gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 51 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΗΠΕΙΡΟΣ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (51)

Ανάμεικτα

Κάστρο Ρωγών

ΒΟΥΧΕΤΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΠΡΕΒΕΖΑ
  Λίγα χιλιόμετρα μετά τον Λούρο, υψώνονται σε γραφικό κατάφυτο λόφο τα ερείπια του κάστρου των Ρωγών.
  Πανέμορφο, περιέβαλλε την (αρχαίων και βυζαντινών χρόνων) πόλη των Ρωγών. Σ’ αυτήν φυλάσσονταν το λείψανο του Ευαγγελιστού Λουκά απ’ το 1204 (μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως απ’ τους Λατίνους, στην οποία είχε μεταφερθεί αυτό απ' την Αχαϊα το 356 απ’ τον αυτοκράτορα Κωστάντιο) κι έμεινε εκεί ως το 1453, οπότε μεταφέρθηκε στη σερβική πόλη Sniaderevo.
  Η πόλη και το κάστρο των Ρωγών ερημώθηκαν σταδιακά στο διάστημα 1449 (που κατελήφθη απ’ τους Τούρκους) ως το 1690.
  Βρίσκεται στην ίδια θέση όπου και η αρχαία πόλη Βούχετα (ή Βουχέτιον) της οποίας ήταν συνέχεια, όπως η Πρέβεζα διαδέχθηκε τη Νικόπολη, περί τον 8ο, 9ο αι.
  Στη ΒΔ πλευρά της αρχαίας ακρόπολης του κάστρου των Ρωγών, σώζεται ο Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου, (ιδρ. δεύτερο ήμισυ του ΙΖ αι.), το τελευταίο μνημείο της βυζαντινής και μεταβυζαντινής Περιόδου του οικισμού που σώζεται σε καλή κατάσταση και ο οποίος απετέλεσε και έδρα επισκοπής (η οποία αργότερα ενώθηκε με αυτήν της Κοζύλης "Ρωγών και Κοζύλης").
  Η Κοζύλη ήταν βυζαντινή πολίχνη κοντά στη Νικόπολη. Εκεί κοντά βρίσκεται και η Μονή Κοζύλης (Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου), έτος ιδρύσεως 774.
  Πολύ γνωστός ο Ιωσήφ των Ρωγών (1820-26), Επίσκοπος Κοζύλης & Ρωγών, ο οποίος κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου αμυνόμενος ηρωικά ανατινάχθηκε, μαζί με υπερήλικες συντρόφους του, στις 12 Οκτ. 1826.
(κείμενο: ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΥΝΕΣΙΟΣ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πρέβεζας.

ΚΑΜΑΡΙΝΑ (Χωριό) ΠΡΕΒΕΖΑ
  Ανάμεσα Μούργκα (1340 μ.) Ζαβρούχο (1137 μ.) και Τούρλια (1082 μ.), απ' όπου πηγάζει ο Αχέροντας ποταμός, και στη συμβολή του με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο, είναι τα Σουλιωτοχώρια (γνωστότερα απ’ αυτά η Κιάφα, το Σούλι, η Σαμονίβα). Οι Σουλιώτες αυτοδιοικούνταν, χωρισμένοι σε 47 "φάρες" που αποτελούσαν ιδιότυπη ομοσπονδία, και δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους ως το 1803, που ο Αλή πασάς τους εξανάγκασε, μετά από σκληρή πολιορκία, με συνθήκη να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Στη συνέχεια, τους κυνήγησε και στις 18 Δεκεμβρίου 1803 μια ομάδα τους περικυκλώθηκε στο Ζάλογγο (σημερινή Καμαρίνα) σ’ απόσταση 28 χλμ., απ’ την Πρέβεζα. ´Αλλοι διέφυγαν, άλλοι σκοτώθηκαν, και μια ομάδα από 56 γυναίκες αποσύρθηκε στην απόκρημνη κορυφή "Στεφάνι" πάνω από το μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου.
  Από κει, χορεύοντας και τραγουδώντας, πέσανε με τα παιδιά τους στον γκρεμό για να μην υποδουλωθούν. Σύμβολο και μνήμη της θυσίας των Σουλιωτισσών, είναι το μνημείο που στήθηκε εκεί το 1961, με πανελλήνιο έρανο (γλύπτης Γ. Ζογγολόπουλος, αρχιτέκτονας Πατρ. Καραντινός), στο οποίο φθάνει κανείς, ανεβαίνοντας τα 410 σκαλιά, ξεκινώντας απ’ το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
  Αυτού του μοναστηριού (Ιερά Μονή Ζαλόγγου) η ιστορία ξεκινάει πιθανώς γύρω στο 400 μ.Χ., με την ίδρυση πιο πάνω απ’ τη σημερινή θέση της Μονής των Ταξιαρχών. Όσα κτίσματα του απόμειναν, καταστράφηκαν κατά τη γερμανική κατοχή (1941-44). Σταδιακά, και γύρω στα 1700 μ.Χ., η Μονή μεταφέρθηκε χαμηλότερα, κι έγινε το Μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου. Το καθολικό του, μονόκλιτη βασιλική, με τρούλο και παμπάλαιες τοιχογραφίες που ολοκληρώθηκαν το 1816, στερεώθηκε και συντηρήθηκε την δεκαετία 1980-90, όπως και ολόκληρο το μοναστήρι ανακαινίσθηκε, μετά το 1962, οπότε από ανδρικό μετατράπηκε σε γυναικείο.
(κείμενο: ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΥΝΕΣΙΟΣ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πρέβεζας.

ΠΑΡΓΑ (Κωμόπολη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Η Πάργα, αυτός ο παραδεισένιος τόπος, τράβηξε πάνω της τα βλέμματα θεών και δαιμόνων.
  Η εικόνα της Παναγίας με της αλεπάλληλες φυγές της από τον οικισμό της Παλιόπαργας, που ήταν στον Πετζοβολιο, στο απέναντι βουνό και την καταφυγή της στη σπηλιά που βρίσκονταν έξω από το κάστρο, έπεισε τους κατοίκους της να εγκατασταθούν στο βράχο αυτό που σήμερα υψώνεται στο κάστρο.
  Αγαπημένη της Παναγίας, αλλά και αγαπημένη του Αρη, θα τελειώσει την περίοδο της ελεύθερης ζωής της στις 15 Απριλίου του 1819.   Όμως άλλες μαρτυρίες παλιότερες, αρχαιολογικά ευρήματα και γραφτές πηγές λένε πως ο τόπος προσέλκυσε την ανθρώπινη δραστηριότητα από τα πανάρχαια χρόνια.
  Νεολιθικός πέλεκυς που βρέθηκε στον ελαιώνα αλλά και ο μνημειακός θολωτός μυκηναϊκός τάφος που βρέθηκε στο κτήμα του Σουϊδα, το λείψανο αρχαίου τείχους έξω από τον περίβολο του βενετσάνικου κάστρου μαζί με τη βάση του λιμενοβραχίονα που βρισκόταν στη δυτική μεριά του όρμου του Βάλτου και που δυστυχώς καλύφθηκε από τις πέτρες που σωρεύτηκαν πάνω του για τη δημιουργία μαρίνας, καθώς και κάποιοι κιβωτιόσχημοι τάφοι στο δρόμο κοντά στην Ανθούσα, αποτελούν αναμφισβήτητα τεκμήρια για την ύπαρξη έντονης ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή κατά την αρχαιότητα.
  Στις βυζαντινές πηγές η Πάργα θα εμφανιστεί το 1337 και μάλλον πρόκειται για τον οικισμό του κάστρου και όχι για την Παλιόπαργα στον Πετζοβολιό. Στη νέα της θέση θα αντιμετωπίσει πολλά γυρίσματα των καιρών.
  Θα υποστεί για έξι χρόνια την κατοχή του αλβανοσερβοβουλγαροβλάχου (έτσι του άρεσε να αυτοαποκαλείται) ληστή Μπογκόη και όταν αυτός θα φύγει θα ζητήσει την προστασία της Βενετίας, που θα είναι παρούσα στην περιοχή από τον 15ο ως το τέλος του 18ου αιώνα. Η Πάργα βεβαια σε όλη αυτή την περίοδο θα έχει καθεστώς αυτοδιοίκησης.
  Οι επιδρομές και οι λεηλασίες από στεριά και θάλασσα όμως δεν θα πάψουν και στην περίοδο αυτή. Ο Χαϊρετιν Βαρβαρόσα θα είναι ένας από τους πολλούς που θα την ρημάξουν.
  Η κατάσταση σταθεροποιείται από τα τέλη του 16ου ως τα τέλη του 18ου αιώνα και η Πάργα αναπτύσσεται οικονομικά, γίνεται κέντρο εμπορικό (στο Βάλτο σώζεται ακόμα η Ντογάνα, δηλαδή το Τελωνείο της εποχής) και καταφύγιο και ορμητήριο κλεφταρματωλών. Η βρύση και το σπίτι του Μπουκουβάλα και το πηγάδι του Ανδρούτσου το μαρτυράνε.
  Θα συμπαρασταθεί ακόμα και στους αγώνες του Σουλίου και θα νιώσει επάνω της την απειλητική ανάσα του Αλή πασά. Στην ίδια αυτή περίοδο της ακμής της θα επισκεφθεί την Πάργα ο Κοσμάς ο Αιτωλός και θα αναπτυχθεί με σημαντική εκπαιδευτική κίνηση από ονομαστούς δασκάλους, τον Ιερομόναχο Φιλόθεο, τον Αναστάσιο Μοσπινιώτη, τον Ανδρέα Ιδρωμένο και Χριστόφορο Περραϊκό, τον Αγάπιο Λεονάρδο, κ.α.
  Το 1797 η βενετσάνικη κυριαρχία καταλύεται από τους Γάλλους και ύστερα από μια περίοδο εναλλαγής «προστατών» με τη συνθήκη της 5ης Δεκεμβρίου του 1815 θα αναγνωριστεί η οθωμανική κυριαρχία πάνω στην Πάργα και από τους Αγγλους που την προστατεύουν την περίοδο αυτή θα παραχωρηθεί στον Αλή πασά.
  Μεγάλη ώρα της ιστορίας της η περίοδος 1816 - 1819 με τις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις για την αποζημείωση των περιουσιών των κατοίκων που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν στην Κέρκυρα με δραματική αποκορύφωση τη Μεγάλη Παρασκευή 15 Απριλίου του 1819, όταν καίνε τους νεκρούς τους και φεύγουν για την Κέρκυρα.
  Ο Αλής θα φέρει Λαλιώτες Τούρκους και χριστιανούς από το εσωτερικό της Ηπείρου για να καλύψει το κενό από τη φυγή των ντόπιων που σιγά-σιγά θα επανέλθουν στην πάτρια γη τον Φεβρουάριο του 1913 οπότε λήγει και για την Πάργα η Τουρκοκρατία.
  Στηριγμένη στον οχυρό βράχο του κάστρου και προστατευμένη από την ευρύχωρη αγκαλιά του Πετζοβολιού από τα βορειοδυτικά ανδρώθηκε και πρόκοψε η Πάργα από τα μεταβυζαντινά χρόνια ως τις μέρες μας.
  Στα δυτικά της είναι ο κόλπος του Βάλτου με την ολόχρυση αμμουδιά που καταλήγει στο ακρωτήριο Χελαδιό όπου πάνω του ακόμα σώζονται ερείπια της Μονής των Βλαχερνών (η Αγία Βλαχέρνα όπως λένε οι ντόπιοι).
  Η αμμουδιά του Βάλτου, συνεχίζεται εύφορο πεδινό διάδρομο, κατάφυτο από ελιές και οπωροφόρα που φτάνει ως την Ανθούσα.
  Όταν οι συνθήκες ασφαλείας το επέτρεψαν και το παράλογο ιδιοκτησιακό καθεστώς του κάστρου πίεζε ασφυχτικά τους κατοίκους, ο οικισμός απλώθηκε έξω και γύρω από το κάστρο στο φρύδι του Τουρκοπάζαρου και στη νοτιοανατολική πλευρά ως το Κρυονέρι.
  Αυτή είναι η Πάργα η σημερινή, που σαν πίνακας ζωγραφικής αποκαλύπτεται στον επισκέπτη, κυρίως όταν αυτός βρεθεί στη γωνία «στού καρύδι» ή στη στροφή της Λιθίτσας, όταν προχωρεί από τον περιφερειακό δρόμο.
  Η αρχιτεκτονική της μορφή είναι νησιώτικη και λιγότερο δένει στην Ηπειρωτική αρχιτεκτονική. Τα σπίτια μικρά κατά κανόνα, με πολύ λίγο ελεύθερο χώρο για πράσινο που όμως δεν λείπει καθώς όλοι φιλοτιμούνται να φυτέψουν κάτι στη μικρή αυλή, στο παρτέρι, ή στη γλάστρα.   Χαίρεται να ανηφορίζει κανείς τα στενά της δρομάκια, πνιγμένα από την ευωδιά του γιασεμιού. «Στης Πάργας τον ανήφορο κανέλα και γαρύφαλο». Από τη βορινή πλευρά ο απέραντος και βαθύσκιος ελαιώνας και από την άλλη οι αμέτρητοι βράχοι μέσα στη θάλασσα που σε ώρες φουσκοθαλασσιάς δημιουργούν παράξενες ηχητικές συμφωνίες.
  Αξίζει να γνωρίσει κανείς και το θαλασσινό της τοπίο. Πρώτα βορινά περνώντας δίπλα από το αγέρωχο πετρωμένο καράβι, το τρομερό Φραγκοπήδημα και τον προστατευτικό Αγιο Σώστη, ως την παράξενη ομπρέλα του Σαρακήνικου και ύστερα από τη νότια πλευρά περνώντας από το Χαγιόπουλο, το Μονόλιθο και την Πωγωνιά, το Σκέμπη και το Πριόνι, τη μεγάλη βοτσαλωτή αμμουδιά του Λύχνου με τις μικρές σπηλιές, για να καταλήξει στον κλειστό κόλπο του Αη Γιαννάκη με την πηγή του γλυκού νερού που αναβλύζει στο κέντρο του. Θα είναι μια εμπειρία μοναδική.
  Πλούσια σε ιστορία ως ομορφιά η Πάργα, δεν χρειάζεται Όμηρο επαινετή για να την προβάλει. Ίσως μάλιστα ο λόγος να φανεί κατώτερος από τα πράγματα.
  Επιγραμματικός ο χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος έγραφε όταν την επισκέφτηκε το 1964: «Δε θυμάμαι να έχω γνωρίσει ομορφιά πιο εντυπωσιακή από αυτή στη μικρότητά της. Όλα μαγεία. Μη φοβάστε την υπερβολή, όταν παρουσιάζετε την Πάργα, όσα και να πείτε λίγα της είναι. Σε διαγωνισμό ανάμεσα στα τουριστικά κέντρα, έπαιρνε τον τίτλο της γόησσας οπωσδήποτε».

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Πάργας


Ιστορική αναδρομή

ΠΡΕΒΕΖΑ (Νομός) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Ο Νομός Πρέβεζας βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα της Ηπείρου, έχοντας προς Β του νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας, Α & ΝΑ τον νομό ´Αρτας, Δ το Ιόνιο πέλαγος και Ν τον Αμβρακικό κόλπο.
  Πρωτεύουσά του , η ομώνυμη πόλη Πρέβεζα, στην είσοδο του Αμβρακικού. Απ’ τα πανάρχαια χρόνια συγκροτήθηκαν οικισμοί και πόλεις, απ’ τους Θεσπρωτούς, τους Κασσωπαίους, τους Μολοσσούς - τρεις απ' τις 14 ηπειρωτικές φυλές. Η Εφύρα ( ή Κϊχυρος), η Κασσώπη, η Ελάτρια, η Νικόπολις κ.α., είναι πόλεις που σήμερα μόνο τα ερείπιά τους, ή μόνο τα ονόματά τους μας τις θυμίζουν.
  Δεν είναι πολλές οι ιστορικές πληροφορίες για τους απώτερους χρόνους τη Νεολιθική (6000-3000 π.Χ.) περίοδο, την εποχή του χαλκού (3000-1500 π.Χ.), τη Μυκηναϊκή εποχή (1500-1100 π.Χ.) κατά την οποία η Ήπειρος αποτελούσε ήδη μέρος της πολιτισμένης Ελλάδας, - μέχρι τη Γεωμετρική (1100-800 π.Χ.) και την Αρχαϊκή (800-500 π.Χ.) ελληνιστική περίοδο-, κατά την οποία πλήρως επικράτησαν οι Κορίνθιοι, οι οποίοι και δημιούργησαν αποικίες και στην Ήπειρο. Λίγο αργότερα οι Μολοσσοί υπό τον βασιλέα Θαρύπα, έγιναν κύριοι ολόκληρης της Ηπείρου κι επεκτάθηκαν προς τη θάλασσα (ναυτική συμμαχία των Αθηνών του 4ου π.Χ αι.), για ν’ ακολουθήσει ο Μακεδών Αλέξανδρος Α´ (343 π.Χ., αδελφός της Ολυμπιάδος, συζύγου του Φιλίππου Β´), ο Πύρρος (απ’ το 296 π.Χ.), η περίοδος της Δημοκρατίας (περί το 234 π.Χ., με τους Θεσπρωτούς ως ιθύνοντες).
  Το 168 π.Χ., οι Ρωμαίοι, εκδικούμενοι τον Πύρρο που εκστράτευσε κατά της Ιταλίας, προέβησαν στην τέλεια καταστροφή των κυριότερων Ηπειρωτικών πόλεων (μεταξύ των οποίων η Κασσώπη κ.α.), την πώληση ως δούλων 150.000 Ηπειρωτών και τη μετατροπή της Ηπείρου σε ρωμαϊκή επαρχία. Ακολούθησε η υπαγωγή της Ηπείρου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία (Ιουστινιανός) ενώ η Νικόπολη είναι ήδη μια απ’ τις μεγαλύτερες χριστιανικές επισκοπικές έδρες). Απ’ τις γοτθικές επιδρομές (550) καταστράφηκαν αρκετές ηπειρωτικές πόλεις, μεταξύ αυτών και η Νικόπολη. Ακολούθησαν τον 10ο αι., βουλγαρικές επιδρομές, οπότε και ολοκληρώθηκε η καταστροφή και εγκατάλειψη της Νικόπολης. Μετά την άλωση της Κων/πολης το 1204 απ' τους Λατίνους, ιδρύθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, αυτοτελές ελληνικό κράτος, απ' τον Μιχαήλ Α´ ´Αγγελο Κομνηνό Δούκα, (ο πατέρας του οποίου σεβασταύγουστος Ιωάννης ήταν δούκας του θέματος Νικοπόλεως).
  Τον 14ο αι., η Ήπειρος περιήλθε στην κυριαρχία του Σέρβου ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν, για ν’ ακολουθήσουν οι Φλωρεντινοί (Κάρολος Α´ Τόκκος κλπ.). Τον 15ο αι., σχεδόν όλη η Ήπειρος καταλήφθηκε απ’ τους Τούρκους, διαδέχθηκαν οι Βενετοί (είχαν ήδη καταλάβει τη Σαγιάδα, την Πάργα, κ.α.). Συνθήκη μεταξύ Τούρκων και Βενετών το 1499 αναγνώρισε στους Βενετούς την κατοχή της Κεφαλλονιάς και της Πρέβεζας, η οποία, όπως και ο Αυλών, κατά τον 16ο αι., υπήρξε πολλές φορές ορμητήριο του Τούρκου ναυάρχου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Το 1684 οι Βενετοί (Φρ. Μοροζίνι) κυρίευσαν την ´Αρτα και την Πρέβεζα, την οποία εκχώρησαν το 1700 στους Τούρκους κι αυτοί, με τη συνθήκη του 1717 αναγνώρισαν πάλι την κυριαρχία των Βενετών στο Βουθρωτό και την Πρέβεζα. Το 1798 ο Αλή πασάς Τεπελενλής κατέλαβε την Πρέβεζα (απ’ τους Γάλλους, οι οποίοι την προηγούμενη χρονιά την είχαν αποσπάσει απ’ τους Βενετούς). Τον επόμενο χρόνο η Βόνιτσα, το Βουθρωτό, η Πάργα και η Πρέβεζα αναγνωρίστηκαν ως "Δημοκρατική Πολιτεία" υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης. Όμως ο Αλή πασάς το 1805 κατέλαβε εκ νέου την Βόνιτσα και την Πρέβεζα, και το 1819 την Πάργα (την οποία του εκχώρησαν έναντι χρημάτων οι ´Αγγλοι, υπό την προστασία των οποίων τελούσε). Μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή πασά το 1820 η Ήπειρος παρέμεινε υπό την κυριαρχία του σουλτάνου.
  Τμήμα της απελευθερώθηκε το 1881, ενώ η Πρέβεζα και ο νομός της παρέμειναν υπό κατοχήν ως το 1912 (Α´ βαλκανικός πόλεμος) οπότε απελευθερώθηκε με την προέλαση του ελληνικού στρατού. Τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, ακολούθησε η Μικρασιατική Εκστρατεία (1920-22) και η Καταστροφή, συνέπεια της οποίας ήταν το τεράστιο κύμα προσφύγων. Η πόλη κι νομός της Πρέβεζας έγιναν η νέα πατρίδα για πολλούς ξεριζωμένους Μικρασιάτες, Κοκκινιά, Νικόπολη (Σμυρτούλα), Ν. Σινώπη, Αρχάγγελος, Ν. Σαμψούντα, Ν. Κερασούντα, συνοικίες και χωριά καινούρια δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν δυναμικά. Ο τόπος, δοκιμάστηκε σκληρά κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και βαρύς ήταν ο φόρος του αίματος. Στην πόλη της Πρέβεζας απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Α´ Τάξεως, επειδή "οι κάτοικοι ταύτης καθ’ όλη την διάρκεια των επιχειρήσεων υπό την διαρκή και επίμονον κίνδυνον ημέρας και νυκτός 96 βομβαρδισμών, επέδειξαν την επιβαλλομένην πατριωτική και ενθουσιώδη αντοχήν συμβαλόντες συνεχώς εις τας στρατιωτικάς προσπαθείας και αιρόμενοι ες παράδειγμα αυτοθυσίας". Τον ίδιο πατριωτισμό κι αυτοθυσία έδειξαν οι κάτοικοι και στη διάρκεια της Ιταλογερμανικής Κατοχής (1941-44), με σημαντική δράση κατά του κατακτητή. Ατυχώς, τα πάθη κι ο διχασμός, οδήγησαν κατά την Απελευθέρωση στο να χυθεί κι εδώ αίμα αδερφικό (Παργινόσκαλα, Νταλαμάνι). Όμως, τα δύσκολα χρόνια πέρασαν και τα πάθη και οι διχασμοί ξεχάστηκαν.
(κείμενο: ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΥΝΕΣΙΟΣ)
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πρέβεζας.

Η ιστορική της πορεία

ΠΡΕΒΕΖΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Η πόλη συνεχίζει την πορεία της στο χρόνο, με σεβασμό στο παρελθόν. Η ιστορία της Πρέβεζας συνδέεται άρρηκτα με το γεωγραφικό σημείο στο οποιο είναι κτισμένη.
  Βρίσκεται στο ΝΔ άκρο της Ηπείρου, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι και πολύ κοντά στο ´Ακτιο και σε μικρή απόσταση από την Αρχαία Νικόπολη, της οποίας η πόλη της Πρέβεζας αποτελεί οικιστική συνέχεια.
  Η εμφάνιση του οικισμού τοποθετείται στα μέσα του 11ου αι. Η στρατηγική και εμπορική σημασία της θέσης ήταν πολύ σημαντική και προσέλκυσε πολλούς νέους οικιστές και κατακτητές.
  Για πρώτη φορά αναφέρεται με το σημερινό τη όνομα στα τέλη του 13ου αι. στο "Χρονικόν του Μορέως" και 200 χρόνια αργότερα, το 1495, επιλέγεται από τους Τούρκους ως ναύσταθμος.
  Στα μέσα του 15ου αι. αποτέλεσε το αντικείμενο οξείας διαμάχης ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς αντιζήλους της. Έτσι, περισσότερο από μια φορά η Πρέβεζα πέρασε από τα χέρια του ενός στον άλλον, ώσπου το 1718 κατοχυρώθηκε με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς στους Βενετούς (10-21 Ιουλίου 1718) που την κράτησαν μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας τους, το 1797.
  Τότε η Πρέβεζα καταλήφθηκε από τους Γάλλους, οι οποίοι όμως διώχθηκαν τον επόμενο χρόνο από τον Αλή Πασά παραμένοντας ως την απελευθέρωσή της κάτω από την Οθωμανική διοίκηση (21-10-1912).
  Η πιο σημαντική στιγμή για την ανάπτυξη και αναβάθμιση του οικισμού σε πόλη ήταν η Βενετοκρατία και η εποχή του Αλή Πασά. Οι Βενετοί και οι Τούρκοι για να προστατεύσουν την Πρέβεζα έχτισαν Κάστρα τα οποία σώζονται και σήμερα (Αγίου Αντρέα, Αγίου Γεωργίου, Βρυσούλας και Παντοκράτορα).
  Ο Αλή Πασάς έχτισε στην Πρέβεζα τα θερινά του ανάκτορα στη θέση που σήμερα είναι γνωστή ως "Παλιοσάραγα", κοντά στα σημερινά Ιαματικά Λουτρά. Κυρίως όμως κατασκεύασε την τάφρο (Ντάπια), η οποία έζωνε την πόλη στο χερσαίο μέρος της και αποτελούσε εγγύηση για την προστασία των κατοίκων της και των εμπορικών της λειτουργιών. Η Πρέβεζα ήταν ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο το διαμετακομιστικό Κέντρο της Ηπείρου, αλλά και λιμάνι ανεφοδιασμού για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ΒΔ Ελλάδα. (Πόλεμος 1897, Βαλκανικοί πόλεμοι, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος).
  Ο χαρακτήρας αυτός της πόλης προσέλκυσε κατοίκους από άλλες περιοχές της Ηπείρου και των Επτανήσων. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι Ιταλοί, οι οποίοι διατηρούσαν παροικία στην Πρέβεζα, με Καθολική Εκκλησία που χτίστηκε το 1568 και η οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Σημαντική επίσης ήταν και η Εβραϊκή παροικία, η οποία διατηρούσε σχολείο και συναγωγή - όπου και ο ΟΤΕ σήμερα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Πρέβεζας.

Links

Ελληνικό Κράτος (1830-σήμερα)

ΙΩΑΝΝΙΝΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Το 1911 ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων συνειδητοποιώντας τη δεινή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ευρύτερη περιοχή ένεκα της τουρκικής επικυριαρχίας και της οικονομικής δυσπραγίας των κατοίκων ίδρυσε το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς με στόχο, όπως έγραφε στο «Υπόμνημά» του προς τον Ηπειρωτικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο της Κωνσταντινούπολης, στις 30 Νοεμβρίου 1911, να προέλθουν από αυτό οι μελλοντικοί επιστήμονες και οι συστηματικοί εργάτες «της ποθητής ανορθώσεως», οι μελλοντικοί ιερείς και διδάσκαλοι «της υπαίθρου χώρας». Εκείνη την περίοδο, αλλά και μέχρι τη μεταπολεμική εποχή η Σχολή Βελλάς διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο, αφού προσέφερε στους οικονομικά ασθενέστερους νέους της χειμαζόμενης Ηπείρου μία από τις ελάχιστες δυνατότητες να αποκτήσουν δωρεάν ανώτερη μόρφωση και να ασκήσουν στη συνέχεια το ιερατικό λειτούργημα, ή να προσληφθούν ως διδάσκαλοι. Οι σπουδαστές εκτός από τα εγκύκλια μαθήματα διδάσκονταν Θρησκευτικά (Ιερά Ιστορία, Εισαγωγή και Ερμηνεία Καινής Διαθήκης, Κατήχηση, Λειτουργική, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ηθική, Ομιλητική), Γεωπονία (Γεωργία, δενδροκομία, πτηνοτροφία, σηροτροφία) και Παιδαγωγικά.
  Στο κοινωνικό πεδίο παρατηρούμε τη δημιουργία διαφόρων θρησκευτικών -φιλανθρωπικών συλλόγων [«Ζωοδόχος Πηγή - Φιλόπτωχος» (1908), «Η Θεοτόκος» (1911), «Παντάνασσα» (1937),] ενώ το 1921 εγκαινιάζεται στα Γιάννινα το παράρτημα του «Λυκείου Ελληνίδων» που εμπνεύσθηκε και υλοποίησε στην Αθήνα το 1911 η Καλλιρρόη Παρρέν, με στόχο την ενημέρωση και τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών και την παρέμβαση με εκδηλώσεις Τέχνης στην ευρύτερη πολιτιστική ζωή. Την προστασία της μητρότητας, της βρεφικής και παιδικής ηλικίας μέσω συμβουλευτικών σταθμών, παιδικών ιατρείων, αλλά και κέντρων παροχής ιματισμού και τροφής, ιδίως μετά τη Γερμανική κατοχή, είχε ως σκοπό το «Πατριωτικόν ΄Ιδρυμα Ιωαννίνων» (1935). Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνος οι συνθήκες ζωής ενός μεγάλου αριθμού πολιτών ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και αρχίζουν να γίνονται αισθητές οι αλλαγές που επισυμβαίνουν στον ευρύτερο εργασιακό χώρο. Ήδη από το 1919 σχηματίσθηκε στα Γιάννινα ο πρώτος όμιλος του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ελλάδος» και το 1922 το «Πανηπειρωτικόν Εργατικόν Κέντρον Ιωαννίνων» καταγγέλει προς την «Αυτού εξοχότητα Γενικόν Διοικητήν» της Ηπείρου «την τραγικήν θέσιν» στην οποία βρίσκονται «αι Εργατικαί τάξεις της πόλεως λόγω της αεργίας, του γλισχρού των ημερομισθίων και της αφορήτου καταστάσεως πλέον πληγής της αισχροκερδίας». Το 1924 συγκροτείται ο «Ηπειρωτικός Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο οποίος είχε ως στόχο «η παιδεία να γίνη κτήμα του Έθνους, να στήση τα θεμέλια της απάνω στα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής ζωής, όπως την διεμόρφωσεν η ιστορική εξέλιξις του Έθνους» και «να θεμελιωθή στον γνήσιον νεοελληνικόν κόσμον, δηλαδή στη ζωντανή γλώσσα και τη λαϊκή παράδοση».
  Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επίσης, το 1923, ιδρύονται η «Πανηπειρωτική Ένωσις Παλαιών Πολεμιστών» και ο «Πανηπειρωτικός Σύνδεσμος Αναπήρων και θυμάτων Πολέμου», ενώ από την «Πανηπειρωτική Ένωση» προερχόταν η συντακτική ομάδα που το 1924 εξέδωσε τη μαχητική εβδομαδιαία Εφημερίδα «Νέος Αγών», η οποία, σύμφωνα με τον Πέτρο Αποστολίδη, «γινόταν ανάρπαστη». Σε κάθε φύλλο της Εφημερίδας, από τα ελάχιστα που κυκλοφόρησαν, δημοσιευόταν ένα ποίημα του Γιωσέφ Ελιγιά, ο οποίος την Πρωτομαγιά του 1923, στην εκδήλωση του Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων, απήγγειλε αποσπάσματα από το «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη. Είναι μία κρίσιμη περίοδος τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την πόλη των Ιωαννίνων και τα δρώμενα στο επίπεδο της εθνικής ζωής, αλλά και στην ενδοχώρα της θέτουν σε δοκιμασία την κοινωνική συνείδηση και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι στα Γιάννινα αναπτύσσεται ένα ευδιάκριτο ρεύμα κοινωνικής κριτικής, το οποίο επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση ρηξικέλευθων νοοτροπιών και στην ωρίμανση των κοινωνικών αιτημάτων. Οι αντίξοες συνθήκες εργασίας και οι σχέσεις ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζομένους αρχίζουν να γίνονται και στα Γιάννινα αντικείμενο προβληματισμού, που διακρίνεται για την ανεπιτήδευτη ανάλυση της κοινωνικής συγκυρίας και την ασίγαστη επιθυμία για ζωή που να δικαιώνει την ανθρωπικότητα του σκεπτόμενου υποκειμένου. (...)
  Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, την 21η Φεβρουαρίου 1913, η πολιτική, η οικονομική, η κοινωνική και κατά συνέπεια η εκπαιδευτική τοπογραφία βαθμιαίως μεταβάλλεται. Η οργάνωση των Εκπαιδευτηρίων και το πρόγραμμα σπουδών καθορίζονται πλέον από την κεντρική εξουσία, η οποία ιδρύει, παράλληλα με την αναδιάρθρωση των Δημοτικών και των Γυμνασίων, το 1914 την «Αστική Σχολή θηλέων Ιωαννίνων», που διατηρήθηκε μέχρι το 1938. Στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνος εφαρμόζεται και στα Γιάννινα το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και η διαβάθμιση των σπουδών είναι: «κοινά» Δημοτικά Σχολεία, «Ελληνικόν Σχολείον» ή «Σχολαρχείον», τετραετούς φοίτησης και τριετή «Αστικά Σχολεία». Από το 1929 τα Δημοτικά και τα Γυμνάσια γίνονται εξατάξια. Για την κατάρτιση διδασκάλων θεσμοθετήθηκαν τα Διδασκαλεία και στην πρωτεύουσα πόλη της Ηπείρου από το 1913 λειτούργησε μονοτάξιο Διδασκαλείο (1913 - 1914) και στη συνέχεια (1914 - 1924) τριτάξιο και από το 1924 ως το 1936 πεντατάξιο. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων οι διευρυμένες ανάγκες για παροχή στοιχειώδους παιδείας οδήγησαν στην ίδρυση με Νομοθετικό Διάταγμα (1923) του μονοταξίου Διδασκαλείου (1923 - 1928) όχι μόνο στα Γιάννινα, αλλά και σε άλλες πόλεις (Αθήνα, Καστοριά, Μυτιλήνη, Σέρρες, Χανιά). Στο τριτάξιο «Διδασκαλείο Αρρένων Ιωαννίνων» γινόταν δεκτοί οι κάτοχοι «ενδεικτικού» β΄ τάξεως τετραταξίου Γυμνασίου, ή «απολυτηρίου» Αστικού Σχολείου και με εισαγωγικές εξετάσεις ενώ από το 1917 είχαν δικαίωμα σπουδής και οι γυναίκες. Το «ωρολόγιον πρόγραμμα» έδινε έμφαση στη διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας (σύνολο 21 ώρες), στις πρακτικές ασκήσεις (10 ώρες), οι οποίες λάμβαναν χώρα στο πρότυπο Δημοτικό Σχολείο του Διδασκαλείου και στα Παιδαγωγικά (8 ώρες). Το μάθημα της Φιλοσοφίας είχε εισαγωγικό χαρακτήρα (3 ώρες στην Α΄ τάξη) και δεν φαίνεται από τα σχετικά έγγραφα να διδασκόταν σε όλες τις περιόδους, ενώ στο μονοτάξιο Διδασκαλείο (1923 - 1928) αντικαταστάθηκε από την ψυχολογία. Επρόκειτο για μία κατεύθυνση σπουδών που εστίαζε στην καλλιέργεια της πρακτικής διάστασης του διδάσκειν και έθετε σε ήσσονα μοίρα τον θεωρητικό προβληματισμό. Βαθμιαίως η Παιδαγωγική θα αποτελέσει το προνομιακό πεδίο στο οποίο διαπιστώνεται η διαφορετικότητα των θεωρήσεων για την οργάνωση της εκπαιδευτικής πράξης και εκδηλώνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στους οπαδούς των παραδοσιακών και νεωτεριστικών παιδαγωγικών αντιλήψεων.
  Τις πρώτες δεκαετίες πρυτάνευσαν, όπως άλλωστε και στη διαμόρφωση του επίσημου αναλυτικού προγράμματος των μαθημάτων του Δημοτικού Σχολείου (1913), οι νοησιαρχικές παιδαγωγικές απόψεις του J. Herbart (1776 - 1841), αλλά από το 1928 μέχρι το 1936 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της διεύθυνσης του Ευριπίδη Σούρλα (1929 - 1933) έγινε προσπάθεια να εφαρμοσθούν οι βασικές θέσεις του «Σχολείου Εργασίας» [G. Kerschensteiner (1845 - 1932) - H. Gandig (1860 - 1932) - J. Dewey (1859 - 1952)], δηλαδή η παιδαγωγική θεωρία στην οποία η αυτενέργεια του παιδιού και η καθολική σχέση του με τον περιβάλλοντα φυσικό και κοινωνικό χώρο καταλάμβανε την προεξέχουσα θέση. Στον ελληνικό χώρο οι αρχές του «Σχολείου Εργασίας» υιοθετήθηκαν από τους Νικόλαο Καραχρήστο, Μανώλη Τριανταφυλλίδη, Δημήτρη Γληνό, Αλέξανδρο Δελμούζο, Νικόλαο Εξαρχόπουλο, Σπυρίδωνα Καλλιάφα και τον Κωνσταντίνο Γεωργούλη και κάθε παιδαγωγός προσπάθησε βεβαίως να τις εφαρμόσει με τον δικό του τρόπο. Ο Ευριπίδης Σούρλας παράλληλα με τα αξιώματα της «αρχής της συγκεντρωτικής διδασκαλίας» και της «ελεύθερης πνευματικής εργασίας» πρόβαλε την «αρχή της στενώτερης πατρίδας», επιδιώκοντας να καταστήσει σαφή τη μορφωτική αξία των εμβιωμένων στοιχείων (Γλώσσα, Ιστορία, Τέχνη, Φύση), μία μέθοδο την οποία ο Ηπειρώτης Σχολάρχης επιχείρησε να εφαρμόσει στα Γιάννινα και με σαφήνεια αναπτύσσει στο βιβλίο του Συγκεντρωτική διδασκαλία και νεώτερον πρόγραμμα, το οποίο εξέδοσε το 1935.
  Η βελτίωση του επιπέδου σπουδών και τα προβλήματα που είχαν αναδειχθεί από το γεγονός ότι στα Διδασκαλεία γίνονταν δεκτοί νέοι που δεν είχαν αποπερατώσει την εξατάξια γυμνασιακή μαθητεία και κατά συνέπεια η επαγγελματική τους κατεύθυνση δεν ήταν πλήρως αποσαφηνισμένη, υπήρξαν τα βασικά επιχειρήματα για την αναδιοργάνωση του πλαισίου κατάρτισης των δασκάλων. Ο θεσμός των «Παιδαγωγικών Ακαδημιών» δημιουργήθηκε με το Νόμο 5802 του 1933 και σύμφωνα με το άρθρο 1 «η μόρφωσις των δημοδιδασκάλων, αμφοτέρων των φύλλων ορίζεται ως έπεται: η μεν γενική συντελείται εις το γυμνάσιον ή το πρακτικόν λύκειον, η δε επαγγελματική εις διταξίους Παιδαγωγικάς Ακαδημίας». Η «Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων» λειτούργησε από το 1934 μέχρι το 1982 και ήταν ένα από τα έξι (Αθήνα, Αλεξανδρούπολη, Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη, Λαμία, Τρίπολη) Ανώτερα Πνευματικά Ιδρύματα που επιτέλεσαν στην εποχή τους έναν σημαντικό ρόλο. Όσον αφορά το είδος των σπουδών, παρατηρούμε την πρόθεση του Νομοθέτη να αναβαθμίσει τα θεωρητικά μαθήματα και προβλέπεται η διδασκαλία Παιδαγωγικών μαθημάτων (Γενική Παιδαγωγική, Γενική Διδακτική, Ειδική Διδακτική, Ιστορία της Παιδαγωγικής, Σχολική Νομοθεσία), Ψυχολογίας (Γενική Ψυχολογία, Ψυχολογία του παιδός και του εφήβου, Ψυχολογία των ατομικών διαφορών μετ' εφαρμογών), Φιλοσοφίας (Εισαγωγή εις την φιλοσοφία, Στοιχεία Ηθικής, Αισθητικής και Γνωσιολογίας), Στοιχείων Δημοσίου Δικαίου, Πολιτικής Οικονομίας και Κοινωνιολογίας. Στη διαμόρφωση της πολιτικής, της κοινωνικής και της πολιτιστικής ζωής της πόλης μετά την απελευθέρωση σημαντικό ρόλο διεδραμάτιζε ο τοπικός Τύπος και τα Περιοδικά, αφού η έντυπη διακίνηση των ιδεών προσέδιδε στο στοχασμό το χαρακτήρα της δημόσιας κατάθεσης, σε μία περίοδο κατά την οποία η έκδοση βιβλίων, συνήθως, επιστέγαζε μία ευδόκιμη θητεία στον ημερήσιο, ή τον περιοδικό Τύπο. Η προσεκτική μελέτη των δημοσιευμάτων που συναπαρτίζει την ύλη των Εντύπων μας αποκαλύπτει το υπόβαθρο των λογοτεχνικών τάσεων, την ποιότητα των αισθητικών κριτηρίων και τον προσανατολισμό των θεωρητικών αντιλήψεων, τις οποίες αποτύπωναν στα κείμενά τους είτε με τη σαφή γλώσσα του δοκιμίου, είτε με τον συμβολικό και υπαινικτικό λόγο της Τέχνης οι Γιαννιώτες λόγιοι. Η πολύπλευρη συγγραφική δράση του Γεωργίου Χατζή - Πελλερέν (1881 - 1930), που εκφράστηκε μέσα από την κριτική, την ποίηση, την πεζογραφία, τα θεατρικά κείμενα, το χρονογράφημα και τις ιστορικές μελέτες, αποτέλεσε μία από τις συνιστώσες της πνευματικής κίνησης στα Γιάννινα στην πρώτη τριακονταετία του εικοστού αιώνος. Η Εφημερίδα «Ήπειρος», την οποία ο Χατζή - Πελλερέν εξέδοσε το 1909, αποτέλεσε έναν χώρο στον οποίο υποτυπώθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου τα διάφορα ρεύματα σκέψης που διαμορφώθηκαν στα Γιάννινα. Πολυμέρεια χαρακτηρίζει και το έργο του λογοτέχνη Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861 - 1937), ο οποίος παράλληλα με τις ηθογραφικές του συνθέσεις συνέγραψε και μελέτες πολιτικού - εθνικού περιεχομένου και η δημοσιογραφία του χαρακτηριζόταν από τη γλαφυρότητα του ύφους του.
  Εκτός από τις Εφημερίδες, διαύλους κοινοποίησης των ανησυχιών και των κοινωνικών προβληματισμών της τοπικής λογιοσύνης, μέχρι τη στρατιωτική δικτατορία (1967), αποτέλεσαν και τα Περιοδικά Ελλοπία (1930), Ηπειρωτικά Φύλλα (1936), Ηπειρωτικά Γράμματα (1944) και «Ενδοχώρα» (1959), στα οποία παρά την βραχύβια κυκλοφορία τους εκφράσθηκαν οι μεταλλαγές που συντελούνταν στο πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος. Τα λογοτεχνικά μοτίβα του συγκρατημένου λυρισμού, της νοσταλγίας και της προσμονής συνυφαίνονται σε αρκετές από τις καταθέσεις με τη δοκιμή νέων εκφραστικών τρόπων και συχνά τα ρητά ή υπόρρητα ερωτήματα για την ουσία της Τέχνης και την κοινωνική της λειτουργία νοηματοδοτούν ένα τρόπο γραφής που αφορμάται από μία ενσυνείδητη αντίληψη για το κοινωνικό δέον και το οφείλειν του ανθρώπου ως διαμορφωτή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τα περιοδικά Ηπειρωτικά Χρονικά (1926) και Ηπειρωτική Εστία (1952), μέσω των οποίων έγιναν ευρύτερα γνωστά τα πορίσματα της ελληνικής και της διεθνούς «Ηπειρωτολογίας». Η έκδοση του πρώτου οφείλεται σε πρωτοβουλία του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σπυρίδωνος (1875 - 1956) και είχε ως στόχο να στεγάσει τις επιστημονικές απόπειρες να ερευνηθεί από ιστορική, αρχαιολογική, φιλολογική, λαογραφική και γλωσσολογική άποψη το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν της Ηπείρου, ενώ στο δεύτερο φιλοξενήθηκαν, παράλληλα με τις ιστοριοδιφικού και φιλολογικού χαρακτήρα μελέτες, η λογοτεχνική παραγωγή (ποίηση, πεζά, δοκίμιο, κριτική) νεοελλήνων, κυρίως Ηπειρωτών, διανοουμένων.
  Κατά τη δεκαετία του 1960 η Ήπειρος εξακολουθούσε να είναι μία από τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της Ελλάδος και τα Γιάννινα αρχίζουν να αποκτούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός σύγχρονου νεοελληνικού αστικού κέντρου. Η διεύρυνση του κύκλου των επαγγελμάτων και η ανάπτυξη της βιοτεχνίας προσελκύουν κατοίκους από τις όμορες κοινότητες και πόλεις και η αύξηση του πληθυσμού αναπόφευκτα επενήργησε στη μορφολογία του κοινωνικού ιστού και στη διαμόρφωση των προτεραιοτήτων και των κοινωνικών αιτημάτων. Το σημαντικότερο γεγονός αυτή τη δεκαετία στον πνευματικό χώρο της πόλης ήταν η ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 1964 και η λειτουργία της Φιλοσοφικής Σχολής, ως παραρτήματος μέχρι το 1970 του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αυτοδύναμης στη συνέχεια. Το 1966 εγκαινιάζεται το Τμήμα Μαθηματικών, ενώ από το 1970 και το 1977 λειτουργούν το Τμήμα Φυσικής και η Ιατρική Σχολή αντίστοιχα, καθώς και το Τμήμα Χημείας. Σήμερα υπάρχουν στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δώδεκα τμήματα, στα οποία φοιτούν 10.000 περίπου φοιτητές. Αυτή καθ' εαυτή η ύπαρξη του Πανεπιστημίου, αλλά και η συμμετοχή τόσο του ερευνητικού και διδακτικού δυναμικού του όσο και των φοιτητών στην από κοινού οργάνωση με τους πολιτιστικούς και τους πολιτικούς φορείς της πόλης διαφόρων επιστημονικών εκδηλώσεων συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός πολύπτυχου επικοινωνιακού πλαισίου, το οποίο έχει ευεργές επιπτώσεις στην τοπική κοινωνία.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών


Ιδρυση-οικισμός του τόπου

Από τους Κορίνθιους

ΑΜΒΡΑΚΙΑ (Αρχαία πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
Η Αμβρακία ήταν αποικία των Κορίνθιων (Στράβ. 10,2,8).

ΙΩΑΝΝΙΝΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
   Σύμφωνα με τον ιστορικό του ΣΤ΄ αι. Προκόπιο, ο Iουστινιανός μετέφερε, για λόγους ασφάλειας, τους κατοίκους της Eύροιας και ίδρυσε μία πόλη (το 529;) με φυσική οχύρωση μέσα σε μία λίμνη. «ην δε τις ενταύθα πόλις αρχαία, ύδασιν επιεικώς κατακόρης ούσα, ανόματός τε της του χωρίου φύσεως. Eύροια γαρ ανέκαθεν ωνομάζετο. Tαύτης δε της Eυροίας ου πολλώ απόθεν λίμνη κέχυται και νήσος κατά μέσον ανέχει και λόφος αύτη επανέστηκε. Διαλείπει δε η λίμνη τοσούτον, όσον τινά εν εισόδου μοίρα τη νήσω λελείφθαι. Ένθα δη βασιλεύς τους της Eυροίας μεταβιβάσας οικήτορας, πόλιν οχυρωτάτην οικοδομησάμενος ετειχίσατο». (Προκόπιος, Περί κτισμάτων, IV,1,.39-42). H περιγραφή οδήγησε όλους σχεδόν τους ερευνητές στην ταύτιση της θέσης αυτής με τον χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το κάστρο των Iωαννίνων.
  Ωστόσο μία νέα και ίσως πιθανότερη υπόθεση δεν δέχεται την άποψη αυτή, διότι οι μετεγκαταστάσεις πληθυσμού που οργανώνονταν κατά τον ΣT΄ αιώνα από την Αυτοκρατορία αποσκοπούσαν στην προστασία των κατοίκων από τους επιδρομείς και είχαν προσωρινό χαρακτήρα. Συνεπώς, υποστηρίζεται, δεδομένης της προσωρινότητας παρόμοιων ενεργειών, δεν δικαιολογείται η ταύτιση του χώρου εγκατάστασης των κατοίκων της Eύροιας με τα Iωάννινα. Αντίθετα ταυτίζεται η Eύροια με τον λόφο Kαστρί στην όχθη της Aχερουσίας λίμνης. Aλλά ακόμη και μεταγενέστερα οι σχετικές πληροφορίες είναι ιδιαίτερα πενιχρές και συμπτωματικές, γεγονός που οφείλεται στην γενικότερη άποψη, ότι είχε ενδιαφέρον μόνο ό,τι σχετίζονταν με την πρωτεύουσα και με τις πράξεις της κεντρικής εξουσίας.
  Αλλωστε λόγω των προαναφερομένων προβληματισμών και της έλλειψης στοιχείων αδυνατούμε να ταυτίσουμε τα Iωάννινα με την πόλη Eύροια ακνίου (=εκ νέου=νέα), η οποία βρίσκεται στην Θεσπρωτία και η οποία μνημονεύεται στον "Συνέκδημο" του Iεροκλή. Στο έργο αυτό του ΣΤ΄ αι., ο Iεροκλής αναφέρεται στην πολιτική γεωγραφία του Aνατολικού Pωμαϊκού Kράτους και περιλαμβάνει την Eύροια στον κατάλογο των δώδεκα πόλεων της Παλαιάς Hπείρου. Στις πηγές της Ύστερης Aρχαιότητας και έως τον Ι' αιώνα η πόλη Iωάννινα δεν αναφέρεται.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών


By the emperor Augustus, 31 BC.

ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ (Αρχαιολογικός χώρος) ΗΠΕΙΡΟΣ

Καταστροφές του τόπου

ΑΗΔΟΝΙ (Οικισμός) ΠΡΕΒΕΖΑ
Το χωριό καταστράφηκε από τα στρατεύματα κατοχής.

Από το Μοροζίνι, 1685

ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ
Εκτός των άλλων ανατίναξε το κάστρο, αφού πήρε μαζί του τα 12 κανόνια του.

Από τους Τούρκους, 1713

ΜΑΡΓΑΡΙΤΙ (Κωμόπολη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ

By Romans under Paulus

ΜΟΛΟΣΣΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΙΩΑΝΝΙΝΑ
Polybius says that Paulus, after his subjection of Perseus and the Macedonians, destroyed seventy cities of the Epeirotes most of which, he adds, belonged to the Molossi, and reduced to slavery one hundred and fifty thousand people. (Perseus Project - Strabo, Geography 7.7.3)

By the Illyrians

But when no one paid any attention to them, they first ravaged the country, and after that, when the Molossians drew up against them, there followed a sharp battle in which the Illyrians were victorious and slew more than fifteen thousand Molossians. (Perseus Project - Diodorus Siculus, Library 15.13.3)

Από σεισμό 375 μ.Χ.

ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ (Αρχαιολογικός χώρος) ΗΠΕΙΡΟΣ

Από τους Ρωμαίους, 167 π.Χ.

ΠΑΝΔΟΣΙΑ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ

Από σεισμούς 1823 & 1872

ΣΑΓΙΑΔΑ (Δήμος) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ

Καταστροφή & τέλος της πόλης

Από τους Ρωμαίους, 167 π.Χ.

ΕΛΕΑ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ

Από τους Ρωμαίους, 167 π.Χ.

ΚΑΣΣΩΠΗ (Αρχαιολογικός χώρος) ΗΠΕΙΡΟΣ
In 167 B.C. Kassope was burned by the Romans and abandoned when Nikopolis was built.

Από τους Ρωμαίους, 167 π.Χ.

ΤΙΤΑΝΗ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ

Μάχες

ΑΕΤΟΡΑΧΕΣ (Βουνοκορυφή) ΙΩΑΝΝΙΝΑ
29/11/1912
Νικηφόρα μάχη των Ελλήνων κατά των Τούρκων στον Α' Βαλκανικό πόλεμο στις 29 Νοεμβρίου 1912.

Με τους Μολοσσούς

ΑΜΒΡΑΚΙΑ (Αρχαία πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
Νίκη των Αμβρακιωτών κατά των Μολοσσών σε μια νύχτα (Παυσ. 10,18,4).

Μάχη του Καλαμά

ΘΥΑΜΙΣ (Ποταμός) ΗΠΕΙΡΟΣ
10/1940
Τις δύο πρώτες μέρες του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940, οι ολιγάριθμες ελληνικές δυνάμεις αναχαίτισαν την ιταλική επίθεση.

Μάχη του Κομπότι

ΚΟΜΠΟΤΙ (Κωμόπολη) ΑΡΤΑ
10/6/1822
Σημαντική νίκη των Ελλήνων κατά των Τούρκων, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Η μάχη του "Κλέφτη"

ΣΜΟΛΙΚΑΣ (Βουνό) ΗΠΕΙΡΟΣ
03/07/1948
  Το ύψωμα του "Κλέφτη", είναι η ψηλότερη κορυφή του όρους Σμόλικα. Έχει στρατηγική σημασία, καθώς στέκει πάνω από τη Σαμαρίνα και δεσπόζει σε μια ευρύτερη περιοχή της βόρειας οροσειράς της Πίνδου. Τόσο στη βουνοκορφή αυτή, όσο και σε μια σειρά άλλες (Πολιάνα, Γύφτισσα, Κάμενικ, Γκόλιο, Σκούζα, Κίρκορι, Προφήτης Ηλίας κλπ.) διεξήχθηκαν σκληρότατες μάχες ανάμεσα στους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ και των κατά πολύ υπέρτερων δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού.
  Ακολουθούν μνήμες από τις μάχες αυτές, της Ελένης Κατσή (Παχή), μιας μαχήτριας τότε του ΔΣΕ. Μιας μαχήτριας, που υπεράσπισε και κράτησε, μαζί με τους υπολοίπους συναγωνιστές της, το ύψωμα του Κλέφτη. "Η μάχη του Κλέφτη κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην εποποιία του Γράμμου, για την ηρωική αντίσταση και τις θυσίες των υπερασπιστών του, για την άφθαστη παλικαριά και την απεριόριστη αφοσίωση των μαχητών και διοικητών, στο καθήκον που τους είχε ανατεθεί.
  Όσα και να έχουν γραφτεί είναι αδύνατον να συλλάβει ο νους την αυταπάρνηση και τον ηρωισμό, κάθε λεπτό, κάθε ώρα και κάθε μέρα, σε κάθε μαχητή και μαχήτρια του ΔΣΕ. Εγώ, θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε μια μέρα, από τις πολλές, που υπεράσπιζα, μαζί με άλλους συντρόφους, τον Κλέφτη. Την ημέρα, που είναι σημαντική, γιατί για πρώτη φορά τραυματίστηκα (διαμπερές στο πόδι). Γράφω το πρώτο τραύμα, γιατί στη διάρκεια του εμφύλιου τραυματίστηκα άλλες πέντε φορές.
  Ήταν 3 Ιούλη 1948. Μέρα καυτή, όχι μονάχα απ' τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά κυρίως από την πολεμική ατμόσφαιρα, που επικρατούσε στον Κλέφτη. Ο κυβερνητικός στρατός, αυτή την ημέρα έβαλε στόχο να καταλάβει τον Κλέφτη. Και τούτο, γιατί είχε έρθει στο μέτωπο το τότε βασιλικό ζεύγος, προκειμένου να ενθαρρύνει τον κυβερνητικό στρατό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες είδαμε τον "Γαλατά" (σ.σ. αναγνωριστικό αεροπλάνο των κυβερνητικών δυνάμεων) να ανιχνεύει τη διάταξή μας και σε λίγο καταφθάνουν κατά σμήνη τα αεροπλάνα. Κι όπως ήμασταν τελείως ανυπεράσπιστοι από κάποια αντιαεροπορική άμυνα, κατέβαιναν όσο ήθελαν χαμηλά, μυδραλιοβολούσαν τις θέσεις μας και βομβάρδιζαν, ρίχνοντας ρουκέτες, βαρέλια με βενζίνη, τα οποία μόλις έπεφταν στη γη έσκαζαν και αναφλέγονταν. Τα δέντρα έπαιρναν φωτιά, όπως και τα χόρτα, δημιουργώντας πολλές εστίες πυρκαγιών. Τόσο η αεροπορική επιδρομή, όσο και η προπαρασκευή του πυροβολικού που ακολούθησε, απέβλεπαν να εξοντώσουν κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στο ανασκαμμένο και καψαλισμένο ύψωμα. Τα πολυβολεία μας, τα αμπριά μας, αν και έπαθαν σημαντικές ζημιές, μας προστάτευαν, μας πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες σ' αυτές τις τρομερές δοκιμασίες.
  Κατόπιν, περνάει στην επίθεση το πολυάριθμο πεζικό του αντίπαλου. Καθώς κάνουν έφοδο, τους συναντάμε με πείσμα έξω από τα χαρακώματα, τους ανατρέπουμε, τους εξαναγκάζουμε σε υποχώρηση, στη βάση της εξόρμησής τους. Τις απογευματινές ώρες αρχίζει καινούρια επίθεση. Πριν απ' αυτή, είχε προηγηθεί νέο ισχυρό σφυροκόπημα των θέσεών μας από την αεροπορία και το πυροβολικό. Το άφθονο και καυτό σίδερο, που αυτή τη φορά ρίχτηκε, έχει σκοπό να μην αφήσει τίποτε όρθιο και ζωντανό στις θέσεις μας. Δεν άκουγες τίποτε, μόνο ένα συνεχές μπουμπουνητό. Η επιφάνεια του εδάφους οργώνεται από τις οβίδες. Ξεφλουδίζονται, κόβονται, ξεριζώνονται τα δέντρα. Ένα σύννεφο σκόνης και καπνού σκεπάζει τη διάταξή μας. Τα πολυβολεία, τα αμπριά μας παθαίνουν καινούριες σημαντικές ζημιές. Τα σκέπαστρα, οι περισσότεροι είσοδοι και έξοδοι σκεπάζονται με χώμα. Υπάρχουν απώλειες, νεκροί και τραυματίες. Αρχίζει καινούρια επίθεση. Χαρακώματα και θέσεις τώρα δεν υπάρχουν πια. Ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Η μάχη τώρα γίνεται από λακκούβα σε λακκούβα, από δέντρο σε δέντρο, από πέτρα σε πέτρα. Ο αντίπαλος φτάνει κοντά στις θέσεις μας, άλλοι έρχονται στα χέρια με τους μαχητές του ΔΣΕ. Στο πεδίο της μάχης χύνεται ελληνικό αίμα. Υπάρχουν τραυματίες, πέφτουν κορμιά. Πάνω σ' αυτή την επίθεση τραυματίστηκα κι εγώ, όμως δεν είχαμε ώρα να σκεφτούμε, ούτε για το δέσιμο του τραύματος. Όλη μας η σκέψη ήταν να κρατήσουμε τον Κλέφτη, με κάθε θυσία. Κανένας τραυματίας δε φεύγει από τη θέση του. Αυτοί, που δεν μπορούσαν να πιάσουν όπλο, όταν εμείς κάναμε αντεπίθεση, φωνάζανε "αέρα! αέρα! επάνω τους και τους φάγαμε!".
  Παρ' όλες τις απώλειες που είχαμε και τις μεγάλες δυνάμεις του εχθρού, που έκαναν την επίθεση (δύο επίλεκτες ταξιαρχίες κι εμείς ένα τάγμα, με ταγματάρχη τον Αλευρά Ηλία), κάναμε την αντεπίθεση με χειροβομβίδες και ανατρέψαμε και πάλι τον εχθρό. Εγώ, παρά το διαμπερές τραύμα στο πόδι, δεν καταλάβαινα πόνο, ενώ το άρβυλο είχε γεμίσει αίμα. Όταν πήρα εντολή να πάω στο σταθμό επίδεσης, έφυγα με μια μεγάλη ικανοποίηση ότι τον Κλέφτη δεν μπόρεσαν να τον πάρουν.
  Ο Κλέφτης κράτησε, γιατί τον υπεράσπισαν αγωνιστές, με υπέροχα ιδανικά: Εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, σοσιαλισμό.

Κείμενο: Ελένη Κατσή (Παχή)
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα , με φωτογραφίες, του Πολιτικού Καφενείου "Ο Μεγάλος Ανατολικός"


Μετακινήσεις πληθυσμών

Εποικισμός Νικόπολεως

ΑΜΒΡΑΚΙΑ (Αρχαία πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
Οι κάτοικοι της Αμβρακίας και του Ανακτορίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους για να εποικίσουν τη Νικόπολη, πόλη που ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη νίκη του στο Ακτιο το 31 π.Χ. (Παυσ. 5,23,3).

Νεότερος Ελληνισμός (1453-1830)

Επανάσταση Διονυσίου του Φιλοσόφου

ΙΩΑΝΝΙΝΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Τα Γιάννενα παραδόθηκαν στους Τούρκους στις 9 Οκτωβρίου του 1430 ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον πολιορκητή τους Σινάν Πασά και αφού πρώτα πέτυχαν να εκδοθεί αυτοκρατορική διαταγή από το Σουλτάνο Μουράτ το Β΄, γνωστή ως προνομιακός «ορισμός» του Τούρκου beylerbeyi Σινάν Πασά. Στο έγγραφο αυτό, που θεωρείται ως ένα από τα πιο παλαιά έγγραφα οθωμανικής αρχής, γραμμένο όμως στην ελληνική γλώσσα, παραχωρούνται στους Γιαννιώτες σημαντικά προνόμια, ανάλογα με εκείνα που είχαν κατορθώσει να αποσπάσουν στα 1319 από το Βυζάντιο με το Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι φορολογικές απαλλαγές και η ελεύθερη διακίνηση του εμπορίου τόσο μέσα στην πόλη όσο και στις άλλες περιοχές της βυζαντινής επικράτειας.
  Το προνομιακό αυτό καθεστώς αρμονικών σχέσεων ανάμεσα στον κατακτημένο και τον κατακτητή διατηρήθηκε ως τον Σεπτέμβριο του 1611, οπότε διαδραματίστηκε στα Γιάννενα ένα σημαντικότατο, αλλά και απροσδόκητο για την εποχή, γεγονός.
  Αναφερόμαστε στο επαναστατικό κίνημα του Διονυσίου του Φιλοσόφου που όχι μόνο κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, αλλά και έγινε πρόξενος αναρίθμητων συμφορών για τους χριστιανούς, που ως την εποχή εκείνη κατοικούσαν μέσα στο κάστρο. Αποκορύφωμα υπήρξε ο βίαιος και ομαδικός τους διωγμός από αυτό και η υποχρεωτική τους εγκατάσταση στην παραλίμνια περιοχή του Σιαράβα. Έχοντας χάσει οι «καστρινοί» ολοκληρωτικά τις περιουσίες τους και τα στηρίγματά τους, έβλεπαν ως μοναδική σωτήρια λύση, στο αδιέξοδο που είχαν περιέλθει, τη φυγή προς τη Δύση.
  Έτσι δεν άργησαν να υλοποιήσουν τη σκέψη του ξενιτεμού μεταναστεύοντας κυρίως στις παράλιες πόλεις της Δ. Ιταλίας και προπαντός στη Βενετία. Εκεί οι περισσότεροι επιδόθηκαν στην προσφιλή τους ασχολία, το εμπόριο, και μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα άρχισαν να αναλαμβάνουν, να δημιουργούν πάλι τη χαμένη περιουσία τους και να αποκτούν μεγαλύτερη οικονομική δύναμη. Όσοι παρέμειναν και αφού διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν ανάμειξη ούτε καμιά ευθύνη στην ανταρσία του Διονυσίου, προσπάθησαν να περισώσουν ό,τι τους είχε απομείνει από τις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις στις πρώτες μέρες της σύγχισης. Στη συνέχεια, ξεπερνώντας τη συμφορά και αντιμετωπίζοντας με καρτερία την πραγματικότητα, κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν το σπιτικό τους.
  Έτσι στα 1666, ο περιηγητής Spon μας δίνει μια εικόνα της πόλης τελείως απρόσμενη ύστερα από τους τόσους κατατρεγμούς των κατοίκων της. Οι πληροφορίες του μαρτυρούν ότι τα Γιάννενα την εποχή αυτή είναι πολυάνθρωπα και βρίσκονται σε μεγάλη εμπορική ακμή.   Στα 1670 υπάρχουν στα Γιάννενα 4.000 σπίτια, χριστιανός αρχηγός συντεχνιών, αγορά με 1.900 εργαστήρια και καταστήματα και ετήσια αξιόλογη εμποροπανήγυρη. Τα στοιχεία αυτά παραδίδει ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπή, ανάμεσα στις τόσες άλλες μοναδικές και πολύτιμες πληροφορίες για την πόλη των Ιωαννίνων, στο γνωστό του έργο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών


  Το 1431,οι κάτοικοι των Ιωαννίνων έγιναν υποτελείς στους Τούρκους, υπό τον Σινά πασά και εγκαθιδρύεται στα Ιωάννινα η τουρκική κυριαρχία, η οποία διαρκεί 482 έτη, δηλαδή μέχρι το 1913.
  Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα τα υπό τουρκική κυριαρχία Ιωάννινα παρουσιάζουν γενική πτώση και παρακμή.
  Ο 17ος αιώνας αποτελεί την απαρχή της ακμής των Ιωαννίνων. Η οποία κορυφώνεται στο δεύτερο του 18ου, με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνολογίας. Η ανάπτυξη αυτή οδηγεί και σε σημαντική πληθυσμιακή αστική συγκέντρωση. Επίσης, τα Ιωάννινα παρουσιάζουν και λαμπρότατη πνευματική παράδοση αιώνων. Ήδη από το 1206 χρονολογείται η ίδρυση δύο σχολών στις Μονές Σπανού και Ντίλιου, όπου δίδαξαν και μαθήτευσαν επιφανείς λόγιοι και στοχαστές. Με τις σχολές αυτές διατηρήθηκε στην Ήπειρο η ελληνική παιδεία και καλλιεργήθηκαν τα ελληνικά γράμματα και η λόγια παράδοση μέχρι της εποχής του αστικού μετασχηματισμού. Από τα μέσα του 17ου αιώνα, οι φιλογενείς Ιωαννίτες, επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, χρηματοδότησαν την ίδρυση νέων σχολών στα Ιωάννινα. Έτσι, ιδρύθηκαν, μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων, οι σχολές του ηγούμενου Επιφανίου (1648), που αποκαλείται μικρή, η σχολή Γκούμα (1676), που αποκαλείται μεγάλη, η Μαρουτσαία (1746), η Καπλάνειος (1797) και αργότερα η Ζωσιμαία (1828).
  Από το 18ο αιώνα, τα Ιωάννινα αναδεικνύονται το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο του νέου Ελληνισμού και της προεπαναστατικής πνευματικής Ελλάδας.
  Από το 1431 και μέχρι την εποχή του Αλή (1788), πλην του επαναστατικού κινήματος του Διονυσίου (1611), του επικαλούμενου Σκυλόσοφου, κανένα πολεμικό ή άλλο αξιόλογο γεγονός δεν συντελείται στα Ιωάννινα. Από το 1788 και για 50 χρόνια μετά, σημειώνονται, στην πόλη των Ιωαννίνων, γεγονότα εξαιρετικής σημασίας.
  Το 1788, ο Αλή ανέρχεται στην εξουσία των Ιωαννίνων εγκαινιάζοντας το τυραννικό καθεστώς. Για την περίοδο αυτή, η προσωπική ιστορία του Αλή είναι και η ιστορία Ιωαννίνων αλλά και όλης της Ηπείρου.
  Τα Ιωάννινα παρά τη στυγνή τυραννία, αναπτύσσονται συνεχώς. Επί της εποχής του Αλή κορυφώνεται ο αστικός μετασχηματισμός της πόλης και τα Ιωάννινα παρουσιάζονται ως το καλύτερο αστικό κέντρο της προεπαναστατικής Ελλάδας. Ειδικότερα, ο Αλή, για δική του ασφάλεια και πλουτισμό, περιορίζει και διώκει τους μπέηδες τιμαριούχους και διευρύνει τις προϋποθέσεις αστικής ανάπτυξης των Ιωαννίνων. Επισκευάζει το φρούριο (1812-1815), ανοίγει δρόμους προς Αρτα, Θεσσαλία και Παραμυθιά, υποτάσσει τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, κτίζει ανάκτορα, ιδρύει στρατιωτική σχολή με Γάλλους καθηγητές, στην οποία έμελλε να φοιτήσουν οι επισημότεροι οπλαρχηγοί της ελληνικής Επανάστασης και ευνοεί την ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων. Κατά την εποχή αυτή, η τοπική αγορά των Ιωαννίνων, συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων του Ελλαδικού χώρου. Όσα συντελέστηκαν, επί δύο αιώνες στα Ιωάννινα, είχαν επιπτώσεις και στο ιδεολογικό υπόβαθρο των Ιωαννιτών. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς, φέρονται ως θιασώτες των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης. Η ιδεολογική αυτή μεταβολή, δεν είναι ξένη με τον άμεσο και αναντίρρητο προσανατολισμό των Ιωαννιτών προς τη ιδέα της απελευθέρωσής τους και προς τα κηρύγματα του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρείας.
  Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ένας από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, καταγόταν από τα Ιωάννινα, ούτε ότι από το 1816 και μετά πολλοί έμποροι, πολιτικοί και διανοούμενοι Ιωαννίτες φέρονται να έχουν μυηθεί σ΄ αυτήν. Εξάλλου, από αδιάψευστες πηγές, καταμαρτυρείται η δράση των Ιωαννιτών Φιλικών, μέσα στην πόλη και μάλιστα μέσα στην αυλή του Αλή πασά. Απ΄αυτούς σημαντικότεροι φέρονται οι Μάνθος Οικονόμου, Αλ. Νούτσος , Γ. Τουρτούρης, Ι. Κωλέττης, Ι. Βηλαράς, Σπ. Κολοβός κ.ά. Από το 1819 και μετά, τα Ιωάννινα, εκτός από πνευματικό κέντρο του νέου Ελληνισμού, καθίστανται συγχρόνως και το σπουδαιότερο πολιτικό κέντρο εθνικής κίνησης και διαφώτισης. Το 1822 τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται από τον Χουρσίτ πασά και ο Αλής σκοτώνεται στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο νησάκι της λίμνης Παμβώτιδος. Όσο διαρκούσε η πολιορκία των Ιωαννίνων, ξεκινούσε κατά τον Μάρτιο του 1821, η Ελληνική Επανάσταση, στην οποία, λόγω της παρουσίας πολυάριθμου τουρκικού στρατού στην Ήπειρο , δεν έλαβαν ενεργό μέρος οι Ιωαννίτες και οι Ηπειρώτες. Καθ' όλη τη διάρκεια του Αγώνα, τα μισοκατεστραμμένα Ιωάννινα, διαδραμάτισαν βάση εξόρμησης του τουρκικού στρατού προς την αγωνιζόμενη Ρούμελη. Με τη λήξη του Αγώνα, τα Ιωάννινα δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα απελευθερωθέντα διαμερίσματα, που σχημάτισαν το Ελληνικό Κράτος. Τα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν την 21η Φεβρουαρίου του 1913. Τέλος κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Ιωάννινα καταλήφθηκαν προσωρινά από ιταλικά στρατεύματα, από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1917, και από τότε και έπειτα, ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Ελλάδας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών


Ο τόπος κατακτήθηκε από:

Romans under Fulvius Nobilior, 189 BC

ΑΜΒΡΑΚΙΑ (Αρχαία πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
   Fulvius, having obtained the consulship, in B.C. 189, he was intrusted with the war in Greece, during which he took Ambracia, traversed Epirus as conqueror, and reduced to submission the island of Cephallenia.
   The name of a distinguished family of the Fulvia gens. The most distinguished member of the family was M. Fulvius Nobilior, consul B.C. 189, when he conquered the Aetolians, and took the town of Ambracia. He had a taste for literature and art, and was a patron of the poet Ennius, who accompanied him in his Aetolian campaign.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Illyrians

ΗΠΕΙΡΟΣ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
When the Epirots were rid of their kings, the people threw off all control and disdained to listen to their magistrates, and the Illyrians who live on the Ionian sea above Epirus reduced them by a raid. (Perseus Project)

Πολιορκίες

Ambraciots' cunning stratagem against Romans

ΑΜΒΡΑΚΙΑ (Αρχαία πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
Another remarkable stratagem in countermining is described by Livy (xxxviii. 7) at the siege of Ambracia by the Romans, when the Ambraciots introduced into the besiegers' mine a "stink-pot" of burning feathers.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Σελίδες εμπορικού κόμβου

Σελίδες επίσημες

ΑΡΤΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Κάτω από τη σημερινή ´Αρτα είναι θαμμένη η Αμβρακία, την οποία ίδρυσαν οι Κορίνθιοι το 625 π.Χ. στη θέση παλαιότερου ηπειρωτικού οικισμού. Η πόλη γρήγορα αναπτύχθηκε δημογραφικά και πολιτικά, καλλιέργησε τις τέχνες και εξελίχθηκε σε μεγάλη πολεμική και ναυτική δύναμη. Στη μεγαλύτερη ακμή της έφτασε τον 3ο αι. π.Χ., όταν ο Πύρρος μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών, βελτιώνοντας την οχύρωση και την πολεοδομική οργάνωση της πόλης και κοσμώντας την με δημόσια κτίρια και έργα τέχνης. Το 189 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Μ. Φούλβιος την πολιόρκησε στενά. Μετά από σθεναρή αντίσταση η πόλη αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να δεχτεί ρωμαϊκή φρουρά. Με την ίδρυση της γειτονικής Νικόπολης το 31 π.Χ. από τον Οκταβιανό Αύγουστο πολλοί κάτοικοι της Αμβρακίας υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν στη νέα πόλη. Ωστόσο η Αμβρακία δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς, αλλά συνέχισε να κατοικείται σποραδικά και μετά το συνοικισμό της Νικόπολης.
  Η πόλη παρακμάζει και χάνεται ιστορικά για αρκετούς αιώνες για να εμφανιστεί ξανά στους βυζαντινούς χρόνους με την ονομασία ´Αρτα. Η ´Αρτα αναπτύσσεται σταδιακά από μικρή κώμη σε σημαντική πόλη. Η ανάπτυξή της αυτή δικαιολογεί την επιλογή του Μιχαήλ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα να την κάνει πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου που ίδρυσε ο ίδιος το 1204. Ακολουθεί περίοδος μεγάλης ακμής για την πόλη, κατά την οποία χτίζονται το κάστρο της και οι σημαντικές βυζαντινές εκκλησίες. Μετά από μια ταραχώδη περίοδο με εναλλαγή πολλών ηγεμόνων στην εξουσία του Δεσποτάτου, η πόλη καταλήφθηκε το 1349 από τον τσάρο των Σέρβων Στέφανο Δουσάν, ενώ από το 1358 και για 58 χρόνια την κυβέρνησαν Αλβανοί. Το 1416 την πόλη κατέλαβε ο οίκος των Τόκκων, ενώ το οριστικό τέλος του Δεσποτάτου ήρθε το 1449 με την κατάληψη της ´Αρτας από τους Τούρκους.
  Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η ´Αρτα εξελίχθηκε σε αξιόλογο εμπορικό κέντρο, ενώ παράλληλα πυκνώθηκαν οι πληθυσμοί στους ορεινούς όγκους της περιοχής, με τη δημιουργία νέων οικισμών σε απόκεντρες και σχετικά ασφαλείς περιοχές. Εκτός από την εμπορική, σημαντική ήταν και η πνευματική δραστηριότητα στην περιοχή, καθώς το 1500 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο της ´Αρτας, όπου φοίτησε και ο Μάξιμος Γραικός, ενώ το 1662 ιδρύθηκε η Σχολή Μανωλάκη που λειτούργησε μέχρι την ελληνική Επανάσταση.
  Σημαντικότατη θέση στην ιστορία της Επαναστάσεως κατέχει ο ένας εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας Νικόλαος Σκουφάς, του οποίου γενέτειρα ήταν το Κομπότι ´Αρτας. Στην περιοχή του νομού έδρασαν και πολλοί σημαντικοί οπλαρχηγοί, που κήρυξαν την επανάσταση στα Τζουμέρκα το 1821. Τον ίδιο χρόνο καταλήφθηκε προσωρινά από τους επαναστάτες και η πόλη της ´Αρτας, που γρήγορα όμως πέρασε ξανά στα χέρια των Τούρκων. Ιστορική είναι η μάχη που έγινε το 1822 στο Πέτα, κατά την οποία σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους πολλοί Φιλέλληνες. Η απελευθέρωση της ´Αρτας και των περιοχών ανατολικά του Αράχθου έγινε τελικά το 1881, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του σημερινού νομού ενώθηκε με την ελεύθερη Ελλάδα το 1913.
(κείμενο: Α. ΑΓΓΕΛΗ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας ´Αρτας.

Η Βυζαντινή Αρτα

  Η ιστορία της Ηπείρου ως ανεξάρτητης βυζαντινής επαρχίας στη βορειοδυτική Ελλάδα άρχισε με την τέταρτη Σταυροφορία. Τον Απρίλιο του 1204 οι σταυροφόροι και οι Ενετοί συνεταίροι τους κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και διόρισαν δικό τους αυτοκράτορα και Πατριάρχη. Η Θεσσαλονίκη πέρασε στο Βονιφάτιο το Μομφερατικό τον ηγέτη της Σταυροφορίας.
  Ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων τον ακολούθησε. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Μιχαήλ Κομνηνός Δούκας, ο οποίος δεν παρέμεινε για πολύ στην υπηρεσία των Λατίνων. Εγκατέλειψε το Βονιφάτιο και διέσχισε τα βουνά για να συναντήσει το συγγενή του, το βυζαντινό κυβερνήτη της ´Αρτας.
  Εκεί εγκαταστάθηκε, νυμφεύθηκε την κόρη του κυβερνήτη και έγινε ο αποδεκτός ηγέτης και προστάτης των Ελλήνων κατοίκων της Ηπείρου.
  Ο Μιχαήλ ´Αγγελος Κομνηνός Δούκας δημιούργησε το Δεσποτάτο της Ηπείρου που εκτεινόταν απ’ το Δυρράχιο ίσαμε τη Ναύπακτο και τη Θεσσαλία κι αργότερα περιέλαβε τη Λευκάδα και την Κέρκυρα.
  Το δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα την ´Αρτα χαρακτηρίστηκε ως προμαχώνας του υπόλοιπου ελληνισμού κατά της λατινοκρατίας και του σλαβισμού, για έναν και πλέον αιώνα.
  Το κράτος αυτό για δυόμισι αιώνες στάθηκε όρθιο ανάμεσα στις συμπληγάδες της Ανατολής και της Δύσης παλεύοντας με σφρίγος και δυναμισμό κατόρθωσε να διατηρήσει την εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα.
  Η βασίλισσα του δεσποτάτου ´Αρτα, την περίοδο αυτή στολίστηκε με αξιοθαύμαστα έργα τέχνης και μεγαλοπρεπείς ναούς, οι οποίοι σώζονται μέχρι σήμερα.
(κείμενο: Απόστολος Δ. Τρομπούκης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας ´Αρτας.

Ιστορία της πόλης

ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ
Η πόλη απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό το 1913 στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι την αναγόρευσή της σε πρωτεύουσα του νομού Θεσπρωτίας το 1936 ήταν ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό με 500 κατοίκους. Καταστράφηκε εντελώς από το γερμανικό στρατό το 1944 κατά την αποχώρησή του από την Ελλάδα και ανοικοδομήθηκε εκ νέου στην ίδια θέση αυτή τη φορά με την όψη σύγχρονης πόλης. Όμως μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μονό μικρά σκάφη μπορούσαν να ελλιμενιστούν στην Ηγουμενίτσα. Με την εκβάθυνση του λιμανιού και τη δημιουργία πορθμιακής γραμμής Ηγουμενίτσας-Κέρκυρας αρχικά και Ιταλίας-Ηγουμενίτσας από την άλλη η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία.

Φετόκο

ΘΕΟΤΟΚΟΣ (Οικισμός) ΚΟΝΙΤΣΑ
  Από την παλιά Φετόκο (σήμερα Θεοτόκο) δεν απόμεινε τίποτα. Στα ερείπια που άφησε η εγκατάλειψη από την μετεγκατάσταση στο νέο οικισμό της εθνικής οδού κατά τη δεκαετία του 1970, προστέθηκε και η μεγάλη φωτιά του 1984. Διακρίνεται και σήμερα μισογκρεμισμένη η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. «Ήταν στα μέσα του 17ου αιώνα στην περίοδο της αλλαξοπιστίας, όπως ιστορείται, που έπαθε η Φετόκο ολοσχερή καταστροφή λόγω της ηρωικής αντίστασης των κατοίκων της. Οι Φετοκίτες διασκορπίστηκαν στα Βαλκάνια μέχρι και τη νότια Ρωσία, όπου εξασκούσαν το επάγγελμα του οικοδόμου. Απόμειναν στο χωριό 6-7 οικογένειες».

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μαστοροχωρίων


ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ (Νομός) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Το 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Θεσπρωτίας οι λεγόμενοι Αλβανοτσάμηδες εξαιρέθηκαν απο την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην πλειοψηφία ήσαν Έλληνες και Αλβανοί εξισλαμισμένοι. Οι λέξεις Τσάμης και τσάμικος προέρχονται από παραφθορά του Θύαμις. ( Καλαμάς). Όμως κατα την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι Αλβανοτσάμηδες συνεργάζονται με τους κατακτητές και με υπόδειξή τους εκτελούνται στην Παραμυθιά την 29-9-1943 οι 49 πρόκριτοι της πόλης. Για αυτά και αλλά εγκλήματα τους, εγκατέλειψαν την Θεσπρωτία μαζί με τα κατοχικά στρατεύματα το 1944 και κατέφυγαν στην Αλβανία.
  Το 1946 ο Νομός Θεσπρωτίας αποσπάσθηκε απο τον Νομό Ιωαννίνων, αφού πρώτα ακρωτηριάσθηκε το νότιο άκρο του. (Οι περιοχές Πάργας και Φαναρίου δόθηκαν στον Νομό Πρεβέζης.) Πρωτεύουσα του Νομού έγινε η Ηγουμενίτσα. Ο γεωγράφος Μελέτιος την ονομάζει Γουμενίτζα. Το πιο πιθανό είναι το όνομά της να το πήρε από τους κατοίκους της Γκούμανης οι οποίοι μετοίκησαν εδώ. Στην περιοχή Λαδοχωρίου βρέθηκαν ερείπια των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων καθώς και ρωμαϊκή έπαυλη με νεκρικό θάλαμο απο τέσσερις μερμάρινες σαρκοφάγους. Το κάστρο της πρέπει να πρωτοκτίσθηκε από τους Ενετούς μετέ 1204 ενώ στην Τουρκοκρατία το λιμάνι της χρησιμοποιήθηκε σαν αγκυροβόλιο απο τον τουρκικό στόλο.
  Σήμερα η πρωτεύουσα του Ν. Θεσπρωτίας αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική θαλάσσια πύλη εισόδου στην Ελληνική επικράτεια, ενώ η προνομιακή της θέση θα αναβαθμιστεί με την ολοκλήρωση των εκτελουμένων εργασιών επέκτασης του λιμανιού της και της κατασκευής της Εγνατίας οδού.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Θεσπρωτίας


Η Ιστορία της Θεσπρωτίας

ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ (Αρχαία χώρα) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Η εμφάνιση του ανθρώπου στο θεσπρωτικό χώρο ανάγεται στην Παλαιολιθική Περίοδο. Τα πολυπληθή ευρήματα των πρόσφατων αρχαιολογικών ερευνών στην περιοχή του Ελευθεροχωρίου, βόρεια της Παραμυθιάς, επιβεβαιώνουν τη διατυπωθείσα από παλαιότερα άποψη για αξιολόγηση παρουσία του προϊστορικού ανθρώπου στο θεσπρωτικό χώρο κατά τη Μέση ( 250.000-35.000 π.Χ.) και Νεώτερη ( 35.00-9.000 π.Χ.). Παλαιολιθική περίοδο.
  Κατά τη Νεολιθική Περίοδο ( 9.000-28.0 π.Χ.) έχει διαπιστωθεί ανθρώπινη εγκατάσταση στις σπηλιές της Ψάκας και της Σίδερης καθώς και σε διάφορες περιοχές της κοιλάδας του Κωκυτού: Αρχαιολογικά επιβεβαιωμένη είναι η αραιή μεν αλλά συνεχής παρουσία προελληνικών φύλων στο Θεσπρωτικό χώρο στην πρώιμη εποχή του Χαλκού (3 π.Χ. χιλιετία), όπως ονομάζεται η αμέσως επόμενη πολιτιστική περίοδος.
  Στο τέλος της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (2.000 π.Χ. περίπου) τοποθετείται η ειρηνική εγκατάσταση των πρώτων ελληνόφωνων φύλων, των Ελλήνων Θεσπρωτών, στη Θεσπρωτία και εν γένει σε ολόκληρη την Ήπειρο.
  Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Χαλκοκρατίας (14ο-13οπ.Χ. αι.), μυκηναίοι άποικοι από τη Δυτική Πελοπόννησο φτάνουν μέχρι τους νοτιότερους όρμους της Θεσπρωτίας, ιδρύοντας οχυρωμένες εγκαταστάσεις κατά το πρότυπο των μυκηναϊκών ακροπόλεων της νότιας Ελλάδας: την Εφύρα στις εκβολές του Αχέροντα και την προϊστορική Τορύνη στον όρμο του Λυχνού, στην περιοχή της Κίπερης. Κατά τη διάρκεια της μετακίνησης προς Νότο των βορειοδυτικών ελληνικών φύλων περισσότερο γνωστής ως «Κάθοδος των Δωριέων» ( 1.100 π.Χ.), εγχώρια θεσπρωτικά φύλα μετανάστευσαν προς τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα. Την ίδια περίοδο οι Μολοσσοί περιορίζοντας τους Θεσπρωτούς δυτικά της πεδιάδας των Ιωαννίνων.
  Οι ευελίμενες ακτές της Θεσπρωτίας και η πρόσφορη θέση της ως προς την Ιταλία και την Αδριατική (Πολύβιος: «πρόκεινται της Ελλάδος προς την Ιταλία») μετά από τους Μυκηναίους κίνησαν και το ενδιαφέρον των νοτίων Ελλήνων των ιστορικών χρόνων. Ο αποικισμός των Ηλείων τον 8 αι. π.Χ. και των Κορινθίων και Κερκυραίων τον 7ο και 6ο π.Χ. από τον Αμβρακικό μέχρι την Επίδαμνο, επέφερε την επανασύνδεση των σχέσεων της Ηπείρου με τη Ν.Ελλάδα.
  Στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. οι Μολοσσοί προσαρτίζουν τη Δωδώνη, την Κασσωπαία και γενικά ολόκληρη την ανατολική Θεσπρωτία, περιορίζοντας την εδαφική επικράτεια των Θεσπρωτών, οι οποίοι αν και επεκτάθηκαν στην Νότια Κεστρίνη, δεν είναι σε θέση να συναγωνιστούν τους Μολοσσούς και, πιθανότατα, υποχρεώνονται να προσχωρήσουν στο Κοινό των Μολοσσών ή στην Συμμαχία των Ηπειρωτικών που συστήνεται το 333/323 π.Χ. από τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς. Στον 4ο αι. π.Χ. τοποθετείται η ίδρυση των πρώτων οικισμών μεγέθους μιας πραγματικής πόλης.
  Το δεύτερο μισό του 4 αι. π.Χ. αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Θεσπρωτίας: οι μικρές ατείχιστες κώμες συνοικίζονται, τειχίζονται και δημιουργούνται με πλήρη οικιστική οργάνωση.
  Στα τέλη του 4ου το αργότερο στις αρχές του 3ου π.Χ. εντείνεται, το φαινόμενο της δημιουργίας μεγάλων οχυρών περιβόλων. Την δημιουργία των οχυρωμένων αυτών οικισμών επέβαλαν λόγοι οικονομικοί, διοικητικοί ή αμυντικοί. Η ανάπτυξη αυτή των αστικών κέντρων θεωρείται μια από τις σημαντικότερες διαδικασίες της Θεσπρωτίας και της Ηπείρου γενικότερα μεταξύ του 4αι. π.Χ. και της Ρωμαϊκής κατάκτησης.
  Την ήττα του Περσέα, του Μακεδόνα βασιλιά, βάσει των εντολών της Συγκλήτου (Πολύβιος, Livius ακολούθησε η πυρπόληση και καταστροφή των τειχών εβδομήντα (70) πόλεων της Ηπείρου από το Ρωμαϊκό στρατό. Η Θεσπρωτία ήταν από τις περιοχές που επλήγησαν σκληρά.
  Την Ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. ολοκλήρωσε το 88/87 π.Χ. μια δεύτερη, εξίσου μεγάλη από τους Θράκες μισθοφόρους του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα. Οι δυο αυτές καταστροφές εξηγούν τη ζοφερή εικόνα που περιγράφει ο γεωγράφος Στράβων για την ύπαιθρο της Ηπείρου επί Εποχής Αυγούστου.
  Ο Ρωμαϊκός εποικισμός ευνόησε την ανάπτυξη των πόλεων ή τουλάχιστον μερικών από αυτές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Φωτικής, βόρεια της Παραμυθιάς, της οποίας η ίδρυση ανάγεται στον 1 π.Χ αι. Με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Αύγουστο σε ανάμνηση της νίκης του στο Ακτιο κατά των ενωμένων δυνάμεων του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας το 31 π.Χ. ενισχύθηκε η εικόνα της ερήμωσης της υπαίθρου στην Θεσπρωτία, καθώς μεταφέρθηκαν και από το Θεσπρωτικό χώρο πληθυσμοί για τον συνοικισμό της νέας πόλης.
  Στην Νικόπολη παρέμεινε ένα χειμώνα ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Από τον 1ο μ.Χ. αι. υπήρχε χριστιανική κοινότητα στην Νικόπολη, από όπου φαίνεται ότι διαδόθηκε ο Χριστιανισμός σε όλη την ΒΔ Ελλάδα.
  Η Ρωμαϊκή παρουσία, με εξαίρεση την Φωτική, ήταν αισθητή κυρίως στα παράλια της Θεσπρωτίας.
  Η περίφημη «Ρωμαϊκή ειρήνη» έγινε πραγματικά αισθητή στην Θεσπρωτία κατά τον 1ο και 2ο μ.Χ. αι. και μέχρι την περίοδο της μεγάλης της μεγάλης κρίσης των μέσων του 3μ.Χ. αι. Η Ρωμαϊκή έπαυλη στη περιοχή του Λαδοχωρίου, με τις ανάγλυφες ρωμαϊκές μαρμάρινες σαρκοφάγους τα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα από το Ρωμαϊκό νεκροταφείο του 3ου μ.Χ αι. στο οικόπεδο του Μουσείου Ηγουμενίτσας, ήρθαν να αποδείξουν ότι ο κόλπος της Ηγουμενίτσας, ο «έρημος λιμήν» του Θουκυδίδη, έπαιξε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας.
  Ο εκτεταμένος οικισμός των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων που αποκαλύπτεται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή του Λαδοχωρίου, στο μυχό του κόλπου της Ηγουμενίτσας φαίνεται ότι επέζησε και κατά την αμέσως επόμενη παλαιοχριστιανική περίοδο και αποτελεί το μακρινό πρόγονο της σημερινής πρωτεύουσας του Νομού Θεσπρωτίας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Θεσπρωτίας


  Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς οι Θεσπρωτοί είναι απόγονοι των Πελασγών ή του Δευκαλίωνα και της Πύρρας απ' τους οποίους γεννήθηκε ο Έλλην, ο γενάρχης των Ελλήνων. Από τη Θεσπρωτία οι Έλληνες μετοίκησαν στη Θεσσαλία, στη Φθία και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
  Στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων η ιστορική αλήθεια καλύπτεται από τον μύθο, ωστόσο ίσως είναι αλήθεια ότι η Θεσπρωτία είναι η κοιτίδα του Ελληνισμού. Aλλωστε μία από τις σπουδαιότερες προϊστορικές πολιτείες της ήταν η Έλλα.
  Η Θεσπρωτία στα αρχαία χρόνια είχε περίπου την ίδια έκταση με σήμερα αλλά το όριό της στο νότο ήταν ο ποταμός Αχέροντας και τα Κασώπεια όρη. Κοντά στις εκβολές του Αχέροντα ήταν άλλη μια σπουδαία προϊστορική πόλη η Εφύρα, ιδρυμένη από τον Εφύρο απόγονο του Θεσπρωτού. Στον βασιλιά αυτής της πόλης τον Φείδωνα έρχεται ο Οδυσσέας να αγοράσει δηλητήριο για να το βάλει στα βέλη του. Σ' αυτή την περιοχή βρίσκεται το περίφημο Νεκρομαντείο, (ανακαλύφθηκε από τους Σ. Δάκαρη και Σ Μουσελίμη το 1958) όπου οι ζωντανοί έρχονταν σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών. Εκεί βρισκόταν και το βασίλειο του Aδη που είχε τις πόλεις του στην Αχερουσία λίμνη. Η λίμνη αυτή μάζευε τα νερά του Αχέροντα, του Κωκυτού (ποταμός της Παραμυθιάς) και της Στύγγας (πηγής στο βουνό Ερημίτη απ' όπου έπιναν νερό οι αθάνατοι θεοί).
  Όταν στην Εφύρα που ονομαζόταν και Κίχυρος βασιλιάς ήταν ο Αηδονέας ήρθαν εναντίον του ο Θησέας με τον φίλο του Περίθοο για να κλέψουν την γυναίκα του βασιλιά των Θεσπρωτών. Ο Αηδονέας όμως τους έπιασε και τους φυλάκισε για να ελευθερωθούν από τον Ηρακλή που κατέβηκε στον Aδη για να πάρει τον Κέρβερο, το τρομερό σκυλί που φύλαγε τις πύλες του Aδη. Στους προϊστορικούς χρόνους ο Στράβων αναφέρει σαν μεγαλύτερες πόλεις εκτός από την Κίχυρο την Πανδοσία (στο σημερινό Καστρί του Φαναρίου) την Ελλάτρια και τις Βατίες.
  Το 433 πX γίνεται η περίφημη ναυμαχία μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων στα Σύβοτα. Τον 4ο αιώνα οι Θεσπρωτοί ενώνονται και δημιουργούν το κοινό των Θεσπρωτών. Πρωτεύουσα του κοινού των θεσπρωτών είναι αρχικά η Ελέα (Χρυσαυγή - στην Βέλιανη Παραμυθιάς) και μετέπειτα η Γιτάνη στην περιοχή Γκούμανη Φιλιατών.
  Το 375 πX οι Θεσπρωτοί ενώνονται με τους άλλους λαούς της Ηπείρου και συγκροτούν την συμμαχία των Ηπειρωτών. Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος (318-272 πX) είχε το παλάτι του στην Πανδοσία ενώ στις εκστρατείες του εναντίον της Ρώμης εξέχων στρατηγός του ήταν ο Μίλων ο Θεσπρωτός.
  Όταν το 167 πX ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος ισοπέδωσε 70 πόλεις της Ηπείρου, μεταξύ αυτών η Φανωτή (στην Ρίζανη) η Γιτάνη (στην Γκούμανη δίπλα στο φράγμα του Καλαμά) στις ανασκαφές της οποίας βρέθηκε θέατρο 2500 θεατών. Aλλες πόλεις ήταν η Ελίνα (πιθανόν το Δημόκαστρο στο Καραβοστάσι) και η Τορώνη (στην χερσόνησο της Λιγιάς.)
  Εκτός από τα ερείπια αυτών των πόλεων η Θεσπρωτία είναι κατάσπαρτη από απομεινάρια της αρχαίας εποχής. Βρέθηκαν μαντείο στην Δράμεση, ακροπόλεις στον πύργο Ραγίου και στην Βέλιανη, αρχαία τείχη στην Ραβενή και στην Καλλιθέα, φρυκτωρία στην Σίδερη, τύμβος στο Προδρόμι με τάφο πολεμιστή, τάφος στο Κεφαλοχώρι με ανεκτίμητα κτερίσματα, τάφος της εποχής του χαλκού στην Παραμυθιά. Επίσης βρέθηκαν αρχαίοι οικισμοί στην Φασκομηλιά, στο Καρτέρι και στο Πολυνέρι.
  Στην Ρωμαϊκή και πρώτη Βυζαντινή περίοδο οι πιο ονομαστές πόλεις ήταν η Φωτική (Παραμυθιά) και η Εύροια (Χόϊκα). Ήταν και οι δύο έδρες επισκόπων. Ο σπουδαιότερος επίσκοπος της Φωτικής ήταν ο Aγιος Διάδοχος (516 μX) του οποίου σώζονται αρκετά συγγράμματα, ενώ στην Ευροία το 380 μX ο επίσκοπός της Aγιος Δονάτος σκότωσε το δράκο που φώλιαζε στις πηγές του Αχέροντα κι έκανε το νερό θανατηφόρο για ζώα και ανθρώπους. Ευλόγησε το νερό και το έκανε γλυκό. Απο αυτό το θαύμα ονομάστηκε καί το χωριό Γλυκή.
  Γύρω στο 550 μX ο Ιουστινιανός κτίζει το κάστρο του Αγίου Δονάτου στη Φωτική και μεταφέρει την Εύροια δίπλα στα ερείπια της αρχαίας Πανδωσίας. Είχαν προηγηθεί οι επιδρομές των Γότθων και των Βανδάλων, ενώ το 551 μX γίνεται ένας τρομερός σεισμός και ο βασιλιάς της Ιταλίας Τωτίλας λεηλατεί όλα τα παράλια της Θεσπρωτίας.
  Η Νέα Εύροια καταστράφηκε το 850 μX απο τους Βούλγαρους και η κάτοικοι της πήραν το λείψανο του Αγίου Δονάτου και πήγαν στην Κέρκυρα. Η Φωτική έζησε ώς τον 11ο αιώνα και μάλιστα μετά την καταστροφή της Νικόπολης το 925 η διοίκηση της παλαιάς Ηπείρου είχε μεταφερθεί σ' αυτή.
   Στην περίοδο του δεσποτάτου της Ηπείρου (1200-1429) μετά την εκδίωξη των Νορμανδών απο την Ήπειρο κτίζεται η μονή Ραγίου (1200 μΧ) η οποία μένει ζωντανή ώς το 1725 οπότε καταστρέφεται από τους Τούρκους. Ξαναοικοδομήθηκε το 1866. Επί Μιχαήλ Γ' του Αγγέλου κτίζεται η μονή Γηρομερίου. Υπάγονταν κατ' ευθείαν στο Πατριαρχείο και το 1911 λειτουργούσε στο μοναστήρι αυτό ιερατική σχολή. Aλλες Βυζαντινές πόλεις ήταν η Καμίτζιανη που ιδρύθηκε το 560 μΧ από τον Βυζαντινό στρατηγό Καμίτζη και η Οσδίνα (στις Πέντε Εκκλησιές). Η Οσδίνα καταστράφηκε από τους Τούρκους της Νεράϊδας τον 17ο αιώνα.
  Τον 14ο αιώνα η Θεσπρωτία δέχεται επιδρομές από Σέρβους και Αλβανούς, ενώ οι Ενετοί καταλαμβάνουν θέσεις στα παράλιά της. Το 1452 η Παραμυθιά κυριεύεται από τον Σουλεϊμάν Μεχμέτ Πασά, ενώ η Σαγιάδα από τους Ενετούς πέφτει οριστικά στα χέρια των Τούρκων. Οι Ενετοί ονόμαζαν την Σαγιάδα Bastia και εκμεταλλεύoνταν τις αλυκές αλατιού που υπήρχαν στην περιοχή.
  Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι σημαντικότερες πόλεις ήταν η Παραμυθιά, οι Φιλιάτες και το Μαργαρίτι. Σημαντικά για την διακίνηση των προϊόντων προς τα Γιάννενα ήταν η Σαγιάδα και το πέρασμα του Ελευθεροχωρίου, όπου ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έχτισε το σωζόμενο και σήμερα κάστρο του. Το 1604 ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος προσπάθησε να ξεσηκώσει σε επανάσταση το Φανάρι, εξασφαλίζοντας την βοήθεια του αντιβασιλέα της Νεάπολης και των ιπποτών της Μάλτας, αλλά τα σχέδιά του προδώθηκαν. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στα Γιάννενα το 1612 ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος και ο επίσκοπος Φαναρίου Σεραφείμ βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι αγάδες της Θεσπρωτίας ήταν φεουδάρχες και οι πύργοι τους (κουλιές) υπάρχουν και σήμερα στην Παραμυθιά, το Μαργαρίτι και στον πύργο Ραγίου. Στον χώρο της Θεσπρωτικής γής μια ομάδα χωριών δεν μπορούσε να ανεχθεί την δουλεία. Σούλι, Αβαρίκος, Σαμονίβα, Κιάφα και άλλα 7 χωριά κτισμένα στις πλαγιές ενός άγονου οροπεδίου συγκροτούν μια μικρή Σουλιώτικη δημοκρατία με κόμματα φάρες όπως οι Τζαβελαίοι και οι Μποτσαραίοι.
  Αυτή η κοινοπολιτεία των 14 χωριών εισέπρατε χρηματικές εισφορές απο τους μπέηδες και τους αγάδες της Παραμυθιάς, του Μαργαριτίου και της Μαζαρακιάς, για αν μην διαρπάζονται τα κτήματά τους. Το 1792 ο Αλή Πασάς εκστρατεύει εναντίον του Σουλίου και παθαίνει πανωλεθρία. Το 1799 επιχειρεί και πάλι την κατάληψη του Σουλίου. Μετά από 3ετή αποκλεισμό οι Σουλιώτες αναγκάζονται να συμφωνήσουν σε εκπατρισμό. Ο καλόγερος Σαμουήλ παραμένει στο Κούγκι και όταν φτάνουν οι Τούρκοι το ανατινάζει. Οι τούρκοι αντίθετα μ' όσα είχαν συμφωνήσει, κυνηγούν τους Σουλιώτες.
  Εξήντα γυναίκες στο Ζάλογγο πέφτουν στο γκρεμό για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και τα παγωμένα νερά του Αχελώου, στο Σέλτζο γίνονται τάφος για εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Από τους ξεριζωμένους Σουλιώτες μόνο ένα τμήμα που έφτασε στην Πάργα κατάφερε να σωθεί. Η Πάργα ώς το 1797 ήταν στην εξουσία των Ενετών. Μετά περνάει διαδοχικά στα χέρια Γάλλων, των Ρώσων και των Αγγλων οι οποίοι το 1819 την πουλάνε στον Αλή Πασά και οι κάτοικοί της αναγκάζονται να εκπατριστούν. Μετά τον θάνατο του Αλή Πασά το 1822 η Θεσπρωτία επιστρέφει στην κυριαρχία του Σουλτάνου ως το 1913, οπότε ελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Θεσπρωτίας


Ο χώρος

  Η πόλη των Iωαννίνων, στο κέντρο του ομώνυμου λεκανοπεδίου, απλώνεται στις όχθες της λίμνης Παμβώτιδος καθώς και στην χερσόνησο μήκους 500 μέτρων που σχηματίζεται σε αυτήν. To γεγονός ότι η πόλη περιβάλλεται από βουνά την κατέστησε - όπως και ολόκληρη την περιοχή της Hπείρου - αρκετά απομονωμένη αλλά ταυτόχρονα και ανεξάρτητη από τα κατά καιρούς κέντρα εξουσίας.
  Κατά την Ύστερη Aρχαιότητα, σύμφωνα με τον Laterculus Veronensis έναν κατάλογο των επαρχιών της Αυτοκρατορίας, o oποίος χρονολογείται μεταξύ 328 και 337, η Ήπειρος αποτελούνταν από δύο τμήματα: Την Epirus Nova (= Nέα Ήπειρος), με πρωτεύουσα το Δυρράχιο, η οποία οριζόταν στα βόρεια από την επαρχία Πραιβαλίδος, στα ανατολικά από την επαρχία Μακεδονίας και στα νότια από την Epirus Vetus (= Παλαιά Ήπειρος). Η Epirus Vetus, στην οποία ανήκε και η περιοχή της πόλης των Ιωαννίνων, είχε ως πρωτεύουσα τη Nικόπολη. Από τον Θ΄ αιώνα η περιοχή των Ιωαννίνων αποτέλεσε τμήμα του Θέματος Νικοπόλεως, το οποίο δημιουργήθηκε στα πλαίσια της νέας πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα ακριβή όρια του Θέματος Νικοπόλεως δεν μας είναι γνωστά. Για τον λόγο αυτόν δεχόμαστε συμβατικά τα όρια της εκκλησιαστικής επαρχίας Νικοπόλεως, έτσι όπως ήταν διαμορφωμένα κατά την μέση βυζαντινή περίοδο, δηλαδή βόρεια τα Ακροκεραύνεια όρη και νότια ο Κορινθιακός κόλπος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών


ΚΟΝΙΤΣΑ (Κωμόπολη) ΙΩΑΝΝΙΝΑ
  Η περιοχή με βάση τα ευρήματα στις βραχοσκεπές Κλειδί και Μποϊλα στο Βοϊδομάτη, κατοικούνταν από την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες.
  Μεταξύ των ετών 1300 και 1100 π.Χ. εγκαθίστανται στην ευρύτερη περιοχή οι Μολοσσοί (Λιατοβούνι), ενώ οι συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας που επικρατούν γύρω στα 750 οδηγούν σε δημογραφική ανάπτυξη. Στην αρχαία Τριφυλλία, όπως ονομαζόταν η περιοχή στην αρχαιότητα, αναπτύχθηκε η πόλη της Μολοσσίδας, πατρίδα της μητέρας του μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδας και ορμητήριο του ενδοξότερου βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου. Στην τοποθεσία όπου είναι κτισμένη σήμερα η Κόνιτσα εικάζεται ότι υπήρχε αρχαία πόλη η οποία γνώρισε περιόδους ακμής και παρακμής και για μερικούς ήταν η Αντιτανία της αρχαιότητας και για άλλους η Ερίβοια.
  Στην διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, η οποία αρχίζει με την κάθοδο των κατακτητών το 168 π.Χ. , η κοιλάδα του Αώου ήταν ένα από τα λίγα περάσματα προς την ´Ηπειρο και τη Θεσσαλία για τους Ρωμαίους οι οποίοι αποβιβάζονταν από την Ιταλία στην αρχαία Ιλλυρία, στα σημερινά αλβανικά παράλια. Αργότερα, ένα τμήμα της Εγνατίας Οδού διέσχιζε την περιοχή κατά μήκος της Εγνατίας χτίστηκαν κάστρα και φρούρια απομεινάρια των οποίων είναι και σήμερα ορατά σε πολλά σημεία της επαρχίας. Κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή Βησιγότθοι, Βάνδαλοι, ´Αβαροι και Σλάβοι κάνουν επιδρομές στην περιοχή και προξενούν καταστροφές.
  Τον 8ο αι. η Κόνιτσα υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ενώ μέχρι τότε υπαγόταν στον Πάπα της Ρώμης. Το 1380 εμφανίζεται για πρώτη φορά η σύγχρονη ονομασία της στο "Χρονικό των Ιωαννίνων", καθώς γίνεται αναφορά στο κάστρο της.
  Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη των νεοτέρων χρόνων η πόλη της Κόνιτσας τη γνώρισε την εποχή της τουρκοκρατίας κατά τη διάρκεια της οποίας μετατρέπεται σε πόλη που προτιμούσε η τούρκικη αριστοκρατία. Από την Κόνιτσα κατάγεται η Χάμκω , η μητέρα του Αλή Πασά, ο βοεβόδας των Αθηνών του 18ου αι. Χασεκής και μια σειρά επιφανών Τούρκων που διέπρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κόνιτσα εγκαταστάθηκαν πολλοί εξισλαμισμένοι Αλβανοί, ενώ πολλοί εύποροι Ελληνες αναγκάζονται να εξισλαμιστούν για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους. Οι Τούρκοι και οι Ελληνες έζησαν ειρηνικά για πολλά χρόνια, ο καθένας λαός λατρεύοντας το δικό του Θεό. Και οι δύο μαζί ανέπτυξαν κυρίως τη βυρσοδεψία και την ταπητουργία. Από τις αρχές του 18ου αι. λειτουργεί στην πόλη ελληνικό σχολείο, δείγμα της ακμής του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι μουσουλμανικές οικογένειες την εγκαταλείπουν και στη θέση τους έρχονται πρόσφυγες από την Καππαδοκία. Από την απελευθέρωση της Κόνιτσας το 1913 μέχρι τον ερχομό των Ιταλών το 1940, η Κόνιτσα ανέπτυξε το εμπόριο και άρχισε να καλλιεργεί πιο συστηματικά τον εύφορο κάμπο της.
  Στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου υπέστη και αυτή μεγάλες καταστροφές για να γνωρίσει μετά τη θηριωδία του γερμανού κατακτητή αλλά και τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε μέχρι το 1949 που τερματίστηκε.
  Η θέση της και η φυσική της ομορφιά προσέλκυε από παλιά το ενδιαφέρον πολλών περιηγητών. Σήμερα αποτελεί πόλο έλξης για ορειβάτες, λάτρεις του ράφτινγκ, του καγιάκ και του παραπέντε (αλεξίπτωτο πλαγιάς) αλλά και για πολλούς τουρίστες που φτάνουν εδώ για να θαυμάσουν την ομορφιά του τοπίου κάθε εποχή του χρόνου. Στην περιπλάνηση σας μέσα και γύρω από την πόλη αξίζει να συμπεριλαμβάνετε ορισμένα μοναδικά αξιοθέατα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Κόνιτσας


Τα Μαστοροχώρια - Ιστορικό Οδοιπορικό

ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ (Δήμος) ΚΟΝΙΤΣΑ
  Η ιστορική τους αφετηρία ανάγεται στο 16ο αιώνα, εποχή συνεχών πληθυσμιακών ανακατατάξεων. Μέσα από την γεωργοκτηνοτροφία της αυτάρκειας, ανέπτυξαν σημαντικές τεχνικές εξειδίκευσης. Μαστόροι της πέτρας περιώνυμοι, μοναδικοί στην ξυλογλυπτική και την αγιογραφία, συνέβαλλαν στην ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου τοπικού πολιτισμού.
  Μαστοροχώρια ήταν η Βούρμπιανη, το Πληκάτι, οι Χιονιάδες, το Ασημοχώρι (Λισκάτσι), ο Γοργοπόταμος (Τούρνοβο), η Οξυά (Σέλτση), η Πυρσόγιαννη, η Καστάνιανη, η Λυκόραχη (Λούψικο), η Θεοτόκος (Φετόκο), η Δροσοπηγή (Κάντσικο), η Λαγκάδα (Μπλίζγιανη), η Πλαγιά (Ζέρμα), ο Πύργος (Στράτσιανη), η Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο), ο Αμάραντος (Ίσβορος), η Πουρνιά (Σταρίτσανη), το Γαναδιό, η Μόλιστα (Μεσαριά), το Μοναστήρι (Μποτσιφάρι), η Αγία Βαρβάρα (Πλάβαλη), η Πυξαριά (Μπλιθούκι), η Τράπεζα (Βράνιστα), ο Νικάνορας (Κορτίνιστα), η Πηγή (Πεκλάρι) και το Ελεύθερο (Γκριζμπάνι). Από τα γειτονικά μας Βλαχοχώρια, μαστόρους σε περιορισμένο αριθμό έβγαλε μόνο η Φούρκα.
  Εδώ και περισσότερο από τρεις αιώνες οι μαστόροι ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας και σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο. Από τα τέλη του 19ου αιώνα επιχειρούν τολμηρά και υπερπόντια ταξίδια: Αίγυπτος, Σουδάν, Αιθιοπία, Κογκό, Ταγκανίκα, Περσία, παραλιακή Τουρκία (Σμύρνη, Προύσα, Ζουγκουλδάκ), Ρωσία (Ιρκούτσκ, Βλαδιβοστόκ), Γαλλία και Αμερική.
  Οι μαστόροι οργανωμένοι σε ομάδες (μπουλούκια), με άγραφους αυστηρούς κανονισμούς και ιεραρχία μετακινούνταν σε διάφορες περιοχές κατασκευάζοντας κάθε είδους κτίρια: γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες, καραβάν σαράγια, τζαμιά, χαμάμ, αρχοντικά, φάρους, μύλους, λιοτρίβια.   Τα δρομολόγιά τους έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί ιχνηλατούν τόσο την επίδραση της ντόπιας τεχνικής, όσο και τις ξένες επιρροές που έφερναν πίσω οι μαστόροι. Έκτιζαν με ήθος, φιλότιμο και γνώση και θεμελίωσαν μια γηγενή αρχιτεκτονική. Αξιώθηκαν να γίνουν μύθος και δημοτικό τραγούδι. Η τεχνική των μαστόρων βασίζεται σε μια βαθιά γνώση της αντοχής και της ομορφιάς των υλικών και σε μια κρυφή πίστη για την ιεροτελεστία, την απαράγραπτη σειρά των πραγμάτων στην κατασκευή. Τα έργα τους σκορπισμένα επί αιώνες σε χώρες μακρινές και τόπους κοντινούς, μιλούν από μόνα τους για τις αρχιτεκτονικές τους αρετές, την καλλιτεχνική αξία και αποτελούν εφόδιο για την αισθητική μας ανάπλαση.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Μαστοροχωρίων


ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΙ (Κωμόπολη) ΑΡΤΑ
  Οι Μελισσουργοί είναι χωριό του νομού Αρτας και απέχει από αυτή 72 χλμ. Το υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας στην πλατεία είναι 850 - 870 μ. Βρίσκεται στην κοιλάδα ανάμεσα των Αθαμανικών ορέων (Τζουμέρκων) και στους πρόποδες της Πίνδου. Είναι ένα από τα παλιά χωριά των Τζουμέρκων και μνημονεύεται ως μεγαλοχώρι και με οικονομική ανάπτυξη από το 1272 μ.Χ.
  Στην κοιλάδα των Μελισσουργών υπήρξαν αρχαίοι οικισμοί (Ζηλέουστης, Λαζινιές, Ζιζίνα, Σκρίπτα) όπως μαρτυρούν τα ευρήματα (αρχαία κεραμίδια, ίχνη υδραγωγείου, υπολείμματα ξυλανθράκων, ορειχάλκινο αγαλματίδιο ταύρου, τάφος συλημένος κ.λπ.) που βρέθηκαν στη Ζηλεούστη.
  Η κοιλάδα που είναι σήμερα το χωριό, κατοικούνταν από τους μικρογεωργοκτηνοτρόφους που είχαν και ορισμένα μελισσομάντρια,. Στα γύρω λιβάδια υπήρχαν οι στάνες των μεγαλοκτηνοτρόφων, οι οποίοι σιγά-σιγά για την θερινή τους διαμονή έκτιζαν σπίτια και γύρω από το χωριό.
  Η ονομασία του χωριού Μελισσουργοί - Μελισσουργιώτης έχει να κάνει με την εργατικότητα των κατοίκων, οι οποίοι μέσα στις σκληρές συνθήκες της επιβίωσης έπρεπε να βάλουν το μυαλό τους σε μεγάλη ενέργεια, όπως η μέλισσα που είναι υπόδειγμα εργατικότητας και απομυζά από κάθε άνθος το νέκταρ και το άρωμα και με ειδικές επεξεργασίες βγάζει το μέλι.
  Απέναντι από το χωριό είναι το μοναστήρι στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου το οποίο χτίστηκε το έτος 1745, στα θεμέλια πρώην καταστραφέντος μοναστηρίου. Στο μεσοχώρι υπάρχει ο κεντρικός ναός Αγιος Νικόλαος, ο οποίος κάηκε το 1821 και αναστηλώθηκε το 1827-30.
  Αλλες Εκκλησίες στο χωριό είναι η Παναγία, πρώην μοναστήρι με μοναδική πλατεία στα ορεινά με έκταση επτά (7) στρεμμάτων, με τουριστικό περίπτερο, χώρος για πανηγύρι και αθλοπαιδιές, ο Αγιος Μάρκος χτισμένος μέσα στο όμορφο δασύλιο, η Αγία Παρασκευή κοντά στο μοναστήρι, ο Προφήτης Ηλίας και πρόσφατα στην είσοδο του χωριού κτίστηκε το εκκλησάκι ο Πάτερ Κοσμάς.
  Από το 1850 έως το 1950 υπήρξε αναπτυγμένη κτηνοτροφία και ο αριθμός προβάτων έφτανε στις 70.000.
  Σε όλη την περιφέρεια του χωριού υπάρχουν πάρα πολλές πηγές με τα ωραία μεταλλικά και επιτραπέζια νερά. Κεφαλόβρυσο, Κρυονέρι, Βροτόπι, Αγκάθι είναι μερικές από τις πηγές του χωριού. Από το νερό της πηγής Αγκάθι εμφιαλώνεται το νερό «ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ». Το εργοστάσιο βρίσκεται μέσα στο χωριό και το 1/3 από το νερό της πηγής δίνεται στο διπλανό χωριό Πράμαντα για ύδρευση.
  Το χωριό Μελισσουργοί υπήρξε πάντα πρωτοπόρο στους εθνικούς αγώνες. Εκεί λημέριαζε ο Κατσαντώνης, υπάρχει η σπηλιά του (τρύπα) με τα πρωτοπαλίκαρά τους από τους Μελισσουργούς Νάτσικα, Βάση και Κούση. Οι Μελισσουργοί το 1821 καταστράφηκαν και κάηκαν από τους Τούρκους. Οι Μελισσουργιώτες συμμετείχαν στη Μάχη του Σταυρού Θεοδωριάνων και σ' όλους τους αγώνες μέχρι την απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό το 1881. Στα χρόνια της κατοχής σύσσωμο το χωριό έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ήταν το στέκι των ανταρτών και έδωσε απ' όλα τα άλλα Τζουμερκοχώρια τα περισσότερα θύματα για το διώξιμο των κατακτητών.
  Με το νόμο «Καποδίστρια» οι Μελισσουργοί παρέμειναν ως Κοινότητα. Η έδρα της καθορίστηκε με Διάταγμα 19 - 8 - 1912, Φ.Ε.Κ. 254/1912. Στους Μελισσουργούς σήμερα ψηφίζουν γύρω στα 900 άτομα. Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι περίπου τριάντα (30). Ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την γεωργία. Τους καλοκαιρινούς μήνες το χωριό σφύζει από ζωή. Χιλιάδες είναι οι Μελισσουργιώτες που ανηφορίζουν από τον Κάμπο (Αρτα - Αγρίνιο κ.λπ.) στο χωριό με τις οικογένειές τους για να κάνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές, αλλά και πάρα πολλοί εκδρομείς από διάφορα μέρη της Ελλάδας επισκέπτονται τους Μελισσουργούς για να θαυμάσουν τις ομορφιές του μοναδικού αυτού τόπου, να απολαύσουν τα μαγευτικά τοπία και τις ομορφιές του χωριού, αλλά και να γευτούν τη μοναδική φιλοξενία των Μελισσουργιωτών. Στην κεντρική πλατεία της Εθνικής Αντίστασης υπάρχουν τα υπεραιωνόβια πλατάνια και οι βρύσες τρέχουν με τα γάργαρα νερά και δίνουν στον κάθε επισκέπτη μια ιδιαίτερη χαρά και απόλαυση. Η άγρια φύση με τα πολλά νερά και τα ελατόφυτα δάση Αετός, Κερασιά δίνουν στο χωριό μια ιδιαίτερη φυσική ομορφιά και χάρη και το κάνουν να ξεχωρίζει απ' τα υπόλοιπα Τζουμερκοχώρια.
Για το παραπάνω κείμενο ευχαριστούμε το συγχωριανό μας δάσκαλο Κώστα Έξαρχο

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Κοινότητας Μελισσουργών


ΦΙΛΙΑΤΕΣ (Κωμόπολη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ
I. Αρχαία - Ελληνιστική - Πρωτοχριστιανική Περίοδος
  Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη, παρότι η ευρύτερη περιοχή είναι διάσπαρτη από αρχαιότητες. Στην πρώιμη Ελληνιστική περίοδο αναφέρεται θεσπρωτικό φύλο με το όνομα Φύλατες -από ψήφισμα που βρέθηκε στη Δωδώνη. Η γειτνίαση της με την αρχαία πρωτεύουσα των Θεσπρωτών Γιτάνη -σε απόσταση 6-7 χιλιομέτρων- δεν της έδωσε φαίνεται, περιθώρια μεγαλύτερης ανάπτυξης, στους ιστορικούς κι Ελληνιστικούς χρόνους. Ωστόσο, από Μακεδονικά νομίσματα που είχαν βρεθεί, σε έργα που γινόταν στην κορυφή του λόφου της παλαιάς δεξαμενής των Φιλιατών, έδωσαν το δικαίωμα στον αρχαιολόγο Σ. Δάκαρη να χαρακτηρίσει την περιοχή, κατά την αρχαιότητα, σε οικισμό ανοικτού τύπου.
  Μετά την καταστροφή της Ηπείρου, από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), τους αιώνες που ακολούθησαν δεν έχουμε καμιά ενημέρωση, για την ευρύτερη περιοχή. Εβδομήντα πόλεις της Ηπείρου κατέστρεψαν και 150.000 κατοίκους της εξανδραπόδισαν οι Ρωμαίοι, ήταν φυσικό όλη η Ήπειρος να ερημώσει.
II. Βυζαντινή Περίοδος
  Ούτε κατά την Βυζαντινή περίοδο έχουμε σημαντικές αναφορές, για την περιοχή.
  Οι ελάχιστες αναφορές που υπάρχουν αφορούν την παράκτια ζώνη και ειδικά το λιμάνι της Σαγιάδας, που δίνει και το στίγμα του ενδιαφέροντος των εμπόρων των ισχυρών τότε χωρών. Λιμάνι, αλυκές κ.λπ. Από τον περιηγητή Σκροφάνι μαθαίνομε για την οικονομική κατάσταση και το εμπόριο της περιοχής, αυτής της περιόδου.
  Τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και ειδικά την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου έχουμε την άφιξη εδώ κάποιων διωγμένων Βυζαντινών οικογενειών- που εγκαθίστανται στην περιοχή, π.χ. την οικογένεια Τσαμαντούρων- στο χωριό Τσαμαντάς, κι άλλες για τις οποίες δεν έχουμε στοιχεία. Ένας τέτοιος διωγμένος Βυζαντινός της οικογένειας Λάσκαρη, ήταν και ο μετέπειτα Όσιος Νείλος ο οποίος ίδρυσε την Ιερά Μονή Γηρομερίου αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και η οποία αναδείχθηκε σε πνευματικό φάρο της περιοχής (λειτουργούσε και κρυφό σχολειό) και κράτησε ζωντανή την θρησκεία και την ελπίδα των υπόδουλων Ελλήνων. Σε απόσταση 1-2 χιλιομέτρων νότια των Φιλιατών υπάρχουν τα ερείπια του πιθανόν Βυζαντινής περιόδου οικισμού Μιχάλιαρι (η Μιχάλιανη αναφέρεται στο τεφτέρι του Ουμούρ Μπέη το 1432, στο οποίο ο τούρκος κυβερνήτης είχε σημειώσεις για να εισπράττει του φόρους) ίσως είναι κτίσμα των ημερών του ιδρυτή του Δεσποτάτου Μιχαήλ Αγγέλου Κομνηνού ή έστω πήρε το όνομά του. Στις τελευταίες δεκαετίες του Βυζαντίου έχουμε τα χρυσόβουλα των ετών 1319-1321 του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β', στα οποία αναφέρονται χωριά της περιοχής Βαγενετίας (έτσι ονομαζόταν η σημερινή Θεσπρωτία), όπως: Σκουπίτζα, Πόβλιστα, Τσαμάντουρα κ.λπ. Στο χρυσόβουλο του 1361 του Συμεών (Ούρεσης- Δεσπότης της Ηπείρου) υπάρχει και αναφορά στην Ηγουμενίτσα. Σαφώς η ιστορία αυτής της περιόδου ανήκει στους Βυζαντινούς Κεφαλάδες που κατείχαν τα φέουδα, στα οποία ήταν μοιρασμένη επί Βυζαντινών η επαρχία. Ονόματα αυθεντών χωριών, κτημάτων και τεράστιων περιοχών. Εδώ έχουμε την οικογένεια Αψαράδων -γνωστή από τις δωρεές στη μονή Γηρομερίου κ.λπ. Την τελευταία περίοδο του Δεσποτάτου εισέρχονται στην περιοχή οργανωμένες Αλβανικές φυλές και λυμαίνονται τον τόπο ασύδοτα, γίνονται κύριοι ολόκληρων περιοχών-φέουδων με το σπαθί και τη βία. Τα ονόματα σε κάποια χωριά της επαρχίας μαρτυρούν ακόμη και σήμερα το πέρασμά τους: Σπάτα- ρι, χωριό του Σπάτα. Γνωστή οικογένεια χριστιανικής & Αλβανικής προέλευσης, κλάδος της οποίας μετακινήθηκε αργότερα στην Αττική. Επίσης Σκέφα-ρι, Λιόπεσι κ.λπ. Αυτοί οι κυρίαρχοι της περιόδου των τελευταίων χρόνων του Δεσποτάτου, είναι και οι πρώτοι αλλαξοπιστήσαντες για να διατηρήσουν τα φέουδα τους. Ο Ισαήμ, από το Λεσκοβίκι, παράδειγμα όπως αναφέρει και η ιστορία.
  Τούρκικη αναφορά χωριών της Επαρχίας, έχομε στην απογραφή του πρώτου Τούρκου κατακτητή Ουμούρ Βέη το 1432. Σ' αυτήν αναφέρονται ονόματα χωριών πέριξ των Φιλιατών, αλλά και ενός οικισμού των Φιλιατών, της Μιχάλιανης- ρης, που βρίσκεται στα ανατολικά της πόλης, ο οποίος είχε αφανισθεί από τον λοιμό των αρχών του 1800.
III. Οθωμανική Περίοδος
  Η περιοχή έχει περιέλθει στα χέρια των Οθωμανών την ίδια περίοδο που παραδόθηκαν τα Γιάννενα -πρωτεύουσα της Ηπείρου - το 1430. Η ιστορία αυτών των χρόνων ανήκει στους τιμαριούχους που εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι, πάνω κάτω - αφού αυτό που άλλαξε με την τουρκική κατάκτηση ήταν το σύστημα. Ενώ ο Βυζαντινός Κεφαλάς ήταν αφέντης της γης του, ο τούρκος Τιμαριώτης ήταν σαν υπάλληλος του τουρκικού κράτους, εισέπραττε τους φόρους αλλά και διώχνεται αν δεν τα πήγαινε καλά με την εξουσία. Αυτά ισχύσανε τους δυο πρώτους αιώνες της κατάκτησης και ήταν ευνοϊκά για τους ραγιάδες. Αργότερα, οι Τιμαριούχοι αναγκάζονται να εξισλαμισθούν για να κρατήσουν τα τιμάρια, με άλλους όρους βέβαια, αφού κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας η γη ανήκει στο Κράτος και οι τιμαριούχοι είναι οι ευνοούμενοι που συγκεντρώνουν τα δοσίματα να τα στείλουν στον μοναδικό αφέντη - τον Σουλτάνο. Η αλλαγή βέβαια έγινε σταδιακά και σε βάθος χρόνου και με κάποιες αντιδράσεις των παλιών αφεντάδων της περιοχής -υποδαυλισμένες από Ευρωπαίους, Ιταλούς κυρίως- που έχαναν σημαντικά εμπορικά προνόμια. Τέτοια εξέγερση ήταν κι αυτή του Διονυσίου, επίσκοπου Τρίκκης, (του Σκυλόσοφου) από την Παραμυθιά που καταπνίγηκε στο αίμα κι έδωσε το έναυσμα για τους πρώτους βίαιους εξισλαμισμούς στην περιοχή. Από τον 17 αιώνα οι συνθήκες αλλάζουν κι εμφανίζονται οι πρώτες ιδιοκτησίες και οι πρώτοι τσιφλικάδες.
Πώς δημιουργήθηκε η πόλη των Φιλιατών
   Οι δρόμοι, καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μίας περιοχής. Ένας σημαντικός δρόμος της αρχαιότητας που εξυπηρετούσε τις ανάγκες επικοινωνίας με την ενδοχώρα είναι κι αυτός που ένωνε το λιμάνι της Σαγιάδας με τα Γιάννενα - Λάρισα. Ο δρόμος είναι γνωστός από την αρχαιότητα κι αναφέρεται στις εκστρατείες των Ρωμαίων στους πολέμους με του Μακεδόνες. Αρχικά κάποια περίοδο της ιστορίας ο δρόμος περνούσε από το Λιμάνι (Μασκλινίτσα η Σαγιάδα) πήγαινε Γιτάνη κι από εκεί διακλαδίζονταν. Ένας δρόμος ακολουθούσε τον Καλαμά, έβγαινε στη Σκάλα Σίδερης (σκάλα Ζωριάνου), Φανωτή και από εκεί Παραμυθιά κ.λπ. κι ο άλλος ακολουθούσε τον Φιλιατιώτικο, παραπόταμο του Καλαμά, με κατεύθυνση τα Γιάννενα, μέσω Σκάλας Κεραμίτσας. Αυτός ο τελευταίος θεωρούμε πως ενδιαφέρει περισσότερο την περιοχή μας. Κι αυτό γιατί μετά από κάποια στιγμή, για ανεξήγητους λόγους, έκανε μικρή λοξοδρόμηση. Αντί να πάει προς Γιτάνη πήγε προς τα υψώματα Σμέρτου και προς την περιοχή που είναι σήμερα η πόλη των Φιλιατών. Σαφώς και η νέα διαδρομή είναι κοντινότερη, από την προηγούμενη κι ακόμη πρέπει να προσμετρήσουμε ότι πλέον δεν υπάρχει η Γιτάνη, που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες ενός ταξιδιώτη- ενός Καραβανιού. Να λοιπόν ένας ακόμη σημαντικός λόγος, αυτής της μικρής μα σημαντικής αλλαγής πορείας του μεγάλου δρόμου.
  Στην νεώτερη ιστορία, λεπτομερείς μαρτυρίες για την αναβάθμιση του σημαντικού αυτού δρόμου, που ενώνει το λιμάνι της Σαγιάδας με την Λάρισα, έχομε από το 1716 και αφορά τις προετοιμασίες των Τούρκων για την εκστρατεία κατάληψης της Κέρκυρας.
  Οι ανάγκες διέλευσης του τεράστιου εκστρατευτικού σώματος και οι ανάγκες στρατοπέδευσής του, πιθανόν να ορίζουν την αρχή ανάπτυξης της πόλης. Τα πολλά και τεράστια πηγάδια που είχε μαρτυρούν ότι εξυπηρετούσε κάποιες στιγμές πολύ κόσμο. Επίσης η αναγκαιότητα ύπαρξης επαγγελματιών που ακολουθούσαν το στράτευμα και όλες οι ανάγκες της εκστρατείας είναι αναμφίβολα τεκμήρια να ορίζουν την αρχή γέννησης της πόλης. Στην αρχή, των χιλιάδων στρατιωτών και των εκατοντάδων επισιτιστών, τεχνητών κ.λπ. βοηθητικού προσωπικού που τους ακολουθούσε. Μετέπειτα, των ταξιδιωτών και των καραβανιών που ακολουθούσαν πλέον τον νέο δρόμο και οι οποίες ανάγκες και καταστάσεις οδήγησαν κι άλλες ομάδες, επαγγελματιών, εμπόρων, κεφαλαιούχων γενικά, να μετακινηθούν για να στελεχώσουν την νέα πόλη. Ανάγκες για Χάνια, Πεταλωτήρια, Σαμαράδικα, Ραφτάδικα, Τσαρουχάδικα. Αυτές οι προοπτικές ανάπτυξης οδήγησαν πληθυσμό από την ενδοχώρα κι ακόμη μακρύτερα, όπως από τα βλαχοχώρια Καλαρύτες, Συρράκο (υπάρχουν απόγονοί τους) κ.λπ. να εγκατασταθούν στο Φιλιάτι και να δημιουργήσουν τις υποδομές μιας αγοράς ικανής να εξυπηρετήσει και να κερδίσει, χτίζοντας χάνια, ανοίγοντας καταστήματα κι εργαστήρια και γενικά ό,τι είχε ανάγκη μια πόλη αγορά-σταθμός.
  Πιθανολογούμε λοιπόν ότι η πόλη προϋπήρχε, σαν μικρός αγροτικός- κτηνοτροφικός οικισμός, από την αρχαιότητα -λόγω των εκτεταμένων λιβαδιών του -και υπήρξαν κάποιοι λόγοι που αναβάθμισαν την παρουσία της, κάποια ιστορική περίοδο. Αυτή η περίοδο προφανώς έχει να κάνει με την αναβάθμιση του δρόμου, που προαναφέραμε, και δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι είναι και ο πρώτος λόγος που την ανέδειξε και αναβάθμισε.
   Εκτεταμένη περιγραφή του δρόμου μας κάνει ο Πουκεβίλ, στις αρχές του 1800. Ο δρόμος περνούσε μέσα από Φιλιάτες και συνέχιζε προς Τζούμα (Δάφνη), Σκάλα Κεραμίτσας κ.λπ.
  Ο δεύτερος λόγος ύπαρξης και ανάπτυξης της πόλης αφορά τις αναγκαιότητες διοικητικού κέντρου, για τη διοίκησης μιας εκτεταμένης περιοχής του Τουρκικού κράτους. Κι αυτό είναι αναμφίβολο, πώς δηλαδή η τουρκική διοίκηση φρόντισε να στέρξει την λειτουργία της νέας πόλης μεταφέροντας εδώ κάποιες αρχές της. Τα μέχρι τότε κέντρα ήταν πολύ μακριά -το Δέλβινο- το Μαζαράκι και το Μαργαρίτι, που φαίνεται ότι έπαιζαν αυτόν τον ρόλο. Επίσης είναι σαφές ότι οι Τούρκικες διοικητικές αρχές φρόντισαν από την κατάληψη της περιοχής και εντεύθεν να εξισλαμίσουν κάποιους παλιούς ντόπιους φεουδάρχες ιδιοκτήτες της γης και να τους στέψουν Τιμαριούχους- καλούς και πιστούς δηλ. φοροεισπράκτορες. (μεγάλοι εξισλαμισμοί που κατέγραψε η ιστορία έγιναν το 1635 και το 1735- 40 που εξισλαμίσθηκαν οι επαρχίες Δελβίνου, Φιλιατών και Μαργαριτίου.
  Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε ενδείξεις κι έχει να κάνει με την αναγκαιότητα ύπαρξης πόλης -αγοράς σε μια εκτεταμένη ενδοχώρα- αφού βρισκόμαστε στην περίοδο ανάπτυξης του εμπορίου, των επαγγελμάτων καθώς και την εκμετάλλευσης προϊόντων της περιοχής από τους Ευρωπαίους, Βενετούς, Γάλους κ.λπ. Ο λόγος είναι εξ ίσου σημαντικός. Με την παρουσίαση των τριών παραπάνω λόγων πιστεύουμε πως ορίζουμε τη γέννηση της πόλης.
  Πάντως δεν ξεφύτρωσε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, είναι γέννημα του 17ου και ειδικά του 18ου αιώνα. Είναι γεγονός πως η δυναμική παρουσία και η ξεχωριστή πολιτική του Αλή, έδωσε άλλη διάσταση στα Ηπειρώτικα πράγματα. Οι απειθείς τιμαριούχοι των Φιλιατών -που άλλαξαν πίστη για να κρατήσουν τα τιμάριά τους- είδαν στο πρόσωπό του τον κίνδυνο να χάσουν ό,τι με τόση θυσία κράτησαν, κι άλλοτε εναντιώθηκαν, άλλοτε συμπλεύσανε. Πάντως αιτία αυτών των τριβών των ντόπιων φεουδαρχών με τον Αλή δημιούργησαν και τα πρώτα γεγονότα που αναφέρονται στην πόλη- από τον Πουκεβίλ κυρίως. Η μετά την πτώση του Αλη εποχή, είναι η περίοδο που οι τιμαριούχοι των Φιλιατών γίνονται δυνάστες των γύρω χωριών, με την καθοδήγηση των δύο ισχυρών οίκων των Ντεμάτων και των Σεϊκάτων, φθάνοντας να σφετερισθούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς πολλών από αυτών, οδηγώντας την Επαρχία σε οδυνηρές καταστάσεις.
Τα κείμενα που αφορούν το Φιλιάτι είναι απο πρωτόλεια ιστορική εργασία του Γιώργου Κώτση- Εκδότη των ΝΕΩΝ της Επαρχίας Φιλιατών, τον οποίο και ευχαριστούμε

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Θεσπρωτίας


Συμμετοχές σε αγώνες των Ελλήνων:

Naval Battle of Salamis

ΑΜΒΡΑΚΙΑ (Αρχαία πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
The following took part in the war: The Ampraciots came to help with seven ships.

Battle of Plataea

. . . next to them, four hundred Chalcidians; next again, five hundred Ampraciots. After these stood eight hundred Leucadians and Anactorians

Naval Battle of Salamis

ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ (Αρχαία χώρα) ΗΠΕΙΡΟΣ
All these people who live this side of Thesprotia and the Acheron river took part in the war. The Thesprotians border on the Ampraciots and Leucadians, who were the ones who came from the most distant countries to take part in the war.

Ύστερη Βυζαντινή περίοδος (1204-1453 μ.Χ.)

"Το Δεσποτάτο"

ΙΩΑΝΝΙΝΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Το 1082, τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται από τον Βοημούνδο, γιο του Ροβέρτου Γυισκάδου.Το 1185, πιθανολογείται καταστροφή των Ιωαννίνων από το Νορμανδικό πεζικό, υπό την αρχηγία του Γουλιέλμου Β', βασιλιά της Σικελίας.
  Το 1204, τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται από τον Μιχαήλ Αγγελο Κομνηνό, ο οποίος εγκαθιδρύει έτσι τη δυναστεία των δεσποτών της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Αρτα.
  Έκτοτε τα Ιωάννινα θ' ακολουθήσουν τις ιστορικές εξελίξεις του καλούμενου Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο, εκτεινόμενο από το Δυρράχιο μέχρι τη Ναύπακτο, θα διαδραματίσει ρόλο προπυργίου του βυζαντινού φεουδαρχισμού, στις αλλεπάλληλες επιδρομές των Φράγκων, Βενετών, Αλβανών και Σέρβων.
  Επί των ημερών του Μιχαήλ Α' του Αγγέλου τα Ιωάννινα φέρονται ν' αναπτύσσονται και να ευημερούν. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, κατά την περίοδο αυτή, συγκεντρώνονται στα Ιωάννινα επίσημοι και λόγιοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, μετά την κατάληψη αυτής, από τους Φράγκους. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή περί το 1206, σημειώνεται ανακαίνιση των τειχών του φρουρίου και ίδρυση στο μικρό νησί της λίμνης Παμβώτιδας, στη Μονή Σπανού,της Σχολής Φιλανθρωπινών και στην αρχαιότατη Μονή του Αγίου Νικολάου Στρατηγοπούλου, της ομώνυμης Σχολής.
  Οι δύο μονές θα αποτελέσουν αργότερα τον πυρήνα της μεγάλης καλλιτεχνικής ανάπτυξης που γνώρισε το Νησί, κυρίως κατά τον 16ο αιώνα.
  Το 1265, τα Ιωάννινα παραχωρούνται από τον Νικηφόρο Α' Αγγελο Κομνηνό, στον αυτοκράτορα Νίκαιας, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, το 1282, τα Ιωάννινα επανέρχονται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, υπό την εξουσία του Νικηφόρου Α' του Αγγέλου Κομνηνού. Κατά την περίοδο αυτή, σημειώνεται και η μεταφορά της έδρας του εκκλησιαστικού πρωθιερέα του Δεσποτάτου στα Ιωάννινα, η επισκοπή των οποίων φαίνεται να αναβαθμίζεται σε μητρόπολη, λόγω της ίδρυσης στην Ναύπακτο καθολικής αρχιεπισκοπής, με την παραχώρηση της πόλης στον Φίλιππο Ταραντίνο.
  Το 1296, με τον θάνατο του Νικηφόρου Α' Αγγέλου Κομνηνών, αναλαμβάνει την εξουσία των Ιωαννίνων και της Ηπείρου, η χήρα του Αννα ως επίτροπος του γιου τους Θωμά Α'. Κατά την επιτροπεία της, επιτυγχάνεται η υποστήριξη των Βυζαντινών προς αποφυγή των πιέσεων των Ανδεγαυών. Έτσι, στέλνεται στα Ιωάννινα, αυτοκρατορικός στρατός, υπό τον Ιωάννη Λάσκαρη, ο οποίος στη συνέχεια κηδεμονεύει το Δεσποτάτο, σύμφωνα με τις θελήσεις του αυτοκράτορα του Ανδρόνικου Β'.
  Το 1318, με τη δολοφονία του Θωμά Α', τελευταίου της δυναστείας των δεσποτών της Ηπείρου, Αγγέλων Κομνηνών, τα Ιωάννινα συγκεντρώνουν την προσοχή και τις βλέψεις των Βυζαντινών, των Ανδεγαυών και των Σέρβων. Τελικά, τα Ιωάννινα υποτάσσονται στο Βυζάντιο, ύστερα από την επέμβαση του Ιωάννη Συργιάννη από το Βεράτιο, ο οποίος έπεισε τους Ιωαννίτες, να υποταχθούν στον Ανδρόνικο Β', ώστε να αποκτήσουν την ευμένειά του. Σ' αυτή τη συμφωνία υποταγής, οφείλονται τα δύο χρυσόβουλα (1319 και 1321) του Ανδρόνικου Β', τα οποία είναι πολύ αποκαλυπτικά για την ιστορία των Ιωαννίνων και για την εξέλιξη των φεουδαλικών σχέσεων.
  Κατά την περίοδο της Βυζαντινής κυριαρχίας, στα Ιωάννινα , την εξουσία ανέλαβαν διαδοχικά, ο Νικόλαος Ορσίνη, επονομασθείς Ιωάννης Β' Κομνηνός Αγγελοδούκας, η σύζυγός του Αννα Παλαιολογίνα, ως επίτροπος του γιου τους Νικηφόρου Β' και τέλος ο Ιωάννης Αγγελος.   Το 1339 η βυζαντινή κυριαρχία στα Ιωάννινα, διακόπτεται από την κατάληψή τους από τους Σέρβους. Τα Ιωάννινα, το 1367, αποδέχονται ως ηγεμόνα τους τον Θωμά Πρελούμπο ή Πρελούμποβιτς, του οποίου η εξουσία αναδείχθηκε άκρως τυραννική, αφού κατεδίωξε άγρια και φορολόγισε τους Ιωαννίτες, εξόρισε τον μητροπολίτη τους και δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία, την οποία λέγεται ότι μοίρασε στους Σέρβους οπαδούς του.
  Έναντι αυτού του στυγνού καθεστώτος, οι Αλβανοί Ιωαννίτες φέρονται, κατά μια πληροφορία, ότι ζήτησαν προστασία από τους κυριαρχούντες στην Ήπειρο, Αλβανούς φυλάρχους. Έτσι, αρχίζουν οι αλβανικές επιδρομές κατά των Ιωαννιτών, οι οποίες οδήγησαν το δεσπότη Θωμά , το 1375, σε επισκευή και ανακαίνιση του φρουρίου των Ιωαννίνων.
  Το 1384, λήγει η τυραννική δεσποτεία του Θωμά Πρελούμποβιτς και αναλαμβάνει την εξουσία της πόλης η χήρα του, Μαρία Αγγελίνα Παλαιολογίνα. Το 1386, έναντι της απειλής των Αλβανών φυλάρχων, αναγνωρίζεται δεσπότης της πόλης των Ιωαννιτών ο Μπουοντελμόντι, ο οποίος επαναφέρει τη μητρόπολη στην έδρα της και εφαρμόζει συνετή διοίκηση απέναντι στους κατοίκους. Όμως ο Μπουοντελμόντι, πιεζόμενος από τις συνεχείς αλβανικές επιδρομές και πολιορκούμενος από τον Σπάτα, αναγκάζεται να ζητήσει την προστασία του σουλτάνου Μουράτ Α', οπότε και σημειώνεται η πρώτη παρουσία τούρκικων δυνάμεων στα Ιωάννινα.
  Με τον θάνατο του Μπουοντελμόντι, κατά το 1408/9, την εξουσία αναλαμβάνει ο Κάρολος Α' Τόκκος, δούκας της Κεφαλληνίας, ο οποίος αφού την χάσει από τον Μπουά Σπάτα, την ανακαταλαμβάνει το 1417/8 και τη διατηρεί μέχρι και το θάνατό του, το 1429. Ο Κάρολος Α' Τόκκος αναπτύσσει τα Ιωάννινα οικονομικά και πνευματικά και ισχυροποιεί το δεσποτάτο. Τον Κάρολο Α' διαδέχεται ο Κάρολος Β' Τόκκος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ