gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 48 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΡΗΤΗ Νησί ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (48)

Ανάμεικτα

Το Λίκνο της Ευρώπης

ΗΡΑΚΛΕΙΟ (Νομός) ΚΡΗΤΗ
  Το ταξίδι στο νομό Ηρακλείου ουσιαστικά είναι ένα ταξίδι στις ρίζες της Ευρώπης, γιατί δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Ιστορία του Ηρακλείου είναι η Ιστορία της Ευρώπης. Εδώ αναπτύχθηκε ο πρώτος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός ο Μινωικός και από τότε η ιστορία του τόπου είναι συνδεδεμένη άμεσα με όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που χαρακτήρισαν την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Σ’ όλα αυτά τα χρόνια από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οι λαοί που πέρασαν από την περιοχή άφησαν τα σημάδια του πολιτισμού τους που συνθέτουν ένα εκπληκτικό σύνολο ανθρώπινης παρουσίας και δημιουργίας, και όλα αυτά σε ένα φυσικό πλαίσιο, που τα μορφολογικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά του αποτελούν την αιώνια μεγάλη αλήθεια που αναζητεί ο σημερινός ταξιδιώτης. Είναι η ίδια αλήθεια που ενσαρκώνει η θεά Φύση, η Μάνα Γη, η μεγάλη θεά που λάτρεψαν οι Μινωίτες, οι οποίοι από το 2.800 π.Χ. μέχρι και 1.400 π.Χ. αναπτύσσουν τον Μινωικό Πολιτισμό. Σ’ αυτήν την περίοδο χτίζονται τα μεγαλόπρεπα ανάκτορα της Κνωσσού, Φαιστού, Μαλλίων, Αρχανών, οι εκπληκτικές επαύλεις Τυλίσσου, Αγ. Τριάδας και άλλα μικρότερης έκτασης αλλά μεγάλου ενδιαφέροντος κτίσματα διάσπαρτα σ’ ολόκληρο το νομό Ηρακλείου. Η ακτινοβολία αυτών των Μινωικών Κέντρων φτάνει σ’ ολόκληρη την λεκάνη της Μεσογείου. Η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η αγγειοπλαστική και η χρυσοχοϊα κατακτούν ψηλά επίπεδα τελειότητας.
  Οι σωζόμενες τοιχογραφίες μαρτυρούν την ψυχοσύνθεση ενός λαού φιλειρηνικού, χαρούμενου αλλά και ισχυρού, άμεσα συνδεδεμένου με την θάλασσα. Μια μεγάλη φυσική καταστροφή που συμπίπτει χρονολογικά με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ανακόπτει την ακμή του Μινωικού Πολιτισμού. Μετά το 1400 π.Χ. είναι έντονη η παρουσία των Αχαιών και Δωριέων και αναδεικνύονται νέες πόλεις όπως η Λύκτος και η Ριζηνία. Ακολουθούν τα χρόνια που ακμάζει ο κλασσικός ελληνικός πολιτισμός και στην μνήμη Ελλήνων επιζούν οι μητροπόλεις της Κρήτης, κύρια η Κνωσσός που κρατάει ακόμη τη γοητεία της γενέτειρας σημαντικών πολιτισμικών και θεσμικών αξιών. Επιζούν κέντρα όπως ο Λέντας με σημαντικό Ιερατείο και ναό του Ασκληπιού. Με την κατάληψη της Κρήτης από τους Ρωμαίους άλλες πόλεις έρχονται στο προσκήνιο όπως η Χερσόνησος και η Γόρτυνα που γνωρίζει μεγάλη ακμή και γίνεται Πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας ολόκληρης της Κρήτης και της Κυρρήνης.
  Ταυτόχρονα πολύ γρήγορα διαδίδεται ο Χριστιανισμός και κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο η περιοχή του Ηρακλείου γίνεται σπουδαίο Χριστιανικό κέντρο (ο Απόστολος Παύλος στην διάρκεια του ταξιδιού του στην Ρώμη καταπλέει στους Καλούς Λιμένες στα νότια του Ηρακλείου και κηρύσσει την διδασκαλία του Χριστού). Στα 824 μ.Χ. την Κρήτη καταλαμβάνουν οι Σαρακηνοί και ο Χάνδακας, το σημερινό Ηράκλειο γίνεται η πρωτεύουσα και ταυτόχρονα ορμητήριό τους για τις πειρατικές επιδρομές στην Μεσόγειο.
  Το 961 τους εκδιώχνει ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς. Στα χρόνια που ακολουθούν το Ηράκλειο γίνεται ξανά ισχυρό Χριστιανικό κέντρο και ο τόπος γνωρίζει ξανά μεγάλη πολιτισμική ακμή. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 η Κρήτη περνάει στα χέρια των Βενετών μέχρι το 1669.
  Την περίοδο αυτή το νησί συγκλονίζεται από επαναστάσεις ενάντια στους Βενετούς αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει μια εξαιρετική οικονομική και πνευματική ακμή. Χτίζονται τεράστια οχυρωματικά έργα, ανοικοδομούνται οι πόλεις, δημιουργούνται μνημεία εκπληκτικής ομορφιάς.
  Το Ηράκλειο γίνεται η λαμπρή πρωτεύουσα του Regno di Candia και γνωρίζει μεγάλη ακμή. Γίνεται το Κέντρο της Κρητικής Αναγέννησης που μας χαρίζει την εξαιρετική ζωγραφική της Κρητικής Σχολής. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννιέται στο Ηράκλειο, μαθητεύει δίπλα σε μεγάλους ζωγράφους όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός και φεύγει στη Δύση για να δοξάσει την γενέτειρά του και την τέχνη της ζωγραφικής με το όνομα El Greco. Η μουσική και το θέατρο ακμάζουν και μας κληροδοτούν πανέμορφα δημιουργήματα όπως τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη, έργα που μας περιγράφουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σε πνευματικό και υλικό πλούτο κοινωνία. Όλα αυτά όμως διακόπτονται το 1669 οπότε το Ηράκλειο, τελευταίο προπύργιο της Κρήτης, πέφτει στα χέρια των Τούρκων μετά από την μεγαλύτερη πολιορκία των 22 χρόνων που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα. Αιματηροί αγώνες και επαναστάσεις εναντίον των Τούρκων οδηγούν στην αυτονομία της Κρήτης το 1897 έως και το 1913, οπότε ενώνεται με την υπόλοιπη Ελλάδα. Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι και σήμερα παρά τους διαφορετικούς πολιτισμούς και κατακτητές η Κρήτη δεν έπαψε να υπακούει στην μοναδική δύναμη της φύσης της.
  Αυτή η φύση που γίνεται ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στους πολιτισμούς και τους λαούς που φιλοξένησε.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Ηρακλείου.

ΚΑΛΟ ΧΩΡΙΟ (Χωριό) ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  Με κατοικήσεις στον ευρύτερο χώρο από τα Μινωικά χρόνια ξεκινά η ως τώρα γνωστή αρχαιολογία του χώρου.
  Η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Έντιθ Χωλ στα 1910-1912 ανέσκαψε στο λόφο του Βροκάστρου άγνωστης ονομασίας μικρό οικισμό αγροτών και κτηνοτρόφων. Στη συνέχεια έχουμε την κατοίκηση της Ιστρώνας, που το όνομά της διατηρείται πολλούς αιώνες (Αρχαϊκά χρόνια 6ος π.Χ. αιώνας έως το 18ο αιώνα μ.Χ). Λεπτομερέστερα στα 1834 σε απογραφή είχε ο Ίστρωνας 20 οικογένειες Χριστιανών και 4 μωαμεθανικές.
  Στα Ρωμαϊκά χρόνια μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ που οι Αραβες Σαρακηνοί οργιάζουν με καταστροφές σ’ όλη την Κρήτη, η Ίστρων και αργότερα ο Ίστρωνας θα αποτελεί το μοναδικό κύριο οικισμό του χώρου. Αρχαιοελληνικός ναός φαίνεται σε ερείπια κοντά στον οικισμό του Πύργου που ίσως να δώσει σε ανασκαφή στοιχεία της ιστορίας του ευρύτερου χώρου. Ίσως να είναι ο ναός του Βάκχου (Διονύσου) και ο μετέπειτα του Αγ. Σεργίου, όπως ιστορικοί αναφέρουν.
  Στα Βενετικά χρόνια ολόκληρη η κοιλάδα ξεχερσώθηκε και ήταν έρημη ως τα 1450-1500 μ.Χ, που φυτεύτηκε ελαιόδεντρα και γέμισε αργότερα νερόμυλους. Στα 1639 πρώτη φορά αναφέρεται η ονομασία Κακόν Χωρίον “κατ’ ευφημισμόν” λόγω του νοσηρού κλίματος από την ελονοσία που έφερναν τα στάσιμα νερά τω πλημμύρων μέσα στον Καλοχωριανό Κάμπο.
  Από τα 1680-1720 φαίνεται να κατοικείται ο νέος οικισμός “Αρνικού”. Από τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται ότι ο Ιστρώνας ήταν ο σημερινός Πύργος. Από τα 1876 το Καλό Χωριό αποτέλεσε οικισμό-κοινότητα που ανήκε στο Δήμο Κριτσάς ως το 1925. Στην Τουρκοκρατία 1669-1898 το Καλό Χωριό είναι γεμάτο περιπέτειες των κατοίκων του με τους αγάδες.
  Στα νεότερα χρόνια ξεκίνησε η αγροτική και τουριστική του ανάπτυξη.
(Κείμενο: Μιχάλης Γεροντής )
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.

ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΑ (Κωμόπολη) ΧΑΝΙΑ
  Αναφέρεται ότι είναι χτισμέμη πάνω στα ερείπια της αρχαίας Καλαμίδης.
  Το 1278 ο Ενετός Δούκας Μαρίνος Γραδενίγος έχτισε το ιστορικό Καστέλλο Σέλινο σε ένα ύψωμα με υπέροχη θέα προς το Λυβικό πέλαγος, που βρίσκεται σε επαφή με το χωριό, το οποίο σήμερα - κατάλοιπο τη Ενετικής κυριαρχίας ονομάζεται Φορτέζα.
  Όλη η Κρήτη είναι ένα μεγάλο βιβλίο ιστορίας. Μια ιστορίας που χάνεται στα βάθη των αιώνων....
  Στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιόχωρας υπήρχαν στην αρχαιότητα και ειδικά κατα τους Ελληνιστικούς χρόνους (από το 400 π.Χ.) πολλές πόλεις οι οποίες είχαν και τον έλεγχο των μικρότερων οικισμών.
  Οι πόλεις αυτές αναπτύχθηκαν γιατί λόγω των γύρω δυσπρόσιτων ορεινών όγκων, παρείχαν ασφάλεια από τις επιδρομές των πειρατών.
  Η ευρύτερη περιοχή της Παλαιόχωρας είναι πλούσια σε Μεσαιωνικά Βυζαντινά μνημεία και μπορείτε εύκολα να επισκευτήτε πολλούς μικρούς Βυζαντινούς ναούς με ενδιαφέρουσες και σπάνιες τοιχογραφίες, καθώς και ερείπια παλαιοχριστιανικών ναών.
  Μερικές από τις περιοχές που μπορείτε να επισκευτήτε με σημείο εκκίνησης την Παλαιόχωρα είναι :
  Χρυσοσκαλίτισσα
  Γαύδος
  Σούγια
  Σαρακίνα
  Φαράγγι Σαμαριάς
  Φαράγγι Αγίας Ειρήνης
  Ελαφονήσι
και φυσικά δεκάδες άλλες απαράμιλλης ομορφιάς.

Links

A Brief History of Crete

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ

Χρονολογική Επισκόπηση της Κρητικής Ιστορίας

Αρχαιότητα

Ιερός Πόλεμος (356-346 π.Χ)

ΚΥΔΩΝΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΝΙΑ
Κατά τη διάρκεια του Γ΄ Ιερού πολέμου ο Φάλαικος, γιος του Ονόμαρχου αρχηγού των Φωκέων, προσπάθησε να πολιορκήσει την Κυδωνία.

  Archidamus was king of the Lacedaemonians for twenty-three years, and Agis his son succeeded to the throne and ruled for fifteen1 years. After the death of Archidamus his mercenaries, who had participated in plundering the shrine, were shot down by the Lucanians, whereas Phalaecus, now that he had been driven out of Lyctus, attempted to besiege Cydonia (343/2 B.C.). He had constructed siege engines and was bringing them up against the city when lightning descended and these structures were consumed by the divine fire, and many of the mercenaries in attempting to save the engines perished in the flames. Among them was the general Phalaecus. But some say that he offended one of the mercenaries and was slain by him. The mercenaries who survived were taken into their service by Eleian exiles, were then transported to the Peloponnese, and with these exiles were engaged in war against the people of Elis. When the Arcadians joined the Eleians in the struggle and defeated the exiles in battle, many of the mercenaries were slain and the remainder, about four thousand, were taken captive. After the Arcadians and the Eleians had divided up the prisoners, the Arcadians sold as booty all who had been apportioned to them, while the Eleians executed their portion because of the outrage committed against the oracle.

This extract is from: Diodorus Siculus, Library (ed. C. H. Oldfather, 1989). Cited Oct 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Γεγονότα νεότερης ιστορίας

ΑΖΑΛΙ (Οικισμός) ΜΑΚΡΥΣ ΓΙΑΛΟΣ
1828
Το Δεκέμβριο του 1828 οι Κρητικοί ανατίναξαν βενετσάνικο φρούριο της περιοχής, μαζί με τους τούρκους που ήταν μέσα.

Ενετική περίοδος στην Κρήτη (1204-1669)

ΕΛΟΥΝΤΑ (Κωμόπολη) ΛΑΣΙΘΙ
  Το 1210 το νησί καταλαμβάνουν οι Ενετοί. Πρώτη μνεία του ονόματος Ελούντα έχουμε σε ένα έγγραφο του 1376.
  Οι Ενετοί φτιάχνουν αλυκές για την παραγωγή αλατιού και υπό την απειλή του τουρκικού κινδύνου αρχίζουν το 1579 την ανοικοδόμηση του φρουρίου της Σπιναλόγκας.
  Αρκετές εκκλησίες χτίζονται την ύστερη ενετοκρατία (της Ανάληψης, του Αγίου Γεωργίου στον Πόρο, του Αγίου Νικολάου στην Κατεβατή, της Παναγίας στο Ντρουβαλιά, της Αγίας Παρασκευής στο Τσιφλίκι και της Αγίας Μαρίνας στην Πλάκα.
(Κείμενο: Μανόλης Μακράκης)
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.


Ιδρυση-οικισμός του τόπου

Samians founded Cydonia in Crete

ΚΥΔΩΝΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΝΙΑ
It was against this ever-victorious Polycrates that the Lacedaemonians now made war, invited by the Samians who afterwards founded Cydonia in Crete.

Καταστροφές του τόπου

Βομβαρδισμός Γερμανών

ΒΙΑΝΝΟ (Δήμος) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
29/5/1941

The destruction of Lyttos

ΛΥΚΤΟΣ (Αρχαία πόλη) ΚΑΣΤΕΛΛΙ

Καταστροφή & τέλος της πόλης

Από την Ιεράπυτνα, 155 π.Χ.

ΠΡΑΙΣΟΣ (Αρχαία πόλη) ΝΕΑΠΟΛΗ

Μάχες

Η Μάχη της Κρήτης

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ

Η μάχη της Κριτσάς

ΚΡΙΤΣΑ (Κωμόπολη) ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  Μεγάλη υπήρξε η συνεισφορά των Κριτσιωτών στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης και ξεχωριστή είναι η προσφορά των Τουρκομάχων καπετανέων - Αλεξομανώλη, Κοζύρη, παπα-Πόθου, καπετάν Ταβλά. Στη διήμερη μάχη της Κριτσάς που έγινε κοντά στη Λατώ οι Κριτσιώτες εισέπραξαν βαρύ τίμημα. Το χωριό πυρπολήθηκε και καταστράφηκε (Ιανουάριος 1823). Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε και η γενναία αντάρτισσα, η θρυλική Κριτσωτοπούλα.
(Κείμενο: Μανόλης Κλώντζας)
Το κείμενο παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.

Metellus victory over Lasthenes

ΚΥΔΩΝΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΝΙΑ
  The island of Crete seemed to be favorably disposed (B.C. 74) towards Mithridates, king of Pontus, from the beginning, and it was said that they furnished him mercenaries when he was at war with the Romans. It is believed also that they recommended to the favor of Mithridates the pirates who then infested the sea, and openly assisted them when they were pursued by Marcus Antonius. When Antonius sent legates to them on this subject, they made light of the matter and gave him a disdainful answer. Antonius forthwith made war against them, and although he did not accomplish much, he gained the title of Creticus for his work. He was the father of the Mark Antony who, at a later period, fought against Octavius Ceasar at Actium. When the Romans declared war against the Cretans, on account of these things, the latter sent an embassy to Rome to treat for peace. The Romans ordered them to surrender Lasthenes, the author of the war against Antonius, and to deliver up all their pirate ships and all the Roman prisoners in their hands, together with 300 hostages, and to pay 4000 talents of silver.
  As the Cretans would not accept these conditions, Metellus was chosen as the general against them. He gained a victory over Lasthenes at Cydonia. The latter fled to Gnossus, and Panares delivered over Cydonia to Metellus on condition of his own safety. While Metellus was besieging Gnossus, Lasthenes set fire to his own house there, which was full of money, and fled from the place. Then the Cretans sent word to Pompey the Great, who was conducting the war against the pirates, and against Mithridates, that if he would come they would surrender themselves to him. As he was then busy with other things, he commanded Metellus to withdraw from the island, as it was not seemly to continue a war against those who offered to give themselves up, and he said that he would come to receive the surrender of the island later. Metellus paid no attention to this order, but pushed on the war until the island was subdued, making the same terms with Lasthenes as he had made with Panares. Metellus was awarded a triumph and the title of Creticus with more justice than Antonius, for he actually subjugated the island (B.C. 69).
Appian, The Foreign Wars (Sic.1.6., ed. Horace White, 1899)

Οθωμανική περίοδος (1453-1821)

ΕΛΟΥΝΤΑ (Κωμόπολη) ΛΑΣΙΘΙ
  Το 1669 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το Χάνδακα και γίνονται κυρίαρχοι της Κρήτης. Η Σπιναλόγκα θα αντισταθεί για 46 χρόνια ακόμη. Μέχρι το 1715 που την κατέλαβαν οι Τούρκοι έβρισκαν σ’ αυτή καταφύγιο οι επαναστάτες. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει την εγκατάσταση σε όλο τον ευρύτερο χώρο της Σπιναλόγκας. Η απαγόρευση αυτή και ο φόβος των πειρατών κάνουν επιφυλακτικούς τους κατοίκους που μένουν σε μικρούς κτηνοτροφικούς οικισμούς μακριά από τη θάλασσα.
  Η κατοίκηση των οικισμών (Πάνω, Κάτω Ελούντας και Μαυρικιανώ) σε μόνιμη βάση άρχισε από τα μέσα του 18ου αιώνα. Το 1834 όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής Πάσλεϋ η Ελούντα έχει 40 οικογένειες οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από τη Φουρνή.
  Η Ελούντα κάηκε το 1823 από το Χασάν πασά. Οι κάτοικοι πήραν ενεργό μέρος σε όλες τις επαναστάσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, καθώς και στους αποκλεισμούς του φρουρίου της Σπιναλόγκας. Σημαντική ήταν η προσφορά και οι θυσίες των Ελουντιανών για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης.
(Κείμενο: Μανόλης Μακράκης)
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.

Οι κάτοικοι ίδρυσαν τις πόλεις:

Gela

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ
Gela was founded by Antiphemus from Rhodes and Entimus from Crete, who joined in leading a colony thither, in the forty-fifth year after the foundation of Syracuse. The town took its name from the river Gelas, the place where the citadel now stands, and which was first fortified, being called Lindii. The institutions which they adopted were Dorian. Near one hundred and eight years after the foundation of Gela, the Geloans founded Acragas (Agrigentum ), so called from the river of that name, and made Aristonous and Pystilus their founders; giving their own institutions to the colony.

Οικιστές

Aeginetans

ΚΥΔΩΝΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΝΙΑ
And colonists were sent forth by the Aeginetans both to Cydonia in Crete and to the country of the Ombrici.

Πόλεμοι

War between Rhodes and Crete

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ

Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (Πόλη) ΛΑΣΙΘΙ

Σελίδες εμπορικού κόμβου

Ιστορία του Αγίου Νικολάου

  Η ιστορία του Αγίου Νικολάου ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια όταν ήταν το λιμάνι της Λατώ, μιας δυνατής πόλης κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής Περιόδου. Το λιμάνι χρησιμοποιόταν ακόμα κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών Χρόνων και της Πρώτης Βυζαντινής Περιόδου, παρόλο που η σημασία του είχε υποβαθμιστεί αρκετά. Μετά απ' αυτό, εξαφανίστηκε από την ιστορία για να ξαναεμφανιστεί το 1206. Τότε οι Γενοβέζοι έχτισαν το κάστρο του Μιραμπέλλου και έδωσαν το όνομά του στην πόλη και τον κόλπο. Ένας σεισμός κατέστρεψε το κάστρο και δεν έμεινε ίχνος από τα ερείπιά του. Το 16ο αιώνα οι Βενετοί έδωσαν στην πόλη το σημερινό της όνομα, που το πήραν από το Παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται στη χερσόνησο του Λιμένα. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η πόλη ήταν ακατοίκητη και κατοικήθηκε ξανά μόνο μετά το 1870, κυρίως από άτομα που ξέφυγαν από την καταδίωξη των Τούρκων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Crete TOURnet


Ιστορία της Ιεράπετρας

ΙΕΡΑΠΥΤΝΑ (Αρχαία πόλη) ΙΕΡΑΠΕΤΡΑ
  Η αρχαία πόλη της Ιεράπυτνας (το όνομα είναι δωρικό) βρισκόταν στο χώρο της σημερινής Ιεράπετρας.
Βρισκόταν σε στρατηγική θέση στο μικρότερο άξονα βορρά - νότου της Κρήτης, αλλά είχε ισχυρές αντιπάλους: την Πραισό στα ανατολικά της και τη Βιάννο στα δυτικά της.
Η Πραισός ήταν η πιο ισχυρή πόλη της ανατολικής Κρήτης γύρω στο 300 π.Χ., αλλά η Ιεράπυτνα την κατέστρεψε το 155 π.Χ., για να γίνει η πόλη με την περισσότερη γη υπό την κυριαρχία της σ' όλη την Κρήτη.
Αντιστάθηκε στη ρωμαϊκή επέλαση και ήταν η τελευταία κρητική πόλη που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι. Μετά την παράδοσή της η Ιεράπυτνα έγινε σημαντικό λιμάνι λόγω της εγγύτητάς της με την Αίγυπτο. Η Ιεράπετρα διατήρησε τη σημασία της κατά τη διάρκεια της Πρώτης Βυζαντινής Περιόδου, αλλά καταστράφηκε από τους Άραβες.
Οι Βενετοί έχτισαν το κάστρο και το λιμάνι, το οποίο διεύρυναν και ενίσχυσαν το 1626. Το κάστρο πρόσφατα αναστηλώθηκε από την πολιτεία. Το 1647 η πόλη κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Απομεινάρια τουρκικής κατοχής είναι ακόμα ορατά στην παλιά πόλη κοντά στο λιμάνι.
Τέτοια απομεινάρια είναι τα ερείπια ενός τουρκικού σιντριβανιού μπροστά από ένα εγκαταλειμμένο τζαμί. Σύμφωνα με την παράδοση ο Ναπολέων πέρασε μια νύχτα εκεί στο δρόμο για την Αίγυπτο το 1798.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Crete TOURnet


Ιστορία Ιτάνου

ΙΤΑΝΟΣ (Αρχαία πόλη) ΙΤΑΝΟΣ
  Η Ίτανος ήταν ένας σημαντικός οικισμός από τους Μινωικούς Χρόνους μέχρι την εποχή του Χριστιανισμού. Η Ίτανος ήταν ιδιαίτερα ισχυρή κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Εποχής και άρχισε να ακμάζει από τον έβδομο αιώνα π.Χ. Η Ίτανος ήταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση με τους γείτονές της, αρχικά με την Πραισό, και όταν η Ιεράπυτνα κατέστρεψε την Πραισό, η Ίτανος ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιεράπυτνα. Ένας σημαντικός λόγος για τη σύγκρουση ήταν η φιλονικία για τον έλεγχο του Ναού του Δία στο Παλαίκαστρο. Η επιγραφή στη Μονή Τοπλού δείχνει ότι οι δύο πόλεις ζήτησαν τη διαιτησία της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία το 132 π.Χ. για να διευθετηθεί η σύγκρουση.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Crete TOURnet


Ιστορία των Ματάλων

ΜΑΤΑΛΑ (Χωριό) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
  Κατά τη Μινωική και Ελληνιστική Εποχή ήταν το λιμάνι της Φαιστού κι όταν στα 220 π.Χ. την κυρίευσε η Γόρτυνα, τα Μάταλα έγιναν το λιμάνι της Γόρτυνας. Στο βυθό της θάλασσας φαίνονται σημάδια αρχαίου οικισμού. Τα Μάταλα είναι φημισμένα για τις σπηλιές τους, που είναι φτιαγμένες από ανθρώπους και κατοικήθηκαν πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της προϊστορικής περιόδου. Τάφοι από τους Ελληνικούς, Ρωμαϊκούς και πρώτους Χριστιανικούς Χρόνους έχουν βρεθεί στις σπηλιές.

Σελίδες επίσημες

ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙ (Κωμόπολη) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
  Το μεταχριστιανικό Αρκαλοχώρι, η καρδιά του Δήμου, δεν μας είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε. Είναι βέβαιο όμως ότι κατοικούνταν κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας και ανήκε διοικητικά στην περιφέρεια του Belvedere ή επαρχία Ριζόκαστρου όπως ονομάζονταν, καθώς και σε ολόκληρη την Οθωμανοκρατία στη συνέχεια.
  Η πρώτη επίσημη καταγραφή του τοπωνυμίου μας διασώζεται από το 1394 με τη μορφή Arcolecorio. Σαφώς το όνομα του τοπωνυμίου συνδέεται με το γνωστό όνομα του αρχοντορωμαίου [1] Αρκολέοντος, ενός από τα δώδεκα (σύμφωνα με την παράδοση, αλλά πολύ περισσότερων κατά την ιστορική αλήθεια) αρχοντόπουλα που κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο (961 - 1204 μ.Χ.) με αυτοκρατορικά χρυσόβουλα που τους καθιστούσαν κύριους εκτεταμένων περιοχών και φορείς της βυζαντινής εξουσίας. Οι άρχοντες – φεουδάρχες αυτοί ήρθαν και εγκαταστάθηκαν ση Μεγαλόνησο για να επαναφέρουν την Κρήτη στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας μετά την ανακατάληψη του νησιού από το Νικηφόρο Φωκά, στρατηγό τότε και αυτοκράτορα αργότερα.
  Γνωρίζουμε επίσης ότι κατά την εποχή του Βυζαντίου η περιοχή αυτή ανήκε στην επισκοπή Αρκαδίας. Στην κωμόπολη υπάρχει ο κατάγραφος ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου με ωραίες τοιχογραφίες του 14ου και 15ου αιώνα τεχνοτροπίας της Κρητικής Σχολής.
  Δυστυχώς το όνομα του οικισμού ή άλλες ιστορικά ασφαλείς και συγκεκριμένες ιστορικές πληροφορίες για το Αρκαλοχώρι που να είναι σε θέση να αποκαλύψουν με σαφήνεια την ιστορική πορεία του κατά την προχριστιανική και μεταχριστιανική περίοδο μέχρι το 14ο αιώνα δε διαθέτουμε ακόμη. Γεγονός είναι ότι συγκεκριμένη αναφορά για το χωριό ανιχνεύεται από το 16ο αιώνα και μετά.
  Όμως τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας είναι εντονότατα και αποδείχνουν ότι ο τόπος είχε γνωρίσει μεγάλες περιόδους ανάπτυξης και ότι κατοικήθηκε σε μεγάλη έκταση και για μακρόχρονο χρονικό διάστημα. Γύρω από το Αρκαλοχώρι και σε ακτίνα 3 - 5 χιλιομέτρων ο ενδιαφερόμενος θα βρει πλήθος ερειπίων και αρχαιολογικών σημείων και τοπωνυμίων που υποδεικνύουν μικρές ή μεγάλες εγκαταστάσεις κατοίκων σε παλιότερες εποχές. Το σημαντικότερο όμως σημείο του Δήμου, αυτό που έχει κάνει γνωστό το Αρκαλοχώρι σε όλο τον κόσμο είναι το σπήλαιό του στο οποίο βρέθηκαν οι περίφημοι χρυσοί και χάλκινοι διπλοί πελέκεις.(...)
[1] Αρχοντορωμαίοι στο Βυζάντιο oνομάζονταν όσοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών σύμφωνα με την κοινωνική κατάταξη των βυζαντινών. Ήταν οι προνομιούχοι, οι Δυνατοί του Βυζαντίου. Ως γνωστό οι βυζαντινοί περιφρονούσαν το όνομα «Έλληνες» και το θεωρούσαν υβριστικό χαρακτηρισμό. Μόνο στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας το όνομα Έλλην αποκαταστάθηκε στη συνείδηση των βυζαντινών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρκαλοχωρίου


ΓΑΖΙ (Δήμος) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Τα αρχαιολογικά δεδομένα που υπάρχουν στο Γάζι και τους γειτονικούς οικισμούς, αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της περιοχής ήδη από τη Μινωική εποχή. Βόρεια του συνοικισμού, στις εκβολές του ποταμού, εκτιμάται πως ήταν το επίνειο της Τυλίσσου στη μεσομινωική ΙΙΙ και στην υστερομινωική περίοδο. Κοντά στον οικισμό βρέθηκαν μινωικά ειδώλια που σύμφωνα με τον αρχαιολόγο καθηγητή Μαρινάτο παριστάνουν μια και μοναδική Θεά, σε διάφορες ιδιότητες: Θεά των όφεων, Θεά των περιστεριών (του ουρανού και του έρωτα), Θεά του μήκωνος (της υγείας και τις ευφορίας), Θεά του πολέμου. Στον οικισμό του Καβροχωρίου αλλά και της Αγ. Μαρίνας έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα οικιστικής εγκατάστασης Υστερομινωικής ΙΙΙ, Αρχαϊκής και Ελληνιστικής περιόδου. Επίσης βρέθηκαν, τάφοι Υστερομινωικής ΙΙΙ περιόδου με κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους (Γάζι , Σκαφιδαράς, Καβροχώρι). Τέλος, στο φαράγγι του Αλμυρού ποταμού υπάρχουν ερείπια και εκκλησίες που χρονολογούνται από το 14ο αιώνα.
Σε ιστορικά κείμενα της Ενετοκρατίας συναντάμε τις πρώτες αναφορές στους οικισμούς Γάζι, Καβροχώρι, Καλέσσα. Μνημεία της Ενετοκρατίας είναι οι Τρεις Εκκλησιές, ερείπια στο φαράγγι του Αλμυρού που χρονολογούνται από το 14ο αιώνα, το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Φόδελε και διάφορες Ενετικές Επαύλεις που βρίσκονται διάσπαρτες στους οικισμούς της Ροδιάς, της Παντάνασσας, του Παλαιόκαστρου.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Γαζίου


Ματιές στην ιστορία

ΓΕΩΡΓΙΟΥΠΟΛΗ (Δήμος) ΧΑΝΙΑ
  Ιστορικά στοιχεία για την περιοχή εμφανίζονται από την μινωική εποχή. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν έναν τάφο Μινωικου τύπου στον Κάστελλο και ευρήματα λατρευτικών χώρων στο σπήλαιο "Κορακιά". Αρχαιολογικές τοποθεσίες έχουν εντοπιστεί επίσης στις περιοχές νότια του οικισμού Γεωργιούπολης όπου βρισκόταν η αρχαία Αμφιμάλλα, ανατολικά του οικισμού Δραμιών (αρχαία Υδραμία ή Υδράμιο). Η αρχαία αυτή πόλη ήταν κτισμένη στον γήλοφο Κεφάλα και ήταν το επίνειο της αρχαίας πόλης Λάππας (σημερινή Αργυρούπολη). Τα αρχαιολογικά ευρήματα, που φυλάσσονται στο μουσείο Χανίων, δείχνουν ότι η πόλη υπήρχε κατά την υστερομινωϊκή ή μετανακτορική περίοδο (1580-1100 π.Χ.) και εμφάνισε την μεγαλύτερη ακμή της κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Τέλος, στον οικισμό "Κάβαλλος" βόρεια της λίμνης βρέθηκαν υπολείμματα ρωμαϊκής εποχής, ενώ στις όχθες της τοποθετείται η ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στην Κορησία Αθηνά.
  Κατά την περίοδο του Βυζαντίου την περιοχή διοικούσε η αρχοντική οικογένεια των Μελισσινών. Σημαντική δράση στην περιοχή φαίνεται ότι ανέπτυξε κατά τον 11ο αιώνα ο μοναχός Ιωάννης Ξένος που ίδρυσε στην περιοχή των Δραμιών την Μονή του Αγίου Γεωργίου (Δούβρικα). Μέσα από τη διαθήκη του ο καλόγερος, δίνει πολύτιμες πληροφορίες σε σχέση με την ανάπτυξη της αμπελουργίας, της μελισσοκομίας και τη φύτευση των περιβολιών στην περιοχή του ποταμού Μουσέλλα. Από τις αρχές του 13ου αιώνα η Κρήτη περιέρχεται στην επιρροή των Βενετών. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται τα ονόματα των οικισμών που υπήρχαν τότε: Azogeromuri, Chrussopoli, Castelo, Mathe, Flachi, Dramia, Curna, Calamitsi Amigdalu. Τότε οι οικισμοί που ήταν σε ανάπτυξη βρίσκονταν στα ορεινά και σε τέτοια σημεία που να έχουν φυσική άμυνα (κορυφές λόφων). Ο κόλπος του Αλμυρού ήταν ιδανικό σημείο για στρατιωτική απόβαση, γι' αυτό και οι Βενετοί έκτισαν οχυρό εκεί.

Από το ιερό της Κορήσιας Αθηνάς, στα "κακόφημα" στενά του Αρμυρού
  Το φρούριο του Αλμυρού, αποτέλεσε το επίκεντρο πολλών διεκδικητικών μαχών κατά τους επόμενους αιώνες με στόχο την κατάκτηση της περιοχής, μέχρι την καταστροφή του το 1821 από τους Κρητικούς επαναστάτες. Κατά τη διάρκεια της δικής τους κυριαρχίας οι Τούρκοι, έκτισαν με τις πέτρες των ερειπίων αυτού του φρουρίου άλλο οχυρό, κοντά στο προηγούμενο, για να κατεδαφιστεί κι αυτό αργότερα. Η περιοχή γύρω από τα ερείπια των δύο φρουρίων ονομάστηκε "Καστελλάκια" ή "Παλιοκάστελλα". Το κακόφημο "Στενό του Αλμυρού" στις εκβολές του ποταμού, έγινε καταφύγιο ληστών και λαθρεμπόρων και κανείς περαστικός δεν γλύτωνε απ΄τα χέρια τους. Μάλιστα λέγεται ότι εκεί γινόταν μαύρη αγορά της τουρκικής χρυσής λίρας. Ο ποταμός ήταν πλωτός κι οι εκβολές του προσέφεραν καταφύγιο σε μικρά ιστιοφόρα, μέχρι και 500 μέτρα από τη θάλασσα, ενώ στα βόρειά τους υπήρχε όρμος όπου ελλιμενίζονταν ιστιοφόρα και μικρά ατμόπλοια. Στα ανατολικά, σ΄ένα μικρό νησάκι που σήμερα ενώνεται με τη στεριά πριν από ένα περίπου αιώνα, ένας ναυτικός έκτισε το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, προστάτη των θαλασσινών. Στα νότια και στα δυτικά της περιοχής αυτής, αλλεπάλληλα οχυρωματικά έργα των τούρκων και των επαναστατών, μαρτυρούν την πολύπαθη ιστορία του τόπου.

Μια πόλη που αναδύθηκε απ' το βάλτο
  "Οσο βλέπει το μάτι, δέντρα πολλά και θάμνοι υψηλοί και αειθαλείς, αλλά και βούρλα τεράστια και βατράχια χιλιάδες, οι ντελάληδες της ελονοσίας". Ετσι περιγράφει ένας Ευρωπαίος περιηγητής του 19ου αιώνα την περιοχή, που από το φόβο των ληστών οι άνθρωποι άφηναν ακαλλιέργητη, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένα έλος, πηγή μιας φοβερής επιδημίας ελονοσίας που αποδεκάτισε τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Σ' αυτή την ερημιά το 1880, φτάνει ένας έμπορος από την Αθήνα, που αντιλαμβάνεται την αξία της περιοχής κι αποφασίζει να εκμεταλλευτεί τα πλούσια νερά του ποταμού για καλλιέργειες. Ο Μιλτιάδης Παπαδογιαννάκης, που είχε γεννηθεί στο Καλαμίτσι, χτίζει ένα σπίτι στα "Καστελλάκια" και προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους των γύρω χωριών και τις αρχές, να τον βοηθήσουν να αποξηράνει το έλος και να αρδεύσει τα χωράφια. Μόνος, παρά τις αντιξοότητες, αρχίζει τις εργασίες. Σιγά σιγά έρχεται και η βοήθεια που περιμένει και μέχρι το 1893, η περιοχή προσελκύει νέους κατοίκους, αποξηραίνεται το έλος, φυτεύονται Ευκάλυπτοι και εκατοντάδες άλλα δέντρα κι εγκαινιάζεται μια μικρή πόλη, με το όνομα Αλμυρούπολη. Το 1899, σε ανάμνηση της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Τούρκους, αλλά και της άφιξης του Αρμοστή Πρίγκηπα Γεωργίου, μετονομάζεται η Αλμυρούπολη σε Γεωργιούπολη. Αργότερα, ορίζεται ως συμπρωτεύουσα του νομού Σφακίων, με πρώτο Δήμαρχο τον ιδρυτή της, Μιλτιάδη Παπαδογιαννάκη. Το 1913 η Γεωργιούπολη είχε 503 κατοίκους. Σήμερα, ζουν στον οικισμό 1000 περίπου κάτοικοι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Γεωργιούπολης


Οι Αρχάνες στο πέρασμα των αιώνων

ΕΠΑΝΩ ΑΡΧΑΝΕΣ (Κωμόπολη) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
  Η συνεχής παρουσία των Αρχανών σ' όλες τις φάσεις του προϊστορικού μινωϊκού πολιτισμού αλλά και των μετέπειτα ιστορικών χρόνων είναι φανερή απόδειξη της διαχρονικής σπουδαιότητας του οικισμού. Οι εντατικές αρχαιολογικές και ιστορικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη ζωή των Αρχανών από την Υπονεολιθική περίοδο μέχρι και τα νεότερα χρόνια. Πράγματι, οι Αρχάνες, κτισμένες σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές της Κρήτης, αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους προϊστορικούς αλλά και για τους μεταγενέστερους κατοίκους της περιοχής. Η ομορφιά και η μυστικότητα του αρχανιώτικου τοπίου συμπληρώνεται από το Γιούχτα, το ιερό ανθρωπόμορφο βουνό, που επισκιάζει το χωριό και που οι αρχαίες παραδόσεις συνέδεσαν με μύθους και θρύλους για θεούς και ήρωες. Γύρω, λοιπόν, από αυτό το βουνό βρίσκονται οι κυρίως αρχαιολογικές θέσεις τόσο στην ευρύτερη περιοχή όσο και μέσα στο κέντρο της κλειστής λεκάνης των Αρχανών.
  Ο προϊστορικός οικισμός των Αρχανών απλώνονταν περίπου όσο και το σημερινό χωριό. Στο κέντρο του οικισμού, στη θέση Τουρκογειτονιά, έχει ανασκαφεί το κεντρικό τμήμα ενός κτιριακού συγκροτήματος που χρονολογείται από το 1900π.Χ.. Ο χαρακτηρισμός του ως "ανάκτορο" δικαιολογείται όχι μόνο από την αρχιτεκτονική και τα υλικά δομής του αλλά και από το είδος των ευρημάτων. Η ύπαρξη ενός δεύτερου διοικητικού κέντρου τόσο κοντά στο πανίσχυρο ανάκτορο της Κνωσού αποδεικνύει την σπουδαιότητα του οικισμού. Από το επαρχιακό ανάκτορο της Τουρκογειτονιάς ελέγχονταν όχι μόνο η οικονομική και θρησκευτική ζωή της ευρύτερης περιοχής των Αρχανών αλλά και η πρόσβαση προς την νότια Κρήτη.
  Βορειοδυτικά από την κωμόπολη των Αρχανών, στο μικρό λόφο Φουρνί, ανακαλύφθηκε ένα από τα σημαντικότερα και αρτιότερα οργανωμένα νεκροταφεία της προϊστορικής εποχής. Η μακρά χρήση του νεκροταφείου, για περισσότερα από 1000 χρόνια (~2400-1200π.Χ.), μας επιτρέπει να δούμε συγκεντρωμένα σ' ένα χώρο ταφικά κτίρια όλων των γνωστών αρχιτεκτονικών τύπων. Ιδιαίτερα μοναδικοί είναι οι θολωτοί τάφοι που χρονολογούνται σε διάφορες περιόδους της κρητομυκηναϊκής εποχής. Η ποικιλία των ταφών, ο πλούτος των κτερισμάτων καθώς και η ανακάλυψη κτισμάτων λατρευτικής και κοσμικής χρήσης παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα έθιμα ταφής και λατρείας των νεκρών.
  Μια βαθιά χαράδρα χωρίζει το λόφο του Φουρνί από το Γιούχτα, που από δυτικά μοιάζει με ξαπλωμένο ανδρικό κεφάλι. Αυτή του η μορφολογία οδήγησε τη λαϊκή φαντασία στη δημιουργία μύθων σχετικά με την ύπαρξη του τάφου του Δία πάνω στο βουνό ή κοντά σ΄αυτό. Στο ψηλότερο σημείο του βουνού, στην Ψηλή Κορφή, βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα μινωϊκά ιερά κορυφής της Κρήτης. Το πλήθος των αναθημάτων που ήλθαν στο φως μαρτυρούν την έντονη λατρευτική δραστηριότητα στο χώρο. Στη δυτική και νοτιοδυτική πλευρά του Γιούχτα βρίσκονται ακόμα δύο ιερά, η σπηλιά στο Χωστό Νερό και ο Σπήλιος του Στραβομύτη, η χρήση των οποίων διατρέχει πολλούς αιώνες.
  Στη βόρεια πλευρά του βουνού, στη θέση Ανεμόσπηλια, ήλθαν στο φως τα ερείπια ενός κτιρίου που η αρχαιολογική έρευνα χαρακτήρισε ως μινωϊκό τριμερές ιερό λόγω της αρχιτεκτονικής του διάταξης. Παρά τη σύντομη ζωή του ο ναός στα Ανεμόσπηλια θεωρείται μοναδικός όχι μόνο για την ποικιλία και τον πλούτο των ευρημάτων αλλά και για την ανακάλυψη ανθρωποθυσίας στο δυτικό δωμάτιο του.
  Οι Αρχάνες λοιπόν ήταν μια σημαντική προϊστορική κοινότητα με πολλές δραστηριότητες. Γύρω από τον οικισμό των Αρχανών αναπτύχθηκαν μικρότερα κέντρα (Βιτσίλα, Καρνάρι, Καρυδάκι, Μυριστής κ.α.) που εξυπηρετούσαν τις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες της κεντρικής μονάδας. Ένα από αυτά είναι και το κτιριακό συγκρότημα στο Βαθύπετρο, 4 χλμ. νότια από τις Αρχάνες. Η μινωική έπαυλη στο Βαθύπετρο, ένας ακόμη μάρτυρας της ανθηρής οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής, διαθέτει σταφυλοπιεστήριο, ελαιοπιεστήριο καθώς και εργαστήριο πηλοπλαστικής. Η κατοίκηση στις Αρχάνες και τους γύρω οικισμούς συνεχίζεται αδιάκοπα και τους επόμενους αιώνες όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα των κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι πολλοί Αρχανιώτες έγιναν Χριστιανοί μετά την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος προσκλήθηκε στο χωριό για να διώξει με την προσευχή του τα δηλητηριώδη ερπετά από το Γιούχτα.
  Κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο και τα χρόνια της Αραβοκρατίας οι Αρχάνες και η γύρω περιοχή ακολουθούν την ιστορική πορεία της υπόλοιπης Κρήτης. Το 961μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθερώνει την Κρήτη από τους Αραβες και χτίζει δυτικά του Γιούχτα το φρούριο Ρόκκα, ώστε να ελέγχει την γύρω περιοχή. Το 1212 μ.Χ. η Κρήτη καταλαμβάνεται από τους Ενετούς. Η αναγνώριση και ανοχή του χριστιανικού ορθόδοξου δόγματος από τους κατακτητές είχε ως αποτέλεσμα την οικοδόμηση πολλών εκκλησιών με βυζαντινά και φράγκικα χαρακτηριστικά. Έτσι λοιπόν και στις Αρχάνες αυτή την περίοδο (14ος-15ος αι.μ.Χ.) χτίζονται σημαντικές εκκλησίες όπως ο Αγ.Γεώργιος, η Αγ.Τριάδα ο Εσταυρωμένος, η Αγ.Παρασκευή, ο Αγ.Μάμας και η μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (σημερινός Αφέντης Χριστός) στην κορυφή του βουνού. Στην περιοχή Ασώματος, 3χλμ. νοτιοανατολικά των Αρχανών, η εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου είναι ένα εξαίρετο βυζαντινό μνημείο με τοιχογραφίες επαρχιακής παλαιολόγειας τέχνης. Εξάλλου κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας εκτελούνται στην Κρήτη πολλά κοινωφελή έργα. Ένα από αυτά είναι και το Υδραγωγείο του Μοροζίνη στην περιοχή Καρυδάκι, 2χλμ. βόρεια των Αρχανών, που χρονολογείται στις αρχές του 17ου αι. μ.Χ.. Το μεγάλο αυτό τεχνικό έργο απέβλεπε στην ύδρευση της πόλης του Ηρακλείου από τις πηγές του Γιούχτα. Τα νερά των πηγών ενώνονταν στο Καρυδάκι από όπου με λιθόκτιστο αγωγό 15χλμ. διοχετεύονταν στο Ηράκλειο, που εκείνη την εποχή μαστίζονταν από λειψυδρία.
  Το 1669μ.Χ. οι Οθωμανοί Τούρκοι καταλαμβάνουν την Κρήτη και οι Αρχάνες γίνονται μια από τις έδρες Τούρκων αξιωματούχων. Η εύφορη αρχανιώτικη γη διαρπάζεται από τους κατακτητές και οι Αρχανιώτες Χριστιανοί διώκονται και βασανίζονται. Η βυζαντινή εκκλησία της Αγ.Παρασκευής μετατρέπεται σε τζαμί. Η παρουσία των Τούρκων κατακτητών είναι μέχρι και σήμερα φανερή στα ονόματα πολλών περιοχών μέσα και έξω από το χωριό (Τουρκογειτονιά, Τζαμί κ.α.). Τέλη του 17ου αι. μ.Χ. αρχίζει να κτίζεται, μετά από πολλές θυσίες των κατοίκων, η εκκλησία της Παναγίας μέσα στο χωριό. Η εκκλησία είναι ένας θησαυρός από εκκλησιαστικά σκεύη και εικόνες που σήμερα εκθέτονται σε ειδικές προθήκες μέσα στο χώρο.
  Οι Αρχάνες και τα γύρω χωριά κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Από το 1866 και μετά οι διαρκείς επαναστάσεις και εξεγέρσεις στην Κρήτη έχουν ως κύριο αίτημα την ένωση του νησιού με το μέχρι τότε ελεύθερο ελληνικό κράτος. Κατά την Επανάσταση του 1897 οι Αρχάνες αποτελούν συντονιστικό κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων της Κρήτης ενώ αιματηροί αγώνες διεξάγονται γύρω από το χωριό. Τον Αύγουστο του 1897 η Πρώτη Κρητική Γενική Συνέλευση για την συνέχιση του Αγώνα, όπου προεδρεύει ο Ελευθέριος Βενιζέλος (μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας), λαμβάνει χώρο στις Αρχάνες. Μετά από ένα χρόνο η Κρήτη ανακηρύσσεται Αυτόνομη Πολιτεία με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος στην περιοδεία του στο νησί επισκέπτεται τις ένδοξες Αρχάνες.
  Πολύτιμες πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου μπορεί να αντλήσει κανείς από το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αρχανών. Το Αρχείο περιλαμβάνει το τεράστιο υλικό της αλληλογραφίας και των δραστηριοτήτων της Επιτροπής Αμύνης των Αρχανών από τον Φεβρουάριο του 1897 μέχρι το Νοέμβριο του 1898. Το Αρχείο αυτό καταρτίσθηκε το 1938 με απόφαση του τότε Κοινοτικού Συμβουλίου των Αρχανών, ταξινομήθηκε και βιβλιοθετήθηκε σε 8 ογκώδεις τόμους. Ο Δήμος Αρχανών για να αποτίσει ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στους αγωνιστές αυτής της περιόδου διοργάνωσε τον Αύγουστο του 1997 Επιστημονικό Συμπόσιο με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την έναρξη της επανάστασης (1897-1997).
  Η θέση των Αρχανών αλλά και το γενναίο φρόνημα των κατοίκων της αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες για την ενεργή συμμετοχή του χωριού στα πολεμικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Στη Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941 - Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) το Κέντρο Διοικήσεως των Ελληνικών Δυνάμεων εγκαθίσταται στις Αρχάνες, ενώ παράλληλα λειτουργεί πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο.
  Τον πρώτο χρόνο της Γερμανικής Κατοχής οργανώθηκε στις Αρχάνες το πρώτο κλιμάκιο κατασκοπείας στην Κρήτη το οποίο προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον απελευθερωτικό αγώνα. Η παρουσία των Δυνάμεων Κατοχής στις Αρχάνες ήταν ιδιαίτερα έντονη αφού στο χωριό έδρευε Γερμανική Μεραρχία. Διοικητής της Μεραρχίας ήταν ο Στρατηγός Κράιπε, του οποίου η απαγωγή από αντιστασιακή ομάδα αποτελεί ένα από τα πιο σπουδαία εγχειρήματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (Απρίλιος 1944). Μετά από προγραμματισμένη ενέδρα σε σημείο της διαδρομής Αρχάνες - Κνωσός ο Στρατηγός συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο.
  Τα μεταπολεμικά χρόνια οι Αρχάνες, μέσα στις γενικότερες οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, προσπαθούν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των νέων καιρών. Με τις συντονισμένες προσπάθειες των εκάστοτε δημόσιων φορέων αλλά κυρίως των κατοίκων του χωριού, οι Αρχάνες σταδιακά εξελίχθηκαν σε σημαντικό οικονομικό, πολιτιστικό και τουριστικό κέντρο.
  Σήμερα οι Αρχάνες αποτελούν χωριό πρότυπο όχι μόνο για την αναπτυξιακές δραστηριότητες των τελευταίων χρόνων αλλά και για το υψηλό βιοτικό και πνευματικό επίπεδο των κατοίκων τους.
  Παρά την συντομία αυτής της ιστορικής ανασκόπησης είναι ολοφάνερος ο καθοριστικός ρόλος που διαδραμάτισαν οι Αρχάνες στο πέρασμα των αιώνων. Τεράστιες προσπάθειες καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια από τον Δήμο Αρχανών για την συντήρηση των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων του χωριού. Επιπλέον, η διάσωση και έκδοση του ιστορικού και φωτογραφικού αρχείου του χωριού έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του ευρέως κοινού για τη μελέτη της ιστορίας των Αρχανών. Και ενώ οι προσπάθειες για την ανάδειξη των ιστορικών μνημών συνεχίζονται, οι Αρχάνες εξακολουθούν να συμμετέχουν ενεργά στα πολιτισμικά δρώμενα της εποχής τους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρχανών


Ιστορία του Ηρακλείου

ΗΡΑΚΛΕΙΟ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
Αρχαϊκή - Κλασσική - Ελληνιστική περίοδος: Κατά την αρχαιότητα το κύριο αστικό κέντρο ήταν αναμφισβήτητα η Κνωσός. Ωστόσο, όμως θα υπήρχε οικισμός, βόρεια της Κνωσού, κοντά στη σημερινή πόλη, σε ύψωμα και σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα με το όνομα Ηράκλειο. Αρχαιολογικά λείψανα της αρχαϊκής, κλασσικής και ελληνιστικής περιόδου έρχονται στο φως κατά καιρούς από διάφορα σημεία της παλιάς πόλης, (περιοχή των οδών Δαιδάλου, Ιδομενέως, Μεραμβέλλου, Ξανθουδίδου, Δ.Μποφώρ και Επιμενίδου) μετά από ανασκαφικές έρευνες και εκσκαφές που γίνονται για τον έλεγχο των θεμελίων νεοαναγειρόμενων οικοδομών με την επίβλεψη της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Ρωμαϊκή περίοδος: Για τη ρωμαϊκή περίοδο οι πληροφορίες για την πόλη πληθαίνουν. Ο Στράβων (παρόλο που δεν είχε επισκεφτεί την Κρήτη) αναφέρει στα Γεωγραφικά του ότι το Ηράκλειον ήταν το επίνειο της Κνωσού. Πολλά και αξιόλογα ευρήματα (κινητά και μη) της περιόδου προέρχονται κυρίως από τάφους, αλλά και από κτιριακά σύνολα, από τα οποία το πιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που βρέθηκε κατά την ανασκαφή του οικοπέδου του Μουσείου που διατηρεί έξι ψηφιδωτά δάπεδα σε πολύ καλή κατάσταση.
Α' Βυζαντινή περίοδος: Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο (330 μ.Χ. έως το 824 μ.Χ.), οπότε η Κρήτη αποτελεί «θέμα» της βυζαντινής αυτοκρατορίας με διοικητικό, στρατιωτικό και θρησκευτικό κέντρο τη Γόρτυνα, ο οικισμός συναντάται με το όνομα Κάστρο. Δυστυχώς εξαιτίας της έλλειψης ειδήσεων σχετικά με την περίοδο αυτή, αλλά και αξιόλογων αρχαιολογικών ευρημάτων είναι δύσκολο να ανασυνθέσει κανείς την εικόνα που θα είχε η πόλη. Τα χρόνια αυτά ολόκληρο το νησί δοκιμάζεται από πειρατικές επιδρομές καθώς και από φυσικές καταστροφές (σεισμούς) που έχουν ως αποτέλεσμα την παρακμή ακόμη και την εξαφάνιση των πόλεων ως αστικών κέντρων.
Αραβική κατάκτηση: Το 824 μ.Χ. το Κάστρο, μετά από αραβικές επιδρομές και την αποβίβαση αράβων στην Κρήτη γύρω στα 822 - 823 μ.Χ. που είχαν ως στόχο τη σταδιακή κατάληψη του νησιού, πέφτει στα χέρια των κατακτητών του. Σε αυτό συνετέλεσε και το γεγονός ότι το βυζαντινό κράτος βρισκόταν σε συνεχείς έριδες και εσωτερικές αναταραχές. Η πόλη ονομάζεται τώρα Rabdh el Khandaq, δηλαδή Φρούριο της Τάφρου, και αυτό γιατί οι Αραβες με την εγκατάστασή τους, προκειμένου να προστατευθούν, έκτισαν τείχος από ωμές πλίνθους, ενώ γύρω από αυτό άνοιξαν βαθιά τάφρο (Khandaq). Από την ονομασία αυτή προήλθαν και οι μεταγενέστερες Χάνδακας (Χάνδαξ) της δεύτερης βυζαντινής περιόδου και Candia της περιόδου της Ενετοκρατίας. Ο Χάνδακας, που γίνεται τώρα η πρωτεύουσα του νησιού και εγκαταλείπεται έτσι η Γόρτυνα, κατελάμβανε την έκταση από την οδό Δαιδάλου, Χάνδακος, θαλάσσιο μέτωπο, Επιμενίδου, τμήμα πλατείας Ελευθερίας (βλέπε χάρτη στα "Αξιοθέατα"). Οι Αραβες ανέπτυξαν έναν δικό τους πολιτισμό στην Κρήτη, όμοιο με εκείνον των συγχρόνων τους. Είχαν δικό τους νομισματοκοπείο, ανεπτυγμένη μεταλλοτεχνία και κεραμεική, καλοκτισμένα κτίρια. Πολλά στοιχεία για την αρχιτεκτονική και για τον τρόπο ζωής τους προέκυψαν κατά τις ανασκαφικές έρευνες που διεξήχθησαν στην παλιά Καστέλλα, ανατολικά του Ναού του Αγίου Πέτρου και Παύλου.
Β' Βυζαντινή περίοδος - Επανάκτηση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς: Οι Βυζαντινοί επανειλημμένα προσπάθησαν να ανακτήσουν την Κρήτη, δίχως, όμως, επιτυχία. Το 826 μ.Χ. επιχειρείται, δυστυχώς με αποτυχία, η εκστρατεία του βυζαντινού στρατηγού Κρατερού. Η περιοχή της μάχης και της συντριβής του βυζαντινού στρατού από τους Αραβες, λίγα μόνο χιλιόμετρα ανατολικά του Ηρακλείου, διασώζει ακόμη και σήμερα το όνομα του ηρωικού στρατηγού (Καρτερός).
Νικηφόρος Φωκάς: Το 960 μ.Χ. εκστρατεύει εναντίον των Αράβων ο αρχιστράτηγος του Βυζαντίου και μετέπειτα βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς. Με ικανό στράτευμα και πλήρη εξοπλισμό κατορθώνει να ελευθερώσει ολόκληρη την Κρήτη και να περιορίσει τους Αραβες μέσα στον καλά οχυρωμένο Χάνδακα. Μετά από πολιορκία μηνών, την άνοιξη του 961 μ.Χ., έγινε η γενική έφοδος από μέρους των βυζαντινών και του μισθοφορικού στρατού τους, η οποία κατέληξε στην επιτυχή ανακατάληψη της πόλης. Πολλοί Αραβες έχασαν τη ζωή τους ή αιχμαλωτίστηκαν κατά τη μάχη που δόθηκε μέσα στην πόλη, πέφτοντας θύματα της αγριότητας των στρατιωτών, παρά τις αντίθετες οδηγίες του Νικηφόρου Φωκά. Ο ίδιος πήρε τον εμίρη και την οικογένειά του στην Κων/πολη, όπου και τιμήθηκαν από τους βυζαντινούς. Ο γιος μάλιστα του εμίρη ασπάστηκε το χριστιανισμό και υπηρέτησε τον αυτοκράτορα. Ο Νικηφόρος Φωκάς φεύγοντας από το Χάνδακα πήρε μαζί του μεγάλο αριθμό πολύτιμων λαφύρων, που είχαν συγκεντρώσει στην πόλη οι Αραβες. Ο ίδιος επιδιώκοντας να δημιουργήσει μια νέα περιοχή, περισσότερο ασφαλή για τους κατοίκους της, αφού ο Χάνδακας είχε σχεδόν ισοπεδωθεί, και ο οχυρωματικός περίβολος είχε σε μεγάλο του τμήμα καταστραφεί, έκτισε ένα νέο φρούριο, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα (κοντά στο Κανλί Καστέλλι). Οι νέοι, όμως, έποικοι δεν θέλησαν να φύγουν από τον ερειπωμένο και κατεστραμμένο Χάνδακα, αφού, πέρα των άλλων, και ως τοποθεσία θα εξυπηρετούσε περισσότερο τις ανάγκες τους.
Ανοικοδόμηση της πόλης - Μεγάλο Κάστρο: Μια δεύτερη βυζαντινή περίοδος αρχίζει που θα διαρκέσει ως τα 1204. Στο Χάνδακα που συναντάται και με την ονομασία Κάστρο (όρος για οχυρωμένη πόλη ή φρούριο) εγκαθίστανται οι νέοι άποικοι που κατάγονται από επιφανείς οικογένειες της βυζαντινής αυτοκρατορίας μαζί με τους ανώτερους άρχοντες, στρατιωτικούς και πολιτικούς διοικητές. Η πόλη ανοικοδομείται σχεδόν εξαρχής, δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα κτίζονται, ενώ επισκευάζεται και συμπληρώνεται το τείχος και οργανώνεται το λιμάνι. Το διοικητικό κέντρο θα βρισκόταν στην περιοχή όπου αργότερα κτίστηκαν από τους Βενετούς η Λότζια, ο Αγιος Μάρκος και το Δουκικό Ανάκτορο. Αναφορικά δε με την βυζαντινή οχύρωση, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι σε πολλά σημεία της εδράστηκε πάνω στην προϋπάρχουσα αραβική λίθινη βάση, τμήματα της οποίας ήρθαν στο φως μετά από εκσκαφές σε οικόπεδα κατά μήκος της οδού Δαιδάλου για ανέγερση νέων οικοδομών. Χαρακτηριστικό στοιχείο του οχυρωματικού περιβόλου αποτελούσαν οι πύργοι και τα ενδιάμεσα ευθύγραμμα τμήματα. Η πόλη κατά την περίοδο αυτή με το φρούριο και το λιμάνι της απ' όπου διεξαγόταν το εμπόριο με τις εκτός Κρήτης αγορές, είναι η σημαντικότερη σε ολόκληρο το νησί, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη οικονομία και εύλογα αναφέρεται ως Μεγάλο Κάστρο, ονομασία που απηχεί ακόμη και σήμερα από τους παλαιότερους Ηρακλειώτες. Πλήθος κινητών ευρημάτων (νομίσματα, εκπληκτικά δείγματα εμφυαλωμένης κεραμεικής) έχει έλθει στο φως από ανασκαφές - εκσκαφές σε διάφορες περιοχές της πόλης, ενώ συγχρόνως έχουν αποκαλυφθεί διάφορα κτιριακά συγκροτήματα, δυο μεγάλα δημόσια λουτρά, κτισμένα με ιδιαίτερα επιμέλεια (στην οδό Κορωναίου και στην οδό Χορτατσών), δεξαμενές και τάφοι. Η πόλη σταδιακά αρχίζει να επεκτείνεται και έξω από τα τείχη, προς τα νότια, δημιουργώντας διάφορα προάστια.
Βενετοκρατία: Στα 1204, έτος της άλωσης της Κωνσταντινούπολης και ουσιαστικά της κατάλυσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους, το Μεγάλο Κάστρο, όπως και ολόκληρο το νησί περνά, μετά από σχετικές συμφωνίες, στα χέρια των Βενετών. Αυτοί όντας απασχολημένοι την ίδια περίοδο με την κατάληψη άλλων περιοχών δεν έδωσαν την πρέπουσα σημασία με αποτέλεσμα η Κρήτη να πέσει στα χέρια του Γενουάτη πειρατή Ερρίκου Pescatore. Λόγω της εξαιρετικής γεωγραφικής θέσης και σπουδαιότητας της νήσου, οι Βενετοί δεν θέλησαν να χάσουν αυτήν την κτήση και έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες, θα γίνουν ξανά κυρίαρχοι στα 1211, κυριαρχία που θα κρατήσει μέχρι το 1669. Η Κρήτη αποτέλεσε μια ενιαία διοικητική περιφέρεια με το όνομα «Βασίλειο της Κρήτης» (Regno di Candia). Για τα πρώτα περίπου 150 χρόνια θα υπάρξουν πολλές επαναστάσεις από μέρους των Κρητικών, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπέκυψαν αδιαμαρτύρητα στη βενετική κυριαρχία και υποδούλωση. Μετά το 1367 η Κρήτη αρχίζει να ζει μια μάλλον ειρηνική περίοδο.
Το Κάστρο Candia: Το Κάστρο που ονομάζεται τώρα από τους Βενετούς Candia θα γίνει η πρωτεύουσα του νησιού, η έδρα του εκάστοτε Δούκα και όλων των αρχών, το κέντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης. Η πόλη εξελίσσεται σε ένα από τα σπουδαιότερα αστικά κέντρα της εποχής εκείνης σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Συνεχίζει να επεκτείνεται έξω από τα όρια της παλιάς οχύρωσης, δημιουργώντας έντονα την ανάγκη για μια νέα που θα περιλάβει και τα προάστια.
Νέα οχύρωση: Η νέα οχύρωση με τις μνημειώδεις πύλες αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της οχυρωματικής τέχνης και αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του είδους στο μεσογειακό χώρο. Το λιμάνι της πόλης με τους ταρσανάδες αποτελεί το σπουδαιότερο κέντρο εμπορίου σε ολόκληρη την περιοχή από όπου εξάγονται τα περίφημα κρητικά προϊόντα (κρασί, λάδι, τυρί) και διακινούνται στις σημαντικότερες αγορές της Ευρώπης.
Καλλιτεχνική κίνηση: Μεγάλη άνθηση γνώρισαν και άλλοι τομείς, όπως η ζωγραφική (τον 16ο αι. διαμορφώνεται η γνωστή Κρητική σχολή και ξεκινά το έργο του ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο μετέπειτα El Greco), η λογοτεχνία, η ποίηση, το θέατρο με εκπληκτικά έργα σε κάθε χώρο, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο κρητικό πολιτιστικό ιδίωμα στην περιοχή.
Αρχιτεκτονική: Η αρχιτεκτονική αποτελεί άλλον έναν τομέα εξέλιξης και άνθησης που απεικονίζεται στα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια του Χάνδακα, όπως είναι το δούκικο ανάκτορο, ο μητροπολιτικός ναός των Βενετών, ο ?γιος Μάρκος με το καμπαναριό του (όπου σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Πινακοθήκη, αποτελεί όμως και χώρο για άλλες αξιόλογες εκθέσεις όπως τελευταία με την έκθεση των πορτραίτων του Φαγιούμ), η Λότζια (η λέσχη των ευγενών, σημερινό Δημαρχείο της πόλης), οι διάφορες βενετσιάνικες και ορθόδοξες εκκλησίες, οι κρήνες, μνημεία που πολλά από αυτά δεσπόζουν ακόμη και σήμερα στην παλιά πόλη. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι όλη αυτή η άνθηση που συντελέστηκε την εποχή εκείνη έγινε εφικτή με τον κόπο και το μόχθο του απλού κρητικού λαού.
Τούρκικη απειλή: Μια νέα υπερδύναμη εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο που θα φέρει μια πραγματική αναστάτωση στην κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί και αυτή είναι Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στα 1645 εμφανίζεται ο τουρκικός στόλος στα κρητικά παράλια και σιγά σιγά η μια πόλη μετά την άλλη πέφτουν στα χέρια των νέων κατακτητών. Ο Χάνδακας αντιστέκεται για περισσότερο από 20 χρόνια και η περίφημη πολιορκία γύρω από το φρούριο της πόλης τελικά λύνεται στα 1669, μετά από προδοσία του βενετοκρητικού μηχανικού Ανδρέα Μπαρότση που αποκαλύπτει στον Τούρκο πασά Αχμέτ Κιοπρουλή τα πιο αδύνατα σημεία του φρουρίου.
Το Κάστρο τουρκοκρατούμενο: Η Κρήτη αποτέλεσε ένα νέο «εγιαλέτι» δηλ. μια νέα διοικητική περιφέρεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας με έδρα το Χάνδακα που ονομάζεται τώρα από τους Τούρκους Kandiye ή Κάστρο. Εδώ βρίσκονται όλες οι υπηρεσίες και η έδρα του «Γραμματικού», δηλαδή του διερμηνέα της Πύλης. Ο Χάνδακας είχε σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί και ερημωθεί. Έγιναν εκτεταμένες επισκευές σε κτίρια και στον οχυρωματικό περίβολο, ενώ οι περισσότερες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Με νέες κρήνες που κτίστηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης προσπάθησαν οι Τούρκοι να αντιμετωπίσουν την έλλειψη του νερού. Η πολιτισμική αναγέννηση της προηγούμενης περιόδου διακόπηκε, ενώ παρόμοια κάμψη χαρακτηρίζει την οικονομία και το εμπόριο. Από τις αρχές του 18ου αι. ωστόσο παρατηρείται μια σταδιακή ανάπτυξη και μια αλλαγή στην οικονομική ζωή της πόλης με τη συμμετοχή των χριστιανών σε διάφορες εμπορικές δραστηριότητες. Οι επαναστάσεις βέβαια όλη αυτήν την περίοδο δεν σταματούν δείχνοντας έτσι τον πόθο του κρητικού λαού για απελευθέρωση και ένωση με την Ελλάδα.
19ος αι. : Στις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα η πόλη μετονομάζεται σε Ηράκλεια και αργότερα σε Ηράκλειο, όπως είναι γνωστή και σήμερα. Οι Τούρκοι μεταφέρουν την πρωτεύουσα του νησιού, στα μέσα του αιώνα, από το Ηράκλειο στα Χανιά, δίχως όμως αυτό να συνεπάγεται και την ελάττωση της δυναμικότητας του Ηρακλείου που αναπτύσσεται σε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της εποχής αυτής με μεγάλη εμπορική και οικονομική άνθηση. Η τελευταία σελίδα της τουρκικής κατοχής διαδραματίστηκε στο Ηράκλειο τον Αύγουστο του 1898, όταν εξαγριωμένοι Τούρκοι επιτέθηκαν και έσφαξαν εκατοντάδες άμαχους χριστιανούς και 17 Αγγλους στρατιώτες μαζί με τον Πρόξενο της Αγγλίας Λυσ. Καλοκαιρινό. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους φεύγει από το νησί και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης, ενώ τον επόμενο μήνα αποβιβάζεται στη Σούδα ο Ύπατος αρμοστής Πρίγκιπας Γεώργιος και εγκαθιδρύεται έτσι η Κρητική Πολιτεία υπό την «υψηλή προστασία» της Αγγλίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ρωσίας έως το 1913 οπότε επιτυγχάνεται η ένωση με την Ελλάδα.
20ος αι.: Με την αυγή του 20ου αι. αρχίζει μια νέα εποχή για την Κρήτη. Το Ηράκλειο αναπτύσσεται ραγδαία, ο πληθυσμός του αυξάνεται (φαινόμενο αστυφιλίας) και κατ' επέκταση πολλαπλασιάζονται οι στεγαστικές του ανάγκες. Και αυτά όλα πολλές φορές εις βάρος του ιστορικού χαρακτήρα της πόλης. Στο όνομα του εκμοντερνισμού, της εξέλιξης και της προόδου πολλά μνημεία του ιστορικού κέντρου της πόλης κατεδαφίζονται αλόγιστα, ενώ και τα τείχη ακόμη δέχονται επεμβάσεις μη αναστρέψιμου χαρακτήρα, καταστρέφοντας τη μορφή τους. Το ιστορικό Ηράκλειο ζει στο ρυθμό μιας μεγαλούπολης, τελευταία, όμως, γίνεται ολοένα και πιο αισθητή η ανάγκη διατήρησης δεσμών με το παρελθόν μέσα από τη συντήρηση και ανάδειξη των μνημείων, καθώς και με ένα πιο οργανωμένο, με σεβασμό στην ιστορία και στην παράδοση, ρυμοτομικό σχεδιασμό.
Κείμενο: Κάλλια Νικολιδάκη, Αρχαιολόγος Δήμου Ηρακλείου

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ηρακλείου


ΚΟΥΦΟΝΗΣΙ (Νησί) ΛΕΥΚΗ
  Δεν υπάρχει καμία πληροφορία ότι υπήρχε συνοικισμός στο νησί τα τελευταία τουλάχιστο 1000 χρόνια, αλλά η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε πως κάτω από τη σιωπηλή γη του έρημου νησιού ήταν θαμμένος ένας ολόκληρος κόσμος.
  Πρώτο το χωρίο του Plinii μιλάει για νήσο Leuce στη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται «αντίθετα από το ακρωτήριο της Ιτάνου».
  Η ταύτιση του νησιού αυτού με το Κουφονήσι δεν ήταν μόνο πέρα για πέρα η ενδεδειγμένη, αλλά δημιούργησε και ιστορικές ευθύνες για τους μελετητές αφού η περίφημη επιγραφή της «Διαιτησίας των Μαγνήτων» μιλά αρκετά διεξοδικά για αυτό. Η επιγραφή αυτή που σήμερα είναι εντοιχισμένη στην πρόσοψη του καθολικού της Μονής Τοπλού μιλά για τις οριακές διαφορές μεταξύ Ιτάνου και Ιεράπυτνας και μια από τις πιο βασικές ήταν η διεκδίκηση από την Ιεράπυτνα του νησιού Λεύκη.
  Η Λεύκη ήταν σημαντικός σταθμός αλιείας σπόγγων και επεξεργασίας της πορφύρας που από ότι μας λένε οι Αριστοτέλης και Πλίνιος ο Παλιός, μαζεύονταν ζωντανά στην αρχή του Φθινοπώρου και τα συντηρούσαν σε κούρτους ώσπου να μαζευτούν πάρα πολλά γιατί κάθε ένα κοχύλι έδινε μόνο μία σταγόνα βαφής. Μετά κοπανούσαν τα πιο μικρά σε πέτρες και τα πιο μεγάλα τα τρυπούσαν και έβγαζαν από το λαιμό του μαλακίου ένα μικρό αδένα που ονομαζόταν «άνθος». Έπειτα, έβαζαν στην άλμη το γαλακτώδες υγρό, πρόσθεταν λίγο ξύδι, το άφηναν σε δοχείο στον ήλιο και σιγά σιγά το χρώμα από κίτρινο γινόταν κατακόκκινο που το αραίωναν ή το συμπύκνωναν με βράσιμο. Η βαφή αυτή που λεγόταν «πορφύρα» πουλιόταν την εποχή εκείνη όσο ζύγιζε σε ασήμι. Αν σε αυτή προσέθεταν άνθη υακίνθου, το χρώμα ήταν βιολετί, αλλά εθεωρείτο κατωτέρας ποιότητας.
  Εκτός όμως από το ότι η Λεύκη ήταν πλουτοπαραγωγική πηγή για τη μητρόπολη, φαίνεται πως συγχρόνως και η θέση της έπαιξε στρατηγικό ρόλο στην προσέγγιση πλοίων στις Ν.Α. ακτές. Η Διαιτησία που έγινε το 132 μ.Χ. δικαίωσε την Ίτανο και απέδωσε το νησί στους Ιτανίους, στους οποίους ανήκε και προγονικά. Πρώτος ο ακούραστος ερευνητής των αρχαίων Αγγλος Ναύαρχος T. B. Spratt σε επίσκεψη στο Κουφονήσι στα μέσα του περασμένου αιώνα είδε διάφορα ερείπια που τα περιγράφει με αρκετή σαφήνεια όπως ναός στα νότια με τεμάχια από μαρμάρινο άγαλμα, οικισμός στα βόρεια και δεξαμενές νερού στο κέντρο περίπου του νησιού.
  Το 1903 οι Αγγλοι αρχαιολόγοι R. C. Bosanquet και C .T. Currelly πήγαν ένα απόγευμα στο νησί και εξέτασαν βιαστικά τα όσα περιγράφει ο Spratt.
  Από τότε, το 1971 ο αρχαιολόγος Albert Leonard επισκέφτηκε το νησί και παρατήρησε προσεκτικότερα τις επιφανειακές αρχαιότητες. Αλλά χωρίς την αρχαιολογική σκαπάνη κάθε τι που γραφόταν ήταν απλώς υποθέσεις.
  Έτσι, το 1976 άρχισαν συστηματικές ανασκαφές από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Νίκο Παπαδάκη.
  Τα δύο πρώτα χρόνια στη Β.Δ. άκρη του νησιού, απέναντι από το νησάκι Μάρμαρα και σε μικρή απόσταση από την παραλία οι ανασκαφές έφεραν σε φως ένα θαυμάσια διατηρημένο λίθινο θέατρο του οποίου το κοίλο ήταν κατεστραμμένο μόνο στη δυτική πλευρά ενώ και μεγάλο τμήμα των εδωλίων του κέντρου είχε τελείως καταστραφεί. Το κοίλο έχει 12 σειρές εδωλίων και η μέγιστη χορδή του έχει μήκος 34 μέτρα.
  Η απόσταση του 12ου εδωλίου από το δάπεδο της ορχήστρας φτάνει περίπου τα 6 μέτρα. Υπολογίζεται πως το κοίλο χωρούσε περίπου 1000 άτομα. Η ορχήστρα, σχεδόν ημικύκλιο, ήταν ντυμένη με πήλινες πλάκες. Το σκηνικό οικοδόμημα, κατεστραμμένο στο δυτικό του τμήμα, θα πρέπει να έφτανε σε μήκος τα 20 μέτρα, ενώ το πλάτος του είναι περίπου 9 μέτρα.
  Μπορεί να δει κανείς το ανατολικό παρασκήνιο, το λογείο, το υποσκήνιο καθώς και την ανατολική πάροδο που ήταν στεγασμένη με θόλο. Το θέατρο είχε πλούσια διακόσμηση που λεηλατήθηκε.
  Το θέατρο καταστράφηκε με αγριότητα και πυρπολήθηκε ίσως από φανατικούς Χριστιανούς στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Στα νότια του θεάτρου, αλλά ιδίως στα ανατολικά, εκτείνεται ο συνοικισμός που φαίνεται πως είναι μεγαλύτερος από όσο είχε υπολογιστεί στην αρχή.
  Οι ανασκαφές εκεί έφεραν στο φως ένα μεγάλο σπίτι - έπαυλη από το οποίο σώζονται οκτώ πλήρη δωμάτια στα οποία εισέρχεται κανείς από μικρό, αλλά επιβλητικό πρόπυλο που κοιτά στο δρόμο που οδηγούσε στην ανατολική πάροδο του θεάτρου.
  Στο σπίτι αυτό βρέθηκαν τα μαγειρεία του καθώς και το απαραίτητο οικιακό εργαστήρι για την κατεργασία της πορφύρας και τα δύο επίσημα δωμάτια για τους ξένους που ήταν στρωμένα με ψηφίδες άσπρες και μαύρες που σχημάτιζαν γεωμετρικά σχέδια μέσα σε πλαίσια, όπως ρόμβους και σταυροειδή κοσμήματα. Στον κυρίως οικισμό ανασκάφηκε ένα άλλο μεγάλο σπίτι με δεκαέξι δωμάτια. Τα ευρήματα και η χρήση των χώρων δεν αφήνουν αμφιβολία ότι και αυτό είναι ένα τυπικό σπίτι αλιέων πορφύρας.
  Το πιο σημαντικό όμως οικοδόμημα του οικισμού - μετά το θέατρο - είναι το επιβλητικό κτήριο των δημόσιων λουτρών, το οποίο ήταν σε χρήση από τον 1ο έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Είναι γνωστή η παθολογική αγάπη που έτρεφαν οι Ρωμαίοι στα δημόσια λουτρά συνδυάζοντας τη σωματική καθαριότητα με τη γύμναση και τη συζήτηση. Τα λουτρά ήταν απαραίτητο οικοδόμημα όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και στους συνοικισμούς. Στα πλουσιόσπιτα υπήρχε ξεχωριστός χώρος, μικρογραφία των δημόσιων λουτρών, ενώ γνωστή είναι η πολυτέλεια των αυτοκρατορικών λουτρών.
  Το λουτρικό συγκρότημα του Κουφονησίου περιλαμβάνει όλους τους χώρους οι οποίοι σύμφωνα με το τυπικό των λουτρών ήταν σε χρήση σε ένα τέτοιο κτίριο: Γύρω από ένα κήπο, για την ξεκούραση των πελατών και επισκεπτών εκτείνονται τα δωμάτια όπως, το κεντρικό λεβητοστάσιο - του οποίου οι τοίχοι σώζονται σε ύψος 4 μέτρων - δύο υπόκαυστα - ίσως για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά - λουτρώνες για εφίδρωση, χλιαρό, ζεστό και κρύο λουτρό και αποδυτήρια. Σε ορισμένα δωμάτια η πολυτέλεια είναι ακόμα και σήμερα εμφανής καθώς διατηρούνται τμήματα από τη μαρμάρινη επένδυση του πατώματος και των τοίχων.
  Τέλος, στο Ν. μέρος του νησιού ερευνήθηκε ο ναός που αναφέρεται από τον Spratt που έχει συνολικές διαστάσεις 18.00 x 15.70 μέτρα με κρηπίδωμα και ο οποίος δυστυχώς έχει υποστεί εξοντωτική λεηλασία από τη λατόμευσή του - στα 1920 περίπου - για να κατασκευαστεί ένα τεράστιο κτίριο - φάρος σε απόσταση μόνο 5 μέτρων από την ανατολική στενή πλευρά του ναού που ήταν η είσοδός του, αν και στη βόρεια μακριά πλευρά του βρέθηκε και άλλη, κλιμακωτή είσοδος. Δίπλα από τη Β.Δ. γωνία του βρέθηκαν τα δύο μεγάλα κομμάτια από το κολοσσιαίο λατρευτικό άγαλμα του ναού - τα είδε και ο Spratt - που παρίστανε θεότητα καθιστή σε θρόνο τύπου κυβόλιθου. Τα δύο κομμάτια που σώζονται είναι: Το ένα κυβόλιθος με το αριστερό τμήμα της λεκάνης και το άλλο, το δεξιό πόδι από το πτυχωτό ένδυμα της μέσης μέχρι τον αστράγαλο.
  Δυστυχώς, είναι πολύ κατεστραμμένο αλλά φαίνεται ελληνιστικής εποχής. Το συνολικό του ύψος θα ξεπερνούσε τα 2,5 μέτρα.
  Πάνω του διάφοροι επισκέπτες - ναυτικοί κυρίως - έχουν χαράξει τα ονόματά τους και τις χρονολογίες, μία από τις οποίες είναι1630.
  Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά μάλλον θα είναι αλήθεια, ότι τα κομμάτια από μάρμαρο που φαίνονται ανάμεσα στο οικοδομικό υλικό του διπλανού κτιρίου του φάρου προέρχονται από το υπόλοιπο σώμα του αγάλματος που οι εργολάβοι του φάρου κομμάτιασαν για να χρησιμοποιήσουν για «σφήνες» στις πέτρες και τους τεράστιους συμμετρικούς λίθους που και αυτοί «ξεριζώθηκαν» από το ναό του οποίου σήμερα μόνο οι αναβαθμοί και το εσωτερικό γέμισμα - το δάπεδο έχει καταστραφεί - σώζονται.
  Όλο το νησί είναι γεμάτο από ερείπια που αρχίζουν από τα Π.Μ. χρόνια μέχρι τα Βυζαντινά, όπου στη δυτική ακτή σπήλαια έχουν χρησιμοποιηθεί σαν ξωκλήσια με χαράγματα αγίων και επιγραφές λατινικές με χρονολογία σε ένα, 1638. Στο ανατολικό τμήμα του νησιού υπάρχει εξάλλου το εκκλησάκι του Αι - Νικόλα, χτισμένο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα από το Ν. Ρεμουντάκη. Ο μεγαλογαιοκτήμονας Ρεμουντάκης από την Αγία Τριάδα νοίκιασε το νησί από το 1905 μέχρι το 1935. Την περίοδο αυτή διέμεναν μόνιμα 10 - 15 οικογένειες, που παρήγαγαν 85 - 100 τόνους δημητριακά το χρόνο. Παράλληλα, υπήρχαν στο νησί 25 βοοειδή, 400 - 500 αιγοπρόβατα και 5 - 6 όνοι.
  Παλιά υπήρχαν στο νησί πηγές, το νερό των οποίων θα πρέπει να κατέληγε στις ρωμαϊκές υδρομαστευτικές σήραγγες και δεξαμενές. Η θέση των πηγών θα πρέπει να βρισκόταν στο σημείο τομής δύο μεγάλων ρηγμάτων στο κέντρο του νησιού, στο οποίο φαίνεται να καταλήγει το ρωμαϊκό υδρομαστευτικό δίκτυο. Οι λόγοι για τους οποίους οι πηγές αυτές έχουν πλέον στερέψει, θα πρέπει να σχετίζεται με τις κλιματικές μεταβολές και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, την οποία μαρτυρούν τα υποθαλάσσια αρχαιολογικά ευρήματα, που φαίνονται στο βυθό στη θέση Καμαρέλες στο βόρειο τμήμα. Πιθανό οι πηγές αυτές να υπάρχουν ακόμα καλυμμένες από αμμοθίνες.
  Είναι τέτοια η έκταση των αρχαίων ερειπίων που σε συνδυασμό με το ότι το νησί δεν κατοικήθηκε ποτέ από την εποχή που κάποιο άγνωστο γεγονός το ερήμωσε ολοκληρωτικά - ίσως τον 4ο μ.Χ. αιώνα - όχι μόνο προσφέρεται για σπουδαίες και συνεχείς αρχαιολογικές έρευνες, αλλά και ο χαρακτηρισμός «μικρή Δήλος» δεν μπορεί να θεωρηθεί πως δεν ανταποκρίνεται μορφολογικά τουλάχιστο στην παρουσία του νησιού στο χώρο της αρχαιολογίας, τηρούμενων φυσικά των αναλογιών.
  Το Πανεπιστήμιο Κρήτης (Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, Τμήμα Αρχαιολογίας) έχει εκπονήσει μια «Μελέτη Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος της Νησίδας Κουφονήσι» που ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 1998. Οι προτάσεις της μελέτης αυτής θα συμβάλουν αποφασιστικά, αφενός στην προστασία του φυσικού του περιβάλλοντος και των αρχαιολογικών χώρων του νησιού και αφετέρου στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών στους Έλληνες και ξένους επισκέπτες του.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Λεύκης


ΜΙΛΛΙΑΡΗΣΙ (Οικισμός) ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙ
  Το Μιλιαρίσι βρίσκεται στα βορειοανατολικά της πρώην κοινοτικής περιφέρειας των Παρτήρων. Στην εποχή της Βενετοκρατίας και της οθωμανοκρατίας υπήρχαν δυο χωριά: το Μιλιαρίσι Απάνω και το Μιλιαρίσι Κάτω. Του πρώτου χωριού τα ερείπια βρίσκονται λίγο μακρύτερα από το χωματόδρομο που έρχεται στο σημερινό Μιλιαρίσι από τη Ζίντα. Απέχει από το σημερινό χωριό περίπου ένας χιλιόμετρο σε βορειοανατολική κατεύθυνση. Έχει εγκαταλειφτεί από τον προηγούμενο αιώνα αφού ήδη στην απογραφή του 1881 δεν περιλαμβάνεται στους καταλόγους.
  Η πρώτη αναφορά του χωριού γίνεται στα 1261 λίγα χρόνια δηλαδή μετά τη βενετσιάνικη κατάκτηση του νησιού, πράγμα που φανερώνει ότι το χωριό κατοικούνταν κατά τη Β΄ βυζαντινή περίοδο της Μεγαλονήσου. Η θέση των χωριών πάνω στην ίδια λοφοσειρά που βρίσκεται και η Ζίντα και η Βιτσιλιά φανερώνει ότι η κατοίκηση των τόπων αυτών δεν θα πρέπει να απέχει χρονολογικά πολύ μεταξύ τους. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι αποσύρθηκαν σε ψηλότερα σημεία για κάποιο λόγο που πρέπει να σχετίζεται με την ασφάλειά τους. Αν αυτή η υπόθεση ευσταθεί εν μέρει έστω θα πρέπει να αναζητήσουμε την κατοίκηση των χωριών αυτών τουλάχιστον στην εποχή της Αραβοκρατίας ή πρωτύτερα.
  Στην άποψη αυτή έρχεται να προστεθεί ενισχυτικά η πληροφορία ότι το χωριό αποτελούσε μια από τις serventariae της υπαίθρου και ήταν πεζικό φέουδο του Marco Gradenico. Η οικογένεια των Γραδονίκων (ή Γραδινίκων) ήταν μαζί με την οικογένεια των Βενιέρων οι πιο πολυάριθμες και πλουσιότερες οικογένειες της Κρήτης μετά τη διάλυση των άλλων μεγάλων οικογενειών που προηγήθηκαν σε υποκινήσεις επαναστάσεων και αποδεκατίστηκαν.
  Στην επανάσταση του Αγίου Τίτου «πρωτοσυνωμότης» θεωρείται ο Tito Gradenico ο οποίος μάλιστα είναι ο ένας από τους δυο προσωπικούς συμβούλους του διορισμένου Δούκα της Αυτόνομης Κρητικής Δημοκρατίας, του Marino Gradenico. Ο πρώτος φεουδάρχης του Μιλιαρισιού Marco Gradenico καταγράφεται ως μέλος του εικοσιτετραμελούς Συντακτικού Σώματος της κρητικής Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου. Οι βενετσιάνικες πηγές παρουσιάζουν τον Μάρκο ως ένα άτομο που προκαλούσε φόβο (επίφοβο), ύπουλο και άγριο, ατίθασο και δημαγωγό. Ήταν συνεργάτης του άλλου όμοιού του και αρχιστράτηγου των κρητικών δυνάμεων Ιωάννη Καλλέργη. Ανάλαβε την αρχηγία της ανταρσίας μετά τη δολοφονία του Μarino Gradonico παίρνοντας συμβούλους τους δολοφόνους του σεβάσμιου (όπως τον αναφέρουν οι πηγές) Μαρίνου.
  Μετά την κατάπνιξη της «ανταρσίας» του Αγίου Τίτου η οργή της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας έπεσε αλύπητη πάνω στους κρητικούς. Φυσικά τα «επίχειρα της προδοσίας» τους πλήρωσαν και οι πρωταίτιοι άρχοντες που συμμετείχαν και δεν επανέκαμψαν έγκαιρα όπως κάποιοι άλλοι. Από τους σταθερούς στο επαναστατικό αυτό κίνημα ήταν και ο Μάρκος Γραδίνικος, ο φεουδάρχης του Μιλιαρισιού, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και τιμωρήθηκε στον δι απαγχονισμού θάνατο και σε δήμευση της περιουσίας[1] του. Η ποινή εκτελέστηκε μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου (στα Λιοντάρια σήμερα) το φέουδό του δημεύτηκε, όπως είχε προαναγγελθεί. Έτσι το 1368 τα κτήματα του πεζικού φέουδου στο Μιλιαρίσι βγαίνουν σε δημοπρασία και πουλιούνται. Μαζί εκποιείται και η σερβενταρία (serventaria) του φεουδάρχη.
  Δεν γνωρίζουμε τον αγοραστή του φέουδου, αλλά από τη χρονολογία αυτή και μετά δεν μνημονεύεται φεουδάρχης στο Μιλιαρίσι. Φαίνεται πως η διάλυση του φέουδου αποτέλεσε την αιτία της διάσπασης των κατοίκων σε Πάνω και Κάτω Μιλιαρίσι. Τα κτήματα του φέουδου - αυτό είναι το πιθανότερο - αγοράστηκαν από ελεύθερους χωρικούς ( contantini). Η νέα πραγματικότητα επέφερε κάποιες αλλαγές και στα θρησκευτικά πράγματα. Οι κάτοικοι του χωριού ανήκουν στο ορθόδοξο δόγμα και κατορθώνουν (ένα αιώνα περίπου αργότερα) στα 1497 να κερδίσουν την άδεια ώστε ο Νικόλαος Δοριανός από το Μιλιαρίσι να πάει εκτός Κρήτης[2] και να χειροτονηθεί (ορθόδοξος) ιερέας, υποσχόμενος ότι θα μνημονεύει τον Πάπα στις λειτουργίες που θα τελεί.
  Από την εποχή αυτή και μετά συναντάμε το χωριό σε αρκετά έγγραφα που μας δίνουν μια ικανοποιητική εικόνα για την λεπτομερέστερη γνωριμία μας με την ιστορία του χωριού. Στις απογραφές τόσο των Βενετσιάνων όσο και των Οθωμανών που ακολούθησαν αναφέρονται και τα δυο χωριά (Πάνω και Κάτω Μιλιαρίσι) με κατοίκους που ο αριθμός τους κυμαίνεται από 140 το 1583 μ.Χ. (Καστροφύλακας) μέχρι 13 (απογραφή του 1971). Ο οικισμός του Επάνω Μιλιαρισιού καταγράφεται στην απογραφή του 1834 με 1 χριστιανική και 4 μουσουλμανικές οικογένειες, αλλά όχι και σ’ αυτήν του 1881 όπου αναγράφεται ένας οικισμός Μιλιαρίσι να ανήκει στο Δήμο Αρκαλοχωρίου με 5 χριστιανούς και 25 οθωμανούς κατοίκους.
  Με την ανταλλαγή των πληθυσμών και τον ερχομό των προσφύγων εγκαταστάθηκαν και στο χωριό αυτό μικρασιάτες, οι οποίοι κατά πως δείχνει η απογραφή του 1928 προκάλεσαν νέα δημογραφική «έκρηξη» στο χωριό αφού καταγράφονται 78 κάτοικοι. Από τότε και μετά όμως αρχίζει η φθίνουσα πορεία του πληθυσμού. Σήμερα στο χωριό δεν υπάρχουν κάτοικοι, επειδή απορροφήθηκαν από τα Πάρτηρα, το μεγάλο διπλανό χωριό οι περισσότεροι, είτε από το Αρκαλοχώρι και το Ηράκλειο.
  Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης το χωριό πλήρωσε σε είδος κυρίως (διατρέφοντας τους αντάρτες και παρέχοντάς τους πληροφορίες) το χρέος του προς την πατρίδα. Έξω από το χωριό βρίσκεται γνωστή η σπηλιά - κρησφύγετο της αντάρτικης ομάδας των «Χριστοδούληδων» από τον Πατσίδερο. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και αυτό προκάλεσε μερικές φορές τριβές μεταξύ των ανταρτών και των κατοίκων επειδή οι πρώτοι έπαιρναν επαναστατικώ δικαίω (έκλεβαν) τα ζώα των χωρικών. Κάποιος μάλιστα από τους κατοίκους κατηγορήθηκε ότι εξαιτίας της συχνής κλοπής των προβάτων του συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, αποκαλύπτοντας μέλη της Εθνικής αντιστασιακής οργάνωσης των Παρτήρων με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να εκτελεστούν δυο παλικάρια από τα Πάρτηρα[3].
  Στη νότια πλευρά βρίσκεται χτισμένο το βενετσιάνικο υδραγωγείο του χωριού (πετρόχτιστη πηγή) έργο της εποχής που το χωριό ήταν στην κυριότητα του πρώτου φεουδάρχη του. Το όνομα του χωριού ετυμολογείται είτε από το βυζαντινό νόμισμα «μιλιαρίσιον», είτε από σύνθεση του βυζαντινού επίσης πληθυντικού της λέξης «μίλιον» και της πολυσήμαντης αρχαιοελληνικής λέξης ρύσιον (= το λάφυρο, το ενέχυρο, τα λύτρα, η λύτρωση, η θυσία στους θεούς, κ.τ.λ.) οπότε η γραφή του ονόματος είναι διαφορετική.
  Η προφορική παράδοση θέλει το όνομα του χωριού να προέρχεται από ένα βυζαντινό αγώνισμα δρόμου (το μιλιαρίσιον) που είχε καθιερωθεί στα βυζαντινά χρόνια και που η απόσταση που έπρεπε να διανύσουν οι αθλητές τρέχοντας (μια παραλλαγή της παράδοσης θέλει τον αγώνα ιππικό) την απόσταση ενός μιλιαρισίου (μιλίου μικρότερου σε απόσταση από το κανονικό βυζαντινό μίλι).
[1] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την επανάσταση του Αγίου Τίτου, την αποτυχία, την τιμωρία των πρωταιτίων και το θάνατο του Μιλιαρισιανού φεουδάρχη θα βρει ο αναγνώστης στις σελίδες του τόμου «Ο ΔΗΜΟΣ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ όπου γίνεται η λεπτομερής αναφορά της Επανάστασης.
[2] Στην Κρήτη δεν υπήρχαν επίσκοποι του ορθόδοξου δόγματος για να μπορούν οι ιερείς να χειροτονούνται στο νησί. Αναγκάζονταν, λοιπόν, κι αυτό ήταν ένα σημαντικό μέτρο εναντίον του ορθόδοξου δόγματος, να καταφεύγουν σε εκκλησιαστικούς αξιωματούχους εκτός Κρήτης (συνήθως στον Κορίνθου) για να χειροτονούνται οι ορθόδοξοι παπάδες. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο ότι οι Βενετσιάνοι δεν πραγματοποίησαν τη δέσμευσή τους να επιτρέψουν το διορισμό ορθοδόξου επισκόπου στην επισκοπή Αγρίου όπως όριζε η συνθήκη Βενετών - Καλέργη.
[3] Στην αναφορά μας για τα Πάρτηρα καταγράφουμε το γεγονός και τα ονόματα των δολοφονημένων από τους Γερμανούς παλικαριών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Αρκαλοχωρίου


ΞΕΡΟΚΑΜΠΟΣ (Οικισμός) ΛΕΥΚΗ
  Οι αρχαίοι - εκτός από τη φυσική ομορφιά του τοπίου - είχαν ήδη εντοπίσει τη στρατηγική σημασία του χώρου στη ναυσιπλοΐα των ανατολικών ακτών της Κρήτης. Έτσι, η ζωή στο χώρο αρχίζει πολύ νωρίς, γύρω στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Η ακμή του ωστόσο, πρέπει να τοποθετηθεί λίγο αργότερα, στον 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα δηλαδή στα Ελληνιστικά χρόνια. Ήταν τότε, που οι εμπορικές σχέσεις με τα Δωδεκάνησα και κυρίως με την Κάλυμνο και Ρόδο είχαν γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη. Αυτό αποδεικνύεται από τα πλούσια ανασκαφικά ευρήματα στην περιοχή, από νομίσματα, σφραγίδες, λαβές των αμφορέων που μετέφεραν κρασί, αγγεία, ειδώλια και κοσμήματα. Στο χαμηλό παράλιο ύψωμα «Φαρμακοκέφαλο» του Ξεροκάμπου ανασκάφτηκε από το 1984 μια σημαντική πόλη των Ελληνιστικών κυρίως χρόνων, με τη διεύθυνση του αείμνηστου Αρχαιολόγου Νίκου Παπαδάκη. Η πόλη εκτεινόταν σε συνολική επιφάνεια 12 στρεμμάτων και περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος του οποίου σώζεται τμηματικά το κατώτερο μέρος. Ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα, που σήμερα κοσμούν τις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Σητείας. Πάνω στο Φαρμακοκέφαλο βρίσκεται και ο μικρός ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1895, ένα χρόνο προτού ταφεί εκεί, στη ναόσχημη κατασκευή που είναι δίπλα, ο πλούσιος Ιεραπετρίτης Εμμ. Λιαπάκης, που πέθανε ενώ ταξίδευε στην Κάσο για να γλιτώσει από τους Τούρκους.
  Η ζωή στον Ξερόκαμπο συνεχίστηκε και μετά τους αρχαίους χρόνους, αφού ο τόπος αναφέρεται στην ενετική απογραφή του 1583 με 47 κατοίκους. Από τις αρχές του 17ου αιώνα φαίνεται πως αρχίζει η εγκατάλειψη και η παρακμή. Οι επιδρομές των Τούρκων στα παράλια εξαναγκάζουν τον πληθυσμό να καταφύγει στην ενδοχώρα, πιθανότατα στη Ζήρο ή στη Ζάκρο
  Έτσι ο Ξερόκαμπος απουσιάζει εντελώς από τις απογραφές των Τούρκων του 1671 και 1881, ενώ δεν αναφέρεται ούτε στην απογραφή του 1928. Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες με τη φύτευση των εκτεταμένων ελαιώνων και την ήπια τουριστική ανάπτυξη, ξαναβρίσκει ο Ξερόκαμπος την οικιστική του ταυτότητα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Λεύκης


ΡΕΘΥΜΝΟ (Νομός) ΚΡΗΤΗ
  Ανθρώπινη παρουσία στο νομό κατά τη νεολιθική περίοδο (6000-2600 π.Χ.) βεβαιώνεται από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες στα σπήλαια του Ιδαίου Αντρου στον Ψηλορείτη, του Γερανίου στα δυτικά της πόλης του Ρεθύμνου και των Ελενών στο Αμάρι.
  Για τα μινωικά χρόνια (2600-1100) τα αρχαιολογικά δεδομένα πληθαίνουν μία και η ανθρώπινη δραστηριότητα βεβαιώνεται συχνότερα τόσο στα σπήλαια όσο και σε μία σειρά οικιστικών εγκαταστάσεων που καλύπτουν όλη την έκταση του νομού και όλες τις φάσεις της μινωικής εποχής. Πρωτομινωικών χρόνων (2600-2000 π.Χ.) είναι το σπήλαιο Σεντόνη στα Ζωνιανά Μυλοποτάμου, οι θέσεις στο Χαμαλεύρι Ρεθύμνου, στο Αποδούλου Αμαρίου και στο Πυργί της Ελεύθερνας Μυλοποτάμου. Η ανακτορική εγκατάσταση Μοναστηρακίου Αμαρίου, ο οικισμός στους Πέρα Γαληνούς Μυλοποτάμου, ο οικισμός Σταυρωμένου Ρεθύμνου και τα σπήλαια Μελιδονίου και Πατσού τοποθετούνται στα Μεσομινωικά χρόνια (2000-1600 π.Χ.). Τέλος το νεκροταφείο των Αρμένων, ο οικισμός στη Ζώμινθο Ανωγείων και ο λατρευτικός χώρος στη Φανταξοσπηλιάρα του Πρίνου χρονολογούνται στα Υστερομινωικά χρόνια (1600-1100 π.Χ.).
  Στα γεωμετρικά και τα δαιδαλικά χρόνια (1100-620 π.Χ.) ακμάζουν σημαντικές πόλεις όπως η Ελεύθερνα και η Αξός (Όαξος) Μυλοποτάμου, ενώ σύγχρονος οικισμός υπήρχε στο Βρύσινα, στο οροπέδιο Ονυθέ. Οι ίδιες περιοχές συνεχίζουν την ανάπτυξή τους και στα αρχαϊκά χρόνια (620-500 π.Χ.) προσφέροντας έργα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας.
  Στα κλασικά (500 - 330 π.Χ.) και τα ελληνιστικά χρόνια (330-67 π.Χ.) θα πρέπει να άκμασε η αρχαία Ρίθυμνα, στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου, όπως μαρτυρείται από μεταγενέστερες πηγές, ενώ οι άλλες μεγάλες πόλεις του νομού, η Ελεύθερνα, η Αξός, η Λάππα και η Σίβρυτος δε σταματούν να υπάρχουν τόσο κατά τα ελληνιστικά χρόνια όσο και κατά την ελληνορωμαϊκή περίοδο (67 π.Χ. - 323 μ.Χ.).
  Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο (330-824), με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους στο Βυζάντιο και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 330 μ.Χ., η Κρήτη περιήλθε στο Ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και αποτέλεσε ξεχωριστή επαρχία με διοικητή Βυζαντινό στρατηγό. Από εκεί και στο εξής άρχισε να εξαπλώνεται στο νησί ο χριστιανισμός και τον 8ο αι. μ. Χ η επισκοπή της Κρήτης περιήλθε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Κατά τα παλαιοχριστιανικά και πρωτοβυζαντινά χρόνια ανεγέρθηκαν στο νησί πολλοί ναοί, αρκετούς από τους οποίους έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική έρευνα. Από το 824 μ.Χ. έως το 961 μ.Χ. επικρατεί Αραβοκρατία στο νησί γεγονός που στο Ρέθυμνο επιβεβαιώνεται από ελάχιστες μαρτυρίες ανάμεσα στις οποίες και ορισμένα αραβικά νομίσματα που βρέθηκαν στο χωριό Γιαννούδη.
  Στη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο (961-1210) πραγματοποιείται όπως θα δούμε και παρακάτω η πρώτη οχύρωση της πόλης τους Ρεθύμνου και από το 1211 ξεκινά η μακρά και πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος της Βενετοκρατίας τα σημάδια της οποίας σε όλα τα επίπεδα ανιχνεύονται άριστα στην περιοχή της πόλης του Ρεθύμνου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουρισμού Ρεθύμνου


ΡΕΘΥΜΝΟΝ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
Βυζαντινά χρόνια και Ενετοκρατία
  Οι πληροφορίες μας για το Ρέθυμνο τόσο για την Α΄ Βυζαντινή περίοδο (325-824) όσο και κατά τη φάση της αραβοκρατίας (824-961) είναι ελάχιστες. Η απελευθέρωση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά το 961 και η ένταξή της ξανά στη βυζαντινή αυτοκρατορία σηματοδοτεί την έναρξη της Β΄ Βυζαντινής περιόδου που διήρκεσε μέχρι την άφιξη των Βενετών στον νησί, το 1204. Στη φάση το σύνολο των κατοικιών περιβλήθηκε με τείχη και το Castrum Rethemi αποτέλεσε την πρώτη μορφή οχυρωμένου οικισμού, που αργότερα οι Βενετοί ονόμασαν Castel Vecchio.
  Η περίοδος της Βενετοκρατίας τυπικά ξεκινά το 1204, οπότε με την Δ΄ Σταυροφορία η Κρήτη πέρασε στα χέρια του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού που αργότερα την παραχώρησε στους Βενετούς. Το 1206 όμως ο Γενουάτης πειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε κατέλαβε το νησί και η Βενετία κατόρθωσε να το πάρει πίσω ουσιαστικά το 1210. Οι Κρητικοί αντέδρασαν στους κατακτητές κι έτσι από 1211 ως το 1367 εκδηλώθηκε σειρά επαναστάσεων. Παρά τις αντιδράσεις οι Βενετοί προέβησαν σε μια σειρά από διοικητικές αλλαγές σύμφωνα με τις οποίες το νησί διαιρέθηκε σε έξι τμήματα και αργότερα, το 14ο αι. σε τέσσερα με πρωτεύουσες τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Χάνδακα και τη Σητεία. Σ΄ ολόκληρο το νησί ανώτατη εξουσία είχε ο Δούκας (Duca) που η έδρα του βρισκόταν στο Χάνδακα. Σε κάθε μία από τις επαρχίες Χανίων, Ρεθύμνου και Σητείας διοικούσε ο Ρέκτορας (Rettore) με τη βοήθεια των δύο Συμβούλων (Consiglieri).
Η καταστροφή του 1571και η Κρητική Αναγέννηση
  Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 η θέση των Βενετών στην Ανατολή άρχισε να κλονίζεται Στο Ρέθυμνο ήδη από το 1537/38 άρχισε να καταστρώνεται πρόγραμμα οχυρωματικών έργων το οποίο ανατέθηκε στο βερονέζο αρχιτέκτονα Michele Sanmicheli. Ανάμεσα στα σχέδια που έκανε ήταν και εκείνο του χερσαίου τείχους της πόλης που θεμελιώθηκε το 1540 και ολοκληρώθηκε το 1570.
  Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα λεηλάτησε τον Αποκόρωνα, τα περίχωρα των Χανίων, το Ρέθυμνο και τη Σητεία.
  Η επιδρομή του Ουλούτζ- Αλή στις 7 Ιουλίου 1571 ήταν καταστροφική. Oι Τούρκοι βρήκαν έρημη της πόλη, τη λεηλάτησαν και την τύλιξαν στις φλόγες. Τα περισσότερα σπίτια κάηκαν, τα τείχη του Castel Vecchio και το χερσαίο τείχος που μόλις είχε ολοκληρωθεί αφανίστηκαν. Όλα αυτά στάθηκαν η αιτία για να παρθεί η απόφαση της κατασκευής φρουρίου πάνω στο λόφο του Παλαιοκάστρου μέσα στο οποίο σχεδίαζαν να χτίσουν και τα σπίτια της πόλης. Πράγματι το 1573, όταν ρέκτορας ήταν ο Alvise Lando, έγινε η θεμελίωση του κάστρου. Τα αρχικά σχέδια έκανε ο αρχιτέκτονας Sforza Palllavicini και την επίβλεψη ανέλαβε ο μηχανικός Gian Paolo Ferrari.
  Μετά την ολοκλήρωση της Φορτέτζας διαπιστώθηκε ότι ο χώρος ήταν πολύ περιορισμένος για να μπορέσει να περιλάβει όλες τις κατοικίες, οπότε αποφασίστηκε ότι ο χώρος του κάστρου θα φιλοξενούσε τη βενετική διοίκηση, τη λατινική επισκοπή και τις στρατιωτικές αρχές και θα χρησίμευε ως καταφύγιο για τους κατοίκους σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης.
  Μετά την ανέγερση του φρουρίου της Φορτέτζας και το πέρασμα των χρόνων οι βενετοί είχαν πια εδραιώσει τη θέση τους στο νησί. Έτσι το τρίτο τέταρτο του 16ου αι., ο χαρακτήρας της πόλης άρχισε να γίνεται αναγεννησιακός σύμφωνα με τα βενετσιάνικα πρότυπα. Στη φάση αυτή εντάσσεται η ανέγερση πολυτελών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων και η πόλη αποκτά, όπως και η Βενετία, κεντρική πλατεία (piazza), Λέσχη Ευγενών (Loggia), κρήνες όπως η Rimondi, μέγάλο ηλιακό ρολόϊ, κεντρική οδό και μικρές παρακαμπτήριες που οδηγούσαν στους ναούς, τα μοναστήρια, τα αρχοντικά και τις απλές κατοικίες. Τα περισσότερα από τα λαμπρά αυτά οικοδομήματα με τα ποικίλα θυρώματα, άλλοτε απλά και άλλοτε εξαιρετικά μνημειακά στέκουν ακόμα και σήμερα μάρτυρες της λαμπρής αυτής φάσης της ρεθεμνιώτικης ιστορίας. Μέσα σ΄ αυτό το αναγεννησιακό περιβάλλον στο οποίο οπωσδήποτε υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο προέκυψε η σύζευξη των δύο πολιτισμών με σημαντικές επιδράσεις στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο. Λόγιοι, όπως ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ζαχαρίας Καλλιέργης και οι αδερφοί Βεργίκιοι διέπρεψαν στην Ευρώπη, ενώ ο Γ. Χορτάτζης, ο Τρώιλος και ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής διακρίθηκαν για τις λογοτεχνικές τους ικανότητες και συνέβαλαν στην άνθιση της κρητικής λογοτεχνίας. Αλλά και η αναγέννηση στη ζωγραφική, εκφράστηκε από καλλιτέχνες όπως ο Εμμανουήλ Λαμπάρδος και Εμμανουήλ Μπουνιαλής που αποτέλεσαν άξιους εκπροσώπους της λεγόμενης Κρητικής Σχολής.
Η πολιορκία του Ρεθύμνου
  Το 1645 αποβιβάστηκαν τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα στα Χανιά και αμέσως άρχισε η πολιορκία της πόλης που μετά από δύο μήνες παραδόθηκε. Ο μεγάλος βενετοτουρκικός πόλεμος του 17ου αιώνα είχε ξεκινήσει. Στις 29 Σεπτέμβρη 1646 τα στρατεύματα του Χουσεϊν Πασά έφθασαν μπροστά στα τείχη της πόλης του Ρεθύμνου που ήδη είχε αποδυναμωθεί εξαιτίας των τακτικών επιδρομών που έκαναν από πριν οι εγκατεστημένοι πλέον στην περιοχή των Χανίων Τούρκοι.
  Οι πολίτες και οι άμαχοι συγκεντρώθηκαν μέσα στο φρούριο όπου η κατάσταση ήταν δραματική λόγω του λοιμού, των τραυματιών και της έλλειψης τροφίμων και κυρίως πυρομαχικών. Όταν ο δοιηκητής συνειδητοποίησε την αδυναμία γα περαιτέρω άμυνα σήκωσε λευκή σημαία και διαπραγματεύτηκε, ευτυχώς με ευνοϊκούς όρους, την παράδοση του Ρεθύμνου: όσοι κάτοικοι επιθυμούσαν μεταφέρθηκαν στο Χάνδακα ενώ όσοι έμειναν έγιναν φόρου υποτελείς στο Σουλτάνο. Η Φορτέτζα του Ρεθύμνου παραδόθηκε στους Τούρκους στις 13 Νοεμβρίου 1646.
Aπό την Τουρκοκρατία στην Αυτονομία (1669 - 1897)
  Η επικράτηση των Τούρκων στο Ρέθυμνο (1669-1898), όπως και σε ολόκληρη την Κρήτη, έφερε σημαντικές αλλαγές τόσο στον διοικητικό, οικονομικό και πληθυσμιακό τομέα αλλά κυρίως στον πνευματικό και στον καθημερινό τρόπο ζωής. Η Κρήτη που αποτελούσε πλέον μία μεγάλη περιφέρεια χωρίστηκε αρχικά σε τρία διαμερίσματα : του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και των Χανίων και αργότερα και του Λασιθίου, καθένα από τα οποία διοικείτο από έναν πασά. Η εικόνα της πόλης άλλαξε ριζικά.
  Οι κατακτητές εγκαταστάθηκαν στα βενετσιάνικα αρχοντικά, τα εμπλούτισαν με τα δικά τους αρχιτεκτονικά στοιχεία και τόνισαν ακόμα περισσότερο την παρουσία τους με τους με τα τζαμιά και τους μιναρέδες που ύψωσαν. Στα αλλοτινά στενάκια του βενετσιάνικου ιστού της πόλης του Ρεθύμνου ξεπρόβαλαν τώρα τα «σαχνισιά», τα κιόσκια που πρόσθεσαν στις προσόψεις των σπιτιών δίνοντας στην πόλη το δικό τους χαρακτήρα, αυτόν της μουσουλμανικής πόλης. Πολλές από τις εκκλησίες καταστράφηκαν και άλλες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Ο πνευματικός μαρασμός που ακολούθησε ήταν αναμενόμενος. Η άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών της «Κρητικής αναγέννησης» ήταν πια παρελθόν. Οι σφαγές και οι λεηλασίες κατά των χριστιανών και των περιουσιών τους οδήγησαν τους κρητικούς σε μια σειρά από εξεγέρσεις και επαναστάσεις ανάμεσα στις οποίες και αυτή του 1821 που έγινε στο πλαίσιο του συνολικού ξεσηκωμού των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών.
  Ούτε όμως με την επανάσταση του 1821 η Κρήτη δεν κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία της και η παραχώρησή της στον Αιγύπτιο Αντιβασιλιά Μεχμέτ Αλή (1830-1841) δεν αποτέλεσε παρά μια μικρή ανακούφιση για το χριστιανικό πληθυσμό του νησιού που εξακολούθησε να μάχεται για την ελευθερία του. Όσο περνούσαν τα χρόνια οι συνεχείς αγώνες έφερναν κάποια αποτελέσματα και οι χριστιανοί όλο και κατακτούσαν κάποια προνόμια σχετικά με την ανεξιθρησκία και την απόκτηση περιουσίας. Τίποτα όμως δεν ικανοποιούσε τους κρητικούς που αυτό που αποζητούσαν ήταν η πλήρης απελευθέρωσή τους και η ένωσή τους με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο κορυφαίος αγώνας δόθηκε με την Μεγάλη Κρητική Επανάσταση που κράτησε από το 1866 έως το 1869 με σημαντικότερο γεγονός το Ολοκαύτωμα του Αρκαδιού. Ακόμα και μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και το ύψιστο αγώνα για ελευθερία η Κρήτη εξακολουθούσε να παραμένει κάτω από την Τούρκικη κυριαρχία με τις ίδιες συνθήκες γεγονός που οδήγησε σε νέα επανάσταση, αυτήν του 1878 με την οποία εξασφαλίστηκαν αρκετά θρησκευτικά και πολιτικά προνόμια με κυριότερο το ότι μπορούσε ο Γενικός Διοικητής Κρήτης να είναι Κρητικός. Αντί όμως τα πράγματα να πηγαίνουν όλο και στο καλύτερο, από το 1890 έως το 1895 οι Τούρκοι σκλήρυναν ακόμα περισσότερο τη στάση τους απέναντι στους ντόπιους και με τη συμπεριφορά τους οδήγησαν στην επανάσταση του 1897 με την οποία κατοχυρώθηκε η Αυτονομία της Κρήτης.
  Σημαντικότερο γεγονός του αγώνα για ελευθερία ήταν η δραματική κατάληξη της πολιορκίας της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, όπου οι πολιορκημένοι προκειμένου να παραδοθούν στους Τούρκους προτίμησαν να κλειστούν στην πυριτιδαποθήκη και να την ανατινάξουν δίνοντας με τον πιο γενναίο τρόπο τον αγώνα τους για την ελευθερία. Πρωταγωνιστής του Αρκαδικού δράματος ήταν ο πυρπολητής της πυριτιδαποθήκης, ο ήρωας Κωστής Γιαμπουδάκης από το Αδελε Ρεθύμνου.
Αυτονομία - Ένωση - Νεώτερα Χρόνια
  Το 1897 ήταν η τελευταία χρονιά τουρκικής κατοχής της Κρήτης. Το 1898 εγκαταστάθηκαν Ρώσοι στρατιώτες στο νησί και στις 9 Δεκεμβρίου ο πρίγκιπας Γεώργιος ήρθε στα Χανιά ως ύπατος Αρμοστής. Η Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η οργάνωση της Κρήτης ως αυτόνομης πολιτείας με δικό της Σύνταγμα και δική της Κυβέρνηση. Η περίοδος της αυτονομίας ήταν δημιουργική για όλους τους τομείς τόσο της οικονομικής όσο και της πνευματικής ζωής του Ρεθύμνου. Έγιναν πολλά έργα υποδομής, πολυτελή ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, ενώ σημειώθηκε μια σημαντική πνευματική δράση όπως αποδεικνύει η ύπαρξη κινηματογράφου και θεατρικών χώρων. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε δημιουργικά ως την 1η Δεκεμβρίου 1913 οπότε και έγινε η ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα. Και ενώ όλα πήγαιναν καλά, η ένωση και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η Ελλάδα αντέστρεψαν τη δημιουργική ανάπτυξη του Ρεθύμνου και ολόκληρης της Κρήτης. Η κατάσταση θα ανακάμψει ξανά μόνο μετά το 1924 όταν, μετά το Μικρασιατικό Πόλεμο, έφυγαν και οι τελευταίοι Τουρκοκρητικοί και ήλθαν στη θέση τους οι πρόσφυγες φέρνοντας μαζί τον πολιτισμό και το δημιουργικό τους πνεύμα που έμελλε να εμπλουτίσει και να ωθήσει το Ρέθυμνο σε μια νέα οικονομική και πνευματική άνθιση.
  Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα αποτελέσει ίσως την κυριότερη αιτία οπισθοδρόμησης και μαρασμού σε όλα τα επίπεδα. Η πτώση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών και ο βομβαρδισμός του Ρεθύμνου το Μάιο του 1941 ήταν η αρχή για μια σειρά από πολύνεκρες μάχες όπου ο άμαχος πληθυσμός μέσα σε μια έξαρση γενναιότητας και πατριωτισμού έδωσε ένα καλό μάθημα στους κατακτητές. Παρόλα αυτά οι γερμανοί κατάφεραν να υπερισχύσουν και να εγκατασταθούν στο Ρέθυμνο ασκώντας έλεγχο στη ζωή, τη διοίκηση και την οικονομία του τόπου.
  Οι αφόρητες συνθήκες ζωής και η καταπίεση του κατακτητή από το 1941 έως το 1944 οδήγησαν στην ανάπτυξη και στο Ρέθυμνο ισχυρού αντιστασιακού μετώπου που έδρασε ενεργά σε πολλά σημεία του νομού. Τη λήξη της Γερμανικής κατοχής ακολούθησε περίοδος φτώχιας και αθλιότητας που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1960, τότε που με το πρώτο φως το ηλεκτρισμού άρχισε να ανάβει και η ελπίδα για καλύτερες μέρες. Από το 1960 μέχρι σήμερα το Ρέθυμνο βρίσκεται σε μία συνεχή τροχιά ανάπτυξης γεγονός στο οποίο συνέβαλε τα μέγιστα και η τουριστική ανάπτυξη που άρχισε να γίνεται εμφανής από το τέλος τις δεκαετίας του 1960 και κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1970

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουρισμού Ρεθύμνου


ΣΗΤΕΙΑ (Πόλη) ΛΑΣΙΘΙ
  Η πόλη της Σητείας πιθανώς ταυτίζεται με την κλασική και ελληνιστική Ητεία ή Ήτιδα, ή Σηταία, πατρίδα του φημισμένου Μύσωνα, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, αλλά και του Βιτσέντζου Κορνάρου, ποιητή του Ερωτόκριτου. Αλλοι πάλι απορρίπτουν αυτήν την άποψη και αναζητούν την αρχαία πόλη της Σητείας σε άλλες τοποθεσίες όπου υπάρχουν ερείπια Μινωικών οικισμών.
  Το σίγουρο είναι ότι η βυζαντινή πολιτεία βρίσκεται κάτω από τη σημερινή Σητεία. Η πολιτεία έζησε μέσα από μεγάλες περιπέτειες μέχρι το 1651, όταν οι Βενετοί ξεθεμελιώσανε ό,τι άφησε ο μεγάλος σεισμός του 1508 και η επιδρομή στα 1538 του φοβερού Μπαρμπαρόσα. Ξαναχτίστηκε πάνω στα ερείπια της το 1870. Ονομάστηκε Αβνιέ, χωρίς να επικρατήσει αυτό το όνομά γιατί οι κάτοικοι αμέσως την ονόμασαν Σητεία, ενώνοντας έτσι τους κρίκους της σπασμένης αλυσίδας στην ιστορία της.
  Με την ανακατάληψή της από τους βυζαντινούς έγινε σημαντικό εμπορικό λιμάνι του Βυζαντίου με έντονη εμπορική δραστηριότητα, χαρακτήρα που κράτησε και στα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας. Οι Βενετοί ονομάζουν τη Σητεία (maximum statum et lumen ejiusdem insulae = μέγιστο σταθμό και φως του νησιού ) και την καθιστούν μέγιστο εμπορικό σταθμό του Regno di Candia για τους δρόμους της Ανατολής και της Αφρικής. Για να σταθεροποιήσουν την κυριαρχία τους οι Βενετοί χτίζουν πολλά φρούρια σε διάφορα σημεία στρατηγικής σημασίας της επαρχίας τα οποία μπορεί να δει ακόμη και σήμερα ο επισκέπτης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Δήμου Σητείας


Η Ιστορία της Πόλης της Σούδας

ΣΟΥΔΑ (Κωμόπολη) ΧΑΝΙΑ
  Ετυμολογείται από τη λατινική λέξη suda = χαρακώματα, χάρακας, στενή δίοδος. Γι ' αυτό ο Parhley (I , 189) λέει, ότι σούδα και χάραξ είναι συνώνυμα και συνεπώς οι Σαρακηνοί αποβιβάστηκαν εδώ στη Σούδα: The Saracenic conquerors of Crete... first landed at Suda, and the Akroteri is called by Bysantine historians of the event, the promontory Kharax, Sulda and Kharax are synonymous words in the writers of the lower empire. Για τους θαλασσοκράτορες Βενετούς δεν είχε μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί οι γαλέρες τους ήταν πλοία ελαφρά και τα σήκωναν τα νερά του λιμανιού των Χανίων και του Χάντακα όπου είχαν και τους ταρσανάδες τους και τις ναυπηγούσαν. Η ασφάλεια του όμως τους ενδιέφερε και γι' αυτό κτίσανε το φρούριο στο νησάκι της εισόδου του για να τον προστατεύει.
  Στον μυχό του, στην culata, όπως την έλεγαν όπου σήμερα βρίσκεται ο ραδιοφωνικός σταθμός Χανίων, οι Βενετοί είχαν κάμει αλυκές (Saline 175), με ετήσια παραγωγή 110.000 μουζούρια αλάτι. (βλ. Στ. Σπανάκη, Μνημεία κ.λ.π., IV, S. 180, Καστροφύλακα, Κ 263). Οι Τούρκοι έλεγαν την περιοχή Τούζλα, που σημαίνει στην τούρκικη γλώσσα αλυκή, γιατί "τουζ" λέγεται τουρκικά το αλάτι. Ο κόλπος της Σούδας υπήρξε τον 15ο, 16ο και 17ο αιώνα φωλεά κουρσάρων, όπως μας πληροφορεί ο Foscarini στην Έκθεση του .... li anni adierto fu ricetto et nido di corsari. Το 1571 ο τουρκικός στόλος έκαμε απόβαση στη Σούδα και κατέστρεψε την περιφέρεια των Χανίων. (Foscarini , Pashley, I, 29 και Ν. Σταυράκη, Στατ. 137). Το Μάη του 1822 αποβιβάστηκαν στην Τούζλα 84 φορτηγά, που τα συνόδεψαν 40 πολεμικά, 10000 Τούρκοι, Αιγύπτιοι και Αρβανίτες με αρχηγό το γαμπρό του Μεχμέτ Αλή, τον Χασάν Πασά, για να καταστείλει την επανάσταση των Κρητών.
  Το 1870 ο Ρεούφ Πασάς αποξήρανε τις αλικιές και έκτισε εκεί συνοικισμό, τον οποίο ονόμασε Αζιζιέ προς τιμήν του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ και εγκατέστησε 150 οικογένειες Τούρκων που ζούσαν στη νησίδα του φρουρίου. Σήμερα έχει το όνομα Κάτω Σούδα. Ο συνοικισμός αποτελούσε τότε ιδιαίτερο Δήμο. Ό ?γγλος πλοίαρχος Spratt εθάυμασε τα καθαρά νερά του κόλπου, όπου αντανακλάται ο καταγάλανος Κρητικός ουρανός, γι 'αυτό έκανα εδώ το μπάνιο τους σύμφωνα με την Μυθολογία οι σειρήνες πριν να πέσουν στο κόλπο να πνιγούν, ύστερα από τη νίκη των Μουσών. Την εποχή της Κρητικής Πολιτείας 1898 - 1913, η Σούδα έγινε επίκεντρο ενδιαφέροντος των Μεγάλων Δυνάμεων. Τη περίοδο αυτή κτίστηκε και ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου.
  Η Σούδα δοκιμάστηκε και τον Α και τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Στην ακτή προς το Ακρωτήρι τορπιλίστηκε τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο το υπερωκεάνιο Μινεβάσκα 27000 τόνων. Το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σαν λιμάνι ανεφοδιασμού και εξόρμησης του Αγγλικού στόλου. Ο Τσώρτσιλ ήθελε να το κάμει "αμφίβιο ακρόπολη" κατά την έκφραση του (Απομνημονεύματα Β2, 619) αλλά δεν το κατόρθωσε ως ομολογεί ο ίδιος. ( σελ. 343 - 346, Στέργιος Σπανάκης, Κρήτη Β' τόμος, Έκδοση Βαγγέλη Απ. Σφακιανάκη, Ηράκλειο Κρήτης )

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σούδας


Ιστορικές Πληροφορίες για το Λιμάνι Σούδας

Πληροφορίες για το λιμάνι της Σούδας υπάρχουν στο ενημερωτικό φυλλάδιο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Γραφείο Χανίων) το οποίο μπορείτε να δείτε στην ακόλουθη σύνδεση

Ιστορικό της πόλης των Χανίων

ΧΑΝΙΑ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
  Η Πόλη των Χανίων είναι κτισμένη σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες πάνω στα ερείπια της αρχαίας Κυδωνίας , την οποία κατά την μυθολογία ίδρυσε ο Κύδων και αναφέρεται από τον Όμηρο ως μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Κρήτης, ενώ οι Κύδωνες θεωρούνται ως προελληνικό φύλο. Οι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούν την Κυδωνία "μητέρα των άλλων κρητικών πόλεων". Πολλές είναι οι εκδοχές όσον αφορά την ετυμολογία του τοπωνυμίου της πόλης. Κατά την μυθολογία ιδρυτής της είναι ο Κύδων υιός του Μίνωα και της νύμφης Ακακκαλίδος. Πιθανόν επίσης από παραφθορά του ονόματος Χθονία που ήταν ένα από τα αρχαία ονόματα της Κρήτης, να προέρχονται τα Χανιά. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή προέρχεται από το Αραβικό Χάνι ή τέλος από την αλχανία κώμη (προάστιο ή συνοικία της Κυδωνίας).

Ελληνορωμαϊκή Περίοδος (67-330) μ.Χ.

  Η ιστορία της πόλης των Χανιών ξεκινά από την Νεολιθική εποχή όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα που υπάρχουν (3η-2η χιλιετία π.χ ). Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, η πόλη των Χανίων διατήρησε την ακμή της, αφού μεταξύ άλλων διέθετε και Θέατρο. Τα υλικά του θεάτρου χρησιμοποιήθηκαν από τους ενετούς το 1583 για την ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης. Οι Ρωμαίοι που διέβλεπαν τη στρατηγική σημασία του νησιού και το ρόλο που μπορούσε να παίξει στα κατακτητικά τους σχέδια στο χώρο της Ανατολής αποφάσισαν να καταλάβουν την Κρήτη. Η Κυδωνία ήταν η πρώτη πόλη που συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους. Παρά τη σθεναρή όμως αντίσταση που πρόβαλε, η πόλη υποδουλώθηκε στις ασύγκριτα μεγαλύτερες δυνάμεις του κατακτητή. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Κρήτη, που μέσα σε δύο χρόνια είχε καταληφθεί εξ ολοκλήρου.

Πρώτη Βυζαντινή περίοδος (330-824.μ.Χ.)

  Στην περίοδο αυτή τα ενδιαφέροντα του Βυζαντίου επικεντρώνονται στην Ανατολή. Η Κρήτη όπως και όλες οι άλλες επαρχίες πέφτουν σε αφάνεια και ιστορικό λήθαργο. Το 330μ.Χ. ο Μ. Κωνσταντίνος αποσπά την Κρήτη από την Κυρηναϊκή και την προσαρτά στην Ιλλυρία. Αργότερα η Κρήτη αποτελεί ιδιαίτερο θέμα αυτοτελή δηλαδή διοικητική περιφέρεια κάτω από βυζαντινό στρατηγό, που κατέχει την ενδέκατη θέση ανάμεσα στους 64 αξιωματούχους του βυζαντινού κράτους Διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Κρήτης εξακολουθεί να είναι η Γόρτυνα. Ο πληθυσμός της Κρήτης καθαρά ελληνικός, έχει ασπαστεί εξ ολοκλήρου τον Χριστιανισμό. Επίσης σοβαρές για την Κρήτη συνέπειες έχουν οι επιδρομές των Αράβων. Οι επιδρομές αυτές αποκρούονται με τα πενιχρά μέσα της εποχής και ματαιώνονται τα σχέδια των Αράβων. Οι αραβικές επιδρομές μαζί με τις θεομηνίες έχουν τις καταστροφικότερες τους συνέπειες και συντελούν, μεταξύ των άλλων, στην παρακμή πολλών πόλεων και στις βαθιές αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Δεν διαθέτει ακόμα η Κρήτη ισχυρή και οργανωμένη άμυνα κι ο βυζαντινός στόλος βρίσκεται σε αδυναμία να προστατεύσει την ευαίσθητη αυτή περιοχή.

Αραβοκρατία (824-961 μ.Χ.)

  Κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας (824-961 μ.Χ.) κι επί αυτοκράτορα Μιχ. Τραυλού με αφορμή μια κρίση που ξεσπά στο μουσουλμανικό στοιχείο της Ισπανίας, ο Αργηγός της Κόρδοβας Αμπού Χαψ Ομάρ αναγκάζεται να μετακινηθεί με το λαό του, αναζητώντας νέο τόπο εγκατάστασης Ο λαός αυτός στοιχείο πειρατικό και τυχοδιωκτικό, κατορθώνει την εγκατάσταση του το 824μ.χ στην Κρήτη. Ανοίγει λοιπόν μια νέα περίοδος στο ιστορικό κεφάλαιο της Κρήτης που στάζει αίμα και δάκρυ. Από ανεύρεση αραβικών νομισμάτων σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Άραβες, δεν καταλαμβάνουν ολόκληρο το νησί, αφού. για την άσκηση των πειρατικών τους επιδρομών χρειάζονται μόνο παράλια ορμητήρια Ο Χάνδακας αποτελεί το ισχυρότερο κέντρο εξόρμησης και ένα τόπο όπου συγκεντρώνονται τα λάφυρα των διαρπαγών και της λεηλασίας. Η Κρήτη αποκόβεται από τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βυθίζεται στο πυκνό πνευματικό σκοτάδι μιας μακρόχρονης αραβικής νύχτας.

Βυζαντινή Περίοδος (961 -1204 μ.Χ.)

  Με την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά και την ένταξη της και πάλι στον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αρχίζει μια νέα περίοδος, που διαρκεί 250 χρόνια. Κύριο μέλημα του Βυζαντίου είναι η αποκατάσταση και σταθεροποίηση της εξουσίας στο νησί. Για να το πετύχουν όμως αυτό οι βυζαντινοί και να αποτρέψουν μελλοντικό αραβικό κίνδυνο, οργανώνουν την άμυνα του νησιού και κατασκευάζουν ισχυρά οχυρωματικά έργα στα παράλια και σε άλλες επίκαιρες θέσεις. Στην περίοδο αυτή σημειώνεται ένα μοναδικό πολιτικό γεγονός ,που αναφέρεται στη στάση την οποία οργανώνει ο Δούκας της Κρήτης κατά του αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1092-1093).

Ενετοκρατία (1204-1669 )

  Κατά την Ενετοκρατία όταν οι ενετοί κατέλαβαν την πόλη άρχισαν να την ανοικοδομούν, κι έχτισαν φρούριο στην κορυφή του λόφου με το όνομα Καστέλι που ακούγεται ως σήμερα. Στο Καστέλι έχτισαν τη μητρόπολη τους, το παλάτι του Ρετούρη (Διοικητή), και τις κατοικίες των μεγάλων αξιωματούχων, που για λόγους ασφαλείας το οχύρωσαν. Γύρω από το Καστέλλι αναπτύχθηκε μια άλλη οικιστική ενότητα γνωστή ως βούργοι, δηλαδή προάστια. Λίγα χρόνια αργότερα το 1266 οι Γενοβέζοι, αντίπαλοι των ενετών μπόρεσαν να καταλάβουν την πόλη, την οποία αφού λεηλάτησαν, παρέδωσαν στη φωτιά. Οι ενετοί έχτισαν πάλι την πόλη ακολουθώντας ενετικά πρότυπα αρχιτεκτονικής. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα σώζονταν ακόμα οι επιβλητικές είσοδοι των παλατιών των ενετών αρχόντων και κυριαρχούσε η γοτθική αρχιτεκτονική. Η οχύρωση της πόλης άρχισε το 1336 και κράτησε 20 χρόνια. Τα τείχη όμως αυτά δεν κρίθηκαν ικανά να προστατεύσουν την πόλη στην πολιορκία των Τούρκων, που μετά από δίμηνη πολιορκία η πόλη έπεσε στις 22 Αυγούστου 1645 .Οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, για να προστεθούν ακόμα και ορισμένα νέα, λογχίζοντας με τους μιναρέδες τους τον κρητικό ουρανό. Τα Χανιά όπως και οι άλλες πόλεις της Κρήτης που καταλήφθηκαν, παίρνουν ανατολίτικη όψη.

Τουρκοκρατία (1669-1898)

  Παρά τις προσπάθειες, ωστόσο, των ενετών να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού ώστε να αντέξει σε πιθανή τουρκική επίθεση, το μέλλον της ήταν προδιαγραμμένο. Οι Τούρκοι καταβάλλουν έντονες προσπάθειες να κυριαρχήσουν στην πολύτιμη για τον έλεγχο της Μεσογείου Κρήτη. Μετά από μια ρευστή περίοδο που συνοδεύεται από επιδρομές, λεηλασίες διπλωματικές και άλλες ενέργειες στις οποίες περιλαμβάνονται οι προσπάθειες και των δύο πλευρών να προσεταιριστούν το ντόπιο πληθυσμό, αρχίζει τελικά στα 1645 η εκστρατεία κατάληψης της Κρήτης από τους Τούρκους.
   Με την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους στις 22 Αυγούστου 1645, οι νέοι κατακτητές στην προσπάθεια τους να προσεταιριστούν το ντόπιο πληθυσμό, επαναφέρουν τον ορθόδοξο επίσκοπο Κυδωνίας στην αρχαία του έδρα, αποκαθιστώντας έτσι την εκκλησιαστική τάξη.
  Η μεγάλη Επανάσταση του 1821 όμως προκαλεί ένα ισχυρό κραδασμό στις σχέσεις των δύο λαών. Στην πόλη των Χανίων όπου έχει συγκεντρωθεί το σύνολο σχεδόν του μουσουλμανικού πληθυσμού της υπαίθρου, οργανώνονται μεγάλες σφαγές του Χριστιανικού στοιχείου. Μετά το τέλος της Επανάστασης, η Κρήτη παραχωρείται στον αιγύπτιο ηγεμόνα Μεχμέτ Αλή έως το 1841 οπότε και επανέρχεται στην τουρκική εξουσία. Το 1878 υπογράφεται η συνθήκη της Χαλέπας. Την εποχή αυτή το Κρητικό ζήτημα έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις και αποτελεί ένα από τα ακανθώδη προβλήματα στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας με έντονη ανάμιξη και των "Μεγάλων Δυνάμεων" της εποχής . Κατά τον Ιανουάριο του 1897, σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης από τους Τούρκους και η πυρπόληση των χριστιανικών συνοικιών, δημιουργούν μεγάλη αναταραχή και επισπεύδουν τον ερχομό της αυτονομίας του νησιού.
  Με την ίδρυση της "Κρητικής Πολιτείας" στα 1898 υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας, τα Χανιά γνωρίζουν την μεγαλύτερη ακμή στην ιστορία τους, ως πρωτεύουσα της Κρήτης. Μέσα στο ιδιόρρυθμο αυτό κλίμα ωριμάζουν οι προϋποθέσεις για την ένωση με την Ελλάδα, κυρίως μετά την επανάσταση του Θερίσου το 1905 όπου αναδείχθηκε και η ηγετική μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 γίνεται και τυπικά η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με συμβολική ύψωση της ελληνικής σημαίας στο Φρούριο του Φιρκά. Από τότε η Κρήτη ακολουθεί τις τύχες του ελληνικού κράτους και τα Χανιά ξαναγίνονται σιγά σιγά μια απλή επαρχιακή πόλη.
   Ακολουθεί η μεγάλη "μάχη της Κρήτης" ένα έπος του Β' παγκοσμίου πολέμου, για να βρεθεί και πάλι τραυματισμένη από τους βομβαρδισμούς του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Χανίων


Χρονολόγιο

ΧΑΝΙΑ (Νομός) ΚΡΗΤΗ
  Η περιοχή κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήμερα ανελλιπώς.
3000 - 2800 π.Χ. Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη της αρχαίας Κυδωνίας.
2800 - 1150 π.Χ. Μινωικός πολιτισμός. Η αρχαία Κυδωνία είναι μια από τις ισχυροτερες πόλεις της Κρήτης.
  1η χιλιετία μ.Χ. Η Κυδωνία επικρατεί έως τον 7ο αι. μ.Χ.
 823 - 961 μ.Χ. Αραβοκρατία
 961 - 1252 μ.Χ. Βυζαντινή περίοδος.
1252 - 1645 μ.Χ. Ενετοκρατία
1645 - 1897 μ.Χ. Τουρκοκρατία
            1898 μ.Χ. Ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας. Τα Χανιά πρωτεύουσα της Κρήτης.
            1913 μ.Χ. Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
(Κείμενο: Δρ. Αναστασία Καλπάκη-Γεωργουλάκη)
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Νομού Χανίων (2002).

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ