική ζωή (1281) αναπαύεται σ' ένα τάφο, τον τάφο της Αγίας μέσα στον ναόν.
Την αδιατάρακτον γαλήνην του την διέκοψε το 1873 η σκαπάνη που άνοιξε τον τάφον
προκειμένου να γίνη η ανακομιδή των λειψάνων της Αγίας.
Από τότε, κάθε χρόνο στις 11 Μαρτίου, η Αγία της Αρτας, περπατάει
με την Εικόνα της και τα άγια λείψανά της στα χέρια «ιερέων ευλαβών» στους δρόμους
της Πρωτεύουσάς της, ανάμεσα από πλήθη πιστών της Αρτας -και ξένων- στα οποία
η Αγία της υπομονής χαρίζει την ευλογίαν του ουρανού, μαζί με τα θαύματά της,
τα οποία της εδόθησαν από τον Θεόν ως αντίδοσις των δωρεών που πρόσφερε συνέχεια
στον Θεόν μας και τους αδελφούς Χριστιανούς με καρτερίαν, γενναιότητα και δραστηρίαν
ταπεινοφροσύνην.
(Το παραπάνω κείμενο είναι αποσπάσματα που άντλησα από το άρθρο «Ειρηνικά
έργα» του Ορθόδοξου Χριστιανικού Νεανικού Περιοδικού «Προς την Νίκην», μηνός Μαΐου
2002 - τεύχος 627, σελ. 150-151).
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!