Στο μυχό του αργολικού κόλπου, σε μικρή απόσταση από το Ναύπλιο,
η ακρόπολη της Τίρυνθας
προβάλλει επιβλητικά πάνω σ' ένα βραχώδη λόφο ύψους 16 μ. Η αρχαιότερη εγκατάσταση πάνω στο λόφο
χρονολογείται στη νεολιθική εποχή (περίπου 5.000 π.Χ.).
Ακολούθησαν
αλλεπάλληλοι οικισμοί,
των οποίων όμως τα κατάλοιπα καταστράφηκαν σχεδόν ολότελα κατά τις μεγάλης τάξεως διαμορφώσεις
της Μυκηναϊκής εποχής. Από τον οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (2500-2000 π.Χ.) διασώζονται αρκετές ενδείξεις
για την ύπαρξη μίας σειράς αψιδωτών κτιρίων και ενός τεραστίων διαστάσεων
κυκλικού κτιρίου (διαμέτρου 28 μ.)
στο ψηλότερο σημείο του λόφου.
Τον 14ο αιώνα π.Χ. αρχίζει η κατασκευή της οχύρωσης του λόφου που ολοκληρώνεται στα τέλη
του 13ου αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ περίοδος).
Τα
κυκλώπεια τείχη
που περιλαμβάνουν την άνω, μέση και κάτω Ακρόπολη, έχουν συνολική περίμετρο 750 μ περίπου και πλάτος από 4,50 ως 7 μ.
Εντός αυτών οργανώνεται το
τοιχογραφημένο
ανάκτορο,
οι λοιποί δημόσιοι χώροι, οι αποθήκες και οι κυκλώπειες σήραγγες, τα εργαστήρια καθώς και συγκροτήματα οικιών.
Έξω και γύρω από την ακρόπολη, εκτείνεται η οργανωμένη σε οικοδομικά τετράγωνα πόλη (περίπου 250 στρέμματα).
Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος (γύρω στο 1200 π.Χ.), η ακρόπολη εξακολουθεί να
χρησιμοποιείται κυρίως ως χώρος λατρείας. Ο χώρος είχε ερημωθεί όταν τον επισκέφτηκε ο Παυσανίας, τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Η αρχαιολογική έρευνα της αρχαίας Τίρυνθας είναι στενά συνδεμένη με το όνομα του Ερρίκου Σλήμαν,
ο οποίος το 1876, έκανε τις πρώτες δοκιμαστικές τομές στην ακρόπολη και τον χώρο έξω από τα τείχη. Στα 1884/5
με εκτεταμένες ανασκαφές διάρκειας πέντε μηνών και πολύτιμο συνεργάτη τον W. Doerpfeld απεκάλυψε μεγάλο
μέρος της 'Ανω Ακρόπολης. Στη διάρκεια των ετών 1905-1929 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο συνέχισε τις
έρευνες τόσο στην ακρόπολη όσο και στην ευρύτερη περιοχή της. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, διενεργήθηκαν
ανασκαφές και αναστηλωτικές εργασίες στην περιοχή των τειχών υπό την εποπτεία του Εφόρου Αρχαιοτήτων
Ν. Βερδελή. Από το 1967, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο επανήλθε στο χώρο και, με εκτεταμένες ανασκαφές
υπό τη διεύθυνση αρχικά του Ulf Jantzen και στη συνέχεια του Klaus Kilian, έφερε στο φως ολόκληρη την άνω και την
κάτω ακρόπολη, τμήμα του μυκηναϊκού άστεως στην ευρύτερη περί το τείχος περιοχή, καθώς και τμήμα της νεκρόπολης
της εποχής του Σιδήρου.
Ευρήματα των ανασκαφών της Τίρυνθας εκτίθενται στο
Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο και στο
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.