gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 80 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (80)

Ανάμεικτα

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Μακραίωνη η ιστορία της Δράμας, με πλούσια πολιτιστική παράδοση ξεκινάει από τους προϊστορικούς χρόνους και την παλαιολιθική εποχή (50.000-10.000π.Χ) και φτάνει στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους (324-1850μ.Χ).
  Πριν 50.000 χρόνια και ενώ βρισκόμαστε στην παλαιολιθική εποχή, εμφανίζονται στο νομό οι πρώτοι άνθρωποι. Είναι νομάδες κυνηγοί, ζούνε σε σπηλιές οι οποίες βρίσκονται κοντά σε πηγές, λίμνες ή ποτάμια, ενώ στις καθημερινές τους δραστηριότητες χρησιμοποιούν λίθινα εργαλεία, αιχμές για ακόντια και μαχαίρια.
  Κατά τη νεολιθική εποχή (7.000-3.000π.Χ) οι κάτοικοι αρχίζουν να φτιάχνουν οικισμούς, τις λεγόμενες “τούμπες”, να εξημερώνουν τα ζώα τους και να καλλιεργούν τη γη. Τα σπίτια τους τα φτιάχνουν με ξύλα, χονδρά κλαδιά και πηλό.
  Στην εποχή του χαλκού (3.000-1.050π.Χ) εμφανίζεται ο χαλκός και ο κασσίτερος και δημιουργούνται νέου τύπου οικισμοί. Στους Σιταγρούς εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα μεταλλουργίας ενώ ξεχωρίζουν τρεις οικιστικές φάσεις της πρώιμης εποχής του χαλκού. Στην εποχή του σιδήρου (1.050-700π.Χ) εμφανίζονται και νέοι οικισμοί, χτισμένοι στην πεδιάδα αλλά και σε ορεινές τοποθεσίες.
  Κατά τους ιστορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στα μέσα του 4ου π.Χ αιώνα ο Φίλιππος Β' εντάσσει την περιοχή στο Βασίλειο της Μακεδονίας. Στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (μέσα 4ου π.Χ-1ο π.Χ αι.) έχουμε την εμφάνιση του ιερού του Διόνυσου, θεό της αμπελουργίας και της γονιμότητας της γης, στην κοιλάδα του ποταμού Αγγίτη, πολύ κοντά στο χωριό Καλή Βρύση. Ο Διόνυσος λατρευόταν ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη, παριστανόταν ζωόμορφος, ενώ στις παραστάσεις και τις γιορτές καταναλώνονταν μεγάλες ποσότητες κρασιού με τα βακχικά όργια να κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Δυστυχώς στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ, το αρχαίο ιερό του Διονύσου γνώρισε βάναυσα άγρια λεηλασία και καταστροφή από πυρκαγιά.
(Κείμενο: Ντέπυ Χιωτοπούλου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

ΘΑΣΟΣ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Η Θάσος έχει επιλεγεί μέσα από εκατό μέρη υψηλού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στη Μεσόγειο. Το νησί σχετίζεται με τους ελληνικούς μύθους και ένας από αυτούς λέει ότι ο θεός Ζευς απήγαγε την πριγκίπισσα των Φοινίκων Ευρώπη. Ο Ευρωπαίος πρίγκιπας Θάσος άρχισε να την ψάχνει παντού. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, ανακάλυψε το νησί και εγκαταστάθηκε εκεί, έτσι το μέρος πήρε το όνομά του. Το υπέροχο κλίμα, τα πλούσια πευκοδάση και το χιονόλευκο μάρμαρο της Θάσου λειτούργησε σαν πόλος έλξης για τους Φοίνικες, οι οποίοι ανακάλυψαν τη Θάσο στα 1.500 π.Χ. και την έκαναν αποικία τους. Πριν αφιχθούν οι Φοίνικες, οι Θράκες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού. Τα ανθρώπινα ίχνη ζωής χρονολογούνται πριν από το 2.000 π.Χ. Η Θάσος ήταν επίσης η θρυλική γη των Μυθολογικών Σειρήνων.
  Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι ήταν οι Πάριοι οι οποίοι ήρθαν το 500 π.Χ. με τον ηγέτη τους τον Τελεσκλή, αφού έλαβαν το χρησμό από το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Δημιούργησαν ένα ειρηνικό κράμα με τους προηγούμενους αποίκους και πολλοί έγιναν δυνατοί ιδιαίτερα στο εμπόριο και στη ναυσιπλοϊα. Τα πιο πολύτιμα προϊόντα της Θάσου ήταν το μάρμαρο, ο χρυσός και το κρασί, με τα οποία προμήθευαν όλες τις τότε χώρες της Μεσογείου. Η ευημερία του νησιού συνεχίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους όταν η Θάσος είχε πολλά προνόμια στο εμπόριο και ήταν σχεδόν ανεξάρτητη. Παραδείγματα αρχιτεκτονικής και τεχνικής δεξιότητας των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίων και των μεταγενέστερων Χριστιανικών χρόνων εκτίθενται στο μουσείο και τους αρχαιολογικούς χώρους της Θάσου. Το νησί ήταν ένα από τα πρώτα μέρη όπου ο Χριστιανισμός διαδόθηκε νωρίς, μετά την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου το 49 μ.Χ. και εκατοντάδες εκκλησίες και εκκλησάκια μνημονεύουν αυτό το γεγονός.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Τμήματος Τουρισμού Νομαρχίας Καβάλας (1997).

ΚΑΒΑΛΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή γύρω από την Καβάλα, σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών, ξεκινά τουλάχιστον από τη Νεολιθική Εποχή (πριν το 3.000 π.Χ.) με τη δημιουργία μόνιμων οικισμών όπως αυτός του Ντικιλί-Τας κοντά στις Κρηνίδες.
  Χτισμένη από Θασίους αποίκους τον 7ο αιώνα, κοντά στην προϊστορική Αντισάρα που είναι άγνωστο πως καταστράφηκε ή εγκαταλείφθηκε, η ΝΕΑΠΟΛΗ αποτελεί τη "Νέα Πόλη", τη συνέχεια της περιοχής στους ιστορικούς χρόνους, σύμμαχο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του Περικλή αλλά και επίνειο των Φιλίππων, του σπουδαίου οικονομικού και πνευματικού κέντρου της εποχής των Μακεδόνων... Εδώ στους Φιλίππους, που πήραν το όνομα του πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, βασιλιά Φιλίππου Β έμελλε να συμβούν δύο γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας.
  Σ’ αυτή την περιοχή κρίνεται το μέλλον της Ρώμης το 42 π.Χ., όταν γίνεται η μάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Καίσαρα (Αντώνιος - Οκταβιανός) και τους Δημοκρατικούς (Βρούτος, Κάσιος).
  Εδώ και η Ευρώπη δέχεται το πρώτο Χριστιανικό κήρυγμα, όταν ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, αποβιβάζεται γύρω στο 49 μ.Χ. και κάνει για πρώτη φορά γνωστό το λόγο του Ευαγγελίου.
  Η Νεάπολη τον 5ο μ.Χ. αιώνα, αναφέρεται ως Χριστούπολη και στους χρόνους του Ιουστινιανού αποκτά εξαιρετική οχύρωση. Συνδυάζοντάς την με τη φυσική της θωράκιση προφυλάσσεται από τις επιδρομές των Ούννων, Σλάβων και διαφόρων βαρβαρικών φύλων που φιλοδοξούν να την κατακτήσουν, βλέποντας τη μεγάλη οικονομική και στρατηγική της σημασία.
  Καταστρέφεται το 1185 από τους Νορμανδούς και υποδουλώνεται στους Τούρκους λίγες δεκαετίες πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
  Από τον 16ο αιώνα τη συναντάμε με το όνομα Καβάλα, ενώ από το 1860 και μετά γίνεται πάλι σπουδαίο εμπορικό κέντρο και σημαντικότατο λιμάνι εισαγωγών και εξαγωγών στο Μακεδονικό χώρο. Το 1913 απελευθερώνεται και ακολουθεί πορεία ακμής με λαμπρές επιδόσεις στην οικονομία, την εκπαίδευση και τις πολιτιστικές δραστηριότητες μέχρι σήμερα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Καβάλας-Δημοτικής Επιχείρησης Τουρισμού & Ανάπτυξης Καβάλας.

ΚΙΚΟΝΕΣ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  Στην ύστερη εποχή του Χαλκού (1.600-1.050 π.Χ.) καταφθάνουν και ριζώνουν στην παραλία του Ισμάρου οι Κίκονες, ο πιο πολιτισμένος από όλους τους θρακιώτικους λαούς, άριστοι και μοναδικοί έφιπποι πολεμιστές. Απόγονοι του Κίκονος, γιου του Απόλλωνα και της νύμφης Ροδόπης, κατά το μύθο. Με αρχηγό τον Εύφημο ήρθαν σε βοήθεια του Πριάμου στον Τρωικό πόλεμο.
  Γι’ αυτό, όταν έφτασε στη χώρα τους ο Οδυσσέας, για να τους εκδικηθεί, κυρίευσε την πόλη τους, Ίσμαρο, που τα κυκλώπεια τείχη της με τις μεγαλιθικές πύλες σώζονται στην Ακρόπολη του Αγ. Γεωργίου κοντά στη Μαρώνεια. Οι Κίκονες, όμως, αντρειωμένοι και πολυάριθμοι, όπως λέει ο Όμηρος, ανασυντάχθηκαν, αντεπιτέθηκαν και ξαναπήραν την πόλη. Ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης πήρε ξανά το δρόμο για την πατρίδα του. Είχε μαζί του ένα ασημένιο κύπελλο, 12 αμφορείς μοσχάτο κι έναν ασκό "παλαιού οίνου", με τον οποίο ο Οδυσσέας μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο.
(κείμενο: Βίκυ Τριανταφυλλιά)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ροδόπης.

ΚΟΜΟΤΗΝΗ (Πόλη) ΡΟΔΟΠΗ
  Τέταρτος αιώνας μ.Χ., γύρω στα 395 μ.Χ. τις εύφορες πεδιάδες της Θράκης αλωνίζουν βάρβαροι. Οι διαβάσεις που μέσ’ απ’ τη Ροδόπη οδηγούν στην κοιλάδα του Αρδα, στις πεδιάδες της Φιλιππούπολης και στη βυζαντινή Βερόη, μένουν αφύλακτες. Ένα οχυρό χρειάζεται, στην Εγνατία πλάι, καταφύγιο σε καιρό επιδρομών, ορμητήριο κατά των εχθρών. Το κτίζει ο Θεοδόσιος ο Α μικρό "πόλισμα" στάση για ξεκούραση των ταξιδιωτών και των εμπορικών καραβανιών που διέσχιζαν την Εγνατία, τετράγωνο, χωρίς τάφρο, με δεκάξι συνολικά πύργους, με εγκαταστημένη φρουρά και καλλιμάρμαρο ναό της Παναγίας. 1207 μ.Χ. Ο θηριώδης Τσάρος των Βουλγάρων Σκυλογιάννης καταστρέφει τη Μοσυνούπολη, δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Όσοι γλιτώνουν τη σφαγή βρίσκουν καταφύγιο στο μικρό φρούριο-πόλισμα στα ανατολικά. Με τον καιρό η ζωή γύρω του και μέσα του πυκνώνει. Γίνεται πολίχνη και αναφέρεται σε κείμενο για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα. Είναι τα Κομοτηνά του Νικηφόρου Γρηγορά ή τα Κουμουτζηνά του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ονομασία που την τυλίγουν μύθοι και θρύλοι των γιαγιάδων, των παππούδων, των παλιών αγαπημένων. Να και η αλήθεια. Κουμουτζηνά Βυζαντινό τοπωνύμιο, τα κτήματα του Κουμούτζη (Κουμούτζιν - βυζαντινή λέξη, σημαίνει "όλα μαζί") ή στρατιωτικός τίτλος του κόμητος, που από τη Ρώμη δινόταν στους επικεφαλής των βάνδων (ταγμάτων) Κομητηνά, Κουμητηνά, Κουμουτηνά, Κουμουτζηνά.
  Η βυζαντινή πολίχνη με τον καιρό αποκτά σπουδαιότητα. Σ’ αυτήν αυλίζεται ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γ, για να αποκρούσει τον ηγεμόνα της Σμύρνης Ομούρ. Αυτή γίνεται θέατρο του εμφύλιου σπαραγμού Καντακουζηνών - Παλαιολόγων.
  Το 1361 είναι το τελευταίο έτος που τα Κουμουτζηνά ακούνε σ’ αυτό το όνομα. Υποκύπτουν στην πολιορκία του ελληνικής καταγωγής Χριστιανού εξωμότη Γαζή Εβρενός και το λαϊκό όνομα της πόλης μεταπλάθεται σε Γκουμουλζίνα - Γκιουμουρτζίνα (καρβουνότοπος - τόπος κοίλος, χαμηλός).
  Και το κρατάει η πόλη σ' όλη τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας και στα χρόνια της Βουλγαρικής κατοχής που ακολουθούν και σ' αυτά του "περιέργου" σύντομου καθεστώτος της Διασυμμαχικής Διακυβέρνησης από τον Γάλλο στρατηγό Sharpy.
  Το σημερινό της όνομα, που φέρνει στο νου την Κομοτηνή, την κόρη του αρχαίου ζωγράφου Παρασσίου, το χαίρεται η πόλη από τις 14 Μάη του 1920. τότε ο αντιστράτηγος Ζυμβρακάκης και οι άνδρες του, υλοποιώντας μια διπλωματική νίκη των Χαρίσιου Βαμβακά και του Ελευθέριου Βενιζέλου, την ελευθέρωσαν και την ένωσαν με τη μητέρα-Ελλάδα.
  Όμως σ’ όλη τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων, ο ελληνικός πληθυσμός κυριαρχούσε στην πόλη, όπως μαρτυρούν όλοι οι περιηγητές που πέρασαν και για κάποιες μέρες ή ώρες ξαπόστασαν για να συνεχίσουν το δύσκολο ταξίδι τους, της διάβασης της Εγνατίας.
  Το 1800 χτίζεται ο ιερός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, μια ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική που μέχρι σήμερα είναι ο Μητροπολιτικός Ναός της Κομοτηνής και πρόσφατα αναστηλώθηκε για να συμπληρώνει κι αυτός μαζί με τα άλλα μνημεία την αδιάψευστη μαρτυρία της περιπέτειας αυτού του τόπου στους αιώνες.
(κείμενο: Βίκυ Τριανταφυλλιά)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ροδόπης.

Συνοπτική ιστορία Κυπρίνου

ΚΥΠΡΙΝΟΣ (Κωμόπολη) ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
Ψάχνοντας για την ιστορία του χωριού μας φτάνουμε στο τέλος του 18ου αιώνα, όπου βρίσκουμε τους προγόνους μας να κατοικούν στο μικρό χωριό Φερίγγιο ή Βερέμ-Κιοϊ κατά άλλους. Στο χωριό αυτό ζούσαν μαζί με τους Τούρκους. Η ζωή τους ήταν πολύ δύσκολη, ένα πραγματικό μαρτύριο. Οι Τούρκοι φέρονταν πολύ σκληρά και βάρβαρα. Μοναδική διέξοδος για αυτούς είναι να φύγουν. Έτσι περνούν στην άλλη μεριά του ρέματος και χτίζουν ένα νέο χωριό στην τοποθεσία "Ντεντέδες". Στο νέο τους χωριό οι Κυπρινιώτες προσπαθούν να βρουν την ηρεμία τους για να ζήσουν χωρίς το φόβο των Τούρκων και να δημιουργηθούν. Δεν άργησε όμως και σε αυτό το χωριό να τους βρει ο Τούρκος κατακτητής. Σιγά σιγά άρχισαν στο χωριό να έρχονται τουρκικές οικογένειες. Ο πληθυσμός των "Ντεντέδων" δεν ήτανε πια μόνο Έλληνες. Η ζωή τους έγινε το ίδιο και χειρότερη απ' ότι στο φερέγγιο. Η νέα μετακόμιση δεν άργησε να γίνει και πάλι οι Κυπρινιώτες αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό τους και να μετακομίσουν στην τοποθεσία "Κιρκ-Μπουνάρ", εκεί χτίζουν ένα νέο χωριό το Γενί-Κιοϊ. Ένα χωριό που στην αρχή όλα πάνε καλά, οι πρόγονοι μας αρχίζουν και πάλι να δουλεύουν σκληρά για να ριζώσουν. Δεν άργησαν όμως και πάλι να έρθουν στο νέο χωριό οι Τουρκικές οικογένειες, αφού έτσι έβρισκαν χέρια για τις δουλείες τους χωρίς αυτοί να δουλεύουν. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, το χωριό αποτέλεσε και θύμα των περαστικών Τούρκων εμπόρων που λεηλατούσαν, άρπαζαν, βασάνιζαν τους κατοίκους χωρίς κανένα δισταγμό.
Σιγά σιγά στην αρχή κάποιες οικογένειες άρχισαν να φεύγουν και στην συνέχεια όλες. Προορισμός τους τώρα ήταν η τοποθεσία του παλιού χωριού του Κυπρίνου αμέσως κάτω από το σημερινό χωριό. Εκεί βρίσκουν προστασία κοντά στο Μπέη της περιοχής, δουλεύοντας στο τσιφλίκι του ως εργάτες. Η τοποθεσία αυτή ονομάζεται "Σαρί-Χαντίρ" που κατά κάποιους σημαίνει "Κίτρινο ψάρι" του Ποταμού 'Αρδα. Η μετακίνηση αυτή γίνεται γύρω στο 1860, στο νέο αυτό χωριό οι Κυπρινιώτες αρχίζουν κάπως να ηρεμούν και να αποκτούν την δική τους γη. Φτάνουμε στο 1912-14 όπου οι πρόγονοι μας περνάνε άλλη μια μεγάλη δοκιμασία, αυτή τη φορά ο κατακτητής είναι άλλος, οι Βούλγαροι, το ίδιο όμως σκληρός και βάρβαρος με τους Τούρκους. Οι Κυπρινιώτες αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια των Βουλγάρων να τους πολιτογραφήσουν Βούλγαρους.
Το 1931 η μοίρα χτυπά σκληρά στον Κυπρίνο όπως έχει ονομαστεί πια το χωριό, σε μια ελεύθερη μετάφραση της λέξης "Σαρί-Χαντίρ". Μετά από πολύ βροχή το χωριό πλημμυρίζει και καταστρέφονται όλα σχεδόν τα σπίτια, σώζεται μόνο η Εκκλησία που ήταν πέτρινη. Για τελευταία φορά οι Κυπρινιώτες αφήνουν το χωριό τους και χτίζουν τον σημερινό Κυπρίνο με σχέδιο ρυμοτομίας, με ομοιόμορφα σπίτια, σχολεία, όμορφες πλατείες και πάρκα και σημαντική εξέλιξη. Σήμερα το χωριό μας είναι ένα από τα ομορφότερα και μεγαλύτερα χωριά της βόρειας περιοχής του Έβρου. Χωριό ζωντανό που σφύζει από ζωή αποτελώντας το καμάρι των κατοίκων του.
Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κυπρίνου

Σύντομα ιστορικά στοιχεία

ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
  Η παράδοση αναφέρει ότι η Ορεστιάδα κτίσθηκε από τον Ορέστη ο οποίος για να ξεφύγει από το διωγμό των Ερινύων για το φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας, ήλθε στη Θράκη και κατά τη συμβουλή των Μάντεων, λούσθηκε στα νερά των τριών ποταμών (Έβρος, Αρδα και Τούντζα) και θεραπεύτηκε από την ασθένεια που τον βασάνιζε, από τον τρόμο και την καταδίωξη των Ερινύων. Από ευγνωμοσύνη και εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού έκτισε μικρή πόλη στη συμβολή των τριών ποταμών, που την ονόμασε Ορεστιάδα, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς Στράβων, Πλίνιος, Στεφ. Βυζάντιος.
  Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων, την επιβεβαίωσαν Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, την επικύρωσαν και οι νεότεροι ιστορικοί και αρχαιολόγοι. Η πόλη όμως και στους μετέπειτα χρόνους, μέχρι την εποχή που την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, φαίνεται ότι έφερε και τα δύο ονόματά της. Και Ορεστιάδα μεν την έλεγαν οι υπόλοιποι Έλληνες, Ουσκουδάμα δε οι Θράκες. Λόγω της στρατηγικής της θέσης καθώς βρίσκεται στον άξονα που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με την Κεντρική Ευρώπη ήταν πόλος έλξης των κατακτητών.
  Στις αρχές του πρώτου αιώνα μ.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη και το 127 ο Αυτοκράτορας Αίλιος Πόλος Αδριανός, κατά μία άλλη παράδοση λούσθηκε και αυτός στα νερά του ποταμού Έβρου και θεραπεύτηκε από την ανίατη αρρώστια του σε ανάμνηση δε αυτού του γεγονότος ανοικοδόμησε την Ορεστιάδα ή Ουσκουντάμα και της έδωσε το όνομα Αδριανούπολη ή Αιλία. Στους κατοπινούς χρόνους την πόλη ονόμασαν οι μεν Τούρκοι Εντίρνε, οι δε Βούλγαροι Οντρίν που είναι και τα δύο παραφθορά του ονόματος Αδριανούπολη.
  Η Αδριανούπολη στη μακραίωνη ιστορία της κατακτήθηκε από διάφορους βάρβαρους λαούς που ήλθαν από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Οι καταστροφές που συσσωρεύτηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (330 έως 1453 μ.Χ.) συμπληρώθηκαν με την άλωση της Αδριανούπολης από τους Τούρκους το 1365 και στη συνέχεια της Βασιλεύουσας Κων/πολης το 1453.
  Η Αδριανούπολη από το 1550 μέχρι το 1922 γίνεται φάρος πνεύματος με την ίδρυση σχολείων, γυμνασίων και παρθεναγωγείων από τα οποία αποφοίτησαν μεγάλες μορφές του Ελληνικού Έθνους, όπως ο Στέφανος Καραθεοδωρής και ο Κων/νος Καραθεοδωρής (καθηγητής μαθηματικών του Πανεπιστημίου του Μονάχου, μαθητής του Πανεπιστημίου Γκαίτιγκεν και διάδοχος του μαθηματικού Φέλιξ Κλάιν) και πολλοί δάσκαλοι του Γένους. Στην περίοδο του 1821 συμμετείχε στην εθνεγερσία χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ελευθερία της. Το 1829 κατέβηκαν προς την Αδριανούπολη οι Ρώσοι προσπαθώντας μέχρι το 1872 να δημιουργήσουν την έως τότε ανύπαρκτη εθνική Βουλγαρική συνείδηση και να κάνουν πραγματικότητα το πανσλαυιστικό όνειρο. Ο 2ος Βαλκανικός πόλεμος που ξεκίνησε με τις έριδες μεταξύ Βουλγάρων και Σέρβων τον Ιούνιο του 1913 δίνει την Αδριανούπολη ξανά στα χέρια των Τούρκων. Στις 15 Ιουλίου 1920 η Αδριανούπολη απελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό αλλά η χαρά της απελευθέρωσης δε διαρκεί πολύ χρόνο: η Μικρασιατική συμφορά του 1922 παρασύρει όλη την περιοχή της Ανατολικής Θράκης και εγκαταλείπονται χωριά και πόλεις που ήταν επί αιώνες Ελληνικά. Το 1923 με τη συνθήκη της Λωζάνης η Ορεστιάδα παραδίνεται στους Τούρκους για στρατιωτικούς λόγους. Οι Έλληνες κάτοικοί της ξεσπιτώνονται και κτίζουν απέναντι από την παλιά πόλη, την καινούργια τους πόλη που την ονομάζουν Νέα Ορεστιάδα.
  Με την υπ' αριθμ. 238/1992 απόφαση το Δημοτικό Συμβούλιο Ν. Ορεστιάδας καθορίζει ως έμβλημα της πόλης τη μορφή της μυθικής Ιφιγένειας, ως υπενθύμιση της θυσίας της Ορεστιάδας στο βωμό των ευρύτερων Εθνικών συμφερόντων και αναγκών του νεότερου Ελληνισμού.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ν. Ορεστιάδας (1996).

ΠΑΡΑΝΕΣΤΙ (Κωμόπολη) ΔΡΑΜΑ
  Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή στην ορεινή περιοχή του Αρκουδορέματος.
  Στη συνέχεια, την τύχη της περιοχής καθόρισαν πολλά ιστορικά γεγονότα, όπως η εγκατάσταση θρακικών φυλών από τον 11π.Χ. αιώνα (των Σαππαίων στην κοιλάδα του Νέστου και των Αγριάνων στην οροσειρά της Ροδόπης), οι εκστρατείες του Φιλίππου με τη δημιουργία οχυρών ακροπόλεων στα περάσματα του Νέστου ποταμού και η ενίσχυση αυτών κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
  Στους νεότερους χρόνους της Οθωμανικής κατάληψης, το εποικιστικό πρόγραμμα στα τέλη του 16ου αιώνα με τη μετακίνηση πληθυσμών από άλλες περιοχές αλλά και οι ευνοϊκές δυνατότητες ανάπτυξης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία ενός πυκνού δικτύου οικισμών στην ορεινή περιοχή.
  Αργότερα με τη Μικρασιατική καταστροφή μεγάλος αριθμός προσφύγων βρίσκει καταφύγιο στα καλυμμένα με πυκνή βλάστηση άγρια και δύσβατα βουνά της Ροδόπης. Ταυτόχρονα εγκαθίστανται νομάδες Σαρακατσάνων δημιουργώντας μόνιμους οικισμούς.
  Δυσμενείς ιστορικές και οικονομικές εξελίξεις όμως των νεότερων χρόνων οδηγούν την περιοχή σε πληθυσμιακή συρρίκνωση και ολοσχερή διαφοροποίηση του οικιστικού δικτύου.
Το κείμενο παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Δράμας (2003).

Από το Μύθο στην Ιστορία

ΡΟΔΟΠΗ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Η γη της Ροδόπης έχει μια μακραίωνη ιστορία, που βυθίζεται στα βάθη των αιώνων. Είναι η γη που αντηχούσε από τη λύρα του Ορφέα και από το ξεφάντωμα των Μαινάδων, ακολούθων του Διονύσου, θεού του αμπελιού και του κρασιού. Τα εύφορα χώματά της κράτησαν στα σπλάχνα τους δείγματα λίθινων εργαλείων από πυριτόλιθο του παλαιολιθικού ανθρώπου (10.000- 7.000), ενώ η Νεολιθική περίοδος (4.500- 3.000 π.Χ) επιβεβαιώνεται από τις ανασκαφές οικισμού στην τούμπα της Παραδημής. Την επόμενη μεγάλη περίοδο της Χαλκοκρατίας (3.000- 1.100/1.050π.Χ) ολόκληρη η Θράκη δέχεται την ακτινοβολία των μεγάλων οχυρωμένων οικισμών του Β. Αιγαίου, της Λέσβου, της Λήμνου και της Τροίας. Από την εποχή του Σιδήρου (1.050- 650π.Χ) έχουμε σημαντικές πληροφορίες για τη θρησκεία, τη μυθολογία και τον πολιτισμό των Θρακών. Ο Ομηρος αναφέρει τους Κίκονες, που τους πολέμησε ο Οδυσσέας και κυρίεψε την πόλη τους Ίσμαρο. Οχυρωματικοί περίβολοι, υπαίθρια ιερά, λαξευμένες κοιλότητες σε βράχους, η λατρεία του Ήλιου και αργότερα του μυθικού βασιλιά Ρήσου, θεού της φύσης, του κυνηγιού και των άγριων ζώων στη Ροδόπη, είναι δείγματα πολιτισμού της εποχής. Τον 7ο αι. π.Χ τα θρακικά παράλια γεμίζουν από αποικίες. Η γραφική Μαρώνεια δέχτηκε ειρηνικά τους Χίους αποίκους.
  Μετά τους Περσικούς πολέμους ιδρύεται στη Θράκη το ισχυρό βασίλειο των Οδρυσών, το οποίο διαλύεται από το Φίλιππο Β' της Μακεδονίας. Η Μακεδονία γίνεται ηγέτιδα δύναμη, που χνάρια της αποτυπώνονται στη Ροδόπη (μακεδονικός τάφος στα Σύμβολα, 7χλμ. Β της Κομοτηνής). Το 46μ.Χ η Θράκη γίνεται Ρωμαϊκή επαρχία. Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις θρακικές περιοχές και ιδρύουν αρκετές σημαντικές πόλεις. Ένα ευρύ δίκτυο ενώνει τις μεγάλες πόλεις με τη θάλασσα και την κεντρική Ευρώπη. Ο μεγαλύτερος δρόμος, η Εγνατία Οδός, που συνέδεε το Δυρράχιο με το Βυζάντιο (800χλμ. περίπου) ήταν για πολλούς αιώνες η βασική οδική αρτηρία και τμήματά της διατηρούνται σε ορισμένα σημεία του νομού Ροδόπης.
  Η περιοχή της Ροδόπης, όπως και όλη η Θράκη, έγινε Βυζαντινή επαρχία μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330μ.Χ). Η ιστορία της ταυτίζεται με την ιστορική εξέλιξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι η εποχή που η Ροδόπη ενισχύεται με τειχισμένες πόλεις και φρούρια, απομεινάρια των οποίων συναντά κανείς ακόμη και στο κέντρο της Κομοτηνής (Θεοδοσιανό φρούριο).
  Από το 14 αι. μ.Χ, όταν οι Οθωμανοί κατακτούν τη Θράκη, και για πέντε αιώνες ο τόπος περνά πολλές περιπέτειες. Συμμετέχει ενεργά στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 και στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αι. γίνεται πεδίο ανταγωνισμού των Βαλκανικών Δυνάμεων και της Τουρκίας, μέχρι το 1920, όταν με διεθνείς συνθήκες επανεντάσσεται στην Ελλάδα. Η Ροδόπη μαζί με την υπόλοιπη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων παραμένει κάτω από τη βουλγαρική κατοχή και μετά το τέλος του πολέμου αποδίδεται στην Ελλάδα.
(Κείμενο: Βάντα Παπαϊωάννου- Βουτσά)
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Εδώ πάνω σώθηκαν, οι Κάβειροι, σύμφωνα με το μύθο του κατακλυσμού της Σαμοθράκης, που είναι παραλλαγή του πανελλήνιου μύθου για τον ελληνικό κατακλυσμό και τη σωτηρία του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
  Στους μικρούς όρμους και τα λιμάνια της κατέφευγαν από παλιά πλοία για εμπορικούς λόγους ή για προστασία από τη βιαιότητα των ανέμων.
  Από τα κλασικά χρόνια η Σαμοθράκη ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, σεβαστό και προστατευόμενο μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, αλλά και μέχρι το τέλος του 4ου μ.Χ. όταν ο Χριστιανισμός είχε πια εδραιωθεί.
  Τη μεγάλη της φήμη κατά την αρχαιότητα, την οφείλει, στο γεγονός ότι ήταν ένα πανελλήνιο θρησκευτικό κέντρο, παρόμοιο με το Ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα. Εδώ υπήρχε το Ιερό των Μεγάλων Θεών και των Μυστηριακών τελετών.
  Η θρησκευτική της σημασίας σαν Πανελλήνιο ιερό ήταν τόσο μεγάλη ώστε την αποκαλούσαν "Δήλο του Βορείου Αιγαίου".
  Η λατρεία των Μεγάλων Θεών έχει προελληνικές αρχές και υπήρχε στη Σαμοθράκη πριν από τον ερχομό των Ελλήνων αποίκων (700 π.Χ. περίπου). Η λατρεία των Μεγάλων Θεών, περιελάμβανε ιεροτελεστίες και μυστήρια, στα οποία γίνονταν δεκτοί πιστοί ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, ηλικία ή εθνική προέλευση.
  Οι Έλληνες βασιλείς της Μακεδονίας της Θράκης και της Αιγύπτου έθεσαν το Ιερό υπό την προστασία τους και το πλούτισαν με πολυτελείς μαρμάρινες κατασκευές και αναθήματα, ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
  Εδώ λατρεύονταν η θεά Απτερος, που οι Έλληνες ταύτισαν με τη θεά Δήμητρα. Κοντά της λατρευόταν ο θεός της γονιμότητας, Κάδμιλος, που οι Έλληνες ταύτισαν με τον Ερμή.
  Επίσης στον ίδιο λατρευτικό κύκλο άνηκαν και οι δίδυμοι δαίμονες, οι Κάβειροι. Αργότερα σ’ αυτή την ομάδα των θεών προσετέθησαν, ο θεός του κάτω κόσμου και η γυναίκα του, Αξιόκερσος και Αξιόκερσα.
  Εκτός από τη λατρεία των Μεγάλων θεών στο Ιερό που εκτεινόταν έξω από τα τείχη της πόλης, από επιγραφές είναι γνωστή η λατρεία της Αθηνάς, της Αφροδίτης, της Δήμητρας, της Αρτεμη και του Ερμή.
  Ο ιερός χώρος της λατρείας των Μεγάλων θεών, βρίσκεται στο βόρειο μέρος του νησιού, στην Παλαιόπολη.
  Ο χώρος αυτός θυμίζει Δελφικό τοπίο, πνιγμένος μέσα στα πλατάνια και στις πικροδάφνες. Η Σαμοθράκη κατοικήθηκε στη νεολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του χωριού Καρυώτες.
  Η αναφορά της Σαμοθράκης από τον Όμηρο, δείχνει πως το νησί ήταν γνωστό στη μυκηναϊκή εποχή.
  Πολύ πριν από την εγκατάσταση των Ελλήνων στο νησί κατοικούσαν στοιχεία Καρικά και Θρακικά.
  Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους G. Fredrich και C. Lemann η εγκατάσταση των πρώτων Ελλήνων στο νησί έγινε μεταξύ 800 π.Χ. - 700 π.Χ.
  Η προνομιακή γεωγραφική θέση της Σαμοθράκης, το εμπόριο και οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, την ανέδειξαν στους αρχαϊκούς χρόνους, σε μια αξιόλογη πόλη-κράτος, με δικό της νόμισμα και πολεμικό στόλο.
  Μεταξύ του 491 και 480 π.Χ. υποτάχθηκε στους Πέρσες. Γίνεται μέλος της πρώτης Αθηναϊκής συμμαχίας το 477 π.Χ. Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου οι Σπαρτιάτες καταλαμβάνουν τη Σαμοθράκη και σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο στρατηγός Λύσανδρος έρχεται στο νησί και μυείται στα μυστήρια των Καβείρων.
  Στην κλασική εποχή η φήμη των μυστηρίων της Σαμοθράκης, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο, τον Αριστοφάνη, και πολλούς άλλους αρχαίους συγγραφείς, είναι μεγάλη και το ιερό των Μεγάλων θεών γίνεται σημαντικό διεθνές θρησκευτικό κέντρο. Κατά την παράδοση, στη Σαμοθράκη, στο ιερό των Μεγάλων θεών, γνωρίστηκε με την Ολυμπιάδα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος.
  Οι Μακεδόνες βασιλείς από τον Φίλιππο το Β καθώς και οι διάδοχοι του Μ. Αλέξάνδρου τρέφουν βαθύτατο σεβασμό προς το ιερό και τα Μυστήρια και το εξωραϊζουν με λαμπρές οικοδομές και αναθήματα.
  Η Σαμοθράκη περιέρχεται στο κράτος της Αιγύπτου, μετά από την κατάκτηση της Θράκης και του Ελλησπόντου από τους Πτολεμαίους.
  Στη ρωμαϊκή περίοδο η Σαμοθράκη είναι ελεύθερη, το νησί θεωρείται ιερό και το Τέμενος των Μεγάλων θεών άσυλο.
  Από τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα, ανώτατοι αξιωματούχοι, στρατιωτικοί και έμποροι έρχονται στη Σαμοθράκη και μυούνται στα μυστήρια των Καβείρων. Από τη Σαμοθράκη περνά το φθινόπωρο του 50 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος ταξιδεύοντας για τους Φιλίππους. Το 123 μ.Χ. το νησί επισκέφθηκε ο αυτοκράτορας Αδριανός, που έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η Σαμοθράκη παρακμάζει ενώ τα μνημεία της καταστρέφονται προκειμένου να ξαναχρησιμοποιηθούν σαν οικοδομικά υλικά.
  Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν στη Σαμοθράκη από το Γερμανό αρχαιολόγο A. Conze το 1858 και συνεχίστηκαν το 1862 από το Γάλλο πρόξενο C. Champoiseau, που βρήκε το άγαλμα της Νίκης και το πήρε μαζί του στο Λούβρο.
  Κατά τη βυζαντινή εποχή το νησί είχε ακόμα σημαντικό πληθυσμό. Από τον 8ο αι. όμως και μετά οι Σλάβοι και οι Σαρακηνοί έκαναν συχνές επιδρομές με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αρχίσει να φθίνει.
  Το 1315 ο Martin Zaccaria γίνεται, για λίγα χρόνια, δεσπότης της Σαμοθράκης. Σε λίγο αρχίζουν οι τουρκικές επιθέσεις.
  Στα 1430 αρχίζει η κυριαρχία των Gattilusi στη Σαμοθράκη. Οι ηγεμόνας Παλαμήδης Γατελούζος την οχύρωσε, όπως μαρτυρούν οι πύργοι της Παλαιάπολης και της Χώρας.
  Μετά την εναλλαγή Γενοβέζων, Τούρκων, Βυζαντινών και Βενετσιάνων ηγεμόνων, η Σαμοθράκη θα καταλήξει στην οριστική υποταγή των Τούρκων το 1479.
  Στις παραμονές Ελληνικής επανάστασης η Σαμοθράκη είχε γύρω στους 4000 κατοίκους. Η συμμετοχή τους στον Εθνικό Αγώνα είχε καταστροφικό τίμημα. Την 1η Σεπτεμβρίου 1821 γίνεται τουρκική απόβαση που κατέληξε στη λεηλασία και στην καταστροφή του νησιού.
  Εκατοντάδες άτομα εσφαγιάσθησαν και πολλοί κάτοικοι πουλήθηκαν σαν σκλάβοι και σκλάβες μεταξύ των οποίων και οι 5 Αγιοι Μάρτυρές της.
  Ο ελληνικός στόλος απελευθερώνει τη Σαμοθράκη το φθινόπωρο του 1912, (19 Οκτωβρίου 1912), ενώ η προσάρτησή της επικυρώνεται το Φεβρουάριο του 1914.
  Την περίοδο 1918-1922 πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας εγκαταστάθηκαν στη Σαμοθράκη.
  Το 1951 ο πληθυσμός, φτάνει τους 4.258 κατοίκους. Σε λίγο όμως αρχίζει η αιμορραγία της μετανάστευσης, έτσι το 1961, οι κάτοικοι είναι 3.850, το 1971 μειώνονται σε 3.012 και σήμερα είναι γύρω στους 2.800.
(κείμενο: Γρηγόρης Τσούνης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σαμοθράκης (1998).

ΤΟΠΕΙΡΟ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
  Ο νεοσύστατος Δήμος Τοπείρου, οφείλει την ονομασία του σε πόλη που υπήρχε πάνω στην Εγνατία οδό, της Ρωμαϊκής εποχής, στην περιοχή που εκτείνεται σήμερα ο Δήμος.
  Πλησιάζοντας την γέφυρα του Νέστου ποταμού, στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Τοξότες και Παράδεισος, 14 χλμ δυτικά από την Ξάνθη, μπορεί κανείς να δει τα ερείπια της αρχαίας πόλης Τόπειρος, όπου σώζονται ή έχουν αποκαλυφθεί μνημεία παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων, κυρίως τμήματα της οχύρωσης, ναών και μονών.
  Ιδρύθηκε τον Α αι. μ.Χ. και υπήρξε έδρα επισκόπου από τον 5ο έως τον 8ο αι. Οι πρόσφατες σαφείς μαρτυρίες για την επισκοπή Τοπείρου προέρχονται από τους πρωτο-βυζαντινούς χρόνους και μάλιστα τον 4ο και 5ο αιώνα. Έτσι αναφέρονται ονόματα επισκοπών της πόλεως στα πρακτικά της Γ (431 μ.Χ.) και Δ (451 μ.Χ.) Οικουμενικής Συνόδου.
  Τον Β μ.Χ. αιώνα η πόλη Τόπειρος έχει δικά της νομίσματα (απόδειξη αυτονομίας & πλούτου). Με τον διαχωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό & Δυτικό, η περιοχή της Ξάνθης, με έδρα πάντα την πόλη Τόπειρο, ανήκει στην Ανατολική Αυτοκρατορία, της οποίας μάλιστα είναι το δυτικότερο όριο.
  Το 549 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού, κατακτείται η πόλη από Σκλαβηνούς βαρβάρους, οι οποίοι την κατάστρεψαν ολοσχερώς. Σε δύο χρόνια (551 μ.Χ.) ο Ιουστινιανός την ξανάκτισε & την περιέλαβε με ισχυρότερα τείχη.
  Ιστορικό παρόν η πόλη δείχνει μέχρι το 812 μ.Χ. οπότε καταστράφηκε από τον Βούλγαρο Τσάρο Κρούμο.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Τοπείρου.

Links

Thasos

ΘΑΣΟΣ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Island in the northern Aegean Sea, along the coast of Thracia.
  Thasos owed its name to the mythological hero Thasus, a son of the Phoenician king Agenor, and brother of Cadmus, Cilix , Phoenix and Europa. It is while running after his sister Europa, abducted by Zeus to become the mother of the Cretan king Minos, that Thasus eventually settled in the island to which he gave his name.

Bernard Suzanne (page last updated 1998), ed.
This text is cited July 2003 from the Plato and his dialogues URL below, which contains interesting hyperlinks.


ΚΑΒΑΛΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Ancient Neapolis, the port of Philippi where apostle Paul first landed on European soil, became the Byzantine town of Christoupolis, the last stronghold against a host of aggressors; the city was fortified by Andronikos II Palaeologos only to be pillaged in the 14th century by irregular bands of Ottoman Turks. From the 15th century, under its new name, Kavala, this strategically located city once again flowered both economically and culturally.
Kavala from the 16th to the 19th century
  In the middle of the 16th century, the French naturalist Pierre Bellon described Kavala's walls, baths, places of worship and aqueduct, built during the reign of Suleiman the Magnificent and the reason for the changed face of the city (which had previously been reduced to a way station after the Turks destroyed it in 1391).
  Because of the etymology of the word, Bellon believed that Kavala was founded on the site of the city of Boukefala (Bucephala) and that it was initially (around 1520-1530) inhabited by Jews of Hungarian origin, who were eventually surrounded by both Greeks and Muslims.
  In the 17th century Evliyia Celebi postulated that the word derived from Kavalos, son of Philip II, while the French philhellene Charles Sonnini observed in 1780 that the rock on which the city's houses still cluster resembles a horse ('caballo' in Spanish).
  By the end of the 18th century, Kavala had developed into a center of French commerce with close ties with Marseille and Constantinople. It already consisted of five neighborhoods with 900 houses (most of them Turkish). Outside the fortified peninsula, cotton warehouses were built, which together with the inns and the customs house gradually came to constitute the city's business district.
Kavala in the 19th century
  While business activities were beginning to spread beyond the city walls, the administrative center (the Turkish governor's residence) continued to be located within the fortified hilly peninsula. Between two and three thousand people were packed into this area, which measured less than 25 acres. Initially, this was where the small Greek community of Panayia (on the site of the Byzantine town of Christoupolis) was located.
  The future regent of Egypt, Mohamed Ali, was born in the old city. During his heyday, in 1812, he built the poorhouse where the ancient Parthenon temple had stood; also called the 'tebelhane' (inn for the lazy), it was later converted into a muslim theological school.
  The Greek business community, which from the mid-19th century had begun to show considerable growth, built new churches (Ayios Ioannis, 1865-1867), schools (e.g. the Parthenagogeio or Girls School), hospitals (e.g. the Evangelismos), and some splendid mansions.
  The very profitable tobacco business had already started to attract a constantly rising number of Christians.
Kavala in the early 20th century
  At the turn of the century Kavala was growing by leaps and bounds. Tobacco exports were at their peak (circa 10,000 tons annually), reaching a value of almost two million pounds sterling. The tobacco warehouses were brimming with seasonal laborers from all over eastern Macedonia.
  The Greek population, which constituted the majority of the town's inhabitants, was thriving. Charitable and pro-education societies of men and women, clubs, hospitals, athletic associations, printing presses and Greek schools of every level were founded and prospered in a city that was bursting with life and nationalist hopes. The newspaper "Flag" was the mouthpiece for advocates of a free Macedonia.
  With the Greek vice consulate as headquarters, prosperous Kavala took part in the Macedonian Struggle, both by organizing Greek guerrilla bands and by acting as a post for the transport and distribution of military supplies and arms.
Kavala after the liberation
  Kavala was liberated and incorporated into the Greek state on 6 June 1913, after seven months of Bulgarian occupation.
  The city spread out impressively along the waterfront, where most of the tobacco warehouses were located. Within one century its population had grown tenfold and its economic prosperity was more than evident.
  The change in the flow of trade at the end of the 19th century and the isolation of the port of Kavala from the railroad network had not affected the export traffic. The town's modernization and wealth, which soon easily absorbed some 25,000 refugees from Thrace and Asia Minor, was disrupted only by the destruction dealt by the Bulgarian occupations during the First and Second World Wars.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains images.


Αξιόλογες επιλογές

The Rebellion of Thasos - against Athenians

ΘΑΣΟΣ (Αρχαία πόλη) ΘΑΣΟΣ
  Since Athens supplied the largest number of warships in the fleet of the Delian League, the balance of power in the League came firmly into the hands of the Athenian assembly, whose members decided how Athenian ships were to be employed. Members of the League had no effective recourse if they disagreed with decisions made for the League as a whole under Athenian leadership. Athens, for instance, could compel the League to send its ships to force reluctant allies to go on paying dues if they stopped making their annual payments. The most egregious instance of such compulsion was the case of the city-state of the island of Thasos which, in 465 B.C, unilaterally withdrew from the Delian League after a dispute with Athens over gold mines on the neighboring mainland. To compel the Thasians to keep their sworn agreement to stay in the League, the Athenians led the fleet of the Delian League, including ships from other member states, against Thasos. The attack turned into a protracted siege, which finally ended after three years' campaigns in 463 B.C. with the island's surrender. As punishment, the League forced Thasos to pull down its defensive walls, give up its navy, and pay enormous dues and fines. As Thucydides observed, rebellious allies like the Thasians "lost their independence," making the Athenians as the League's leaders "no longer as popular as they used to be."

This text is from: Thomas Martin's An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander, Yale University Press. Cited November 2004 from Perseus Project URL below, which contains bibliography & interesting hyperlinks.


Οχυρό Νυμφαίας

ΝΥΜΦΑΙΑ (Χωριό) ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Αποικισμοί των κατοίκων

Krenides springs (Philippi)

In 360 359 B.C., colonists from Thasos, led by the exiled Athenian (from Aphidnae deme) politician and rhetor, Kallistratos, founded a city on this site which they called Krenides springs from the abundant springs at the foot of the hill where the ancient settlement was made.

Scaptesyle

On the opposite coast of Thrace the Thasians held Stryme, Galepsus, Osyme, Daton, Scaptesyle

Samothracian fort Sale, near Doriscus at Thrace

Samothracian city of Tempyra, at Thrace

Γεγονότα νεότερης ιστορίας

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου - τον Οκτώβριο του 1912- η περιοχή κατακτάται από τους Βούλγαρους. Στη δεκαετία του 1920 γίνεται ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία.
  Η χρυσή εποχή για τη Δράμα έρχεται στο τέλος της δεκαετίας του 1920, τότε που εγκαθίστανται 85.000 Έλληνες της Μικρά Ασίας και της Θράκης και αναθερμαίνεται η καπνοκαλλιέργεια. Κατά τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου του 1941, η περιοχή περνά στο διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο των βουλγαρικών αρχών. Η απελευθέρωση της Δράμας ολοκληρώνεται το 1944.
(Κείμενο: Ντέπυ Χιωτοπούλου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΞΑΝΘΗ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Το 1829 δύο σεισμοί καταστρέφουν την Ξάνθη, που χτίζεται πλέον από την αρχή, ενώ στο 1870 πυρκαγιά καταστρέφει τη Γενισέα. Έτσι, διοικητικό κέντρο γίνεται πια η Ξάνθη, αυξάνει ο πληθυσμός της φτάνοντας στα τέλη του 19ου αιώνα σε 10.000 κατοίκους, ενώ η διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής το 1891 συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη.
  Στο Μακεδονικό και Θρακικό Αγώνα οι Ξανθιώτες στις αρχές του 20ου αιώνα συμμετέχουν σε μυστικές αντιστασιακές οργανώσεις, επιδεικνύοντας ανδρεία και αυτοθυσία. Θύμα της Βουλγαρικής μανίας το 1913 είναι ο Ξανθιώτης Γιάνκος Αντίκας. Στις 8 Νοεμβρίου 1912 την Ξάνθη καταλαμβάνουν οι Βούλγαροι, ενώ στις 13 Ιουλίου 1913 την απελευθερώνουν οι Έλληνες, μετά από 550 χρόνια σκλαβιάς. Στις 28 Ιουλίου 1913 οι σύμμαχοι επιδικάζουν την Ξάνθη στους Βουλγάρους με τη συνθήκη Βουκουρεστίου. Ακολουθεί βαριά εφτάχρονη σκλαβιά με τρομοκρατία, ομηρίες, καταστροφές.
  Με το τέλος όμως του Α Παγκόσμιου πολέμου, στις 4 Οκτωβρίου 1919 την πόλη απελευθερώνουν μεικτά συμμαχικά στρατεύματα με την 9η Μεραρχία και Διοικητή τον Υποστράτηγο Λεοναρδόπουλο. Ως το Μάη του 1920 υπάρχει περίοδος διασυμμαχικής κατοχής, οπότε ολόκληρη η νοτιοδυτική Θράκη ενσωματώνεται επίσημα στην Ελλάδα.
  Μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ξάνθης αρχίζει.
  Στα χρόνια του Μεσοπολέμου η Ξάνθη φτάνει σε ακμή οικονομική και πολιτιστική, μετά την οικονομική κρίση όμως και την αλλαγή στην επεξεργασί του καπνού στα 1930 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
  Κατά το Β Παγκόσμιο πόλεμο, μετά από ηρωική αντίσταση στο οχυρό του Εχίνου, η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 8 Απριλίου 1941, που στις 21 Απριλίου 1941 την παραδίνουν στους Βουλγάρους. Τρομερές μέρες πέρασαν οι εναπομείναντες κάτοικοι ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1944 που καταρρέει το μέτωπο και αναχωρούν οι Βούλγαροι κατακτητές. Μετά την απελευθέρωση η περιοχή περνά δύσκολες μέρες, με οικονομική καχεξία, μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα και γενικότερη υπανάπτυξη. Η κατάσταση έφτασε το "απροχώρητο" στη δεκαετία του '70, οπότε μετά την μεταπολίτευση άρχισε ξανά η αντίστροφη μέτρηση. Η δημιουργία τότε του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, η ίδρυση του Δ Σώματος Στρατού, η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων και η πραγματοποίηση έργων υποδομής σταδιακά βελτιώνουν την κατάσταση. Την τελευταία δεκαετία του αιώνα εγκαθίστανται πρόσφυγες από την τέως Σοβιετική Ένωση, συντελώντας στη σταθερή αύξηση του πληθυσμού.
(κείμενο: ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ξάνθης (1999, 2001).

Ευεργέτες του τόπου

Αθηναίοι, 375 π.Χ.

ΑΒΔΗΡΑ (Αρχαία πόλη) ΞΑΝΘΗ
Απελευθέρωσαν την πόλη από τους Τριβαλούς και την έκαναν μέλος της Β' Αθηναϊκής Συμμαχίας.

Ιδρυση-οικισμός του τόπου

By the Teians

Teos also is situated on a peninsula; and it has a harbor. Anacreon the melic poet was from Teos; in whose time the Teians abandoned their city and migrated to, Abdera, a Thracian city, being unable to bear the insolence of the Persians; and hence the verse in reference to Abdera. (Strabo 14,1,30)

Thasos was founded by the Parians (710 - 680 BC)

ΘΑΣΟΣ (Αρχαία πόλη) ΘΑΣΟΣ

By Thasians

ΦΙΛΙΠΠΟΙ (Αρχαία πόλη) ΚΑΒΑΛΑ
While these things were going on, the Thasians settled the place called Crenides,8 which the king afterward named Philippi for himself and made a populous settlement.

Καταστροφές του τόπου

Από τους Τριβαλούς, 376 π.Χ.

ΑΒΔΗΡΑ (Αρχαία πόλη) ΞΑΝΘΗ
When Charisander was archon at Athens, the Romans elected four military tribunes with consular power, Servius Sulpicius, Lucius Papirius, Titus Quinctius; and the Eleians celebrated the one hundred first Olympiad, in which Damon of Thurii won the stadium race. During their term of office, in Thrace the Triballians, suffering from a famine, moved in full force into territory beyond their borders and obtained food from the land not their own. More than thirty thousand invaded the adjacent part of Thrace and ravaged with impunity the territory of Abdera; and after seizing a large quantity of booty they were making their way homeward in a contemptuous and disorderly fashion when the inhabitants of Abdera took the field in full force against them and slew more than two thousand of them as they straggled in disorder homewards.

This extract is from: Diodorus Siculus, Library (ed. C. H. Oldfather, 1989). Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Από τους Ρωμαίους, 170 π.Χ.

Ρωμαίος στρατηγός Ορτένσιος, γιος του ομώνυμου ρήτορα, μετά την μάχη των Φιλίππων, αρχή Ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Από φωτιά, 1870

ΓΕΝΙΣΕΑ (Κωμόπολη) ΞΑΝΘΗ

By Thrasybulus of Lakedaimon

ΘΑΣΟΣ (Αρχαία πόλη) ΘΑΣΟΣ
Thrasybulus with thirty ships, went off to the Thracian coast, where he reduced all the places which had revolted to the Lacedaemonians, and especially Thasos, which was in a bad state on account of wars and revolutions and famine.

Από του Βούλγαρους, Μάιος 1944

ΠΑΓΟΝΕΡΙ (Χωριό) ΔΡΑΜΑ
Ο οικισμός πυρπολήθηκε το Μάιο του 1944 και οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν όμηροι στη Βουλγαρία σαν αντίποινα για τη νίκη των Ελλήνων ανταρτών στην ιστορική μάχη των Παπάδων.

Από τους Τούρκους, 1η Σεπτέμβρη 1821

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
Εκαναν απόβαση, λεηλάτησαν και κατάστρεψαν το νησί, σφαγιάζοντας εκατοντάδες κατοίκους (που απαριθμούσαν σε 4.000 περίπου) και άλλους πουλώντας τους σκλάβους.

Μάχες

Πτώση της Ηιόνος (476 π.Χ.)

ΗΙΩΝ (Αρχαία πόλη) ΚΑΒΑΛΑ
Η τελευταία μάχη του Περσικού πολέμου. Οι Αθηναίοι με στρατηγό το γιο του Μιλτιάδη Κίμωνα και μετά από πολιορκία αναγκάζουν τον πέρση στρατηγό Βόγη να την εγκαταλείψει.

Η μάχη των Φιλίππων, 42 π.Χ.

ΦΙΛΙΠΠΟΙ (Αρχαία πόλη) ΚΑΒΑΛΑ

Μετακινήσεις πληθυσμών

Σάμιοι εποικίζουν την Σαμοθράκη

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
Το νησί λεγόταν πρίν Δαρδανία και μετονομάστηκε σε Σαμοθράκη.

Samians settled the island

The Samians fled and some of them made their home in an island near Thrace, and as a result of their settling there the name of the island was changed from Dardania to Samothrace.

Ο τόπος κατακτήθηκε από:

Φίλιππο Β (4ος αι. π.Χ.) & Ρωμαίους (196 π.Χ.)

ΘΑΣΟΣ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

Οθωμανική περίοδος (1453-1821)

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν την περιοχή της Δράμας για πεντέμισι σχεδόν αιώνες (1383-1912). Στα μέσα του 17ου αιώνα η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής χάρη στο εμπόριο ρυζιού, προκαλεί την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού. Κατά τη δεκαετία του 1840 με την ανάπτυξη της καλλιέργειας του καπνού, παρατηρείται μια σημαντική εξέλιξη στην κοινωνία αλλά και στην οικονομία της Δράμας.
  Από το 1880 μέχρι το 1908 η περιοχή δέχεται τις επιθέσεις των βούλγαρων ανταρτών, ενώ κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα όλοι δίνουν σκληρές μάχες για την κατάκτηση της νίκης. Ο μητροπολίτης Δράμας και αργότερα Σμύρνης Χρυσόστομος (1868-1922) αποτελεί τον ηγέτη της μυστικής οργάνωσης των Ελλήνων, με αποτέλεσμα την προσωρινή του εκδίωξη από τις οθωμανικές αρχές (1907-1908).
(Κείμενο: Ντέπυ Χιωτοπούλου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΔΡΑΜΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Η κυριαρχία των Οθωμανών στην περιοχή της Δράμας για 5 1/2 σχεδόν αιώνες (1383-1912) εξασφαλίζει, τουλάχιστο θεωρητικά, σταθερή εξουσία δίνοντας τέλος στις συχνές καθεστωτικές μεταβολές της πρηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, αυτό σημαίνει και μια μεγάλη απειλή για τη συνέχιση της παρουσίας του ελληνικού πληθυσμού στον τόπο. Η Δράμα αποτελεί για μεγάλο διάστημα τμήμα μιας ευρύτερης διοικητικής ενότητας, του "μπεηλερμπεηλίκ" της Ρούμελης (αργότερα "εγιαλέτι"), παραμένοντας αγροτική περιφέρεια και στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο εποικισμός της περιοχής με μουσουλμάνους της Ανατολής και η φυγή των χριστιανών στα ορεινά αλλάζουν τα πληθυσμιακά δεδομένα, καθώς συρρικνώνεται συνέχεια το ορθόδοξο στοιχείο μέχρι και τα μέσα του 16ου αι. Φοβισμένοι από το θρησκευτικό φανατισμό των κατακτητών, όπως στην περίπτωση της σφαγής των μοναχών της μονής Εικοσιφοίνισσας το 1507, οι χριστιανοί συγκεντρώνονται στους ορεινούς όγκους της βόρειας κυρίως ζώνης, χωρίς να εγκαταλείπουν οριστικά την πόλη. Οι μουσουλμάνοι κατοικούν στο άλλοτε βυζαντινό κάστρο και στην ύπαιθρο, ασχολούμενοι κυρίως με την παραγωγή ρυζιού, καθώς τα πολλά τρεχούμενα νερά ευνοούν την ανάπτυξη του ορυζώνα της Δράμας που τροφοδοτεί και άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας.
  Η οικονομική ανάπτυξη, χάρη στο εμπόριο ρυζιού, προκαλεί την αύξηση του μουσουλμανικού κυρίως πληθυσμού, όπως συνέβη και στις άλλες μακεδονικές πόλεις, την εποχή ακμής της αυτοκρατορίας μέχρι τα μέσα του 17ου αι. Ίσως σ' αυτήν την περίοδο, οι χριστιανικοί πληθυσμοί επιστρέφουν σταδιακά στην ύπαιθρο. Από τα μέσα του 17ου αι., με την απώλεια ελέγχου των επαρχιών από το σουλτάνο, οι κάτοικοι της Δράμας δεινοπαθούν από τη βαριά φορολογία και την κακοδιοίκηση των τοπικών διοικητών, που είναι μεγαλοϊδιοκτήτες της γης, αλλά και από τις ληστρικές επιδρομές ορεσίβιων πληθυσμών. Μέσα στον 18ο αι. η ενίσχυση της παραδοσιακής καλλιέργειας ρυζιού και η λειτουργία κλωστηρίων και βαφείων βαμβακιού δίνουν νέα πνοή στην εμπορική κίνηση. Η περιοχή συνδέεται με τους χερσαίους δρόμους του εμπορίου, που ακολουθούν μεγάλα καραβάνια προς τα κέντρα της αυτοκρατορίας, τη βαλκανική ενδοχώρα και την Κεντρική Ευρώπη, προμηθεύοντας με τα προϊόντα της κέντρα στην εσωτερική αγορά, όπως τη Θεσσαλονίκη.
  Από την οικονομική πρόοδο της εποχής ευνοούνται κυρίως όσοι ελέγχουν τη διοίκηση και τη γη, ο Μαχμούτ Δράμαλης Πασάς (1780-1822) και οι γιοι του, μετά το θάνατο του πατέρα τους στην εκστρατεία του κατά των Ελλήνων επαναστατών. Μέχρι τα μέσα τουλάχιστο του 19ου αι., αν και ο "καζάς" της Δράμας αποτελεί το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του ομώνυμου "σαντζακίου" μέχρι την Ξάνθη, η οικονομική του σημασία σταθερά υποβαθμίζεται, προκαλώντας πιθανόν και μείωση του πληθυσμού. Η καταπίεση της διοίκησης και ο ασφυκτικός έλεγχος της οικονομικής ζωής από τους μεγαλοϊδιοκτήτες της γης ευνοούν την ανάπτυξη του λιμανιού της περιοχής, της Καβάλας, που συνδέει ολόκληρη την περιφέρεια με τους θαλάσσιους πια δρόμους του εμπορίου. Ουσιαστική αλλαγή στην επαρχία της Δράμας σημειώνεται με την ανάπτυξη της καλλιέργειας του καπνού, σταδιακά από τη δεκαετία του 1840 και ραγδαία στα τέλη του 19ου αι. Αυτό το προϊόν θα σφραγίσει ολόκληρη τη νεότερη ιστορία της περιοχής. Η οικονομία αναθερμαίνεται, ο πληθυσμός αυξάνεται από οθωμανούς κυρίως υπηκόους, πολλούς ελληνικής καταγωγής που καταφθάνουν από περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η πόλη και οι καπνοπαραγωγικές κωμοπόλεις της υπαίθρου, όπως η Προσοτσάνη, η Χωριστή, το Δοξάτο, η Αδριανή και τα Κύργια, γνωρίζουν εποχές πλούτου και ανάπτυξης χάρη στην παραγωγή και στο εμπόριο καπνού. Με την ενίσχυση της οικονομικής τους δύναμης, οι ελληνικές κοινότητες αναπτύσσουν πλούσια πνευματική δράση στην πόλη, στις κωμοπόλεις της νότιας πεδιάδας όπου κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο, και στα χωριά του Φαλακρού και του Μενοικίου όπου χρησιμοποιείται το ντόπιο ιδίωμα με στοιχεία τριών γλωσσών. Χτίζουν εκκλησίες, ιδρύουν σχολεία και αδελφότητες ενισχύοντας την ελληνική συνείδηση της πλειοψηφίας των κατοίκων.
  Οι ανακατατάξεις στον 20ό αιώνα: Από το 1880 μέχρι το 1908 εκδηλώνονται βίαιες επιθέσεις βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων στην πόλη και στα χωριά της βόρειας ζώνης, με ελληνικό ή μικτό πληθυσμό, για τον έλεγχο των χριστιανών της περιοχής. Με τη συγκρότηση ελληνικών ανταρτικών ομάδων ξεκινά ο Μακεδονικός Αγώνας, ένας βίαιος ανταρτοπόλεμος, κάτω από τα αδιάφορα μέχρι ένοχα βλέμματα των οθωμανικών αρχών. Από τις αρχές του 20ού αι. ο Μακεδονικός Αγώνας είναι συγκλονιστικός στα βόρεια της πόλης, όπου οι ντόπιοι κάτοικοι ελληνικής συνείδησης δίνουν σκληρές μάχες με πολλά θύματα, όπως τον νεαρό Aρμεν Κούπτσιο από τον Βώλακα. Ο Μητροπολίτης Δράμας και αργότερα Σμύρνης Χρυσόστομος (1868-1922) αποτελεί τον ηγέτη της μυστικής οργάνωσης των Ελλήνων σε συνεργασία με τις επιτροπές άμυνας των κοινοτήτων και τις ανταρτικές ομάδες. Η εθνική του δράση στη Δράμα (1902-1910) προκαλεί την προσωρινή εκδίωξή του, το 1907-1908, από τις οθωμανικές αρχές. Η περιοχή γνωρίζει την πρώτη βουλγαρική κατοχή τον Οκτώβριο του 1912, στη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου, που σημαδεύεται από την ομαδική σφαγή 600 αθώων Ελλήνων του Δοξάτου και την πυρπόληση της πλούσιας κωμόπολης, στις 30 Ιουνίου 1913, μια μέρα πριν από την απελευθέρωση της Δράμας από τον ελληνικό στρατό.
  Μια νέα βουλγαρική κατοχή (1916-1918), κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, θέτει σε μεγαλύτερη δοκιμασία τις αντοχές των Ελλήνων εξαιτίας της πείνας, των επιδημιών και της μεταφοράς του ανδρικού πληθυσμού σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Βουλγαρία. Η ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, στη δεκαετία του 1920, αποτελεί αφετηρία μιας νέας εποχής για τη Δράμα. Με την εγκατάσταση τουλάχιστο 85.000 Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης στο νομό, την εντατικοποίηση της καπνοκαλλιέργειας, χάρη και στην αποξήρανση των ελών στη νότια πεδιάδα, και με την αναθέρμανση του εμπορίου η Δράμα προοδεύει και ζει τη "χρυσή εποχή" της προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. Ύστερα από τις αρνητικές συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 στις εξαγωγές των καπνών, το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας από το βουλγαρικό έδαφος, στις 6 Απριλίου 1941, η αμυντική γραμμή των οχυρών στο λεκανοπέδιο του Νευροκοπίου δοκιμάζεται σκληρά ενώ και οι ελάχιστοι υπερασπιστές της προβάλλουν ηρωϊκή αντίσταση. Τον ίδιο μήνα, η περιοχή περνά ουσιαστικά στο διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο των βουλγαρικών αρχών που επιχειρούν μέχρι την απελευθέρωση του 1944 τη συστηματική αλλοίωση της σύνθεσης και της συνείδησης του πληθυσμού. Οι Έλληνες έδωσαν σκληρό αντιστασιακό αγώνα στην πεδιάδα και στους ορεινούς όγκους της Δράμας, με κορυφαίες πράξεις αντίστασης την εξέγερση του Σεπτεμβρίου 1941 και τη μάχη στη γέφυρα των Παπάδων το Μάιο 1944. Μεταπολεμικά, στη συρρίκνωση της αγροτικής οικονομίας οφείλεται το κύμα μετανάστευσης, κυρίως στην τότε Δυτική Γερμανία από τη δεκαετία του 1960, προκαλώντας την πληθυσμιακή αφαίμαξη της περιοχής. Ύστερα από τις πολιτικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη, στο τέλος του 20ού αι., ο πληθυσμός της Δράμας φιλοδοξεί να συμμετάσχει στις μεγάλες οικονομικές αλλαγές.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Δράμας


Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Προιστορία και Ιστορία της πόλης της Δράμας

Σύντομη Ιστορία του Δήμου Τοπείρου

ΤΟΠΕΙΡΟ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
Photo Album in URL, information in Greek only.

Σελίδες εμπορικού κόμβου

Σελίδες επίσημες

Τα Αβδηρα στο Βυζάντιο

ΑΒΔΗΡΑ (Κωμόπολη) ΞΑΝΘΗ
(Σημείωση σύνταξης: Για την αρχαία ιστορία της πόλης βλ. Αρχαία Αβδηρα)
  Από την εποχή που έπαψε να υφίσταται η έννοια "πόλις-κράτος", οι ανθηρές και εύρωστες αρχαίες πόλεις της Θράκης αρχίζουν σταδιακά να παρακμάζουν, για να οδηγηθούν σε έντονη κάμψη κατά το τέλος της ύστερης αρχαιότητας (4ος - 5ος αι.).
  Την ίδια τύχη με τις υπόλοιπες αρχαίες πόλεις της Θράκης είχαν και τα Αβδηρα. Η παρακμή της πόλης αρχίζει από την ελληνιστική εποχή για να υποστεί μεγάλη καταστροφή, όπως ανασκαφικά βεβαιώθηκε, στην εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α'(307-337 μ.Χ.), που σήμανε και το τέλος της αρχαίας πόλης. Από την εποχή αυτή και μετά, η πόλη δεν μνημονεύεται στις γραπτές πηγές για πέντε αιώνες και συγκεκριμένα μέχρι το 879, οπότε και εμφανίζεται ως έδρα επισκοπής με το όνομα Πολύστυλον στα πεπραγμένα της οικουμενικής συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως με επίσκοπο τον Δημήτριο. Η μεταλλαγή του ονόματος από Αβδηρα σε Πολύστυλον θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας, εποχή κατά την οποία παρατηρείται ανασυγκρότηση των πόλεων και ανάδειξη πολλών απ' αυτές σε έδρες επισκοπών. Το καινούργιο όνομα που δόθηκε στην πόλη - Πολύστυλον -προέρχεται από τους πολλούς στύλους (κίονες), που υπήρχαν στον χώρο της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με τις κατά καιρούς εκκλησιαστικές εκθέσεις (Notitiae) η επισκοπή Πολυστύλου υπαγόταν στην μητρόπολη Φιλίππων, για να αποσπαστεί απ' αυτήν λόγω αποστάσεως και να προσαρτηθεί στην αρχιεπισκοπή Μαρωνείας κατά τα έτη 1365-1370. Τελευταίος γνωστός επίσκοπος Πολυστύλου είναι ο Πέτρος, που το 1363 υπογράφει έγγραφο για την κυριότητα του μονυδρίου των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που βρισκόταν στη Θάσο.
  Πέρα από τις εκκλησιαστικές πηγές η πόλη αναφέρεται συχνά και στους βυζαντινούς συγγραφείς, είτε με το βυζαντινό της όνομα (Πολύστυλον), είτε με το αρχαίο (Αβδηρα). Από τον Γρηγορά χαρακτηρίζεται ως φρούριον και από τον Καντακουζηνό ως πολίχνιον παράλιον. Η πόλη, όπως και ολόκληρη η Θράκη, γνωρίζει κατά τον 14ο αι. τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου (1341-1346), που ξέσπασε στο Βυζάντιο ανάμεσα στην Αννα Παλαιολογήνα, χήρα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, και τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Την πόλη επισκέπτεται το 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στη Σερβία για αναζήτηση συμμάχων, εφοδιάζοντάς την με σιτάρι και τοποθετώντας φρουρά στο κάστρο της. Την ίδια χρονιά ο αυτοκρατορικός στόλος υπό τον ναύαρχο δούκα Απόκαυκο, εχθρό του Καντακουζηνού, καταπλέει στο λιμάνι της, ενώ την επόμενη χρονιά (1343) αγκυροβολεί εδώ ο στόλος του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ Μπέη, ερχόμενος σε βοήθεια του συμμάχου του, Καντακουζηνού. Για δύο χρόνια (1343-1345) η πόλη βρίσκεται στα χέρια του Βούλγαρου ηγεμονίσκου Μομτζίλου, που, εκμεταλλευόμενος τη συμμαχία του με την Αννα Παλαιολογίνα, καταλαμβάνει την Ξάνθεια (Ξάνθη) και καθίσταται πρόσκαιρα κυρίαρχος της περιοχής. Από τις πληροφορίες των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων συνάγεται ότι το Πολύστυλον υπήρξε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο μια αρκετά σημαντική οχυρωμένη ναυτική πόλη, που επικοινωνούσε με την ενδοχώρα με δύο δρόμους, από τους οποίους ο ένας οδηγούσε στην Ξάνθεια και ο άλλος στο Περιθεώριον (Αναστασιούπολης). Μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς η πόλη εγκαταλείπεται, για να ιδρυθεί ο μεταβυζαντινός οικισμός σε απόσταση 6 χλμ. Βόρεια, στη θέση του σημερινού οικισμού των Αβδήρων.
Πηγές:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ "ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ"
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


Τα Αβδηρα στην Νεότερη Εποχή

  Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ως τα τέλη του 18ου αιώνα δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία, για να οικοδομήσουν την νεότερη ιστορία των Αβδήρων. Είναι άγνωστο αν τα Αβδηρα είχαν περάσει, προσωρινά ή μόνιμα, στην κατοχή των Τούρκων.
  Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο καθηγητής Θανάσης Μουσόπουλος στο βιβλίο του "Αβδηρα Γη του Κάλλους και του Στοχασμού", το πιο πιθανό είναι ότι οι κάτοικοι του Βυζαντινού Πολύστυλου, μετά την Τουρκική κατάληψη κινήθηκαν προς το εσωτερικό, όπου έφτιαξαν το νέο χωριό, παραχωρώντας την χρήση του λιμανιού και του φρουρίου στους Τούρκους.
  Περισσότερα στοιχεία για την ιστορία και λαογραφία του χωριού, παίρνουμε από τις έρευνες και μελέτες του Δημήτρη Δανδαλίδη, ενός ξεχωριστού δασκάλου που πρόσφερε τα μέγιστα για την καταγραφή της ιστορίας και των παραδόσεων των Αβδήρων.
  Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:
"Η Λαϊκή παράδοση διέσωσε την πληροφορία ότι οι κάτοικοι των Αρχαίων Αβδήρων, ύστερα από την τελευταία τους καταστροφή, μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τους πειρατές, μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα και τελικά στη θέση των σημερινών Αβδήρων. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ανάμεσα στις θέσεις αρχαίων και σημερινών Αβδήρων υπάρχει τοποθεσία η οποία ονομάζεται "Παληοχώρα" και στην οποία βρέθηκαν και βρίσκονται από τους χωρικούς αρχαία "ευρήματα". Η τοπωνυμία αυτή είναι από τις λίγες που διασώθηκαν στην περιοχή αυτή σε ελληνική γλώσσα".
  Και παρακάτω σημειώνει:
"Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, προτού εγκατασταθούν σ' αυτό, ζούσαν κοντά στη θέση των αρχαίων Αβδήρων και του Πολυστύλου, δούλευαν στην αλυκή που υπήρχε εκεί και μετά εγκαταστάθηκαν στη θέση που σημερινού χωριού". Τα νεότερα Αβδηρα, πρέπει να χτίστηκαν γύρω στο 1720. Ο πρώτος οικισμός απλωνόταν γύρω από την εκκλησία, όπου σήμερα προβάλλουν τα πανέμορφα αρχοντικά εκείνης της εποχής καθώς και το παλιό Διδακτήριο, ενώ αργότερα προστέθηκε ο "Τσακάλ Μαχαλάς. Κυριότερη ασχολία των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια καπνού, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
  Αρχικά, στην ευρύτερη περιοχή των Αβδήρων δεν υπήρχαν άλλοι οικισμοί παρά μόνο τσιφλίκια, στις θέσεις των οποίων αργότερα κτίστηκαν οι προσφυγικοί οικισμοί του Μυρωδάτου, της Μάνδρας, της Πεζούλας, της Γκιώνας και της Ν.Κεσσάνης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


Τα Αβδηρα στην κλασική αρχαιότητα

ΑΒΔΗΡΑ (Αρχαία πόλη) ΞΑΝΘΗ
  Τον 7ο αι. π.Χ., Έλληνες από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, δημιούργησαν μια σειρά αποικιών στην εύφορη παραλιακή ζώνη της αιγιακής Θράκης. Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν και τα Αβδηρα, στη θέση του ακρωτηρίου Μπουλούστρα, ανάμεσα στις εκβολές του Νέστου και του Πόρτο Λάγος.
  Πρώτοι έφτασαν στην περιοχή οι Κλαζομένιοι με αρχηγό τον Τιμήσιο το 656/652 π.Χ., ίδρυσαν την πόλη των Αβδήρων και την οχύρωσαν με ισχυρά τείχη. Η αποικία αυτή γνώρισε σταδιακά την παρακμή και επανιδρύθηκε το 545 π.Χ., από Τήιους αποίκους.
  Η μυθολογική παράδοση παρουσιάζει ως ιδρυτή της πόλης τον Ηρακλή, ο οποίος έχτισε τα Αβδηρα προς τιμή του φίλου του Αβδηρου, από τον οποίο πήραν και το όνομα τους , που τον κατασπάραξαν τα σαρκοβόρα άλογα του βασιλιά των Βιστόνων Θρακών, Διομήδη.(Είναι ο όγδοος άθλος του Ηρακλή)
  Τοποθετημένη σε μια προνομιούχο για το εμπόριο με τη Θρακική ενδοχώρα θέση, με δύο λιμάνια και πλούσιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, η αποικία των Τηίων εξελίχθηκε γρήγορα σε μια από τις ακμαιότερες πόλεις του βόρειου Αιγαίου.
  Πληροφορίες για την ιστορία των Αβδήρων αντλούμε από τις αρχαίες πηγές και τις αρχαιολογικές έρευνες. Έντονη και καθοριστική για την πορεία τους υπήρξε η παρουσία των Περσών, που άρχισε να γίνεται αισθητή στην περιοχή ήδη από το 512 π.Χ. Όταν το 491 π.Χ. ο Μαρδόνιος κυρίευσε τις ελληνικές πόλεις της περιοχής και υπέταξε μερικά από τα θρακικά φύλα, το λιμάνι των Αβδήρων χρησίμευσε ως ορμητήριο των Περσών. Το 480 π.Χ. η πόλη φιλοξένησε τον Ξέρξη και το στρατό του, ενώ το 479 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε για μια ακόμη φορά, όταν ηττημένος αποχωρούσε από την Ελλάδα. Ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα ήταν τα δώρα που άφησε τότε ο Ξέρξης στα Αβδηρα.
  Μετά τους Περσικούς πολέμους τα Αβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας, πληρώνοντας ιδιαίτερα υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφερε μια σειρά στάσεων, συγκρούσεων και συμμαχιών που αποδυνάμωσαν την πόλη.   Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πλήγμα που δέχτηκαν τα Αβδηρα το 376 π.Χ., από τη εισβολή 30.000 Τριβαλλών που είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των κατοίκων τους. Ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας ήταν αυτός που έσωσε τότε τη πόλη. Τον επόμενο χρόνο, με τη δύναμή τους σημαντικά μειωμένη, έγιναν μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και παρέμειναν στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών μέχρι το 350 π.Χ. Την εποχή εκείνη ο Φίλιππος Β΄ κυρίευσε τα Αβδηρα, μαζί με άλλες πόλεις των θρακικών παραλίων.
  Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάτμηση του βασιλείου του, η πόλη γνώρισε διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου προχριστιανικού αιώνα οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, που το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Αβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της "ελεύθερης πόλης", η εποχή της ακμής τους όμως είχε ήδη περάσει. Σταδιακά μετατράπηκαν σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη, καθώς οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν, προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα.
  Πολύτιμα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για την κοινωνική οργάνωση, το δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο των Αβδήρων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, το εμπόριο και οι βιοτεχνικές δραστηριότητες αποτελούσαν τις κύριες ασχολίες των κατοίκων τους. Αδιάψευστο μάρτυρα της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητάς τους αποτελεί η ανθηρή νομισματοκοπία της πόλης (χαρακτηριστικό είναι το βασιλικό νομισματοκοπείο που υπήρχε όπου κόπηκαν νομίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Η εύρεση των μεγάλων ασημένιων οκτάδραχμων και τετράδραχμων των Αβδήρων, με έμβλημα το γρύπα, σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Μεσοποταμία, μαρτυρούν το εύρος και τη δυναμική του εμπορίου της.
  Την περίοδο της ανεξαρτησίας τους τα Αβδηρα είχαν δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Δήμος και η Βουλή είχαν την ανώτατη εξουσία. Ανώτατος και επώνυμος άρχοντας ήταν ο ιερέας του πολιούχου θεού της πόλης, Απόλλωνα. Ανώτατοι εκτελεστικοί άρχοντες ήταν οι Τιμούχοι που αντικαταστάθηκαν στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. από τους Νομοφύλακες.
  Τα οικονομικά της πόλης ελέγχονταν από τους οικονομικούς άρχοντες και τα αρχεία της ήταν οργανωμένα. Τα ψηφίσματα προξενίας φυλάσσονταν στο Ιερό του Διονύσου, ενώ η έκθεση των ψηφισμάτων της Εκκλησίας του Δήμου, που γράφονταν σε μαρμάρινες στήλες, γινόταν στην Αγορά. Από τις αρχαίες πηγές και από τις επιγραφές γνωρίζουμε τρεις νόμους της πόλης. Τον 5ο αι. π.Χ. ίσχυε νόμος που δεν επέτρεπε να ταφεί στην πατρίδα του ο πολίτης που είχε σπαταλήσει την πατρική του περιουσία. Από τον 4ο αι. π.Χ. γνωρίζουμε ένα νόμο που ρύθμιζε τις αγοροπωλησίες ζώων και δούλων και από τον 3ο αι. π.Χ. ένα νόμο για την προστασία της πόλης από συνωμοσίες.
  Ο πληθυσμός των Αβδήρων χωριζόταν σε ελεύθερους, απελεύθερους και δούλους. Η ακριβής οργάνωση της κοινωνίας όμως, όπως και ο αριθμός των κατοίκων της, μας είναι άγνωστα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών ο πληθυσμός κυμαινόταν από 30.000 έως και 100.000 κατοίκους. Το σίγουρο είναι ότι τα Αβδηρα ήταν μια πολυάνθρωπη πόλη στην οποία, εκτός από τους αποίκους, κατοικούσαν ντόπιοι Θράκες και Έλληνες από άλλες περιοχές.
  Από τις θρησκευτικές γιορτές που τελούνταν στην πόλη, γνωστές είναι δύο: Τα Διονύσια, που ήταν η μεγαλύτερη, και τα Θεσμοφόρια, γιορτή γυναικών που διαρκούσε τρεις μέρες και γινόταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Εκτός από τον Απόλλωνα, που ήταν ο πολιούχος θεός, ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου, ενώ γνωστές μας είναι και οι λατρείες πολλών άλλων θεών και ηρώων. Η ύπαρξη Ιερών του Απόλλωνος Δηρήνου, του Διόνυσου, της Αθηνάς Επιπυργίτιδος και της Αφροδίτης είναι γνωστή από αρχαίες πηγές, δεν έχει όμως επιβεβαιωθεί ανασκαφικά.
  Στην ακμαία πόλη των Αβδήρων, που είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις από την πνευματική ζωή της Ιωνίας, γεννήθηκαν και έδρασαν γνωστοί ποιητές, σοφιστές και φιλόσοφοι. Πρώτος χρονολογικά αναφέρεται ο μελικός ποιητής Ανακρέων, που ήρθε μαζί με τους αποίκους από την Τέω. Δικά του είναι τα λόγια που σώζει ο Στράβων και χαρακτηρίζουν τα Αβδηρα ως "καλή Τηίων αποικίη".
  Ένας από τους μεγαλύτερους σοφιστές της αρχαιότητας, ο Πρωταγόρας, που έδρασε κυρίως στην Αθήνα, γεννήθηκε στα Αβδηρα. Αβδηρίτης ήταν επίσης ο δάσκαλος του Δημόκριτου Λεύκιππος, ο Ανάξαρχος, μαθητής του Δημόκριτου που ακολούθησε το Μ. Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, ο γραμματικός Εκαταίος και ο ποιητής Νικαίνετος. Ο Βίων ο Αβδηρίτης, μαθηματικός που έζησε τον 4ο αι. π.Χ., ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία ότι υπάρχουν περιοχές στη γη όπου για έξι μήνες είναι μέρα και για έξι μήνες νύχτα Ανάμεσα στους πνευματικούς άνδρες που γεννήθηκαν στα Αβδηρα, κορυφαία προβάλλει η μορφή του Δημόκριτου, που γεννήθηκε περίπου το 470 π.Χ. Ο μεγάλος υλιστής φιλόσοφος, ο θεμελιωτής, της θεωρίας του ατόμου, απέκτησε μεγάλη φήμη όσο ακόμη ζούσε. Η διατύπωση της θεωρίας ότι ολόκληρος ο κόσμος, αποτελείται από πολύ μικρά κομματάκια ύλης, τα άτομα (ά-τμητα), αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στην επιστήμη.
  Οι πληροφορίες που αντλούμε από τις αρχαίες πηγές καθώς και τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών, μαρτυρούν ότι τα Αβδηρα ανέπτυξαν ιδιαίτερα υψηλό υλικό και πνευματικό πολιτισμό, παρόλο που κατά την αρχαιότητα υπήρξαν περιβόητα για τη μωρία των κατοίκων τους, το λεγόμενο αβδηριτισμό.
Πηγές:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ "ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ"
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος


(Σημείωση σύνταξης: Για την μετέπειτα ιστορία βλ. σύγχρονη Πόλη των Αβδήρων)

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


Η ιστορία της Αλεξανδρούπολης

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ

ΒΙΣΤΩΝΙΔΑ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
  Ο Δήμος Βιστωνίδας πήρε το όνομα του από την λίμνη Βιστωνίδα και από τους Βίστωνες που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή.
  Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες κατοικούσε απο τα πανάρχαια χρόνια εκεί η θρακική φυλή των Βιστώνων. Πιο συγκεκριμένα οι Βίστωνες ζούσαν στις περιοχές των οικισμών Σουνίου, Πολύσιτου, Σέλινου, Συδινής, Κουτσού και Γενισέας. Μυθικός βασιλιάς των Βιστώνων υπήρξε ο Διομήδης, ο οποίος είχε τέσσερα περίφημα άλογα. Μητέρα του Διομήδη και γυναίκα του Αρη ήταν η Βιστωνίδα από την οποία και πήρε το όνομα η γνωστή λίμνη.
  Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή του σημερινού δήμου είχε ιδιαίτερη ιστορία και πολύ περισσότερο η έδρα του νέου δήμου Γενισέα.
  Στην αρχή πλήθη Γιουρούκων (αγροίκων νομάδων Τούρκων και Τουρκομάνων) κατέκλυσαν την πεδιάδα και αλλοίωσαν τη δημογραφική φυσιογνωμία της πεδιάδας. Δημιούργησαν δική τους πόλη τη Γένιτζε (Γενισέα) που αργότερα μετά την περίοδο της τουρκοκρατίας αναδείχθηκε σε μεγάλο θρησκευτικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της περιοχής.
  Αργότερα μετά τους μεγάλους σεισμούς του Μαρτίου και Απριλίου του 1829, οι ζημιές ήταν τεράστιες και σχεδόν ισοπεδώθηκαν τα πάντα, οπότε έπρεπε οι κάτοικοι της να ξαναρχίσουν απ'το μηδέν την ανοικοδόμηση της πόλης χωρίς καμία βοήθεια. Με τη ζωντάνια όμως που διέκρινε τους κατοίκους της (χριστιανοί κατά το πλείστον), και με την αποφασιστικότητα που επέδειξαν άρχισε σιγά σιγά μια ανοδική πορεία. Η μονοκαλλιέργεια του καπνού εξασφάλισε ιδιαίτερα υψηλά έσοδα στους κατοίκους με αποτέλεσμα αυτά να θεωρούνται τα πιο φημισμένα.
  Η έδρα των εμπορικών συναλλαγών του καπνού μεταφέρθηκε στη Γενισέα η οποία αποτέλεσε τη Μέκκα του καπνού εκείνη την εποχή. Μετά όμως από φωτιά που προκλήθηκε από τους Τούρκους, κάηκε ολοσχερώς η Γενισέα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μεταφερθεί ξανά η έδρα των συναλλαγών στην Ξάνθη.
  Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1913-1919), το χωριό ξανακάηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν μετά την καταστροφή να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
  Τέλος κατά την Μικρασιατική καταστροφή (1922), τόσο η Γενισέα όσο και υπόλοιπη περιοχή δέχτηκαν την αθρόα συρροή των προσφύγων, οι οποίοι έφεραν μαζί τους ένα μικρό κομμάτι από τις αλησμόνητες πατρίδες, έθιμα και παραδόσεις, οι οποίες όμως σιγά σιγά τα τελευταία χρόνια δεν ακολουθούνται.
  Τα μόνα έθιμα που παρέμειναν είναι τα πανηγύρια που γίνονται προς τιμήν των Αγίων που θεωρούνται και είναι προστάτες των χωριών τους, αλλά και όλων των χριστιανών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Βιστωνίδος


ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
Αρχαίοι χρόνοι-Ρωμαϊκή εποχή
  Ο πρώτος οικισμός που έχει ανακαλυφθεί στην περιοχή του Διδυμοτείχου, έγινε από τους Πελασγούς και χρονολογείται στην 4η ή την 3η χιλιετία π.Χ. Ομως νεότερες έρευνες θεωρούν ότι ο οικισμός αυτός ανήκει στη νεολιθική περίοδο. Κατά την εποχή του σιδήρου (10ος -6ος αι. π.Χ.) δημιουργήθηκαν δυο οικισμοί, ένας στο ύψωμα της Αγίας Πέτρας και ο δεύτερος στο λόφο Βούβα.
  Τον 5ο π.Χ. ο οικισμός ανήκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Τα επόμενα χρόνια περιήλθε στο βασίλειο των Οδρυσών, μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου του Β', οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Μακεδόνων.
Βυζαντινή περίοδος
  Τον 2ο αι. μ.Χ. χτίστηκε κοντά στο Διδυμότειχο η ρωμαική πόλη Πλωτινούπολη. Η Πλωτινούπολη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. οπότε και άρχισε να παρακμάζει. Οι κάτοικοί της άρχισαν να την εγκαταλείπουν, διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε μέχρι τον 9ο αι.
  Οι κάτοικοι της Πλωτινούπολης μετοίκησαν στη νέα πόλη που ιδρύθηκε στην ακρόπολη του Κάστρου τον 6ο αι. μ.Χ. για μεγαλύτερη ασφάλεια. Η νέα πόλη πήρε το όνομα Διδυμότειχο.
  Με την πάροδο των αιώνων γινόταν ολοένα και πιο ισχυρή καθώς ήταν χτισμένη σε οχυρή τοποθεσία πάνω στην Εγνατία Οδό. Το 1204 καταλήφθηκε από τους Φράγκους, αλλά ένα χρόνο αργότερα οι κάτοικοί του κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους κατακτητές.
Τουρκοκρατία
  Τον επόμενο αιώνα το Διδυμότειχο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις δυναστικές έριδες. Συγκεκριμένα ο Ανδρόνικος Γ' επαναστάτησε εναντίον του νόμιμου αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' του Παλαιολόγου και ανακήρυξε το Διδυμότειχο πρωτεύουσά του.
   Επίσης στο Διδυμότειχο στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Καντακουζηνός, και από εκεί ξεκίνησε την εκστρατεία του για να κατακτήσει θρακικές και μακεδονικές πόλεις και να τις προσαρτήσει στην επικράτειά του.
  Το 1361 το Διδυμότειχο κατακτήθηκε από τους Τούρκους του σουλτάνου Μουράτ Α' και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους στην ευρωπαική ήπειρο. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το Διδυμότειχο αποτελούσε μια πλούσια επαρχία, που παρείχε μεγάλα έσοδα στον σουλτάνο.
  Υπεύθυνο για την οικονομική ευμάρεια της πόλης ήταν κυρίως το ελληνικό στοιχείο, που είχε στα χέρια του το εμπόριο της περιοχής. Ταυτόχρονα το Διδυμότειχο αποτέλεσε πεδίο θρησκευτικών ανταγωνισμών, τόσο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, όσο και των ορθόδοξων μουσουλμάνων με τις αιρέσεις.Τον 19ο αι. η πόλη γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Αποτελούσε το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης όλης της περιοχής του βόρειου Εβρου, που αριθμούσε 15.000 σπίτια. Είχε 40 τεμένη, 3 ελληνορθόδοξες εκκλησίες, ελληνική μητρόπολη και μία αρμένικη εκκλησία
20ος αιώνας
  Στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου το Διδυμότειχο καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, όμως αποδόθηκε και πάλι στους Τούρκους με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 29 Σεπτεμβρίου 1913. Με τη μεσολάβηση του Γερμανού αυτοκράτορα αποδόθηκε και πάλι στη Βουλγαρία το 1914 ως δώρο για την έξοδο της Βουλγαρίας στην Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας.
20ος αιώνας
  Η πόλη του Διδυμοτείχου και όλη η Θράκη περιήλθαν στην κατοχή της Ελλάδας με τη συνθήκη του Νειγύ (27 Νοεμβρίου 1919). Το 1924-1925 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή περίπου 9.000 πρόσφυγες στα πλαίσια των ανταλλαγών πληθυσμού μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
  Τον Απρίλιο του 1941 όλη η περιοχή Διδυμοτείχου καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής παρέμεινε στην ελληνική επικράτεια και έγινε έδρα του νομού Εβρου. Ανακαταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις το 1945.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Διδυμοτείχου


ΔΟΡΙΣΚΟΣ (Οικισμός) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
  Αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή του αρχαίου Δορίσκου, εμφανίζεται ένας νέος οικισμός, ο οικισμός του παμπάλαιου Δορίσκου στην αρχή μιας μικρής κοιλάδας. Την κοιλάδα αυτή διασχίζει ένα ρέμα που το ονομάζουμε σήμερα, ρέμα της εκκλησίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες γερόντων, ο οικισμός είχε 800 σπίτια με τσαγκάρικο, ραφείο, σιδεράδικο, εργαστήριο χρυσού και ασημιού. Από τον οικισμό αυτό σώζονται σήμερα τα ερείπια της παμπάλαιας εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου που χρονολογείται στο 1500 με 1600 μ.Χ., το καμπαναριό που είναι ακόμη σε καλή κατάσταση, ένα μέρος λιθόστρωτου δρόμου και τα θεμέλια του τείχους γύρο από την εκκλησία. Στην αυλή της εκκλησίας έχει ταφεί το 1838 ο Μητροπολίτης Μαρώνειας που καταγόταν από τον Δορίσκο. Ονομαζόταν Ιωαννίκιος ή αλλιώς "φιλικός" καθώς είχε διατελέσει και μέλος της Φιλικής εταιρείας" στην επανάσταση των Τούρκων το 1821. Επίσης η εκκλησία λειτούργησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ως κρυφό σχολείο με 52 μαθητές και έναν δάσκαλο. Ο δάσκαλος έπαιρνε τον χρόνο 55 Οθωμανικές λίρες εκ των οποίων 25 καταβαλλότανε από την κοινότητα και οι υπόλοιπες από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Φερών


Προϊστορικοί Χρόνοι

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ

ΔΡΑΜΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Ο φυσικός πλούτος της πόλης σε άφθονα τρεχούμενα νερά δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν στο πέρασμά του από αυτήν την περιοχή. Τόσο ο προϊστορικός άνθρωπος όσο και εκείνος των ιστορικών χρόνων οργάνωσαν τη ζωή τους κοντά στο υγρό στοιχείο, καθιστώντας την περιοχή των νερών συνδετικό παράγοντα της μακραίωνης παρουσίας του ανθρώπου στη σημερινή πόλη. Η αρχαιότερη μόνιμη ανθρώπινη εγκατάσταση στη θέση της σημερινής πόλης της Δράμας εντοπίστηκε έπειτα από συστηματική ανασκαφική έρευνα στον προϊστορικό οικισμό του "Αρκαδικού", νότια του πάρκου της Αγίας Βαρβάρας. Ο νεολιθικός αυτός οικισμός αποτελεί τον πρώτο οικιστικό πυρήνα της σημερινής πόλης από τα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ.
  Η ζωή στον οικισμό συνεχιζόταν στην πρώιμη εποχή του Χαλκού και σποραδικά στους ιστορικούς χρόνους. Ο πυρήνας όμως του αρχαίου οικισμού από τους υστεροκλασικούς χρόνους, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, βρισκόταν εσωτερικά του βυζαντινού περιβόλου των τειχών της Δράμας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έκταση του αρχαίου οικισμού ταυτιζόταν με αυτήν του βυζαντινού φρουρίου. Η έκταση του αρχαίου οικισμού, με την πιθανή ονομασία "Δραβήσκος", θα μπορούσε να οριστεί στα ανατολικά από την περιοχή των δικαστηρίων, στα δυτικά από το συνοικισμό της Νέας Κρώμνης, στα βόρεια από την περιοχή "Αμπέλια" και στα νότια από τις πηγές της Αγίας Βαρβάρας. Πολύτιμες πληροφορίες για την τοπογραφία της περιοχής αντλούνται από τα κινητά αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίσθηκαν σε τάφους, σπίτια και κτίρια στην πόλη της Δράμας. Η συνεχής κατοίκηση στην περιοχή αυτή κατά τους βυζαντινούς, μεταβυζαντινούς χρόνους και το πέρασμα διαφόρων κατακτητών κατέστρεψαν αξιόλογα στοιχεία της προηγούμενης ζωής του τόπου. Η σημερινή πόλη, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, υπήρξε σημαντικός σταθμός οδικού δικτύου μέσα στην εκτεταμένη αποικία των Φιλίππων με το όνομα "Daravescos". Από το πλήθος των θεών του ελληνορωμαϊκού πανθέου και των τοπικών θεών που λατρεύονταν στην περιοχή ξεχωρίζει ο Διόνυσος. Η λατρεία του θεού της αμπέλου και του κρασιού συνεχίστηκε μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και ταυτίστηκε με την λατρεία του ρωμαϊκού θεού "Liber Pater". Σε αναθηματικές επιγραφές που εντοπίσθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας, αναφέρεται η ύπαρξη ιερού του Διονύσου ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, χωρίς όμως να έχει βρεθεί η θέση του. Στην παλαιοχριστιανική εποχή (4ος-7ος μ.Χ. αι.) η Δράμα είναι ένας μικρός οχυρωμένος οικισμός, που καταλαμβάνει την ίδια περιοχή με εκείνον από τα τέλη της κλασικής περιόδου. Αποτελώντας τον πιο σημαντικό οικισμό απ' όλους του εύφορου κάμπου των Φιλίππων, ανήκει διοικητικά στην εδαφική επικράτεια ("territorium") της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, της λεγόμενης "Αυγούστας Ιουλίας Φιλιππικής".
  Η τελευταία ιδρύεται μετά την κοσμοϊστορική για την εξέλιξη του ρωμαϊκού κράτους μάχη των Φιλίππων, το έτος 42 μ.Χ., και εκτείνεται σε ολόκληρο το σημερινό νομό Καβάλας, μαζί με μεγάλα τμήματα των νομών Σερρών και Δράμας.
  Η αποικία έγινε οικουμενικά γνωστή με το πέρασμα του αποστόλου Παύλου και της συνοδείας του από τους Φιλίππους, το χειμώνα του έτους 49 μ.Χ., και την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Η χριστιανική κοινότητα των Φιλίππων εξελίσσεται βαθμιαία σε λαμπρή μητρόπολη της νέας θρησκείας με πολλές επισκοπές. Στη μητρόπολη αυτήν υπάγεται το οχυρωμένο "άστυ" της Δράμας, του οποίου η έκταση προσεγγίζει την προστατευόμενη περιοχή με το σωζόμενο βυζαντινό τείχος. Στη μεσοβυζαντινή εποχή (9ος - αρχές 13ου μ.Χ. αι.) η Δράμα αναπτύσσεται σε ισχυρό Κάστρο με στρατηγική σημασία και ζωηρό εμπορικό ενδιαφέρον, ενώ εξακολουθεί να υπάγεται στους Φιλίππους από διοικητική και εκκλησιαστική άποψη. Είναι περιτειχισμένη περιοχή σ' οχυρό υψίπεδο, με έκταση γύρω στα σαράντα στρέμματα και πληθυσμό 1500-2000 κατοίκους, όπου εδρεύει στρατιωτικός διοικητής για τον έλεγχο της γύρω περιοχής. Από το τέλος της περιόδου σώζονται σε γραπτές πηγές οι ονομασίες "Darma" (1172) και "Dramme" (1206) για το Κάστρο, που συνδέονται με την πιθανή αρχαία ονομασία αλλά και τη σημερινή. Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13ου μ.Χ. αι. - 1453) η Δράμα αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους, όπως όλες οι βυζαντινές επαρχίες.
  Το 1204 περνά στα χέρια των Λατίνων, το 1223-1224 κατακτιέται από τον Θεόδωρο Α΄ Κομνηνό Δούκα, αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης, το 1230 καταλαμβάνεται από τον τσάρο της Βουλγαρίας Ιωάννη Ασέν Β΄, ενώ τα έτη 1242-1243 και το 1246 επανήλθε στους Βυζαντινούς, όταν ο Ιωάννης Βατάτζης ανακατέλαβε την ανατολική Μακεδονία.
  Στο πρώτο μισό του 14ου αι. υφίσταται τις ταραχές και τις συγκρούσεις των βυζαντινών εμφυλίων πολέμων, μεταξύ των δύο Ανδρονίκων Β΄ και Γ΄ των Παλαιολόγων (1321-1328) και κατόπιν μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού με μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων (1341-1347). Στα χρόνια αυτά η Δράμα υπήρξε τόπος παραμονής και αναψυχής της αυτοκράτειρας Ειρήνης Μομφερρατικής, συζύγου του Ανδρόνικου Β, η οποία πέθανε και ενταφιάστηκε στο Κάστρο την πρώτη εικοσαετία του 14ου αι. Ως αρχιεπισκοπή, εξαρτημένη από τη μητρόπολη των Φιλίππων, η Δράμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282). Αυτήν την εποχή ακριβώς θεωρείται ότι αναπτύχθηκε σε σημαντικό εκκλησιαστικό και στρατιωτικό κέντρο.
   Κατά τα έτη 1344-1345 κατακτήθηκε από τον Σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν. Ανακαταλαμβάνεται το έτος 1371 από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1383. Μετά την κατάληψη της Δράμας από τους Οθωμανούς το 1383, η πόλη εξακολουθεί να αποτελεί ένα μικρό κάστρο στην επικράτεια του σουλτάνου, αποκομμένο τόσο από την Πόλη, μέχρι την Aλωση του 1453, όσο και από τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την κατάληψή της το 1430. Σταδιακά, το χριστιανικό στοιχείο, που αποτελούσε το 80% του πληθυσμού της πόλης ακόμη και στα μέσα του 15ου αι., συρρικνώνεται εξαιτίας της φυγής στα ορεινά και ανέρχεται μόλις στο 40% στα μέσα του 16ου αι., ενώ αυξάνεται συνεχώς το μουσουλμανικό στοιχείο που καταλαμβάνει μεγάλη περιοχή μέσα στο άλλοτε χριστιανικό κάστρο. Η βαριά φορολογία, η κακοδιοίκηση των αγάδων και τα συχνά κρούσματα ληστείας προκαλούν αίσθημα ανασφάλειας στους κατοίκους και καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, μέχρι τις αρχές του 18ου αι. Ωστόσο, τα όρια της πόλης επεκτείνονται και έξω από τα παλαιά βυζαντινά τείχη, στο "Βαρόσι", για να δημιουργηθούν νέες μουσουλμανικές συνοικίες, όπως μαρτυρεί και ο οθωμανός περιηγητής Τσελεμπή. Ανάμεσα στη χριστιανική και στη μουσουλμανική περιοχή, ήδη στα μέσα του 17ου αι., έχει διαμορφωθεί η αγορά γύρω από το χείμαρρο που διέσχιζε άλλοτε το κέντρο της. Μέσα στο 18ο αι., όμως, η ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής συνοδεύεται από τη λειτουργία μικρών βιοτεχνιών στην πόλη, δίνοντας νέα πνοή στην εμπορική κίνηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία άλλων περιοχών της Μακεδονίας, μπορούμε να υποθέσουμε πως αυξάνεται ο πληθυσμός και στη Δράμα, κυρίως ανάμεσα στους μουσουλμάνους, ενώ μεγαλώνουν και οι μουσουλμανικές συνοικίες έξω από τα τείχη. Ωστόσο, η κακοδιοίκηση και η φορολόγηση των κατοίκων από τους ισχυρούς γαιοκτήμονες δεν επιτρέπουν την οικονομική εξέλιξη της πόλης.
  Αν και η Δράμα αποτελεί, στα μέσα του 19ου αι., την πρωτεύουσα μεγάλης περιφέρειας στην οποία έχουν την έδρα τους οι διοικητικές αρχές, ο στρατός και τα δικαστήρια, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το λιμάνι της Καβάλας ως διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Σοβαρή αλλαγή σημειώνεται στην πόλη μετά το 1870, όταν η παραγωγή και το εμπόριο καπνού προκαλούν την αύξηση του πληθυσμού και την ενίσχυση της εμπορικής κίνησης. Η λειτουργία του σιδηρόδρομου από το 1895 και η βελτίωση του οδικού δικτύου προς το λιμάνι της Καβάλας συνδέουν τη Δράμα με τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας και τους θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου. Μεγάλοι καπνεμπορικοί οίκοι ιδρύουν παραρτήματα στη Δράμα, κτίζονται καπναποθήκες, λειτουργούν τραπεζικά γραφεία και η Αγγλία ανοίγει υποπροξενείο στην πόλη. Σύντομα δημιουργούνται νέες συνοικίες γύρω από τα νερά της Αγίας Βαρβάρας και δυτικά της τειχισμένης περιοχής, για να καλύψουν τις ανάγκες των 6.000-7.000 κατοίκων. Οι νέοι κάτοικοι, μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι, συγκροτούν ξεχωριστούς οικιστικούς πυρήνες σύμφωνα με τα πρότυπα της οθωμανικής περιόδου. Οι χριστιανοί, που ενισχύονται συνεχώς με οικογένειες από τη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα την Hπειρο, αριθμούν τουλάχιστον 200 οικογένειες το 1880 και βρίσκονται μέσα στα παλαιά τείχη και νότια αυτής της περιοχής στην Αγία Βαρβάρα. Οι μουσουλμάνοι είναι συγκεντρωμένοι δυτικά της αγοράς και οι Εβραίοι εγκαθίστανται στην περιοχή των νερών της Αγίας Βαρβάρας. Στα νέα δημόσια κτίρια της πόλης και στις ιδιωτικές κατοικίες αποτυπώνονται η οικονομική ευρωστία και οι επιδράσεις των ευρωπαϊκών προτύπων. Η ελληνική κοινότητα διακρίνεται, από το 1870 μέχρι την απελευθέρωση, για την οικονομική της ανάπτυξη, τη συγκρότηση φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, την ανοικοδόμηση εκπαιδευτηρίων και τα φιλανθρωπικά της σωματεία. Στις αρχές του 20ού αι., όταν ο πληθυσμός ανέρχεται ήδη σε 14.000 ανθρώπους και συνεχίζεται η οικονομική πρόοδος, σημειώνονται στην πόλη σποραδικά βίαια επεισόδια ενός ακήρυχτου πολέμου, του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, οι δημογέροντες και ο λαός οργανώνουν την άμυνα της ελληνικής κοινότητας.
  Μετά την ταραχώδη εποχή του Μακεδονικού Αγώνα και της πρώτης βουλγαρικής κατοχής, η πόλη απελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό την 1η Ιουλίου 1913, ύστερα από 540 χρόνια ξένης κατοχής. Αφού μεσολάβησε η οδυνηρή εμπειρία της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής, οι τρεις θρησκευτικές ομάδες της πόλης σταδιακά συγκροτούν πολυθρησκευτικές συνοικίες, κυρίως στο σημερινό εμπορικό κέντρο. Τελικά, η Δράμα αποκτά οριστικά ελληνικό χαρακτήρα με την ανταλλαγή των πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Οι πρόσφυγες του Πόντου, των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας και της Θράκης θα αλλάξουν ριζικά την εικόνα της μετά την εγκατάστασή τους, δημιουργώντας πολλές προσφυγικές συνοικίες περιμετρικά του παλαιότερου πυρήνα της πόλης και τονώνοντας την κίνηση στην αγορά. Η Δράμα έχει 32.000 κατοίκους το 1928, έχοντας επιτύχει το διπλασιασμό του αριθμού τους μόλις σε μια δεκαετία με σημαντική αρμενική και εβραϊκή κοινότητα.Το εμπορικό κέντρο μετατοπίζεται οριστικά δυτικότερα και βόρεια του παλαιού, ενώ σύμβολο της σύγχρονης ιστορίας της πόλης γίνονται οι καπναποθήκες στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, θυμίζοντας περιόδους ευημερίας των κατοίκων χάρη στο εμπόριο καπνού του μεσοπολέμου.
  Η πόλη θα γνωρίσει για μια ακόμη φορά, το 1941, την εμπειρία της ξένης κατοχής, που σημαδεύεται από την έξοδο πολλών κατοίκων προς τη Θεσσαλονίκη και τη μαζική σφαγή εκατοντάδων πολιτών στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, ύστερα από εξέγερση στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, το Μάρτιο του 1943, όλοι οι Εβραίοι της Δράμας συγκεντρώνονται από τις αρχές κατοχής σε καπναποθήκη της πόλης και οδηγούνται στο ναζιστικό στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία για μαζική εξόντωση. Μεταπολεμικά, η Δράμα αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του νομού. Η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στην πόλη ευνοεί την ανάπτυξή της, καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται από νέους ανθρώπους της περιφέρειας, Έλληνες της διασποράς και οικονομικούς μετανάστες. Εξάλλου, η σύνδεσή της με δίκτυα πόλεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και η επικείμενη διάνοιξη των συνόρων με τη Βουλγαρία θα δώσουν νέες προοπτικές στον τόπο.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Δράμας


ΚΑΛΛΙΘΕΑ (Χωριό) ΔΡΑΜΑ
  Οπως προκύπτει από τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, από αρόσεις και απ' ό,τι διασώθηκε από την παράδοση, το χωριό ήταν διάσπαρτο στα διάφορα σημεία του κάμπου και στις ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, μη εξαιρουμένου του σημερινού. Ενδείξεις τέτοιων πεδινών οικισμών υπάρχουν στις πεδινές περιοχές Βρύση, Τούμκοεκ, Λιγορίνοβα, Τσάδαρ, Χάνια και σε ορεινές ο νυν οικισμός Εγρί-Δερέ και Ρούσετς. Η δημιουργία αυτών των οικισμών τους ευνοούσε στην εκτέλεση των αγροτικών εργασιών. Σ' αυτό συνέβαλλε και η ύπαρξη πολλών διάσπαρτων πηγών νερού.
  Οι ορεινοί ή ημιορεινοί οικισμοί πρέπει να ήταν μεικτοί και κτηνοτροφικοί και αγροτικοί. Ο ορεινός όγκος ήταν ιδανικός για τις κτηνοτροφικές ανάγκες, τα δε γύρω χωράφια λόγω του μικρού όγκου των κατοίκων για την εκτέλεση των αγροτικών δραστηριοτήτων.
  Μετά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Οθωμανούς το 1373 οι μικροί αυτοί οικισμοί με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να διαλύονται. Σ' αυτό συνέβαλε το ισχύον τότε φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν στην μεγάλη γαιοκτησία. Έτσι βλέπουμε την δημιουργία Ελληνικών Οικισμών σε ορεινά ή ημιορεινά μέρη τα οποία δεν ενδείκνυντο στο φεουδαρχικό σύστημα και στα πεδινά τα μεγάλα τσιφλίκια των μπέηδων.
   Οι διάσπαρτοι αυτοί πεδινοί οικισμοί μετά την αρπαγή των περιουσιών τους άρχισαν να καταφεύγουν προς τα ορεινά, και να δημιουργούνται ή να αυξάνονται οι ορεινοί οικισμοί. Ο ημιορεινός οικισμός με την ονομασία Εγρί-Ντερέ, με τα άφθονα νερά του συγκέντρωσε τους πεδινούς οικισμούς και έτσι έχουμε τη δημιουργία του χωριού. Η δημιουργία του μικρού οικισμού σε χωριό πρέπει να συνετελέσθει μετά το 1450-1550 ή να άρχισε να συντελείται. Μία παράδοση λέει ότι οι πεδινοί οικισμοί προσεβλήθησαν από μια κακή επιδημία και αναγκάσθηκαν οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν τα πεδινά και να ανέβουν προς τα ορεινά ή ημιορεινά. Αφού ο ημιορεινός αυτός οικισμός έλαβε τη μορφή χωριού άρχισε με την πάροδο του χρόνου η εγκατάσταση και νέων οικογενειών από διάφορα μέρη ιδίως από την Δυτική Μακεδονία μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι οικογένειες Νάνου, Κομβόκη, Νιδέλτσιου Δασκάλου και άλλοι.
   Η πρώτη εγκατάσταση έγινε προς την περιοχή της Λιασκοβίτσας, στον σημερινό λεγόμενο τουρκικό μαχαλά και από την σημερινή πλατεία άνω και προς την εκκλησία και Ν.Α. της εκκλησίας. Την διαμόρφωση του χωριού από τα παλιά, μπορούσαμε ως πριν από αρκετά χρόνια να την παρακολουθήσουμε από τον τρόπο κτισίματος των σπιτιών. Τα πρώτα σπίτια με το ισόγειο κατά το μπροστινό ήμισυ με ανοιχτό χαγιάτι και στο εσωτερικό ο στάβλος. Ο όροφος και η σκεπή από το μπροστινό μέρος στηριζόταν σε δοκούς. Το ήμισυ του ορόφου περιφραγμένο μπροστά με παρμάκια ήταν το τσαρδάκι και στο εσωτερικό τα δωμάτια με παράθυρα προς τη σάλα. (Σήμερα το πλείστο έπαψε να υπάρχει).
Η Καλλιθέα και η περιοχή της στην αρχαιότητα:
  Τα αρχαιότερα φύλα που κατοίκησαν στην περιοχή μας μετά το 2000 π.Χ. είναι οι Θράκες. Λαός Ινδοευρωπαϊκός που από τις εποχές της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ. είχε εισχωρήσει στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων μη δημιουργώντας όμως ενιαίο κράτος. Τα φύλα αυτά με την πάροδο του χρόνου και τον προς βορρά αποικισμό των Νοτίων Ελλήνων σιγά σιγά Εξελληνίσθηκαν. Από αρχαίο τάφο που βρέθηκε στην Καλλιθέα την δεκαετία 1960 εικάζουμαι ότι ήσαν και αρκετά προοδευμένοι. Ο τάφος ευρέθη στον αγρό του κ. Πασχάλη στην περιοχή Τουμπέκ. Ήταν επιμελώς κατασκευασμένος με ωραία κεραμότουβλα και επάνω επιτύμβια πλάκα μαρμάρινη με γραφή στα Ελληνικά (ό,τι διεσώθη).
  Την επομένη της ανεύρεσης του τάφου η πλάκα αυτή εκλάπη. Ορισμένα από τα ευρήματα στάλθηκαν στο αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας. Η γραφή Διονισίοις μας βεβαιώνει την Θρακική προέλευση. Εξάλλου όταν ο Φίλιππος επέκτεινε το κράτος του προς ανατολάς την περιοχή αυτή την κατέλαβε από τους Θράκες. Επίσης στον ορεινό οικισμό Ρούσετς που υπήρχε σε υψόμετρο περί τα 800 μέτρα βρέθηκε προτομή αγάλματος (κεφαλή) η οποία για αρκετά χρόνια κρατήθηκε στο σχολείο και μετά εστάλη στο Μουσείο Καβάλας. Ο οικισμός αυτός απ' ό,τι διεσώθη από την παράδοση ήταν αρκετά προοδευμένος στις τέχνες. Για την περιοχή αυτή στην δεκαετία του 1920 Γάλλοι Αρχαιολόγοι έδειξαν ενδιαφέρον.
Θρησκευτική ζωή - Παιδεία 19ος - 20ος αιώνας:
   Μετά την δημιουργία του χωριού, οι κάτοικοι ζούσαν ειρηνικά μεταξύ τους υπό την οθωμανική κατοχή σύμφωνα με τις Ελληνοχριστιανικές αρχές. Στερούμενοι εκκλησιών αποφάσισαν να κτίσουν μόνοι τους τον σημερινό ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου προσφέροντας ο καθένας κατά το δυνατόν την προσφορά του σε χρήματα ή εργασία. Έτσι το 1832 ετέθησαν τα θεμέλια και μετά δύο τρία χρόνια άρχισε να λειτουργεί. Από το μέγεθος της εκκλησίας συμπεραίνουμε ότι ο πληθυσμός του χωριού είχε αυξηθεί σημαντικά. Με τον ίδιο τρόπο το 1864 κτίσανε και το υπάρχον σήμερα πυργοειδές κωδωνοστάσιο, εμπλουτίζοντας αυτό με τρεις καλόηχες καμπάνες και εκκρεμές ωρολόγιο μεγάλης ακρίβειας ο κτύπος του οποίου ενημέρωνε τους κατοίκους για την ώρα. Κατασκευάστηκε στην Ανω Βροντού και λειτουργούσε με κρεμαστές πέτρες εξ' ού και εκκρεμές.
Παιδεία:
  Συγχρόνως με την ανέγερση εκκλησίας και κωδωνοστασίου, οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν και σχολείο. Αυτό κτίστηκε παραπλεύρως του κωδωνοστασίου με τον ίδιο εθελοντικό τρόπο και διατηρήθηκε έως το 1992 οπότε λόγω παλαιότητας κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίσθηκε αίθουσα δεξιώσεων της εκκλησίας. Το Δημοτικό Σχολείο θεμελιώθηκε, αποπερατώθηκε και λειτουργεί από τότε συνεχώς με αρκετές μετατροπές και επεκτάσεις. Οι γονείς που ήθελαν τα παιδιά τους να λάβουν πληρέστερη μόρφωση τα έστελναν στην Ελληνική Σχολή Αλιστράτης. Οι απόφοιτοι της Σχολής αυτής στη συνέχεια διορίζονταν γραμματοδιδάσκαλοι από την τοπική Εφορευτική Επιτροπή η οποία μεριμνούσε για θέματα παιδείας και μισθοδοσίας από προσφορές των δημοτών. Για ακόμη δε καλύτερη μόρφωση στο γυμνάσιο Σερρών διαμένοντας σε οικοτροφείο το οποίο συντηρούνταν με προσφορές και χορηγία του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.
Η Καλλιθέα στην περίοδο του μεσοπολέμου
   Μετά το πέρας της ταραχώδους και ανωμάλου καταστάσεως 1912 - 1923 της ανταλλαγής των πληθυσμών Ελλάδας - Τουρκίας και την οριστική αποκατάσταση των προσφύγων στον ελεύθερο Ελληνικό χώρο, η ζωή άρχισε να βρίσκει τον ρυθμό της. Με το καλό και υγιεινό της κλίμα η Καλλιθέα άρχισε να γίνεται θερινό θέρετρο για πολλούς ξένους ανήκοντας το πλείστο σε υψηλή κοινωνική και εύπορη τάξη. Η παραμονή των ξένων όλη την θερινή περίοδο, ο τρόπος ζωής και ψυχαγωγίας συνέβαλλε θετικά στην μεταστροφή της τοπικής κοινωνίας προς το καλύτερο. Ειδικώς η νέα γενιά γρήγορα ασπάσθηκε τα σύγχρονα μηνύματα του νέου τρόπου ζωής και ψυχαγωγίας παραμερίζοντας τα παραδοσιακά, τα γραμμόφωνα και η λατέρνα αντικατέστησαν τις γκάιντες και τους νταχαρέδες. Ο παλιός Κυριακάτικος πάνδημος δημόσιος χορός χάνει την αίγλη του και γεννιούνται τα πάρτι, οι Ευρωπαϊκοί χοροί και οι νυχτερινές καντάδες. Ανοίγει έτσι ένας νέος τρόπος ζωής και ψυχαγωγίας πιο μοντέρνος.
Η Καλλιθέα σήμερα
  Μετά την κακή περίοδο 1940 - 1950 και την επακολουθείσασα ειρηνική τοιαύτη, η ζωή γενικώς άρχισε να βελτιώνεται. Σ' αυτό συνέβαλαν τα έργα υποδομής όπως οι δρόμοι, η ύδρευση, η αποχέτευση και η ηλεκτροδότηση. Παλιά σπίτια ανακαινίσθηκαν ή επανεκτίσθηκαν με τις νέες σύγχρονες απαιτήσεις της ζωής αλλάζοντας την όψη του χωριού προς το καλύτερο. Η ασφαλτόστρωση των επαρχιακών δρόμων μας έφερε πιο κοντά στα αστικά κέντρα. Η παιδεία γενικεύτηκε βελτιώνοντας έτσι το πνευματικό επίπεδο της νέας γενεάς. Η οικογενειακή αγροτική εργασία έπαψε να υπάρχει με την δημιουργία αγροτικών επιχειρήσεων. Υπάρχουν όμως και τα αρνητικά. Το σχολείο μας που άλλοτε, παρά τις διαδοχικές προεκτάσεις για να καλύψει τις ανάγκες στέγασης των μαθητών, σήμερα έμεινε με εννέα (9) μαθητές και δεύτερο αρνητικό η μετανάστευση εσωτερική ή εξωτερική που έκανε την Καλλιθέα χωριό γερόντων. Πολύ συνοπτικά αυτά για την Καλλιθέα. Μια ιστορία ενός χωριού δεν μπορείς να την καταγράψεις σε λίγες σελίδες.
Αγροτική Δραστηριότητα
  Από τα πολύ παλιά χρόνια το χωριό ήταν αγροτικό και κτηνοτροφικό. Οι αγροτικές παραγωγές απέβλεπαν στην παραγωγή προϊόντων για αυτοκατανάλωση το πλείστο ανθρώπων και ζώων. Τέτοια προϊόντα ήταν το σιτάρι , το κριθάρι, καλαμπόκι, ροβί-φακή, σουσάμι, φασόλια, ρεβύθια και αμπελουργικά με όλα τα παράγωγα των σταφυλιών καθώς επίσης και κηπευτικά, δενδροκομικά (δαμασκηνιές - συκιές - ροδακινιές - καρυδιές - αγριαπιδιές και άλλα.
  Με την εξάπλωση της καπνοκαλλιέργειας άρχισαν να παραγκωνίζονται ορισμένες καλλιέργειες και να επιδίδονται στην καλλιέργεια του καπνού από το οποίο το χωριό γνώρισε αρκετή οικονομική άνθηση.
Πέρασαν χρονιές με μεγάλη και εκλεκτή ποιότητα καπνού τύπου Μπασή-μπαγλή ανερχόμενη έως 300.000 οκάδες (μια οκά 1.480gr).
  Οι εργασίες όλες γίνονταν με αροτριώντα ζώα και οι μεταφορές με άλογα και γαϊδουράκια. Λόγω της μορφής του εδάφους κάρα δεν κυκλοφορούσαν. Οι αρόσεις αρχικά γίνονταν με βόδια. Αργότερα όμως αντικαταστάθηκαν με άλογα τα οποία έκαναν και τις αρόσεις και τις μεταφορές. Η κτηνοτροφία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη και είναι. Υπήρχαν κοπάδια με πρόβατα και κοπάδια με κατσίκια. Εκτός από αυτά όμως υπήρχε και οικόσιτη κτηνοτροφία. Κάθε σπίτι είχε μια ή δύο αγελάδες, εξασφαλίζοντας τα γαλακτοκομικά της και πτηνοτροφία για τα αυγά και το κρέας. Διατρέφονταν χοίροι οι οποίοι εξασφάλιζαν το νοστιμότατο κρέας για την περίοδο των εορτών και του χειμώνα. Ειδικά δε το πολύ πάχος (το οποίο σήμερα θεωρείται περιττό) αντικαθιστούσε το λάδι. Λάδι επίσης έβγαινε και από το σουσάμι, το σαμόλαδο.
Η Καλλιθέα στον Μακεδονικό Αγώνα
  Η περίοδος 1890 - 1908 για το μικρό τότε ελεύθερο Ελληνικό κράτος, ως και για την Τουρκοκρατούμενη περιοχή μας ήταν ίσως η κρισιμότερη. Η ταπεινωτική ήττα του πολέμου το 1897, η μετέπειτα εσωτερική πολιτική κρίση του κράτος από τη μια πλευρά, η μεγάλη ιδέα της ίδρυσης του μεγάλου Βουλγαρικού κράτους με την συνθήκη του αγίου Στεφάνου το 1878, η αποσκίρτηση της Βουλγαρικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο και η γέννηση της Εξαρχίας, με ανοχή της υψηλής πύλης, όλα αυτά είχαν δυσμενή επίδραση στην περιοχή μας. Το άριστα οργανωμένο και αφειδώς χρηματοδοτούμενο Βουλγαρικό κομιτάτο, άρχισε την διείσδυση στις Ελληνοκατοικούμενες περιοχές, αρχικά καλυπτόμενο με το ιερό ένδυμα της Εξαρχίας (βοήθεια στους αδύνατους, αγάπη) και αργότερα με τη βία, τους σκοτωμούς, τους χρηματισμούς και την εξαγορά συνειδήσεων, αναγκάζοντας τους αδυνάτους να προσχωρήσουν στην εξαρχία, πράξη που σήμαινε απάρνηση του Ελληνισμού. Στην δύσκολη αυτή στιγμή αφυπνίσθηκε το τραυματισμένο Ελληνικό κράτος, ειδικά μετά το θάνατο του Παύλου Μελά με τον γνωστό σε όλους μας Μακεδονικό Αγώνα. Στην φάση αυτή το ντόπιο Ελληνικό στοιχείο, όχι μόνον δεν λύγισε, πλην ολίγων, αλλά αγωνίσθηκε σκληρά με σθένος και πατριωτισμό, μη φειδόμενο αίματος και θυσιών για την διάσωση του Ελληνισμού. Αγώνας που τελικά στέφτηκε με επιτυχία. Τιμή σε όλους τους προγόνους μας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρ. Δασκάλου "Γνωριμία με το παρελθόν του τόπου μας"

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Προσοτσάνης


ΚΟΜΟΤΗΝΗ (Πόλη) ΡΟΔΟΠΗ
  Στο κέντρο της Θράκης, η φορτωμένη με ιστορία Κομοτηνή φέρει στο ίδιο της το όνομα τη Βυζαντινή της καταγωγή.
  Η πόλη αναφέρεται από τους ιστορικούς του 14ου αιώνα. Πρώτος ο αυτοκράτορας και ιστορικός Καντακουζηνός την αναφέρει με την ονομασία «Κουμουτζηνά». Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ονομάζει «Κομοτηνά» την πολίχνη όπου στρατοπέδευσε ο αυτοκράτορας.
  Ο καθηγητής Στίλπων Κυριακίδης, μας έδωσε την πιο έγκυρη ετυμολογία: την εποχή εκείνη η κατάληξη «-ηνά» δήλωνε τα κτήματα κάποιου. Προφανώς ενός Κουμούτζη που είχε κτήματα στην περιοχή και προτείνει επίσης την προέλευση αυτού από το Κόμης, που είναι αξίωμα και δικαιολογεί την ιδιοκτησία.
  Στα χρόνια του Βυζαντίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η γύρω περιοχή και στο όρος Παπίκιο άνθησαν μοναστικά κέντρα όπου αποσύρθηκαν προσωπικότητες όπως ο Αλέξιος, γιος του Εμμανουήλ του Α' Κομνηνού (1191) και ο Γρηγόριος Παλαμάς (1316). Όταν ο Τσάρος της Βουλγαρίας Καλογιάννης, κατέστρεψε τον 13ο αιώνα τις πιο κοντινές ανεπτυγμένες πόλεις και κυρίως τη Μοσυνούπολη, η Κομοτηνή γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη.
  Καταλαμβάνεται το 1361 από τους Οθωμανούς και μετονομάζεται σε Γκιουμουλτζίνα, που είναι παραφθορά του βυζαντινού Κουμουτζηνά. Κατά την τουρκοκρατία συνεχίζει να αναπτύσσεται και το 1899 γίνεται έδρα Διοίκησης. Στις 14 Μαΐου 1920 ενσωματώνεται οριστικά στη ελληνική επικράτεια.
  Στη νεότερη ιστορία η ανάπτυξη της Κομοτηνής ενδυναμώνεται με τον ερχομό των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, την Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η θέση σχεδόν πάνω στην Εγνατία οδό την καθιστά διεθνές πέρασμα εδώ και αιώνες.
  Σήμερα είναι μία από τις πόλεις όπου λειτουργεί το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και έδρα των Πρυτανικών Αρχών του, ενώ βρίσκεται κοντά σε μία υπό ανάπτυξη Βιομηχανική Περιοχή και αποτελεί την έδρα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Κομοτηνής


  Τα τεκμήρια για την ύπαρξη αρχαίου πολίσματος στην θέση της σημερινής Κομοτηνής, οδηγούν στα πρωτοχριστιανικά χρόνια: το φρούριο της, ο επιτύμβιος βωμός του 4ου αι. μ.Χ., το ελληνιστικής εποχής δωρικό κιονόκρανο και η εικονιστική κεφαλή (πορτραίτο) που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Είναι όμως, πολύ πιθανό, και στο σημείο αυτό συγκλίνουν οι απόψεις αρκετών ιστορικών, να προϋπήρχε κάποιος οικισμός, έστω και ατείχιστος, ώστε, εάν σήμερα, ισχυρισθούμε ότι η Κομοτηνή έχει ιστορία δύο χιλιετιών, δεν θα ήμασταν μακριά από την ιστορική αλήθεια.
  Η θέση της πάνω στην Εγνατία οδό, η οποία συνέδεε το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη, της έδιδε προνόμια "ιδίως οικονομικού χαρακτήρα", ώστε, σταδιακά, εξελίχτηκε και εμφανίστηκε στον ορίζοντα της τοπικής ιστορίας, στην σκιά βέβαια της γειτονικής της Μαξιμιανούπολης (στα νεότερα χρόνια Μοσυνούπολης), η υπεροχή της οποίας, μέχρι την καταστροφή της από τους Βουλγάρους, ήταν αδιαμφισβήτητη.
  Οι επόμενες, χρονικά, μαρτυρίες θα καταγραφούν πολύ αργά, στον 14ο αι. μ.Χ., όταν η ακρωτηριασμένη βυζαντινή αυτοκρατορία, σπαρασσόταν από τις εμφύλιες διαμάχες και τις εχθρικές επιθέσεις στα σύνορά της. Ο ιστορικός και αυτοκράτορας Ιωάννης Στ' ο Καντακουζηνός και ο σύγχρονός του Νικηφόρος Γρήγορος αναφέρονται, ο μεν πρώτος στο "Κουμουτζηνά πόλισμα", ενώ ο δεύτερος στην πολίχνη με την ονομασία "Κομοτηνά" ή "Κομοτηνή". Η πρώτη μαρτυρία, του έτους 1331 μ.Χ., συνδέεται με το περιστατικό της συνάντησης στην σημερινή εκτεταμένη πεδιάδα "όπου η Μονή Βαθυρρύακος" των στρατευμάτων του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ' και του ηγεμόνα της Σμύρνης Ομούρ, η οποία είχε αίσια κατάληξη, αφού τα στρατεύματα του δεύτερου, αποχώρησαν χωρίς να πολεμήσουν. Το έτος 1343 μ.Χ. η Κομοτηνή, όπως και οι υπερασπιστές των γειτονικών φρουρίων Ασώματος, Παραδημή, Κρανοβούνιο και Στυλάριο προσχωρούν στον Καντακουζηνό για να συμμετάσχουν στον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος διήρκεσε έως το 1347 και ουσιαστικά προετοίμασε το έδαφος για την κατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους.
  Στα 1363, κατά την πιθανότερη σήμερα εκδοχή, ο εξισλαμισμένος Έλληνας άρχοντας, Γαζή Εβρενός Μπέη, στην κατακτητική του πορεία από τα Ύψαλα προς την Θεσσαλονίκη, εισέρχεται στην Κομοτηνή και εγκαθιδρύει την οθωμανική κυριαρχία, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει πεντέμισι αιώνες. Όπως μαρτυρεί οθωμανικό κατάστιχο, η διαδικασία αλλαγής του εθνικού χαρακτήρα της πόλης δεν ήταν εύκολη ούτε και σύντομη. Σύμφωνα λοιπόν με το κατάστιχο, στα 1530, δύο σχεδόν αιώνες μετά την κατάκτηση, στην πόλη λειτουργεί μόλις ένα τζαμί και μερικά μεστζίτια. Την ίδια εποχή, στα 1548, ο περιηγητής Pierre Belon, που την επισκέφτηκε μας πληροφορεί ότι κατοικείται από Έλληνες και λίγους Τούρκους, θα χρειαστεί να ακολουθήσουν στους επόμενους αιώνες μαζικοί εποικισμοί με μουσουλμάνους της Ανατολίας, καθώς και η προσχώρηση των Πομάκων στο Ισλάμ, για να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της Κομοτηνής.
  Οι συνθήκες ζωής των χριστιανών, κατά τις διασωθείσες μαρτυρίες, είναι αφόρητες. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί, που επισκέπτεται την πόλη στα μέσα του 17ου αι., ενώ είναι γλαφυρότατος στην περιγραφή της, για τους Έλληνες δεν αναφέρει ούτε και αν υπάρχουν, κάτι, που μόνο έμμεσα συνάγεται!
   Σύμφωνα με περιστατικό που κατέγραψε ο Αγγλος περιηγητής Clarke (1801), ο ίδιος και η συνοδεία του λιθοβολήθηκαν στους δρόμους της Κομοτηνής από τον τουρκικό όχλο, αλλά και από τους χριστιανούς, οι οποίοι όφειλαν να συμμερίζονται τις ορέξεις των δυναστών τους. Όταν δε, εισήλθε στο κατάστημα ενός Έλληνα αργυροχόου, αυτός προς δημιουργία εντυπώσεων, ύψωσε την φωνή του και τους απέπεμψε με άσχημο τρόπο. Ψιθυρίζοντας, όμως, τους είπε ότι θα μπορούσαν να συναντηθούν στο χάνι... Τα δύο περιστατικά δίνουν μια αμυδρή και στιγμιαία μόνο εικόνα του ψυχολογικού κλίματος, μέσα στο οποίο ζούσαν οι Έλληνες.
  Αλλά, στην διάρκεια του 19ου αι. σημαντικές εξελίξεις, όπως η ελληνική επανάσταση, οι μεταρρυθμίσεις του Χάττι Χουμαγιούν και η προοδευτική εξασθένιση της οθωμανικής παντοδυναμίας, δίνουν περιθώριο προόδου στα υπόδουλα έθνη. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα και στις αρχές του 20ου αι. η ελληνική αστική κοινότητα της Κομοτηνής κατέχει τα σκήπτρα του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, που διενεργείται πλέον μέσω του σιδηροδρόμου. Τα άφθονα προϊόντα της πεδιάδας (καπνός, σιτηρά κ.ά.) διακινούνται από Έλληνες εμπόρους, οι οποίοι πλουτίζουν σύντομα και αγοράζουν μεγάλα αγροκτήματα (τσιφλίκια), που συναπαρτίζουν εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων και σημαντικό ποσοστό της συνολικής τότε καλλιεργήσιμης γης. Χτίζουν τους πρώτους ατμόμυλους, το αλεύρι των οποίων καλύπτει τις ανάγκες της περιοχής. Όμορφα αρχοντικά, "ορισμένα σώζονται ως σήμερα" ιδιοκτησίες πλουσίων της πόλης, δίνουν το μέτρο της οικονομικής προόδου.
  Αν και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-78) προκαλεί την μαζική εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων (τότε ιδρύονται νέες συνοικίες), εν τούτοις η πρόοδος των χριστιανών δεν αναχαιτίζεται.
  Στον πνευματικό τομέα έχουν επίσης να επιδείξουν θεαματικά αποτελέσματα. Στα 1885 λειτουργεί ο σύλλογος "ΟΜΟΝΟΙΑ" στους κόλπους του οποίου νέοι της Κομοτηνής δίνουν θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες, ενώ παράλληλα, πολυποίκιλη δραστηριότητα ασκεί και η Αδελφότης Κυριών. Στην πόλη κυκλοφορούν αδιάλειπτα όλες οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης. Μεγάλοι ευεργέτες φροντίζουν με δωρεές τους, για την εύρρυθμη λειτουργία των σχολείων.
  Οι φιλομαθέστεροι μαθητές συνέχιζαν τις σπουδές τους στα εκπαιδευτήρια της Αδριανούπολης και στην συνέχεια στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Ενδεικτικό της πνευματικής κίνησης, είναι το γεγονός ότι από την Κομοτηνή καταγόταν μια από τις πρώτες γυναίκες γιατρούς της Θράκης (μόνο στην Αδριανούπολη υπήρχε προηγούμενο). Πρόκειται για την Βικτωρία Μαργαριτοπούλου.
  Την κατάσταση καταγράφει ο διεθνής εμπορικός οδηγός Annaire de commerce Didot-Rottin του 1912, σύμφωνα με τον οποίο στην Κομοτηνή υπάρχουν 33 Έλληνες επιστήμονες, τραπεζίτες και έμποροι, 6 Αρμένιοι, 4 Ιουδαίοι, 3 Οθωμανοί και κανείς Βούλγαρος.
  Στην δεκαετία του 1910, η μακρόχρονη βουλγαρική κατοχή και το σχέδιο για τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής, είχαν καταστρεπτικές συνέπειες στους χριστιανούς αλλά και στους μουσουλμάνους της Θράκης. Κατά την έκφραση της εποχής, η Θράκη μετετράπη σε απέραντη "κοιλάδα κλαύθμωνος".
  Το σύντομο χρονικό των γεγονότων αρχίζει με τον Α' Βαλκανικό πόλεμο (1912-13), την ήττα της Τουρκίας και την κατάληψη της Κομοτηνής από τα βουλγαρικά στρατεύματα. Οι υπερβολικές αξιώσεις της Βουλγαρίας σε βάρος των συμμάχων της οδηγούν στον Β' Βαλκανικό πόλεμο και την συντριβή της από τα ελληνικά και σερβικά στρατεύματα. Στις 14 Ιουλίου του 1913, εισέρχεται στην πόλη, μέσα σε ατμόσφαιρα ξέφρενου ενθουσιασμού, ο ελληνικός στρατός και στο Διοικητήριο της (σημερινό δικαστικό μέγαρο) κυματίζει η ιστορική σημαία της πόλης την οποία κατασκεύασαν την προηγούμενη νύχτα οι γυναίκες της Κομοτηνής. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) επιδικάζει την περιοχή στην ηττημένη Βουλγαρία και την αρχική χαρά των κατοίκων της διαδέχεται η απόγνωση. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις των Θρακών για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στον σεβασμό της συνθήκης. Ενώπιον του κινδύνου της επιστροφής του βουλγαρικού στρατού, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι ενωμένοι, ιδρύουν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας την βραχύβια Δημοκρατία της Γκιουμουλτζίνας, με πρωτεύουσα την Κομοτηνή. Η βουλγαρο-τουρκική συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 16 Σεπτεμβρίου 1913, αίρει και τα τελευταία εμπόδια για την στρατιωτική κατάληψη της περιοχής. Τον Οκτώβριο τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέρχονται στην πόλη. Αλλοι κάτοικοι θα εκτοπισθούν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, άλλοι θα φυλακιστούν και άλλοι θα καταφέρουν να διαφύγουν στις πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας, όπου περιπλανιόντουσαν πένητες και αβοήθητοι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Κομοτηνής


ΛΑΓΟΣ (Λιμάνι) ΞΑΝΘΗ
Οι αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν, έφεραν στο φως σπουδαία βυζαντινά ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε, στα δυτικά του λιμενίσκου, τμήμα οχυρωματικού περίβολου και τα ερείπια του επισκοπικού ναού των Πόρων (9ος- 10ος αι.). Επίσης βρέθηκαν ένας χάλκινος Σταυρός - εγκώλπιο, πόρπες, χάλκινα νομίσματα και ερείπια του τείχους. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας μετονομάστηκε σε Πορού και αργότερα σε Μπορού. Με το πέρασμα των χρόνων η περιοχή άλλαξε μορφή και γνώρισε την τραγική πλευρά της τουρκικής κατοχής. Κατάφερε όμως να επιβιώσει και να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα. Το όνομα Πόρτο Λάγος, που σημαίνει "Λιμάνι της Λίμνης", το πήρε από Ιταλούς ναυτικούς, Βενετσιάνους και Γενουάτες, που πέρασαν από την περιοχή. Στα μέσα του 19ου αιώνα το λιμάνι του Πόρτο Λάγος γνώρισε μεγάλη άνθιση. Αυτή την περίοδο ιδρύθηκαν πρακτορεία και μεγάλες ελληνικές και ρώσικες ναυτιλιακές εταιρείες.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Αβδήρων


ΜΑΡΩΝΕΙΑ (Χωριό) ΚΟΜΟΤΗΝΗ
  Για την Νέα Μαρώνεια δεν είναι βεβαιωμένο το πότε κτίστηκε. Έχουμε μόνον την γνώμη του γιατρού-ιστορικού Μελίρρυτου ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο και το τύπωσε το 1871 στην Κωνσταντινούπολη όπου αναφέρει ότι η νέα Μαρώνεια άρχισε να κτίζεται στις αρχές του 16ου αιώνα δηλαδή πριν 500 χρόνια. Πράγμα που αμφισβητείται. Μας λέει δε εκτός των άλλων πως η Μαρώνεια είναι μικρά κώμη αλλά κομψή κατά τας οικοδομάς «εσχάτως ανανεωθείσας και ολονέν κομψευομένας» και πως έχει 2000 περίπου κατοίκους καταγινομένους εις την γεωργίαν, δενδροφυτείαν, αμπελουργίαν, κτηνοτροφίαν και μεταξουργίαν.
  Η Μαρώνεια στις αρχές του αιώνα μας είχε την εμφάνιση μιας πλούσιας και κομψής κωμοπόλεως. Στήθηκαν βρύσες, καμπαναριό ανάμεσα στις δυο εκκλησιές, το σχολείο δωρεά των αδελφών Χατζέα, και τα εμβάσματα από τους ξενιτεμένους Μαρωνίτες από χρόνο σε χρόνο περίσσευαν.
  Και ήρθαν οι βαλκανικοί πόλεμοι.
  Οκτώβρης του 1912. Η Μαρώνεια και ολόκληρη η Δυτική Θράκη καταλαμβάνεται από τους Βούλγαρους. Τον Ιούλιο του 1913 απελευθερώνεται από τον Ελληνικό Στρατό και αγήματα του Ελληνικού στόλου αποβιβάζονται στην Παλαιοχώρα στο λιμάνι της αρχαίας Μαρώνειας. Η χαρά και τα πανηγύρια κράτησαν λίγες μέρες γιατί με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου η Δυτική Θράκη επιδικάστηκε στην Βουλγαρία και οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν. Τότε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων της Θράκης, έχοντας ακόμη πικρή την γεύση της Βουλγαρικής κατοχής που προηγήθηκε, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Η Μαρώνεια (όπως και η Κύρκη) ερημώθηκε τελείως. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Σαμοθράκη, τη Θάσο και την Καβάλα ακόμη και τον Βόλο ή σε χώρες του εξωτερικού.
  Αρχισαν να επιστρέφουν λίγοι-λίγοι από το 1919 για να ολοκληρωθεί η παλιννόστηση με την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, με την οποία η Δυτική Θράκη έγινε οριστικά μέλος της Ελληνικής Επικράτειας.
  Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, νέα βουλγαρική κατοχή και νέα ερήμωση της Μαρώνειας που αρχίζει να ξαναζεί από το 1950 και δώθε.
  Ο δικηγόρος Νίκος Νικολαϊδης που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Μαρώνεια μαζί με τους γονείς του και τον αδελφό του Γιώργο Νικολαϊδη γνωστό γλύπτη καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών γράφει μεταξύ άλλων: Την Μαρώνεια την χαρακτηρίζει μια μοναδικότητα, όχι μόνο μέσα στον θρακικό αλλά και στον Πανελλήνιο χώρο.
  Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Τούρκοι και Βούλγαροι δεν κατόρθωσαν να απορροφήσουν τους κατοίκους της. Δεν κατόρθωσαν να την σβήσουν.
  Και στάθηκε όρθια μέσα στους αιώνες.
  Όμως μετά τις αλλεπάλληλες ερημώσεις και λόγω και της επέλασης της φυλλοξήρας, τα αμπέλια της καταστράφηκαν. Μόνον κάποια αγρίμια κρυμμένα στις ρεματιές εδώ κι εκεί σώθηκαν, όπου τα ανακαλύψαμε και τα αναπτύσσουμε με την νέα προσπάθεια αναβίωσης του ιστορικού αμπελώνα της Μαρώνειας.
  Με τις γνώσεις και το υψηλό αισθητήριο του Κ. Παύλου Αργυρόπουλου, τον επικεφαλής του οινολογικού τμήματος της "Ευαγγ. Τσάνταλης" αλλά και ψυχής της οινολογικής αξιολόγησης και προσαρμογής τόσο των αγριμιών αυτών όσο και των κοσμοπολίτικων ποικιλιών Chardonnay, Syrah αλλά και άλλων που ακολουθούν, ελπίζεται ότι το γλυκό άδολο θείο πιοτό που τραγούδησε ο Όμηρος, και που η γλυκιά μυρωδιά του στον κρατήρα ευωδίαζε θαυμαστή, να συνεχίσει να πλημμυρίζει πάλι τους σύγχρονους κρατήρες.
Κείμενο: Απόστολος Τάσσου και Μελίνα Τάσσου,
μέλη του Δ.Σ. της «Μαρώνεια Α.Ε. Αμπελουργική Οινοποιητική»

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μαρωνείας


ΜΑΡΩΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΡΟΔΟΠΗ
  Στα νοτιοανατολικά της Κομοτηνής (30 χλμ.) σε μια πεδιάδα, που την προστατεύει ο 'Ισμαρος (ύψ. 678 μ.) απ' τους βοριάδες, κρύβονται τα λείψανα της αρχαίας Μαρώνειας. Το ήμερο τοπίο, κατάφυτο από ελιές, μυγδαλιές, πεύκα και αγριοκυπαρίσσια, πουρνάρια, πλατάνια, δρυς και κέδρους, αναπαύει το βλέμμα του σημερινού επισκέπτη.
  Η περιοχή κατοικήθηκε από τα νεολιθικά ήδη χρόνια (3η χιλιετία π.Χ.). Στην περίοδο αυτή όσο και στην επόμενη, την πρωτοχαλκή, (2η χιλιετία π.Χ.), είναι αναμφισβήτητη η ύπαρξη επτά, τουλάχιστον, σημαντικών οργανωμένων οικισμών, που η οικονομία τους βασιζόταν στη γεωργία και κτηνοτροφία. Τα αρχαιολογικά δεδομένα (για πρώτη φορά οχυρωμένες ακροπόλεις, κεραμεική) δείχνουν ότι στο τέλος της 2ης χιλιετίας (13ος -12ος αι. π.Χ.) θρακικά φύλα πλημμύρισαν τη χώρα. Σύμφωνα και με την παράδοση τα φύλα αυτά διέσχισαν τη Θράκη κι έφτασαν μέχρι την Τροία. Δεκαοχτώ, τουλάχιστον, θρακικοί οικισμοί εντοπίστηκαν, κυρίως στην ενδοχώρα, με αμφίβολη διάρκεια ζωής. Μερικοί πάντως υπήρχαν και τον 7ο αι. π.Χ. όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι Έλληνες.
  Η πρώτη γραπτή πηγή για τη Μαρώνεια είναι ο Όμηρος. Την αναφέρει σαν πατρίδα του Μάρωνα, ιερέα του Απόλλωνα, που κατοικούσε σ' ένα ιερό άλσος του θεού, γεμάτο δένδρα, στην πόλη 'Ισμαρο. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι την εποχή του Τρωϊκού πολέμου κατοικούσε εδώ το πολυάνθρωπο γένος των Θρακών Κικόνων που είχαν ιδρύσει, σύμφωνα με τον Στράβωνα, 3 πόλεις: Ξάνθη, Μαρώνεια, 'Ισμαρο. Στην Ιλιάδα εμφανίζονται σαν γενναίοι πολεμιστές να αγωνίζονται, πεζοί ή έφιπποι, στο πλευρό των συμμάχων τους Τρώων κατά των Ελλήνων.
  Μετά τον πόλεμο ο Οδυσσέας σταμάτησε στα μαρωνίτικα ακρογιάλια και φιλοξενήθηκε από τον Κύκλωπα Πολύφημο στη σπηλιά του. Για να γλυτώσει και να ξεφύγει με τους συντρόφους του, μέθυσε τον οικοδεσπότη του με το περίφημο μαρωνίτικο κρασί, που ο Όμηρος εξυμνεί το κόκκινο χρώμα και την ευωδιά του. Σήμερα μια σπηλιά ανάμεσα στα χωριά Προσκυνητές και Μαρώνεια, στην οποία συστηματικές ανασκαφές έφεραν στο φως κεραμεική από τη νεολιθική εποχή μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια, ονομάζεται απ' τους ντόπιους «Σπηλιά του Κύκλωπα". Τον 7ο αι. π.Χ. ξεκινάει το κύμα του β' ελληνικού αποικισμού. Η ανάπτυξη αστικής τάξης στις ελληνικές πόλεις και οι αγώνες της εναντίον της αριστοκρατίας, η ανάγκη επέκτασης του εμπορίου και εξεύρεσης νέων πηγών πλούτου οδήγησαν σ' αυτόν. Οι ακτές της Θράκης, του Αιγαίου και των μικρασιατικών παραλίων, ήταν γνωστές στους Έλληνες, γιατί από εκεί προμηθεύονταν ναυπηγήσιμη ξυλεία, πολύτιμα μέταλλα, δούλους. Έτσι άποικοι από την κεντρική και τη νησιώτικη Ελλάδα εγκαθίστανται σ' όλο το μήκος της θρακιώτικης παραλίας και ιδρύουν μια σειρά από ελληνικές πόλεις.
  Η εξαιρετικά προνομιακή γεωγραφική θέση, το εύκρατο μεσογειακό κλίμα και η ευφορία της περιοχής της Μαρώνειας προσέλκυσαν τους Χίους αποίκους, που το α' μισό του 7ου αι. π.Χ. έφτασαν εδώ αναζητώντας καινούρια πατρίδα. Σαν οικιστής της νέας πόλης, που εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες και αξιολογότερες της Θράκης, φέρεται ο Μάρωνας, γιος του Ευάνθη.
  Η θέση του πρώτου χιώτικου οικισμού είναι μέχρι σήμερα άγνωστη. Από τον καθηγητή Γ. Μπακαλάκη έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μία ακρόπολη στην κορυφή του Ισμάρου, Αγ. Γεώργιος, στα Α. της Μαρώνειας πιθανόν να είναι η πρώτη ακρόπολη των Χίων αποίκων. Κτισμένη σε απόκρημνη περιοχή (υψ. 461 μ.), δυνατή και απροσπέλαστη, έχει περίμετρο 1330 μ. Η πολυγωνική τοιχοδομία της Α. πλευράς τη δείχνει προπερσική, ενώ όπως δείχνει ή κεραμεική, δεν αποκλείεται ορισμένα τμήματα της να ανήκουν σε οχυρωμένο οικισμό των θρακών του 13ου-12ου αι. π.Χ. Η ακρόπολη εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και μετά την κατασκευή του ισχυρού κλασικού περιβόλου της γειτονικής Μαρώνειας γιατί λόγω της θέσης της την προστάτευε από Α. Δύο μικρά τείχη ξεκινούν από τη μέση της Α. και Δ. πλαγιάς του Αγ. Γεωργίου και καταλήγουν στη θάλασσα, όπου θα υπήρχε λιμάνι. Στη μέση περίπου του Α. σκέλους διατηρείται μικρός περίβολος, για την ενίσχυση της άμυνας στο πεδινό και ευπρόσβλητο αυτό σημείο. Τα σκέλη του τείχους δεν φθάνουν μέχρι την ακρόπολη γιατί οι πλαγιές του λόφου είναι σχεδόν αδιάβατες, προστατευόμενες από πελώριους βράχους. Δεν είναι γνωστό αν η εγκατάσταση των καινούριων κατοίκων έγινε ειρηνικά ή ύστερα από σκληρούς αγώνες με τους Κίκονες, θα πρέπει όμως με την πάροδο του χρόνου να αναπτύχθηκαν φιλικές σχέσεις και ίσως να έγινε και εδώ, όπως στη Θάσο και στη Σαμοθράκη, μια ειρηνική ανάμειξη Ελλήνων και Θρακών. Σ' αυτό πιθανόν οφείλονται τα λίγα γνωστά θρακικά ονόματα από μεταγενέστερες επιγραφές της Μαρώνειας. Βάση της οικονομίας της νέας πόλης με τον πλούσιο ελαιώνα, τα καρπερά αμπέλια, τα δάση και τα βοσκοτόπια ήταν η γεωργία κι η κτηνοτροφία. Ομως γρήγορα οι κάτοικοι στράφηκαν και στο εμπόριο και τη θάλασσα, αφού η θέση της πόλης, κοντά σ' έναν ασφαλή για τα πλοία όρμο, ευνοούσε την ανάπτυξη και σ' αυτούς τους τομείς.
  Δυστυχώς δεν έχουμε στοιχεία για τη ζωή στα αρχαϊκά χρόνια. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε ότι, καθώς οι Μαρωνίτες έρχονταν από τη Χίο, όπου ήδη οι τέχνες γνώριζαν μεγάλη άνθηση, θα έφεραν μαζί τους μιαν αναπτυγμένη καλλιτεχνική παράδοση. Αψευδείς και μόνοι μάρτυρες τα όμορφα νομίσματά τους πού από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. δίνουν μια ιδέα του επιπέδου της τέχνης τους, αλλά και της ήδη αναπτυγμένης οικονομικής ζωής. Η μόνη ιστορική πληροφορία πού έχουμε για την πόλη την περίοδο αυτή είναι η διαμάχη της με τη Θάσο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. για την κατοχή της αποικίας των Θασίων Στρύμης. Όπως φαίνεται, στην περίοδο των περσικών πολέμων, η Μαρώνεια ακολούθησε την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων της Θράκης και υποτάχτηκε στους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος μιλώντας για την εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδος αναφέρει τη Μαρώνεια, γιατί απ' την περιοχή της περνάει η στρατιά του. Μετά τη συντριβή των Περσών, ιδρύεται η α' Αθηναϊκή Συμμαχία το 478/ 7. Στους φορολογικούς καταλόγους των μελών της βρίσκουμε τη Μαρώνεια να πληρώνει εισφορά 1 τάλαντο καί 3.000 δραχμές. Το ποσό αυτό αυξάνει το 437 π.Χ. σε 3 τάλαντα, ποσό που μαρτυρεί τη μεγάλη οικονομική άνθηση της πόλης. Είναι άλλωστε γνωστό ότι από την περίοδο αυτή η Μαρώνεια, μαζί με τα γειτονικά Αβδηρα καί την Αίνο (σημ. στην Τουρκία, κοντά στίς ανατ. όχθες των εκβολών του Έβρου), είναι οι τρεις σημαντικότερες καί πλουσιότερες πόλεις της Θράκης. Γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι βασιλείς των θρακών Οδρυσών Τήρης και ο γιος του Σιτάλκης, υποτάσσοντας τα θρακικά φύλα της περιοχής, ίδρυσαν ισχυρό βασίλειο πού περιλάμβανε τμήμα της Ανατ. Μακεδονίας μέχρι το Στρυμόνα, τη Θράκη μέχρι το Βυζάντιο και τη σημ. Βουλγαρία. Δεν είναι εξακριβωμένο αν η Μαρώνεια, όπως οι άλλες ελληνικές πόλεις των παραλίων, αναγκάστηκε να πληρώνει φόρο στους Οδρύσες βασιλείς. Ένα είναι βέβαιο, ότι είχε στενές σχέσεις μαζί τους όπως δείχνουν τα νομίσματα των Οδρυσών που είτε κόπηκαν στο νομισματοκοπείο της Μαρώνειας, είτε έγιναν από Μαρωνίτες χαράκτες. Ο 4ος αι. είναι η εποχή της μεγάλης ακμής της Μαρώνειας. Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 1969 και συνεχίζονται συστηματικά από το 1978, αποκαλύπτουν κάθε χρόνο καινούρια στοιχεία για να στηρίξουν αυτή την άποψη που μέχρι τώρα βασιζόταν σε ενδείξεις (αρχαίοι συγγραφείς, νομισματοκοπία, επιγραφές). Ένα ισχυρό τείχος προστάτευε την πόλη. Είχε περίμετρο 10.400 μ. περίπου καί σώζονται αρκετά τμήματα του καί πύργοι. Ξεκινάει από την ψηλότερη κορυφή του Ισμάρου, τον Αγ. Αθανάσιο, όπου και η ακρόπολη και με 2 σκέλη, που κλείνουν μια τεράστια έκταση, κατεβαίνει ως τη θάλασσα. Δεν είναι πιθανόν ότι όλο αυτό το χώρο καταλάμβανε η πόλη, πού θα πρέπει να περιοριζόταν στα πεδινά και πλησιέστερα στη θάλασσα. Μάλλον απέβλεπαν να ασφαλίσουν μία μεγάλη περιοχή, όπου στις δύσκολες ώρες των εχθρικών επιδρομών θα μπορούσε να καταφύγει ο πληθυσμός της υπαίθρου, ακόμη και τα κοπάδια. Το τείχος σώζεται, στα καλύτερα διατηρημένα τμήματα του, σε ύψος το πολύ 2μ. ενώ το πάχος του είναι 2,30-3 μ. Είχε κατά διαστήματα ορθογώνιους ή ημικυκλικούς πύργους, σε πυκνότερη διάταξη στα πεδινά μέρη που ήταν πιο ευπρόσβλητα. Στο μέσο της περιτειχισμένης περιοχής, όπου δεν έχουν εντοπιστεί λείψανα κατοίκησης, υπήρχε κάποια εγκατάσταση στρατοπέδου, της οποίας σώζονται τμήματα τείχους καί πύργος. Γνεύσιο και σαθρός γρανίτης, πετρώματα από ντόπια λατομεία, χρησιμοποιήθηκαν σαν οικοδομικό υλικό. Ητοιχοδομία είναι κατά κύριο λόγο ισοδομική, αλλά σε ορισμένα σημεία οι λιθόπλινθοι είναι πολυγωνικοί κι αλλού μικρές πέτρες γεμίζουν τα κενά των αρμών. Αποτελείται από έναν εσωτερικό τοίχο κι έναν εξωτερικό, ενώ το μεταξύ τους κενό γεμίστηκε με λιθορριπή και χώμα. Δυστυχώς δεν εντοπίστηκε μέχρι τώρα καμιά πύλη.
  Ένας μικρότερος περίβολος, του οποίου βρέθηκαν ελάχιστα αμφίβολα λείψανα, θα προστάτευε την περιοχή του λιμανιού. Στη θέση αυτή κυριαρχούν σήμερα τα επιβλητικά λείψανα της βυζαντινής οχύρωσης. Ο φυσικός όρμος παρείχε ασφάλεια από νότιους, βόρειους και ανατολικούς ανέμους. Τον 4ο αι., πιθανότατα, εποχή της μεγάλης ακμής της πόλης, δημιουργήθηκε ένα τεχνητό λιμάνι, για την καλύτερη προστασία του ισχυρού πολεμικού καί εμπορικού της στόλου. Ένας λιμενοβραχίονας ξεκινάει από την Α. άκρη του όρμου, προχωρεί γύρω στα 170 μ., έπειτα κάμπτεται και με ΒΔ κατεύθυνση προχωρεί γύρω στα 130 μ. Δεν ξέρουμε αν υπήρχε και δεύτερος βραχίονας από Δ. Είναι όμως πολύ πιθανόν γιατί έτσι θα εξασφαλιζόταν καλύτερα ο στόλος ιδίως σε πολεμικές περιόδους.
  Η ύπαρξη ισχυρού στόλου και η ανθηρή οικονομία φαίνεται από το ότι τα πληρώματα του αθηναϊκού στόλου εγκατέλειπαν, πολλές φορές, τα πλοία τους και κατατάσσονταν στο μαρωνίτικο στόλο όπου έβρισκαν καλύτερους οικονομικούς όρους. Η έκταση των τειχών όσο και η εισφορά στο ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας δείχνουν ακόμη ότι η Μαρώνεια, την περίοδο αυτή, θα πρέπει να ήταν από τις πιο πολυάνθρωπες πόλεις. Υπολογίζεται ότι θα πρέπει να είχε γύρω στους 12.000 κατοίκους. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι παίζουν το ρόλο του ρυθμιστή στις τύχες των ελληνικών πόλεων των θρακικών παραλίων. Το 337 π.Χ., σε μία σύγκρουση των Μαρωνιτών με τους Αβδηρίτες παρεμβαίνει ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας. Το 361 π.Χ. οι Μαρωνίτες καταλαμβάνουν τη Στρύμη, αλλά την επόμενη χρονιά η μητρόπολη της τελευταίας, η Θάσος, με τη βοήθεια των Αθηναίων την ξαναπαίρνει. Στα μέσα του 4ου αι. εμφανίζεται στην περιοχή μια άλλη μεγάλη δύναμη οι Μακεδόνες, που με τον Φίλιππο Β' επεκτείνουν ολοένα τα όρια της κυριαρχίας τους. Την άνοιξη του 353 ο Φίλιππος επετέθη στη Μαρώνεια αλλά δεν κατόρθωσε να την καταλάβει γιατί συνάντησε μεγάλη αντίσταση από το σύμμαχο της πόλης, τον θράκα ηγεμόνα Αμάδοκο, που ήταν κύριος της περιοχής ανάμεσα στον Έβρο καί το Νέστο. Κινδύνεψε μάλιστα κι από τον αθηναϊκό στόλο. Όμως ο Φίλιππος δεν το βάζει κάτω. Το 350 π.Χ. θέτει τέρμα στην ανεξαρτησία της πόλης και την προσαρτά στο βασίλειό του. Τότε σταματάει και η κυκλοφορία των αυτόνομων χρυσών (είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν το α' μισό του 4ου αι. π.Χ.) και ασημένιων νομισμάτων. Μια σειρά από 28 ασημένια τετράδραχμα του α' μισού του 4ου αι. π.Χ. είναι εκτεθειμένα στο Νομισματικό Μουσείο. Επιτρέπουν στη Μαρώνεια να κόβει μόνο μικρά χάλκινα νομίσματα για τις εσωτερικές της ανάγκες.
  Οι ανασκαφές αποκάλυψαν, μέχρι σήμερα, από την πόλη του 4ου και 3ου αι. π.Χ. το θέατρο, ένα ιερό αφιερωμένο, κατά πάσαν πιθανότητα, στο Διόνυσο και κατοικίες.
  Στην τοποθεσία «Καμπάνα» ήταν γνωστή ή θέση του αρχαίου θεάτρου από το 1905, όταν οι Μαρωνίτες πήραν τα εδώλια και τα χρησιμοποίησαν στην κατασκευή του δημοτικού σχολείου. Η πρώτη μορφή του θεάτρου ανήκει στα Ελληνιστικά χρόνια. Τρεις σειρές εδωλίων από ασβεστόλιθο σώθηκαν στη θέση τους, ενώ είναι βέβαιη η ύπαρξη 10 σειρών πού ήταν χωρισμένες με 9 κερκίδες συνολικής χωρητικότητας πάνω από 2.500 θεατών. Πιθανή είναι και η ύπαρξη άνω διαζώματος οπότε η χωρητικότητά του θα ξεπερνούσε τους 5.000-6.000 θεατές. Στα ρωμαϊκά χρόνια έγινε μετασκευή, όπως σ' όλα τα ελληνικά θέατρα. Προστέθηκε σειρά θωρακίων για να προστατεύει τους θεατές κατά τις θηριομαχίες. Ενώ η αρχική κατασκευή, εδώλια, κλίμακες είναι πολύ επιμελημένη, η ρωμαϊκή μετασκευή είναι πρόχειρη και σε μερικές περιπτώσεις κατάστρεψε τα εδώλια της πρώτης σειράς. Η σκηνή των ρωμαϊκών χρόνων και, αυτή, δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη ολόκληρη, ενώ το κεντρικό της τμήμα, έχει παρασυρθεί από το χείμαρρο πού περνούσε από το θέατρο στα μεταγενέστερα χρόνια. Κιονίσκοι και επιστύλια σώθηκαν από τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο της σκηνής καθώς και μερικοί θρόνοι, όχι όμως στη θέση τους. Το θέατρο κτίστηκε πάνω σε έναν χείμαρρο. Ένας αγωγός, βάθους 1.00 μ. και πλάτους 6,30 μ., συγκέντρωνε τα νερά του χειμάρρου που μέσω του αγωγού της ορχήστρας χύνονταν πίσω από τη σκηνή όπου συνεχιζόταν ο αγωγός. Η ορχήστρα πιθανότατα ήταν από πατημένη γη αρχικά και δεν είμαστε βέβαιοι για τη ρωμαϊκή της φάση, γιατί δεν έχει αποκαλυφθεί ολόκληρη. Επιγραφές σώθηκαν στα εδώλια, όπως της αρχαίας πόλης Τοπείρου πού δεν έχει εντοπιστεί, και της Γερουσίας.
  Τα λίγα ιστορικά στοιχεία που έχουμε για τη Μαρώνεια που βρισκόταν στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου πλουτίζονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Πενιχρά είναι τα λείψανα ενός ιερού, ίσως του Διονύσου, που αναφέρεται στις επιγραφές. Η ταράτσα του όμως στηριζόταν σε ένα ωραιότατο ανάλημμα που μας δείχνει πώς θα ήταν τα πάνω μέρη του Ιερού, αν σωζόταν. Ένας πλατύς πρόδομος με σηκό και εστία ή βάση αγάλματος μαζί με συμπληρωματικούς χώρους στις δύο πλευρές συγκροτούν μία μορφή ενός τυπικού επαρχιακού Ιερού του 4ου αι. π.Χ. Πρόσφατα μακρόστενοι χώροι με χωρίσματα ανασκάφτηκαν κοντά στο Ιερό και θα χρησίμευαν για τις λειτουργίες του. Μια ιδέα για το επίπεδο ζωής των κατοίκων της ελληνιστικής Μαρώνειας μας δίνει ένα σπίτι των αρχών του 3ου αι. π.Χ. Το μέγεθος του κτιρίου - 450 μ2 περίπου -, η επιμελημένη τοιχοδομία που καλύπτεται με κονιάματα, το ψηφιδωτό που λαμπρύνει τον ανδρώνα, όλα δείχνουν ότι οι Μαρωνίτες εκτιμούσαν και στην ιδιωτική τους ζωή την πολυτέλεια και την άνεση, που τους επέτρεπε η οικονομική τους επιφάνεια. Το σπίτι ήταν προσιτό από μία περίστυλη, λιθόστρωτη αυλή, ενώ δίπλα σ' αυτήν υπάρχει μια δεύτερη ανοιχτή, πλακοστρωμένη. Αποτελείται από δύο μικρά δωμάτια, ίσως κοιτώνες, ένα λουτρό (;), ένα μεγάλο δωμάτιο πού η εστία στο κέντρο δείχνει ότι πρέπει να προοριζόταν για λατρεία, έναν ευρύχωρο ανδρώνα με ψηφιδωτό δάπεδο με φυτική διακόσμηση και ένα τελευταίο, μεγάλο επίσης, δωμάτιο, όπου το πλήθος των αγνύθων υποδεικνύει την ύπαρξη στο χώρο αυτό αργαλειών.
  Στα ελληνιστικά χρόνια αλλάζει συχνά επικυρίαρχο, από το Λυσίμαχο της Θράκης στον Πτολεμαίο Γ' της Αιγύπτου για να κατακτηθεί από τον Φίλιππο Ε' και λίγα χρόνια αργότερα να περιέλθει στον Αντίοχο Γ' της Συρίας (197 - 189 π.Χ.). Την περίοδο αυτή τη Μαρώνεια και τη γειτονική της Αίνο διεκδικούν ο Ευμενής της Περγάμου και ο Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας. Τότε στα πράγματα της Ελλάδας επεμβαίνουν κάθε τόσο οι Ρωμαίοι, με πρόσκληση μάλιστα των ίδιων των ελληνικών πόλεων. Έτσι κι αυτή τη φορά η ρωμαϊκή Σύγκλητος, για να αποσοβήσει τη σύγκρουση των δύο βασιλέων, κηρύσσει ανεξάρτητες την Αίνο και τη Μαρώνεια. Την προστασία όμως της Ρώμης η Μαρώνεια την πλήρωσε ακριβά. Μένοντας μόνη ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στις επιθέσεις των θρακικών φύλων, χωρίς και να πάψει να σπαράσσεται από εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στο φιλομακεδονικό και φιλοπεργαμινό κόμμα.
  Οι αρχαιότερες και σημαντικότερες λατρείες της πόλης πρέπει να ήταν του Απόλλωνα και του Διονύσου. Και για τον Απόλλωνα έχουμε το χωρίο του Ομήρου, που αναφέρθηκε στην αρχή, ενώ για το Διόνυσο μαρτυρεί η εικόνα του θεού και το σύμβολό του, το σταφύλι, που αποτελούν δύο από τους κύριους νομισματικούς τύπους. Αργότερα προστέθηκε και η λατρεία του μυθικού οικιστή της πόλης Μάρωνα. Παράλληλα, από επιγραφές γνωρίζουμε ότι λατρεύονταν ο Δίας, ο Ποσειδώνας, ο Ερμης και ο Ασκληπιός. Από τα ελληνιστικά, όπως φαίνεται, χρόνια εισάγονται στην πόλη οι αιγύπτιοι θεοί 'Ισις, Σέραπις, Ανουθις και Αρποκράτης. Στα ρωμαϊκά χρόνια προστίθεται και η λατρεία της Ρώμης. Από αναθηματικές μάλιστα επιγραφές φαίνεται ότι ο Διόνυσος, ο Μάρων, ο Ζευς κι η Ρώμη είχαν κοινό ιερέα. Για το πολίτευμα της πόλης στοιχεία δίνουν επιγραφές της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου. Υπάρχει Βουλή, Δήμος και, από επιγραφή στο θέατρο, φαίνεται ότι υπήρχε και Γερουσία. Το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό και, όπως φαίνεται, οι απόγονοι των πρώτων οικιστών αποτελούσαν την αριστοκρατική τάξη. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους, η Μαρώνεια από καιρό ευνοούμενή τους, αποκτά την ελευθερία της και γνωρίζει μια νέα εμπορική και οικονομική άνθηση. Μάρτυρες τα ασημένια τετράδραχμα που έθεσε σε κυκλοφορία λίγο μετά το 148 π.Χ. και που μαζί με τα σχεδόν όμοια θασίτικα ήταν, την περίοδο αυτή, τα κυριότερα νομίσματα της Θράκης. Μια επιγραφή πού μνημονεύει συνθήκη μεταξύ Μαρώνειας και Ρώμης το 127-129 μ.Χ., και ένα εγκώμιο, σε επιγραφή επίσης, στην 'Ισιδα του 1ου αι. μ.Χ. δείχνουν και τη δύναμη της πόλης και τις διεθνείς της σχέσεις με Ρώμη και Αίγυπτο. Μια διπλή μνημειακή πύλη με τρία ανοίγματα σε κάθε πλευρά, ίσως κτίστηκε προς τιμή του αυτοκράτορα Αδριανού όταν πιθανολογείται ότι επισκέφθηκε τη Μαρώνεια το 124/25 μ.Χ. Τμήμα πιθανώς υστερορωμαϊκού αποχετευτικού αγωγού καλής κατασκευής δείχνει επίσης ότι η πόλη σ' αυτήν την περίοδο παρέμενε ακόμη σε ακμή.
  Η πόλη συνέχισε τη ζωή της και στα βυζαντινά χρόνια. Ήταν μάλιστα έδρα επισκόπου. Σώζονται στην παραλία Αγ. Χαράλαμπος τμήματα του βυζαντινού τείχους και πύργοι, ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής και ψηφιδωτό δάπεδο της ίδιας εποχής, θεμέλια βυζαντινής εκκλησίας και κτιρίων. Στα μεσαιωνικά χρόνια ο φόβος των πειρατικών επιδρομών ανάγκασε τους κατοίκους να αποτραβηχτούν στο εσωτερικό, όπου ίδρυσαν το ομώνυμο (σήμερα) με την αρχαία πόλη χωριό στα ΒΔ από την κορυφή Αγ. Αθανάσιο του Ισμάρου. Στην ίδια εποχή οι κάτοικοι κατάστρεψαν το λιμάνι και το κατάχωσαν για να μη βρίσκουν καταφύγιο οι πειρατές. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, για μια πόλη σαν τη Μαρώνεια, είναι ακόμη λίγα. Δεν βρέθηκε ή αγορά - πιθανότατα είναι κρυμμένη κάτω από τα βυζαντινά ερείπια - και τα ιερά της. Όλες οι ενδείξεις μας πείθουν ότι η γη της Μαρώνειας κρύβει ακόμη σπουδαία ευρήματα πού με την πρόοδο των ερευνών δε θ' αργήσουν να αποκαλυφθούν.
Κείμενο:
Μαρία Σαρλά - Πεντάζου
Επιμελήτρια αρχαιοτήτων,
Βαγγέλης Πεντάζος
Έφορος Αρχαιοτήτων Δελφών

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μαρωνείας


ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ (Κωμόπολη) ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
  Η Νέα Βύσσα με πληθυσμό 3300 κατοίκους, βρίσκεται στις χαμηλές παρέβριες περιοχές και στο βορειοανατολικότερο πεδινό σημείο το νομού Έβρου, νότια από την παλιά ελληνική πόλη Αδριανούπολη (Ουσκουδάμας). Ο λαός της - όπως προκύπτει από τη μελέτη των ηθών και των εθίμων του, αλλά και της ψυχοσύνθεσής του - προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τον πανάρχαιο ισχυρότατο και πολεμικό λαό της Θράκης των Βησσών (ή Βέσσων), που κυριαρχούσε στην ίδια περιοχή και που όπως αναφέρει πρώτος ο Ηρόδοτος, ήταν φύλο του έθνους των Σατρών που με άδεια τους είχαν την επιμέλεια χρηστηρίου του Διονύσου. Οι Βησσοί ήταν λαός ατίθασος, πολεμικός και ληστρικός. Μέχρι δε 183 π.Χ. αναφέρονται σαν ο κυριότερος λαός της Θράκης.
  Με το πέρασμα αιώνων και μετά από συνεχείς πολέμους με τους Ρωμαίους - στην κυριαρχία των οποίων τελικά υπάχθηκαν μετά την ήττα από το Λεύκιο Πίσσωνα το 11 μ.Χ. -περιορίσθηκαν πληθυσμιακά. Τον 4ο αι. π. Χ. εκχριστιανίστηκαν, οπότε άρχισε να περιορίζεται και η παροιμιώδης αγριότητά τους.
  Μέχρι τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας κανένας ιστορικός, γεωγράφος ή περιηγητής δεν αναφέρει την ύπαρξη του χωριού. Στα χρόνια της τουρκικής κατοχής και μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας και της έλλειψης οποιωνδήποτε γραπτών στοιχείων, είναι αδύνατο να βρει κανείς στοιχεία για το ξεφύτρωμά του. Για να επιχειρήσουμε να βρούμε την αρχή της ίδρυσής του, πρέπει να στηριχτούμε σε γενικά δεδομένα και στην παράδοση, που έχει ανακατευτεί με πολλές φανταστικές αναφορές και έχει δημιουργήσει διάφορες εκδοχές. Την εποχή της τουρκοκρατίας λοιπόν, συναντούμε μια μικρή ομάδα οικογενειών που κατοικεί στο κέντρο της άλλοτε χώρας τους, σε μικρό οικισμό, 8 με 10 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά της Αδριανούπολης, στις παρυφές υψωμάτων με την ονομασία Παλάτι. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται νότια από τη συμβολή του ποταμού Έβρου με τον Τούντζα, σε ένα σημείο που το ποτάμι σχηματίζει ένα ημικύκλιο.
  Πριν από τη μετακίνησή του είχε διαμορφωθεί σε ένα χωριό με δώδεκα συνοικίες. Τα σόϊα έμεναν συνήθως στην ίδια συνοικία. Οι δρόμοι του ήταν ίσιοι από την μια άκρη του χωριού έως την άλλη.
  Είχε τρεις πλατείες. Η μία ήταν στο βόρειο μέρος το χωριού, κοντά στο ποτάμι και ονομαζόταν Καβάκα, γιατί υπήρχε εκεί ένα τεράστιο "καβάκι" (λεύκα). Σε αυτήν την πλατεία γίνονταν οι χοροί και τα γλέντια του καλοκαιριού. Η δεύτερη βρισκόταν νοτιότερα της Καβάκας, σε μια τούμπα (ύψωμα) που υπήρχε εκεί. Την έλεγαν Αμπάρα, γιατί εκεί βρισκόταν τα αμπάρια (αποθήκες), όπου έδιναν σαν φόρο στους Οθωμανούς. Η Τρίτη βρισκόταν δίπλα στους μύλους το Σιαντίδη, στο νοτιοανατολικό μέρος του χωριού και ονομαζόταν η πλατεία των μύλων. Το σχολείο και η εκκλησία βρισκόντουσαν στο βόρειο μέρος του χωριού δίπλα στο ποτάμι και ανατολικά από την Καβάκα. Υπήρχαν δύο σχολικά κτίρια, ανάμεσα στα οποία ήταν χτισμένη η εκκλησία το Αγίου Γεωργίου. Ο οικισμός αυτός, επειδή διέτρεχε τον κίνδυνο του πλήρους αφανισμού, λόγω του ότι βρισκόταν υπό τη διαρκή απειλή ληστών αναγκάστηκε να μετοικήσει πλησιέστερα προς την Αδριανούπολη, όπου και περιορίζονταν οι κίνδυνοι. Ο τόπος στον οποίο εγκαταστάθηκαν οι λίγες αυτές οικογένειες ήταν Βόσνιοι αιχμάλωτοι. Σε αυτούς οι Τούρκοι είχαν επιβάλει την καταναγκαστική εργασία της μεταφοράς των λαφύρων από τη Βαλκανική Χερσόνησο προς το εσωτερικό της αυτοκρατορίας τους. Οι Βόσνιοι, κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης και της βοσκής των καμήλων έμεναν σε έναν πρόχειρο καταυλισμό που με τον καιρό ονομάστηκε Μπόσνα ("τόπος των Βοσνίων") (οι Τούρκοι το έλεγαν "Μποσνάκοϊ"). Μετά τη μετοίκηση όμως των νέων κατοίκων, πήρε το όνομα Βοσνοχώριον. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η παραμονή των Βοσνίων ήταν βραχύχρονη και κατά συνέπεια δεν υπήρξε καμία αφομοίωση με τους ντόπιους. Βέβαια σαν αποτέλεσμα της διέλευσης των Βοσνίαιων από το μέρος εκείνο έμεινε μόνο η ονομασία του οικισμού ως Βοσνοχώρι.
  Οι νέοι κάτοικοι έχοντας απαλλαχθεί από τους επιδρομείς και από την τουρκική καταπίεση, επιδόθηκαν ολόψυχα σε ειρηνικές ασχολίες, όπως:στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη σηροτροφία, την αμπελουργία και την υφαντουργία. Το χωριό τροφοδοτούσε την Αδριανούπολη με άφθονα λαχανικά και φρούτα, καθώς είχε πολλούς λαχανόκηπους και ήταν μόνο Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, χωρίς να υπάρχει κανείς αλλόφυλος. Κάθε μέρα με τα κάρα τους οι λαχανοπαραγωγοί έφερναν φρέσκα λαχανικά στην Αδριανούπολη, έχοντας πάντα μαζί τους και από 1-2 βοηθούς, είτε παιδιά τους, είτε παραγιούς. Σύντομα οργανώθηκαν σε μια λαμπρή κοινότητα (Δημογεροντία), η όποία αφού απέκτησε μεγάλη διοικητική ισχύ, κατόρθωνε να ιδρύει σχολεία και ναούς, να διορίζει δασκάλους, να αναζωπυρώνει την Εθνική Ιδέα, και όλα αυτά, ικανοποιώντας τεχνητά τα θελήματα των κατακτητών. Αν και έζησαν κάτω από δουλεία διατήρησαν αναλλοίωτες τις βασικές αρχές της ζωής τους, τα ήθη και τα έθιμά τους ιδίως από ηθικής πλευράς.
Νεώτερα χρόνια
  Το 1920 με την απελευθέρωση της περιοχής η Μπόσνα ονομάστηκε Βύσσα. Τον Αύγουστο το 1923, με την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης, η οποία ρύθμιζε τα σύνορα και την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Βύσσα (Μπόσνα) δόθηκε στους Τούρκους, μαζί με την Σιδηρόπετρα (Ντεμιρτάς). Ο κάτοικοι του Βοσνοχωρίου - Μπόσνα εγκαταστάθηκαν στην τωρινή τοποθεσία 4χλμ. Νοτιότερα, δίπλα στα σύνορα, σε περιοχή που βρισκόταν ο τουρκικός οικισμός Αχύρ - Κιοϊ, που το 1920 σήμαινε Σταυλοχώρι ή κατά παραλλαγή του 1930 Αχυροχώρι. Οι κάτοικοι προτίμησαν αυτή τη λύση, διότι τα περισσότερα χωράφια τους είχαν απομείνει στο ελληνικό έδαφος (παπάς - γιαλοί και Παλάτι) και θεώρησαν την εγκατάστασή τους στον Αχυροχώρι προσωρινή και τη γρήγορη επιστροφή τους στο Βοσνοχώρι σίγουρη.
  Το 1930, ο καθηγητής του Γυμνασίου Αδριανούπολης Λαμπουσιάδης, στον οποίο ανατέθηκε από τη Διοίκηση να δώσει στον οικισμό την καταλληλότερη ονομασία, μετονόμασε τον οικισμό σε Νέα Βύσσα.
  Σταθμός της Αδριανούπολης ήταν το Καραγάτς - για αυτό και παραχωρήθηκε στους Τούρκους αν και βρίσκεται στην δυτική όχθη του Έβρου ποταμού - και τα τουρκικά τρένα που πήγαιναν στην Αδριανούπολη περνούσαν από ελληνικό έδαφος (τη Νέα Ορεστιάδα) και τα ελληνικά τρένα που κατευθύνονταν βορειότερα περνούσαν από το τουρκικό (Καραγάτς). Τον Οκτώβριο του 1971 οι Τούρκοι έκαναν νέα γραμμή Αλπουλού - Αδριανούπολη - Καπού Κουλέ χωρίς να διασχίζουν πλέον το ελληνικό έδαφος. Ο σταθμός του Καραγάτς καταργήθηκε και το 1975 η χώρα μας κατασκεύασε νέα γραμμή από Νέα Βύσσα μέχρι Μαράσια, οπότε τα ελληνικά τρένα δεν περνούν πλέον από τουρκικό έδαφος.
  Τα Καραγάτς δεν έχει πια την παλιά αίγλη του σιδηροδρομικού σταθμού και της ευρωπαϊκής του κοινωνικής ζωής που είχε άλλοτε. Τώρα είναι ένα ασήμαντο χωριουδάκι. Οι σιδηροδρομικές γραμμές ξηλώθηκαν. Το μεγάλο κτίριο του σταθμού έγινε το πανεπιστήμιοTRAKYA YNICERTESI και οι σπουδαστές πηγαινοέρχονται με λεωφορεία από την Αδριανούπολη. Ανατολικά της Αδριανούπολης κτίζονται νέα κτίρια του τουρκικού πανεπιστημίου και θα αποτελέσουν μια μεγάλη πανεπιστημιούπολη.
  Η Μπόσνα σχεδόν δεν υπάρχει. Μένουν μόνο μερικές οικογένειες κτηνοτρόφων και όλα τριγύρω είναι ερείπια. Μονάχα μία γέφυρα κατασκευάστηκε που συνδέει με την αντίπερα όχθη του ποταμού.
(Στοιχεία από τα αρχεία του Σχολείου και το βιβλίο: Το Γένος Καραθεοδωρή του Τάκη Τσονίδη).
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2004, με φωτογραφίες, από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Βύσσας

Ιστορία της Ξάνθης

ΞΑΝΘΗ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

Νέα Ορεστιάδα

ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ

ΠΑΓΓΑΙΟ (Δήμος) ΚΑΒΑΛΑ
  Το όρος Παγγαίο, Νύσα κατά τον Όμηρο θεωρείται το βουνό όπου γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Διόνυσος. Το όνομά του κατά την μυθολογία, το πήρε από τον γιο του Αρη και της Κριτοβούλης τον Παγγαίο αλλά κατά τον Στράβωνα είναι η σύνθεση των λέξεων παν+γαία που σημαίνει η ανεξάρτητη περιοχή που βρίσκεται μεταξύ εύφορων πεδιάδων.
  Στο Παγγαίο που κατά τον μύθο ευδοκίμησαν τα Διονυσιακά μυστήρια πιστεύουν ότι ο Ορφέας άφησε το στίγμα του μέσα από την μουσική και την καλλιτεχνία του.
  Η ονομαστή Σκαπτή Υλη την οποία αναφέρει ο Θουκυδίδης που δεν ήταν άλλη από τα μεταλλεία χρυσού που υπήρχαν στην περιοχή, μπορεί να άφησε απομεινάρια τις "σκουριές" που λένε οι ντόπιοι και που εικάζεται ότι βρισκόταν σ' αυτή την πλευρά του Παγγαίου.
  Από τον χρυσό αυτό έφτιαχνε νομίσματα ο Φίλιππος Β΄ βασιλιάς της Μακεδονίας και από το πολύτιμο αυτό μέταλλο χρηματοδότησε την εκστρατεία του στην Ασία ο Μέγας Αλέξανδρος.
  Από τον μύθο μπορεί κανείς να ακουμπήσει στην σημερινή πραγματικότητα βλέποντας την αναβίωση του εθίμου των "Αράπηδων" που έχει τις ρίζες του στην παγανιστική διονυσιακή λατρεία και στο "Κάψιμο των Ψίλων" που έχει αναγωγές στους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς "φανούς".
Το Ιερό Παγγαίο
  Στον τόπο μας η ιστορία είναι αδιάκοπη, χαμένη στους αιώνες. Το μαρτυρούν τα κατάλοιπα των οικισμών παλαιολιθικής εγκατάστασης στην θέση "Ασημότρυπα" Παγγαίου, σε πεδινό τμήμα της Νικήσιανης όπως και στην Τούμπα, από την εποχή του Χαλκού. Ανεξίτηλα τα σημάδια στους βράχους με τις περίφημες βραχογραφίες, σκορπισμένες σε όλο το ορεινό σύμπλεγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι για τους Έλληνες του Νότου η περιοχή αυτή ήταν "γη της επαγγελίας". Απομεινάρια στοών και καμινάδων από όπου έβγαινε ο χρυσός, δείχνουν ανάγλυφα ότι εδώ στην χώρα των Ηδωνών, βρισκόταν η Σκαπτή Ύλη της εποχής του Θουκυδίδη, των χρόνων του Φιλίππου Β΄ βασιλιά της Μακεδονίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των στρατηγών της Ρωμαϊκής εποχής.
  Σημαντική ήταν η συμβολή στην ανάπτυξη της περιοχής από την βασιλική δυναστεία των Τημενιδών και Αντιγονιδών. Ανάμεσα σε δυο ονομαστές πόλεις, τους Φιλίππους και την Αμφίπολη, το Παγγαίο και η περιοχή του, ανέπτυξε ως δρόμος εμπορίου, στενές σχέσεις με τον τότε γνωστό κόσμο εφόσον βρισκόταν δίπλα στην Εγνατία Οδό.
Οι μύθοι είναι ζωντανοί.
  Εδώ έζησε ο Διόνυσος και "λειτούργησαν" τα μυστήριά του. Δίπλα σ' αυτόν και ο Ορφέας, ο μεγάλος καλλιτέχνης και μύστης της αρχαιότητας. Η λατρεία των διονυσιακών μυστηρίων, η διαρκής αναζήτηση των ανθρώπων μέσα από την έμπνευση, ο χρυσός, οι μύθοι και το τοπίο έδωσαν στο Παγγαίο έναν μανδύα ιερότητας που πέρασε σε όλες τις εποχές και μέσα από το μυστηριακό Βυζάντιο, την συνεχή αναβίωση εθίμων και παραδόσεων, περνάει στις μέρες μας με την παρουσία σημαντικών μοναστηριών στην περιοχή.
  Τα πιο σημαντικά απομεινάρια της ιστορίας, τα κατάλοιπα των οικισμών στην Τούμπα Νικήσιανης με τάφους που έδωσαν σημαντικά κτερίσματα που φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας, τα υπολείμματα της βυζαντινής μονής του Αγίου Γεωργίου στην Παλιόχωρα και το Βρανόκαστρο στην κατάληξη του Παγγαίου, στο Παλαιοχώρι.
  Ζωντανή ιστορία της θρησκευτικότητας της περιοχής, το Μοναστήρι της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, το οποίο μέχρι τις μέρες αποτελεί κιβωτό της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Παγγαίου


Το όρος Παγγαίο στην Ιστορία

ΠΑΓΓΑΙΟ (Βουνό) ΚΑΒΑΛΑ

ΠΡΟΣΟΤΣΑΝΗ (Δήμος) ΔΡΑΜΑ
  Ο Δήμος Προσοτσάνης, με έδρα την ομώνυμη ιστορική κωμόπολη και με δεκατρία ακόμη χωριά και οικισμούς, έχει να επιδείξει μια πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά.
   Η περιοχή βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της δραμινής πεδιάδας, με τα ευεργετικά νερά του Αγγίτη να ξεπηδούν από το ομώνυμο σπήλαιο και αγκαλιάζεται κυριολεκτικά από δύο σημαντικούς για τον Ελλαδικό και Βαλκανικό χώρο βιότοπους, το Φαλακρό και το Μενοίκιο.
   Μέσα σ' αυτό το θαυμάσιο περιβάλλον, ο άνθρωπος οργάνωσε το δικό του χώρο σεβόμενος τη φύση και τις ομορφιές της. Από τον προϊστορικό κυνηγό και κτηνοτρόφο που έβρισκε καταφύγιο στο Σπήλαιο των πηγών του Αγγίτη και στην οργιαστική παραποτάμια βλάστηση, μέχρι τους σημερινούς κατοίκους που απολαμβάνουν την ήρεμη καθημερινότητά τους στα χωριά της πεδιάδας ή στους σκαρφαλωμένους πάνω στους ορεινούς όγκους οικισμούς.
  Από τα μέσα της 6ης π.Χ. χιλιετίας οργανώνονται οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί που συνεχίζονται και στα χρόνια της Χαλκοκρατίας (αρχές 3ης π.Χ. χιλιετίας - 1.050 π.Χ.). Τα ίχνη τους συναντώνται είτε στις όχθες του ποταμού Αγγίτη, όπως στις Πηγές και στη Γραμμένη, είτε μακρύτερα από το ποτάμι, όπως στην Πετρούσα. Στο τέλος της Χαλκοκρατίας και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου συνεχίζεται η ζωή σε άλλες θέσεις στα όρια του Δήμου. Πρόκειται είτε για θέσεις στα πεδινά, στην κοιλάδα του Αγγίτη, όπως η θέση «Μεγάλη Τούμπα» της Καλής Βρύσης όπου ο σημαντικός οικισμός εποχής Σιδήρου (1.050 π.Χ. - 750 π.Χ.) συνεχίζει τη ζωή του μέχρι τους όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους, είτε για θέσεις στα ορεινά, όπου υπάρχουν οχυρές ακροπόλεις, τα λεγόμενα «Κάστρα», με διάρκεια ζωής μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους, όπως στους Πύργους, στις Πηγές του Αγγίτη (Πάνακα) και στη θέση «Τσατάλκα» στα ορεινά της Καλής Βρύσης.
  Κατά τους ιστορικούς χρόνους ξεχωρίζουν διάσπαρτοι οικισμοί και νεκροπόλεις σε θέσεις γνωστές ή νέες. Στην κοιλάδα του Αγγίτη και σε απόσταση 2,5χλμ. από την Καλή Βρύση η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως αρχαίο Ιερό Διονύσου στη θέση «Μικρή Τούμπα». Πρόκειται για ιερό με λατρευτικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα του τελευταίου τέταρτου του 4ου π.Χ. αι. με αρχές του 3ου π.Χ. αι. Έχει ορθογώνια κάτοψη και προσεγμένη τοιχοδεσία.
  Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους επιγραφικές μαρτυρίες, ταφικά μνημεία και διάφορα ευρήματα από την περιοχή που βρίσκεται μέσα στα όρια του Δήμου δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις «κώμες» της Colonia Augusta Julia Philippensis (της «χώρας» της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων) σε διάφορες περιοχές όπως στη Γραμμένη, στις Πηγές, στην Καλή Βρύση, στην Χαριτωμένη, στην Προσοτσάνη, στη Μικρόπολη.
  Στον κάμπο της Προσοτσάνης, η αποκάλυψη παλαιοχριστιανικής βασιλικής, σε απόσταση 2 χλμ. νότια της σύγχρονης κωμόπολης, με ημικυκλική αψίδα ανατολικά και νάρθηκα δυτικά καθώς και ο μεταγενέστερος ναΐσκος του Αγίου Παντελεήμονος, από την εποχή των Παλαιολόγων (β' μισό του 13ου αι.) που βρίσκεται 2,5 χλμ. περίπου δυτικά της Προσοτσάνης, αποτελούν μερικές από τις σημαντικότερες μαρτυρίες του βυζαντινού ορθόδοξου μεγαλείου.
  Δείγματα κυρίως της νεότερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής, αρκετά τοπωνύμια και ιστορικές μνήμες θυμίζουν το πέρασμα και άλλων βαλκανικών λαών από την περιοχή. Στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, οι χριστιανοί της ευρύτερης περιοχής, φοβισμένοι από το θρησκευτικό φανατισμό των κατακτητών και των εποίκων τους, συγκεντρώνονται στους ορεινούς όγκους της βόρειας κυρίως ζώνης. Στα νεότερα χρόνια, κυρίως μετά το 1850, η περιοχή γνώρισε πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη χάρη στην καλλιέργεια των ανώτερης ποιότητας ανατολικών καπνών, καθιστώντας την Προσοτσάνη σημείο αναφοράς στις διεθνείς αγορές καπνού της Ευρώπης και της Αμερικής.
  Η ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου σημαδεύτηκε ακόμη από τις πολεμικές αναστατώσεις της περιόδου 1880 - 1945 και τους αγώνες του ελληνισμού της περιοχής για ελευθερία. Οι ντόπιοι κάτοικοι μαζί με τους νεοφερμένους Ηπειρώτες και Βλάχους πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα και γνώρισαν σκληρά αντίποινα στις τρεις βουλγαρικές κατοχές στον 20ο αιώνα, όπως άλλωστε και οι Έλληνες πρόσφυγες του '22 από την Ανατολή την περίοδο 1941- 1944. Στη σύγχρονη ιστορία η Προσοτσάνη και τα χωριά της υπαίθρου συγκαταλέγονται στις μαρτυρικές περιοχές του ελληνισμού.
  Χάρη στην οικονομική πρόοδο και στους αγώνες για εθνική αφύπνιση των κατοίκων, η περιοχή ανέπτυξε έντονη πνευματική δραστηριότητα με την ανέγερση σχολείων και την ίδρυση συλλόγων από τον 19ο αιώνα κυρίως στο κέντρο της, στην Προσοτσάνη. Η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Προσοτσάνης διέθετε ήδη το 19ο αι. Αστική Σχολή Αρρένων και Παρθεναγωγείο. Με τη Μουσική Μπάντα Ελληνορθόδοξων από το 1861, τη Φιλόμουσο Αδελφότητα «Ηώ» από το 1873, με θεατρική ομάδα πριν από το 1900 και νέα εκπαιδευτήρια από το 1909, ύστερα από τις άοκνες προσπάθειες του Μητροπολίτη Δράμας και Εθνομάρτυρα Σμύρνης Χρυσοστόμου, της οικογένειας Μελά και των εισφορών των κατοίκων, η κωμόπολη περηφανευόταν δικαιολογημένα για το τιτάνιο πνευματικό της έργο.
  Στα περισσότερα χωριά, ακόμη, υπάρχουν αξιόλογες μεταβυζαντινές εκκλησίες της περιόδου 1840 - 1910 με στοιχεία μορφολογικής και κατασκευαστικής λιτότητας, ξυλόγλυπτα τέμπλα, ζωγραφικό διάκοσμο και τοιχογραφίες τους 19ου αι., πανέμορφα μεταγενέστερα καμπαναριά με πυργοειδή μορφή, χτισμένα με μεράκι από έμπειρους μαστόρους.
  Απόδειξη της δημιουργικής και αισιόδοξης διάθεσης των κατοίκων του Δήμου, σε συνδυασμό με το έντονο θρησκευτικό τους συναίσθημα, είναι το πλήθος των ηθών και των εθίμων, με την συνοδεία των παραδοσιακών οργάνων, των τραγουδιών και των χορών, που επιβιώνουν χάρη στους ισχυρούς δεσμούς των κατοίκων με την παράδοση και χαρακτηρίζονται από την ποικιλία των πολιτιστικών τους αναφορών. Αλλωστε, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στο Μεσοπόλεμο, οι πρόσφυγες της Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου μετέφεραν στην περιοχή τον ιδιαίτερο πολιτισμό και τη δημιουργική τους πνοή, συμβάλλοντας στην τοπική οικονομία και στην κοινωνική ανάπτυξη και εμπλουτίζοντας την πολιτιστική κληρονομιά αυτού του τόπου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Προσοτσάνης


Η ιστορία της Σαμοθράκης

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

Η ιστορία του Σουφλίου

ΣΟΥΦΛΙ (Κωμόπολη) ΕΒΡΟΣ
Γεωγραφική θέση
  Το Σουφλί βρίσκεται βορειοανατολικά της Αλεξανδρούπολης, σε απόσταση 70 περίπου χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα του νομού Εβρου. Είναι κτισμένο στην ανατολική πλευρά του λόφου του Προφήτη Ηλία, ενός από τα τελευταία υψώματα της Ροδόπης.
Ιστορικά στοιχεία
  Το Σουφλί αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή στα 1667. Την περίοδο εκείνη ήταν ένα κεφαλοχώρι απαλλαγμένο από φόρους. Η τουρκική ονομασία Σοφουλού φανερώνει ότι πιθανότατα αποτελούσε κτήμα μοναστικού τάγματος που όντως μαρτυρείται στην περιοχή. Αργότερα βέβαια οικογένειες Σουφλιωτών κατέφυγαν στο Σουφλί και τα πατρωνύμιά τους μνημονεύονται σε σημερινά επώνυμα. Είναι ωστόσο ιστορικά διαβεβαιωμένο ότι το Σουφλί κατοικούνταν από τη Νεολιθική Εποχή. Αυτό διαπιστώνεται από αντικείμενα που βρέθηκαν στην περιοχή, καθώς και την ανακάλυψη τάφων της Ελληνιστικής Περιόδου. Το έντονο θρακιώτικο στοιχείο στα έθιμα της περιοχής μαρτυρεί την καταγωγή των Σουφλιωτών από το μεγάλο Θρακικό φύλο της Βαλκανικής χερσονήσου και των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου.
  Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το Σουφλί αποτελούσε ισχυρό οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό κέντρο που απλωνόταν και στην ανατολική όχθη του ποταμού Εβρου με πληθυσμό της τάξης των 60.000 ατόμων. Η ραγδαία ανάπτυξη οφείλεται στην σηροτροφία, που υπήρξε ο οικονομικός πνεύμονας της περιοχής για πολλές δεκαετίες. Τότε ιδρύθηκαν και τα εργοστάσια επεξεργασίας μετάξης των Αζαρία και Πάπο (1908), των Τζίβρε (1920) που ήταν και η μεγαλύτερη μονάδα της περιοχής και του Π. Χατζησάββα. Αργότερα δημιουργούνται το εργοστάσιο Τσιακίρη (1954) που λειτουργεί ως σήμερα και το κρατικό εργοστάσιο (1967). Η αμπελουργία και η οινοποιεία παρουσίασαν γρήγορη ανάπτυξη. Αυτά ήταν τα δύο κύρια σκέλη της οικονομικής ζωής του τόπου. Παράλληλα αναπτύχθηκαν και άλλες μορφές βιοτεχνίας όπως τα 60 καροποιεία και σιδηρουργεία που λειτουργούσαν πριν το 1922, καθώς και οι 4 ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι και αρκετές μονάδες παραγωγής σισαμελαίου.
  Μετά τις συνθήκες του 1922-23 η Ανατολική Θράκη και η Ρωμυλία πέρασαν στην κυριότητα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους. Έτσι, το Σουφλί έχασε το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας των 70.000 στρεμμάτων, που ήταν απέραντα μορεολίβαδα, αποκλειστική τροφή του μεταξοσκώληκα. Επιπλέον, η σηροτροφία και το εμπόριο μεταξιού περιήλθαν στο ελληνικό, νομικό και φορολογικό καθεστώς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της παραγωγής και των εξαγωγών σε ευρωπαϊκές χώρες. Η ανακάλυψη και διάδοση της τεχνητής μεταξωτής ίνας ανέκοψε οριστικά και αμετάκλητα την πορεία της σηροτροφίας. Τα 4 εργοστάσια αναπήνησης καθώς και οι πολλές οικοτεχνίες παραγωγής μεταξιού έπαψαν να λειτουργούν. Αυτή τη στιγμή λειτουργούν 5 βιοτεχνίες ύφανσης και παραγωγής μεταξωτών ειδών καθώς και καταστήματα που εμπορεύονται μεταξωτά είδη. Το 1993, η παραγωγή κουκουλιών ανερχόταν σε 5.000 κιλά από 800.000 κιλά που ήταν το 1908.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σουφλίου


Ιστορικά στοιχεία

ΤΡΙΓΩΝΟ (Δήμος) ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
  Η ακριτικότητα της περιοχής του Τριγώνου, είναι φαινόμενο που δημιουργήθηκε όταν ο χώρος αυτός έγινε παραμεθόριος, μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 και την πραξικοπηματική προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας (βόρειας Θράκης), στη Βουλγαρία. Επιτάθηκε δε με τη Συνθήκη της Λοζάννης, οπότε ο Νομός 'Eβρου και ιδιαίτερα η περιοχή του Τριγώνου βρέθηκε μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, ο δε ποταμός Αρδας την εχώριζε από την υπόλοιπη Ελληνική επικράτεια και ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, με μόνο μέσο σύνδεσης τον σιδηρόδρομο. Παλιότερα όμως ο τόπος αυτός με τα μεγάλα ποτάμια και την πλατειά πεδιάδα, ήταν ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμού. Τα πρώτα ίχνη ζωής, τμήματα σκελετού από μαστόδοντα που έζησαν πριν από 3-5 εκατομμύρια χρόνια, ανακαλύφτηκαν στις περιοχές Ορμένιου και Κριού, ενώ ίχνη παλαιολιθικού ανθρώπου βρέθηκαν στις νότιες όχθες του Aδρα. Η βλάστηση ήταν οργιαστική κοντά στα ποτάμια, τα ζώα αφθονούσαν που έρχονταν εδώ να βρουν την τροφή τους και τα ακολούθησε ο παλαιολιθικός και μετά ο νεολιθικός άνθρωπος. Από την εποχή του σιδήρου και μετά, υπάρχουν αρκετές θέσεις με ίχνη δραστηριότητας του ανθρώπου. Την αρχαϊκή και κλασική εποχή, η περιοχή κατοικείται από Θράκες και ιδιαίτερα το βασίλειο των Οδρυσών και ακολούθησε την εστορική πορεία της υπόλοιπης Θράκης, όπως φαίνεται από αναθηματικές επιγραφές προς τον Απόλλωνα και τον Θράκα ήρωα.
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος
  Στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο η περιοχή του Τριγώνου, ανήκε στην ευρύτερη περιοχή της Αδριανούπολης και γνώρισε συνεχείς αναστατώσεις από τις επανειλημμένες από Βορρά επιδρομές. Τοπικό κέντρο ήταν η Τζερνομιάνου πόλις, το σημερινό Ορμένιο. Κοντά στην πόλη αυτή έγινε το 1371 η μάχη της Μαρίτσας (του 'Εβρου), κατά την οποία τουρκικά στρατεύματα νίκησαν τις ενωμένες δυνάμεις των Σέρβων και των άλλων βαλκανικών κρατών. Από τότε παρουσιάζεται αλματώδης τουρκική εξάπλωση σε όλη τη Βαλκανική.
Τουρκοκρατία
  Η κατάληψη της Θράκης από τους Οθωμανούς Τούρκους, επέφερε μεγάλες πληθυσμιακές αναστατώσεις στην αρχή. Εγκατάσταση μουσουλμάνων από τη Μικρασία, εξισλαμισμοί, φυγή των χριστιανών σε ορεινές περιοχές. 'Οταν επήλθε ειρήνευση και γαλήνη στην περιοχή μετά 2 αιώνες, άρχισε μετακίνηση πληθυσμού στον χώρο της Θράκης και στην περιοχή του Τριγώνου. Τότε προφανώς έφτασαν πληθυσμοί από την Ηπειρο κυρίως όπως μαρτυρείται από τους τοπικούς θρύλους που εγκαταστάθηκαν στα Πετρωτά και το γειτονικό Σβίλεγκραντ της Βουλγαρίας, εμπλουτίζοντας έτσι το εντόπιο ανθρώπινο δυναμικό. Οι περιπέτειες και οι πόλεμοι του 19ου και του 20ου αιώνα, είχαν τον αντίκτυπό τους στους πληθυσμούς της περιοχής, η οποία ενσωματώθηκε τελικά στο ελληνικό κράτος τον Μάιο του 1920 και νομιμοποιήθηκε με την Συνθήκη των Σεβρών και το περί Θράκης παράρτημα της Συνθήκης της Λοζάννης.
Νεότερη εποχή
  Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την Συνθήκη της Λοζάννης, καθώς και τις ελληνοβουλγαρικές συμφωνίες, η περιοχή δέχτηκε προσφυγικούς πληθυσμούς τόσο από την ανατολική όσο και από τη βόρειο Θράκη. Δημιουργήθηκε έτσι, ένα κράμα Ελληνικού θρακικού πληθυσμού με σχετική ομοιομορφία πολιτιστικών παραδόσεων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Αναπτυξιακής Εταιρίας Αλεξανδρούπολης


ΦΕΡΕΣ (Κωμόπολη) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
Από την Προϊστορία μέχρι την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
  Το νότιο τμήμα του νομού - από το Δέλτα ως το Μικρό Δέρειο και το δάσος της Δαδιάς - οικολογικά και γεωλογικά ανήκει στην ίδια ενότητα. Ανάμεσα στο κοινά χαρακτηριστικά της περιοχής συγκαταλέγεται και το απολιθωμένο δάσος, ηλικίας 25 εκ. χρόνων. Το τελευταίο αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, τα συμπεράσματα της οποίας θα καθορίσουν τους τρόπους προστασίας και ανάδειξης του πολύτιμου αυτού γεωλογικού μνημείου.
  Ο ποταμός Έβρος - ο «αργυρορρύτης» - ήταν αναμφισβήτητα ο καταλυτικός παράγοντας για την ύπαρξη και την ανάπτυξη κοινωνιών γύρω από αυτόν. Στην ημιορεινή τοποθεσία των Κοίλων, λίγα χιλιόμετρα βόρεια των Φερών, τα επιφανειακά ευρήματα μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία εδώ, ήδη από την Παλαιολιθική εποχή.
  Στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ανήκουν οι βραχογραφίες, τα θεμέλια οικισμού και άλλα ευρήματα, δείγματα ενός πολιτισμού που εκτεινόταν από την οροσειρά της Ροδόπης μέχρι τις εκβολές του Έβρου. Ιδιαίτερο ιστορικό και ανασκαφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχαιολογικό χώρος του Δορίσκου, δυτικά των Φερών και σε μικρή απόσταση από τις εκβολές του ποταμού. Η ανασκαφή στη θέση «σαράγια» έφερε στο φως τα θεμέλια της ακρόπολης, συλημένους από αγγεία, ειδώλια, νομίσματα διαφόρων πόλεων, που μαρτυρούν την σταδιακή εξέλιξη ενός προϊστορικού οικισμού σε πόλη με ζωηρές εμπορικές συναλλαγές κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή.
  Το 188 π.χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους και λίγο αργότερα μοιάζει να χάνεται από το ιστορικό προσκήνιο για άγνωστους λόγους.
Από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα
  Οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί χρονογράφοι, δεν παραλείπουν να μνημονεύσουν στο κείμενά τους την Βήρα και τον μεγαλοπρεπή ναό, που κοσμούσε όχι μόνο αυτή, αλλά και την ευρύτερη περιοχή του Δέλτα. Σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την ίδρυση της Μονής η Βήρα ερημώνεται και ο πληθυσμός της αποδεκατίζεται από τους βυζαντινούς εμφύλιους σπαραγμούς.
  Το 1357 η περιοχή υποδουλώνεται στους Οθωμανούς Τούρκους. Η Βήρα υποβαθμίζεται στρατιωτικά, το Καθολικό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας μετατρέπεται σε μουσουλμανικό τέμενος και η πόλη μετονομάζεται σταδιακά σε Φέρες. Η γεωγραφική της θέση όμως καθορίζει τον οικονομικό και πολιτικό της χαρακτήρα, και την αναδεικνύει σε βασικό εμπορικό και διοικητικό κέντρο της δυτικής όχθης του ποταμού Έβρου μέχρι τα μισά του περασμένου αιώνα.
  Ο σημερινός ακριτικός Δήμος των Φερών είναι η πόλη - κληρονόμος της Βυζαντινής Βήρας με την εκκλησία της Παναγίας να παραμένει το ζωντανό μνημείο - σύμβολο της τέχνης και του πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης. Το 1994 διοργανώνεται στις Φέρες το πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο των Θρακών, όπου οι μετέχοντες ανακηρύσσουν επίσημα την Παναγία Κοσμοσώτειρα προστάτιδά τους και τον Ιερό Ναό της προσκυνηματικό τους κέντρο.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Φερών


Το όνομα της πόλης

  Από τους αρχαίους Έλληνες η περιοχή ονομάζεται Βηρός, που σημαίνει νερά, βάλτος. ?λλη εκδοχή, από τα βυρσοδεψεία που υπήρχαν στην περιοχή της Μεγάλης Βρύσης (ιστορικό μνημείο σήμερα). Το 1150 ο Σεβαστοκράτορας του Βυζαντίου Ισαάκιος Κομνηνός σε ηλικία 50 ετών νιώθει την ανάγκη να αφοσιωθεί στο Θεό και ν' αφήσει ένα έργο με πνευματικές προεκτάσεις. Του άρεσε ως τόπος το ύψωμα αυτό, που ήταν στραμμένο προς τη βασιλεύουσα. Στην κατοικημένη από παλαιολιθικούς χρόνους περιοχή (ευρήματα που ήρθαν στο φως), αποφασίζει να εγκατασταθεί. Αρχίζει αμέσως τις οικοδομικές εργασίες με ταλαντούχους τεχνίτες. Χτίζει ένα μεγαλόπρεπο ναό στα πρότυπα της Αγίας Σοφίας και τον ονομάζει "Ιερόν της Θεομήτρος". Στη συνέχεια χτίζει ένα ολόκληρο μοναστηριακό συγκρότημα, που ονομάζεται Μονή της Βήρας. Το 1372 η Βήρα πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Αυτοί αδυνατούν να προφέρουν το Β (Βήρα) και αντ' αυτού βάζουν το Φ (Φήρα), στη συνέχεια γίνεται Φέρα, Φέρες, Φερετζίκ (μικρή Φερέ). Από τον 13ο ως 18ο αιώνα, από τους βυζαντινούς και λατίνους ιστοριογράφους αναφέρεται ως Βήρα. Οι ξένοι την αναφέρουν ως Perftuentia de Vira=μικρή διοικητική ενότητα. Ο δε A. Viques Nel που επισκέπτεται την πόλη το 1868, στη φυσική και γεωλογική του περιγραφή την αναφέρει ως Βήρα και όχι Φερετζίκ ή Φέρες. Σήμερα αποκαθίσταται η ιστορική αλήθεια. Ονομάζεται και πάλι όπως πριν ΒΗΡΑ και άρχισαν να φαίνονται τα σημάδια της μεγάλης ενότητας με τη ΒΗΡΑ ως κέντρο Ορθοδοξίας.
Πηγή: "Τουριστικός, Ιστορικός, Αρχαιολογικός Οδηγός Θράκης", Δημήτριος Δ. Καρακούσης

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Φερών


ΦΙΛΙΠΠΟΙ (Αρχαία πόλη) ΚΑΒΑΛΑ
  Ο ταξιδιώτης της Ελληνικής επικράτειας δεν θα δυσκολευτεί καθόλου ν'αντικρύσει σημεία που θα του θυμίζουν ή και θα του ζωντανέψουν την ιστορία των ανθρώπων που κατοικούν αυτόν τον τόπο για πάνω από 30 αιώνες. Οι τάφοι των Μυκηνών τον φέρνουν αντιμέτωπο με την νεολιθική εποχή, οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Ακρόπολη των Αθηνών θυμίζουν το μεγαλείο της κλασικής αρχαιότητας, σε πολλά άλλα θα ξυπνήσει το πέρασμα και η υποταγή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε αυτόν τον κλασικισμό, το πέρασμα από τις κατακόμβες του Αγίου Δημητρίου τα πρώτα βήματα του Χριστιανισμού. Διαβαίνοντας όμως το 16ο χιλιόμετρο της οδού Καβάλας-Δράμας ο ταξιδιώτης θα έρθει αντιμέτωπος με την τοποθεσία που καταφέρνει να συγκεράσει όλο αυτό το ιστορικό διάβα μέσα σε λίγα τετραγωνικά.Πρόκειται για τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, στο μέσο της ομώνυμης πεδιάδας που εκτείνεται από τους πρόποδες του αρχαίου Ορβήλου μέχρι το "χρυσοβώλο" Παγγαίο, βουνά τόσο υμνημένα από τους τραγικούς των Αθηναίων βουνά δεμένα με τόσο πανάρχαιους μύθους και λατρείες.
Η θέση των Φιλίππων. Μύθοι. Αρχαίες παραδόσεις.
  Δίπλα στις σημερινές Κρηνίδες αντικρύζουμε τα τείχη και την Ακρόπολη των Φιλίππων, ακατάλυτη από το πέρασμα των αιώνων, βουβός μάρτυρας της ιστορίας των λαών που έζησαν ή συναντήθηκαν στην εύφορη πεδιάδα των Φιλίππων.
  Η περιοχή του Παγγαίου και ιδιαίτερα η περιοχή των Φιλίππων από πολύ νωρίς τράβηξαν το ενδιαφέρον του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Θρύλοι, μύθοι, λατρείες, ιστορικά γεγονότα δέθηκαν στενά με αυτόν τον τόπο. Το κοντινό Παγγαίο, που φαίνεται τόσο καθαρά από τους Φιλίππους, ήταν σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο με αρχαία μυθολογική παράδοση, αλλά και σημαντικός οικονομικός παράγοντας, με μεγάλα δάση και πλούσια μεταλλεία. Εδώ σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, πρώτος ο Φοίνικας Κάδμος βρήκε τα χρυσωρυχεία και εδώ κόπηκαν τα πιο αρχαία νομίσματα της περιοχής, με διονυσιακές παραστάσεις. Κοντά στη χιονοσκέπαστη κορυφή του Παγγαίου είχε ο Διόνυσος το μαντείο του, στο οποίο χρησμοδοτούσε μια γυναίκα, η Πρόμαντις, τους χρησμούς της οποίας ανακοίνωναν στους πιστούς οι ιερείς του θεού οι Προφητεύοντες. Το μαντείο του Διονύσου το εξουσίαζαν οι πολεμικοί Σάτρες. Σύμφωνα πάλι με αρχαίους μύθους, στο Παγγαίο κατασπαράχθηκε από τις Μαινάδες ο Ορφέας. Ακόμη, εδώ ξετυλίγεται ο μύθος για τον βασιλιά των Ηδωνών Λυκούργο, τον αντίπαλο του Διονύσου.
  Στις πυκνόφυτες πλαγιές του βουνού σχηματίσθηκαν Διονυσιακοί θίασοι και εδώ αναπτύχθηκαν ιδέες για την ευθανασία. Ακόμα, μια αρχαία παράδοση που την διέσωσε ο Αππιανός -Ρωμ. Εμφύλ. IV, 105- τοποθετεί κοντά στους Φιλίππους, σε ένα ποταμάκι τον Ζυγάκτη, τη θέση όπου ο Πλούτωνας άρπαξε στο σκοτεινό βασίλειό του, την Περσεφόνη ενώ αυτή μάζευε λουλούδια. Ο Πεισίστρατος ήρθε στο Παγγαίο εξόριστος για να βρεί χρυσό και μισθοφόρους.
  Επίσης και ο Θουκυδίδης πέρασε στο Παγγαίο τα χρόνια της εξορίας του, γράφοντας την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου και πιθανόν να πέθανε εδώ. Τα μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου αποτέλεσαν βασικό οικονομικό πόρο και συνετέλεσαν στην ακμή του Μακεδονικού βασιλείου.
Προϊστορικοί χρόνοι
  Πολύ πριν έρθουν οι Έλληνες στους Φιλίππους, υπήρχε ένας συνοικισμός της Νεολιθικής εποχής, που ανακαλύφθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, δίπλα σε πηγές νερού, στη θέση Ντικιλί-Τάς. Τα ευρήματα ανάγονται στην Πρωτοελληνική εποχή (2850-2250 π.Χ), ενώ τα νεώτερα ευρήματα χρονολογούν τον συνοικισμό στην περίοδο 1700-1500 π.Χ. Βρέθηκαν τμήματα μεγάλων αγγείων, όπλα, πέλεκεις, αγροτικά εργαλεία και πήλινα ειδώλια ανθρώπων και ζώων. Ο συνοικισμός του Ντικιλί-Τάς στις προϊστορικές σκοτεινές χιλιετηρίδες, μπορεί να θεωρηθεί σαν μακρινός πρόγονος της πόλης των ιστορικών χρόνων.
Ιστορικοί χρόνοι
  Στους ιστορικούς χρόνους σε ολόκληρη την περιοχή του Παγγαίου ζουν θρακικά φύλα, που διακρίνονται για την πολεμική τους τέχνη και ικανότητα. Οι Έλληνες έρχονται αργότερα. Γίνεται μια πρώτη απόπειρα των Αθηναίων να κατακτήσουν αυτή την εύφορη περιοχή το 465 π.Χ, όπου διεξάγεται μια μάχη μεταξύ Αθηναίων και θρακικών φύλων. Οι Αθηναίοι χάνουν τη μάχη, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 10.000 νεκρούς οπλίτες. Αργότερα, ανάμεσα στο 360-359 π.Χ Έλληνες άποικοι από τη Θάσο, με αρχηγό τον εξόριστο Αθηναίο ρήτορα και πολιτικό Καλλίστρατο, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Φιλίππων, κτίζοντας την πρώτη μικρή πόλη. Η πόλη αυτή πριν πάρει το όνομα του βασιληά των Μακεδόνων Φιλίππου Β΄, είναι γνωστή άλλοτε με το όνομα Κρηνίδες και άλλοτε με το όνομα Δάτον. Το όνομα Κρηνίδες οφείλεται στα άφθονα νερά που πηγάζουν ολόγυρα στην περιοχή - κρήναι γαρ είσι περί τώ λόφω ναμάτων πολλαί - Από το έργο του Αππιανού - Ρωμαϊκός εμφύλιος IV, 105,439 -. Το όνομα Δάτον είναι απήχηση της ξακουστής ευφορίας της περιοχής αυτής που εκφραζόταν με την παροιμία - Δάτον αγαθών και αγαθών αγαθίδας-.
  Δεν ήταν όμως, μόνο η εύφορη γη που προσέλκυσε τους Αθηναίους και τους Θάσιους. Η γη αυτή έκρυβε μεταλλεία χρυσού πίσω από την Ακρόπολη. Με την κατοχή και εκμετάλλευσή τους από τους Θάσιους, κυκλοφόρησαν νέα νομίσματα, χρυσά και χάλκινα που είχαν για κύρια παράσταση το κεφάλι του Ηρακλή και στην πίσω πλευρά ένα τρίποδα ή άλλες φορές ένα τόξο με ρόπαλο. Τα νομίσματα αυτά είχαν την επιγραφή ΘΑΣΙΟΝ ΗΠΕΙΡΟ.
  Στην αποικία αυτή δόθηκε εξαιρετική σημασία. Υποστηρίχθηκε από ιστορικούς πως η 11η επιστολή του Πλάτωνα προς τον Θάσιο Λαοδάμα, αφορά τη νομοθεσία και οργάνωση των Κρηνίδων. Περνώντας στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, οι δραστηριότητες των Θρακών βασιλέων αποτελούσαν μόνιμη πηγή ανησυχίας και δημιουργούσαν προβλήματα στα βόρεια σύνορα του Μακεδονικού κράτους. Ο Φίλιππος υποχρεώθηκε επανειλημμένως από τις περιστάσεις να εμπλακεί στις υποθέσεις της Θράκης. Όταν ο Φίλιππος κατέλαβε (357 π.Χ.) την Αμφίπολη στον κάτω ρου του Στρυμόνα, ένας βασιλιάς ενός θρακικού φύλου, ο Κετρίπορις, άρχισε να επιτίθεται εναντίον ελληνικών πόλεων της πεδιάδας του Δάτου. Μία από αυτές, οι Κρηνίδες, ζήτησε προστασία από τον Φίλιππο, ο οποίος ανταποκρίθηκε άμεσα, θέτοντας τέρμα στις θρακικές επιδρομές, προσαρτώντας την περιοχή και επανιδρύοντας τις Κρηνίδες ως Φιλίππους. Ο Φίλιππος διείδε την στρατηγική και οικονομική σημασία των Κρηνίδων. Αφού την κατέλαβε, αύξησε τον πληθυσμό της με Μακεδόνες αποίκους και της έδωσε το όνομά του. Έτσι δημιουργήθηκε η Μακεδονική πόλη Φίλιπποι. Ένα μεγάλο και ισχυρό τείχος περιέβαλε την πόλη και ένα θέατρο, από τα καλύτερα της Αρχαίας Ελλάδας, την κόσμησε.
  Η πόλη των Φιλίππων αναδείχθηκε πρώτιστη βασιλική αποικία και η προσάρτησή της αποτέλεσε ένα σταθερό βήμα προς την πραγματοποίηση της επέκτασης της Μακεδονίας από τον Στρυμόνα έως τον Νέστο. Ταυτόχρονα ο Φίλιππος άρχισε να εκμεταλλεύεται εντατικά τα χρυσωρυχεία που είχαν το όνομα Ασυλα, ίσως γιατί όπως υπέθεσε ο Γάλλος αρχαιολόγος Heuzey, όσοι εγκληματίες ή φυγάδες σκλάβοι έρχονταν εδώ, έβρισκαν ασυλία, δουλεύοντας στα χρυσωρυχεία. Ο Ηρόδοτος, VII,115, ονομάζει τα χρυσωρυχεία Συλέος Πεδίον και Σκαπτή ύλη - και αποδίδει στα χρυσωρυχεία μια πρόσοδο ανώτερη από 1000 τάλαντα το χρόνο. Στους Φιλίππους εγκαταστάθηκε το βασιλικό νομισματοκοπείο, όπου κόπηκε το περίφημο νόμισμα, το Φιλίππειον.
  Ο Θεόφραστος που γνώριζε καλά την περιοχή των Φιλίππων, μας πληροφορεί πως τον 4ο αιώνα π.Χ, με την εγκατάσταση των Μακεδόνων αποίκων, εκτελείται ένα τεράστιο πλουροπαραγωγικό έργο. Αποξηράνθηκε ένα μεγάλο μέρος της πεδιάδας που ως τότε ήταν σκεπασμένη με νερά και έλη. Το αποξηραντικό έργο που επιτεύχθηκε είχε και σαν αποτέλεσμα την καλυτέρευση του κλίματος της περιοχής.
  Το 304 π.Χ η πόλη των Φιλίππων ανέδειξε έναν Ολυμπιονίκη. Ο Λάμπου ο Φιλιππήσιος αναδείχθηκε νικητής τεθρίππων. Μεγάλη είναι η άγνοιά μας για την ιστορία της πόλης στους αιώνες που ακολουθούν, ως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Φιλολογικές μαρτυρίες δεν υπάρχουν και το έργο του ιστορικού Μαρσύα που καταγόταν από τους Φιλίππους και έγραψε για την πατρίδα του, δυστυχώς χάθηκε. Οι λίγες επιγραφές που βρέθηκαν στις ανασκαφές και που χρονολογούνται στην Ελληνιστική εποχή μας πληροφορούν για την προσωπική επέμβαση του Μ. Αλεξάνδρου στο ζήτημα της αποξήρανσης των Τεναγών, για την περιοδική πώληση του αξιώματος του ιεροκύρηκα, για ένα ψήφισμα προς τιμήν κάποιου πολίτη που δάνεισε στην πόλη χρηματικό ποσό με μικρό ή δίχως τόκο. Από ένα ψήφισμα των Φιλίππων στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ που βρέθηκε στην Κώ, μαθαίνουμε για την υποδοχή των Θεωρών της νήσου, που ήρθαν στους Φιλίππους να κηρύξουν εκεχειρία και να κάνουν γνωστό τον εορτασμό των Ασκληπιείων. Η τοπική βουλή απένειμε στους απεσταλμένους διάφορες τιμές και ενέκρινε ένα στρατιωτικό απόσπασμα για την συνοδεία τους ως την Νεάπολη (Καβάλα).
  Κατά τη διάρκεια της Μακεδονικής κυριαρχίας οι Φίλιπποι είναι μία από τις κύριες πόλεις του Μακεδονικού Βασιλείου με οικονομική ακμή αλλά και ιδιαίτερα προνόμια. Ο πληθυσμός όμως και η σημασία της πόλης με τη ροή του χρόνου ελλατώνεται σημαντικά, μέχρι την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης (168 π.Χ).
Ρωμαϊκοί χρόνοι
  Το 86 π.Χ η πόλη των Φιλίππων αναφέρεται στον πόλεμο της Ρώμης κατά του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη και από τους Φιλίππους περνούν τα Ρωμαϊκά εκστρατευτικά σώματα. Λίγο αργότερα, το 42 π.Χ. ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, η Μάχη των Φιλίππων κάνει το όνομα της πόλης γνωστό σε όλη την υφήλιο.
  Αμέσως μετά τη μάχη, ο Αντώνιος εγκατέστησε στην πόλη τους πρώτους Ρωμαίους αποίκους και λίγο αργότερα, το 30 π.Χ ο Οκταβιανός έστειλε από την Ιταλία νέους πολυάριθμους αποίκους. Οι Ρωμαίοι άποικοι εγκαταστάθηκαν σαν αστοί μέσα στους Φιλίππους αλλά και σαν αγρότες στα γύρω χωριά του κάμπου. Δημιουργήθηκε έτσι η αποικία Augusta julia Philippensis που προσαρτήθηκε στη φυλή Voltinia και είχε τους δικούς της άρχοντες και τη δική της διοικητική οργάνωση. Η μικρή πόλη μεγάλωσε, ο πληθυσμός της διαφοροποιήθηκε με την εγκατάσταση του Ρωμαϊκού στοιχείου, η ελληνική γλώσσα παραμερίστηκε από τη Λατινική που έγινε τότε η επίσημη γλώσσα της αποικίας. Αργότερα τον 3ο-4ο αιώνα μ.Χ. η ελληνική γλώσσα ξαναπαίρνει τη θέση της.
  Στη Ρωμαϊκή εποχή και ιδιαίτερα στα χρόνια των Αντωνίνων, ανθίζουν οι τέχνες στους Φιλίππους. Κτίζονται μεγάλες δαπανηρές οικοδομές, το Forum, η εμπορική αγορά, η παλαίστρα, τα λουτρά και ένα μεγάλο υδραγωγείο που έφερνε νερό στην πόλη από τη δυτική πλευρά. Υψώθηκαν αγάλματα και μνημεία που αλλάζουν την υποδομή και την πολιτιστική όψη της πόλης. Οι θρησκευτικές δοξασίες του ντόπιου θρακικού πληθυσμού και των Ελλήνων αποίκων ανακατεύθηκαν με τις δοξασίες των Ρωμαίων και τα θρησκευτικά ρεύματα της Ανατολής και δημιουργήθηκε έτσι το Πάνθεον της αποικίας.
Χριστιανικοί χρόνοι
  Τελευταία έρχεται η Χριστιανική θρησκεία. Ο σταυρός παίρνει τη θέση των ειδωλολατρικών συμβόλων. Οι κάτοικοι των Φιλίππων είναι οι πρώτοι κάτοικοι της Ευρώπης που ακούνε το κήρυγμα της νέας θρησκείας.
  Μια μέρα του 49 ή 50 μ.Χ. ένα πλοίο αποβιβάζει τον Απόστολο Παύλο, τον Τιμόθεο και τον συγγραφέα των Πράξεων των Αποστόλων - πιθανότατα τον Λουκά - στη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα. Από τη Νεάπολη μέσω της Εγνατίας οδού φθάνουν στην πόλη των Φιλίππων, όπου και διαμένουν. Κοντά στη δυτική πλευρά του τείχους της πόλης υπήρχε ένα μικρό ποταμάκι όπου ήταν ο τόπος προσευχής των Εβραίων. Εκεί κατευθύνθηκε ο Απόστολος Παύλος ένα Σάββατο με τους συνοδούς του και απεύθυνε για πρώτη φορά το κήρυγμά του στις συγκεντρωμένες γυναίκες. Η Λυδία από τα Θυάτειρα τον ακούει προσεκτικά και πρώτη παίρνει το βάπτισμα της νέας θρησκείας. Έπειτα παρακαλεί τον Παύλο να δεχθεί την φιλοξενία της. Η Λυδία αποτέλεσε την πρώτη Ευρωπαία που βαπτίσθηκε χριστιανή.
  Πολλές μέρες ο Απόστολος Παύλος με τους συνοδούς του περπατάει τον δρόμο από την πύλη προς την Εβραϊκή Συναγωγή και διακηρύττει τον λόγο του θεού. Σε όλη την διαδρομή τον ακολουθεί μια γυναίκα δούλη - κατά τον κόσμο των Φιλίππων, δαιμονισμένη - από την μαντική ικανότητα της οποίας οι κύριοί της κέρδιζαν χρήματα. Αυτή η "δαιμονισμένη" δούλη δέχεται το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου και δείχνει πίστη στη νέα θρησκεία. Διακηρύττει στην πόλη πως θεραπεύτηκε από τον δαίμονα που είχε μέσα της. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να θιγούν τα συμφέροντα των κυρίων της οι οποίοι συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους οδήγησαν στην Αγορά. Εκεί τους έδειραν, τους κακοποίησαν και κατόπιν τους έκλεισαν στη φυλακή. Για τη νύχτα της φυλάκισής τους, το δυνατό σεισμό που έγινε τα μεσάνυχτα και για το βάπτισμα του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του, υπάρχει λεπτομερειακή αφήγηση στις 'Πράξεις των Αποστόλων'. Την επόμενη μέρα τους άφησαν ελεύθερους. Πήγαν στο σπίτι της Λυδίας όπου τους περίμεναν οι πρώτοι Χριστιανοί των Φιλίππων και αφού τους χαιρέτισαν κατευθύνθηκαν για τη Θεσσαλονίκη.
  Το 55 μ.Χ. έστειλε στους Φιλίππους επιστολή από τη φυλακή της Εφέσου. Αλλες δύο φορές ξαναπέρασε ο Παύλος από τους Φιλίππους. Μία το 56 μ.Χ και τελευταία το 57 μ.Χ όπου και γιόρτασε το Πάσχα. Το πέρασμα του Αποστόλου Παύλου από τους Φιλίππους και η βάπτιση σε αυτή την πόλη της πρώτης Ευρωπαίας Χριστιανής, προσδίδει στην πόλη των Φιλίππων εκτός από την ιστορική αξία που είχε και θρησκευτική αξία στον Ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο.
  Η νέα χριστιανική θρησκεία χρησιμοποιεί σαν γλώσσα την ελληνική εκτοπίζοντας την λατινική των Ρωμαίων αποίκων. Από τον 3ο μ.Χ. αιώνα εμφανίζονται ξανά ελληνικές επιγραφές. Το πιστοποιεί άλλωστε και ο Αθηναίος ρήτορας Ιμέριος που καλεσμένος από τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό το 362 μ.Χ., πέρασε από την πόλη και εκφώνησε λόγο προς τους κατοίκους των Φιλίππων. Με την επίσημη πλέον αναγνώριση του Χριστιανισμού από τον Μέγα Κων/νο σαν επίσημης θρησκείας του κράτους, οι Φίλιπποι είναι έδρα Μητροπολίτη που έχει στη δικαιοδοσία του 5-7 επισκοπές. Αυτήν την εποχή κτίζονται οικοδομές στο κέντρο της πόλης, που αλλάζουν την όψη της. Με τις ανασκαφές βγήκαν στην επιφάνεια δύο μεγάλες Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές με πλούσια διακόσμηση. Τα ευρήματα αυτής της εποχής μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι Φίλιπποι ήταν μια χριστιανική οργανωμένη κοινωνία με οικονομική άνεση.
Βυζαντινοί χρόνοι
  Η ασφάλεια και ειρήνη που έδωσε στα χρόνια που πέρασαν, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην πόλη, κινδύνεψαν στην εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
  Η εισβολή τον 4ο μ.Χ. αιώνα βαρβαρικών φύλων στα εδάφη του Βυζαντίου, αγγίζει και τους Φιλίππους. Βαρβαρικά φύλα φτάνουν μπροστά στην πόλη χωρίς όμως να καταφέρουν να την καταλάβουν. Το 473 μ.Χ. οι Γότθοι πλησίασαν στην περιοχή, πυρπόλησαν τα προάστιά της, την ίδια την πόλη όμως δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν. Τους 7ο και 8ο μ.Χ. αιώνες ακολουθούν οι Σλαβικές επιδρομές. Αργότερα στις αρχές του 9ου αιώνα γίνονται οι Βουλγαρικές επιδρομές. Σε μια από αυτές τις επιδρομές το 837 μ.Χ. οι Βούλγαροι φθάνουν ως την πόλη και αφού πρωτύτερα οι κάτοικοι την εκκένωσαν, την κατέλαβαν και πάνω στις μαρμάρινες πλάκες του στυλοβάτη της νότιας κιονοστοιχίας της Βασιλικής Β', γράφουν το χρονικό της νίκης τους στην ελληνική γλώσσα. Οι Βούλγαροι αποσύρθηκαν γρήγορα και στο τέλος του 9ου αιώνα ολόκληρη η Ανατολική Μακεδονία οργανώθηκε από τους Βυζαντινούς. Τα τείχη της πόλης καθώς και η Ακρόπολη ανοικοδομούνται (963-969 μ.Χ.).
  Στις θριαμβευτικές εκστρατείες του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου από το 1004 έως το 1018 μ.Χ., πέρασαν πολλές φορές Βυζαντινά στρατεύματα από τους Φιλίππους. Λίγο αργότερα, στην εποχή των σταυροφοριών το 1097 μ.Χ., από τους Φιλίππους πέρασαν τα στρατεύματα της πρώτης σταυροφορίας.
  Στα μέσα του 12ου αιώνα, ο Αραβας γεωγράφος Idrisi, μας δένει σημαντικά στοιχεία για την τότε εικόνα των Φιλίππων. Αναφέρει τους Φιλίππους σαν πόλη με ζωηρή εμπορική κίνηση, με καλλιέργειες αμπελιών και φυτειών κάθε είδους. Επίσης η σημαντική θέση της πόλης πάνω στην μεγάλη οδική αρτηρία (Εγνατία) της περιοχής, είναι η αιτία επίσκεψης πολλών Αυτοκρατόρων. Όταν οι Φράγκοι κυρίευσαν την Κων/πολη, πέρασε από τους Φιλίππους δύο φορές, το 1204 μ.Χ., ο Φράγκος βασιληάς Βοδουίνος της Φλάνδρας. Το 1246 ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας, Ιωάννης Βατάτζης, εκστρατεύει κατά των Βουλγάρων. Έρχεται στους Φιλίππους και συγκαλεί το πολεμικό του συμβούλιο. Ο ίδιος ξαναπερνά από την πόλη το 1252 μ.Χ. και συγκροτεί ένα ανώτατο δικαστήριο με σκοπό τη δίκη του Μιχαήλ Παλαιολόγου.
  Τον 14ο αιώνα με τους εμφύλιους πολέμους των Ελλήνων βασιλέων και διεκδικητών του θρόνου, αναμίχθηκαν στον εμφύλιο Τούρκοι αλλά και Σέρβοι. Στους Φιλίππους στρατοπέδευσαν το 1327 μ.Χ. τα στρατεύματα του Ανδρόνικου Β' και το 1342 μ.Χ. τα στρατεύματα του Ιωάννη Κατακουζηνού. Η τελευταία αναφορά σε εκστρατεία των ιστορικών, που αφορά το όνομα των Φιλίππων, είναι το 1355 μ.Χ. όπου εκστρατεύει ο Αυτοκράτορας Ματθαίος Κατακουζηνός κατά των Σέρβων. Οι κάτοικοι της πόλης όμως έχοντας κάποια διένεξη με τον Αυτοκράτορα Ματθαίο Κατακουζηνό, παίρνουν μέρος στη σύλληψή του και τον παραδίνουν στον Σέρβο ηγεμόνα Vojhna.
  Κατόπιν έρχονται οι Σελτζούκοι (Τούρκοι) οι οποίοι καταλαμβάνουν τις Σέρρες το 1383 μ.Χ., την Χριστούπολη (Καβάλα) το ίδιο έτος και την Θεσ/νίκη το 1387 μ.Χ. και εγκαθιδρύουν το Τουρκοκρατικό καθεστώς με διοίκηση και στρατό κατοχής.
Από την Τουρκοκρατία έως σήμερα
  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς και πως ερημώθηκαν οι Φίλιπποι. Είναι πολύ πιθανό σύμφωνα με ιστορικούς και αρχαιολόγους η ερήμωση να οφείλεται στα έλη που έφταναν μέχρι τα τείχη της. Το 1546-1549 μ.Χ. που επισκέφθηκε την πόλη ο P. Belon, η πόλη ήταν έρημη. Υπήρχαν μόνο πέντε-έξη σπίτια έξω από τα τείχη, στις σημερινές Κρηνίδες. Το όνομα της πόλης εξακολουθεί να αναφέρεται σε Πατριαρχικές Πράξεις και έγγραφα έως τον 18ο αιώνα. Η πόλη είχε πάψει από καιρό να έχει ζωή. Δεν έμεινε παρά μόνο το όνομά της. Ο πρώτος που επισκέφθηκε την ερειπωμένη πόλη ήταν ο Κυριάκος Αγκωνίτης το 1426-1430 μ.Χ. Έπειτα από αυτόν ο Ιωάννης Λάσκαρης και έπειτα όπως ήδη αναφέραμε ο P. Belon.
  Η επιστημονική έρευνα και μελέτη άρχισε με τις εργασίες των Γάλλων L. Heuzey (αρχαιολόγου) και H. Daumet (αρχιτέκτονα) το 1861. Δίπλα στην ερειπωμένη πόλη των Φιλίππων (σημερινές Κρηνίδες), υπήρχε ένα μικρό χωριό το οποίο κατοικούνταν από Τούρκους στην πλειοψηφία και ονομαζόταν Ραχτζά. Με την απελευθέρωση της Καβάλας το 1913 από τα Ελληνικά στρατεύματα, άρχισε η σταδιακή φυγή του Τουρκικού στοιχείου και επανήλθε η αρχαία ονομασία Κρηνίδες. Με την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 οι Κρηνίδες ζωντάνεψαν πληθυσμιακά με την εγκατάσταση των Ποντίων προσφύγων της Μ. Ασίας.
  Συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1914 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Ως τότε τα μόνα ορατά μνημεία ήταν τα τείχη (ένα μέρος), η Ακρόπολη και οι πεσσοί της Βασιλικής Β'.
  Περισσότερα από 1700 χρόνια η πόλη που ίδρυσαν Έλληνες άποικοι της Θάσου παίζει έναν εξέχοντα ιστορικό και θρησκευτικό ρόλο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Φιλίππων


Συμμαχίες

Χρονολόγιο

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
Α. Προϊστορικοί χρόνοι
Μεγάλος αριθμός προϊστορικών εγκαταστάσεων επισημαίνεται στην εύφορη πεδιάδα της Δράμας και στις παρυφές του Φαλακρού και του Μενοίκιου όρους.

Β. Ιστορικοί χρόνοι
Κλασική εποχή: Οι κάτοικοι καλλιεργούν εκτεταμένες εκτάσεις αμπελιών και λατρεύουν το Διόνυσο.
Ελληνιστική εποχή: Έντονη παρουσία των Μακεδόνων.
Ρωμαϊκή εποχή: Αθρόα εγκατάσταση Ρωμαίων αποίκων στην περιοχή της Δράμας, δημιουργία πολισμάτων και ρωμαϊκών σταθμών.
Βυζαντινοί χρόνοι: Η περιοχή αποτελεί μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
10ος αιών: Κατασκευάζεται το τείχος της πόλης και ο ναός της Αγ. Σοφίας.
1206: Οι Φράγκοι κατακτούν τη Δράμα και οχυρώνουν το κάστρο.
1345: Κατάληψη της περιοχής από τους Σέρβους.
1383: Οι Οθωμανοί κυριεύουν την περιοχή, αλλοιώνεται η πληθυσμιακή φυσιογνωμία και αναπτύσσονται επαναστατικά κινήματα. Σημαντική καλλιέργεια ρυζιού.
1870-1910: Αλματώδης οικονομική ανάπτυξη. Η καλλιέργεια και εμπορία του καπνού καθορίζει τη νέα φυσιογνωμία του Νομού. Πνευματική αναγέννηση με την ίδρυση και λειτουργία σχολείων αλλά και με τη δημιουργία φιλοπροοδευτικών συλλόγων.
19ος αιώνας: Ερχομός Ελλήνων από την Ήπειρο, τη Χαλκιδική, τη Δυτική Μακεδονία.
1902-1909: Οργάνωση του Μακεδονικού αγώνα στην περιοχή με αρχηγό το Μητροπολίτη Χρυσόστομο.
1912: Κατάληψη της Δράμας από το Βουλγαρικό στρατό.
1916-1918: Κατοχή της περιοχής από τους Βουλγάρους.
1922: Ερχομός στην περιοχή, προσφύγων από τη Θράκη, τη Μ. Ασία και τον Πόντο.
Απρίλιος 1941: Εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή και ηρωική αντίσταση των κατοίκων στα οχυρά του Κ. Νευροκοπίου.
1941-1944: 3η Βουλγαρική Κατοχή.
29.9.1941: Εκτέλεση πολλών Δραμινών και Δοξατινών από τις βουλγαρικές αρχές.
1944: Απελευθέρωση της Δράμας.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Δράμας - Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής.

ΕΒΡΟΣ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  5-3 εκ. χρόνια
Παλαιοντολογικά ευρήματα μαστόδοντος από την περιοχή Ορμενίου.
  Παλαιολιθική Εποχή (10.000 - 7.000 π.Χ.)
Λίθινα εργαλεία βρέθηκαν επιφανειακά κοντά στον Αρδα και Εβρο ποταμό.
  Νεολιθική Εποχή (5.500 - 3.000 π.Χ.)
Ανάπτυξη του παραγωγικού σταδίου. Από τις πολλές θέσεις του νομού ανασκάπτεται συστηματικά η Μάκρη Αλεξανδρούπολης.
  Εποχή Χαλκού (3.000 - 1.050 π.Χ.)
Η ανασκαφή στο Μικρό Βουνί της Σαμοθράκης δείχνει εμπορικές επαφές με τους Μινωίτες.
  Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1.050 - 650 π.Χ.)
Οι Θράκες εξαπλώνονται στην περιοχή. Οχυρωμένες «ακροπόλεις» και μεγαλιθικά μνημεία μαρτυρούν πυκνή κατοίκηση.
  Κλασσικά - Ελληνιστικά χρόνια (7ος αι. π.Χ. - 46 μ.Χ.)
Αιολείς αποικίζουν το νησί της Σαμοθράκης και χτίζουν το Ιερό της Μεγάλων Θεών. Παράλληλα η πόλη - κράτος της Σαμοθράκης δημιουργεί μία σειρά από οικισμούς (εμπορικά κέντρα) στην απέναντι θρακική ακτή, με γνωστότερο τη Μεσημβρία - Ζώνη. Οργανώνεται η επικοινωνία με το εσωτερικό της Θράκης, κυρίως μέσω του Εβρου ποταμού, που τότε ήταν πλωτός, και του χερσαίου δρόμου που περνά δίπλα από την δυτική του όχθη. Σημαντικός αριθμός από ταφικούς τύμβους στο βόρειο τμήμα του νομού πιστοποιεί τη μεγάλη κινητικότητα αυτή την περίοδο. Το 46 μ.Χ. η Θράκη εντάσσεται στο Ρωμαϊκό Κράτος.
  Ρωμαϊκά Χρόνια (1ος - 4ος αι. μ.Χ.)
Η ρωμαϊκή πολιτική αναδεικνύει τον ελληνικό χαρακτήρα του τοπικού ελληνισμού. Κατασκευάζεται η Εγνατία Οδός (Via Egnatia) και τον 2ο μ.Χ. αιώνα ιδρύονται από τον αυτοκράτορα Τραϊανό δύο νέα αστικά κέντρα: η Τραϊανούπολη και η Πλωτινούπολη.
  Βυζαντινή Εποχή (4ος αι. μ.Χ. - 1453)
Η περιφέρεια Εβρου, λόγω της γεωγραφικής σχέσης με την Κωνσταντινούπολη, παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Το 1151/2 ο Ισαάκιος Κομνηνός ιδρύει το μοναστήρι της Κοσμοσώτειρας στη Βήρα (Φέρες), ενώ κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1341-7 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός στέφεται αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο. Ως καταφύγιο χρησιμοποιεί το γειτονικό κάστρο του Πυθίου.
  Μεταβυζαντινή εποχή (15ος - 19ος αι.)
Ηδη από το τέλος του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί κατακτούν τη Θράκη και βάζουν και τη δική τους σφραγίδα στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του χώρου. Πάρα την τουρκική κατάκτηση η οικονομία του ελληνισμού ανθεί με την δραστηριοποίηση των συντεχνιών, γεγονός που αποτυπώνεται στα παραδοσιακά αστικά σπίτια (Διδυμότειχο, Σουφλί, Μεταξάδες).
  1920
Ο Νομός Εβρου με την συνθήκη των Σεβρών ενσωματώνεται στην Ελλάδα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Εβρου.

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ