Η περιοχή της
Κωπαϊδας
αποτελεί μία σπάνια φυσική λεκάνη στην κεντρική Ελλάδα που έχει δημιουργηθεί από
τεκτονικά αίτια. Η λεκάνη αυτή συγκεντρώνει τα νερά των ποταμών
Κηφισού
και Μέλανος που πηγάζουν από βουνά της
Στερεάς
Ελλάδας και στην έκτασή της έχουν σχηματιστεί αρκετά σπήλαια, με μεγαλύτερη
συγκέντρωση στην ανατολική πλευρά. Τα σπήλαια της περιοχής της Κωπαϊδας ερευνήθηκαν
από το Πρόγραμμα Κωπαϊδας (Κοpais project), που ξεκίνησε το 1991. Από την περιοχή
Ακραιφνίου μέχρι την
Αλίαρτο
ερευνήθηκαν και σχεδιάστηκαν 23 σπήλαια μεταξύ δεκάδων άλλων, τα περισσότερα των
οποίων βρίσκονται χαμηλά στο επίπεδο της άλλοτε λίμνης. Μερικά από αυτά χρησίμευαν
σαν καταβόθρες, διοχετεύοντας τα νερά της λίμνης σε άλλες χαμηλότερες λεκάνες
ή στη θάλασσα.
Το
σπήλαιο του Σαρακηνού βρίσκεται σε πολύ μεγαλύτερο ύψος από την πεδιάδα. Πρόκειται
για ένα σπήλαιο μεγάλων διαστάσεων με μεγάλη φωτεινή είσοδο και άριστη θέα προς
την πεδιάδα. Ο τεράστιος χώρος του μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κατοίκηση, αποθήκευση,
ταφές κλπ. ΄Οπως και τα άλλα σπήλαια, είχε χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρόνο για
σταυλισμό ζώων και οι αποθέσεις κοπριάς είναι πολύ μεγάλες.
Η ανασκαφή που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 απέδωσε ευρήματα
διαφόρων εποχών αλλά δημοσίευση αυτών δεν έχει γίνει.
Η
ανασκαφή που άρχισε το 1991 από το Πρόγραμμα Κωπαϊδας με σύγχρονες μεθόδους
στοχεύει στην ακριβή χρονολόγηση των στρωμάτων, στη χρήση του σπηλαίου κατά περιόδους
και στη γνώση της οικονομίας κάθε εποχής. Δείγματα άνθρακα και χώματος μας έχουν
προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τη βλάστηση που κυριαρχούσε στην περιοχή
της Κωπαϊδας από τους παλαιολιθικούς χρόνους μέχρι τη Μέση Χαλκοκρατία.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι
το
σπήλαιο κατοικήθηκε σε διάφορες φάσεις της προϊστορίας. Μέχρι βάθ. 0.90 μ.
φτάνει η Μεσοελλαδική χρήση, ενώ ακολουθεί ένα Πρωτοελλαδικό στρώμα (πάχ. 25-30
εκ.). Η τελευταία φάση της Νεότερης Νεολιθικής (ΝΝ ΙΙβ, 3706-3549 π.Χ.), που συνήθως
απουσιάζει ή είναι πολύ περιορισμένη σε σπήλαια, στο Σαρακηνό είναι αρκετά έντονη.
Η ΝΝ ΙΙα και η ΝΝ Ιβ αντιστοιχούν σε επιχώσεις πάχ. 0,35 και 0.40 μ. αντίστοιχα
και φτάνουν σε βάθ. 2.20 μ. Η ΝΝ Ια που είναι αντίστοιχη αυτής της Χαιρώνειας
δεν φαίνεται να έχει στο σπήλαιο μεγάλη διάρκεια. Η Μέση Νεολιθική εμφανίζεται
σε βάθ. 2.74 μ. ενώ δεν είναι σαφές ότι υπάρχει η φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής.
Ακολουθούν λεπτά στρώματα χωρίς ευρήματα, ενώ το τελευταίο λεπτό στρώμα πάνω από
τον φυσικό βράχο παρουσίασε θραύσματα πυριτολίθου και οστά μικρών ζώων που μπορούν
να χρονολογηθούν στην Ανώτερη Παλαιολιθική.
Η νεολιθική κατοίκηση στο σπήλαιο ήταν πυκνή, και από την ανασκαφή
έχει προέλθει ένα
πλήθος
ευρημάτων. Η ποσότητα της κεραμεικής είναι τεράστια και περιλαμβάνει όλο το
φάσμα των τύπων που είναι ήδη γνωστοί από τη νεολιθική
Εύβοια
και τη
Βοιωτία. Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν τα
πήλινα
και
μαρμάρινα
ειδώλια, κοσμήματα και
μικροαντικείμενα.
Τα παλυνολογικά σύνολα που αναγνωρίστηκαν στις επιχώσεις του σπηλαίου
Σαρακηνού δείχνουν για την περίοδο που χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την Νεότερη
Νεολιθική Ι στη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ (δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ.) παρουσία
της δρυός και του πεύκου καθώς και αύξηση σε ποώδη φυτά (Leguminosae). Με πολύ
μικρές διακυμάνσεις συνεχίζεται η παρουσία των ίδιων ειδών και στη Νεότερη Νεολιθική
ΙΙ καθώς και στην Πρωτοελλαδική 2 (4000-2400 π.Χ.), ενώ στη Μέση Χαλκοκρατία,
εποχή αποξήρανσης της λίμνης, επικρατούν είδη που απαιτούν περισσότερο υγρές συνθήκες
διαβίωσης όπως Typha, Sparganium, Cyperaceae. Γενικά, από τα μέσα της 5ης μέχρι
τη 2η χιλιετία π.Χ. τα είδη των φυτών που έδωσαν οι παλυνολογικές αναλύσεις έχουν
σχέση με την έντονη παρουσία του ανθρώπου στο χώρο και την εισαγωγή των καλλιεργειών,
που είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή σύστασης της φυτικής κάλυψης. Τα είδη αυτά
διαβιούσαν σε ένα εύκρατο και σχετικά υγρό κατά περιόδους περιβάλλον, που είχε
μικρές διαφορές από το σημερινό. Πάντως, την 4η χιλιετία π.Χ. η λίμνη, αν και
έχει ρηχεύσει, προμηθεύει στους ενοίκους του σπηλαίου αλιεύματα και οστρεοειδή,
όπως δείχνουν οργανικά κατάλοιπα από την ανασκαφή.
Αδαμάντιος Σάμψων