Στη νοτιοανατολική ακτή της Χώρας της
Αμοργού,
σε έναν απόκρημνο βράχο ύψους 300 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, δεσπόζει η βυζαντινή Μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας.
Η θέση της, απροσπέλαστη και επιβλητική, είναι ορατή μόνον από το πέλαγος.
Το όνομα της μονής αποτελεί παραφθορά του τοπωνυμίου Χοζιβά ή Κοζιβά των Αγίων Τόπων, ιστορικής κοιτίδας της ορθόδοξης
μοναστικής παράδοσης από τους πρώιμους ακόμη χριστιανικούς χρόνους. Στην προφορική δε παράδοση της Αμοργού διατηρήθηκε ζωντανή η
διήγηση για τη θαυματουργή έλευση της εικόνας της Παναγίας στο νησί κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, ενώ σε δύο εικόνες της Μονής
σώζεται η επιγραφή ΧΩΖΗΒΙΤΙCΑΣ. Πράγματι, η συνεξέταση των βυζαντινών ιστορικών πηγών, των γεγονότων της ταραγμένης αυτής εποχής
στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και στην Παλαιστίνη, καθώς και οι μεταγενέστερες μαρτυρίες που προέρχονται από τους Κώδικες και τα
πατριαρχικά Σιγίλλια της Μονής, έρχονται να ενισχύσουν την προφορική παράδοση, τοποθετώντας τη χρονολόγηση του πρώτου κτιριακού πυρήνα
στον 9ο αιώνα, στα χρόνια της άφιξης της εικόνας. Ένα δεύτερο σημαντικό τεκμήριο που έχουμε για την ιστορία της ίδρυσης της Μονής αποτελεί
η επιγραφή που σώζεται σε ασημένιο εξαπτέρυγο του 1652, σύμφωνα με την οποία η Μονή ανακαινίστηκε εκ βάθρων από τον αυτοκράτορα Αλέξιο
Α΄ Κομνηνό (1081-1118), ενώ σε πατριαρχικές επιστολές γίνεται μνεία του αυτοκρατορικού διατάγματος του 1088, που εκχωρούσε σταυροπηγιακά
δικαιώματα στην Μονή.
Μνημείο λοιπόν της Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, το μοναστήρι είναι ένα κτιριακό σύνολο που ενσωματώνεται απόλυτα
στον περιβάλλοντα χώρο. Το απόκρημνο έδαφος με την ανισοϋψή διαβάθμιση επιβάλλει μια πολυεπίπεδη κάτοψη, που διατάσσεται σε οκτώ επίπεδα-ορόφους,
με αποτέλεσμα το μνημείο να φαντάζει σα λευκή προεξοχή του βράχου. Πυρήνα του συγκροτήματος αποτελεί το μικρό, καμαροσκέπαστο εκκλησάκι
που περιστοιχίζεται από τα πολυάριθμα κελλιά των Μοναχών, μια σειρά βοηθητικών χώρων (τράπεζα, μαγειρεία, φούρνοι, αποθήκες, πατητήρια),
στέρνες και πηγάδια. Κλίμακες, κτιστές ή λαξευμένες στο βράχο, οδηγούν από το ένα επίπεδο στο άλλο. Από άποψη δόμησης και μορφής, το συγκρότημα
αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής, με ισχυρές ιστορικές αναμνήσεις, όπως είναι τα τόξα βυζαντινού τύπου ή
τα οξυκόρυφα τόξα της ενετικής περιόδου (1296-1537).
Το 1978 οργανώθηκε η έκθεση των κειμηλίων της μονής, στα οποία περιλαμβάνονται:
- Κώδικες σε περγαμηνή (10ος-15ος αι.) και σε χαρτί (13ος-19ος αι.), σιγίλλια και έντυπα ευαγγέλια.
- Σημαντικά δείγματα της εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής με διάκοσμο από πολύτιμες πέτρες, καθώς και βαρύτιμα εξαρτήματα ιερατικών αμφίων που
προέρχονται από διάφορα εργαστήρια αργυροχοϊκής τέχνης. Στην πλειοψηφία τους τα έργα αυτά χρονολογούνται στον 18ο και 19ο αι.
- Πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα και σκεύη, όπως εικόνες, σταυροί, δισκοπότηρα, κηροπήγια, καντήλια κ.ά.