gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 2 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία για το τοπωνύμιο: "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Αρχαία πόλη ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ".


Ιστορία (2)

Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Αναδρομή-Ανάπτυξη οικιστικής δραστηριότητας στη Μακεδονία (5.000 π.Χ-2.000π.Χ.)
  
Η Θεσσαλονίκη, η μεγαλύτερη -μετά την πρωτεύουσα- πόλη της Ελλάδας, έχει μία μεγάλη σε διάρκεια και συγκλονιστική σε περιεχόμενο ιστορία. Από το 315 π.Χ., που ιδρύθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο, έχουν περάσει 2.300 χρόνια έως σήμερα. Σε όλη τη χρονική διάρκεια των 23 αιώνων, η όμορφη αυτή παραθαλάσσια πόλη, που είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στο εσωτερικό του Θερμαϊκού κόλπου του βορείου Αιγαίου Πελάγους, διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ελληνικών πραγμάτων. Υπήρξε η πόλη με την πιο έντονη παρουσία σε ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο, γεγονός που αποδεικνύει σωστή την επιλογή και ενέργεια του οικιστή της Κάσσανδρου.
  Από αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν κατά καιρούς, προκύπτει πως ο ευρύτερος χώρος της Θεσσαλονίκης είχε κατοικηθεί τουλάχιστον πριν από 5.000 χρόνια (3.000 π.Χ.). Ευρήματα ανθρώπινων εγκαταστάσεων βρέθηκαν πάνω σε τεχνητούς λόφους ("τούμπες") που περιβάλλουν τη Θεσσαλονίκη. Αλλα επίσημα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως στην ίδια περιοχή υπήρχαν οικισμοί από την εποχή του σιδήρου (1.000 π.Χ.) και μάλιστα συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα. Έτσι, γύρω στο φυσικό λιμάνι του Θερμαϊκού, εμφανίσθηκε από νωρίς μία έντονη οικιστική δραστηριότητα με τη δημιουργία πολλών μικρών πόλεων ("πολισμάτων"), μεταξύ των οποίων κύρια ήταν η Θέρμη, από την οποία πήρε και το όνομά του ο Θερμαϊκός κόλπος. Η οικιστική αυτή δραστηριότητα συμπίπτει με την ανάπτυξη της δυναστείας των Μακεδόνων, που από τα ορεινά της Μακεδονίας και τις πεδιάδες γύρω από τους ποταμούς (Ανω) Αλιάκμονα, Αξιό και Εριγώνα, προωθήθηκαν προς τα παράλια του Θερμαϊκού, ιδιαίτερα στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α΄ (520-500 π.Χ.). Προηγούμενα και από τον 7ο π.Χ. αιώνα, στο χώρο της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στη Χαλκιδική και στο Θερμαϊκό, είχε δημιουργηθεί μία σειρά πόλεων-αποικιών από τους Έλληνες του νότου, κύρια των πόλεων της Χαλκίδας, Ερέτριας, Κορίνθου και Αθήνας.
Εμφάνιση των Μακεδόνων-Μακεδονική Δυναστεία (2.000 π.Χ.-148 π.Χ.)
  Η παρουσία των Μακεδόνων στο βορειοελλαδικό χώρο γίνεται γύρω στο 2.000 π.Χ. Οι Μακεδόνες ήταν Δωριείς που δεν ακολούθησαν τη μεγάλη μάζα των ομοφύλων τους στη μετακίνησή τους προς τη νότια Ελλάδα, αλλά παρέμειναν και εγκαταστάθηκαν στα ορεινά της Μακεδονίας. Δεν είχαν έτσι καμία ουσιαστική διαφοροποίηση από τους Έλληνες του νότου. Μιλούσαν ένα διαλεκτικό ιδίωμα των Δωριέων, χρησιμοποιούσαν ελληνικά ονόματα και πίστευαν στους ίδιους Θεούς των αδελφών τους του νότου. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα μάλιστα αρχίζει μία άνθηση των Ελλήνων της Μακεδονίας, παράλληλα με αυτή της νότιας Ελλάδας. Πολλές τότες πόλεις του βορειοελλαδικού χώρου έγιναν κέντρα όπου αναπτύχθηκαν σε υψηλά επίπεδα τα γράμματα και οι τέχνες (Αβδηρα, Θάσος, Στάγειρα, Αμφίπολη, Ολυνθος, Πέλλα, Δίον, Αιγές κ.λπ.).
  Ιδιαίτερη ακμή και αίγλη γνώρισε η Μακεδονία στα χρόνια του Φιλίππου Β΄, βασιλιά της Μακεδονίας, που ανάλαβε το θρόνο στα 358 π.Χ., σε μία εποχή εσωτερικών και εξωτερικών πολέμων, με συσσωρευμένα πολλά προβλήματα. Ο Φίλιππος, μετά από πολλούς αγώνες, κατάφερε να κυριαρχήσει στο χώρο της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Μακεδονίας και να αναγνωρισθεί -έστω και μεταγενέστερα- σαν ο θεμελιωτής της έννοιας του ελληνικού κράτους, όταν κυριαρχούσαν στην Ελλάδα οι διασπαστικές τάσεις των πόλεων-κρατών του ελληνικού χώρου.
  Το 334 π.Χ., ο γιος του Φιλίππου, Αλέξανδρος ο Μέγας, βασιλιάς της Μακεδονίας και κυρίαρχος αναμφισβήτητος όλης της Ελλάδας θα πραγματοποιήσει τη μεγάλη του εκστρατεία κατά των Περσών της Μ. Ασίας. Το 323 π.Χ., ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης θα πεθάνει στη Βαβυλώνα, για να αρχίσουν οι πόλεμοι των "Διαδόχων" της απέραντης αυτοκρατορίας του. Ο Κάσσανδρος, ο μεγαλύτερος γιος του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αντίπατρου, δεν ακολούθησε το Μακεδόνα στρατηλάτη στη μεγάλη του εκστρατεία στη Μ. Ασία. Έμεινε στη Μακεδονία σαν "επιμελητής" του Μακεδονικού κράτους. Αργότερα, μετά τη συνέλευση των "Διαδόχων" στον Τριπαράδεισο της Συρίας (321 π.Χ.), όπου ο Αντίπατρος ορίστηκε "επιμελητής" της αυτοκρατορίας, ο Κάσσανδρος έγινε χιλίαρχος του Μακεδονικού ιππικού στην Ασία. Όταν πέθανε ο Αντίπατρος (319 π.Χ.) αφήνοντας διάδοχό του το στρατηγό Πολυσπέρχοντα, ο Κάσσανδρος στράφηκε κατά του νέου ηγεμόνα έχοντας συμμάχους τον Πτολεμαίο, τον Αντίγονο, τον Λυσίμαχο και τον Ευμένη. Στους πολέμους της διαδοχής πήρε μέρος και η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, υποστηρίζοντας το στρατηγό Πολυσπέρχοντα. Όμως στη μάχη της Πύδνας μεταξύ των αντιμαχομένων, ο Κάσσανδρος νίκησε την Ολυμπιάδα και την καταδίκασε σε θάνατο. Η πράξη του όμως αυτή δημιούργησε μεγάλες αντιδράσεις στη Μακεδονία, όπου τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιου της Ολυμπιάδας, είχαν κιόλας γίνει θρύλος με επικές διαστάσεις. Κάτω από αυτή την πραγματικότητα, για να φανεί αρεστός στη Μακεδονική αριστοκρατία, ο Κάσσανδρος ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη, δίνοντας σε αυτή το όνομα της συζύγου του και αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου από άλλη μητέρα.
  Στην ενέργειά του αυτή προχώρησε ο Κάσσανδρος προβλέποντας τη δυσμενή εξέλιξη της ως τότε πρωτεύουσας του Μακεδονικού κράτους, Πέλλας. Η Πέλλα δεν προσφερόταν πια σαν πρωτεύουσα, κύρια από λόγους ανύπαρκτης φυσικής οχύρωσης, γεωγραφικής ακαταλληλότητας και δυσχέρειας στη θαλάσσια επικοινωνία.
  Η Θεσσαλονίκη κτίσθηκε με επίκεντρο την αρχαία πόλη Θέρμη, αφού συγχωνεύθηκαν σε αυτή 26 άλλες μικρές πόλεις ("πολίσματα") της περιοχής. Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβωνας αναφέρει μεταξύ αυτών των μικρών πόλεων την Απολλωνία, τη Χαλάστρα, τη Γαρησκό την Αίνεια και την Κισσό.
  Στόχος του οικιστή της Θεσσαλονίκης Κάσσανδρου ήταν ασφαλώς να δημιουργήσει τη μελλοντική μητρόπολη της Μακεδονίας. Και η ιστορία τον δικαίωσε απόλυτα. Η Θεσσαλονίκη, με τα έξοχα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά της, γρήγορα εξελίχθηκε σε πρωτεύουσα της Μακεδονίας και διατηρήθηκε τέτοια σε ολόκληρη τη μακραίωνη ιστορία της.
  Η πόλη της Θεσσαλονίκης φαίνεται πως οχυρώθηκε νωρίς με τείχη. Μόλις 30 χρόνια μετά την ίδρυσή της ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος την επέλεξε σαν τον πιο ασφαλή τόπο για να αμυνθεί κατά του επιδρομέα βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου.
  Αργότερα, το 279 π.Χ., έξω από τα τείχη της πόλης συντρίφτηκε φοβερή επίθεση Κελτών επιδρομέων. Στη μάχη, μάλιστα, αυτή σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος ο Κεραυνός, υπερασπιζόμενος τη Θεσσαλονίκη.
Περίοδος Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (148 π.Χ.-313 μ.Χ.)

  Στη ρωμαϊκή περίοδο η Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε ακμαία πόλη, για να γίνει γρήγορα πρωτεύουσα ρωμαϊκής επαρχίας.
  Μετά την ήττα του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα από τους Ρωμαίους του Ύπατου Αιμίλιου Παύλου στην Πύδνα (168 π.Χ.) και την ίδια τύχη του Ανδρίσκου (148 π.Χ.), η Μακεδονία περιήλθε ολοκληρωτικά στους Ρωμαίους.
  Όλη τότε η περιοχή της Μακεδονίας χωρίστηκε σε 4 τμήματα ("regiones") και η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα του "δεύτερου" τμήματος της Μακεδονίας ("Macedonia Secunda") για χρονικό διάστημα 20 χρόνων.
  Την περίοδο αυτή πολλά μνημεία και καλλιτεχνικοί θησαυροί της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης ξηλώθηκαν από "αργυρολόγους" Ρωμαίους διοικητές της επαρχίας για να μεταφερθούν σαν τρόπαια στη Ρώμη και να επιδειχθούν στους "Θριάμβους" που οργάνωσαν οι Ρωμαίοι για να τιμηθούν οι νικητές. Μετά το 148 π.Χ. οι 4 επαρχίες της Μακεδονίας ενοποιήθηκαν σε μία, για να δημιουργηθεί η επαρχία της Μακεδονίας ("Provincia Macedonia") με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Στην επαρχία αυτή συμπεριλήφθηκε σε λίγο και η νότια Ελλάδα, για να ισχύσει αυτό το καθεστώς 120 χρόνια, ως την εποχή του Αυγούστου (27 π.Χ.), οπότε αποσπάστηκε η νότια Ελλάδα και δημιουργήθηκε από αυτήν η επαρχία Αχαϊας ("Provincia Achaia"). Την περίοδο αυτή η Θεσσαλονίκη είναι η "μήτηρ πάσης της Μακεδονίας". Είναι το κέντρο όλης της χερσονήσου του Αίμου, με αναπτυγμένο εμπόριο, βιοτεχνία και προπαντώς με μεγάλη πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη. Η πόλη μάλιστα κρατά τον ελληνικό της χαρακτήρα, γεγονός που αποδεικνύεται από πλήθος επιγραφών και νομισμάτων της εποχής. Μεγάλες και ευεργετικές ήταν οι επιπτώσεις του γειτονέματος της Θεσσαλονίκης με τη στρατιωτική Via Egnatia (Εγνατία οδό), που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι πάνω στα ίχνη παλιότερου δρόμου που μνημονεύει ο Αριστοτέλης, για να ενώσουν την Αδριατική (Δυρράχιο) με τον Ελλήσποντο και τη Μ. Ασία. Ο δρόμος αυτός, που διευκόλυνε σημαντικά και το εμπόριο, πιστεύεται πως περνούσε λίγα μόλις χιλιόμετρα βόρεια της Θεσσαλονίκης.
  Οι Ρωμαϊκές λεγεώνες που κατάκλυσαν την Ελλάδα δεν ήταν πάντα αήττητες. Έτσι, πολλές φορές η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη πέρασαν, στην πρώτη περίοδο της ρωμαιοκρατίας φοβερούς κινδύνους από επιδρομές βαρβάρων. Ο Ρωμαίος κτήτορας Κικέρωνας, που κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη το 58 π.Χ. ως πολιτικός εξόριστος, αναφέρει μία παρόμοια σκληρή δοκιμασία, όταν βάρβαρα φύλα του βορρά επιτέθηκαν κατά της Θεσσαλονίκης, αναγκάζοντας τους κατοίκους της να αμυνθούν με σθένος για να σωθούν. Κατασκευάσθηκαν τότε με γρήγορο ρυθμό πολλά οχυρά έργα στην Ακρόπολη της Ανω Πόλης, όπου συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι και η φρουρά της πόλης για να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς.
  Στον εμφύλιο πόλεμο των Ρωμαίων (49-31 π.Χ.) η Μακεδονία έγινε ο χώρος αναμέτρησης των εμπολέμων (φιλοκαισαρικοί, δημοκρατικοί). Η πόλη στους πολέμους αυτούς είχε ταχθεί με το μέρος των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβίου, παρόλο τον κίνδυνο που διέτρεχε σε περίπτωση επικράτησης των αντιπάλων τους. Μετά τη νίκη των αυτοκρατορικών στους Φιλίππους (42 π.Χ.), οι Θεσσαλονικείς έστεισαν τιμητική αψίδα στη δυτική πύλη του Αξιού, για να τιμήσουν τους νικητές Αντώνιο και Οκτάβιο που μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη.   Αποτέλεσμα της στάσης αυτής της πόλης ήταν να ονομασθεί η Θεσσαλονίκη "ελεύθερη πόλη" ("Liberam Civitatem"), να αποκτήσει πολλά προνόμια και ακόμα ο "δήμος" της ουσιαστική αυτοδιοίκηση. Ενδεικτικό αυτής της αυτοδιοίκησης της πόλης, που την κράτησε για αιώνες και στο Βυζάντιο, ήταν οι δημόσιες ελεύθερες συνεδριάσεις του "δήμου" και το γεγονός ότι την πόλη υπερασπιζόταν "δημοτική" φρουρά. Με λαμπρότητα, την περίοδο αυτή, γιορτάζονταν στη Θεσσαλονίκη τα "Ολύμπια" και τα "Πύθια", κατά τα πρότυπα των αρχαίων αγώνων της Ολυμπίας, ενώ παράλληλα καλλιεργούνταν τα γράμματα και οι τέχνες. Περίφημοι σοφοί δάσκαλοι, συγγραφείς, φιλόσοφοι, ποιητές και λόγιοι, ζούσαν και δίδασκαν στην πόλη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια πολύπλευρη πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη, καθώς μάλιστα το αναπτυγμένο εμπόριο έφερνε στην πόλη κάθε κοινωνική ζύμωση και κάθε ανθρώπινη αγωνία και αναζήτηση.
  Με την παραπάνω εικόνα να κυριαρχεί στην πόλη το πρώτο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, δεν ήταν συμπτωματικό ή τυχαίο το ότι ο Απόστολος Παύλος διάλεξε τη Θεσσαλονίκη, αμέσως μετά τους Φιλίππους της Καβάλας, για πρώτο του μεγάλο σταθμό για τη διάδοση της νέας θρησκείας του Χριστιανισμού στην Ευρώπη. Με τον ερχομό του το 50 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη, ο Απόστολος Παύλος ιδρύει στην πόλη τη "Χρυσή Πύλη", όπως την ονομάζει χαρακτηριστικά, τη δεύτερη Χριστιανική Εκκλησία στον Ευρωπαϊκό χώρο. Προς τους κατοίκους της πόλης ο Απόστολος Παύλος θα στείλει σε λίγο τις γνωστές Α΄ και Β΄ προς "Θεσσαλονικείς" επιστολές του, που αποτελούν σημαντικά κείμενα της χριστιανικής πίστης.
  Η μεγαλύτερη ακμή της Θεσσαλονίκης στη Ρωμαϊκή περίοδο σημειώνεται στα χρόνια του Καίσαρα Γαλέριου. Ο Γαλέριος, γαμπρός του Διοκλητιανού και μέλος της Ρωμαϊκής "Τετραρχίας", όταν έγινε κυβερνήτης ολόκληρης της Βαλκανικής, του "Ιλλυρικού", όπως ονομαζόταν τότε, έκανε τη Θεσσαλονίκη έδρα της εξουσίας του (αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα). Στην πόλη κατασκευάστηκαν επιβλητικά ανάκτορα και μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα από δημόσια κτίρια. Μερικά από τα κτίρια αυτά, που ολόκληρα ή τμήματά τους διασώθηκαν ως τις μέρες μας (Ροτόντα, Ανάκτορα, Θριαμβική Αψίδα Γαλερίου, Αρχαία Αγορά κ.ά.) δείχνουν το μέγεθος της μεγαλοπρέπειας που επικρατούσε την περίοδο αυτή στη Θεσσαλονίκη.
  Την πόλη διέσχιζε κατά μήκος ένας "φαρδύς δρόμος", η σημερινή Εγνατία οδός (Via Egnatia), που άρχιζε από τη "Χρυσή Πύλη" (πύλη του Αξιού, σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) και έφτανε στην "Κασσανδρεωτική πύλη" (πύλη της Καλαμαριάς, σημερινή πλατεία Συντριβανίου) στα ανατολικά τείχη. Ένας άλλος δρόμος, παράλληλος προς τον προηγούμενο στη θέση της σημερινής οδού Αγίου Δημητρίου, ένωνε τις άλλες δύο πύλες της πόλης: τη "Ληταία Πύλη", των δυτικών τειχών με τη "Νέα Χρυσή Πύλη" ανατολικά, ενώ ένας κάθετος δρόμος, πιθανά στη θέση της σημερινής οδού Βενιζέλου, ένωνε το λιμάνι με την Ακρόπολη (Ανω Πόλη), όπου στρατοπέδευε η φρουρά της πόλης. Ακόμα, περιγραφές αρχαίων συγγραφέων αλλά και ευρήματα αρχαιολογικών ερευνών δείχνουν πως στο ανατολικό και δυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης, έξω από τα τείχη, υπήρχαν νεκροταφεία στην ίδια θέση περίπου με εκείνα της ελληνιστικής εποχής.
  Στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα τοποθετείται χρονικά και ο μαρτυρικός θάνατος του προστάτη και πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου και του φίλου του Νέστορα. Από τότε, η Θεσσαλονίκη έγινε το κέντρο της λατρείας του Αγίου Δημητρίου σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Ο "μυροβλήτης" Αγιος Δημήτριος συνδέθηκε άρρηκτα με την τύχη της πόλης και η παράδοση αναφέρει πολλές περιπτώσεις σωτήριας επέμβασής του για να σωθεί η πόλη από τις επιδρομές των βαρβάρων.

Για τη συνέχεια της ιστορίας της αρχαίας Θεσσαλονίκης βλέπε σύγχρονη πόλη : Θεσσαλονίκη

Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας


Links

POLITICAL AND MILITARY HISTORY. Thessalonica was a place of some importance, even while it bore its earlier name of Therma. Three passages of chief interest may be mentioned in this period of its history. Xerxes rested here on his march, his land-forces being encamped on the plain between Therma and the Axius, and his ships cruising about the Thermaic gulf; and it was the view from hence of Olympus and Ossa which tempted him to explore the course of the Peneius. (Herod. vii. 128, seqq.) A short time (B.C. 421) before the breaking out of the Peloponnesian War, Therma was occupied by the Athenians (Thucyd. i. 61); but two years later it was given up to Perdiccas (Id. ii. 29.) The third mention of Therma is in Aeschines (de Fals. Leg. p. 31, ed. Bekk.), where it is spoken of as one of the places taken by Pausanias.
  The true history of Thessalonica begins, as we have implied above, with the decay of Greek nationality. The earliest author who mentions it under its new name is Polybius. It seems probable that it was rebuilt in the same year (B.C. 315) with Cassandreia, immediately after tile fall of Pydna and the death of Olympias. We are told by Strabo that Cassander incorporated in his new city the population, not only of Therma, but likewise of three smaller towns, viz. Aeneia and Cissus (which are supposed to have been on the eastern side of the gulf), and Chalastra which is said by Strabo (vii. Epit. 9) to have been on the further side of the Axius, whence Tafel (p. xxii.) by some mistake infers that it lay between the Axius and Therma. It does not appear that these earlier cities were absolutely destroyed; nor indeed is it certain that Therma lost its separate existence. Pliny seems to imply that a place bearing this name was near Thessalonica; but the text is probably corrupt.
  As we approach the Roman period, Thessalonica begins to be more and more mentioned. From Livy (xliv. 10) this city would appear to have been the great Macedonian naval station. It surrendered to the Romans after the battle of Pydna (Ib. xliv. 45), and was made the capital of the second of the four divisions of Macedonia (Ib. xlv. 29). Afterwards, when the whole of Macedonia was reduced to one province (Flor. ii. 14), Thessalonica was its most important city, and virtually its metropolis, though not so called till a later period. Cicero, during his exile, found a refuge here in the quaestor's house (pro Planc. 41); and on his journeys to and from his province of Cilicia he passed this way, and wrote here several of his extant letters. During the first Civil War Thessalonica was the head-quarters of the Pompeian party and the senate. (Dion Cass. xli. 20.) During the second it took the side of Octavius and Antonius (Plunt. Brut. 46; Appian, B.C. iv. 118), and reaped the advantage of this course by being made a free city. It is possible that the word eleutherias, with the head of Octavia, on some of the coins of Thessalonica, has reference to this circumstance (see Eckhel, ii. p. 79); and some writers see in the Vardar gate, mentioned below, a monument of the victory over Brutus and Cassius.
  Even before the close of the Republic Thessalonica was a city of great importance, in consequence of its position on the line of communication between Rome and the East. Cicero speaks of it as posita in gremio imperii nostri. It increased in size and rose in importance with the consolidation of the Empire. Strabo in the first century, and Lucian in the second, speak in strong language of the amount of its population. The supreme magistrates (apparently six in number) who ruled in Thessalonica as a free city of the Empire were entitled politarchai, as we learn from the remarkable coincidence of St. Luke's language (Act. Ap. xvii. 6) with an inscription on the Vardar gate. (Bockh, 1967. Belley mentions another inscription containing the same term.) In Act. Ap. xvii. 5, the demos is mentioned which formed part of the constitution of the city. Tafel thinks that it had a boule also.
  During the first three centuries of the Christian era, Thessalonica was the capital of the whole country between the Adriatic and the Black Sea; and even after the founding of Constantinople it remained practically the metropolis of Greece, Macedonia, and Illyricum. In the middle of the third century, as we learn from coins, it was made a Roman colonia; perhaps with the view of strengthening this position against the barbarian invasions, which now became threatening. Thessalonica was the great safeguard of the Empire during the first shock of the Gothic inroads. Constantine passed some time here after his victory over the Sarmatians; and perhaps the second arch, which is mentioned below, was a commemoration of this victory: he is said also by Zosimus (ii. p. 86, ed. Bonn) to have constructed the port, by which we are, no doubt, to understand that he repaired and improved it after a time of comparative neglect. Passing by the dreadful massacre by Theodosius (Gibbon's Rome, ch. xxvii.), we come to the Sclavonic wars, of which the Gothic wars were only the prelude, and the brunt of which was successfully borne by Thessalonica from the middle of the sixth century to the latter part of the eighth. The history of these six Sclavonic wars, and their relation to Thessalonica, has been elaborated with great care by Tafel.
  In the course of the Middle Ages Thessalonica was three times taken; and its history during this period is thus conveniently divided into three stages. On Sunday, July 29th, 904, the Saracen fleet appeared before the city, which was stormed after a few days' fighting. The slaughter of the citizens was dreadful, and vast numbers were sold in the various slave-markets of the Levant. The story of these events is told by Jo. Cameniata, who was crozierbearer to the archbishop of Thessalonica. From his narrative it has been inferred that the population of the city at this time must have been 220,000. (De Excidio Thessalonicensi, in the volume entitled Theophanes Continnatus of the Bonn ed. of the Byz. writers, 1838.) The next great catastrophe of Thessalonica was caused by a different enemy, the Normans of Sicily. The fleet of Tancred sailed round the Morea to the Thermaic gulf, while an army marched by the Via Egnatia from Dyrrhachium. Thessalonica was taken on Aug. 15th, 1185, and the Greeks were barbarously treated by the Latins. Their cruelties are described by Nicetas Choniates (de Andron. Comneno, p. 388, ed. Bonn, 1835). The celebrated Eustathius was archbishop of Thessalonica at this time; and he wrote an account of this capture of the city, which was first published by Tafel (Tubingen, 1832), and is now printed in the Bonn ed. of the Byz. writers. (De Thessalonica a Latinis capta, in the same vol. with Leo Grammaticus, 1842.) Soon after this period follows the curious history of western feudalism in Thessalonica under Boniface, marquis of Montferrat, and his successors, during the first half of the 13th century. The city was again under Latin dominion (having been sold by the Greek emperor to the Venetians) when it was finally taken by the Turks under Amurath II., in 1430. This event also is described by a writer in the Bonn Byzantine series (Joannes Anagnostes, de Thessalonicensi Excidio Narratio, in the same volume with Phranzes and Cananus, 1838).
ECCLESIASTICAL HISTORY. The annals of Thessalonica are so closely connected with religion, that it is desirable to review them in this aspect. After Alexander's death the Jews spread rapidly in all the large cities of the provinces which had formed his empire. Hence there is no doubt that in the first century of the Christian era they were settled in considerable numbers at Thessalonica: indeed this circumstance contributed to the first establishment of Christianity there by St. Paul (Act. Ap. xvii. 1). It seems probable that a large community of Jews has been found in this city ever since. They are mentioned in the seventh century during the Sclavonic wars; and again in the twelfth by Eustathius and Benjamin of Tudela. The events of the fifteenth century had the effect of bringing a large number of Spanish Jews to Thessalonica. Paul Lucas says that in his day there were 30,000 of this nation here, with 22 synagogues. More recent authorities vary between 10,000 and 20,000. The present Jewish quarter is in the south-east part of the town.
  Christianity, once established in Thessalonica, spread from it in various directions, in consequence of the mercantile relations of the city. (1 Thess. i. 8.) During the succeeding centuries this city was the bulwark, not simply of the Byzantine Empire, but of Oriental Christendom, - and was largely instrumental in the conversion of the Sclavonians and Bulgarians. Thus it received the designation of The Orthodox City. It is true that the legends of Demetrius, its patron saint (a martyr of the early part of the fourth century), disfigure the Christian history of Thessalonica; in every siege success or failure seems to have been attributed to the granting or withholding of his favour: but still this see has.a distinguished place in the annals of the Church. Theodosius was baptized by its bishop; even his massacre, in consequence of the stern severity of Ambrose, is chiefly connected in our minds with ecclesiastical associations. The see of Thessalonica became almost a patriarchate after this time; and the withdrawal of the provinces subject to its jurisdiction from connection with the see of Rome, in the reign of Leo Isauricus, became one of the principal causes of the separation of East and West. Cameniata, the native historian of the calamity of 904, was, as we have seen, an ecclesiastic. Eustathius, who was archbishop in 1185, was, beyond dispute, the most learned man of his age, and the author of an invaluable commentary on the Iliad and Odyssey, and of theological works, which have been recently published by Tafel. A list of the Latin archbishops of Thessalonica from 1205 to 1418, when a Roman hierarchy was established along with Western feudalism, is given by Le Quien (Oriens Christianus, iii. 1089). Even to the last we find this city connected with questions of religious interest. Symeon of Thessalonica, who is a chief authority in the modern Greek Church on ritual subjects, died a few months before the fatal siege of 1430; and Theodore Gaza, who went to Italy soon after this siege, and, as a Latin ecclesiastic, became the translator of Aristotle, Theophrastus, and Hippocrates, was a native of the city of Demetrius and Eustathius.

This extract is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ