gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 7 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΕΧΕΔΩΡΟΣ Δήμος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ" .


Ιστορία (7)

Σελίδες επίσημες

ΔΙΑΒΑΤΑ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Το Dudular ήταν τούρκικο τσιφλίκι ευρισκόμενο δυτικά του Χαρμάνκιοι και βόρεια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση η ονομασία του οικισμού προέρχεται από τον τούρκικο γυναικείο τίτλο "Dudu" (όμορφη κυρά), τον οποίο έφερε κάποια επώνυμη μουσουλμάνα κάτοικός του. Αγνωστο είναι αν το Ντούντουλαρ έχει κάποια σχέση με το δημοφιλή λαϊκό χορό "ντούντουλο", ο οποίος χορευόταν σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, κυρίως την τρίτη ημέρα του Πάσχα, με τη δοξασία ότι εμπεριείχε το στοιχείο επίκλησης της βροχής.
  Το Ντούντουλαρ ανήκε στο μουκατά των χωριών των καρβουνιάρηδων και οι κάτοικοί του ήταν υποχρεωμένοι να παρασκευάζουν και να παραδίδουν ετήσια στο τουρκικό δημόσιο ορισμένη ποσότητα ξυλοκάρβουνων για τις ανάγκες των Σιδηροκαυσίων (Μαντεμοχώρια Χαλκιδικής). Παράλληλα οι κάτοικοι του τσιφλικιού ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Τους 15ο-16ο αιώνες το Ντούντουλαρ διέθετε 21 σπίτια, τα οποία αυξήθηκαν σε 34 κατά τους 17ο-18ο αιώνες. Το 1694 όλοι οι κάτοικοι του οικισμού ήταν χριστιανοί, πλήρωσαν δε τότε ispense 200 άσπρα.
  Οι κάτοικοι του Ντούντουλαρ εκκλησιάζονταν στο ναό του Αγίου Δημητρίου, που κτίσθηκε το 1853 και αποτελεί σήμερα διατηρητέο εκκλησιαστικό μνημείο. Ο ναός αυτός βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικισμού των Διαβατών, μέσα στον περίβολο του τοπικού νεκροταφείου. Το τέμπλο του ναού αποτελεί ξυλόγλυπτο έργο τέχνης, διακοσμημένο με αξιόλογες εικόνες αγιογράφων της Κουλιακιάς. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού του Αγίου Δημητρίου αποτελούν οι πολλές σλάβικες επιγραφές, στοιχείο ενδεικτικό της προσχώρησης των κατοίκων του Ντούντουλαρ στη σχισματική εκκλησία της Βουλγαρίας.
  Κατά το σχολικό έτος 1894-1895 στο ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο του Ντούντουλαρ φοιτούσαν 14 μαθητές και δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1906 το γραμματοδιδασκαλείο του οικισμού ήταν βουλγάρικο και φοιτούσαν σ' αυτό 20 μαθητές.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα το Ντούντουλαρ ανήκε στην ιδιοκτησία του Σκενδέρ πασά και κατοικούνταν από 26 βουλγάρικες οικογένειες, που αριθμούσαν 156 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΕΧΕΔΩΡΟΣ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Ο Εχέδωρος ήταν ανέκαθεν χείμαρρος, ο οποίος πάντοτε είχε περιορισμένες ποσότητες νερού. Μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι τα νερά του Εχεδώρου δεν έφθασαν για να ξεδιψάσει ο στρατός του Ξέρξη. Ο Εχέδωρος πηγάζει από τους πρόποδες του βουνού Κερκίνη και δια μέσου των στενών "Νάρες" εισέρχεται στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Κατά την αρχαιότητα η κοίτη του ποταμού απείχε από τη Θεσσαλονίκη περί τα οκτώ χιλιόμετρα και κατέληγε στο έλος, που υπήρχε δίπλα στις εκβολές του Αξιού. Η πρώτη ονομασία του ποταμού ήταν "Ηδωνός". Η ονομασία αυτή προέρχεται από τους Ήδωνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις όχθες του στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Εν τούτοις κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός με τις ονομασίες "Εχέδωρος", "Εχείδωρος" και "Χείδωρος". Όλες αυτές οι ονομασίες προέρχονται από τη σύνθεση του ρήματος "έχω" και του ουσιαστικού "δώρο", το οποίο συμβολίζει προφανώς τον άφθονο χρυσό, που περιείχαν τα νερά του ποταμού.
  Το "Etymologicon Magnum Lexikon", που γράφτηκε από μοναχούς κατά τη βυζαντινή περίοδο, αναφέρει τα εξής για τον Εχέδωρο "Ποταμός της Μακεδονίας, ο πρότερον Ηδωνός καλούμενος. Ο έχων δώρα. Χρυσού γαρ καταφέρων ψήγματα, οι εγχώριοι αρύονται δέρματα αιγών κείραντες και καθιέντες εις το ύδωρ". Από τις φράσεις αυτές πληροφορούμαστε τόσο την προέλευση της ονομασίας του ποταμού, όσο και τον τρόπο, με τον οποίο οι κάτοικοι των παρόχθιων περιοχών του συνέλεγαν το ευγενές μέταλλο. Ο τρόπος αυτός ήταν η ρίψη γιδοπροβιών στα νερά του ποταμού και η "αγκίστρωση" των ψηγμάτων του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους. Στο προαναφερθέν βυζαντινό λεξικό διατυπώνεται διαζευτικά και μία άλλη εκδοχή της προέλευσης της ονομασίας του Εχεδώρου. Συγκεκριμένα αναγράφεται η φράση "...ή από Δώρου τινός Αρκάδος, ός συμμαχών Αλεξάνδρω τω Φιλαδέλφω, εμπεσών ποταμώ, αίτιος γέγονε της ονομασίας".
  Σύμφωνα με τον καθηγητή Μ. Τιβέριο η εκμετάλλευση του χρυσού του Εχεδώρου άρχισε πιθανότατα κατά τη μέση γεωμετρική εποχή. Αυτό συνάγεται από το γεγονός, ότι κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά σημαντικές ποσότητες εισαγμένης γεωμετρικής κεραμικής από την Αττική και την Εύβοια. Η επείσακτη αυτή κεραμική, που εντοπίσθηκε τόσο στη "διπλή τράπεζα" της Αγχιάλου, όσο και σε ορισμένους τάφους του αρχαίου νεκροταφείου της Σίνδου, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι νότιοι Έλληνες αντάλλασαν τα πολύτιμα αγγεία τους με το χρυσό του Εχεδώρου. Η προβειά συλλογής του χρυσού, που ονομαζόταν "κως", προσέδωσε πιθανότατα στον ποταμό και την ονομασία "Γαλλικός". Οι χρήστες της προβειάς έδωσαν συμβολικά σ'αυτήν τον επιθετικό προσδιορισμό "καλή", εξ αιτίας της πολύτιμης ιδιότητάς της. Σταδιακά οι δύο λέξεις "καλή" και "κως", συγχωνεύθηκαν και διαμόρφωσαν τη λέξη "καλλικώς", η οποία έγινε "γαλλικώς", διότι στη μακεδονική διάλεκτο το γράμμα "γ" χρησιμοποιούνταν αντί του "κ". Δεν έχει προσδιορισθεί χρονικά η μετονομασία του Εχεδώρου σε Γαλλικό. Πάντως κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν σε χρήση οι ονομασίες "Γαλλικός", "Γαλικός" και "Γαλυκός". Ειδικότερα, ο Ι. Καντακουζηνός αναφέρει "...ήλθεν εις Γαλικόν, ποταμόν τινά εγγύς Θεσσαλονίκης", ο δε Ν. Βρυένιος γράφει "...επεί προς ποταμόν γέγονεν, ον Γαλλικόν καλούσιν εγχώριοι...".
  Ο Γερμανός αρχαιολόγος Α.Struck ισχυρίζεται, ότι η ονομασία του Γαλλικού έλκει την προέλευσή της από τους Γαλάτες, οι οποίοι εποίκισαν την περιοχή του ποταμού κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Ανάλογη άποψη διατυπώνει και ο ιστορικός ερευνητής Γ. Σταυρίδης, που ισχυρίζεται ότι ο Εχέδωρος μετονομάσθηκε σε Γαλλικό προς εξευμενισμό των Γαλατών, οι οποίοι επέδραμαν στη Μακεδονία το 279 π.Χ.
  Ο Αγγλος ιστορικός Ν. Hammond, ερμηνεύοντας μία παράγραφο του βιβλίου "Περί Κτισμάτων" του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (6ος αι.), ταυτίζει τον αναγραφόμενο σ'αυτήν ποταμό "Ρήχιο" με τον Εχέδωρο. Πρόκειται προφανώς για λανθασμένη εκτίμηση, αφού Ρήχιος ονομάζεται ένας μικρός ποταμός, που δια μέσου των στενών της Ρεντίνας εκβάλλει στο Στρυμονικό κόλπο. Φαίνεται, ότι ο Ν. Hammond παρασύρθηκε τόσο από τη φράση του Προκοπίου, ότι ο ποταμός αυτός έρρεε "όχι πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη", όσο και από τον προβληματισμό της έκδοσης του "University Harvard Press" μήπως ο αναγραφόμενος στο κείμενο αυτό του Προκοπίου ποταμός είναι ο Αξιός.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΝΕΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το Αραπλί (Ν. Μαγνησία)
  Το Arapli βρισκόταν νότια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών, δίπλα στην ανατολική κοίτη του Γαλλικού ποταμού. Αρχικά ήταν χωριό, αλλά στη συνέχεια έγινε τούρκικο τσιφλίκι. Η ονομασία του οικισμού προέρχεται πιθανότατα από την τοπική κατάληξη "li" και την τούρκικη λέξη "arap", η οποία σημαίνει "αράπης", και μάλλον οφείλεται στο μελαψό χρώμα των κατοίκων του.
  Το Αραπλί ανήκε στο μουκατά των φυλάκων λιβαδιών και οι κάτοικοί του έτρεφαν άλογα, φοράδες και καμήλες για τις ανάγκες του τουρκικού δημοσίου.
  Το 17ο αιώνα το Αραπλί είχε μόλις οκτώ σπίτια, ενώ το 1771 οι χριστιανοί κάτοικοί του πλήρωσαν ispense 540 άσπρα. Το 1715 πέρασε από το Αραπλί ο Κωνσταντίνος Διοικητής επικεφαλής σώματος βλάχων, οι οποίοι ακολουθούσαν στην Πελοπόννησο τον τουρκικό στρατό, στην εκστρατεία του κατά των Βενετών. Ο Διοικητής έγραψε στο ημερολόγιό του, ότι υπήρχαν στο Αραπλί επτά μαρμάρινα αγάλματα, τα οποία τοποθετήθηκαν προς τιμή των επτά πασάδων, που φονεύθηκαν πολεμώντας στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης.
  Μετά το εκκλησιαστικό σχίσμα οι ελάχιστοι κάτοικοι του Αραπλί προσχώρησαν στη βουλγάρικη Εξαρχία. Έτσι το 1906 το Αραπλί είχε 15 σχισματικές οικογένειες, που εξυπηρετούνταν από το Βούλγαρο ιερέα του Ντούντουλαρ, ο οποίος ιερουργούσε στο μικρό ναό του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός αυτός κτίσθηκε το 1864 και κατεδαφίσθηκε το 1974, μετά τα θυρανοίξια του νέου ενοριακού ναού. Στους ελάχιστους μαθητές του Αραπλί δίδασκε το 1906 Βούλγαρος δάσκαλος.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στο Αραπλί αρκετές οικογένειες γηγενών, που μετοίκησαν εκεί από τον οικισμό Μπάλτζα (Μελισσοχώρι), ο οποίος βρισκόταν στις βόρειες κλιτείς του βουνού Σεβρί Τεπέ.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Τεκελί

ΣΙΝΔΟΣ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Το Tekyelu ήταν τούρκικο τσιφλίκι, που ανήκε στο βακούφι του Γαζή Εβρενός μπέη και στο μουκατά των φυλάκων λιβαδιών (koryciyan). Για την προέλευση της ονομασίας του οικισμού υπάρχουν δύο εκδοχές, από τις οποίες η μία θεωρεί, ότι αυτή είναι παράγωγο της τούρκικης λέξης "teke" (μοναστήρι μουσουλμάνων δερβίσηδων) και η άλλη, ότι η ονομασία προέρχεται από την τούρκικη λέξη "tecelli" (τύχη, πεπρωμένο). Η πρώτη εκδοχή στηρίζεται στην πιθανολόγηση, ότι το Τεκελί αποτελούσε εξάρτημα κάποιου τεκέ της Θεσσαλονίκης, προς τον οποίο οι κάτοικοι του τσιφλικιού κατέβαλλαν ένα μέρος από την ετήσια σοδειά των προιόντων τους, η δε δεύτερη στηρίζεται στη λαϊκή παράδοση που ήθελε το Τεκελί τόπο ιερό και αλώβητο από ασθένειες και κακουχίες.
  Κατά τους 17ο-18ο αιώνες το Τεκελί ήταν κατά ένα μέρος τσιφλίκι και κατά το υπόλοιπο μέρος χωριό(μικτός οικισμός), κατοικούνταν δε από 22 χριστιανικές και τρεις μουσουλμανικές οικογένειες. Το 1771 το Τεκελί πλήρωσε ispense 1960 άσπρα κατ' αποκοπή.
  Το 1886 ο οικισμός είχε περίπου 60 σπίτια, ενώ κατά την απογραφή του 1905 καταγράφηκαν 57 σπίτια, που κατοικούνταν από 280 ορθόδοξους ελληνοφρονούντες και τρία σπίτια, που κατοικούνταν από 18 σχισματικούς βουλγαρίζοντες. Το 1839 πέρασε από το Τεκελί ο διάσημος Γερμανός βοτανολόγος H. Grisenbach, ο οποίος αναφέρει, ότι αυτό ήταν ένα "μικρό βουλγάρικο χωριό". Στο χαρακτηρισμό αυτόν προέβη ο Grisenbach παρασυρθείς προφανώς από το σλαβοφανές γλωσσικό ιδίωμα, που μιλούσαν οι κάτοικοί του. Ο ίδιος περιηγητής έγραψε, ότι στο Τεκελί υπήρχε ταχυδρομικός σταθμός, όπου ξαπόσταιναν οι ταχυδρομικοί αμαξάδες και οι διάφοροι ταξιδιώτες.
  Στα μέσα του 19ου αιώνα πέρασε από το Τεκελί ο Aγγλος περιηγητής Ε. Clarke, ο οποίος χαρακτηρίζει τον οικισμό "αξιοθρήνητο χωριό", στο οποίο υπήρχαν πολλές αρχαιότητες. Μεταξύ αυτών ο Clarke αναφέρει την ύπαρξη διαφόρων γρανιτένιων κολωνών και μιας ωραιοτάτης καλύπτρας από ένα τεράστιο μαρμάρινο "Soros". Ο Clarke προσέδωσε το χαρακτηρισμό αυτό ίσως στην ογκώδη λαξευμένη πέτρα, η οποία βρίσκεται τοποθετημένη στην κεντρική πλατεία της Σίνδου.
  Τελευταίος ιδιοκτήτης του Τεκελί υπήρξε ο δραστήριος "ντονμές" Χαμντή μπέης, ο οποίος διετέλεσε επί δεκαπενταετία δήμαρχος Θεσσαλονίκης (1893-1908). Η δημαρχιακή θητεία του Χαμντή μπέη υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής, αφού εξωράισε τη Θεσσαλονίκη και βελτίωσε σημαντικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων της.
  Από τα αξιολογότερα έργα του Χαμντή μπέη ήταν η ίδρυση των θαλάσσιων λουτρών στην περιοχή του Λευκού Πύργου, η κατασκευή των σφαγείων της Θεσσαλονίκης στα δυτικά του Μπέχτσιναρ και η χρηματοδότηση του συστήματος υδροδότησης της πόλης από πηγάδια, που ανοίχθηκαν στην περιοχή της Κασκάρκας (Καλοχώρι). Η οικογένεια του Χαμντή μπέη είχε ευρωπαική μόρφωση και ξεχώριζε από τη μεγάλη μάζα των αγροίκων και απολίτιστων Τούρκων. Είναι αξιοσημείωτο, ότι στο κονάκι τους, που βρισκόταν στο κέντρο του Τεκελί, υπήρχαν δύο πιάνα και μία πλούσια βιβλιοθήκη!!! Το κονάκι του Χαμντή μπέη ήταν ένα επιβλητικό τριόροφο κτίσμα, δίπλα στο οποίο υπήρχε μία τεράστια ξύλινη σιταποθήκη, όπου τοποθετούνταν τα γεννήματα του τσιφλικιού. Σε μικρή απόσταση από το κονάκι βρισκόταν ένα κυκλικό διώροφο κτίσμα, στο οποίο διέμενε ο επιστάτης του τσιφλικιού, ο επονομαζόμενος "σούμπασης".
  Οι κάτοικοι του Τεκελί καλλιεργούσαν τις εκτεταμένες εκτάσεις του τσιφλικιού με το σύστημα της επίμορτης αγροληψίας, δηλαδή της απόδοσης μέρους της παραγωγής στο γαιοκτήμονα. Το τσιφλίκι του Τεκελί ήταν οργανωμένο σε ευρωπαικά πλαίσια, θεωρούνταν δε από τα καλύτερα τσιφλίκια της Μακεδονίας, παρά το γεγονός ότι τα εδάφη του, ως αλατούχα, ήταν ακατάλληλα για γεωργική καλλιέργεια. Οι Τεκελιώτες ασχολούνταν επίσης με τη συντήρηση των λιβαδιών, που υπήρχαν στην περιοχή τους και με την εκτροφή καμηλών και αλόγων, που ανήκαν στο τουρκικό δημόσιο. Επίσης αρκετοί κάτοικοι του Τεκελί εργάζονταν στους σταύλους του τσιφλικιού, όπου εκτρέφονταν αγελάδες, άλογα, βουβάλια και βόδια.
  Το Τεκελί απείχε αρκετά από τις κοίτες του Αξιού και γι' αυτό δεν υπέφερε ιδιαίτερα από τις πλημμύρες του. Εν τούτοις ο οικισμός αντιμετώπιζε κάποιες φορές τις αιφνίδιες πλημμύρες Γαλλικού, του απρόβλεπτου χειμάρρου ο οποίος κατέβαζε απότομα τεράστιες ποσότητες νερών, που κατέκλυζαν σπίτια, κατέστρεφαν σπαρτά και έπνιγαν ζώα. Μάλιστα εξ αιτίας του επανειλημμένου πνιγμού πολλών ζώων, που βοσκούσαν αμέριμνα στην περιοχή του Γαλλικού, αυτός επονομάσθηκε από τους γηγενείς "γομαροπνίχτης".
  Στο κέντρο του Τεκελί βρισκόταν ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, που κατεδαφίσθηκε το 1966. Το Μάιο του 1906 επισκέφθηκε το Τεκελί ο σχολικός επιθεωρητής Δ. Σάρρος, ο οποίος διαπίστωσε, ότι ο ιερέας του οικισμού ήταν "...επιπόλαιος και οκνηρός, μη θέλων να επισκέπτηται τα ελληνοφρονούντα τσιφλίκια Κάτω Καβακλί, Λάπραν, Κωλοπάντσι, ένθα επί αμοιβή προσκαλείται προς ιεροπραξίαν". Δίπλα στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου υπήρχε το "ευάερο και διώροφο" γραμματοδιδασκαλείο του Τεκελί, όπου κατά το σχολικό έτος 1894-1895 φοιτούσαν στο γραμματοδιδασκαλείο 29 μαθητές και δίδασκε ο δάσκαλος Δημ. Παπαγεωργίου, για τον οποίο ο Σάρρος αναφέρει, ότι "εργάζεται μετά πολλού ζήλου εκεί, αγωνιζόμενος κατά το δυνατόν και προς διάδοσιν της ημετέρας γλώσσης".
  Tο Τεκελί διέθετε πολλά αρτεσιανά νερά, τα οποία ανέβλυζαν από σωλήνες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία του τσιφλικιού. Ένας απ' αυτούς ήταν τοποθετημένος μπροστά στο ναό, ένας άλλος βρισκόταν στο κονάκι του μπέη, όπου υπήρχε μεγάλη στέρνα, από την οποία ποτίζονταν τα πολλά ζώα του τσιφλικιού και ένας τρίτος βρισκόταν κοντά στο Γαλλικό. Ο εντυπωσιακός πίδακας που σχηματίζονταν από το αναβλύζον νερό αυτού του σωλήνα έμοιαζε με φουστάνι, γι' αυτό και η ευρύτερη αγροτική περιοχή ονομάσθηκε "Φουστανλί", δηλαδή "τόπος του φουστανιού". Έξω από το Τεκελί υπήρχαν διάσπαρτοι βαλτότοποι, γεμάτοι αυτοφυή υδροχαρή φυτά, κυρίως καλάμια και βρέζια, ενώ στις όχθες του Γαλλικού υπήρχαν αμέτρητες άγριες λεύκες και ιτιές. Η παρθένα βλάστηση της περιοχής του Τεκελί ευνοούσε τη διαβίωση πολλών άγριων ζώων, όπως αγριογούρουνων, λύκων, τσακαλιών και αλεπούδων.
  Στην περιοχή του Τεκελί ξεχειμώνιαζαν μαζί με τα κοπάδια τους πολλές νομαδικές οικογένειες Βλάχων, που μίσθωναν από τον ιδιοκτήτη της διάφορες εκτάσεις, για το χρονικό διάστημα από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) έως τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου). Τότε οι βλάχικες οικογένειες έσφαζαν το πρώτο αρνί τους και ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν τα χειμαδιά για να επιστρέψουν στα προσφιλή τους βουνά.
  Μία ενδιαφέρουσα περιγραφή του Τεκελί επιχειρεί ο Κουλιακιώτης ποητής Γ. Παπούλιας, στο ομώνυμο ποίημά του, που γράφηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γεώργιος Χ. Παπούλιας γράφει, ότι το Τεκελί απείχε από τη Θεσσαλονίκη δύο ώρες παρά ένα τέταρτο και είχε 60 σπίτια, ανάμεσα στα οποία δέσποζε το τριόροφο κονάκι του Χαμδή μπέη, τον οποίο επαινεί για τη φιλανθρωπία και την ευγένειά του. Επίσης ο ποιητής αναφέρει, ότι στο χωριό υπήρχε ένας αλευρόμυλος, ένα παντοπωλείο, ένα χάνι και απειράριθμα βουβάλια, χήνες και κούρκοι. Τέλος ο ποιητής υπογραμμίζει, ότι δεν έχει δει άλλο πιο όμορφο τσιφλίκι και με προφητικό τρόπο εύχεται "Πιστεύω δε τα σπίτια ταχέως να πληθύνουν και όσα είναι σήμερον, τριπλάσια να γίνουν".

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Η απελευθέρωση της Σίνδου

  Πράγματι το πρωί της 24ης Οκτωβρίου άρχισε η διάβαση του Αξιού. Γράφει σχετικά ο Κ. Ζωρογιαννίδης "24η Οκτωβρίου. Την 5η πρωινή ώρα η Μεραρχία ολόκληρος εξεκίνησεν εκ Καιλί λαβούσα την προς την ζευχθείσαν ήδη γέφυραν επί του Αξιού, δια του χωρίου Κουλακιά, ένθα αφίκετο τη 12η ώρα περίπου και ένθα μετά μικράν στάσιν επλησίασε την γέφυραν και ήρξατο διαβαίνουσα ταύτην τμηματικώς. Ο απαιτηθείς χρόνος προς την τοιαύτην διάβασιν εχρησίμευσεν ως μεγάλη στάσις." Ενώ όμως η 7η μεραρχία διήλθε τον Αξιό, οι λόχοι μηχανικού της 1ης και 2ης μεραρχίας συνέχισαν ν’αντιμετωπίζουν δυσκολίες για την επισκευή της κατεστραμμένης σιδηροδρομικής γέφυρας στο ύψος του Κίρτζιλαρ. Ως εκ τούτου ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού παρέμενε καθηλωμένος δυτικά του Αξιού, καθ' όλη την 24η Οκτωβρίου και μόνο το πρωί της επομένης κατέστη δυνατή η διέλευσή του.
  Για την περιπετειώδη αυτή διέλευση γράφει ο Σπύρος Μελάς "Περάσαμε κάποτε τη μεγάλη και πολύτοξη σιδηροδρομική γέφυρα του Αξιού, στρωμένη με σανίδια, που φρουρούσε με εφ' όπλου λόγχη μικρό απόσπασμα πεζικού, αφού αφήσαμε πίσω μας πλήθος βλητοφόρα συζυγαρχιών πυροβολικού, κάρα εφοδιοπομπών κι ένα αυτοκίνητο, που είχαν κολλήσει στο λασποβαλτότοπο και τώρα μ' αγώνες πολλούς πάσκιζαν να τα ξεκολλήσουν οι άνδρες, ζεύοντας βουβάλια, που είχαν επιτάξει από τα γειτονικά χωριουδάκια. Κάτω από τη γέφυρα, το ποτάμι, ο περίφημος Βαρδάρης κυλούσε ορμητικό και βαθύ, αναδεύοντας τους λευκούς πλοκάμους των ιτιών, που γερτές από τις όχθες ψιθύριζαν λυπητερά. Μπήκαμε ύστερα στο Τοψίν, μικρό συνοικισμό με πλινθόκτιστα σπίτια, όπου είχαν στριμωχθεί ένα δύο τάγματα ευζώνων. Στον εξώστη μεγάλου σπιτιού, πού 'μοιαζε με στρατώνα ενώ χρησίμευε για γεωργική σχολή, κυμάτιζε η γερμανική σημαία σαν σκιάχτρο σπουργιτιών σ' αμπέλι".
  Στο μεταξύ από το πρωί της 24ης Οκτωβρίου έφθασαν στο Τεκελί το σώμα προσκόπων και η ευζωνική ταξιαρχία, ενώ η ταξιαρχία ιππικού κατευθύνθηκε στο Βαθύλακο δια μέσου του Τεκελί, του Ίγγλις (Αγχίαλος) και του Μπογαρίοβου (Ν.Μεσημβρία).
  Για την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Τεκελί γράφει ο Αλ. Ζάννας "Επί τέλους έφθασε η ώρα της πορείας προς την πόλη της Θεσσαλονίκης. Περάσαμε τη γέφυρα και τραβήξαμε ολοταχώς προς το Τεκελί, 10 χιλιόμετρα περίπου από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί συναντηθήκαμε πάλι με την 7η μεραρχία, την Ταξιαρχία Κωνσταντινόπουλου και την Ταξιαρχία Ιππικού. Στο Τεκελί, σημερινή Σίνδο, μείναμε 36 ώρες πάλι χωρίς κανένα λόγο. Εκεί μας βρήκαν μερικοί νέοι από τας Αθήνας φρεσκοξυρισμένοι, βγαλμένοι από το κουτί, γιατί δεν πρόφθασαν οι καυμένοι τις μονάδες τους και είχαν έλθει εκ των υστέρων να τις συναντήσουν στη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενήσαμε το βράδυ μερικούς απ' αυτούς και όταν μπήκαμε ύστερα στη Θεσσαλονίκη, ακούγαμε τις διηγήσεις τους για τις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών! Το Τεκελί ήταν τσιφλίκι ενός πλουσίου Οθωμανού Χαμντή μπέη, που είχε χρηματίσει πολλά χρόνια δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Τόσον αυτός, όσον και τα παιδιά του, ήταν πολύ καθώς πρέπει, με σοβαρή ευρωπαϊκή μόρφωση. Στο Τεκελί είχαν ένα μεγάλο κονάκι με θαυμάσια βιβλιοθήκη, δύο πιάνα και έπιπλα πρώτης τάξεως. Όταν μπήκαν όμως οι στρατιώτες της Ταξιαρχίας, ξεπάτωσαν και λεηλάτησαν τα πάντα. Έσπασαν τα πιάνα, πήραν τα βιβλία και τα πέταξαν χωρίς λόγο. Έως ότου επεμβούμε, η καταστροφή είχε συντελεσθή και το σπίτι είχε καταντήσει ερείπιο. Την επομένη ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη...".
  Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου, ενώ συνεχιζόταν η διάβαση του ελληνικού στρατού από τη σιδηροδρομική γέφυρα του Αξιού, ο Κωνσταντίνος εξέδωσε την παρακάτω διαταγή
"Προς τα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, VI και VII Μεραρχίας και Ταξιαρχίαν Ιππικού Η πιθανή ενέργειαν αύριον έσεται γενική επίθεσις κατά του εχθρού προς τελείαν καταστροφήν αυτού, ήτις είναι απαραίτητος δια την επιτυχίαν της εκστρατείας.
  Η επίθεσις δέον να είναι ισχυρά και ακάθεκτος, χωρίς να ληφθεί υπ' όψει ουδείς δευτερεύων λόγος, ως κόπωσις ανδρών, εξάντλησις ίππων, δυσχέρειαι εδάφους, έλλειψις διατροφής κ.λπ.
Κιρτζαλάρ 25-10-1912, ώρα 10 πρωίας Κωνσταντίνος".
  Τα τελευταία ανέφερε ο Κωνσταντίνος, επειδή ο επισιτισμός του στρατεύματος ήταν ανεπαρκέστατος και οι καιρικές συνθήκες δυσμενέστατες εξ αιτίας των αδιάκοπων βροχοπτώσεων, που μετέτρεψαν το έδαφος του κάμπου της Θεσσαλονίκης σ' ένα απέραντο τέναγος. Όμως οι συνθήκες ήταν τόσο κακές, που ανάγκασαν το διοικητή της 2ης μεραρχίας ν' αγνοήσει τη διαταγή του αρχιστρατήγου αποστέλλων σ' αυτόν το παρακάτω σήμα
"Γενικόν Στρατηγείον Ενεκα υπερβολικού καμάτου και κακοπαθήσεως ανδρών, ως της βροχής και του ψύχους και λόγω της ώρας, ήτις δεν θα επιτρέψη να φθάσωμεν εις το τέρμα της πορείας προ της ελεύσεως του σκότους, ηναγκάσθην να σταματήσω ενταύθα την Μεραρχίαν. Ενταύθα σταθμεύει επίσης και Ταξιαρχία Ιππικού.
Βαθύλακος 25-10-1912, ώρα 4.30 μετά μεσημβρίαν. ΙΙ Μεραρχία Καλλάρης".
  Η απάντηση του Κωνσταντίνου σ' αυτή την ανυπακοή υπήρξε άμεση και οργίλη
"ΙΙ Μεραρχίαν
  Απορώ με την απόφασίν σας να παραμείνετε εις Βαθύλακον. Παραβιάζετε ωρισμένην διαταγήν μου και αφήνετε μεμωνομένην την VI Μεραρχίαν. Να μεταβείτε αμέσως εις Γκιόρδινον. Δέον να κατανοήσετε καλώς την σημασίαν της εντολής σας και την ευθύνη ην αναλάμβανετε.
Τοψίν 25-10-1912, ώρα 5 μετά μεσημβρίαν. Κωνσταντίνος".
  Την εικόνα της τραγικής κατάστασης που επικρατούσε τότε περιγράφει παραστατικά ο Σπύρος Μελάς "Ακριβώς λοιπόν, την παραμονή που ήταν να επιτεθεί ο ελληνικός στρατός εναντίον της Θεσσαλονίκης, με κατά μέτωπο την πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη Μεραρχίες και την ταξιαρχία Κωνσταντινόπουλου, ενώ η δεύτερη και το ιππικό θα ενεργούσαν κυκλωτικά διά Μπάλιτσας (Μελισσοχώρι) και Δριμύγλαβα (Δρυμός), τη στιγμή αυτή το φάντασμα της πείνας, η απόλυτη στέρηση γύριζε στις γραμμές των περισσότερων μονάδων απειλητικό και απαίσιο! Εκείνο το εικοσιτετράωρο ήτανε ίσως η πιο κρίσιμη περίοδος της μακεδονικής εκστρατείας. Ο εχθρός όμως από την άποψη προ πάντων του ηθικού, βρισκότανε σε κατάσταση αληθινά απελπιστική (...). Με προσπάθειες υπεράνθρωπες μερικοί ενεργητικοί αξιωματικοί κατάφεραν ν' ανασυγκροτήσουν ελάχιστες μονάδες και αυτές όμως όχι για ν' αντισταθούν αλλά μονάχα για να παρουσιαστούν σε κάποια προχωρημένα σημεία και να διευκολύνουν αξιοπρεπή διαπραγμάτευση. Γιατί κοντά στ' άλλα, μία συνέπεια του πανικού ήτανε ν' αποσυντεθεί τέλεια και αυτή ακόμα η πρωτόγονη επιμελητεία των Τούρκων και διηγούνται ότι, μετά τη φυγή των Γιαννιτσών, Τούρκοι στρατιώτες, πειναλέοι και εξαντλημένοι, γύριζαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και πουλούσαν τα όπλα τους και τα φυσέκια τους για ένα κομμάτι ψωμί...".
  Αυτή την εικόνα αποσύνθεσης του τουρκικού στρατού επισημαίνει και η εφημερίδα "Εμπρός", με βάση τις πληροφορίες επιβατών γαλλικού ατμοπλοίου "Συντετριμένοι, απογοητευμένοι, πανικόβλητοι και πεινασμένοι, πωλούν τα όπλα των εις τους ομογενείς, αντί ολίγης τροφής. Ο διοικητής του τουρκικού στρατού, δια να συγκρατήσει την πειθαρχίαν τουφεκίζει διαρκώς τους μάλλον ατιθάσσους...".   Σύμφωνα με το Σπύρο Μελά το απόγευμα της 25ης Οκτωβρίου"...οι προφυλακές της 7ης Μεραρχίας που στάθμευε στο Τεκελί βρέθηκαν σε απόσταση εκατό μέτρων από τους Τούρκους διπλοσκοπούς. Ούτε οι νιζάμηδες όμως, ούτε οι δικοί μας σκέφθηκαν να πυροβολήσουν. Στέκονταν εκεί αντιμέτωποι με το όπλο παρά πόδα. Η κόπωση και η στέρηση είχανε αδερφώσει τους αντίπαλους κι ο καθένας μάντευε ότι οι διαπραγματεύσεις θ' αρχίσουν από στιγμή σε στιγμή...".
  Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εξέδωσε διαταγή επιχειρήσεων για την επομένη. Μ' αυτή ο αρχιστράτηγος πληροφορούσε, ότι η προκεχωρημένη γραμμή του εχθρού εκτεινόταν στα υψώματα του Χαρμάνκιοι (Εύοσμος) και του Ντούντουλαρ (Διαβατά), έδινε δε διαταγή η μεν 7η μεραρχία και το απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου να επιτεθούν από το Τεκελί, η δε 3η μεραρχία να επιτεθεί από το Νταούτ-Μπαλί (Ωραιόκαστρο). Χρέη εφεδρείας θα εκτελούσε η 4η μεραρχία, που θα παρέμενε στο Βαθύλακο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Νεότερη Περίοδος

  Στις αρχές του 20ου αιώνα κατοικούσαν στο Τεκελί περίπου 60 οικογένειες γηγενών, στις οποίες προστέθηκαν 389 προσφυγικές οικογένειες, που αριθμούσαν 1.457 άτομα. Οι έποικοι του Τεκελί προέρχονταν κυρίως από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το Χαμζά Μπειλί της Μαγνησίας, το Κεμπίρ Σουρσουλούκ της Προύσας και το Σιναπλί της Ανατολικής Ρωμυλίας.
  Η πολυπληθέστερη ομάδα προσφύγων, αποτελούμενη από 185 οικογένειες, προέρχονταν από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, πατρίδα του επιφανούς λογοτέχνη Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896). Η Βιζύη είναι αρχαιότατη πόλη της Θράκης, ευρισκόμενη στους πρόποδες του βουνού Στράντζα, όπου σώζονται ερείπια παλαιών τειχών. Εξ αιτίας της προέλευσης των περισσοτέρων εποίκων του Τεκελί από τη Βιζύη, υπήρξαν σκέψεις μετονομασίας του οικισμού σε "Νέα Βιζύη". Όμως ο εντοπισμός της τοποθεσίας της αρχαίας Σίνδου επηρέασε καταλυτικά την επιλογή της νέας ονομασίας, η οποία προσδόθηκε το 1926, μετά από σχετική γνωμοδότηση της "Επιτροπείας Τοπωνυμιών της Ελλάδας".
  Το 1918 το Τεκελί έγινε αυτόνομη κοινότητα, με συνοικισμούς το "Τσαλίκοβο", το "Μαχμούτ", τη "Λάπρα", την "Κουλουπάντσα" και το "Κάτω Καβακλί".
  Το 1919 προσάρτηθηκε στην κοινότητα Τεκελί και ο οικισμός "Κασκάρκα", που μέχρι τότε δεν υπαγόταν σε κάποια κοινότητα. Το 1924 η Κασκάρκα έγινε αυτόνομη κοινότητα, ενώ το 1927 διαγράφηκαν ως ακατοίκητοι οι οικισμοί Τσαλίκοβο, Μαχμούτ και Κάτω Καβακλί. Τέλος το 1928 διαγράφηκε ως ακατοίκητος από την κοινότητα Σίνδου και ο οικισμός Κουλουπάντσα. Κατά την απογραφή του 1920 το Τεκελί είχε 694 κατοίκους, η Κουλουπάντσα 26 κατοίκους, το Κάτω Καβακλί 71 κατοίκους και το Μπειλίκι 19 κατοίκους. Το 1928 η Σίνδος αριθμούσε 1.820 κατοίκους, ενώ κατά την απογραφή του 1940 ο πληθισμός της Σίνδου ανερχόταν σε 3.692 κατοίκους. Το 1918 το δημοτικό σχολείο του Τεκελί στεγάσθηκε στο τριόροφο κονάκι του Χαμντή μπέη, που βρισκόταν στο κέντρο του οικισμού. Εκεί το σχολείο λειτούργησε μέχρι το 1936, οπότε μεταστεγάσθηκε στο νεόδμητο διώροφο κτίριο, που ανηγέρθηκε δίπλα στο κονάκι. Το "Κοινοτικόν Γραφείον" στεγαζόταν μέχρι το 1936 σ' ένα δωμάτιο, που υπήρχε δίπλα στον τοπικό ναό. Έκτοτε στεγάσθηκε στο ισόγειο του νεόδμητου κτιρίου, που ανηγέρθηκε δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Στον όροφο του κτιρίου αυτού στεγάσθηκε η Υπομοιραρχία Χωροφυλακής, που μεταφέρθηκε στη Σίνδο το 1925. Στη Σίνδο έδρευαν επίσης ταχυδρομείο και αγροτικό ιατρείο, στο οποίο υπηρετούσαν ο ιατρός Παπαθανασίου και ο φαρμακοποιός Δροσάκης.
  Οι Σινδιώτες εκκλησιάζονταν στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, που υπήρχε στο κέντρο του οικισμού. Ο ναός αυτός κατεδαφίσθηκε το 1966, μετά τα θυρανοίξια του νέου περικαλλούς ναού. Μέσα στο ναό φυλάσσεται το σεπτό σκήνωμα του ιερού Επιταφίου, που αποτελείται από περίτεχνα σκαλισμένο ξύλο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό έργο τέχνης, που φιλοτεχνήθηκε το 1912 στα Ιεροσόλυμα και μεταφέρθηκε στη Σίνδο από τα Αδανα της Μικράς Ασίας.
  Οι κάτοικοι της Σίνδου χρησιμοποιούσαν τακτικά το σιδηρόδρομο, αφού την περίοδο του μεσοπολέμου διέρχονταν καθημερινά από τη Σίνδο περίπου δέκα αμαξοστοιχίες. Οι επιβάτες τους αποβιβάζονταν στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, απ' όπου έπαιρναν το τραμ και κατευθύνονταν στο κέντρο της πόλης. Αρκετοί Σινδιώτες μετέβαιναν στη Θεσσαλονίκη με τα κάρρα τους, ακολουθώντας το χωματόδρομο, που υπήρχε κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.
  Η Σίνδος ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα ύδρευσης, αφού είχε ανέκαθεν άφθονο νερό. Την εποχή της τουρκοκρατίας υπήρχαν στον οικισμό σωλήνες, που από μικρό βάθος ανέβλυζαν άφθονο και εύγευστο νερό. Σταδιακά τα υπόγεια νερά της Σίνδου μειώθηκαν, εξ αιτίας των εκτεταμένων αντλήσεων που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή για την ύδρευση της Θεσσαλονίκης. Έτσι οι υδροφόροι σωλήνες αντικαταστάθηκαν από αρτεσιανά πηγάδια και χειροκίνητες αντλίες ("τουλούμπες"), οι οποίες αντλούσαν πλέον νερό από βάθος 30 περίπου μέτρων. Για το πότισμα των χιλιάδων ζώων της Σίνδου ανοίχθηκαν αρκετά αρτεσιανά πηγάδια. Χαρακτηριστικές είναι δύο αποφάσεις του τοπικού κοινοτικού συμβουλίου, που λήφθηκαν το Μάιο του 1935. Η πρώτη αφορά "...την κατασκευήν λεκάνης εις τα αρτεσιανά δια την ύδρευσιν των ζώων εν τη τοποθεσία Λάπρα" και η άλλη "...την αγοράν και τοποθέτησιν δύο αντλιών εις δύο αρτεσιανά ευρισκόμενα εν Καραγάτσια και Τσαλίκοβο". Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη της Σίνδου ήταν περιορισμένη και άγονη. Με την εξέλιξη της εκτέλεσης των αντιπλημμυρικών έργων και την αποξήρανση μέρους των ελωδών εκτάσεων έγινε διανομή κλήρου, αλλά δεν έλαβαν όλοι οι κάτοικοι χωράφια. Ενώ τα έργα προχωρούσαν και αποκαλύπτονταν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κάποιοι "...επιτήδειοι εκ των κατοίκων, με την πρόφασιν της ανεπαρκείας και ακαταλληλότητος των κλήρων των", κατελάμβαναν αυθαίρετα και καλλιεργούσαν αποξηρανθείσες εκτάσεις. Το γεγονός αυτό ανάγκασε το κοινοτικό συμβούλιο να διαθέσει "...εκ των τελευταίως αποξηρανθεισών εκτάσεων της Κοινότητας Σίνδου, στρέμματα μέχρι επτά χιλιάδας, κείμενα εις τας θέσεις Λάπρα, Τσαλικάδικο, Κολοπάντσα και Μπάς Μποστάν, επί πληρωμή του αντιτίμου αυτών, άνευ δημοπρασίας και δια κλήρου...".
  Το 1933 η Σίνδος γνώρισε προσωρινά την ηλεκτροδότηση. Αιτία υπήρξε η λειτουργία του αλευρόμυλου των πέντε αδελφών Παντελεμίδη, οι οποίοι συμβλήθηκαν με την τοπική κοινότητα για να ηλεκτροφωτίσουν τους δρόμους και κάποια σπίτια του χωριού με δική τους ηλεκτροπαραγωγό μηχανή. Τότε ηλεκτροδοτήθηκαν περί τα 20 σπίτια και τοποθετήθηκαν στους δρόμους της Σίνδου 60 "καντηλέρια", δηλαδή μικρές λάμπες, που με το ισχνό φως τους άμβλυναν το πηχτό σκοτάδι της νύχτας. Αν και η σύμβαση ηλεκτροδότησης είχε πενταετή διάρκεια, αυτή διακόπηκε βίαια και άδοξα την 11η Φεβρουαρίου 1936, όταν η πρωτοφανής καταιγίδα που ενέσκηψε εκείνη την ημέρα κατέστρεψε όλες τις καλωδιώσεις.
  Το 1930 ο "Φιλοπροοδευτικός Σύλλογος Σίνδου η Ομόνοια", που το ίδιο έτος αναγνωρίσθηκε από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Η ονομασία "Ομόνοια" επιλέχθηκε από τους ιδρυτές του σωματείου, ως έκφραση του διακαούς πόθου τους να σταματήσουν οι διαπληκτισμοί και οι έριδες που υπήρχαν μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων κατοίκων της Σίνδου. Τα μέλη της Ομόνοιας δραστηριοποιήθηκαν σύντομα και προχώρησαν σε μία πρωτοποριακή για την εποχή τους ενέργεια, που ήταν το ανέβασμα της κωμωδίας του Μολιέρου "Αγαθόπουλος ο Ξηροχωρίτης", ενώ ακολούθησαν οι θεατρικές παραστάσεις "Γκόλφω", "Εσμέ" και "Βαβυλωνία". Οι παραστάσεις αρχικά δίνονταν σε μία αποθήκη, αλλά μετά συνεχίσθηκαν στο νεόδμητο εντευκτήριο του συλλόγου, που κατασκευάσθηκε το 1934. Το εντευκτήριο αυτό, που έγινε γνωστό με την προσωνυμία "Λέσχη", δημιουργήθηκε δίπλα στο κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, με την προσωπική εργασία των μελών και των φίλων του συλλόγου.
  Κυριότερος χώρος αναψυχής ήταν τα "Καραγάτσια", ένα πανέμορφο αλσύλλιο από φτελιές (kara agac=μαύρο δένδρο), που βρισκόταν βόρεια της Σίνδου, δίπλα στο Ινστιτούτο Βάμβακος. Ο κατάφυτος από τα πανύψηλα, επιβλητικά και σκιερά δένδρα χώρος, προσείλκυε εκατοντάδες εκδρομείς, που έφθαναν στη Σίνδο οδικώς και σιδηροδρομικώς. Ιδιαίτερα την πρωτομαγιά δημιουργούνταν αδιαχώρητο από τον κόσμο, που πήγαινε στα Καραγάτσια "για να πιάσει το Μάη". Εκείνα τα χρόνια η πρωτομαγιά ήταν ένα λαϊκό πανηγύρι και οι καταστηματάρχες της Σίνδου μετέφεραν στα Καραγάτσια τα καφενεία τους, με όλο τον εξοπλισμό τους, ενώ διάφοροι λαϊκοί καλλιτέχνες διασκέδαζαν τα πλήθη των εκδρομέων. Με το σούρουπο οι εκδρομείς έκαναν τον καθιερωμένο περίπατό τους στο χώρο περιπάτου των σιδηροδρομικών γραμμών, απ' όπου πολλοί έπαιρναν το τραίνο της επιστροφής.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΣΙΝΔΟΣ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Για την ύπαρξη της αρχαίας Σίνδου υπάρχει μόνο η γραπτή μαρτυρία του Ηροδότου, ότι ο στόλος του Ξέρξη εισχώρησε στο Θερμαϊκό κόλπο και ναυλόχησε στη Θέρμη, στην πόλη Σίνδο και στη Χαλάστρα. Από την περιγραφή αυτή, γνωρίζουμε, ότι η Σίνδος ήταν παράλια πόλη και βρισκόταν μεταξύ της Θέρμης και της Χαλάστρας, πιθανότατα κοντά στις εκβολές του Εχεδώρου ποταμού.
  Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πληροφορία του Ηροδότου, ότι ο Εχέδωρος εξέβαλε στο έλος που υπήρχε στις εκβολές του Αξιού μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η Σίνδος κατά τους χρόνους των περσικών πολέμων βρισκόταν στην ανατολική όχθη του Εχεδώρου, αφού η παράλια περιοχή της δυτικής όχθης του ήταν βαλτότοπος. Πρόκειται για εκτίμηση που είναι σύμφωνη με το χάρτη, τον οποίο σχεδίασε υποθετικά για την περίοδο μεταξύ των ετών 600 έως 450 π.Χ. ο Αγγλος ιστορικός Ν. Hammond. Όμως η εκτίμηση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με το χάρτη, που σχεδίασε ο ίδιος ιστορικός για τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Στον τελευταίο αυτό χάρτη ο μεν Εχέδωρος απεικονίζεται σε διαφορετική κατεύθυνση με αυτή που έχει στον προηγούμενο χάρτη, η δε Σίνδος τοποθετείται στη δυτική όχθη του σε σημείο, που προσεγγίζει τη θέση του σημερινού οικισμού.
  Με δεδομένο το γεγονός, ότι η Σίνδος ήταν παράλια πόλη σε συνδυασμό και με την εκτίμηση, ότι τα πλησιέστερα προς τη θάλασσα προσχωσιγενή εδάφη της περιοχής δημιουργήθηκαν κατά τις τελευταίες χιλιετίες συμπεραίνεται, ότι η αρχαία Σίνδος βρισκόταν μάλλον βορειότερα του σημερινού οικισμού. Το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο και με την πιθανολόγηση του καθηγητή Μ. Τιβέριου, ότι η αρχαία Σίνδος βρισκόταν στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου, κοντά στο αρχαίο νεκροταφείο.
  Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι η Σίνδος υπήρξε μία από τις 26 πόλεις, των οποίων οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν από το βασιλιά Κάσσανδρο και εγκαταστάθηκαν στη νεοϊδρυθείσα Θεσσαλονίκη. Αυτό συνάγεται τόσο από την ελάχιστη απόσταση, που μεσολαβούσε μεταξύ αυτής και της νέας πόλης, όσο και από τη μαρτυρία του Στράβωνα, ότι ο Κάσσανδρος μετέφερε κατοίκους από τη Χαλάστρα, η οποία βρισκόταν στην ίδια διαδρομή με τη Σίνδο, αλλά μετά απ’αυτήν. Είναι λοιπόν απίθανο να μη μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη κάτοικοι από τη Σίνδο, ενώ μεταφέρθηκαν από τη γειτονική της Χαλάστρα. Εξ άλλου η απαρίθμηση από το Στράβωνα των ιδρυτικών πόλεων είναι ενδεικτική, αφού από το σύνολο των 26 πόλεων αναγράφονται μόνο έξι. Την εκδοχή της συμμετοχής των κατοίκων της αρχαίας Σίνδου στην ίδρυση της Θεσσαλονίκης θεωρεί πιθανή και ο Μ. Δήμιτσας, ο οποίος γράφει τα εξής "Η δε Σίνδος και Σίνθος καλούμενη, εκείτο εν τη παραλία του Θερμαϊκού κόλπου, μεταξύ Χαλάστρας και Θέρμης, παρά την εκβολή του Εχεδώρου ποταμού, περί της οποίας ουδέν άλλο γινώσκομεν εκ της ιστορίας, ει μη ότι υπήρχε προ του Ηροδότου, πιθανότατα δε εξέλιπε και αυτή επί Κασσάνδρου, μετοικίσαντος τους κατοίκους πάντων των πέριξ πολισμάτων εις την Θεσσαλονίκην".
  Ο Δήμιτσας καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η Σίνδος "εξέλιπε" μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης βασιζόμενος προφανώς στη μη αναγραφή της ονομασίας της σε επόμενες ιστορικές πηγές, όσο και στη χρησιμοποίηση από το Στράβωνα της μετοχής "καθελών". Το πιθανότερο όμως είναι ότι η Σίνδος, που βρισκόταν πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη, υπέστη την έντονη επιρροή της νεοϊδρυθείσας πόλης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μετεγκατάσταση πολλών κατοίκων της. Έτσι η Σίνδος έχασε σταδιακά σημαντικό μέρος του πληθυσμού της και μεταβλήθηκε πιθανότατα σ’ένα μικρό χωριό, όπως άλλωστε συνέβη και με άλλες ιδρυτικές πόλεις της Θεσσαλονίκης, οι οποίες εξακολούθησαν μεν να υφίστανται και μετά την ίδρυσή της, πλην όμως υπέστησαν την έντονη επιρροή της και περιέπεσαν σε ασημότητα. Την αρνητική αυτή επίδραση υπέστησαν περισσότερο οι παράλιες πόλεις, όπως η Χαλάστρα, η Σίνδος και η Αίνεια και λιγότερο οι μεσόγειες, όπως η Στρέψα, ο Κισσός, ο Ανθεμούς και η Απολλωνία. Ο Δήμιτσας αναφέρει, ότι η Σίνδος ονομαζόταν και "Σίνθος". Την ονομασία αυτή, που προέρχεται από την αντικατάσταση του συμφώνου "δ" με το άλλο οδοντικό σύμφωνο "θ", χρησιμοποιεί πρώτος ο βυζαντινός λεξικογράφος Στέφανος, ο οποίος στο λεξικό του "Περί πόλεων" γράφει "ΣΙΝΘΟΣ, πόλις παρά τω Θερμαίω κόλπω. Ηρόδοτος εβδόμη. Το εθνικόν "Σίνθιος", δηλαδή "ΣΙΝΘΟΣ", πόλη δίπλα στον Θερμαικό κόλπο. Από τον Ηρόδοτο (αναφέρεται) στο έβδομο βιβλίο του. Ο κάτοικος (ονομάζεται) «Σίνθιος ».
  Η ονομασία Σίνδος είναι προελληνική, αφού στα διάφορα προελληνικά φύλα , όπως ήταν οι Πελασγοί, οι Κάρες και οι Λέλεγες αποδίδεται η προέλευση τοπωνυμίων με τις καταλήξεις "νθος" και "νδος", όπως Πίνδος, Λίνδος, Σίνδος, Ολυνθος, Ζάκυνθος κτλ. Τα προελληνικά αυτά τοπωνύμια διατηρήθηκαν στην ελληνική γλώσσα, η οποία δέχθηκε πολλές προελληνικές λέξεις κατά την συγχώνευση των πρώτων ελληνικών φύλων με τους προηγουμένους κατοίκους του ελλαδικού χώρου.
  Κατά την εκτίμησή μας η προέλευση της ονομασίας της αρχαίας Σίνδου σηματοδοτεί την "φυλετική ταυτότητα" των ιδρυτών της, που πιθανότητα ήταν οι Σίνδιες ή Σίντιες. Αυτοί κατοικούσαν στην Λήμνο και είχαν φήμη διάσημων μεταλλουργών και τρομερών πειρατών , που έφθασαν ως τις Ινδίες. Η ονομασία τους προέρχεται από τους ιερείς τους, που έφεραν την ονομασία Σίνδιες εξαιτίας των "σινδόνων" δηλαδή των λεπτών υφασμάτινων χιτώνων, τους οποίους φορούσαν όταν χρησμοδοτούσαν.
  Την ύπαρξη των Σινδίων πληροφορούμαστε από τον Όμηρο, ο οποίος κάνει λόγο για τους κατοικούντες στην Λήμνο "αγριοφώνους Σίντιας". Μάλιστα στην Ιλιάδα ο Όμηρος αναφέρει, ότι οι Σίντιες υποδέχθηκαν και φιλοξένησαν στην Λήμνο τον θεό της φωτιάς Ήφαιστο, ο οποίος εγκατέστησε στο νησί τα μπρούτζινα χυτήριά του, από όπου ο Προμηθέας έκλεψε την φωτιά και την χάρισε στο ανθρώπινο γένος . Ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι παλαιότερα κατοικούσαν στην Λήμνο και στην Αθήνα οι Τυρσηνοί πειρατές οι οποίοι μετώκησαν στα παράλια της Χαλκιδικής. Τότε πιθανότατα οι προέλληνες κάτοικοι της Λήμνου ίδρυσαν την αρχαία Σίνδο στα παράλια του Θερμαικού κόλπου. Στους Σίνδιες αναφέρεται και ο Στράβων, ο οποίος γράφει ότι αυτοί ήταν Θράκες και κατοικούσαν στην Λήμνο, από όπου πέρασαν στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα, σε περιοχή που ονομάστηκε από αυτούς "Σιντική".
  Ο λεξικογράφος Στέφανος αναφέρει, ότι υπήρχε πόλη της Μακεδονίας κοντά στην Θράκη με την ονομασία "Σίντια", στην οποία κατοικούσαν οι Σιντοί . Ο ίδιος γράφει, ότι ο Εκαταίος αναφέρει κάποια πόλη της Λυκίας, περιοχής της Μικράς Ασίας, με την ονομασία "Σίνδια", που οι κάτοικοί της ονομάζονταν "Σίνδιοι". Η ύπαρξη πόλεων με ονομασίες παρεμφερείς της Σίνδου συνετέλεσε στη διαμόρφωση της ατεκμηρίωτης άποψης, ότι η ονομασία της προέρχεται από την αρχαία σκυθική πόλη Σίνδα, που βρισκόταν στον Εύξεινο Πόντο και με την οποία οι κάτοικοι της Σίνδου είχαν ίσως αναπτύξει εμπορικές, πολιτιστικές και κοινωνικές σχέσεις.
  Από τα προαναφερθέντα προκύπτει, ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Σίνδου ήταν πιθανότατα Πελασγοί. Στη συνέχεια η Σίνδος κατοικήθηκε από διάφορα θρακικά και ελληνικά φύλα και ο πληθυσμός της υπήρξε ανάμικτος από Πελασγούς, Μύγδονες και Ίωνες. Αυτό συνάγεται από Την πληροφορία του λεξικογράφου Στέφανου, ότι η Θέρμη ήταν "πόλις Ελλήνων Θρηίκων", την ανεύρεση στο αρχαίο νεκροταφείο της Σίνδου χρυσού δαχτυλιδιού, στο οποίο είναι χαραγμένη η λέξη "ΔΩΡΟΝ" σε ιωνική γραφή και την ανακάλυψη στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου οστράκων με τα ιωνικά ονόματα Αργαθώνιος, Ίων, Εύδικος και Μενέστρατος.
  Οι Σίνδιοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το εμπόριο και την αλιεία. Αλλη αξιόλογη ασχολία των αρχαίων Σίνδιων ήταν η συλλογή χρυσού από την κοίτη του Εχεδώρου ποταμού. Το ευγενές αυτό μέταλλο αφθονούσε στην περιοχή εξ αιτίας των κοιτασμάτων του Εχεδώρου, κάτι που επιβεβαιώνουν τα πολλά και περίτεχνα χρυσά κτερίσματα, τα οποία βρέθηκαν στο αρχαίο νεκροταφείο της Σίνδου.
  Με βάση την πιθανολόγηση του καθηγητή Μ. Τιβέριου, ότι η διπλή τράπεζα της Αγχιάλου ταυτίζεται με την αρχαία Σίνδο συμπεραίνουμε, ότι οι Σίνδιοι εισήγαγαν λάδι από την Αττική και τη Σάμο και είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στο χιώτικο κρασί. Επίσης η επείσακτη κεραμική πολυτελείας, που βρέθηκε στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου, πιστοποιεί τις άμεσες ή έμμεσες εμπορικές σχέσεις των Σινδίων με την Εύβοια, τη Θεσσαλία, την Κόρινθο, την Αττική, τη Βοιωτία, την Ιωνία και τα διάφορα νησιά του Αιγαίου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ