gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 24 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΕΒΡΟΣ Νομός ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (24)

Ανάμεικτα

ΚΙΚΟΝΕΣ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  Στην ύστερη εποχή του Χαλκού (1.600-1.050 π.Χ.) καταφθάνουν και ριζώνουν στην παραλία του Ισμάρου οι Κίκονες, ο πιο πολιτισμένος από όλους τους θρακιώτικους λαούς, άριστοι και μοναδικοί έφιπποι πολεμιστές. Απόγονοι του Κίκονος, γιου του Απόλλωνα και της νύμφης Ροδόπης, κατά το μύθο. Με αρχηγό τον Εύφημο ήρθαν σε βοήθεια του Πριάμου στον Τρωικό πόλεμο.
  Γι’ αυτό, όταν έφτασε στη χώρα τους ο Οδυσσέας, για να τους εκδικηθεί, κυρίευσε την πόλη τους, Ίσμαρο, που τα κυκλώπεια τείχη της με τις μεγαλιθικές πύλες σώζονται στην Ακρόπολη του Αγ. Γεωργίου κοντά στη Μαρώνεια. Οι Κίκονες, όμως, αντρειωμένοι και πολυάριθμοι, όπως λέει ο Όμηρος, ανασυντάχθηκαν, αντεπιτέθηκαν και ξαναπήραν την πόλη. Ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης πήρε ξανά το δρόμο για την πατρίδα του. Είχε μαζί του ένα ασημένιο κύπελλο, 12 αμφορείς μοσχάτο κι έναν ασκό "παλαιού οίνου", με τον οποίο ο Οδυσσέας μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο.
(κείμενο: Βίκυ Τριανταφυλλιά)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ροδόπης.

Συνοπτική ιστορία Κυπρίνου

ΚΥΠΡΙΝΟΣ (Κωμόπολη) ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
Ψάχνοντας για την ιστορία του χωριού μας φτάνουμε στο τέλος του 18ου αιώνα, όπου βρίσκουμε τους προγόνους μας να κατοικούν στο μικρό χωριό Φερίγγιο ή Βερέμ-Κιοϊ κατά άλλους. Στο χωριό αυτό ζούσαν μαζί με τους Τούρκους. Η ζωή τους ήταν πολύ δύσκολη, ένα πραγματικό μαρτύριο. Οι Τούρκοι φέρονταν πολύ σκληρά και βάρβαρα. Μοναδική διέξοδος για αυτούς είναι να φύγουν. Έτσι περνούν στην άλλη μεριά του ρέματος και χτίζουν ένα νέο χωριό στην τοποθεσία "Ντεντέδες". Στο νέο τους χωριό οι Κυπρινιώτες προσπαθούν να βρουν την ηρεμία τους για να ζήσουν χωρίς το φόβο των Τούρκων και να δημιουργηθούν. Δεν άργησε όμως και σε αυτό το χωριό να τους βρει ο Τούρκος κατακτητής. Σιγά σιγά άρχισαν στο χωριό να έρχονται τουρκικές οικογένειες. Ο πληθυσμός των "Ντεντέδων" δεν ήτανε πια μόνο Έλληνες. Η ζωή τους έγινε το ίδιο και χειρότερη απ' ότι στο φερέγγιο. Η νέα μετακόμιση δεν άργησε να γίνει και πάλι οι Κυπρινιώτες αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό τους και να μετακομίσουν στην τοποθεσία "Κιρκ-Μπουνάρ", εκεί χτίζουν ένα νέο χωριό το Γενί-Κιοϊ. Ένα χωριό που στην αρχή όλα πάνε καλά, οι πρόγονοι μας αρχίζουν και πάλι να δουλεύουν σκληρά για να ριζώσουν. Δεν άργησαν όμως και πάλι να έρθουν στο νέο χωριό οι Τουρκικές οικογένειες, αφού έτσι έβρισκαν χέρια για τις δουλείες τους χωρίς αυτοί να δουλεύουν. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, το χωριό αποτέλεσε και θύμα των περαστικών Τούρκων εμπόρων που λεηλατούσαν, άρπαζαν, βασάνιζαν τους κατοίκους χωρίς κανένα δισταγμό.
Σιγά σιγά στην αρχή κάποιες οικογένειες άρχισαν να φεύγουν και στην συνέχεια όλες. Προορισμός τους τώρα ήταν η τοποθεσία του παλιού χωριού του Κυπρίνου αμέσως κάτω από το σημερινό χωριό. Εκεί βρίσκουν προστασία κοντά στο Μπέη της περιοχής, δουλεύοντας στο τσιφλίκι του ως εργάτες. Η τοποθεσία αυτή ονομάζεται "Σαρί-Χαντίρ" που κατά κάποιους σημαίνει "Κίτρινο ψάρι" του Ποταμού 'Αρδα. Η μετακίνηση αυτή γίνεται γύρω στο 1860, στο νέο αυτό χωριό οι Κυπρινιώτες αρχίζουν κάπως να ηρεμούν και να αποκτούν την δική τους γη. Φτάνουμε στο 1912-14 όπου οι πρόγονοι μας περνάνε άλλη μια μεγάλη δοκιμασία, αυτή τη φορά ο κατακτητής είναι άλλος, οι Βούλγαροι, το ίδιο όμως σκληρός και βάρβαρος με τους Τούρκους. Οι Κυπρινιώτες αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια των Βουλγάρων να τους πολιτογραφήσουν Βούλγαρους.
Το 1931 η μοίρα χτυπά σκληρά στον Κυπρίνο όπως έχει ονομαστεί πια το χωριό, σε μια ελεύθερη μετάφραση της λέξης "Σαρί-Χαντίρ". Μετά από πολύ βροχή το χωριό πλημμυρίζει και καταστρέφονται όλα σχεδόν τα σπίτια, σώζεται μόνο η Εκκλησία που ήταν πέτρινη. Για τελευταία φορά οι Κυπρινιώτες αφήνουν το χωριό τους και χτίζουν τον σημερινό Κυπρίνο με σχέδιο ρυμοτομίας, με ομοιόμορφα σπίτια, σχολεία, όμορφες πλατείες και πάρκα και σημαντική εξέλιξη. Σήμερα το χωριό μας είναι ένα από τα ομορφότερα και μεγαλύτερα χωριά της βόρειας περιοχής του Έβρου. Χωριό ζωντανό που σφύζει από ζωή αποτελώντας το καμάρι των κατοίκων του.
Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κυπρίνου

Σύντομα ιστορικά στοιχεία

ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
  Η παράδοση αναφέρει ότι η Ορεστιάδα κτίσθηκε από τον Ορέστη ο οποίος για να ξεφύγει από το διωγμό των Ερινύων για το φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας, ήλθε στη Θράκη και κατά τη συμβουλή των Μάντεων, λούσθηκε στα νερά των τριών ποταμών (Έβρος, Αρδα και Τούντζα) και θεραπεύτηκε από την ασθένεια που τον βασάνιζε, από τον τρόμο και την καταδίωξη των Ερινύων. Από ευγνωμοσύνη και εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού έκτισε μικρή πόλη στη συμβολή των τριών ποταμών, που την ονόμασε Ορεστιάδα, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς Στράβων, Πλίνιος, Στεφ. Βυζάντιος.
  Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων, την επιβεβαίωσαν Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, την επικύρωσαν και οι νεότεροι ιστορικοί και αρχαιολόγοι. Η πόλη όμως και στους μετέπειτα χρόνους, μέχρι την εποχή που την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, φαίνεται ότι έφερε και τα δύο ονόματά της. Και Ορεστιάδα μεν την έλεγαν οι υπόλοιποι Έλληνες, Ουσκουδάμα δε οι Θράκες. Λόγω της στρατηγικής της θέσης καθώς βρίσκεται στον άξονα που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με την Κεντρική Ευρώπη ήταν πόλος έλξης των κατακτητών.
  Στις αρχές του πρώτου αιώνα μ.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη και το 127 ο Αυτοκράτορας Αίλιος Πόλος Αδριανός, κατά μία άλλη παράδοση λούσθηκε και αυτός στα νερά του ποταμού Έβρου και θεραπεύτηκε από την ανίατη αρρώστια του σε ανάμνηση δε αυτού του γεγονότος ανοικοδόμησε την Ορεστιάδα ή Ουσκουντάμα και της έδωσε το όνομα Αδριανούπολη ή Αιλία. Στους κατοπινούς χρόνους την πόλη ονόμασαν οι μεν Τούρκοι Εντίρνε, οι δε Βούλγαροι Οντρίν που είναι και τα δύο παραφθορά του ονόματος Αδριανούπολη.
  Η Αδριανούπολη στη μακραίωνη ιστορία της κατακτήθηκε από διάφορους βάρβαρους λαούς που ήλθαν από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Οι καταστροφές που συσσωρεύτηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (330 έως 1453 μ.Χ.) συμπληρώθηκαν με την άλωση της Αδριανούπολης από τους Τούρκους το 1365 και στη συνέχεια της Βασιλεύουσας Κων/πολης το 1453.
  Η Αδριανούπολη από το 1550 μέχρι το 1922 γίνεται φάρος πνεύματος με την ίδρυση σχολείων, γυμνασίων και παρθεναγωγείων από τα οποία αποφοίτησαν μεγάλες μορφές του Ελληνικού Έθνους, όπως ο Στέφανος Καραθεοδωρής και ο Κων/νος Καραθεοδωρής (καθηγητής μαθηματικών του Πανεπιστημίου του Μονάχου, μαθητής του Πανεπιστημίου Γκαίτιγκεν και διάδοχος του μαθηματικού Φέλιξ Κλάιν) και πολλοί δάσκαλοι του Γένους. Στην περίοδο του 1821 συμμετείχε στην εθνεγερσία χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ελευθερία της. Το 1829 κατέβηκαν προς την Αδριανούπολη οι Ρώσοι προσπαθώντας μέχρι το 1872 να δημιουργήσουν την έως τότε ανύπαρκτη εθνική Βουλγαρική συνείδηση και να κάνουν πραγματικότητα το πανσλαυιστικό όνειρο. Ο 2ος Βαλκανικός πόλεμος που ξεκίνησε με τις έριδες μεταξύ Βουλγάρων και Σέρβων τον Ιούνιο του 1913 δίνει την Αδριανούπολη ξανά στα χέρια των Τούρκων. Στις 15 Ιουλίου 1920 η Αδριανούπολη απελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό αλλά η χαρά της απελευθέρωσης δε διαρκεί πολύ χρόνο: η Μικρασιατική συμφορά του 1922 παρασύρει όλη την περιοχή της Ανατολικής Θράκης και εγκαταλείπονται χωριά και πόλεις που ήταν επί αιώνες Ελληνικά. Το 1923 με τη συνθήκη της Λωζάνης η Ορεστιάδα παραδίνεται στους Τούρκους για στρατιωτικούς λόγους. Οι Έλληνες κάτοικοί της ξεσπιτώνονται και κτίζουν απέναντι από την παλιά πόλη, την καινούργια τους πόλη που την ονομάζουν Νέα Ορεστιάδα.
  Με την υπ' αριθμ. 238/1992 απόφαση το Δημοτικό Συμβούλιο Ν. Ορεστιάδας καθορίζει ως έμβλημα της πόλης τη μορφή της μυθικής Ιφιγένειας, ως υπενθύμιση της θυσίας της Ορεστιάδας στο βωμό των ευρύτερων Εθνικών συμφερόντων και αναγκών του νεότερου Ελληνισμού.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ν. Ορεστιάδας (1996).

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Εδώ πάνω σώθηκαν, οι Κάβειροι, σύμφωνα με το μύθο του κατακλυσμού της Σαμοθράκης, που είναι παραλλαγή του πανελλήνιου μύθου για τον ελληνικό κατακλυσμό και τη σωτηρία του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
  Στους μικρούς όρμους και τα λιμάνια της κατέφευγαν από παλιά πλοία για εμπορικούς λόγους ή για προστασία από τη βιαιότητα των ανέμων.
  Από τα κλασικά χρόνια η Σαμοθράκη ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, σεβαστό και προστατευόμενο μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, αλλά και μέχρι το τέλος του 4ου μ.Χ. όταν ο Χριστιανισμός είχε πια εδραιωθεί.
  Τη μεγάλη της φήμη κατά την αρχαιότητα, την οφείλει, στο γεγονός ότι ήταν ένα πανελλήνιο θρησκευτικό κέντρο, παρόμοιο με το Ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα. Εδώ υπήρχε το Ιερό των Μεγάλων Θεών και των Μυστηριακών τελετών.
  Η θρησκευτική της σημασίας σαν Πανελλήνιο ιερό ήταν τόσο μεγάλη ώστε την αποκαλούσαν "Δήλο του Βορείου Αιγαίου".
  Η λατρεία των Μεγάλων Θεών έχει προελληνικές αρχές και υπήρχε στη Σαμοθράκη πριν από τον ερχομό των Ελλήνων αποίκων (700 π.Χ. περίπου). Η λατρεία των Μεγάλων Θεών, περιελάμβανε ιεροτελεστίες και μυστήρια, στα οποία γίνονταν δεκτοί πιστοί ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, ηλικία ή εθνική προέλευση.
  Οι Έλληνες βασιλείς της Μακεδονίας της Θράκης και της Αιγύπτου έθεσαν το Ιερό υπό την προστασία τους και το πλούτισαν με πολυτελείς μαρμάρινες κατασκευές και αναθήματα, ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
  Εδώ λατρεύονταν η θεά Απτερος, που οι Έλληνες ταύτισαν με τη θεά Δήμητρα. Κοντά της λατρευόταν ο θεός της γονιμότητας, Κάδμιλος, που οι Έλληνες ταύτισαν με τον Ερμή.
  Επίσης στον ίδιο λατρευτικό κύκλο άνηκαν και οι δίδυμοι δαίμονες, οι Κάβειροι. Αργότερα σ’ αυτή την ομάδα των θεών προσετέθησαν, ο θεός του κάτω κόσμου και η γυναίκα του, Αξιόκερσος και Αξιόκερσα.
  Εκτός από τη λατρεία των Μεγάλων θεών στο Ιερό που εκτεινόταν έξω από τα τείχη της πόλης, από επιγραφές είναι γνωστή η λατρεία της Αθηνάς, της Αφροδίτης, της Δήμητρας, της Αρτεμη και του Ερμή.
  Ο ιερός χώρος της λατρείας των Μεγάλων θεών, βρίσκεται στο βόρειο μέρος του νησιού, στην Παλαιόπολη.
  Ο χώρος αυτός θυμίζει Δελφικό τοπίο, πνιγμένος μέσα στα πλατάνια και στις πικροδάφνες. Η Σαμοθράκη κατοικήθηκε στη νεολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του χωριού Καρυώτες.
  Η αναφορά της Σαμοθράκης από τον Όμηρο, δείχνει πως το νησί ήταν γνωστό στη μυκηναϊκή εποχή.
  Πολύ πριν από την εγκατάσταση των Ελλήνων στο νησί κατοικούσαν στοιχεία Καρικά και Θρακικά.
  Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους G. Fredrich και C. Lemann η εγκατάσταση των πρώτων Ελλήνων στο νησί έγινε μεταξύ 800 π.Χ. - 700 π.Χ.
  Η προνομιακή γεωγραφική θέση της Σαμοθράκης, το εμπόριο και οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, την ανέδειξαν στους αρχαϊκούς χρόνους, σε μια αξιόλογη πόλη-κράτος, με δικό της νόμισμα και πολεμικό στόλο.
  Μεταξύ του 491 και 480 π.Χ. υποτάχθηκε στους Πέρσες. Γίνεται μέλος της πρώτης Αθηναϊκής συμμαχίας το 477 π.Χ. Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου οι Σπαρτιάτες καταλαμβάνουν τη Σαμοθράκη και σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο στρατηγός Λύσανδρος έρχεται στο νησί και μυείται στα μυστήρια των Καβείρων.
  Στην κλασική εποχή η φήμη των μυστηρίων της Σαμοθράκης, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο, τον Αριστοφάνη, και πολλούς άλλους αρχαίους συγγραφείς, είναι μεγάλη και το ιερό των Μεγάλων θεών γίνεται σημαντικό διεθνές θρησκευτικό κέντρο. Κατά την παράδοση, στη Σαμοθράκη, στο ιερό των Μεγάλων θεών, γνωρίστηκε με την Ολυμπιάδα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος.
  Οι Μακεδόνες βασιλείς από τον Φίλιππο το Β καθώς και οι διάδοχοι του Μ. Αλέξάνδρου τρέφουν βαθύτατο σεβασμό προς το ιερό και τα Μυστήρια και το εξωραϊζουν με λαμπρές οικοδομές και αναθήματα.
  Η Σαμοθράκη περιέρχεται στο κράτος της Αιγύπτου, μετά από την κατάκτηση της Θράκης και του Ελλησπόντου από τους Πτολεμαίους.
  Στη ρωμαϊκή περίοδο η Σαμοθράκη είναι ελεύθερη, το νησί θεωρείται ιερό και το Τέμενος των Μεγάλων θεών άσυλο.
  Από τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα, ανώτατοι αξιωματούχοι, στρατιωτικοί και έμποροι έρχονται στη Σαμοθράκη και μυούνται στα μυστήρια των Καβείρων. Από τη Σαμοθράκη περνά το φθινόπωρο του 50 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος ταξιδεύοντας για τους Φιλίππους. Το 123 μ.Χ. το νησί επισκέφθηκε ο αυτοκράτορας Αδριανός, που έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η Σαμοθράκη παρακμάζει ενώ τα μνημεία της καταστρέφονται προκειμένου να ξαναχρησιμοποιηθούν σαν οικοδομικά υλικά.
  Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν στη Σαμοθράκη από το Γερμανό αρχαιολόγο A. Conze το 1858 και συνεχίστηκαν το 1862 από το Γάλλο πρόξενο C. Champoiseau, που βρήκε το άγαλμα της Νίκης και το πήρε μαζί του στο Λούβρο.
  Κατά τη βυζαντινή εποχή το νησί είχε ακόμα σημαντικό πληθυσμό. Από τον 8ο αι. όμως και μετά οι Σλάβοι και οι Σαρακηνοί έκαναν συχνές επιδρομές με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αρχίσει να φθίνει.
  Το 1315 ο Martin Zaccaria γίνεται, για λίγα χρόνια, δεσπότης της Σαμοθράκης. Σε λίγο αρχίζουν οι τουρκικές επιθέσεις.
  Στα 1430 αρχίζει η κυριαρχία των Gattilusi στη Σαμοθράκη. Οι ηγεμόνας Παλαμήδης Γατελούζος την οχύρωσε, όπως μαρτυρούν οι πύργοι της Παλαιάπολης και της Χώρας.
  Μετά την εναλλαγή Γενοβέζων, Τούρκων, Βυζαντινών και Βενετσιάνων ηγεμόνων, η Σαμοθράκη θα καταλήξει στην οριστική υποταγή των Τούρκων το 1479.
  Στις παραμονές Ελληνικής επανάστασης η Σαμοθράκη είχε γύρω στους 4000 κατοίκους. Η συμμετοχή τους στον Εθνικό Αγώνα είχε καταστροφικό τίμημα. Την 1η Σεπτεμβρίου 1821 γίνεται τουρκική απόβαση που κατέληξε στη λεηλασία και στην καταστροφή του νησιού.
  Εκατοντάδες άτομα εσφαγιάσθησαν και πολλοί κάτοικοι πουλήθηκαν σαν σκλάβοι και σκλάβες μεταξύ των οποίων και οι 5 Αγιοι Μάρτυρές της.
  Ο ελληνικός στόλος απελευθερώνει τη Σαμοθράκη το φθινόπωρο του 1912, (19 Οκτωβρίου 1912), ενώ η προσάρτησή της επικυρώνεται το Φεβρουάριο του 1914.
  Την περίοδο 1918-1922 πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας εγκαταστάθηκαν στη Σαμοθράκη.
  Το 1951 ο πληθυσμός, φτάνει τους 4.258 κατοίκους. Σε λίγο όμως αρχίζει η αιμορραγία της μετανάστευσης, έτσι το 1961, οι κάτοικοι είναι 3.850, το 1971 μειώνονται σε 3.012 και σήμερα είναι γύρω στους 2.800.
(κείμενο: Γρηγόρης Τσούνης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σαμοθράκης (1998).

Αποικισμοί των κατοίκων

Samothracian city of Mesambria, at Thrace

Samothracian fort Sale, near Doriscus at Thrace

Samothracian city of Tempyra, at Thrace

Καταστροφές του τόπου

Από τους Τούρκους, 1η Σεπτέμβρη 1821

Εκαναν απόβαση, λεηλάτησαν και κατάστρεψαν το νησί, σφαγιάζοντας εκατοντάδες κατοίκους (που απαριθμούσαν σε 4.000 περίπου) και άλλους πουλώντας τους σκλάβους.

Μετακινήσεις πληθυσμών

Σάμιοι εποικίζουν την Σαμοθράκη

Το νησί λεγόταν πρίν Δαρδανία και μετονομάστηκε σε Σαμοθράκη.

Samians settled the island

The Samians fled and some of them made their home in an island near Thrace, and as a result of their settling there the name of the island was changed from Dardania to Samothrace.

Σελίδες επίσημες

Η ιστορία της Αλεξανδρούπολης

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ

ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
Αρχαίοι χρόνοι-Ρωμαϊκή εποχή
  Ο πρώτος οικισμός που έχει ανακαλυφθεί στην περιοχή του Διδυμοτείχου, έγινε από τους Πελασγούς και χρονολογείται στην 4η ή την 3η χιλιετία π.Χ. Ομως νεότερες έρευνες θεωρούν ότι ο οικισμός αυτός ανήκει στη νεολιθική περίοδο. Κατά την εποχή του σιδήρου (10ος -6ος αι. π.Χ.) δημιουργήθηκαν δυο οικισμοί, ένας στο ύψωμα της Αγίας Πέτρας και ο δεύτερος στο λόφο Βούβα.
  Τον 5ο π.Χ. ο οικισμός ανήκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Τα επόμενα χρόνια περιήλθε στο βασίλειο των Οδρυσών, μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου του Β', οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Μακεδόνων.
Βυζαντινή περίοδος
  Τον 2ο αι. μ.Χ. χτίστηκε κοντά στο Διδυμότειχο η ρωμαική πόλη Πλωτινούπολη. Η Πλωτινούπολη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. οπότε και άρχισε να παρακμάζει. Οι κάτοικοί της άρχισαν να την εγκαταλείπουν, διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε μέχρι τον 9ο αι.
  Οι κάτοικοι της Πλωτινούπολης μετοίκησαν στη νέα πόλη που ιδρύθηκε στην ακρόπολη του Κάστρου τον 6ο αι. μ.Χ. για μεγαλύτερη ασφάλεια. Η νέα πόλη πήρε το όνομα Διδυμότειχο.
  Με την πάροδο των αιώνων γινόταν ολοένα και πιο ισχυρή καθώς ήταν χτισμένη σε οχυρή τοποθεσία πάνω στην Εγνατία Οδό. Το 1204 καταλήφθηκε από τους Φράγκους, αλλά ένα χρόνο αργότερα οι κάτοικοί του κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους κατακτητές.
Τουρκοκρατία
  Τον επόμενο αιώνα το Διδυμότειχο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις δυναστικές έριδες. Συγκεκριμένα ο Ανδρόνικος Γ' επαναστάτησε εναντίον του νόμιμου αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' του Παλαιολόγου και ανακήρυξε το Διδυμότειχο πρωτεύουσά του.
   Επίσης στο Διδυμότειχο στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Καντακουζηνός, και από εκεί ξεκίνησε την εκστρατεία του για να κατακτήσει θρακικές και μακεδονικές πόλεις και να τις προσαρτήσει στην επικράτειά του.
  Το 1361 το Διδυμότειχο κατακτήθηκε από τους Τούρκους του σουλτάνου Μουράτ Α' και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους στην ευρωπαική ήπειρο. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το Διδυμότειχο αποτελούσε μια πλούσια επαρχία, που παρείχε μεγάλα έσοδα στον σουλτάνο.
  Υπεύθυνο για την οικονομική ευμάρεια της πόλης ήταν κυρίως το ελληνικό στοιχείο, που είχε στα χέρια του το εμπόριο της περιοχής. Ταυτόχρονα το Διδυμότειχο αποτέλεσε πεδίο θρησκευτικών ανταγωνισμών, τόσο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, όσο και των ορθόδοξων μουσουλμάνων με τις αιρέσεις.Τον 19ο αι. η πόλη γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Αποτελούσε το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης όλης της περιοχής του βόρειου Εβρου, που αριθμούσε 15.000 σπίτια. Είχε 40 τεμένη, 3 ελληνορθόδοξες εκκλησίες, ελληνική μητρόπολη και μία αρμένικη εκκλησία
20ος αιώνας
  Στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου το Διδυμότειχο καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, όμως αποδόθηκε και πάλι στους Τούρκους με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 29 Σεπτεμβρίου 1913. Με τη μεσολάβηση του Γερμανού αυτοκράτορα αποδόθηκε και πάλι στη Βουλγαρία το 1914 ως δώρο για την έξοδο της Βουλγαρίας στην Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας.
20ος αιώνας
  Η πόλη του Διδυμοτείχου και όλη η Θράκη περιήλθαν στην κατοχή της Ελλάδας με τη συνθήκη του Νειγύ (27 Νοεμβρίου 1919). Το 1924-1925 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή περίπου 9.000 πρόσφυγες στα πλαίσια των ανταλλαγών πληθυσμού μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
  Τον Απρίλιο του 1941 όλη η περιοχή Διδυμοτείχου καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής παρέμεινε στην ελληνική επικράτεια και έγινε έδρα του νομού Εβρου. Ανακαταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις το 1945.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Διδυμοτείχου


ΔΟΡΙΣΚΟΣ (Οικισμός) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
  Αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή του αρχαίου Δορίσκου, εμφανίζεται ένας νέος οικισμός, ο οικισμός του παμπάλαιου Δορίσκου στην αρχή μιας μικρής κοιλάδας. Την κοιλάδα αυτή διασχίζει ένα ρέμα που το ονομάζουμε σήμερα, ρέμα της εκκλησίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες γερόντων, ο οικισμός είχε 800 σπίτια με τσαγκάρικο, ραφείο, σιδεράδικο, εργαστήριο χρυσού και ασημιού. Από τον οικισμό αυτό σώζονται σήμερα τα ερείπια της παμπάλαιας εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου που χρονολογείται στο 1500 με 1600 μ.Χ., το καμπαναριό που είναι ακόμη σε καλή κατάσταση, ένα μέρος λιθόστρωτου δρόμου και τα θεμέλια του τείχους γύρο από την εκκλησία. Στην αυλή της εκκλησίας έχει ταφεί το 1838 ο Μητροπολίτης Μαρώνειας που καταγόταν από τον Δορίσκο. Ονομαζόταν Ιωαννίκιος ή αλλιώς "φιλικός" καθώς είχε διατελέσει και μέλος της Φιλικής εταιρείας" στην επανάσταση των Τούρκων το 1821. Επίσης η εκκλησία λειτούργησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ως κρυφό σχολείο με 52 μαθητές και έναν δάσκαλο. Ο δάσκαλος έπαιρνε τον χρόνο 55 Οθωμανικές λίρες εκ των οποίων 25 καταβαλλότανε από την κοινότητα και οι υπόλοιπες από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Φερών


ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ (Κωμόπολη) ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
  Η Νέα Βύσσα με πληθυσμό 3300 κατοίκους, βρίσκεται στις χαμηλές παρέβριες περιοχές και στο βορειοανατολικότερο πεδινό σημείο το νομού Έβρου, νότια από την παλιά ελληνική πόλη Αδριανούπολη (Ουσκουδάμας). Ο λαός της - όπως προκύπτει από τη μελέτη των ηθών και των εθίμων του, αλλά και της ψυχοσύνθεσής του - προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τον πανάρχαιο ισχυρότατο και πολεμικό λαό της Θράκης των Βησσών (ή Βέσσων), που κυριαρχούσε στην ίδια περιοχή και που όπως αναφέρει πρώτος ο Ηρόδοτος, ήταν φύλο του έθνους των Σατρών που με άδεια τους είχαν την επιμέλεια χρηστηρίου του Διονύσου. Οι Βησσοί ήταν λαός ατίθασος, πολεμικός και ληστρικός. Μέχρι δε 183 π.Χ. αναφέρονται σαν ο κυριότερος λαός της Θράκης.
  Με το πέρασμα αιώνων και μετά από συνεχείς πολέμους με τους Ρωμαίους - στην κυριαρχία των οποίων τελικά υπάχθηκαν μετά την ήττα από το Λεύκιο Πίσσωνα το 11 μ.Χ. -περιορίσθηκαν πληθυσμιακά. Τον 4ο αι. π. Χ. εκχριστιανίστηκαν, οπότε άρχισε να περιορίζεται και η παροιμιώδης αγριότητά τους.
  Μέχρι τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας κανένας ιστορικός, γεωγράφος ή περιηγητής δεν αναφέρει την ύπαρξη του χωριού. Στα χρόνια της τουρκικής κατοχής και μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας και της έλλειψης οποιωνδήποτε γραπτών στοιχείων, είναι αδύνατο να βρει κανείς στοιχεία για το ξεφύτρωμά του. Για να επιχειρήσουμε να βρούμε την αρχή της ίδρυσής του, πρέπει να στηριχτούμε σε γενικά δεδομένα και στην παράδοση, που έχει ανακατευτεί με πολλές φανταστικές αναφορές και έχει δημιουργήσει διάφορες εκδοχές. Την εποχή της τουρκοκρατίας λοιπόν, συναντούμε μια μικρή ομάδα οικογενειών που κατοικεί στο κέντρο της άλλοτε χώρας τους, σε μικρό οικισμό, 8 με 10 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά της Αδριανούπολης, στις παρυφές υψωμάτων με την ονομασία Παλάτι. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται νότια από τη συμβολή του ποταμού Έβρου με τον Τούντζα, σε ένα σημείο που το ποτάμι σχηματίζει ένα ημικύκλιο.
  Πριν από τη μετακίνησή του είχε διαμορφωθεί σε ένα χωριό με δώδεκα συνοικίες. Τα σόϊα έμεναν συνήθως στην ίδια συνοικία. Οι δρόμοι του ήταν ίσιοι από την μια άκρη του χωριού έως την άλλη.
  Είχε τρεις πλατείες. Η μία ήταν στο βόρειο μέρος το χωριού, κοντά στο ποτάμι και ονομαζόταν Καβάκα, γιατί υπήρχε εκεί ένα τεράστιο "καβάκι" (λεύκα). Σε αυτήν την πλατεία γίνονταν οι χοροί και τα γλέντια του καλοκαιριού. Η δεύτερη βρισκόταν νοτιότερα της Καβάκας, σε μια τούμπα (ύψωμα) που υπήρχε εκεί. Την έλεγαν Αμπάρα, γιατί εκεί βρισκόταν τα αμπάρια (αποθήκες), όπου έδιναν σαν φόρο στους Οθωμανούς. Η Τρίτη βρισκόταν δίπλα στους μύλους το Σιαντίδη, στο νοτιοανατολικό μέρος του χωριού και ονομαζόταν η πλατεία των μύλων. Το σχολείο και η εκκλησία βρισκόντουσαν στο βόρειο μέρος του χωριού δίπλα στο ποτάμι και ανατολικά από την Καβάκα. Υπήρχαν δύο σχολικά κτίρια, ανάμεσα στα οποία ήταν χτισμένη η εκκλησία το Αγίου Γεωργίου. Ο οικισμός αυτός, επειδή διέτρεχε τον κίνδυνο του πλήρους αφανισμού, λόγω του ότι βρισκόταν υπό τη διαρκή απειλή ληστών αναγκάστηκε να μετοικήσει πλησιέστερα προς την Αδριανούπολη, όπου και περιορίζονταν οι κίνδυνοι. Ο τόπος στον οποίο εγκαταστάθηκαν οι λίγες αυτές οικογένειες ήταν Βόσνιοι αιχμάλωτοι. Σε αυτούς οι Τούρκοι είχαν επιβάλει την καταναγκαστική εργασία της μεταφοράς των λαφύρων από τη Βαλκανική Χερσόνησο προς το εσωτερικό της αυτοκρατορίας τους. Οι Βόσνιοι, κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης και της βοσκής των καμήλων έμεναν σε έναν πρόχειρο καταυλισμό που με τον καιρό ονομάστηκε Μπόσνα ("τόπος των Βοσνίων") (οι Τούρκοι το έλεγαν "Μποσνάκοϊ"). Μετά τη μετοίκηση όμως των νέων κατοίκων, πήρε το όνομα Βοσνοχώριον. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η παραμονή των Βοσνίων ήταν βραχύχρονη και κατά συνέπεια δεν υπήρξε καμία αφομοίωση με τους ντόπιους. Βέβαια σαν αποτέλεσμα της διέλευσης των Βοσνίαιων από το μέρος εκείνο έμεινε μόνο η ονομασία του οικισμού ως Βοσνοχώρι.
  Οι νέοι κάτοικοι έχοντας απαλλαχθεί από τους επιδρομείς και από την τουρκική καταπίεση, επιδόθηκαν ολόψυχα σε ειρηνικές ασχολίες, όπως:στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη σηροτροφία, την αμπελουργία και την υφαντουργία. Το χωριό τροφοδοτούσε την Αδριανούπολη με άφθονα λαχανικά και φρούτα, καθώς είχε πολλούς λαχανόκηπους και ήταν μόνο Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, χωρίς να υπάρχει κανείς αλλόφυλος. Κάθε μέρα με τα κάρα τους οι λαχανοπαραγωγοί έφερναν φρέσκα λαχανικά στην Αδριανούπολη, έχοντας πάντα μαζί τους και από 1-2 βοηθούς, είτε παιδιά τους, είτε παραγιούς. Σύντομα οργανώθηκαν σε μια λαμπρή κοινότητα (Δημογεροντία), η όποία αφού απέκτησε μεγάλη διοικητική ισχύ, κατόρθωνε να ιδρύει σχολεία και ναούς, να διορίζει δασκάλους, να αναζωπυρώνει την Εθνική Ιδέα, και όλα αυτά, ικανοποιώντας τεχνητά τα θελήματα των κατακτητών. Αν και έζησαν κάτω από δουλεία διατήρησαν αναλλοίωτες τις βασικές αρχές της ζωής τους, τα ήθη και τα έθιμά τους ιδίως από ηθικής πλευράς.
Νεώτερα χρόνια
  Το 1920 με την απελευθέρωση της περιοχής η Μπόσνα ονομάστηκε Βύσσα. Τον Αύγουστο το 1923, με την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης, η οποία ρύθμιζε τα σύνορα και την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Βύσσα (Μπόσνα) δόθηκε στους Τούρκους, μαζί με την Σιδηρόπετρα (Ντεμιρτάς). Ο κάτοικοι του Βοσνοχωρίου - Μπόσνα εγκαταστάθηκαν στην τωρινή τοποθεσία 4χλμ. Νοτιότερα, δίπλα στα σύνορα, σε περιοχή που βρισκόταν ο τουρκικός οικισμός Αχύρ - Κιοϊ, που το 1920 σήμαινε Σταυλοχώρι ή κατά παραλλαγή του 1930 Αχυροχώρι. Οι κάτοικοι προτίμησαν αυτή τη λύση, διότι τα περισσότερα χωράφια τους είχαν απομείνει στο ελληνικό έδαφος (παπάς - γιαλοί και Παλάτι) και θεώρησαν την εγκατάστασή τους στον Αχυροχώρι προσωρινή και τη γρήγορη επιστροφή τους στο Βοσνοχώρι σίγουρη.
  Το 1930, ο καθηγητής του Γυμνασίου Αδριανούπολης Λαμπουσιάδης, στον οποίο ανατέθηκε από τη Διοίκηση να δώσει στον οικισμό την καταλληλότερη ονομασία, μετονόμασε τον οικισμό σε Νέα Βύσσα.
  Σταθμός της Αδριανούπολης ήταν το Καραγάτς - για αυτό και παραχωρήθηκε στους Τούρκους αν και βρίσκεται στην δυτική όχθη του Έβρου ποταμού - και τα τουρκικά τρένα που πήγαιναν στην Αδριανούπολη περνούσαν από ελληνικό έδαφος (τη Νέα Ορεστιάδα) και τα ελληνικά τρένα που κατευθύνονταν βορειότερα περνούσαν από το τουρκικό (Καραγάτς). Τον Οκτώβριο του 1971 οι Τούρκοι έκαναν νέα γραμμή Αλπουλού - Αδριανούπολη - Καπού Κουλέ χωρίς να διασχίζουν πλέον το ελληνικό έδαφος. Ο σταθμός του Καραγάτς καταργήθηκε και το 1975 η χώρα μας κατασκεύασε νέα γραμμή από Νέα Βύσσα μέχρι Μαράσια, οπότε τα ελληνικά τρένα δεν περνούν πλέον από τουρκικό έδαφος.
  Τα Καραγάτς δεν έχει πια την παλιά αίγλη του σιδηροδρομικού σταθμού και της ευρωπαϊκής του κοινωνικής ζωής που είχε άλλοτε. Τώρα είναι ένα ασήμαντο χωριουδάκι. Οι σιδηροδρομικές γραμμές ξηλώθηκαν. Το μεγάλο κτίριο του σταθμού έγινε το πανεπιστήμιοTRAKYA YNICERTESI και οι σπουδαστές πηγαινοέρχονται με λεωφορεία από την Αδριανούπολη. Ανατολικά της Αδριανούπολης κτίζονται νέα κτίρια του τουρκικού πανεπιστημίου και θα αποτελέσουν μια μεγάλη πανεπιστημιούπολη.
  Η Μπόσνα σχεδόν δεν υπάρχει. Μένουν μόνο μερικές οικογένειες κτηνοτρόφων και όλα τριγύρω είναι ερείπια. Μονάχα μία γέφυρα κατασκευάστηκε που συνδέει με την αντίπερα όχθη του ποταμού.
(Στοιχεία από τα αρχεία του Σχολείου και το βιβλίο: Το Γένος Καραθεοδωρή του Τάκη Τσονίδη).
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2004, με φωτογραφίες, από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Βύσσας

Νέα Ορεστιάδα

ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ

Η ιστορία της Σαμοθράκης

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

Η ιστορία του Σουφλίου

ΣΟΥΦΛΙ (Κωμόπολη) ΕΒΡΟΣ
Γεωγραφική θέση
  Το Σουφλί βρίσκεται βορειοανατολικά της Αλεξανδρούπολης, σε απόσταση 70 περίπου χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα του νομού Εβρου. Είναι κτισμένο στην ανατολική πλευρά του λόφου του Προφήτη Ηλία, ενός από τα τελευταία υψώματα της Ροδόπης.
Ιστορικά στοιχεία
  Το Σουφλί αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή στα 1667. Την περίοδο εκείνη ήταν ένα κεφαλοχώρι απαλλαγμένο από φόρους. Η τουρκική ονομασία Σοφουλού φανερώνει ότι πιθανότατα αποτελούσε κτήμα μοναστικού τάγματος που όντως μαρτυρείται στην περιοχή. Αργότερα βέβαια οικογένειες Σουφλιωτών κατέφυγαν στο Σουφλί και τα πατρωνύμιά τους μνημονεύονται σε σημερινά επώνυμα. Είναι ωστόσο ιστορικά διαβεβαιωμένο ότι το Σουφλί κατοικούνταν από τη Νεολιθική Εποχή. Αυτό διαπιστώνεται από αντικείμενα που βρέθηκαν στην περιοχή, καθώς και την ανακάλυψη τάφων της Ελληνιστικής Περιόδου. Το έντονο θρακιώτικο στοιχείο στα έθιμα της περιοχής μαρτυρεί την καταγωγή των Σουφλιωτών από το μεγάλο Θρακικό φύλο της Βαλκανικής χερσονήσου και των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου.
  Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το Σουφλί αποτελούσε ισχυρό οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό κέντρο που απλωνόταν και στην ανατολική όχθη του ποταμού Εβρου με πληθυσμό της τάξης των 60.000 ατόμων. Η ραγδαία ανάπτυξη οφείλεται στην σηροτροφία, που υπήρξε ο οικονομικός πνεύμονας της περιοχής για πολλές δεκαετίες. Τότε ιδρύθηκαν και τα εργοστάσια επεξεργασίας μετάξης των Αζαρία και Πάπο (1908), των Τζίβρε (1920) που ήταν και η μεγαλύτερη μονάδα της περιοχής και του Π. Χατζησάββα. Αργότερα δημιουργούνται το εργοστάσιο Τσιακίρη (1954) που λειτουργεί ως σήμερα και το κρατικό εργοστάσιο (1967). Η αμπελουργία και η οινοποιεία παρουσίασαν γρήγορη ανάπτυξη. Αυτά ήταν τα δύο κύρια σκέλη της οικονομικής ζωής του τόπου. Παράλληλα αναπτύχθηκαν και άλλες μορφές βιοτεχνίας όπως τα 60 καροποιεία και σιδηρουργεία που λειτουργούσαν πριν το 1922, καθώς και οι 4 ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι και αρκετές μονάδες παραγωγής σισαμελαίου.
  Μετά τις συνθήκες του 1922-23 η Ανατολική Θράκη και η Ρωμυλία πέρασαν στην κυριότητα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους. Έτσι, το Σουφλί έχασε το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας των 70.000 στρεμμάτων, που ήταν απέραντα μορεολίβαδα, αποκλειστική τροφή του μεταξοσκώληκα. Επιπλέον, η σηροτροφία και το εμπόριο μεταξιού περιήλθαν στο ελληνικό, νομικό και φορολογικό καθεστώς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της παραγωγής και των εξαγωγών σε ευρωπαϊκές χώρες. Η ανακάλυψη και διάδοση της τεχνητής μεταξωτής ίνας ανέκοψε οριστικά και αμετάκλητα την πορεία της σηροτροφίας. Τα 4 εργοστάσια αναπήνησης καθώς και οι πολλές οικοτεχνίες παραγωγής μεταξιού έπαψαν να λειτουργούν. Αυτή τη στιγμή λειτουργούν 5 βιοτεχνίες ύφανσης και παραγωγής μεταξωτών ειδών καθώς και καταστήματα που εμπορεύονται μεταξωτά είδη. Το 1993, η παραγωγή κουκουλιών ανερχόταν σε 5.000 κιλά από 800.000 κιλά που ήταν το 1908.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σουφλίου


Ιστορικά στοιχεία

ΤΡΙΓΩΝΟ (Δήμος) ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
  Η ακριτικότητα της περιοχής του Τριγώνου, είναι φαινόμενο που δημιουργήθηκε όταν ο χώρος αυτός έγινε παραμεθόριος, μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 και την πραξικοπηματική προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας (βόρειας Θράκης), στη Βουλγαρία. Επιτάθηκε δε με τη Συνθήκη της Λοζάννης, οπότε ο Νομός 'Eβρου και ιδιαίτερα η περιοχή του Τριγώνου βρέθηκε μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, ο δε ποταμός Αρδας την εχώριζε από την υπόλοιπη Ελληνική επικράτεια και ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, με μόνο μέσο σύνδεσης τον σιδηρόδρομο. Παλιότερα όμως ο τόπος αυτός με τα μεγάλα ποτάμια και την πλατειά πεδιάδα, ήταν ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμού. Τα πρώτα ίχνη ζωής, τμήματα σκελετού από μαστόδοντα που έζησαν πριν από 3-5 εκατομμύρια χρόνια, ανακαλύφτηκαν στις περιοχές Ορμένιου και Κριού, ενώ ίχνη παλαιολιθικού ανθρώπου βρέθηκαν στις νότιες όχθες του Aδρα. Η βλάστηση ήταν οργιαστική κοντά στα ποτάμια, τα ζώα αφθονούσαν που έρχονταν εδώ να βρουν την τροφή τους και τα ακολούθησε ο παλαιολιθικός και μετά ο νεολιθικός άνθρωπος. Από την εποχή του σιδήρου και μετά, υπάρχουν αρκετές θέσεις με ίχνη δραστηριότητας του ανθρώπου. Την αρχαϊκή και κλασική εποχή, η περιοχή κατοικείται από Θράκες και ιδιαίτερα το βασίλειο των Οδρυσών και ακολούθησε την εστορική πορεία της υπόλοιπης Θράκης, όπως φαίνεται από αναθηματικές επιγραφές προς τον Απόλλωνα και τον Θράκα ήρωα.
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος
  Στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο η περιοχή του Τριγώνου, ανήκε στην ευρύτερη περιοχή της Αδριανούπολης και γνώρισε συνεχείς αναστατώσεις από τις επανειλημμένες από Βορρά επιδρομές. Τοπικό κέντρο ήταν η Τζερνομιάνου πόλις, το σημερινό Ορμένιο. Κοντά στην πόλη αυτή έγινε το 1371 η μάχη της Μαρίτσας (του 'Εβρου), κατά την οποία τουρκικά στρατεύματα νίκησαν τις ενωμένες δυνάμεις των Σέρβων και των άλλων βαλκανικών κρατών. Από τότε παρουσιάζεται αλματώδης τουρκική εξάπλωση σε όλη τη Βαλκανική.
Τουρκοκρατία
  Η κατάληψη της Θράκης από τους Οθωμανούς Τούρκους, επέφερε μεγάλες πληθυσμιακές αναστατώσεις στην αρχή. Εγκατάσταση μουσουλμάνων από τη Μικρασία, εξισλαμισμοί, φυγή των χριστιανών σε ορεινές περιοχές. 'Οταν επήλθε ειρήνευση και γαλήνη στην περιοχή μετά 2 αιώνες, άρχισε μετακίνηση πληθυσμού στον χώρο της Θράκης και στην περιοχή του Τριγώνου. Τότε προφανώς έφτασαν πληθυσμοί από την Ηπειρο κυρίως όπως μαρτυρείται από τους τοπικούς θρύλους που εγκαταστάθηκαν στα Πετρωτά και το γειτονικό Σβίλεγκραντ της Βουλγαρίας, εμπλουτίζοντας έτσι το εντόπιο ανθρώπινο δυναμικό. Οι περιπέτειες και οι πόλεμοι του 19ου και του 20ου αιώνα, είχαν τον αντίκτυπό τους στους πληθυσμούς της περιοχής, η οποία ενσωματώθηκε τελικά στο ελληνικό κράτος τον Μάιο του 1920 και νομιμοποιήθηκε με την Συνθήκη των Σεβρών και το περί Θράκης παράρτημα της Συνθήκης της Λοζάννης.
Νεότερη εποχή
  Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την Συνθήκη της Λοζάννης, καθώς και τις ελληνοβουλγαρικές συμφωνίες, η περιοχή δέχτηκε προσφυγικούς πληθυσμούς τόσο από την ανατολική όσο και από τη βόρειο Θράκη. Δημιουργήθηκε έτσι, ένα κράμα Ελληνικού θρακικού πληθυσμού με σχετική ομοιομορφία πολιτιστικών παραδόσεων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Αναπτυξιακής Εταιρίας Αλεξανδρούπολης


ΦΕΡΕΣ (Κωμόπολη) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
Από την Προϊστορία μέχρι την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
  Το νότιο τμήμα του νομού - από το Δέλτα ως το Μικρό Δέρειο και το δάσος της Δαδιάς - οικολογικά και γεωλογικά ανήκει στην ίδια ενότητα. Ανάμεσα στο κοινά χαρακτηριστικά της περιοχής συγκαταλέγεται και το απολιθωμένο δάσος, ηλικίας 25 εκ. χρόνων. Το τελευταίο αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, τα συμπεράσματα της οποίας θα καθορίσουν τους τρόπους προστασίας και ανάδειξης του πολύτιμου αυτού γεωλογικού μνημείου.
  Ο ποταμός Έβρος - ο «αργυρορρύτης» - ήταν αναμφισβήτητα ο καταλυτικός παράγοντας για την ύπαρξη και την ανάπτυξη κοινωνιών γύρω από αυτόν. Στην ημιορεινή τοποθεσία των Κοίλων, λίγα χιλιόμετρα βόρεια των Φερών, τα επιφανειακά ευρήματα μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία εδώ, ήδη από την Παλαιολιθική εποχή.
  Στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ανήκουν οι βραχογραφίες, τα θεμέλια οικισμού και άλλα ευρήματα, δείγματα ενός πολιτισμού που εκτεινόταν από την οροσειρά της Ροδόπης μέχρι τις εκβολές του Έβρου. Ιδιαίτερο ιστορικό και ανασκαφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχαιολογικό χώρος του Δορίσκου, δυτικά των Φερών και σε μικρή απόσταση από τις εκβολές του ποταμού. Η ανασκαφή στη θέση «σαράγια» έφερε στο φως τα θεμέλια της ακρόπολης, συλημένους από αγγεία, ειδώλια, νομίσματα διαφόρων πόλεων, που μαρτυρούν την σταδιακή εξέλιξη ενός προϊστορικού οικισμού σε πόλη με ζωηρές εμπορικές συναλλαγές κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή.
  Το 188 π.χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους και λίγο αργότερα μοιάζει να χάνεται από το ιστορικό προσκήνιο για άγνωστους λόγους.
Από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα
  Οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί χρονογράφοι, δεν παραλείπουν να μνημονεύσουν στο κείμενά τους την Βήρα και τον μεγαλοπρεπή ναό, που κοσμούσε όχι μόνο αυτή, αλλά και την ευρύτερη περιοχή του Δέλτα. Σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την ίδρυση της Μονής η Βήρα ερημώνεται και ο πληθυσμός της αποδεκατίζεται από τους βυζαντινούς εμφύλιους σπαραγμούς.
  Το 1357 η περιοχή υποδουλώνεται στους Οθωμανούς Τούρκους. Η Βήρα υποβαθμίζεται στρατιωτικά, το Καθολικό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας μετατρέπεται σε μουσουλμανικό τέμενος και η πόλη μετονομάζεται σταδιακά σε Φέρες. Η γεωγραφική της θέση όμως καθορίζει τον οικονομικό και πολιτικό της χαρακτήρα, και την αναδεικνύει σε βασικό εμπορικό και διοικητικό κέντρο της δυτικής όχθης του ποταμού Έβρου μέχρι τα μισά του περασμένου αιώνα.
  Ο σημερινός ακριτικός Δήμος των Φερών είναι η πόλη - κληρονόμος της Βυζαντινής Βήρας με την εκκλησία της Παναγίας να παραμένει το ζωντανό μνημείο - σύμβολο της τέχνης και του πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης. Το 1994 διοργανώνεται στις Φέρες το πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο των Θρακών, όπου οι μετέχοντες ανακηρύσσουν επίσημα την Παναγία Κοσμοσώτειρα προστάτιδά τους και τον Ιερό Ναό της προσκυνηματικό τους κέντρο.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Φερών


Το όνομα της πόλης

  Από τους αρχαίους Έλληνες η περιοχή ονομάζεται Βηρός, που σημαίνει νερά, βάλτος. ?λλη εκδοχή, από τα βυρσοδεψεία που υπήρχαν στην περιοχή της Μεγάλης Βρύσης (ιστορικό μνημείο σήμερα). Το 1150 ο Σεβαστοκράτορας του Βυζαντίου Ισαάκιος Κομνηνός σε ηλικία 50 ετών νιώθει την ανάγκη να αφοσιωθεί στο Θεό και ν' αφήσει ένα έργο με πνευματικές προεκτάσεις. Του άρεσε ως τόπος το ύψωμα αυτό, που ήταν στραμμένο προς τη βασιλεύουσα. Στην κατοικημένη από παλαιολιθικούς χρόνους περιοχή (ευρήματα που ήρθαν στο φως), αποφασίζει να εγκατασταθεί. Αρχίζει αμέσως τις οικοδομικές εργασίες με ταλαντούχους τεχνίτες. Χτίζει ένα μεγαλόπρεπο ναό στα πρότυπα της Αγίας Σοφίας και τον ονομάζει "Ιερόν της Θεομήτρος". Στη συνέχεια χτίζει ένα ολόκληρο μοναστηριακό συγκρότημα, που ονομάζεται Μονή της Βήρας. Το 1372 η Βήρα πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Αυτοί αδυνατούν να προφέρουν το Β (Βήρα) και αντ' αυτού βάζουν το Φ (Φήρα), στη συνέχεια γίνεται Φέρα, Φέρες, Φερετζίκ (μικρή Φερέ). Από τον 13ο ως 18ο αιώνα, από τους βυζαντινούς και λατίνους ιστοριογράφους αναφέρεται ως Βήρα. Οι ξένοι την αναφέρουν ως Perftuentia de Vira=μικρή διοικητική ενότητα. Ο δε A. Viques Nel που επισκέπτεται την πόλη το 1868, στη φυσική και γεωλογική του περιγραφή την αναφέρει ως Βήρα και όχι Φερετζίκ ή Φέρες. Σήμερα αποκαθίσταται η ιστορική αλήθεια. Ονομάζεται και πάλι όπως πριν ΒΗΡΑ και άρχισαν να φαίνονται τα σημάδια της μεγάλης ενότητας με τη ΒΗΡΑ ως κέντρο Ορθοδοξίας.
Πηγή: "Τουριστικός, Ιστορικός, Αρχαιολογικός Οδηγός Θράκης", Δημήτριος Δ. Καρακούσης

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Φερών


Συμμαχίες

Χρονολόγιο

ΕΒΡΟΣ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  5-3 εκ. χρόνια
Παλαιοντολογικά ευρήματα μαστόδοντος από την περιοχή Ορμενίου.
  Παλαιολιθική Εποχή (10.000 - 7.000 π.Χ.)
Λίθινα εργαλεία βρέθηκαν επιφανειακά κοντά στον Αρδα και Εβρο ποταμό.
  Νεολιθική Εποχή (5.500 - 3.000 π.Χ.)
Ανάπτυξη του παραγωγικού σταδίου. Από τις πολλές θέσεις του νομού ανασκάπτεται συστηματικά η Μάκρη Αλεξανδρούπολης.
  Εποχή Χαλκού (3.000 - 1.050 π.Χ.)
Η ανασκαφή στο Μικρό Βουνί της Σαμοθράκης δείχνει εμπορικές επαφές με τους Μινωίτες.
  Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1.050 - 650 π.Χ.)
Οι Θράκες εξαπλώνονται στην περιοχή. Οχυρωμένες «ακροπόλεις» και μεγαλιθικά μνημεία μαρτυρούν πυκνή κατοίκηση.
  Κλασσικά - Ελληνιστικά χρόνια (7ος αι. π.Χ. - 46 μ.Χ.)
Αιολείς αποικίζουν το νησί της Σαμοθράκης και χτίζουν το Ιερό της Μεγάλων Θεών. Παράλληλα η πόλη - κράτος της Σαμοθράκης δημιουργεί μία σειρά από οικισμούς (εμπορικά κέντρα) στην απέναντι θρακική ακτή, με γνωστότερο τη Μεσημβρία - Ζώνη. Οργανώνεται η επικοινωνία με το εσωτερικό της Θράκης, κυρίως μέσω του Εβρου ποταμού, που τότε ήταν πλωτός, και του χερσαίου δρόμου που περνά δίπλα από την δυτική του όχθη. Σημαντικός αριθμός από ταφικούς τύμβους στο βόρειο τμήμα του νομού πιστοποιεί τη μεγάλη κινητικότητα αυτή την περίοδο. Το 46 μ.Χ. η Θράκη εντάσσεται στο Ρωμαϊκό Κράτος.
  Ρωμαϊκά Χρόνια (1ος - 4ος αι. μ.Χ.)
Η ρωμαϊκή πολιτική αναδεικνύει τον ελληνικό χαρακτήρα του τοπικού ελληνισμού. Κατασκευάζεται η Εγνατία Οδός (Via Egnatia) και τον 2ο μ.Χ. αιώνα ιδρύονται από τον αυτοκράτορα Τραϊανό δύο νέα αστικά κέντρα: η Τραϊανούπολη και η Πλωτινούπολη.
  Βυζαντινή Εποχή (4ος αι. μ.Χ. - 1453)
Η περιφέρεια Εβρου, λόγω της γεωγραφικής σχέσης με την Κωνσταντινούπολη, παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Το 1151/2 ο Ισαάκιος Κομνηνός ιδρύει το μοναστήρι της Κοσμοσώτειρας στη Βήρα (Φέρες), ενώ κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1341-7 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός στέφεται αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο. Ως καταφύγιο χρησιμοποιεί το γειτονικό κάστρο του Πυθίου.
  Μεταβυζαντινή εποχή (15ος - 19ος αι.)
Ηδη από το τέλος του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί κατακτούν τη Θράκη και βάζουν και τη δική τους σφραγίδα στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του χώρου. Πάρα την τουρκική κατάκτηση η οικονομία του ελληνισμού ανθεί με την δραστηριοποίηση των συντεχνιών, γεγονός που αποτυπώνεται στα παραδοσιακά αστικά σπίτια (Διδυμότειχο, Σουφλί, Μεταξάδες).
  1920
Ο Νομός Εβρου με την συνθήκη των Σεβρών ενσωματώνεται στην Ελλάδα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Εβρου.

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ