gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 8 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΓΑΛΑΤΑΔΕΣ Κωμόπολη ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ" .


Ιστορία (8)

Σελίδες επίσημες

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε το χωριό και ποια ήταν η ελληνική του ονομασία. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν "Ντορτ Αρμούτ", δηλαδή Τέσσερις Αχλαδιές, πιθανώς λόγω της ύπαρξης τεσσάρων πανύψηλων δέντρων που υπήρχαν στο χωριό. Η παλιά του θέση βρισκόταν στην περιοχή "βουδολίβαδο". Πάνω στο δρόμο υπήρχε ένα φημισμένο χάνι Καστοριανού Χατζή, όπου όλοι οι ταξιδιώτες ήταν καλοδεχούμενοι. Ερείπιά του σώζονταν μέχρι το 1954, οπότε και καταστράφηκαν με τη διανομή των χωραφιών. Στη σημερινή θέση της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου ήταν το κονάκι του Αρβανίτη Μπέη και γύρω από αυτό χτίστηκε το χωριό από κατοίκους των γειτονικών οικισμών. Λόγω της εξουσίας του μπέη, η οποία υπερείχε μέχρι και της τουρκικής αστυνομίας, στο χωριό βρίσκανε άσυλο κυνηγημένοι χριστιανοί. Στη συνέχεια όμως, ήρθαν κλέφτες και κακοποιοί, οι οποίοι προς αντάλλαγμα της προστασίας τους εργάζονταν στα κτήματα του μπέη.
  Τόσο ένας Aγγλος (1876), όσο και ένας Γερμανός περιηγητής αναφέρουν την ύπαρξη του χωριού με το χάνι και το νεκροταφείο, το οποίο ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Η καταστροφή του νεκροταφείου το 1989 έφερε στην επιφάνεια επιτάφια πλάκα με ημερομηνία 1800 και ελληνικά ονόματα. Μαρτυρίες των γερόντων αναφέρουν και την ύπαρξη τριών λόφων ύψους 3 μέτρων, σε απόσταση 200 μέτρων η μια από την άλλη. Εικάζεται ότι επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χρησίμευαν στη μετάδοση πληροφοριών με φωτιές. Σήμερα σώζονται οι δύο, εκ των οποίων η μια καταστραμμένη.
  200 μέτρα από το χωριό βρισκόταν η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, περιτριγυρισμένη από πανύψηλα δέντρα. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο Τούρκοι έφεδροι των γειτονικών πόλεων, στην πορεία τους προς την Αδριανούπολη, φιλοξενήθηκαν στο χωριό. Στις λεηλασίες που διέπρατταν στην πορεία τους, οφείλεται και η καταστροφή της Εκκλησίας το 1877. Την εποχή εκείνη στο χωριό κατοικούσαν λίγες οικογένειες, καθώς η χολέρα είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό. Γενάρχης του χωριού θεωρείται ο Παπαντωνίου από τη Νότια Αλμωπίας, ο οποίος για να αποφύγει τον εξισλαμισμό κατέφυγε στο Βαλτολίβαδο μαζί με άλλους χριστιανούς από την Αριδαία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Αγιο Γεώργιο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΓΑΛΑΤΑΔΕΣ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Ο οικισμός των Γαλατάδων είναι ένας από τους παλαιότερους της περιοχής, όπως επιβεβαιώνει η παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία υπολογίζεται ότι χτίστηκε πριν το 1806, χρονολογία που αναγράφεται στην εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο μεγαλύτερο από αυτό των γύρω περιοχών και ήταν προστατευμένο από τα νερά του βάλτου που υπήρχε στη νότια πλευρά του. Έτσι, όταν το 1979 πλημμύρισε η περιοχή από τα νερά του ποταμού Μογλενίτσα, οι Γαλατάδες ήταν σαν ένα νησί μέσα σε μια λίμνη.
  Η παλιά ονομασία των Γαλατάδων ήταν Καδίνοβο. Το όνομα αυτό οφείλεται σε έναν Τούρκο δικαστή (καντής στα τούρκικα), ο οποίος έμενε στο χωριό. Το Καδίνοβο αναγνωρίστηκε ως κοινότητα στις 28-6-1918 με έδρα την Καρυώτισσα και περιελάμβανε τους οικισμούς Μπαρίνοβο (Λιπαρό), Πρίσνα (Κρύα Βρύση), Πλούγκαρ (δεν υπάρχει σήμερα), Καρυώτισσα και Λοζάνοβο (Παλαίφυτο). Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 το Καδίνοβο είχε 390 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Σημαντική ήταν η συμβολή τους στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, κατά τον οποίο οι χωριανοί Μακεδονομάχοι των οικογενειών Στογιαννίδη και Χαρισιάδη συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Νασιρίδη και υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καθορίζανε τη δράση τους κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων. Ο πατέρας του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καταγόταν από τους Γαλατάδες και ο ίδιος είχε καλύβα-ορμητήριο στο βάλτο, στη θέση Πρίσνα. Κατά την απελευθέρωση του χωριού στις 18-10-1918 οι Τούρκοι σκότωσαν δύο Έλληνες έφιππους στρατιώτες. Οι κάτοικοι τους θάψανε στο χωριό και αφιέρωσαν ηρώο στη μνήμη τους.
  Το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από το χωριό Εξαμήλι της χερσονήσου της Καλλιπόλεως της Ανατολικής Θράκης. Το όνομα του χωριού άλλαξε σε Γαλατάδες λόγω της μεγάλης παραγωγής γάλατος που υπήρχε, καθώς η απέραντη περιοχή του βάλτου προσφερόταν για τη βόσκηση των 9.000 βοοειδών και πολλών περισσότερων αιγοπροβάτων που είχαν οι κάτοικοι. Οι Γαλατάδες αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομη κοινότητα στις 25-8-1933 και παρουσιάζουν σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Στην απογραφή του 1928 είχαν 846 κατοίκους, το 1940 είχαν 1286, το 1961 είχαν 1684 και το 1991 είχαν 2039 κατοίκους. Σήμερα, είναι το μεγαλύτερο χωριό του Δήμου με περίπου 2300 κατοίκους.
  Στους Γαλατάδες λειτουργούσε σχολείο από τα τέλη του 19ου αιώνα με πρώτο δάσκαλο, όπως αναφέρουν οι κάτοικοι, τον Χρήστο Δούμη, ενώ από πολύ νωρίς λειτούργησε και ιατρείο με ιατρό τον κ.Τσέλιο από τη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών, στα μέσα του '30 οι κάτοικοι του οικισμού Πλούγκαρ εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν εξίσου στους Γαλατάδες και την Κρύα Βρύση.
  Η ιστορία των Γαλατάδων άλλαξε ριζικά τα τελευταία 35 χρόνια. Η εισαγωγή της καλλιέργειας του σπαραγγιού στους Γαλατάδες από τον Φιλοποίμην Γκράτσιο το 1970, αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη του χωριού. Η επιτυχής καλλιέργεια και η ανώτερη ποιότητα του σπαραγγιού, μετέτρεψαν τους Γαλατάδες σε "πρωτεύουσα" παραγωγής και εμπορίας του Ελληνικού σπαραγγιού και πρωτοπόρο στην εξαγωγή του σε χώρες της Ευρώπης. Τέλος, το 1998 είναι ακόμη ένα σημείο αναφοράς για τους Γαλατάδες καθώς, με βάση το σχέδιο Καποδίστρια περί συνενώσεων των κοινοτήτων, ορίστηκαν ως έδρα του νεοσύστατου Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου, συγκεντρώνοντας το σύνολο των υπηρεσιών του Δήμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΓΥΨΟΧΩΡΙ (Οικισμός) ΠΕΛΛΑ
  Το Γυψοχώρι, όπως μαρτυρείται και από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (1851), είναι παλαιός οικισμός. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία για την ιστορία του. Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια πώς δόθηκε το όνομα "Γυψοχώρι" στο χωριό. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομα αποδίδεται στην κόρη του Μπέη της περιοχής, την Γιουψάν, η οποία κατοικούσε στο χωριό. Με το όνομα αυτό προσδιόριζαν και ολόκληρο τον οικισμό. Αργότερα, το χωριό ονομάστηκε Γιούψοβο. Στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η πλατεία του χωριού, υπήρχε το κονάκι του Μπέη. Ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, το οποίο κατεδαφίστηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Εικάζεται ότι υπήρχε και δεύτερο κονάκι στην είσοδο του χωριού.
  Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, έντονη ήταν η συμμετοχή των κατοίκων στην προσπάθεια για την απαλλαγή του τόπου από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Τεκμήριο αποτελεί το εξαίρετο ιστορικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα "Στα Μυστικά του Βάλτου", όπου αναφέρονται πολλά ονόματα Γυψοχωριτών αγωνιστών. Το 1928 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες. Το 1951 συστάθηκε η κοινότητα Γυψοχωρίου με συνοικισμό το Τριφύλλι. Όμως, το 1977 οι αρμοδιότητες μετατέθηκαν στο Τριφύλλι και δημιουργήθηκε η κοινότητα Τριφυλλίου με συνοικισμό το Γυψοχώρι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΔΡΟΣΕΡΟ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Το Δροσερό υπήρχε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα με το όνομα "Ασάρ Μπέη", που σημαίνει "Η κρεμάλα του Μπέη". Το αξιοπερίεργο αυτό όνομα οφείλεται στον Μπέη που είχε την έδρα του στο χωριό και καθώς ήταν αιμοσταγής, είχε μετατρέψει τους απαγχονισμούς και τις εκτελέσεις σε συχνό φαινόμενο. Το κονάκι του βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του χωριού κοντά στην παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Μέχρι το 1913, οπότε απελευθερώθηκε η Μακεδονία, στο χωριό ζούσαν πολλές τούρκικες οικογένειες. Στην περιοχή όπου είναι χτισμένο το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου, υπήρχε τούρκικο νεκροταφείο.
  Το 1922 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από τα χωριά Ταϊφίρι της Ανατολικής Θράκης και Ηράκλειο Νικομήδειας της Μικράς Ασίας, ενώ το 1925 εγκαταστάθηκαν και Βλάχοι. Λέγεται ότι το όνομα "Δροσερό" δόθηκε στο χωριό όταν κάποιοι διερχόμενοι, που κάθισαν στην πλατεία να ξεκουραστούν, εξύμνησαν τον δροσερό αέρα που φυσούσε εκείνη την στιγμή. Το χωριό υπήρξε διοικητικό κέντρο από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Από το 1912 λειτουργούσαν στο Δροσερό Αστυνομικός Σταθμός, Ιατρείο και Δημοτικό Σχολείο.
  Το 1940 έφτασαν στο χωριό οι κατοχικές δυνάμεις των Γερμανών. Με την αποχώρησή τους το 1944, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, που επηρέασε άμεσα την τύχη του Δροσερού. Τον Φεβρουάριο του 1946 οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά χωριά και στα Γιαννιτσά. Στις 3-7-1947 κάηκε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, εκτός από περίπου δέκα σπίτια και την εκκλησία. Οι κάτοικοι επέστρεψαν το 1950 και ξαναέχτισαν το χωριό από την αρχή.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΚΑΡΥΩΤΙΣΣΑ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Η Παλαιά Καρυώτισσα βρισκόταν στις όχθες της λίμνης των Γιαννιτσών, σε απόσταση 5χλμ νοτιότερα από τη σημερινή θέση του χωριού. Η Καρυώτισσα ήταν η έδρα της κοινότητας Καδίνοβου από τις 28-6-1918. Στο χωριό τότε κατοικούσαν περίπου 50 οικογένειες με πληθυσμό 293 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1920. Η αυτάρκεια ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής τους. Ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ το άφθονο κυνήγι που τους πρόσφερε ο βάλτος, όπως και η ξυλεία του γειτονικού δάσους, κάλυπταν τις βασικές ανάγκες τους. Στο χωριό αίσθηση προκαλούσαν τρεις λόφοι ύψους 20 μέτρων, τους οποίους οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν σαν παρατηρητήρια, και τέσσερις κουλέδες (επαύλεις), από τους οποίους μόνο ο ένας σώζεται μέχρι σήμερα.
  Τον Ιούλιο του 1924 εγκαταστάθηκαν στην τοποθεσία του σημερινού χωριού πρόσφυγες από το Νεοχώρι της Επαρχίας Ζέρκου της Ανατολικής Θράκης, σύμφωνα με όσα καθόριζε η συνθήκη της Λωζάνης (1923) περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Τόσο η ζωή τους στο Νεοχώρι, όσο και η οδύσσεια των ξεριζωμένων Θρακιωτών περιγράφονται εξαίσια στο βιβλίο "1924-1999, 75 Χρόνια Κοινότητας Νέας Καρυώτισσας", που εκδόθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού. Οι συνθήκες που συνάντησαν οι 850 περίπου πρόσφυγες στο βαλτώδες αυτό μέρος ήταν τραγικές. Η απαλλαγή του τόπου από την ελονοσία, που έγινε με την αποξήρανση της λίμνης το 1935, συνέβαλε στην αύξηση της γεννητικότητας, και έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους του χωριού να αποκτήσουν νέα και εύφορη γη. Μετά και την κατοχή από τους Γερμανούς, ο εκσυγχρονισμός της Καρυώτισσας ήταν συνεχής και με 1798 κατοίκους το 1961 αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο της περιοχής, με Αστυνομικό Σταθμό, Ταχυδρομείο και Αγροτικό Ιατρείο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΛΙΠΑΡΟ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Υπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για την ύπαρξη του οικισμού του Λιπαρού από το 1357, από μια καταγραφή που έγινε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με το όνομα Λιπαρίνο και με 210 κατοικίες. Ο οικισμός βρισκόταν στην περιοχή "Μπέκερ", όπου υπάρχει και τούμπα των Μακεδονικών χρόνων. Γύρω στο 1840 πλημμύρισε ο παρακείμενος ποταμός Μογλενίτσας, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και πνιγμούς μωρών. Έτσι, ο οικισμός μεταφέρθηκε στη σημερινή θέση, σε υψόμετρο 10 μέτρων. Την περίοδο εκείνη στο χωριό ζούσαν 15 Ελληνικές και 500 Τούρκικες οικογένειες.
  Το όνομα "Μπέκερ" είναι η τούρκικη ονομασία του ονόματος Δημήτριος. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι ο Δημήτριος ήταν Έλληνας χριστιανός, υπηρέτης του Τούρκου Μπέη. Του έγινε πρόταση να αλλαξοπιστήσει επειδή απέδιδαν σε αυτόν διάφορα θαύματα και υπήρχε φόβος εξέγερσης των χριστιανών. Ο Δημήτριος αρνήθηκε και οι Τούρκοι των θανάτωσαν. Τον έθαψαν σε αυτή την περιοχή και μέχρι σήμερα υπάρχει πίστη για θαυματουργικές ιδιότητες του χώματος του τάφου του για δερματικές παθήσεις κ.ά.
  Την περίοδο 1928-30 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες και το 1935 ήρθαν Βλάχοι από την Αετομηλίτσα της Ηπείρου. Το Λιπαρό, με το όνομα Λιπαρίνοβο ή Μπαρίνοβο και 154 κατοίκους, στις 28-6-1918 συγκρότησε την κοινότητα Καδίνοβου, μαζί με τα χωριά Πρίσνα, Πλούγαρ, Καρυώτισσα, Λοζάνοβο και Καδίνοβο. Στη συνέχεια, αποτέλεσε κοινότητα με τα χωριά Δάφνη και Αγιος Γεώργιος, μέχρι το 1967, οπότε και έγινε ανεξάρτητη κοινότητα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΠΑΛΑΙΦΥΤΟ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Λίγο έξω από το σημερινό χωριό υπήρχε το κονάκι του Μπέη και γύρω του οι καλύβες των τούρκων που είχε στη δούλεψή του. Μέχρι το 1920 το Λοζάνοβο, όπως ονομαζόταν το Παλαίφυτο, είχε 202 κατοίκους, κυρίως βοσκούς και υπαγόταν στην κοινότητα Καδίνοβου. Το 1922 ήρθαν στην περιοχή Μικρασιάτες πρόσφυγες από τα Κύδεια της Προύσας, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
  Η παράδοση θέλει τους κατοίκους των Κυδείων και των υπόλοιπων οκτώ χωριών που βρίσκονταν δίπλα από τη λίμνη, να κατάγονται από αιχμάλωτες οικογένειες της Μάνης. Η είδηση που λάβανε το 1922 για τον ερχομό των Τούρκων, τους οδήγησε νοτιοδυτικά, προς τα λιμάνια της Σμύρνης. Όμως, στο δρόμο συνάντησαν μια πανέμορφη γυναίκα πάνω σε άλογο, που τους απέτρεψε να συνεχίσουν και έτσι, κινήθηκαν προς την Πάνορμο. Κάποιοι είπαν ότι ήταν η κόρη του πασά της περιοχής, άλλοι ότι ήταν η Παναγία που τους έσωσε από βέβαιη σφαγή. Πρόσφατες έρευνες βεβαιώνουν την ύπαρξη της Σουλτάνας, η οποία ήταν χριστιανή λόγω της Σερβικής καταγωγής της.
  Η ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας το 1924, οδήγησε στο Παλαίφυτο και τους κατοίκους του Πετροχωρίου της περιοχής της Τσατάλτζα της Ανατολικής Θράκης. Αρχικά, οι συνθήκες ήταν αβάσταχτες και η συμβίωση δύσκολη. Όμως, ο κοινός σκοπός για επιβίωση παραμέρισαν κάθε διαφορά και η αφοσίωση όλων των κατοίκων στην καλλιέργεια της εύφορης γης, έδωσε ώθηση στην εξέλιξη του Παλαιφύτου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΤΡΙΦΥΛΛΙ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το Τριφύλτσοβο, όπως έλεγαν τότε το Τριφύλλι, είχε ελάχιστα σπίτια και ήταν περιτριγυρισμένο από βάλτους. Οι περιοχές Τσαΐρα και Νησί, δυτικά του χωριού, αποτελούσαν το Ρουμάνι, με θαμνώδη βλάστηση και πολλές πηγές νερού. Ο ποταμός Μπαλίτζας περνάει από την ανατολική πλευρά του χωριού, όπου υπήρχε βάλτος με μεγάλη ποικιλία πανίδας. Μετά την αποξήρανση του βάλτου, η γη μοιράστηκε στους κατοίκους και μέχρι σήμερα αποτελεί την πιο γόνιμη περιοχή της κοινότητας. Το 1922 ήρθαν στο χωριό πρόσφυγες από τον Πόντο και το 1924 από τη Θράκη.
  Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια τριφυλλιού, σουσαμιού, καλαμποκιού, σιταριού, αμπελιών, μουριών και την παραγωγή κουκουλιών μεταξιού και κρασιού. Ο οικισμός υπαγόταν στην κοινότητα Δροσερού μέχρι το 1951, οπότε και περιήλθε στην κοινότητα Γυψοχωρίου. Το 1977 δημιουργήθηκε η κοινότητα Τριφυλλίου με οικισμό το Γυψοχώρι. Από το 1947, έτος που κάηκε το Δροσερό, ως το 1955 λειτούργησε στο Τριφύλλι ο Αστυνομικός Σταθμός Δροσερού. Τις δεκαετίες '60-'70 έντονο ήταν το μεταναστευτικό κύμα των κατοίκων προς Γερμανία, Αμερική και Αυστραλία.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ