Το χωριό Πάρτιρα βρίσκεται 37 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Ηρακλείου
και 4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το Αρκαλοχώρι. Στην περιοχή κοντά στο χωριό υπάρχουν
μερικές βυζαντινές εκκλησίες.
Στο εγκαταλελειμμένο μικρό χωριό που βρίσκεται στα βόρεια των Παρτήρων
μπορεί να πάει κανείς ακολουθώντας τον χωματόδρομο που ξεκινά από την είσοδο του
χωριού και κατευθύνεται προς βορρά.
Για πρώτη φορά ο οικισμός καταγράφεται στην απογραφή του 1881 με το
όνομα Επισκοπή και με 48 κατοίκους μουσουλμάνους και έναν χριστιανό. Το 1900 εντάσσεται
στον αγροτικό Δήμο Παρτίρων με 62 συνολικά κατοίκους και καταγράφεται στις απογραφές
μέχρι και το 1940. Από το 1951 όμως δεν περιλαμβάνεται σε καμία απογραφή.
Σημαντικά ανάμεσα στα ερείπια του χωριού είναι οι ναοί με τα υπολείμματα
τοιχογραφιών, ενώ μια επιγραφή αναγράφει τη χρονολογία 1444 στην εκκλησία του
Αγίου Γεωργίου.
Σε διάφορες εποχές έχουν γίνει εργασίες καθαρισμού των διαφόρων ερειπωμένων
εκκλησιών και στερεώσεις (πρόχειρες κατά κανόνα) των τοίχων κυρίως του παρεκκλησίου
του Αγίου Νικολάου.
Μια υπόθεση ότι οι ομολογουμένως πλούσιοι ναοί του οικισμού ίσως να
«φιλοξένησαν» κάποιους χρόνους την έδρα της Επισκοπής Αρκαδίας σε χρόνους που
η έδρα και η επισκοπή γενικότερα γνώρισε τον διωγμό και τον αποκλεισμό της από
τη λατινική εκκλησία.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρκαλοχωρίου
Τηλέφωνο: +30 28910 22837
Ένα από τα κεφαλοχώρια του δήμου με σημαντική ιστορία και πλούσιες
παραδόσεις που συγκεντρώνονται από όλη την περιφέρεια στην οποία δεσπόζει. Απέχει
από το Αρκαλοχώρι περίπου εξίμιση χιλιόμετρα στον οδικό άξονα Αρκαλοχώρι
- Αγία Σεμνή - Πάρτι(η)ρα
συνεχίζοντας ευθεία μετά την Αγία Σεμνή το δρόμο προς Πάρτι(η)ρα - Μπαδιά.
Στο χωριό που πρέπει να κατοικείται από τα αρχαιότατα χρόνια ίσως
σε κάποια κοντινή θέση έχουν βρεθεί κατά καιρούς σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Στη θέση «Περιστεράς» έχει βρεθεί σαρκοφάγος νεολιθικών χρόνων, ενώ στον κεντρικό
δρόμο στην έξοδο του χωριού προς Μπαδιά διακρίνονται ακόμη τα ίχνη του προμινωικού
τάφου με τα σημαντικά κτερίσματα - αγγεία που βρέθηκε σε βάθος τεσσάρων μέτρων.
Τα αγγεία αυτά χαρακτηρίζουν ένα ξεχωριστό κεραμεικό ρυθμό τον λεγόμενο «ρυθμό
των Παρτήρων».
Στα βόρεια του χωριού πίσω από τους λόφους βρίσκονται σήμερα τα ερείπια
των Πάνω Παρτίρων, οικισμός που έχει εγκαταλειφτεί από τον περασμένο αιώνα, ενώ
ακόμη βορειότερα ο χωματόδρομος που ξεκινά από την είσοδο των Παρτίρων οδηγεί
προς το χωριό Μικρή Επισκοπή.
Τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας το χωριό αποτελούσε την έδρα πεζικού
φέουδου του φεουδάρχη Andrea Cauco. Αυτό φαίνεται από το πρώτο έγγραφο στο οποίο
μας παραδίδεται το όνομα του χωριού το 1388 και βρίσκεται στο Δουκικό αρχείο του
Χάντακα. Αργότερα όμως το χωριό περίπου στα μέσα του 15ου αιώνα θα πρέπει να κατοικήθηκε
από πιστούς της βενετσιάνικης εξουσίας ελεύθερους χωρικούς (contantini) αφού το
φέουδο του αποστάτη δημεύτηκε και διανεμήθηκε ως «αντίδωρο» της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας
σε όσους παρέμειναν πιστοί στην αρχή της.
Στην εποχή της Οθωμανοκρατίας το χωριό ήταν έδρα αγάδων και ισχυρών
γενιτσάρων. Εδώ θα πρέπει να ήταν η έδρα ενός από τους 18 γενιτσαρικών ορτάδων
της υπαίθρου με αρχηγό τον περίφημο Χουσεΐν Νταγασάνη που αναφέρεται να δρα σε
ολόκληρο το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ως αρχηγός κρητομουσουλμανικού σώματος στρατού
που πολεμά λυσσαλέα εναντίον των Κρητικών στις επαναστάσεις των χρόνων αυτών.
Φυσικά αυτό έχει να κάνει με τα όσα «πάρτερναν» οι χριστιανοί, περνώντας από το
χωριό για το Χάνδακα, όπως διατηρεί η παράδοση, αλλά δεν σχετίζεται το όνομα του
χωριού το οποίο θα πρέπει να έχει αρχαιότατη την προέλευση. Στο όνομα Πάρτηρα
μπορεί κανείς να ανιχνεύσει πολλές ρίζες λέξεων. (Πάταρα, Πάρτα - πάρτη = (μέρος),
του Ρα, κ.τ.λ.).
Το χωριό σε ολόκληρη την Οθωμανοκρατία κατοικούνταν από σκληρούς τουρκοκρητικούς,
αλλά και χριστιανούς,. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι οθωμανοί εγκατέλειψαν
το χωριό αφού πούλησαν τις περιουσίες τους σε κρητικούς που κατέβηκαν από το Λασήθι
και το Μοχό κυρίως, αλλά
και από άλλα χωριά και περιοχές.
Στα νεότερα χρόνια το χωριό έχει προσφέρει πολλά στους εθνικούς αγώνες.
Νεκρούς, τραυματίες, εξόριστους, δολοφονημένους, αλλά και αποφασιστικούς αγωνιστές
έχει να επιδείξει σε ολόκληρη την ιστορική του πορεία.
Τηλέφωνο: +30 28910 22837
Ένα από τα κεφαλοχώρια του δήμου με σημαντική ιστορία και πλούσιες
παραδόσεις που συγκεντρώνονται από όλη την περιφέρεια στην οποία δεσπόζει. Απέχει
από το Αρκαλοχώρι περίπου εξίμιση χιλιόμετρα στον οδικό άξονα Αρκαλοχώρι
- Αγία Σεμνή - Πάρτι(η)ρα
συνεχίζοντας ευθεία μετά την Αγία Σεμνή το δρόμο προς Πάρτι(η)ρα - Μπαδιά.
Στο χωριό που πρέπει να κατοικείται από τα αρχαιότατα χρόνια ίσως
σε κάποια κοντινή θέση έχουν βρεθεί κατά καιρούς σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Στη θέση «Περιστεράς» έχει βρεθεί σαρκοφάγος νεολιθικών χρόνων, ενώ στον κεντρικό
δρόμο στην έξοδο του χωριού προς Μπαδιά διακρίνονται ακόμη τα ίχνη του προμινωικού
τάφου με τα σημαντικά κτερίσματα - αγγεία που βρέθηκε σε βάθος τεσσάρων μέτρων.
Τα αγγεία αυτά χαρακτηρίζουν ένα ξεχωριστό κεραμεικό ρυθμό τον λεγόμενο «ρυθμό
των Παρτήρων».
Στα βόρεια του χωριού πίσω από τους λόφους βρίσκονται σήμερα τα ερείπια
των Πάνω Παρτίρων, οικισμός που έχει εγκαταλειφτεί από τον περασμένο αιώνα, ενώ
ακόμη βορειότερα ο χωματόδρομος που ξεκινά από την είσοδο των Παρτίρων οδηγεί
προς το χωριό Μικρή Επισκοπή.
Τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας το χωριό αποτελούσε την έδρα πεζικού
φέουδου του φεουδάρχη Andrea Cauco. Αυτό φαίνεται από το πρώτο έγγραφο στο οποίο
μας παραδίδεται το όνομα του χωριού το 1388 και βρίσκεται στο Δουκικό αρχείο του
Χάντακα. Αργότερα όμως το χωριό περίπου στα μέσα του 15ου αιώνα θα πρέπει να κατοικήθηκε
από πιστούς της βενετσιάνικης εξουσίας ελεύθερους χωρικούς (contantini) αφού το
φέουδο του αποστάτη δημεύτηκε και διανεμήθηκε ως «αντίδωρο» της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας
σε όσους παρέμειναν πιστοί στην αρχή της.
Στην εποχή της Οθωμανοκρατίας το χωριό ήταν έδρα αγάδων και ισχυρών
γενιτσάρων. Εδώ θα πρέπει να ήταν η έδρα ενός από τους 18 γενιτσαρικών ορτάδων
της υπαίθρου με αρχηγό τον περίφημο Χουσεΐν Νταγασάνη που αναφέρεται να δρα σε
ολόκληρο το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ως αρχηγός κρητομουσουλμανικού σώματος στρατού
που πολεμά λυσσαλέα εναντίον των Κρητικών στις επαναστάσεις των χρόνων αυτών.
Φυσικά αυτό έχει να κάνει με τα όσα «πάρτερναν» οι χριστιανοί, περνώντας από το
χωριό για το Χάνδακα, όπως διατηρεί η παράδοση, αλλά δεν σχετίζεται το όνομα του
χωριού το οποίο θα πρέπει να έχει αρχαιότατη την προέλευση. Στο όνομα Πάρτηρα
μπορεί κανείς να ανιχνεύσει πολλές ρίζες λέξεων. (Πάταρα, Πάρτα - πάρτη = (μέρος),
του Ρα, κ.τ.λ.).
Το χωριό σε ολόκληρη την Οθωμανοκρατία κατοικούνταν από σκληρούς τουρκοκρητικούς,
αλλά και χριστιανούς,. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι οθωμανοί εγκατέλειψαν
το χωριό αφού πούλησαν τις περιουσίες τους σε κρητικούς που κατέβηκαν από το Λασήθι
και το Μοχό κυρίως, αλλά
και από άλλα χωριά και περιοχές.
Στα νεότερα χρόνια το χωριό έχει προσφέρει πολλά στους εθνικούς αγώνες.
Νεκρούς, τραυματίες, εξόριστους, δολοφονημένους, αλλά και αποφασιστικούς αγωνιστές
έχει να επιδείξει σε ολόκληρη την ιστορική του πορεία.
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!